50 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
- Έκδοση: 2η 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 160
- ISBN: 978-960-654-103-2
- ISBN: 978-960-654-103-2
- Black friday εκδόσεις: 10%
Πρόλογος 2ης έκδοσης | Σελ. 9 |
Πρόλογος 1ης έκδοσης.............................................................................................................11 | |
Πρακτικά | |
[1] Δωρεά ακινήτου • Ανάκληση | Σελ. 17 |
[2] Πώληση • Αδικοπραξία | Σελ. 20 |
[3] Πώληση • Διοίκηση αλλοτρίων • Αδικοπραξία | Σελ. 24 |
[4] Πώληση • Nομικό ελάττωμα • Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας | Σελ. 30 |
[5] Πώληση πράγματος ορισμένου κατά γένος • Πραγματικό ελάττωμα • Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας | Σελ. 33 |
[6] Πώληση • Κίνδυνος | Σελ. 38 |
[7] Πώληση με συμφωνία αποστολής | Σελ. 42 |
[8] Πώληση • Όρος διατήρησης της κυριότητας | Σελ. 46 |
[9] Μίσθωση πράγματος • Έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων | Σελ. 49 |
[10] Μίσθωση πράγματος • Πραγματικά ελαττώματα | Σελ. 52 |
[11] Μίσθωση πράγματος • Τύπος • Κακή χρήση του μισθίου | Σελ. 55 |
[12] Μίσθωση πράγματος • Yπομίσθωση | Σελ. 58 |
[13] Μίσθωση πράγματος • Υπομίσθωση | Σελ. 61 |
[14] Μίσθωση πράγματος • Πραγματικά ελαττώματα | Σελ. 63 |
[15] Μίσθωση πράγματος • Έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων • Κίνδυνος | Σελ. 65 |
[16] Μίσθωση • Υπομίσθωση • Χρησιδάνειο • Δωρεά | Σελ. 67 |
[17] Μίσθωση • Μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων • Αδικαιολόγητος πλουτισμός | Σελ. 71 |
[18] Σύμβαση έργου • Έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων | Σελ. 74 |
[19] Σύμβαση έργου • Κίνδυνος | Σελ. 77 |
[20] Σύμβαση έργου • Μίσθωση πράγματος | Σελ. 79 |
[21] Σύμβαση έργου • Μίσθωση πράγματος • Αδικοπραξία | Σελ. 82 |
[22] Σύμβαση έργου • Σύμβαση εργασίας | Σελ. 84 |
[23] Σύμβαση έργου • Εντολή • Αδικοπραξία • Δωρεά | Σελ. 87 |
[24] Σύμβαση έργου (σύμβαση κατασκευής τεχνικού έργου) • Ευθύνη για ελαττώματα του έργου | Σελ. 90 |
[25] Σύμβαση έργου • Αδικοπραξία • Ν. Γ Ν/1911 | Σελ. 93 |
[26] Σύμβαση έργου • Αδικοπραξία • Ευθύνη από πτώση κτίσματος | Σελ. 96 |
[27] Σύμβαση έργου • Αδικοπραξία • Συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης | Σελ. 99 |
[28] Μεσιτεία • Μίσθωση πράγματος | Σελ. 102 |
[29] Προκήρυξη • Καταδολίευση δανειστών | Σελ. 106 |
[30] Εντολή • Αδικαιολόγητος πλουτισμός | Σελ. 109 |
[31] Διοίκηση αλλοτρίων • Εντολή • Αδικοπραξία • Αδικαιολόγητος πλουτισμός | Σελ. 111 |
[32] Διοίκηση αλλοτρίων • Αδικοπραξία | Σελ. 113 |
[33] Διοίκηση αλλοτρίων • Αδικοπραξία • Αδικαιολόγητος πλουτισμός | Σελ. 115 |
[34] Διοίκηση αλλοτρίων • Αδικοπραξία • Αδικαιολόγητος πλουτισμός • Σύμβαση εργασίας • Παρακαταθήκη | Σελ. 118 |
[35] Αστική εταιρία • Κοινοπραξία • Σύμβαση έργου | Σελ. 121 |
[36] Κοινωνία • Μίσθωση • Αδικοπραξία • Διοίκηση αλλοτρίων | Σελ. 124 |
[37] Κοινωνία • Δικαιώματα κοινωνού | Σελ. 127 |
[38] Δάνειο • Εγγύηση | Σελ. 129 |
[39] Δάνειο • Αδικαιολόγητος πλουτισμός | Σελ. 131 |
[40] Χρησιδάνειο • Αδικοπραξία | Σελ. 133 |
[41] Παρακαταθήκη • Εντολή • Διοίκηση αλλοτρίων | Σελ. 136 |
[42] Ευθύνη ξενοδόχων • Αδικοπραξία | Σελ. 138 |
[43] Στοίχημα • Εντολή | Σελ. 140 |
[44] Απαίτηση από λαχείο • Αδικαιολόγητος πλουτισμός | Σελ. 142 |
[45] Εγγύηση • Καταδολίευση δανειστών | Σελ. 144 |
[46] Αναγνώριση χρέους • Αδικοπραξία | Σελ. 146 |
[47] Αδικαιολόγητος πλουτισμός | Σελ. 149 |
[48] Αδικοπραξία • Διοίκηση αλλοτρίων | Σελ. 151 |
[49] Αδικοπραξία • Προσβολή των χρηστών ηθών | Σελ. 154 |
[50] Αδικοπραξία • Καταδολίευση δανειστών | Σελ. 156 |
Ενδεικτική βιβλιογραφία | Σελ. 159 |
Σελ. 9
Πρόλογος 2ης έκδοσης
Δεκαοχτώ χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού (2002), η επικαιροποίησή του κρίνεται αναγκαία. Επιθυμία όμως όλων των συγγραφέων είναι να εκδοθεί στο μέλλον με περισσότερα πρακτικά θέματα.
Η φροντίδα της έκδοσης του βιβλίου ανατέθηκε αυτή τη φορά στους άξιους συνεργάτες του εκδοτικού οίκου Νομική Βιβλιοθήκη. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλουμε στην κυρία Λίλα Καρατζά για την πραγματοποίηση αυτής της έκδοσης.
Απρίλιος 2020
Οι συγγραφείς που επιμελήθηκαν την έκδοση
Ανθή Πελλένη-Παπαγεωργίου
Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Κώστας Καραγιάννης
Επίκ. Καθηγητής Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Σελ. 11
Πρόλογος 1ης έκδοσης
Σκοπός του βιβλίου αυτού είναι αφενός να βοηθήσει τον φοιτητή της Νομικής στην κατανόηση και την εμπέδωση της ύλης του Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, ιδιαίτερα δε του δικαίου των «επώνυμων» συμβάσεων, των αδικοπραξιών και του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και αφετέρου να τον εξοικειώσει με την επίλυση των πρακτικών θεμάτων. Είναι αυτονόητο ότι ο φοιτητής, πριν ασχοληθεί με τη λύση πρακτικών θεμάτων, πρέπει να έχει ολοκληρώσει τη μελέτη του Ειδικού Ενοχικού Δικαίου επί τη βάσει του κειμένου του Αστικού Κώδικα και με τη βοήθεια των σχετικών εγχειριδίων. Στο ανά χείρας βιβλίο περιλαμβάνονται 50 πρακτικά θέματα, τα οποία έχουν δοθεί σε τμηματικές εξετάσεις και φροντιστηριακές ασκήσεις κατά τα έτη 1989-2000 στο πλαίσιο της διδασκαλίας του Ειδικού Ενοχικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι απαντήσεις που περιέχονται στο βιβλίο δεν αποτελούν αναλυτικές και μονοσήμαντες «λύσεις» των ερωτημάτων, αλλά αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στο να επισημάνουν τα επί μέρους προβλήματα που τίθενται ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ που είναι κρίσιμες για τα εκάστοτε συγκεκριμένα ζητήματα του Ειδικού Ενοχικού Δικαίου. Το βιβλίο αφιερώνουμε στον καθηγητή Γεώργιο Δ. Καλλιμόπουλο όλοι εμείς που ήμαστε συνεργάτες του στη διδασκαλία του Ειδικού Ενοχικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκφράζοντας τις θερμές ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μας για την εποικοδομητική συνεργασία, τις γεμάτες εναύσματα για περαιτέρω εμβάθυνση και κριτική των ζητημάτων συζητήσεις μας και την για μας γόνιμη ανταλλαγή απόψεων κατά την προετοιμασία των μαθημάτων του Ειδικού Ενοχικού Δικαίου και την επεξεργασία των πρακτικών θεμάτων που ακολουθούν.
Τις ευχαριστίες μας εκφράζουμε στους Αντώνη Σάκκουλα και Αδαμάντιο Αμμανίτη για τη φροντίδα και την ταχύτατη αποπεράτωση της έκδοσης του βιβλίου αυτού.
Μάιος 2002
Οι Συγγραφείς
Σελ. 17
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 1
Δωρεά ακινήτου • Ανάκληση
Ο 75ετής Α, κύριος ενός διαμερίσματος σε πολυκατοικία, μεταβίβασε νομότυπα το διαμέρισμα αυτό στον Β λόγω δωρεάς. Στο συμβόλαιο της δωρεάς προεβλέπετο μεταξύ άλλων, ότι ο Β θα μεριμνούσε να καλύψει ισοβίως τις δαπάνες διατροφής του Α. Στο τέλος τον συμβολαίου υπήρχε όρος περί παραιτήσεως του Α από το δικαίωμά του για διάρρηξη, ακύρωση ή ανάκληση της δωρεάς. Ο Β αρχικά τήρησε την υποχρέωσή του για τη διατροφή του Α, έχοντας μάλιστα εκμισθώσει το διαμέρισμα σε καλή τιμή. Στη συνέχεια όμως ο Β αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και έπαυσε να παρέχει στον Α τη συμφωνηθείσα διατροφή.
Ερωτάται:
α) Έχει δικαίωμα ο Α να ανακαλέσει τη δωρεά προς τον Β και, αν ναι, υπό ποιές προϋποθέσεις και με ποιές διατυπώσεις;
β) Αν υποτεθεί, ότι ο Α νομίμως ανακαλεί τη δωρεά, ερωτάται, ποιές θα είναι οι έννομες συνέπειες της ανακλήσεως;
γ) Ποία η τύχη της μισθώσεως μετά την ανάκληση της δωρεάς σύμφωνα με τις διατάξεις τον Αστικού Κώδικα;
α) Η μη παροχή διατροφής ως λόγος ανακλήσεως της δωρεάς
Η ανάκληση της δωρεάς είναι δυνατή σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 505 επ. ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές δίνουν τη δυνατότητα στον δωρητή, εδώ στον Α, να ανακαλέσει τη δωρεά, μεταξύ άλλων, λόγω αχαριστίας του δωρεοδόχου είτε προς τον ίδιο το δωρητή είτε προς τον σύζυγο ή στενό συγγενή αυτού. Ως ενδεικτική περίπτωση αχαριστίας ο νόμος αναφέρει την παράβαση υποχρεώσεως του δωρεοδόχου για διατροφή του δωρητή (505 ΑΚ). Μη διακρίνοντος σχετικώς του νόμου, η αναφερομένη στο άρθρο 505 ΑΚ υποχρέωση διατροφής μπορεί να θεμελιώνεται είτε στο νόμο είτε σε σχετική συμβατική ρύθμιση (Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού
Σελ. 18
Ενοχικού Δικαίου 2014, § 5, αρ. 8∙ Φίλιος, Ειδικό Ενοχικό 2011, § 23αΔ.). Στην προκείμενη περίπτωση, η υποχρέωση του Β για διατροφή του Α θεμελιώνεται στη μεταξύ τους σύμβαση δωρεάς που περιέχει τη σχετική ρήτρα. Και αν ακόμη η εν λόγω σύμβαση ήθελε χαρακτηρισθεί ως ισόβια πρόσοδος με την έννοια του άρθρου 840 ΑΚ, η αιτία της ισοβίου προσόδου είναι η δωρεά, πράγμα που επιβάλει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 499 επ. ΑΚ (Κοσμάς, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 840 αρ. 36). Σύμφωνα με το ιστορικό δεν φαίνεται να προσδιορίσθηκε στη συμφωνία ορισμένο ποσό διατροφής που θα κατέβαλε ο Β. Η έλλειψη αυτή δεν επηρεάζει την ισχύ της συμφωνίας, αλλά υπάρχει κενό, το οποίο θα καλυφθεί με βάση τη βούληση των συμβαλλομένων, όπως αυτή εκφράζεται τόσο στο συγκεκριμένο συμβόλαιο δωρεάς όσο και σε διάφορα άλλα γεγονότα από τη μεταξύ τους σχέση. Αν τυχόν με τον τρόπο αυτό δεν καταστεί δυνατός ο ερμηνευτικός προσδιορισμός του ποσού της διατροφής, τότε το κενό στη συμφωνία θα καλυφθεί με την εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 200 ΑΚ με τη συνδρομή και του προβλεπομένου στο άρθρο 1493 ΑΚ μέτρου της ανάλογης διατροφής.
Η ρήτρα του συμβολαίου περί παραιτήσεως του Α από το δικαίωμα της ανακλήσεως της δωρεάς δεν είναι ισχυρά, αφού το άρθρο 511 ΑΚ ρητώς απαγορεύει την εκ των προτέρων σύναψη τέτοιων συμφωνιών, δηλαδή συμφωνιών παραιτήσεως που καταρτίζονται είτε ταυτόχρονα με τη σύμβαση της δωρεάς είτε γενικώς πριν από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο συνέτρεξε ο λόγος ανακλήσεως (π.χ. αχάριστη συμπεριφορά του δωρεοδόχου κ.λπ.). Επομένως, ο Α έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά προς τον Β, δεδομένου ότι οι όροι του άρθρου 505 ΑΚ για την ανάκληση συντρέχουν εν προκειμένω.
Η ανάκληση θα γίνει με τη διαδικασία και τις διατυπώσεις που προ βλέπει το άρθρο 509 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1033, 1192 επ. ΑΚ. Απαιτείται και αρκεί η μονομερής άτυπη και απευθυντέα δήλωση ανακλήσεως του δωρητή, εδώ δηλ. του Α, απευθυνομένη προς τον δωρεοδόχο, με την οποία ο πρώτος ανακαλεί τη δωρεά, εδώ του συγκεκριμένου διαμερίσματος. Η δήλωση αυτή είναι άτυπη, δεν απαιτείται η υποβολή της στο συμβολαιογραφικό τύπο, έστω και αν η δωρεά, όπως εδώ, αφορά ακίνητο (Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 500/2019, 291/2018, 1758/2011 Νόμος, ΑΠ 840/1994 ΕλλΔνη 1996, 100, 845/1984 ΝοΒ 1985, 616∙ Πελλένη-Παπαγεωργίου, Ανάκληση δωρεάς εν ζωή λόγω αχαριστίας, σε τιμ. τομ. Σταθόπουλου, II 2010, 2147 επ.). Συνεπώς, η ανάκληση της δωρεάς συντελείται με την κοινοποίηση στον δωρεοδόχο της ως άνω άτυπης δήλωσης ανακλήσεως του δωρητή.
β) Συνέπειες ανακλήσεως δωρεάς
Συνεπεία της ανακλήσεως ο δωρητής μπορεί να ζητήσει την απόδοση του πράγματος με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και ειδικότερα λόγω λήξεως της αιτίας, για την οποία είχε δοθεί το πράγμα (ΑΠ 500/2019 ΝΟΜΟΣ, 840/1994 ΕλλΔνη 1996, 100). Η αξίωση για απόδοση του πράγματος κατά το άρθρο
Σελ. 19
904 ΑΚ είναι ενοχική και οδηγεί, σε περίπτωση δικαστικής ευδοκιμήσεώς της, σε υποχρέωση του δωρεοδόχου να αποδώσει το πράγμα. Αν αυτός αρνείται να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του αυτή, τότε μπορεί να ζητηθεί η καταδίκη του σε αντίστοιχη δήλωση βουλήσεως και στη συνέχεια να μεταγραφεί η σχετική καταδικαστική απόφαση (άρθρο 1192 αρ. 4 ΑΚ).
γ) Τύχη μισθώσεως μετά την ανάκληση της δωρεάς ακινήτου μισθωθέντος από τον δωρεοδόχο
Σύμφωνα με όσα ήδη αναπτύχθηκαν για τις συνέπειες ανακλήσεως της δωρεάς, η καταρτισθείσα από τον δωρεοδόχο (Β) μίσθωση δεν ανατρέπεται. Η ανάκληση όμως της δωρεάς οδηγεί σε μεταβολή του προσώπου του κυρίου του μισθωμένου ακινήτου υπό τους ήδη αναλυθέντες όρους, οπότε ο νέος κύριος, εδώ ο δωρητής Α, θα υπεισέλθει στη μισθωτική σχέση του διαμερίσματος υπό τους όρους των άρθρων 614 επ. ΑΚ.
Σελ. 20
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2
Πώληση • Αδικοπραξία
Ο Α αγόρασε από τον Π, έμπορο αυτοκινήτων, ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο αντί τιμήματος 2.800 ευρώ. Την επαύριο της παραδόσεως του αυτοκινήτου ο Α ξεκίνησε για πολυήμερη εκδρομή με τη φίλη του Φ. Εξαιτίας ενός ελαττώματος στο σύστημα διευθύνσεως του αυτοκινήτου η Φ, που το οδηγούσε, δεν μπόρεσε να το κρατήσει σε μια στροφή με αποτέλεσμα να πέσει σε τάφρο παραπλεύρως του δρόμου. Από την πτώση τραυματίσθηκε σοβαρά η Φ, η οποία χρειάσθηκε να υποβληθεί σε σειρά χειρουργικών επεμβάσεων παραμείνασα κλινήρης για διάστημα δύο περίπου μηνών. Τέλος, η αποκατάσταση των υλικών ζημιών στο αυτοκίνητο εκτιμάται, ότι θα απαιτήσει δαπάνη 1.300 ευρώ.
Ερωτάται:
α) Ποίες αξιώσεις έχει ο Α κατά του Π και, ενδεχομένως, η Φ κατά του Π;
β) Υπάρχει ευθύνη του Α έναντι της Φ;
α) Αξιώσεις αγοραστή λόγω ελαττωματικότητας του πράγματος (κινητού)
αα) Από τη σύμβαση της πωλήσεως και ειδικότερα από τα άρθρα 540, 534 ΑΚ ενδέχεται να θεμελιώνεται αξίωση του Α κατά του Π για διόρθωση ή αντικατάσταση του αυτοκινήτου με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, ή για μείωση του τιμήματος, ή για υπαναχώρηση από τη σύμβαση πωλήσεως του εν λόγω αυτοκινήτου. Από την περιγραφή του ιστορικού είναι αναμφίβολο, ότι το σύστημα διευθύνσεως του αυτοκινήτου είναι ελαττωματικό και άρα υπάρχει πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος με την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ.
Η αντικειμενική ευθύνη του πωλητή κατ’ ΑΚ 540 (ευθύνη για μη εκπλήρωση της σύμβασης) προϋποθέτει, ότι το ελάττωμα προϋπήρχε του χρόνου, κατά τον οποίο
Σελ. 21
μετατίθεται ο κίνδυνος στον αγοραστή. Ο χρόνος δε αυτός είναι συνήθως ο χρόνος παραδόσεως του πράγματος (ΑΚ 522). Από τη διατύπωση του ιστορικού φαίνεται ως δεδομένο, ότι το ελάττωμα ούτε σε αδέξιο χειρισμό του Α ή της Φ οφείλεται ούτε προέκυψε από άλλο γεγονός μετά την παράδοσή του (π.χ. επενέργεια καιρικών συνθηκών ή άλλου φυσικού γεγονότος, επενέργεια τρίτου κ.λπ.). Κατά συνέπεια, φαίνεται τουλάχιστον να προκύπτει, ότι, εκτός από την καθαυτό ελαττωματικότητα του αυτοκινήτου, συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της ΑΚ 534 για την ευθύνη του πωλητή λόγω πραγματικού ελαττώματος.
Η χειροτέρευση του πράγματος (αυτοκινήτου) εξαιτίας του ελαττώματος δεν επηρεάζει την άσκηση των δικαιωμάτων της αντικατάστασης, της υπαναχώρησης ή μείωσης του τιμήματος από τον αγοραστή Α (ΑΚ 548).
Κατά συνέπεια, ο Α φαίνεται κατ’ αρχάς ότι δικαιούται να αξιώσει είτε τη διόρθωση του αυτοκινήτου είτε την αντικατάστασή του με άλλο χωρίς επιβάρυνσή του, επιστρέφοντας στον Π το αυτοκίνητο ελεύθερο από κάθε βάρος, καθώς και τα ωφελήματα που τυχόν αποκόμισε από αυτό. Η αξίωση αυτή αποτελεί την αρχική αξίωση του αγοραστή για εκπλήρωση από τον πωλητή των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση, πρόκειται δε για αξίωση εκπλήρωσης in natura, η οποία στοχεύει στη συμμόρφωση του πράγματος προς τους όρους της σύμβασης (πρβλ. ΑΚ 534 και 535 σε συνδ. με ΑΚ 540).
Ωστόσο, δοθέντος ότι το δικαίωμα του αγοραστή για αντικατάσταση δεν ισχύει κατά κανόνα για τα μεταχειρισμένα αγαθά (πωλήσεις είδους), ο Α στερείται του εν λόγω δικαιώματος καθώς αντικείμενο της πώλησης ήταν το συγκεκριμένο μεταχειρισμένο αυτοκίνητο (βλ. Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδ. Ενοχ., § 10, αρ. 83). Υποστηρίζεται βέβαια και η άποψη ότι η αντικατάσταση μπορεί να ζητηθεί και στην πώληση είδους, εφόσον ο πωλητής έχει στη διάθεσή του πράγμα ουσιωδώς όμοιο με το πωληθέν, ώστε να ικανοποιείται το συμφέρον του αγοραστή (βλ. Καραμπατζό, σε ΣΕΑΚ Ι Γεωργιάδη, Άρθρο 540, άρ. 20-21∙ ΑΠ 202/2007 ΔΕΕ 2008, 233).
Σε κάθε περίπτωση πάντως δύναται να αξιώσει το δικαίωμα για διόρθωση του αυτοκινήτου. Η διόρθωση γίνεται χωρίς επιβάρυνση του αγοραστή, με την έννοια ότι ο πωλητής είναι αυτός που βαρύναται με τα απαραίτητα έξοδα που συνεπάγεται η αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αυτοκινήτου (π.χ. δαπάνες αποστολής, εργατικό κόστος, κόστος υλικών). Έτσι εάν εν προκειμένω επιλεγεί η διόρθωση του αυτοκινήτου ο Π θα επιβαρυνθεί με τη δαπάνη των 1.300 ευρώ για την επισκευή του. Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα αυτό του αγοραστή θα αποκλείεται αν η διόρθωση είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες (540 § 1 περ. 1). Θα πρέπει λοιπόν η αρχή της αναλογικότητας να αποτελέσει κριτήριο σύγκρισης για την οριοθέτηση της άσκησης του δικαιώματος από την άσκηση των υπολοίπων (μείωσης, υπαναχώρησης, αποζημίωσης). Στην προκειμένη περίπτωση, θα ληφθεί υπόψη και η σύγκριση ανάμεσα στην αξία του πράγματος χωρίς το ελάττωμα (2.800 ευρώ) και στο κόστος της επιδιόρθωσης (1.300 ευρώ).
Σελ. 22
Διαζευκτικά, ο Α δύναται, αντί για την αξίωση διόρθωσης του αυτοκινήτου, να ζητήσει μείωση τιμήματος, ήτοι επιστροφή μέρους του καταβληθέντος τιμήματος κατά τον λόγο που το συμφωνηθέν τίμημα υπερβαίνει το τίμημα που θα συνεφωνείτο, αν ελαμβάνετο υπόψη η ελαττωματικότητα του αυτοκινήτου και μάλιστα εντόκως από την καταβολή του (ΑΚ 540 § 1 περ. 2). Η αναζήτηση γίνεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Τέλος, και δεδομένου ότι το ελάττωμα στο σύστημα διευθύνσεως είναι ουσιώδες, καθώς επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία του αυτοκινήτου ο Α μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως προσφέροντας στον Π το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο στην κατάσταση που αυτό ευρίσκεται και ζητώντας την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος εντόκως από την καταβολή του, πλέον των λοιπών δαπανών, στις οποίες είχε υποβληθεί για την κατάρτιση της πωλήσεως (ΑΚ 540 § 1 περ. 3).
Σε περίπτωση δε που δεχθούμε ότι υπάρχει πταίσμα του πωλητή για το πραγματικό ελάττωμα, ο Α θα δικαιούται, αντί για τα ως άνω δικαιώματα της ΑΚ 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους (ΑΚ 543). Εν προκειμένω λόγος για πταισματική ευθύνη του Π μπορεί να γίνει αν το ελάττωμα προκλήθηκε υπαιτίως από αυτόν ή αν αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το ελάττωμα του αυτοκινήτου, οπότε ο Α θα επιλέξει ένα από τα εξής δικαιώματα: α) Να επιστρέψει το αυτοκίνητο και να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση της σύμβασης, η οποία καλύπτει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος (μεγάλη αποζημίωση). β) Να κρατήσει το αυτοκίνητο και να απαιτήσει την αποκατάσταση της ζημίας που έχει άμεση σχέση με την έλλειψη του πράγματος και οφείλεται σε αυτήν (μικρή αποζημίωση). Η αποζημίωση καλύπτει τη θετική ζημία (π.χ. διαφορά αξίας του ελαττωματικού από το μη ελαττωματικό πράγμα, ζημία από τη σύμβαση καλύψεως που αναγκάσθηκε να συνάψει ο αγορασής με τρίτον, δαπάνες για αυτοδύναμη άρση-διόρθωση του ελαττώματος) και το διαφυγόν κέρδος (π.χ. απωλεσθέντα έσοδα από την αδυναμία χρήσης ή εκμίσθωσης ή μεταπώλησης του πράγματος). γ) Να ασκήσει ένα από τα δικαιώματα της ΑΚ 540 και σωρευτικά να επιδιώξει την καταβολή σ’ αυτόν αποζημίωσης, η οποία σε αυτή την περίπτωση θα καλύπτει τις τυχόν «περαιτέρω ζημίες» που δεν δύναται να καλυφθούν από την άσκηση των προηγούμενων δικαιωμάτων (ΑΚ 543 εδ. α΄ in fine). Και σε αυτή την περίπτωση η αποζημίωση περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος.
ββ) Επίσης, θα μπορούσαν να θεμελιωθούν αδικοπρακτικές αξιώσεις του αγοραστή κατά του Π, αν η ύπαρξη του ελαττώματος του αυτοκινήτου μπορεί να αποδοθεί ταυτόχρονα και σε παράνομη και υπαίτια πράξη του Π με την έννοια της ΑΚ 914. Στη διάταξη όμως αυτή ο Α μπορεί να θεμελιώσει μόνο τις αξιώσεις εκείνες, οι οποίες πηγάζουν από την προσβολή εννόμων αγαθών ή συμφερόντων, τα οποία δεν καταλαμβάνονται από το αντικείμενο της συμβάσεως πωλήσεως (σχετ. ΟλΑΠ
Σελ. 23
17/1993 ΝοΒ 1994, 975 επ. με σχόλιο Πελλένη-Παπαγεωργίου, ΕφΑθ 3695/2011, ΕλλΔνη 2012, 546). Το έννομο συμφέρον του αγοραστή για παράδοση πράγματος απηλλαγμένου ελαττωμάτων προστατεύεται επαρκώς στις οικείες διατάξεις του δικαίου της πωλήσεως που ρυθμίζουν τη λεγομένη αγορανομική ευθύνη του πωλητή παρέχοντας στον αγοραστή το δικαίωμα να ζητήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, μείωση του τιμήματος, υπαναχώρηση από τη σύμβαση ή αποζημίωση κατ’ ΑΚ 543. Οι διατάξεις της αδικοπραξίας μπορούν όμως να εφαρμοσθούν για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο αγοραστής από την καταστροφή ή από τη χειροτέρευση ή γενικά από τη μείωση της αξίας του πωληθέντος πράγματος λόγω του ελαττώματος που οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή. Έτσι, με την αξίωση αποζημίωσης της ΑΚ 914 σε συνάρτηση με το πωληθέν πράγμα μπορεί να ζητηθούν εκτός από την αποκατάσταση της μείωσης της αξίας του πράγματος, και άλλα κονδύλια, όπως π.χ. οι δαπάνες για τη μίσθωση άλλου αυτοκινήτου μέχρι την επισκευή του βλαβέντος, διαφυγόντα κέρδη από τη χρήση του βλαβέντος αυτοκινήτου, ενδεχομένως η αξία επισκευαστικών ή ανακαινιστικών μέτρων που είχαν γίνει πριν από το ατύχημα και η αποκτηθείσα αξία τους δεν απεικονίζεται στον υπολογισμό της μείωσης της αξίας του αυτοκινήτου κ.λπ,
Στο παρόν ιστορικό δεν υπάρχουν ενδείξεις για παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή Π με την έννοια της ΑΚ 914. Είναι δυνατόν ο πωλητής να υποχρεούται συμβατικώς ή με βάση την καλή πίστη να ελέγξει την άρτια τεχνική λειτουργία του οχήματος πριν να το παραδώσει στον αγοραστή και να το θέσει έτσι σε κυκλοφορία. Η παράβαση όμως της υποχρεώσεως αυτής, που συνίσταται στην παράλειψη λήψεως των απαιτουμένων μέτρων ποιοτικού και τεχνικού ελέγχου, πρέπει να θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα γεγονότα προς αξιολόγηση.
γγ) Αξιώσεις τρίτου τραυματισθέντος κατά του πωλητή (Φ./.Π): Για τους λόγους που αναπτύχθηκαν ήδη, δεν φαίνεται να υπάρχει αξίωση της Φ κατά του Π με βάση τις διατάξεις της αδικοπραξίας. Ευθύνη του πωλητή με βάση τον ειδικό νόμο για την ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών πραγμάτων δεν συντρέχει επίσης, αφού δεν πρόκειται για πώληση καινούριου πράγματος, όπως απαιτεί ο νόμος 2251/1994.
β) Ευθύνη του αγοραστή ελαττωματικού πράγματος (κινητού) έναντι τρίτων
Αδικοπρακτική ευθύνη του αγοραστή Α έναντι της τραυματισθείσης Φ δεν υπάρχει, αφού δεν υπάρχουν στοιχεία, βάσει των οποίων η πρόκληση του ατυχήματος να μπορεί να καταλογισθεί σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του Α, όπως π.χ. έγκαιρη διάγνωση του ελαττώματος και παράλειψη αντιμετωπίσεώς του.
Με βάση τον ειδικό νόμο για την ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα (Γ Ν/1911), ο Α ευθύνεται για τη ζημία της Φ αντικειμενικώς, ανεξαρτήτως δηλ. υπαιτιότητός του.
Σελ. 24
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 3
Πώληση • Διοίκηση αλλοτρίων • Αδικοπραξία
Η εταιρία Α αγοράζει από την εταιρία Π ένα μεταχειρισμένο λεωφορείο, το οποίο χρησιμοποιεί για να μεταφέρει τους εργαζομένους σε αυτή από τον τόπο κατοικίας τους στον τόπο εργασίας τους. Δύο έτη μετά την αγορά του λεωφορείου εξαιτίας κακής κατασκευής του ηλεκτρικού συστήματος ξεσπά πυρκαγιά, η οποία καταστρέφει μεγάλο μέρος του λεωφορείου. Μολονότι η Π γνώριζε την κακοτεχνία, κατά τη σύναψη της σύμβασης παρουσίασε ως επαρκείς τις τεχνικές προδιαγραφές του οχήματος. Κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς ο περαστικός Η, ο οποίος βοήθησε στην κατάσβεσή της και στον απεγκλωβισμό του επιβάτη Ε, παθαίνει εγκαύματα και δαπανά για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη το ποσό των 3.000 ευρώ
Ερωτάται:
α) Ποια δικαιώματα έχουν η Α και ο Η, κατά ποίων και με ποιες προϋποθέσεις;
β) Πώς διαμορφώνονται τα ανωτέρω δικαιώματα, αν υποτεθεί ότι η πυρκαγιά οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ανεξάρτητο από την υφιστάμενη κακοτεχνία;
Εισαγωγικά:
Η Α και η Π συνδέονται συμβατικά, συγκεκριμένα με σύμβαση πωλήσεως κινητού πράγματος κατ’ είδος ορισμένου (λεωφορείου), οπότε τα δικαιώματα της Α θα αναζητηθούν κατ’ αρχάς στις περί πωλήσεως διατάξεις (ΑΚ 513 επ.). Αντίθετα, ο Η δεν συνδέεται συμβατικά με κάποιο από τα άλλα πρόσωπα, οπότε θα αναζητηθεί η δυνατότητα θεμελίωσης εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης αυτών (Α, Π και Ε) έναντι του Η.
Σελ. 25
α)
αα) Πραγματικό ελάττωμα σε πώληση πράγματος κατ’ είδος ορισμένου, δικαιώματα αγοραστή, παραγραφή, συρρέουσα αδικοπρακτική ευθύνη
Ως προς τα δικαιώματα της Α κατά της Π:
Η ΑΚ 534 θεσπίζει τον «πρωτεύοντα κανόνα», δηλαδή την υποχρέωση του πωλητή να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα, ενώ στα επόμενα άρθρα προσδιορίζεται ειδικότερα η ελαττωματικότητα ή έλλειψη ανταποκρίσεως στη σύμβαση (βλ. και ΕισηγΈκθ του Ν 3043/2002). Η διάταξη αυτή αναφέρεται απλώς σε ελαττώματα του πράγματος, χωρίς να επαναλαμβάνει τη φράση «που αναιρούν ή μειώνουν την αξία ή τη χρησιμότητά του» της παλαιάς ΑΚ 534 προ της τροποποίησης του Ν 3043/2002, διότι θεωρήθηκε ότι με τη φράση αυτή περιοριζόταν η προστασία του αγοραστή στην εξασφάλιση της οποίας αποβλέπει η Οδηγία 1999/44/ΕΚ, γι’ αυτό και η διατήρησή της κρίθηκε ότι θα οδηγούσε σε μη ορθή μεταφορά της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη. Επιπλέον, το τιθέμενο με τη φράση αυτή κριτήριο θα ήταν περιττό ενόψει της αναγραφής ειδικότερων πλέον κριτηρίων στη νέα ΑΚ 535. Στο άρθρο αυτό, το οποίο θεσπίζει μια σειρά από μαχητά τεκμήρια για την έλλειψη ανταποκρίσεως του πράγματος στη σύμβαση, προβλέπεται ότι ο πωλητής δεν εκπληρώνει την κατά το προηγούμενο άρθρο υποχρέωσή του, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και ιδίως: 1. δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ή στο δείγμα ή υπόδειγμα που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον αγοραστή, 2. δεν είναι κατάλληλο για το σκοπό της συγκεκριμένης σύμβασης και ιδιαίτερα για τη σύμφωνη με το σκοπό αυτόν ειδική χρήση, 3. δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας, 4. δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του, στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης, εκτός αν ο πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση.
Ως πραγματικό ελάττωμα νοείται η ιδιότητα του πράγματος που, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της συγκεκριμένης σύμβασης πώλησης (υποκειμενικό κριτήριο) και των συνηθισμένων ιδιοτήτων της κατηγορίας του πωληθέντος πράγματος (αντικειμενικό κριτήριο), εμφανίζει έλλειψη ανταποκρίσεως στη σύμβαση κατ’ ΑΚ 535 χωρίς να προϋποτίθεται ότι το ελάττωμα πρέπει να είναι και ουσιώδες, με την έννοια ότι πρέπει να αναιρεί ή μειώνει ουσιωδώς την αξία ή τη χρησιμότητά του (βλ. ΑΚ 534, Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδ. Ενοχ., § 10 αρ. 26, ΕφΑθ 255/2012 ΕφΑΔ 2014, 2019), σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο της πώλησης που το ουσιώδες του πραγματικού ελαττώματος αποτελούσε βασική προϋπόθεση κατάφασης της εγγυητικής ευθύνης του πωλητή.
Σελ. 26
Η ευθύνη του πωλητή για ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων στο αντικείμενο της πώλησης αποτελεί ευθύνη για μη εκπλήρωση της σύμβασης και είναι ανεξάρτητη από πταίσμα του πωλητή (αντικειμενική). Σύμφωνα με την ΑΚ 540 στις περιπτώσεις ευθύνης για πραγματικό ελάττωμα ο αγοραστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει διαζευκτικά διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, ή μείωση του τιμήματος, ή υπαναχώρηση από τη σύμβαση πωλήσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΑΚ 543 εδ. 2, αν κατά τη σύναψη της πώλησης ο πωλητής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το ελάττωμα του πράγματος, ο αγοραστής μπορεί να απαιτήσει, αντί για τα ως άνω δικαιώματα της ΑΚ 540, αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία θα περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τις «περαιτέρω ζημίες» που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους (ΑΚ 543). Η ευθύνη για αποζημίωση είναι υποκειμενική.
Οι παραπάνω αγωγές παραγράφονται σύμφωνα με τις ΑΚ 554 και 555 μετά την πάροδο δύο ετών για τα κινητά από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, ακόμη κι αν ανακαλύφθηκε αργότερα το ελάττωμα. Την παραγραφή όμως αυτή δεν μπορεί να επικαλεστεί ο πωλητής, αν απέκρυψε με δόλο το ελάττωμα (ΑΚ 557).
Το λεωφορείο που πωλήθηκε από την Π στην Α είχε κατά τα ανωτέρω ουσιώδες πραγματικό ελάττωμα, δηλ. κακοτεχνία στην κατασκευή του ηλεκτρικού συστήματος, το οποίο ήταν η αιτία τής πυρκαγιάς που το κατέστρεψε. Το ελάττωμα ήταν κεκρυμμένο, αφού δεν ανακαλύφθηκε παρά μόνο λόγω της πυρκαγιάς. Η Α έχει συνεπώς τα δικαιώματα: 1) της διόρθωσης του λεωφορείου, αν υποτεθεί ότι αυτή είναι δυνατή και δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες δεδομένης της εκτεταμένης καταστροφής του λεωφορείου, 2) της μείωσης του τιμήματος, 3) της υπαναχώρησης από την πώληση, αφού το πράγμα καταστράφηκε εξαιτίας του ελαττώματος (ΑΚ 548), το οποίο αναμφισβήτητα ήταν ουσιώδες και 4) της αποζημίωσης, αφού από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει πταίσμα της Π, η οποία γνώριζε την κακοτεχνία. Σημειώνεται ότι κατά τη κρατούσα άποψη το δικαίωμα της αντικατάστασης αποκλείεται, καθώς αντικείμενο της πώλησης ήταν το συγκεκριμένο μεταχειρισμένο λεωφορείο (πώληση είδους). Υποστηρίζεται βέβαια και η άποψη ότι η αντικατάσταση μπορεί να ζητηθεί και στην πώληση είδους, εφόσον ο πωλητής έχει στη διάθεσή του πράγμα ουσιωδώς όμοιο με το πωληθέν, ώστε να ικανοποιείται το συμφέρον του αγοραστή (βλ. Καραμπατζό, σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη, Άρθρο 540, άρ. 20-21, ΑΠ 202/2007 ΔΕΕ 2008, 233).
Τα δικαιώματα αυτά τελούν σε σχέση εκλεκτικής συρροής, η Α δηλ. μπορεί να ασκήσει όποιο θεωρεί ότι τη συμφέρει, ενώ το δικαίωμα επιλογής αποσβήνεται κατά την κρατούσα γνώμη μετά την επιλογή ενός εξ αυτών των δικαιωμάτων (βλ. Καραμπατζό, σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη, Άρθρο 540, αρ. 8). Μετά την επιλογή αυτή, ο αγοραστής δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτήν και να επιλέξει άλλο δικαίωμα, διότι κατά τον κανόνα της ΑΚ 306 που εφαρμόζεται εδώ αναλογικώς, η επιλογή άπαξ γενομένη είναι αμετάκλητη (βλ. ΑΠ 243/2009, Νόμος). Σε κάθε περίπτωση, η πραγμάτωση
Σελ. 27
της μιας αξιώσεως επάγεται κατ’ αρχήν την απόσβεση των υπολοίπων. Κατ’ άλλη άποψη, το δικαίωμα επιλογής αποσβήνεται για τα μεν διαπλαστικά δικαιώματα (υπαναχώρηση, μείωση του τιμήματος) από την άσκησή τους, δεδομένου ότι ο αγοραστής άπαξ και τα ασκήσει δεν δύναται μετά να τα ανακαλέσει, ενώ για τα λοιπά δικαιώματα (διόρθωση, αποζημίωση) με την πραγμάτωσή τους (βλ. Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδ. Ενοχ., § 10, αρ. 124). Βέβαια, κατ’ άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε τελολογικές σταθμίσεις των συγκρουόμενων συμφερόντων, το δικαίωμα επιλογής αποσβήνεται από την τελεσιδικία της απαιτούμενης κατά τη γνώμη αυτή δικαστικής απόφασης (βλ. ειδικότερα Φίλιο, Ειδ. Ενοχ., 2011, § 8 ε Β).
Οι παραπάνω αγωγές δεν έχουν παραγραφεί, διότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της ΑΚ 557, αφού η Π γνώριζε το ελάττωμα και δεν το αποκάλυψε, προέβη μάλιστα και σε θετική πράξη παρουσιάζοντας ως επαρκείς τις τεχνικές προδιαγραφές του οχήματος, παρά το γεγονός ότι είχε υποχρέωση κατά τις επιταγές της καλής πίστης λόγω της φύσης και σοβαρότητας αυτού (δυνατότητα πρόκλησης πυρκαγιάς) να το αποκαλύψει. Τέλος, δεν συντρέχει κάποιος απαλλακτικός λόγος (ΑΚ 537 § 1).
Επίσης, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, αφού η Π παρουσίασε ως επαρκείς τις προδιαγραφές του οχήματος, πρόκειται για συνομολογημένη ιδιότητα. Στην περίπτωση αυτή η μόνη διαφορά από τα παραπάνω θα ήταν ότι δεν θα χρειαζόταν υπαιτιότητα για να θεμελιωθεί η αξίωση αποζημίωσης (ΑΚ 543 εδ. 1), η οποία όμως ούτως ή άλλως υπάρχει κατά τα πραγματικά περιστατικά.
Τέλος, δυνατή θα ήταν και η θεμελίωση συρρέουσας αδικοπρακτικής ευθύνης, οι προϋποθέσεις της οποίας πληρούνται. Παράνομη πράξη υπάρχει, αφού προσβάλλεται απόλυτο δικαίωμα (κυριότητα λεωφορείου) από, κατά παράβαση των υποχρεώσεων ασφάλειας και πρόνοιας στις συναλλαγές, παράλειψη επισκευής της κακοτεχνίας ή ενημέρωσης του αγοραστή, υπαιτιότητα υπάρχει στο βαθμό της αμέλειας, ζημία που συνίσταται στην καταστροφή του λεωφορείου και στις συνδεόμενες με αυτήν άλλες θετικές ζημίες και διαφυγόντα κέρδη, όπως και πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παρανομίας και ζημίας.
ββ) Γνήσια επιτρεπόμενη διοίκηση αλλοτρίων, ευθύνη με βάση τον νόμο Γ Ν/1911
Ως προς τα δικαιώματα του Η κατά της Α και του Ε:
Σύμφωνα με τις ΑΚ 730, 732 και 736, όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξαγάγει προς το συμφέρον του κυρίου των υποθέσεων και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση αυτού ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια, αν ενήργησε για να αποτρέψει κίνδυνο που απειλούσε τον κύριο και έχει δικαίωμα να ζητήσει τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατ’ ανάλογο εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων (ΑΚ 722 και 723).
Η επέμβαση του Η συνιστά γνήσια επιτρεπόμενη διοίκηση αλλοτρίων κατά τα ανωτέρω, αφού αυτός επενέβη για να σώσει την ζωή του επιβάτη Ε και την περιουσία
Σελ. 28
της Α (λεωφορείο) από την πυρκαγιά, έχει συνεπώς το δικαίωμα να ζητήσει την ανόρθωση των ζημιών ύψους 3.000 ευρώ, που υπέστη χωρίς πταίσμα του κατά τη διοίκηση της υπόθεσης. Οι Ε και Α ευθύνονται εις ολόκληρον κατ’ αναλογική εφαρμογή των ΑΚ 926-927, αφού πρόκειται περί εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης, ενώ κατά την αναγωγή το μέτρο της ευθύνης καθενός προσδιορίζεται από την φύση και αξία του διασωθέντος αγαθού (εδώ ζωή ή σωματική ακεραιότητα για τον Ε και αξία λεωφορείου για την Α).
Ζήτημα γεννάται, αν μπορεί ο Η να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης κατά της Α με βάση το νόμο Γ Ν/1911, στον οποίο ρυθμίζεται η ευθύνη από αυτοκίνητα ως ευθύνη από διακινδύνευση, και θεσπίζεται ευθύνη του ιδιοκτήτη για ζημίες τρίτων από το αυτοκίνητο κατά τη λειτουργία του (άρθρο 4). Μια τέτοια κατ’ αρχήν δυνατή θεμελίωση θα ήταν δεκτική προβολής ενστάσεων, όπως ότι υπάρχει λόγος απαλλαγής κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, και συγκεκριμένα το πταίσμα τρίτου προσώπου (της Π), και ότι η αυτόβουλη επέμβαση του Η διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο ή ότι υπάρχει συνυπαιτιότητα αυτού (ΑΚ 300).
γγ) Αδικοπραξία, αιτιώδης σύνδεσμος
Ως προς τα δικαιώματα του Η κατά της Π:
Ο Η θα μπορούσε να στραφεί με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις κατά της Π, θεμελιώνοντας την αξίωση του στην ΑΚ 914, οι προϋποθέσεις της οποίας είναι παράνομη πράξη, υπαιτιότητα, ζημία και (πρόσφορος) αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παρανομία και τη ζημία. Παράνομη πράξη της Π συνιστά η παράλειψή της να διορθώσει το ελάττωμα στο ηλεκτρικό σύστημα ή να ενημερώσει γι’ αυτό την αγοράστρια του λεωφορείου Α, μολονότι το γνώριζε, υπό την έννοια ότι υπάρχει παραβίαση υποχρεώσεων ασφάλειας και πρόνοιας κατά τις συναλλαγές, αφού τέτοιου είδους βλάβες είναι επικίνδυνες για την πρόκληση πυρκαγιάς και η προσβολή απόλυτου δικαιώματος (προσωπικότητα, υγεία του Η). Υπαιτιότητα της Π υπάρχει, αφού γνώριζε το ελάττωμα και όφειλε να προβλέψει τις συνέπειές του. Ζήτημα γεννάται ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου εξαιτίας της αυτόβουλης επέμβασης του Η, υπό την έννοια ότι, αν δεν επενέβαινε αυτοδιακινδυνεύοντας, δεν θα υφίσταντο ζημίες. Ορθότερη φαίνεται η γνώμη ότι πρόσφορη αιτιότητα υπάρχει και στην περίπτωση ζημίας σε πρόσωπα που συνδράμουν στην αντιμετώπιση κινδύνων που προκαλούνται από τις παράνομες πράξεις. Στη στάθμιση συγκρουόμενων συμφερόντων το συμφέρον του ζημιωθέντος αυτοδιακινδυνεύσαντος προς αποτροπή κινδύνου βαρύνει αξιολογικά περισσότερο από αυτό του δημιουργήσαντος τον κίνδυνο, επιφυλασσομένης κατά τα λοιπά της εφαρμογής της ΑΚ 300 περί οικείου πταίσματος (πρβλ. και Παπανικολάου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 736 αρ. 7 επ., 11).
Σελ. 29
β) Κίνδυνος από τυχαία καταστροφή σε περίπτωση πραγματικών ελαττωμάτων
Στην περίπτωση της καταστροφής από τυχαίο γεγονός ανεξάρτητο από την υφιστάμενη κακοτεχνία, η Α κατά της Π έχει δικαίωμα μόνο σε μείωση του τιμήματος σύμφωνα με την ΑΚ 549 ή και σε αποζημίωση κατ’ ΑΚ 543. Κατ’ ουσίαν δεν χωρεί εδώ υπαναχώρηση (ούτε ασφαλώς διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος), επειδή δεν είναι δυνατό να αποδοθεί το πράγμα, οπότε δεν μπορεί να αναπτύξει ενέργεια η ΑΚ 547 § 1. Επίσης τα δικαιώματα του Η κατά της Α και του Ε από τη διοίκηση αλλοτρίων παραμένουν ίδια, ενώ δεν υπάρχουν δικαιώματα του Η ή της Α κατά της Π λόγω αδικοπραξίας, αφού η ζημία δεν συνδέεται αιτιωδώς με την υφιστάμενη κακοτεχνία.
Σελ. 30
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 4
Πώληση • Nομικό ελάττωμα • Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας
Πριν από 3 χρόνια ο Α απέκτησε με αγορά από τον Π και έναντι καταβολής τιμήματος 250.000 ευρώ ένα οικόπεδο, το οποίο στο σχετικό συμβόλαιο πωλήσεως και στο συνημμένο σε αυτό τοπογραφικό διάγραμμα εφέρετο εκτάσεως 4.000 τ.μ. Πρόσφατα, ο Α ανέθεσε στον μηχανικό Μ να καταρτίσει σχέδιο ανεγέρσεως τριώροφης οικοδομής και να μεριμνήσει για την έκδοση της σχετικής οικοδομικής αδείας. Κατά την εμβδομέτρηση που έγινε για τη σύνταξη των μελετών διαπιστώθηκε, ότι η έκταση του οικοπέδου ήταν 3.800 τ.μ., ήτοι μειωμένη κατά 200 τ.μ., τα οποία, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, είχε καταπατήσει ο γείτονας προ 30ετίας περίπου. Περαιτέρω συνέπεια της μειωμένης εκτάσεως είναι να μην μπορεί να εκδοθεi οικοδομική άδεια, η οποία στη συγκεκριμένη περιοχή εκδίδεται μόνο για οικόπεδα εκτάσεως 4.000 τ.μ., τουλάχιστον, και να καταβληθεί ασκόπως αμοιβή 1.500 ευρώ στον Μ για την προκαταρκτική επιμετρητική και σχεδιαστική του εργασία.
Ερωτάται:
α) Υπό ποίους όρους και με βάση ποιές διατάξεις μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη του Π έναντι του Α;
β) Μπορεί ο Α να ζητήσει από τον Π την καταβολή χρηματικού ποσού ίσου με τη σημερινή αξία των 200 τ.μ.; Ποιές άλλες ενδεχομένως αξιώσεις και με ποιό περιεχόμενο μπορεί να προβάλει ο Α κατά του Π;
α) Ευθύνη πωλητή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας (ΑΚ 550) ακινήτου
αα) Η ελλείπουσα έκταση του οικοπέδου θεμελιώνει κατ’ άρθρο 550 ΑΚ την ειδική ευθύνη του πωλητή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, εφόσον ο πωλητής έχει διαβεβαιώσει τον αγοραστή για ορισμένη έκταση του οικοπέδου. Η προϋπόθεση
Σελ. 31
αυτή της διαβεβαιώσεως φαίνεται μεν καταρχήν να μην συντρέχει εν προκειμένω στο μέτρο που η πραγματική έκταση του οικοπέδου δεν υπολείπεται της δηλουμένης τόσο στο συμβολαιογραφικό έγγραφο όσο και στο συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα. Εντούτοις, τμήμα 200 τ.μ. από τη συνολική έκταση του οικοπέδου έχει ήδη περιέλθει λόγω εκτάκτου χρησικτησίας (ΑΚ 1045) στον γείτονα που το κατέλαβε. Επομένως, το πωληθέν ακίνητο έχει μεν την έκταση που δηλώνεται στο συμβόλαιο, πλην όμως ένα μέρος του δεν ανήκει στον πωλητή και ως εκ τούτου στο μέτρο αυτό είναι αδύνατη η μεταβίβασή του στον αγοραστή. Κατά συνέπεια, δεν έλκεται σε εφαρμογή η ειδική διάταξη του άρθρου 550 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που το πωληθέν και μεταβιβασθέν ακίνητο λόγω εσφαλμένης εμβαδομετρήσεως, κακοπιστίας ή εξ άλλου λόγου δεν έχει στην πραγματικότητα τη δηλουμένη από τον πωλητή έκταση.
ββ) Ευθύνη πωλητή για νομικά ελαττώματα: Όταν η κυριότητα του πωληθέντος πράγματος δεν ανήκει ή δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στον πωλητή, τότε υπάρχει νομικό ελάττωμα με την έννοια του άρθρου 514 ΑΚ και αντίστοιχη ευθύνη του πωλητή. Ως προς τις προϋποθέσεις ευθύνης ζήτημα γεννάται, αν απαιτείται υπαιτιότητα του πωλητή (βλ. πρακτικό 6). Κατά την κρατούσα άποψη (Bλ. Καραμπατζό σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη, άρθρα 514-515 αρ. 11, Κορνηλάκη, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, § 29 ΙΙ 2, ΕφΑθ 5316/2015 Νόμος, ΕφΛαρ 578/2014, Δικογραφία 2015, 131) εφόσον το νομικό ελάττωμα, όπως εν προκειμένω, υπάρχει ήδη κατά την κατάρτιση της πωλήσεως, η ευθύνη του πωλητή είναι αντικειμενική και επισύρει τις συνέπειες που προβλέπουν οι γενικές διατάξεις επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, ήτοι δικαίωμα του αγοραστή για αποζημίωση ή για υπαναχώρηση από τη σύμβαση, χωρίς να χρειάζεται επίκληση υπαιτιότητας του πωλητή ως προς την αδυναμία του να μεταβιβάσει (εν όλω ή εν μέρει) το πωληθέν.
Οι αξιώσεις του αγοραστή λόγω νομικών ελαττωμάτων υπόκεινται στη συνήθη 20ετή παραγραφή (Βερβενιώτης, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 516 αρ. 41, 45). Στην περίπτωση πωλήσεως πράγματος που δεν ανήκει ή δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στον πωλητή, οι εν λόγω αξιώσεις του αγοραστή γεννώνται από τότε που αυτός έλαβε γνώση του νομικού ελαττώματος και όχι από την κατάρτιση της πωλήσεως. Ανεξάρτητα από τη διαφοροποίηση αυτή, εν προκειμένω είναι προφανές, ότι η άσκηση των αξιώσεων του αγοραστή δεν εμποδίζεται από τις διατάξεις της παραγραφής.
β) Το περιεχόμενο της κατ’ ΑΚ 514, 516 αξιώσεως αποζημιώσεως του αγοραστή
Το περιεχόμενο της αξιώσεως αποζημιώσεως μπορεί να περιλαμβάνει κατ’ επιλογή του αγοραστή είτε την καταβολή της αξίας, ως προς την οποία μειώθηκε η αξία του οικοπέδου λόγω της ελλείπουσας εκτάσεως, είτε την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος με ταυτόχρονη προσφορά αποδόσεως του οικοπέδου με βάση
Σελ. 32
την αρχή της πλήρους αποκαταστάσεως της ζημίας που επικρατεί στο δίκαιο της αποζημιώσεως και αποφυγής του πλουτισμού του ζημιωθέντος. Η αποζημίωση μπορεί και στις δύο περιπτώσεις να περιλαμβάνει και την αποκατάσταση είτε των επιπλέον δαπανών, που τυχόν θα χρειασθούν για να επιτευχθεί η οικοδομισιμότητα του ακινήτου είτε των δαπανών εκείνων, των οποίων ματαιώθηκε ο σκοπός ενόψει του νομικού ελαττώματος. Τέτοιες δαπάνες της πρώτης κατηγορίας μπορεί π.χ. να είναι το τίμημα που χρειάσθηκε να καταβληθεί στο γείτονα για την απόκτηση της ελλείπουσας εκτάσεως, της δεύτερης κατηγορίας μπορεί π.χ. να είναι η αμοιβή του μηχανικού, οι δαπάνες του συμβολαίου σε περίπτωση υπαναχωρήσεως του αγοραστή κ.λπ.
Σελ. 33
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 5
Πώληση πράγματος ορισμένου κατά γένος • Πραγματικό ελάττωμα
• Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας
Ο Π πωλεί και παραδίδει στον Α, κατόπιν παραγγελίας του, ένα αυτοκίνητο μάρκας Alfa Romeo, με μηχανή, τιμόνι και σύστημα πεδήσεως αγωνιστικού αυτοκινήτου που έπρεπε να κατασκευαστούν σύμφωνα με την παραγγελία. Μετά από δύο μήνες ο Α διαπιστώνει ότι το αυτοκίνητο έχει σοβαρή βλάβη στη μηχανή και ζητάει από τον Π να αντικαταστήσει το αυτοκίνητο. Ο Π αρνείται την αντικατάσταση του αυτοκινήτου και προτείνει την επισκευή του.
Ερωτάται:
α) Τι αξιώσεις έχει ο Α κατά του Π;
β) Εάν ο Π παραδώσει το αυτοκίνητο στον Α χωρίς τις προδιαγραφές αγωνιστικού αυτοκινήτου, τι αξιώσεις έχει ο Α κατά του Π;
α) Ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα του πράγματος στην πώληση γένους
Η σύμβαση πώλησης μεταξύ των Α και Π αφορά κινητό πράγμα κατά γένος ορισμένο (αυτοκίνητο), δεδομένου ότι η πώληση αντικαταστατών πραγμάτων είναι σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 200) πώληση γένους (Φίλιος, Ειδ. Ενοχ., § 1α Β). Οι προδιαγραφές αγωνιστικού αυτοκινήτου δεν συνιστούν πώληση είδους αλλά αποτελούν συνομολογημένες ιδιότητες (βλ. την απάντηση στο β’ ερώτημα). Μετά την τροποποίηση των ΑΚ 534 επ. με τον Ν 3043/2002 η διάκριση της πώλησης σε πώληση γένους και σε πώληση είδους δεν έχει πλέον πρακτική σημασία λόγω της ενοποιημένης ρύθμισης περί ευθύνης του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων και στα δύο αυτά είδη της πώλησης (βλ. τις ΑΚ 534 επ., πρβλ. τις παλαιές ΑΚ 543, 559, 561 και ΑΠ 243/2009, Νόμος).
Σελ. 34
Όπως και στην πώληση πράγματος ορισμένου κατ’ είδος έτσι και στην πώληση πράγματος ορισμένου κατά γένος η παροχή ελαττωματικού πράγματος συνιστά μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης του πωλητή να παραδώσει στον αγοραστή πράγματα χωρίς πραγματικά ελαττώματα κατ’ ΑΚ 534 (βλ. και Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδ. Ενοχ., § 10 αρ. 5 επ.∙ ΕφΑθ 2794/2008 ΕφΑΔ 2009, 928, με σχόλιο Καραμπατζού). Συνεπώς ο αγοραστής δικαιούται, μετά την παράδοση του πράγματος, να ασκήσει τα δικαιώματα των ΑΚ 540: 1) διόρθωση ή αντικατάσταση, 2) μείωση του τιμήματος, 3) υπαναχώρηση.
Ως πραγματικό ελάττωμα νοείται η ιδιότητα του πράγματος που, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της συγκεκριμένης σύμβασης πώλησης (υποκειμενικό κριτήριο) και των συνηθισμένων ιδιοτήτων της κατηγορίας του πωληθέντος πράγματος (αντικειμενικό κριτήριο), εμφανίζει έλλειψη ανταποκρίσεως στη σύμβαση κατ’ ΑΚ 535 χωρίς να προϋποτίθεται ότι το ελάττωμα πρέπει να είναι και ουσιώδες, με την έννοια ότι πρέπει να αναιρεί ή μειώνει ουσιωδώς την αξία ή τη χρησιμότητά του (βλ. ΑΚ 534, Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Ειδ. Ενοχ., § 10 αρ. 26∙ ΕφΑθ 255/2012 ΕφΑΔ 2014, 1019), σε αντίθεση με το προϊσχύον δίκαιο της πώλησης που το ουσιώδες του πραγματικού ελαττώματος αποτελούσε βασική προϋπόθεση κατάφασης της εγγυητικής ευθύνης του πωλητή (βλ. και πρακτικό 3).
Το αυτοκίνητο που πουλήθηκε από τον Π στον Α είχε ουσιώδες πραγματικό ελάττωμα, δηλαδή σοβαρή βλάβη στη μηχανή. Το ελάττωμα ήταν κρυμμένο, δηλαδή υπήρχε κατά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή (ΑΚ 522, 534), αφού εμφανίστηκε δύο μόλις μήνες μετά την παράδοση του αυτοκινήτου στον Ε.
Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, τα δικαιώματα του αγοραστή σε περίπτωση πώλησης ελαττωματικού πράγματος ορισμένου κατά γένος όριζε το άρθρο 559 ΑΚ, κατά το οποίο ο αγοραστής είχε το δικαίωμα, αντί για την αναστροφή της πώλησης ή τη μείωση του τιμήματος, να ζητήσει την αντικατάσταση του ελαττωματικού πράγματος με άλλο χωρίς ελάττωμα. Αν ο πωλητής αρνείτο να αντικαταστήσει το πράγμα, ο αγοραστής είχε δικαίωμα είτε να ασκήσει εναντίον του καταψηφιστική αγωγή ζητώντας την καταδίκη του σε παροχή μη ελαττωματικού πράγματος είτε να τον περιαγάγει σε υπερημερία οφειλέτη και να ασκήσει τα δικαιώματα των ΑΚ 343 επ., 383 επ. (Δεληγιάννης/Κορνηλάκης, Ειδ. Ενοχ., § 66).
Με τη νέα ΑΚ 540 ενοποιούνται οι παλαιές ΑΚ 540 και 559 -με συνέπεια να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο ενιαίο πλέον η πώληση είδους και η πώληση γένους-, ενώ προστίθεται η αξίωση διόρθωσης, για την αναγνώριση της οποίας υφίστατο έντονη αμφιβολία στο προϊσχύον δίκαιο (βλ. Φίλιο, Ειδ. Ενοχ., 2011, § 6 Α,·για τον καταναλωτή βλ. άρθρο 5§1 Ν 2251/1994).
Όλα τα προβλεπόμενα δικαιώματα παρέχονται εναλλακτικώς στον αγοραστή, χωρίς καμία ιεραρχική διαβάθμιση μεταξύ τους, ήτοι χωρίς ορισμένα από αυτά να έχουν προβάδισμα και άλλα να είναι επικουρικά (βλ. ΕισηγΕκθ του Ν 3043/2002, Καραμπατζό, σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη, Άρθρο 540, αρ. 6). Η έλλειψη ιεραρχικής διαβάθμισης σημαίνει πρωτίστως ότι ο αγοραστής μπορεί κατ’ αρχήν να προχωρήσει απευθείας στην άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης ή αντικατάστασης, χωρίς προηγουμένως να υποχρεούται να τάξει στον πωλητή κάποια εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, λ.χ. διόρθωση του ελαττωματικού πράγματος.