100 ΣΥΝΘΕΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Ουσιαστικού & Δικονομικού Ποινικού Δικαίου

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.15€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 33,15 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21126
Κωστάρας Α.
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 416
  • ISBN: 978-618-08-0564-2

Το έργο «100 Σύνθετα Πρακτικά Θέματα Ουσιαστικού & Δικονομικού Ποινικού Δικαίου»  περιλαμβάνει ασκήσεις που καλύπτουν όλη την ύλη του Γενικού και του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, καθώς και το βασικό διάγραμμα της δικονομικής πορείας κάθε υπόθεσης. Οι περιγραφόμενες περιπτώσεις βασίζονται ως επί το πλείστον σε σχετικές αποφάσεις της νομολογίας, οι οποίες παρατίθενται στις λύσεις των θεμάτων. Η ύλη παρουσιάζεται ενημερωμένη με τους βασικούς τροποποιητικούς Ν 4855/2021 και 5090/2024 που επέφεραν πλείστες αλλαγές στα οικεία άρθρα των ΠΚ και ΚΠΔ.

Το βιβλίο αυτό απευθύνεται στους σπουδαστές των Νομικών Σχολών, αλλά και στους υποψηφίους της Εθνικής Σχολής Δικαστών, αποτελώντας πολύτιμο βοήθημα στην προσπάθειά τους.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΩΣ ΛΥΝΩ ΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ 1

ΘΕΜΑ 1 σελ. 6

ΘΕΜΑ 2 11

ΘΕΜΑ 3 15

ΘΕΜΑ 4 20

ΘΕΜΑ 5 26

ΘΕΜΑ 6 31

ΘΕΜΑ 7 35

ΘΕΜΑ 8 40

ΘΕΜΑ 9 43

ΘΕΜΑ 10 48

ΘΕΜΑ 11 51

ΘΕΜΑ 12 56

ΘΕΜΑ 13 62

ΘΕΜΑ 14 66

ΘΕΜΑ 15 71

ΘΕΜΑ 16 76

ΘΕΜΑ 17 79

ΘΕΜΑ 18 84

ΘΕΜΑ 19 87

ΘΕΜΑ 20 90

ΘΕΜΑ 21 93

ΘΕΜΑ 22 97

ΘΕΜΑ 23 100

ΘΕΜΑ 24 104

ΘΕΜΑ 25 108

ΘΕΜΑ 26 111

ΘΕΜΑ 27 114

ΘΕΜΑ 28 117

ΘΕΜΑ 29 121

ΘΕΜΑ 30 124

ΘΕΜΑ 31 127

ΘΕΜΑ 32 131

ΘΕΜΑ 33 134

ΘΕΜΑ 34 141

ΘΕΜΑ 35 144

ΘΕΜΑ 36 148

ΘΕΜΑ 37 152

ΘΕΜΑ 38 156

ΘΕΜΑ 39 159

ΘΕΜΑ 40 163

ΘΕΜΑ 41 166

ΘΕΜΑ 42 170

ΘΕΜΑ 43 174

ΘΕΜΑ 44 177

ΘΕΜΑ 45 180

ΘΕΜΑ 46 183

ΘΕΜΑ 47 187

ΘΕΜΑ 48 191

ΘΕΜΑ 49 195

ΘΕΜΑ 50 199

ΘΕΜΑ 51 203

ΘΕΜΑ 52 208

ΘΕΜΑ 53 213

ΘΕΜΑ 54 217

ΘΕΜΑ 55 221

ΘΕΜΑ 56 228

ΘΕΜΑ 57 232

ΘΕΜΑ 58 238

ΘΕΜΑ 59 241

ΘΕΜΑ 60 244

ΘΕΜΑ 61 250

ΘΕΜΑ 62 254

ΘΕΜΑ 63 257

ΘΕΜΑ 64 260

ΘΕΜΑ 65 263

ΘΕΜΑ 66 271

ΘΕΜΑ 67 274

ΘΕΜΑ 68 278

ΘΕΜΑ 69 282

ΘΕΜΑ 70 285

ΘΕΜΑ 71 289

ΘΕΜΑ 72 293

ΘΕΜΑ 73 297

ΘΕΜΑ 74 301

ΘΕΜΑ 75 304

ΘΕΜΑ 76 309

ΘΕΜΑ 77 312

ΘΕΜΑ 78 316

ΘΕΜΑ 79 320

ΘΕΜΑ 80 325

ΘΕΜΑ 81 330

ΘΕΜΑ 82 338

ΘΕΜΑ 83 343

ΘΕΜΑ 84 347

ΘΕΜΑ 85 351

ΘΕΜΑ 86 354

ΘΕΜΑ 87 359

ΘΕΜΑ 88 363

ΘΕΜΑ 89 367

ΘΕΜΑ 90 371

ΘΕΜΑ 91 373

ΘΕΜΑ 92 376

ΘΕΜΑ 93 380

ΘΕΜΑ 94 383

ΘΕΜΑ 95 386

ΘΕΜΑ 96 389

ΘΕΜΑ 97 392

ΘΕΜΑ 98 395

ΘΕΜΑ 99 398

ΘΕΜΑ 100 401

Σελ. 1

ΠΩΣ ΛΥΝΩ ΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ

Κατ’ αρχάς διαβάζω προσεκτικά μία ή δύο φορές το θέμα, για να καταλάβω το περιστατικό που ιστορεί και έτσι να είμαι έτοιμος να απαντήσω στα σχετικά ερωτήματα. Καλό είναι στη φάση αυτή, καθώς διαβάζω το θέμα, να σημειώσω κάπου πρόχειρα τα ζητήματα, που υποψιάζομαι ότι θέτει το πρακτικό βάζοντας ένα ερωτηματικό στις επισημάνσεις μου.

Ι. Ξεκινώ από τα ζητήματα του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου

Ρωτώ π.χ.: Απάτη (386 ΠΚ); ή μήπως απατηλή πρόκληση βλάβης (389 ΠΚ); Κλοπή (372 ΠΚ); ή μήπως υπεξαίρεση (άρ. 375 ΠΚ) ή κλοπή χρήσεως (άρ. 374Α ΠΚ) ; Ληστεία (380 ΠΚ) ή μήπως εκβίαση (385 ΠΚ); Απιστία; τι είδους απιστία, του άρ. 390 ή του άρ. 233 ΠΚ; Νόθευση εγγράφου του άρ. 216 ή του άρ. 242 παρ. 2 ΠΚ; Σωματική βλάβη; τι είδους σωματική βλάβη είναι; Αν υποψιάζομαι θανατηφόρο σωματική βλάβη (311 ΠΚ), πώς την ξεχωρίζω από την ανθρωποκτονία (299 ΠΚ); Παράλειψη λύτρωσης (307 ΠΚ), έκθεση (306 ΠΚ) ή μήπως ανθρωποκτονία με μη γνήσια παράλειψη (299 +15 ΠΚ); κλπ.

Αν το έγκλημα αυτό δεν είναι από τα συνηθισμένα (όπως είναι λ.χ. η παρασιώπηση λόγου εξαίρεσης του άρ. 254 ΠΚ), τι κάνω;

Εφ’ όσον δεν με βοηθάει το ευρετήριο, διότι δεν ψάχνω στο σωστό λήμμα, προσπαθώ να εντοπίσω το βασικό γνώρισμα που έχει η συμπεριφορά του δράστη και με αυτήν ως οδηγό πηγαίνω στο σχετικό κεφάλαιο του ΠΚ. Π.χ. αν ο δράστης είναι υπάλληλος, ψάχνω στα εγκλήματα περί την υπηρεσία (άρ. 235 επ. ΠΚ). Αν έχω κάποιο έγκλημα σχετικό με τα υπομνήματα, ψάχνω στα άρ. 216 επ. ΠΚ και προσέχω μήπως η σχετική εγκληματική συμπεριφορά επικαλύπτεται από κάποιο έγκλημα περί την υπηρεσία, λ.χ. άρ. 242 ΠΚ. Αν βλέπω ότι το ζήτημα σχετίζεται με την άσκηση πολιτειακής εξουσίας ή με την προσβολή της δημόσιας τάξης, πηγαίνω αντιστοίχως στα εγκλήματα των άρ. 167 επ. ή 183 επ. ΠΚ. Αν εκτιμώ ότι έχει τελεστεί κάποιο κοινώς επικίνδυνο έγκλημα, πηγαίνω στα άρ. 264 επ. ΠΚ και προσέχω να δω, μήπως η σχετική συμπεριφορά του δράστη επιφέρει κάποιο βαρύτερο αποτέλεσμα πέρα από την διακινδύνευση, οπότε επιλύω το ζήτημα στη βάση του σχετικού εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενου εγκλήματος, που προβλέπει η

Σελ. 2

σχετική διάταξη του άρθρου αναζητώντας τα στοιχεία που συνθέτουν το εκ του αποτελέσματος έγκλημα, των οποίων επιβεβαιώνω την συνδρομή μέσα από το υλικό, που μου δίνει το πρακτικό.

Στη συνέχεια προχωρώ ως ακολούθως:

1. Σε πρώτη φάση, αφού βεβαιωθώ ότι πράγματι έχει τελεστεί το συγκεκριμένο έγκλημα που υποψιάστηκα από την αρχική ανάγνωση του πρακτικού και αφού σιγουρευτώ ότι η συμπεριφορά του δράστη συνιστά πράξη, είναι δηλ. συμπεριφορά ανθρώπινη, εξωτερικευμένη, αυτοελεγχόμενη και δράση προς έτερον (αλλιώς, αν δεν υπάρχει πράξη, παρέλκει οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω ποινική αξιολόγηση της σχετικής συμπεριφοράς), βγάζω από το μυαλό μου και από το πρόχειρο σημείωμα τα ερωτηματικά και ψάχνω να βρω πρώτα απ’ όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, που έχει τυποποιήσει ο νομοθέτης.

Εάν κρίνω ότι το έγκλημα είναι τετελεσμένο, πρέπει με βάση το υλικό του πρακτικού να επιβεβαιώσω την συνδρομή όλων των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης αυτού. Αλλιώς, πριν αποφανθώ ότι δεν έχει καμιά ποινική ευθύνη ο δράστης, διότι δεν πληρούται η αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, πρέπει να ερευνήσω το ενδεχόμενο στοιχειοθέτησης απόπειρας, εφ’ όσον έχει γίνει αρχή εκτέλεσης, η οποία συμπίπτει πάντα με την επιχείρηση από τον δράστη της τυποποιημένης πράξης προσβολής του εννόμου αγαθού, δηλ. της σχετικής ενέργειας (αν έχω έγκλημα ενέργειας) ή παράλειψης (αν έχω έγκλημα παράλειψης), που αποδοκιμάζει ο νόμος. Π.χ. εάν νομίζω ότι ο δράστης ευθύνεται για απόπειρα κλοπής, πρέπει να βεβαιωθώ από το υλικό του πρακτικού ότι έχει γίνει αρχή αφαίρεσης από την κατοχή άλλου ξένου κινητού πράγματος. Εάν νομίζω ότι υπάρχει απόπειρα απάτης, πρέπει να αποδείξω, ποια είναι η πράξη εξαπάτησης που έχει κάνει ο δράστης και με ποιο τρόπο την έχει κάνει (με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, με παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων) κ.ο.κ. Δεν πρέπει επίσης να παραλείψω να τεκμηριώσω την συνδρομή της πλήρους υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, διότι η απόπειρα είναι μισοτελειωμένο έγκλημα μόνο ως προς την αντικειμενική υπόσταση. Ως προς την υποκειμενική υπόσταση είναι πλήρες έγκλημα, έχει δηλ. την υποκειμενική υπόσταση του τετελεσμένου εγκλήματος. Επίσης, εφ’ όσον σιγουρευτώ ότι κινούμαι στον χώρο της απόπειρας, πρέπει να προσέξω, εάν η απόπειρα αυτή είναι πρόσφορη ή απρόσφορη, καθώς επίσης και εάν είναι πεπερασμένη ή μη πεπερασμένη. Η τελευταία αυτή διάκριση τότε μόνο θα με απασχολήσει σε σχέση με την ποινική μεταχείριση του δράστη,

Σελ. 3

εφ’ όσον υπάρχει εκούσια υπαναχώρηση, η οποία άλλη συνέπεια έχει στην πεπερασμένη και άλλη στη μη πεπερασμένη απόπειρα (βλ. άρ. 44 ΠΚ). Αλλιώς σημειώνω απλά τον χαρακτηρισμό της απόπειρας διευκρινίζοντας ότι έχει σημασία μόνο στην επιμέτρηση της ποινής.

2. Στην επόμενη φάση, αφού έχω διαπιστώσει ότι πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, άρα η πράξη είναι αρχικά άδικη, ερευνώ μήπως η πράξη αυτή καλύπτεται από κάποιο λόγο άρσης του αδίκου, π.χ. άμυνα (22 ΠΚ), κατάσταση ανάγκης (25 ΠΚ), προσταγή (21 ΠΚ), συναίνεση του παθόντος (308 παρ. 2 ΠΚ) κλπ.

3. Στη συνέχεια, εφ’ όσον έχω βεβαιωθεί ότι η πράξη είναι τελικά άδικη, περνώ στο επόμενο στοιχείο του εγκλήματος, τον καταλογισμό. Στον χώρο του στοιχείου αυτού ερευνώ, μήπως υπάρχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον καταλογισμό, π.χ. ανικανότητα για καταλογισμό (34 ΠΚ), πραγματική πλάνη (30 ΠΚ), νομική πλάνη (31 ΠΚ), πλάνη σε σχέση με κάποιο λόγο άρσης του αδίκου (νομιζόμενη άμυνα, νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης κλπ.) ή λόγος άρσης του καταλογισμού (23 εδ. β΄, 32 ΠΚ κλπ.).

4. Εάν η άδικη πράξη του δράστη είναι και καταλογιστή, ψάχνω στο τελευταίο στοιχείο του εγκλήματος, δηλ. το τιμωρητό, μήπως βρω κάποιο λόγο που αποκλείει (υποχρεωτικά ή δυνητικά) την τιμωρία του δράστη. Π.χ. παραγραφή του εγκλήματος (111 ΠΚ), αμνηστία (47 παρ. 3 Συν), ανάκληση της έγκλησης (117 ΠΚ), εκούσια υπαναχώρηση (44 ΠΚ), έμπρακτη μετάνοια (384, 406Α ΠΚ) κλπ. Η ανυπαρξία ενός τέτοιου λόγου καθιστά τελικά τιμωρητή ή αξιόποινη την πράξη του δράστη, που βρήκα ότι έχει διαπράξει.

5. Όταν υπάρχουν συμμέτοχοι στο έγκλημα, πρέπει να προσέξω τον ορθό χαρακτηρισμό της συμμετοχής που θα τους αποδώσω αναζητώντας τα στοιχεία που συνθέτουν την συγκεκριμένη συμμετοχική πράξη και επιβεβαιώνοντας την συνδρομή της στη συγκεκριμένη περίπτωση. Π.χ. εάν υποψιάζομαι συναυτουργία, πρέπει να βρω πού είναι η συναπόφαση και η συνεκτέλεση, τις οποίες απαιτεί το άρ. 45 ΠΚ. Εάν δεχθώ ηθική αυτουργία (46 1α ΠΚ), πρέπει να αποδείξω ότι προκλήθηκε πράγματι και με ποιον τρόπο η απόφαση στον δράστη να τελέσει την συγκεκριμένη άδικη πράξη και ότι υπάρχει ο δόλος με διπλό περιεχόμενο που πρέπει να έχει ο ηθικός αυτουργός, όπως βέβαια και ο συνεργός. Εάν νομίζω ότι υπάρχει συνέργεια, πρέπει να διευκρινίσω, ποια μορφή συνέργειας συντρέχει, απλή ή άμεση και γιατί τεκμηριώνοντας την συνδρομή της αντικειμενικής και υποκειμενικής πλευράς, που έχει κάθε μια από τις δύο αυτές μορφές της συνέργειας.

Σελ. 4

6. Τέλος πρέπει να επισημάνω πώς συρρέει το έγκλημα που αποδίδω στον δράστη με άλλα εγκλήματα, τα οποία αυτός έχει διαπράξει ή φαίνεται ότι έχει διαπράξει. Π.χ. εάν δέχομαι αληθινή συρροή, πρέπει να πω, τι είδους αληθινή συρροή υπάρχει, πραγματική ή κατ’ ιδέαν, ώστε να υπαγάγω αντίστοιχα την περίπτωση στην παρ. 1 ή 2 του άρ. 94 ΠΚ. Εάν όμως δεχθώ φαινομενική συρροή, πρέπει επίσης να πω, τι είδους φαινομενική συρροή υπάρχει, πραγματική ή κατ’ ιδέαν, κυρίως όμως να εξηγήσω, ποια αρχή της φαινομενικής συρροής (ειδικότητας, επικουρικότητας ή απορρόφησης) πρέπει να εφαρμοσθεί, για να λυθεί το ζήτημα της συρροής.

ΙΙ. Συνεχίζω με τα ζητήματα της Ποινικής Δικονομίας

Συνήθως στο κομμάτι αυτό του πρακτικού μού τίθενται συγκεκριμένα ερωτήματα, όπως π.χ. εάν είναι βάσιμος ο τάδε ισχυρισμός του κτγρ, εάν είναι νόμιμη η παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, εάν δημιουργήθηκε ή όχι ακυρότητα και ποιάς μορφής στη συγκεκριμένη περίπτωση, εάν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας, εάν ορθά απορρίφθηκε κάποιο αίτημα ή ένσταση του κτγρ., εάν μπορεί να ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο ή αν αυτό έχει επεκτατικό αποτέλεσμα κλπ.

Σε αυτές τις περιπτώσεις ανατρέχοντας στις γνώσεις που έχω για το σχετικό θέμα προσέχω να δω, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ζητάει ο νόμος για την επίλυσή του. Π.χ. εάν υπάρχει κάποιος ισχυρισμός του κτγρ., πρέπει να προσέξω τον ορθό χαρακτηρισμό που θα του δώσω (αυτοτελής ή αρνητικός της κατηγορίας), διότι από τον χαρακτηρισμό αυτό προκύπτουν πρακτικά πολύ σπουδαίες συνέπειες. Λ.χ. η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού χρειάζεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όχι όμως και του αρνητικού της κατηγορίας. Ο αυτοτελής όμως ισχυρισμός για να δεσμεύει το Δικαστήριο, πρέπει να προβληθεί έγκαιρα και νομοτύπως. Ανάλογα ισχύουν και για τα σχετικά αιτήματα ή ενστάσεις του κτγρ, για τα ένδικα μέσα, για τις ακυρότητες, τη δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας κλπ.

Εάν τίθεται ζήτημα νόμιμης άσκησης της ποινικής δίωξης, πρέπει να προσέξω πώς διώκεται η συγκεκριμένη πράξη (αυτεπαγγέλτως ή με έγκληση) και να αξιολογήσω το περιστατικό ανάλογα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τον συγκεκριμένο τρόπο δίωξης.

Εάν ερωτώμαι, τι πρέπει να κάνει ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής, θα ξεκινήσω την ανάπτυξη της απάντησης με βάση τον χαρακτήρα του εγκλήματος (κακούργημα ή πλημμέλημα) έχοντας πάντα στο νου μου την δικονομική πορεία

Σελ. 5

που έχει διαγράψει ο νομοθέτης για τα εγκλήματα αυτά (ένταλμα σύλληψης ή προσωρινής κράτησης, απ’ ευθείας κλήση στο ακροατήριο, προανάκριση, κύρια ανάκριση κλπ.). Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στον τρόπο περάτωσης της προανάκρισης ή της κύριας ανάκρισης (άρ. 245, 308, 309 ΚΠΔ).

Ιδιαίτερη επίσης προσοχή χρειάζεται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, που διαφοροποιείται από την κανονικά προβλεπόμενη, όταν υπάρχουν ζητήματα συνάφειας (128, 129 ΚΠΔ), συμμετοχής (130 ΚΠΔ), κοινής ή ειδικής δικαιοδοσίας, π.χ. ανήλικοι, στρατιωτικοί κλπ. Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής πρέπει να προσέξω ιδιαίτερα μια πολύ σπουδαία λεπτομέρεια: Εάν το έγκλημα τελέσθηκε με την συμμετοχική δράση περισσοτέρων ατόμων, η εκδίκαση των σχετικών εγκλημάτων δεν γίνεται με την αρμοδιότητα της συνάφειας (άρ. 128, 129 ΚΠΔ), αλλά με τη αρμοδιότηα της συμμετοχής (άρ. 130 ΚΠΔ), διότι την εφαρμογή της συνάφειας, όταν συντρέχει συμμετοχική δράση, την αποκλείει ρητά το άρ. 128 στοιχ. β) ΚΠΔ!

Σελ. 6

ΘΕΜΑ 1

Ο Α καταρτίζει στις 12.2.2010 στην Αθήνα μια πλαστή ιδιόχειρη διαθήκη, που φέρεται συνταχθείσα από τον παππού του Π, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα πέθανε αδιάθετος. Η διαθήκη υποβλήθηκε στις 20.5.2010 στο Πρωτοδικείο Αθηνών και κηρύχθηκε από αυτό κυρία στις 14.10.2010. Έτσι, σύμφωνα με την πλαστή αυτή διαθήκη, ο Α γινόταν αποκλειστικός κληρονόμος ενός εμπορικού καταστήματος ευρισκομένου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, η εμπορική αξία του οποίου ανέρχεται στις 300.000 ευρώ. Ο Α προέβη στις 15.11.2010 στην αποδοχή της κληρονομίας, την οποία και μετέγραψε μια εβδομάδα αργότερα, ήτοι στις 22.11.2010 στο Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης.

Μόλις πληροφορήθηκαν τα καθέκαστα οι Β και Γ, πρωτοεξάδελφοι του Α και εξ αδιαθέτου συγκληρονόμοι του Π, υπέβαλαν έγκληση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης εναντίον του Α ζητώντας την ποινική του δίωξη για πλαστογραφία και απάτη επί Δικαστηρίου. Ο Εισαγγελέας, αφού μελέτησε την σχετική έγκληση, άσκησε ποινική δίωξη κατά του Α για κακουργηματική πλαστογραφία και κακουργηματική απάτη επί Δικαστηρίου παραπέμποντας την υπόθεση στον Α΄ Ανακριτή Θεσσαλονίκης.

Κατά της σχετικής παραπομπής ο Α άσκησε προσφυγή στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης υποστηρίζοντας ότι:

α) Τόσον ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών όσο και ο Ανακριτής Θεσσαλονίκης είναι αναρμόδιοι να ασχοληθούν με την υπόθεση, διότι τα εγκλήματα, που τού αποδίδονται, τελέσθηκαν στην Αθήνα.

β) Και αληθούς υποτιθεμένης της κατηγορίας τα σχετικά εγκλήματα, που φέρεται ότι διέπραξε, δεν έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα, διότι η αξία του κληρονομικού μεριδίου καθενός από τους κληρονόμους δεν υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ.

γ) Σε κάθε περίπτωση δεν είναι νόμιμη η άσκηση ποινικής δίωξης στη συγκεκριμένη περίπτωση με απ’ ευθείας παραγγελία κύριας ανάκρισης, χωρίς να έχει διενεργηθεί προηγουμένως Προκαταρκτική Εξέταση.

Καλείστε να σχολιάσετε αιτιολογημένα την σχετική προσφυγή του Α και τους αντίστοιχους ισχυρισμούς του, που περιλαμβάνονται σε αυτήν.

Σελ. 7

ΛΥΣΗ 1ου ΘΕΜΑΤΟΣ

Σχολιασμός των ισχυρισμών του Α

Κατ’ αρχάς, πριν από τον σχολιασμό των κατ’ ιδίαν ισχυρισμών του Α, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τίθεται ζήτημα, κατά πόσον ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, στον οποίο προσέφυγε ο ,, έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με την προσφυγή αυτού. Το άρ. 322 παρ. 1 ΚΠΔ σε σχέση με την ποινική δίωξη αναγνωρίζει δικαίωμα προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών μόνο στην περίπτωση της απ’ ευθείας κλήσης του κατηγορούμενου στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Σε καμία άλλη περίπτωση. Το ζήτημα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του άρ. 307 ΚΠΔ, το οποίο προβλέπει ρητά την δυνατότητα προσφυγής στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών για όλες τις διαφορές, που προκύπτουν στην προδικασία μεταξύ διαδίκων και Εισαγγελέα. Επομένως με βάση την διάταξη του άρ. 307 ΚΠΔ η προσφυγή του Α έπρεπε να υποβληθεί στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και όχι στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, ο οποίος για τον λόγο αυτό πρέπει να απορρίψει την σχετική προσφυγή ως απαράδεκτη.

Κατά τα λοιπά επί των κατ’ ιδίαν ισχυρισμών του Α πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:

Επί του α) ισχυρισμού

Η πλαστογραφία, όπως τυποποιείται στο άρ. 216 ΠΚ είναι έγκλημα απλής συμπεριφοράς (τυπικό). Επομένως, σύμφωνα με το άρ. 16 ΠΚ, τόπος τέλεσης αυτής είναι μόνον η Αθήνα, όπου ο Α κατάρτισε την πλαστή διαθήκη και στη συνέχεια την χρησιμοποίησε, την υπέβαλε δηλ. ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών για να κηρυχθεί κυρία. Από την άποψη αυτή η Θεσσαλονίκη, όπου επήλθε το μη τυποποιημένο στο άρ. 216 ΠΚ αποτέλεσμα, δεν είναι τόπος τέλεσης του εγκλήματος της πλαστογραφίας της διαθήκης. Έτσι, φαίνεται να είναι βάσιμος κατά τούτο ο α) ισχυρισμός του Α. Προσεκτικότερη όμως παρατήρηση του εν λόγω περιστατικού μας αποκαλύπτει ότι ο Α στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν διέπραξε μόνο το έγκλημα της πλαστογραφίας, αλλά και το έγκλημα της απάτης επί Δικαστηρίου κατ’ άρ. 386 ΠΚ, που είναι έγκλημα αποτελέσματος (ουσιαστικό), και ως εκ τούτου λαμβάνεται υπ’ όψη σε αυτό ως τόπος τέλεσης του εγκλήματος τόσον ο τόπος, στον οποίο έγινε η πράξη της εξαπάτησης, δηλ. η Αθήνα, όσο και ο τόπος, στον οποίο

Σελ. 8

επήλθε η ζημία, δηλ. η Θεσσαλονίκη. Βεβαίως ακριβέστερα πρέπει να λεχθεί ότι η απάτη, όπως τυποποιείται στο άρ. 386 ΠΚ, ως αποτέλεσμα αυτής δεν έχει μόνο την ζημία του θύματος, αλλά και δύο άλλα ακόμη αποτελέσματα, που προηγούνται της ζημίας, ήτοι αφ’ ενός μεν την παραπλάνηση του θύματος ή τρίτου (ως πρώτο και άμεσο αποτέλεσμα της πράξης εξαπάτησης) και αφ’ ετέρου την περιουσιακή διάθεση, στην οποία προβαίνει το θύμα ή ο τρίτος (ως ενδιάμεσο αποτέλεσμα). Επομένως, εάν αυτά τα αποτελέσματα έχουν επέλθει σε διαφορετικούς τόπους, οι τόποι αυτοί αποτελούν τόπους τέλεσης του εγκλήματος κατ’ άρ. 16 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, η παραπλάνηση του Δικαστηρίου και η περιουσιακή διάθεση εκ μέρους αυτού στο πλαίσιο της τριγωνικής απάτης επί Δικαστηρίου επήλθαν στην Αθήνα, όπου έλαβε χώρα η πράξη εξαπάτησης εκ μέρους του Α, η ζημία όμως ως τελικό αποτέλεσμα της απάτης επήλθε στην Θεσσαλονίκη, η οποία γι’ αυτό ορθώς θεωρείται τόπος τέλεσης του εγκλήματος.

Εν πάση περιπτώσει τα εγκλήματα της πλαστογραφίας (άρ. 216 ΠΚ) και της απάτης (άρ. 386 ΠΚ) ως συρρέοντα μεταξύ τους – ανεξάρτητα από τη μορφή της συρροής που δέχεται κάποιος, αν δηλ. η σχετική συρροή είναι αληθινή, όπως δέχεται, κατά κανόνα, η νομολογία του ΑΠ (με εξαίρεση την τυτότητα των πραγματικών περιστατικών των δύο εγκλημάτων) ή φαινομενική, όπως δέχεται η κρατούσα στην επιστημονική θεωρία άποψη – είναι πάντως τα εγκλήματα αυτά συναφή (άρ. 128 ΚΠΔ). Και τα συναφή εγκλήματα, σύμφωνα με το άρ. 129 παρ. 1 ΚΠΔ, ανακρίνονται και εκδικάζονται όλα από το ίδιο Δικαστήριο, εφ’ όσον η συνεκδίκασή τους δεν προκαλεί βλάβη, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως δεν είναι νόμιμος ο α) ισχυρισμός της προσφυγής του Α.

Επί του β) ισχυρισμού

Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά του σχολιαζομένου συμβάντος, ο Α διαπράττει πλαστογραφία με την μορφή της κατάρτισης πλαστού εγγράφου (άρ. 216 παρ. 1 ΠΚ). Η συμπεριφορά του Α πραγματώνει πλήρως όλα τα στοιχεία τόσο της αντικειμενικής υπόστασης (δράστης οποιοσδήποτε, αντικείμενο το έγγραφο, πράξη προσβολής κατάρτιση πλαστού εγγράφου) όσο και της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, που περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν ενδεχόμενο δόλο ως βασική μορφή υπαιτιότητας, όπως συνάγεται σιωπηρά από τον συνδυασμό των άρ. άρ. 26 & 18 ΠΚ, αφ’ ετέρου δε δόλο σκοπού (άμεσο δόλο α΄ βαθμού) ως πρόσθετο στοιχείο υπαιτιότητας σε σχέση με την παραπλάνηση άλλου (στην προκειμένη περί-

Σελ. 9

πτωση του Δικαστηρίου) για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (το γεγονός αυτό είναι εδώ η κήρυξη της πλαστής διαθήκης ως κυρίας).

Η πράξη αυτή του Α στην παρ. 3 του άρ. 216 ΠΚ χαρακτηρίζεται ως κακούργημα τιμωρούμενο με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, εφ’ όσον ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του συνολικό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Και είναι βέβαίως αληθές ότι το κληρονομιαίο εμπορικό κατάστημα της Θεσσαλονίκης, που επεδίωξε να σφετερισθεί ο Α, ανήκει εξ αδιαιρέτου στους συγκληρονόμους Α, Β και Γ, στους οποίους αντιστοιχεί το 1/3 της αξίας αυτού. Ωστόσο, επειδή το άρ. 216 παρ. 3 ΠΚ μιλάει για επιδιωκόμενο συνολικό όφελος ή επιδιωκόμενη συνολική ζημία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για τον υπολογισμό των 120.000 ευρώ, λαμβάνεται υπ’ όψη το άθροισμα των ποσών, κατά τα οποία επεδίωκε να ωφεληθεί ο Α σε βάρος των εξαδέλφων του Β και Γ. Και το άθροισμα αυτό υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ στην προκειμένη περίπτωση (βλ. από την πάγια νομολογία ενδεικτικά ΑΠ 632/2002, ΠοινΔ 2002, σ. 991 & ΠοινΛογ 2002, σ. 729).

Ανάλογα ισχύουν και για το έγκλημα της απάτης επί Δικαστηρίου κατ’ άρ. 386 παρ. 3 ΠΚ, την οποία επίσης διέπραξε ο Α υποβάλλοντας την πλαστή διαθήκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, για να κηρυχθεί ως κυρία. Και του εγκλήματος αυτού συντρέχουν όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης στο πρόσωπο του Α. Ειδικότερα: Στην αντικειμενική υπόσταση έχουμε κατ’ αρχάς την απαιτούμενη πράξη εξαπάτησης, που γίνεται προς το Δικαστήριο με τη μορφή της παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Συνακόλουθα έχουμε την παραπλάνηση του Δικαστηρίου και την περιουσιακή διάθεση εκ μέρους αυτού με την κήρυξη της διαθήκης ως κυρίας. Και τέλος έχουμε την περιουσιακή ζημία των Β και Γ. Ανάμεσα στην πράξη της εξαπάτησης και στα διαδοχικά αποτελέσματα, που την ακολουθούν (παραπλάνηση του Δικαστηρίου, διάθεση εκ μέρους αυτού και ζημία των Β και Γ) υπάρχει επίσης αιτιώδης συνάφεια, όπως την προσδιορίζει η κρατούσα θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, αφού, εάν δεν είχε γίνει η πράξη της εξαπάτησης του Δικαστηρίου με την υποβολή σε αυτό της πλαστής διαθήκης για την κήρυξή της ως κυρίας, δεν θα είχαν επέλθει τα προαναφερθέντα αποτελέσματα. Τέλος υπάρχει και η απαιτούμενη ως άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης υλική αντιστοιχία ανάμεσα στο όφελος του Α και στην ζημία των Β και Γ, αφού αυτό που ωφελείται ο Α αντιστοιχεί ακριβώς σε εκείνο, που ζημιώνονται οι Β και Γ. Στην υποκειμενική υπόσταση εξ άλλου συντρέχουν επίσης όλοι οι βαθμοί της υπαιτιότητας, που απαιτεί ο νόμος στο άρ. 386 ΠΚ για την τιμωρία της απάτης, ήτοι ενδεχόμενος δόλος για όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης (με συ-

Σελ. 10

μπερασματική συναγωγή και εδώ από τον συνδυασμό των άρ. 26 και 18 ΠΚ), αναγκαίος δόλος (άμεσος δόλος β΄ βαθμού) για την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και τέλος δόλος σκοπού (άμεσος δόλος α΄ βαθμού) σε σχέση με το όφελος που επεδίωξε να αποκομίσει ο Α ή την ζημία που επεδίωξε να επιφέρει στους συγκληρονόμους του Β και Γ.

Για τον υπολογισμό του ποσού των 120.000 ευρώ, που προσδίδει κακουργηματικό χαρακτήρα στην απάτη, σύμφωνα με το άρ. 386 παρ. 3 ΠΚ, έγινε λόγος πιο πάνω.

Επομένως είναι ορθή η άσκηση ποινικής δίωξης με παραγγελία κύριας ανάκρισης κατά του Α από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για κακουργηματική πλαστογραφία κατ’ άρ. 216 παρ. 3 ΠΚ και κακουργηματική απάτη κατ’ άρ. 386 παρ. 3 ΠΚ, αντιστοίχως δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο υπό στοιχ. β) ισχυρισμός της σχετικής προσφυγής του Α.

Επί του γ) ισχυρισμού

Σύμφωνα με το άρ. 43 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ απαραίτητη προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης στα κακουργήματα, όπως χαρακτηρίστηκε η πράξη στην προκειμένη περίπτωση, που γίνεται πάντα με παραγγελία κύριας ανάκρισης, είναι η προηγούμενη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, εκτός εάν έχει ήδη διενεργηθεί Αστυνομική Προανάκριση (άρ. 245παρ. 2 ΚΠΔ) ή ΕΔΕ ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή αντίστοιχης υπηρεσίας. Το ίδιο ισχύει και στα πλημμελήματα της αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποία όμως διώκονται είτε με παραγγελία κύριας ανάκρισης είτε με απ’ ευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο. Εφ’ όσον δεν έχει συμβεί αυτό, είναι βάσιμος ο γ) ισχυρισμός του Α. Για τον λόγο αυτό το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, στο οποίο πρέπει, σύμφωνα με όσα ελέχθησαν πιο πάνω να προσφύγει αρμοδίως ο Α κατ’ άρ. 307 ΚΠΔ, οφείλει να επιστρέψει την δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για την διενέργεια της σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης και τα περαιτέρω. Την εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί να προκαλέσει κατά το άρ. 307 ΚΠΔ με αίτησή του και ο ίδιος Ανακριτής, που έλαβε την σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα αρνούμενος να την εκτελέσει, εφ’ όσον δεν έχει διενεργηθεί προηγουμένως Προκαταρκτική Εξέταση (με την επιφύλαξη της συνδρομής των προαναφεθέντων υποκαταστάτων αυτής). Πάντως είναι αναγκαίο να διορθωθεί η δικονομική αυτή αταξία, που σχετίζεται με την άσκηση της ποινικής δίωξης, διότι η επιβίωσή της δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρ. 171 παρ. 1 β ΚΠΔ.

Σελ. 11

ΘΕΜΑ 2

Ο άνεργος και πολύτεκνος Δ, για να αντιμετωπίσει με την οικογένειά του το ψύχος του χειμώνα και να μπορέσει να λειτουργήσει το ενεργειακό τζάκι του σπιτιού του, αποφασίζει να κλέβει κατά τους χειμερινούς μήνες από την γειτονική μάνδρα του Μ, που εμπορεύεται καυσόξυλα, ορισμένη ποσότητα ξύλων. Για την υλοποίηση του σκοπού του ζητεί την βοήθεια του κουνιάδου του Κ, ο οποίος διαθέτει αγροτικό αυτοκίνητο. Ο τελευταίος, αφού ενημερώθηκε για το σχέδιο του γαμπρού του, προθυμοποιήθηκε να του παραχωρεί το αυτοκίνητο κάθε φορά που το χρειάζεται, αρκεί να τον ενημερώνει έγκαιρα για να προγραμματίσει τις δουλειές του. Έτσι ο Δ οδηγώντας το αγροτικό αυτοκίνητο του Κ πηγαίνει τη νύχτα της 1.12.2012 στην μάνδρα του Μ και αφαιρεί από αυτή ένα φόρτωμα ξύλα. Το ίδιο επαναλαμβάνει στις 15.1.2013, στις 20.2.2013 και στις 18.3.2013. Την τελευταία φορά όμως καθώς απομακρυνόταν σιγά-σιγά από την μάνδρα του Μ με τα κλεμμένα καυσόξυλα έγινε αντιληπτός από τους αστυνομικούς διερχόμενου περιπολικού και συνελήφθη. Ο Μ εξεταζόμενος ως μάρτυρας στην υπόθεση, μόλις πληροφορήθηκε την κατάσταση του Δ τον λυπήθηκε και δήλωσε στον Εισαγγελέα ότι δεν επιθυμεί την ποινική του δίωξη. Άλλωστε, όπως είπε, τα ξύλα δεν έχουν καμιά μεγάλη αξία και σε κάθε περίπτωση πάντως του τα χαρίζει.

Εν όψει αυτών των δεδομένων καλείστε να απαντήστε αιτιολογημένα, ποια αδικήματα έχουν διαπράξει οι Δ και Κ, τι οφείλει να πράξει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών στην συγκεκριμένη περίπτωση για να αχθεί η υπόθεση ενώπιον της δικαιοσύνης και τέλος ποιά είναι τα μέσα άμυνας των κατηγορουμένων στις σχετικές ενέργειες του Εισαγγελέα.

ΛΥΣΗ 2ου ΘΕΜΑΤΟΣ

Ι. Απαντήσεις από τη σκοπιά του Ποινικού Δικαίου

α) Ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Δ

Ο Δ έχει διαπράξει ως φυσικός αυτουργός κατ’ εξακολούθηση κλοπές, σύμφωνα με τα άρ. 372 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρ. 98 ΠΚ, αφού αφαίρεσε από την κατοχή του Μ στα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα (1.12.2012,

Σελ. 12

15.1, 20.2 και 18.3.2013) καυσόξυλα με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Στο πρόσωπό του συντρέχουν πλήρως τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κλοπής κατ’ άρ. 372 παρ. 1 ΠΚ, καθώς επίσης και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ. 98 ΠΚ δεδομένου ότι οι περισσότερες κλοπές, που διέπραξε ο Δ, συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, έχουμε δηλ. ομοειδή εγκλήματα, που προσβάλλουν με ενότητα δόλου μέσα στις ίδιες βιοτικές συνθήκες το ίδιο έννομο αγαθό ή με άλλα λόγια κάθε επόμενη πράξη κλοπής του Δ αποτελεί επανάληψη της προηγούμενης πράξης.

Επομένως ο Δ πρέπει να τιμωρηθεί σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρ. 372 παρ. 1 και 98 ΠΚ, οπότε το Δικαστήριο θα κρίνει, αν θα επιμετρήσει την ποινή, που θα επιβάλει στον δράστη, στο πλαίσιο της αληθινής πραγματικής συρροής κατ’ άρ. 94 παρ. 1 ΠΚ ή θα κάνει χρήση της δυνατότητας, που του παρέχει το άρ. 98 ΠΚ και αντί της συνολικής ποινής, την οποία προβλέπει το άρ. 94 ΠΚ, θα καταγνώσει τελικά σε αυτόν μια και μόνο ποινή λαμβάνοντας απλά υπ’ όψη για τον προσδιορισμό της το περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, που τελέσθηκαν.

Το αντικείμενο των κλοπών αυτών δεν είναι μικρής αξίας, ώστε να εφαρμοστεί το άρ. 377 ΠΚ, όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο ιδιοκτήτης της μάνδρας Μ. Ένα φόρτωμα αγροτικού αυτοκινήτου με καυσόξυλα ζυγίζει πάνω από 1.000 κιλά, κοστίζει δηλ. πάνω από 200 ευρώ. Και το ποσό αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί μικρής αξίας για να απαιτείται η έγκληση του παθόντος για την δίωξη της πράξης. Κατά μείζονα λόγο, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε 4 μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της κλοπής, οπότε η αξία του πράγματος υπολογίζεται συνολικά, δηλ. αθροιστικά. Άλλωστε η αξία του πράγματος, όπως δέχεται παγίως η νομολογία, είναι ζήτημα που κρίνεται κυριαρχικώς από το Δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, εάν κατά την εκδίκαση της συγκεκριμένης κλοπής το Δικαστήριο δεχτεί ότι η αξία των κλοπιμαίων είναι πράγματι μικρή, κάτι που δεν φαίνεται πιθανό με τα δεδομένα του σχολιαζομένου συμβάντος, αυτό θα έχει ως συνέπεια την κήρυξη της ποινικής δίωξης του Δ ως απαράδεκτης, εφ’ όσον αυτή θα έχει προχωρήσει χωρίς την απαραίτητη έγκληση του παθόντος. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι ο Δ είναι άνεργος και διέπραξε τις κλοπές των καυσόξυλων από ανάγκη για άμεση χρήση τους, έστω κι’ αν δεν μπορεί να εκτιμηθεί, κατά τα ανωτέρω, ως λόγος δυνητικής απαλλαγής του Δ από την ποινή με βάση το άρ. 377 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, αποτελεί πάντως ελαφρυντική περίσταση κατ’ άρ. 84 παρ. 2 στοιχ. β) ΠΚ, της οποίας η αποδοχή από το

Σελ. 13

Δικαστήριο οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής στο μέτρο του άρ. 83 ΠΚ. Από την άποψη αυτή ο μόνος βατός δρόμος για την μη τιμωρία του Δ, όπως επιθυμεί ο Μ, μέχρι τον Ν. 5090/2024 ήταν η εκ μέρους αυτού δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρ. 381 ΠΚ, ότι δεν επιθυμεί την ποινική του δίωξη, οπότε το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη του Δ. Με τον Ν. 5090/2024 όμως τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρ. 381 ΠΚ και δεν συμπεριλαμβάνεται πλέον σε αυτήν η κλοπή του άρ. 372 παρ. 1 ΠΚ μεταξύ των εγκλημάτων, που η δίωξη τους απαιτεί την έγκληση του παθόντος. Επομένως, εάν ο Μ θέλει να μη τιμωρηθεί ο Δ, η μόνη ευχέρεια που έχει είναι η υποβολή ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρ. 381 παρ. 2 ΠΚ, της δήλωσης της πλήρους ικανοποίησης αυτού εκ μέρους του Δ, οπότε το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη αυτού.

Τέλος ο Δ έχει διαπράξει ακόμη ηθική αυτουργία σε απλή συνέργεια κλοπής (άρ. 46 παρ. 1, 47 εδ. α, 372 παρ. 1 ΠΚ), εφ’ όσον αυτός προκάλεσε την απόφαση στον κουνιάδο του Κ να του παραχωρήσει το αυτοκίνητο για την μεταφορά των κλοπιμαίων καυσόξυλων. Επειδή όμως στην περίπτωση αυτή δημιουργείται το φαινόμενο της πολλαπλής συμμετοχής στο ίδιο έγκλημα, τότε με βάση τις αρχές που ισχύουν στην πολλαπλή συμμετοχή με την στενή έννοια, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, η βαρύτερη μορφή συμμετοχής, που είναι η φυσική αυτουργία, απορροφά πάντα την ελαφρύτερη, που είναι η ηθική αυτουργία, πολύ περισσότερο, όταν αυτή αναφέρεται σε απλή συνέργεια. Επομένως ο Δ θα τιμωρηθεί μόνον ως φυσικός αυτουργός κατ’ εξακολούθηση κλοπής, σύμφωνα με όσα ελέχθησαν πιο πάνω.

β) Ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Κ

Ο Κ, εφ’ όσον πρόσφερε βοήθεια στον Δ πριν από την τέλεση της πράξης (του παραχώρησε το αυτοκίνητο για την μεταφορά των κλοπιμαίων), χαρακτηρίζεται ως απλός συνεργός σε κατ’ εξακολούθηση κλοπή και πρέπει να τιμωρηθεί σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρ. 372 παρ. 1 και 98 ΠΚ, όπως τα αναλύσαμε πιο πάνω, σε συνδυασμό με το άρ. 47 εδ. α΄ ΠΚ, που προβλέπει επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρ. 83 ΠΚ.

Κατά τα λοιπά όσα ελέχθησαν πιο πάνω για τον Δ σε σχέση με την μικρή αξία του πράγματος ισχύουν και για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Κ υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η ποινή, που θα του επιβληθεί (συνολική ή ενιαία), πρέπει να κυμαίνεται στο πλαίσιο της μειωμένης ποινής, την οποία προβλέπει για την απλή συνέργεια το άρ. 47 εδ. α΄ ΠΚ.

Σελ. 14

Ζήτημα τίθεται εδώ, εάν η δήλωση του Μ στο Δικαστήριο ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του Δ καλύπτει, λόγω της συντρέχουσας συμμετοχής, και τον Κ. Εάν κρίνει κάποιος με τα δεδομένα της προαναφερθείσης ρύθμισης του άρ. 381 ΠΚ υποστηρίξιμες είναι και οι δύο απόψεις: Και αυτή που επεκτείνει την ισχύ της δήλωσης για τον Δ και στον Κ με το επιχείρημα ότι η σχετική δήλωση έχει ανάλογη λειτουργία με την ανάκληση της έγκλησης και εκείνη που απαιτεί ξεχωριστή δήλωση και για τον Κ.

ΙΙ. Απαντήσεις από τη σκοπιά της Ποινικής Δικονομίας

Όπως ελέχθη πιο πάνω, οι Δ και Κ έχουν διαπράξει κατ’ εξακολούθηση κλοπές, ο πρώτος ως φυσικός αυτουργός και ο δεύτερος ως απλός συνεργός. Δικονομική συνέπεια αυτής της διαπίστωσης είναι το γεγονός ότι για όλες αυτές οι πράξεις εφαρμόζεται η αρμοδιότητα της συμμετοχής κατά το άρ. 130 ΚΠΔ, το οποίο προσδιορίζει ως αρμόδιο Δικαστήριο, που θα επιληφθεί της υπόθεσης, εκείνο που είναι αρμόδιο για τον συμμέτοχο, ο οποίος επισύρει την βαρύτερη ποινή. Αυτός είναι στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Δ ως φυσικός αυτουργός της κλοπής. Συνεπώς από το Δικαστήριο, στο οποίο υπάγεται η πράξη του Δ, δηλ. από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, σύμφωνα με το άρ. 115 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 76 του Ν. 5090/2024, θα δικαστεί και ο Κ. Η ποινική δίωξη της πράξης θα γίνει από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με απ’ ευθείας κληση των κατηγορούμενων στο ακροατήριο, εναντίον της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στον Εισαγγελέα Εφετών (εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από το άρ. 322 ΚΠΔ).

Σελ. 15

ΘΕΜΑ 3

Οι γονείς Π και Μ θέλοντας να εξασφαλίσουν τα παιδιά τους Ε και Ν τους μεταβιβάζουν με γονική παροχή τη μονοκατοικία, που έχουν στη Γλυφάδα. Το σχετικό συμβόλαιο καταρτίσθηκε στις 30.5.2008. Οι Ε και Ν σίγουροι ότι το σπίτι είναι πια δικό τους και μη φοβούμενοι Τράπεζες και άλλους δανειστές, διότι ούτε οι γονείς τους ούτε αυτοί έχουν χρέη, εφησυχάζουν και δεν σπεύδουν να μεταγράψουν το συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας του σπιτιού. Το πράγμα ξεχνιέται κάπου, περνούν τα χρόνια και εντελώς απρόβλεπτα για όλους έρχεται η οικονομική κρίση. Η επιχείρηση του Π καρκινοβατεί και για να μπορέσει να την σώσει αναγκάζεται να καταφύγει σε τοκογλύφους, επειδή οι στρόφιγγες δανειοδότησης από τις Τράπεζες είναι κλειστές. Έτσι, ο Π αναγκάζεται να δανειστεί από τον Τ στις 20.2.2011 πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Στην αρχή βέβαια ντρεπόταν να μιλήσει στη σύζυγο και στα παιδιά του για την απρονοησία που έκανε να πέσει στα νύχια των τοκογλύφων. Βλέποντας όμως ότι η επιχείρησή του έχει πάρει την «κάτω βόλτα» και ότι δεν μπορεί να σωθεί με τίποτε τους μάζεψε ένα βράδυ και τους τα είπε όλα. Τότε οι Ε και Ν θυμήθηκαν την εκκρεμότητα που έχουν με το σπίτι και προ του κινδύνου να το χάσουν σπεύδουν και μεταγράφουν στις 15.9.2011 την συμβολαιογραφική πράξη της σχετικής γονικής παροχής. Στο μεταξύ η αδυναμία του Π να πληρώσει το χρέος του στον Τ αναγκάζει τον τελευταίο να προβεί στην έκδοση Διαταγής Πληρωμής και παράλληλα να υποβάλει στις 30.6.2013 μήνυση κατά των Ε και Ν για καταδολίευση δανειστών, αλλά και κατά των γονέων τους Π και Μ για ηθική αυτουργία στο έγκλημα αυτό.

Καλείσθε να απαντήσετε αιτιολογημένα στα ακόλουθα ερωτήματα:

α) Τι ποινική ευθύνη έχουν οι Π & Μ, καθώς και οι Ε & Ν;

β) Τι οφείλει να πράξει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών;

γ) Πώς σχολιάζετε την προσφυγή των κατηγορουμένων στο Συμβούλιο Πλημμελειοδκών, καθώς και την ένστασή τους ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης;

δ) Ποιο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει τους δράστες;

Σελ. 16

ΛΥΣΗ 3ου ΘΕΜΑΤΟΣ

α) Επί του α΄ ερωτήματος

Στην προκειμένη περίπτωση τίθεται ζήτημα ποινικής ευθύνης των κατηγορουμένων για καταδολίευση δανειστών, σύμφωνα με το άρ. 397 ΠΚ. Το ζήτημα αυτό, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της υπόθεσης, εστιάζεται στην απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου εκ μέρους του οφειλέτη, που επιφέρει την ματαίωση της απαίτησης του δανειστή αυτού. Επομένως, για να απαντηθεί το ερώτημα, αν τελέστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση το εν λόγω έγκλημα, πρέπει να διευκρινισθούν προηγουμένως δύο σημεία, ήτοι: Πρώτον, αν η γονική παροχή συνιστά απαλλοτρίωση. Και δεύτερον, αν η απαλλοτρίωση αυτή συντελέστηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της δημιουργίας του χρέους.

Σε σχέση με το πρώτο σημείο η απολύτως κρατούσα στη νομολογία και στην επιστημονική θεωρία άποψη δίνει καταφατική απάντηση. Μάλιστα το άρ. 940 παρ. 2 ΑΚ, που εμμέσως πλην σαφώς επιβεβαιώνει την παραδοχή αυτή, καθιερώνει για τους αποδέκτες της γονικής παροχής τεκμήριο γνώσης τους ως τρίτων της ύπαρξης του χρέους. Συνεπώς πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η γονική παροχή συνιστά απαλλοτρίωση. Έτσι απομένει η διευκρίνιση του άλλου σημείου, που σχετίζεται με τον χρόνο της απαλλοτρίωσης, πρέπει δηλ. να διαπιστωθεί ότι η γονική παροχή έγινε μετά την δημιουργία του χρέους.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του πρακτικού η κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης από τους Π και Μ της κυριότητας του σπιτιού τους λόγω γονικής παροχής στα παιδιά τους Ε και Ν έγινε πριν από τη δημιουργία του χρέους του Π, η μεταγραφή όμως της πράξης αυτής έλαβε χώρα μετά την δημιουργία του χρέους. Παίρνοντας θέση στο ζήτημα αυτό τόσον η νομολογία, όσο και η επιστημονική θεωρία εμφανίζονται διχασμένες. Έτσι, ορισμένες αποφάσεις της νομολογίας, που αποτελούν και την κρατούσα γνώμη, δέχονται ότι ο χρόνος απαλλοτρίωσης ενός ακινήτου είναι ο χρόνος της μεταγραφής της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης της κυριότητας. Ως εκ τούτου στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετείται το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών (βλ. ΑΠ 2672/2008, Ποιν. Χρον. 2009, σ. 906. ΑΠ 1517/2005, Ποιν. Λογ 2005, σ. 1345). Υποστηρίζεται όμως στη νομολογία και η αντίθετη άποψη, που δέχεται ότι η πράξη της απαλλοτρίωσης, που μας ενδιαφέρει στο έγκλημα της καταδολίευσης, συντελείται κατά τον χρόνο της κατάρτισης της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβα-

Σελ. 17

σης του ακινήτου και όχι κατά τον χρόνο της μεταγραφής. Συνεπώς, σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν διαπράττουν στην προκειμένη περίπτωση οι Π και Μ καταδολίευση δανειστών (βλ. ΕφΑθ 5546/2006, ΝοΒ 2007, σ. 344).

Ο έλεγχος της ορθότητας των αντιμαχομένων αυτών απόψεων διέρχεται υποχρεωτικά από τον χαρακτήρα, που έχει το έγκλημα του άρ. 397 ΠΚ, αν δηλ. είναι έγκλημα απλής συμπεριφοράς (τυπικό) ή αποτελέσματος (ουσιαστικό). Η κρατούσα στη νομολογία και η ομόφωνη στην επιστημονική θεωρία άποψη δέχονται ότι το εν λόγω έγκλημα είναι έγκλημα αποτελέσματος (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 413/2005, Ποιν. Χρον 2005, σ. 980). Εφαρμόζοντας την παραδοχή αυτή στο έδαφος του άρ. 17 ΠΚ, που ορίζει ότι χρόνος τέλεσης της πράξης είναι ο χρόνος της εγκληματικής συμπεριφοράς και όχι ο χρόνος επέλευσης του αποτελέσματος, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης ακινήτου αποτελεί την εγκληματική συμπεριφορά της καταδολίευσης (που μας δίνει, σύμφωνα με το άρ. 17 ΠΚ, και τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος), ενώ η μεταγραφή της σχετικής πράξης επιφέρει το αποτέλεσμα αυτής (οριστική μεταβίβαση της κυριότητας για το Αστικό Δίκαιο – ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης και ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης του δανειστή για το Ποινικό Δίκαιο). Επομένως με βάση τις σκέψεις αυτές δογματικά συνεπέστερη και γι’ αυτό πειστικότερη εμφανίζεται η τελευταία αυτή, αλλά μη κρατούσα στη νομολογία άποψη, κατ’ εφαρμογή της οποίας πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν έχουν ευθύνη με το άρ. 397 ΠΚ αφ’ ενός μεν οι Π και Μ και αφ’ ετέρου οι Ε και Ν.

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι δεν είναι ορθός κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης ο χαρακτηρισμός των Ε και Ν ως φυσικών αυτουργών της καταδολίευσης δανειστών και των Π και Μ ως ηθικών αυτουργών τους. Η μεταβίβαση της κυριότητας του σπιτιού, δηλ. η φερομένη ως πράξη απαλλοτρίωσης γίνεται από τους Π και Μ. Επομένως, εάν έχει τελεστεί το έγκλημα του άρ. 397 ΠΚ, φυσικοί αυτουργοί αυτού είναι οι Π και Μ και όχι οι Ε και Ν. Οι τελευταίοι μεταγράφοντας την συμβολαιογραφική πράξη της μεταβίβασης του ακινήτου αποτελούν τους άμεσους συνεργούς των φυσικών αυτουργών στο εν λόγω έγκλημα, όπως παγίως δέχεται η νομολογία (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 691/2005, Ποιν. Χρον. 2005, σ. 1008. ΑΠ 413/2005, Ποιν. Χρον. 2005, σ. 980).

β) Επί του β΄ ερωτήματος

Σύμφωνα με το άρ. 115 στοιχ. δ) ΚΠΔ. όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 76 του Ν. 5090/2024, η καταδολίευση δανειστών (άρ. 397 παρ. 3 ΠΚ) υπά-

Σελ. 18

γεται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Επομένως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών οφείλει, κατά το άρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ, εφ’ όσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων, να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον τους με απ’ ευθείας κλήση τους στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, χωρίς όμως αυτοί να έχουν δικάιωμα προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών (εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από το άρ. 322 ΚΠΔ).

γ) Επί του γ΄ ερωτήματος

Σε σχέση με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εφ’ όσον δεν επιτρέπεται, κατά τα ανωτέρω, άσκηση προσφυγής κατά της απ’ ευθείας κλήσης των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, η προσφυγή τους είναι απαράδεκτη, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι ασκήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Εάν επιτρέπετο προσφυγή κατά της απ’ ευθείας κλήσης του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, όπως συμβαίνει στα Πλημμελήματα της αρμοδιότητος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, τότε αυτή, σύμφωνα με το άρ. 322 παρ. 1 ΚΠΔ, θα ασκείτο στον Εισαγγελέα Εφετών εντός 10 ημερών από την επίδοση της κλήσης. Και εξ αυτού λοιπόν του λόγου είναι απαράδεκτη στην προκειμένη περίπτωση η προσφυγή των κατηγορουμένων στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών και ως τέτοια έπρεπε να απορριφθεί από αυτό.

Εξ άλλου σε σχέση με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η απαραδέκτως προβληθείσα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ένσταση των κατηγορουμένων ότι δεν έχει τελεσθεί το αδίκημα του άρ. 397 ΠΚ θα αποτελούσε ασφαλώς, υπό άλλες συνθήκες, αντικείμενο της προσφυγής του άρ. 322 ΚΠΔ, εάν η καταδολίευση δανειστών ήταν πλημμέλημα της αρμοδιότητος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αυτή όμως έπρεπε να προβληθεί μαζί με την σχετική προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών εντός της προβλεπομένης 10ήμερης προθεσμίας της προσφυγής. Εφ’ όσον είχε χαθεί η 10ήμερη προθεσμία της νόμιμης, υπό άλλες συνθήκες, προσφυγής τους, οι κατηγορούμενοι την σχετική ένστασή τους περί μη στοιχειοθέτησης καταδολίευσης δανειστών μόνον ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου θα μπορούσαν να την προτείνουν με την μορφή του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού, ο οποίος, σε αντίθεση με τον αυτοτελή ισχυρισμό, που δεν συντρέχει ασφαλώς στην προκειμένη περίπτωση, δεν υποχρεώνει τον Δικαστήριο στην απόρριψή του με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Σελ. 19

δ) Επί του δ΄ ερωτήματος

Σύμφωνα με όσα ελέχθησαν πιο πάνω, αρμόδιο Δικαστήριο να δικάσει όλους τους κατηγορούμενους με βάση την αρμοδιότητα της συμμετοχής (άρ. 130 ΚΠΔ) είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρ. 115 ΚΠΔ).

Σελ. 20

ΘΕΜΑ 4

Ο Σ, ευρισκόμενος σε διάσταση με τη σύζυγό του Μ παίρνει ένα Σαββατοκύριακο, κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας γονέως και τέκνου, τον ανήλικο γιό του Α ηλικίας 10 ετών στο εξοχικό του σπίτι στην Αράχωβα. Επειδή όμως ο Σ το Σάββατο το πρωί είναι απασχολημένος, λέει στον γιό του να κατεβεί στην αυλή και να παίξει για λίγο μόνος του και σε καμιά ωρίτσα θα τον πάρει να πάνε μαζί στο βουνό για να κάνουνε σκι. Ο Α ωστόσο προτιμάει να είναι έγκαιρα έτοιμος, για να μη χάσει ούτε λεπτό από το αγαπημένο του σπορ, γι’ αυτό σπεύδει να φορέσει την στολή του, ώστε να φύγει αμέσως για το χιονοδρομικό κέντρο με τον πατέρα του μόλις αυτός τελειώσει την απασχόλησή του. Την στιγμή όμως, που ο Α πάει να φορέσει τις μπότες του σκι, γλιστράει και κατρακυλώντας στις σκάλες του σπιτιού του πατέρα του χτυπάει σοβαρά στο κεφάλι. Μόλις αντιλήφθηκε ο Σ το ατύχημα, μεταφέρει εσπευσμένα τον Α στο Νοσοκομείο Παίδων στην Αθήνα, όπου παρά την πολύωρη χειρουργική επέμβαση, στην οποία υποβλήθηκε, δεν μπόρεσε τελικά να αποφευχθεί η αναπηρία του. Έτσι ο Α είναι καταδικασμένος να περάσει το υπόλοιπο της ζωής στο αναπηρικό καροτσάκι. Μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα η Μ, αφού πέρασε τον νευρικό κλονισμό, που της προκάλεσε το συμβάν με τον γιό της, υπέβαλε έγκληση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά του Σ ζητώντας την τιμωρία του για την βαρειά σωματική βλάβη, που προκάλεσε σε βάρος του γιού τους Α. Παίρνοντας την έγκληση αυτή ο Εισαγγελέας την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη. Στην απορριπτική του διάταξη αναφέρει μεταξύ άλλων ο Εισαγγελέας ότι: α) Δεν φαίνεται να βαρύνει κάποια αμέλεια τον Σ για τον τραυματισμό του Α. β) Δεν είναι νόμιμη η υποβολή της έγκλησης από την Μ. Και γ) Σε κάθε περίπτωση είναι αναρμόδιος να ασχοληθεί με το έγκλημα αυτό, διότι δεν τελέστηκε στην Αθήνα.

Καλείστε να σχολιάσετε αιτιολογημένα τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και να αναφέρετε τα μέσα άμυνας της Μ απέναντι στην απορριπτική αυτή διάταξη.

Back to Top