94 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Εκδοση: 2η 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 696
- ISBN: 978-960-654-401-9
- ISBN: 978-960-654-401-9
- Black friday εκδόσεις: 10%
Τα «94 Πρακτικά Θέματα Ποινικής Δικονομίας» είναι διαρθρωμένα σε 11 κεφάλαια: Προκαταρκτική εξέταση, Ποινική δίωξη, Αρμοδιότητα, Δικαστικά πρόσωπα (αποκλεισμός - εξαίρεση - αποχή), Ακυρότητες, Παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, Προανάκριση, Ανάκριση, Ουσιαστική περάτωση κύριας ανάκρισης, Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης και Απουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, αίτηση ακύρωσης της απόφασης, απών κατηγορούμενος για κακούργημα άγνωστης ή γνωστής διαμονής). Σε κάθε κεφάλαιο προτάσσεται ειδική θεματική βιβλιογραφία, ενώ κάθε πρακτικό συνοδεύεται από αυτοτελή βιβλιογραφία και σχετική νομολογία. Αποτελεί ένα εύχρηστο βοήθημα για τον φοιτητή, δικηγόρο, υποψήφιο δικαστή.
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος | Σελ. VII |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ | |
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ (Άρθρα 30, 31, 32, 243 και 244 ΚΠΔ) Λάμπρος Μαργαρίτης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 1 | Σελ. 4 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2 | Σελ. 13 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 3 | Σελ. 18 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 4 | Σελ. 23 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 5 | Σελ. 31 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ (Άρθρο 43 ΚΠΔ) Λάμπρος Μαργαρίτης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 6 | Σελ. 40 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 7 | Σελ. 51 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 8 | Σελ. 59 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 9 | Σελ. 66 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 10 | Σελ. 72 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 11 | Σελ. 81 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 12 | Σελ. 87 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 13 | Σελ. 92 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 14 | Σελ. 98 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 15 | Σελ. 105 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 16 | Σελ. 110 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 17 | Σελ. 119 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 18 | Σελ. 124 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ | |
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ (Άρθρα 109-136 ΚΠΔ) Αθανάσιος Ζαχαριάδης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 19 | Σελ. 130 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 20 | Σελ. 135 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 | Σελ. 142 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 22 | Σελ. 148 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 23 | Σελ. 154 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 24 | Σελ. 161 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 25 | Σελ. 167 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ | |
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ – ΕΞΑΙΡΕΣΗ – ΑΠΟΧΗ: Άρθρα 14-26 ΚΠΔ) Λάμπρος Μαργαρίτης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 26 | Σελ. 177 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 27 | Σελ. 180 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 28 | Σελ. 188 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 29 | Σελ. 192 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 30 | Σελ. 197 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 31 | Σελ. 200 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 32 | Σελ. 206 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 33 | Σελ. 226 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 34 | Σελ. 234 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 35 | Σελ. 239 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 36 | Σελ. 245 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 37 | Σελ. 252 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 38 | Σελ. 257 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ | |
ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ (Άρθρα 170-176 ΚΠΔ) Αθανάσιος Ζαχαριάδης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 39 | Σελ. 267 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 40 | Σελ. 274 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 41 | Σελ. 287 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 42 | Σελ. 297 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 43 | Σελ. 312 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ | |
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ (Άρθρα 63-68, 82-88 ΚΠΔ) Αθανάσιος Ζαχαριάδης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 44 | Σελ. 321 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 45 | Σελ. 326 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 46 | Σελ. 333 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 47 | Σελ. 341 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 48 | Σελ. 350 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 49 | Σελ. 363 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ | |
ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ (Άρθρο 245 ΚΠΔ) Λάμπρος Μαργαρίτης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 50 | Σελ. 371 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 51 | Σελ. 376 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 52 | Σελ. 381 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 53 | Σελ. 386 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 54 | Σελ. 390 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 55 | Σελ. 395 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 56 | Σελ. 399 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 57 | Σελ. 406 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ | |
ΑΝΑΚΡΙΣΗ (Άρθρα 246-250, 270-304 ΚΠΔ) Αθανάσιος Ζαχαριάδης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 58 | Σελ. 412 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 59 | Σελ. 420 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 60 | Σελ. 426 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 61 | Σελ. 437 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 62 | Σελ. 443 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ | |
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ (Άρθρα 308-309 ΚΠΔ) Στέφανος Τσάκος | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 63 | Σελ. 459 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 64 | Σελ. 468 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 65 | Σελ. 483 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 66 | Σελ. 489 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 67 | Σελ. 503 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ | |
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗΣ (Άρθρο 322 ΚΠΔ) Νικόλαος Βασιλειάδης | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 68 | Σελ. 513 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 69 | Σελ. 520 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 70 | Σελ. 527 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 71 | Σελ. 532 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 72 | Σελ. 537 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 73 | Σελ. 542 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 74 | Σελ. 548 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ | |
ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ Λάμπρος Μαργαρίτης, Νικόλαος Βασιλειάδης | |
Α. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (Άρθρο 341 ΚΠΔ) | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 75 | Σελ. 555 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 76 | Σελ. 564 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 77 | Σελ. 571 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 78 | Σελ. 575 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 79 | Σελ. 581 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 80 | Σελ. 587 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 81 | Σελ. 592 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 82 | Σελ. 597 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 83 | Σελ. 603 |
Β. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ (Άρθρα 428-431 ΚΠΔ) | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 84 | Σελ. 605 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 85 | Σελ. 610 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 86 | Σελ. 616 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 87 | Σελ. 622 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 88 | Σελ. 630 |
Γ. ΑΠΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΑΓΝΩΣΤΗΣ Ή ΓΝΩΣΤΗΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ (Άρθρα 432-435 ΚΠΔ) | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 89 | Σελ. 637 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 90 | Σελ. 642 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 91 | Σελ. 650 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 92 | Σελ. 656 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 93 | Σελ. 665 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 94 | Σελ. 676 |
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
(: Άρθρα 30, 31, 32, 243 και 244 ΚΠΔ)
Ειδική Βιβλιογραφία: — Η. Αλατσάς, Η προκαταρκτική εξέταση, ΝΟΜΟΣ, 2006. — Σ. Αλεξιάδης, Η έννοια του υπόπτου στην Ποινική Δίκη - Η κερκόπορτα για παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων, σε «Τιμητικό Τόμο για την Αλίκη, Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου», τόμ. Α΄, 2003, σελ. 85 επ. — Φ. Βασιλόγιαννης, Σκέψεις για το δικαίωμα του υπόπτου στη μη αυτοενοχοποίησή του, Ισοπολιτεία 2000, σελ. 99 επ. — Δ. Βασιλάκος, Είναι νόμιμη η υπό του Εισαγγελέως ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο και η κίνηση ποινικής δίωξης χωρίς εύλογη αιτία (νέο γεγονός); ΠοινΧρ 2002, 378 επ. — Θ. Γκενεράλης, Η αρχή «nemo tenetur se ipsum accusare/prodere» στην ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) και στην ποινική δίκη που την ακολουθεί, ΠοινΧρ 1999, 635 επ. — Θ. Δαλακούρας, Προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ 2007, 1326 επ. — Ο ίδιος, Η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των 5 ρυθμίσεων του Ν 3160/2003, ΠοινΧρ 2004, 585 επ. — Ο ίδιος, Η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοίας ή δύναμης των ενδείξεων, Τιμ. Τόμος Ν. Ανδρουλάκη, 2003, σελ. 851 επ. — Γ. Δαρμάρος, Μερικές σκέψεις για τη νέα διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 244 του νέου ΚΠΔ, Nova Criminalia, τεύχ. 9/2020. — Σ. Δασκαλόπουλος, Η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τον Ν 3160/2003, ΠοινΧρ 2003, 1027 επ. — Ο ίδιος, Προκαταρκτική εξέταση: Παρόν και μέλλον μετά από οκτάχρονη εμπειρία εφαρμογής της νέας θεσμικής μορφής της, ΠοινΧρ 2011, 419 επ. — Ν. Δεληδήμος, Η αυτοενοχοποίηση του κατηγορουμένου και η παρ’ ημίν πρόσληψη της απαγορεύσεώς της, ΝοΒ 2018, 1178 επ. — Γ. Δημήτραινας, Παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΛαρ (Π. Ψάνη) 44/2001, Αρμ 2002, 101 επ. — Π. Ζαβολέας, Η διεύρυνση της δικαιοδοσίας του εισαγγελέα στο στάδιο της ποινικής δίωξης, ΠΛογ 2002, 1251 επ. — Α. Ζαχαριάδης, Οι δικονομικές διατάξεις του νομοσχεδίου «για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και άλλες διατάξεις», ΠοινΔικ 2005, 195 επ. — Δ. Ζημιανίτης, Η νέα προκαταρκτική εξέταση, ΠοινΔικ 2013, 1132 επ. — Β. Ζησιάδης, Η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στο ισχύον ποινικό δίκαιο και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, Υπερ 1994, 995 επ. — Γ. Καλφέλης, Η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της αστυνομικής προανακρίσεως, Αρμ 1986, 197 επ. — Α. Καρράς, Νομοθετικές Αρρυθμίες και Ερμηνευτικές Δυσπλασίες, ΠΛογ 2003, 1789 επ. — Ο ίδιος, Ο ΚΠΔ ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ΠΛογ 2002, 433 επ. — Ο ίδιος, Η διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης: Ένα βήμα μπροστά - Δύο βήματα πίσω, ΠοινΧρ 2014, 485 επ. — Ι. Καχριμάνης, Ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις και προβληματισμοί από τη διενέργεια της ανακριτικής πράξης της έρευνας (άρθρα 253-259 ΚΠΔ), ΠοινΔικ 2007, 760 επ. — Θ. Κονταξής, Υπάρχει νομική λογική; ΠοινΔικ 2011, 339 επ. — Θ. Κριθαράς, Το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να λαμβάνει γνώση των εγγράφων
Σελ. 2
της δικογραφίας στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, ΠοινΔικ 2008, 171 επ. — Ε. Κριτσέλη, Η προκαταρκτική εξέταση, 2004. — Η ίδια, Τα δικαιώματα του κατ’ άρθρον 72 εδ. γ΄ ΚΠΔ «κατηγορουμένου» στην ποινική προδικασία - νομολογιακή επισκόπηση δικονομικών ακυροτήτων, ΠοινΔικ 2004, 1180 επ. — Γ. Κτιστάκις, Άσκηση ποινικής δίωξης και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, 2003. — Ο ίδιος, Η ποινική διαδικασία (Προκαταρκτική εξέταση - Άσκηση ποινικής δίωξης και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών), 2006. — Α. Κωνσταντινίδης, Ο Ν 3160/2003 «Για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας», ΠΛογ 2004, 983 επ. — Ν. Λίβος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 566/1993, ΠοινΧρ 1993, 386 επ. — Ι. Μανωλεδάκης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 434/1971, Αρμ 1971, 1013 επ. και σε «μελέτες ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου (1968-1977)», 1978, σελ. 191 επ. — Λ. Μαργαρίτης, Προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ 2007, 596 επ. — Ο ίδιος, Ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. 1, 2006, σελ. 331 επ. — Ο ίδιος, Προκαταρκτική εξέταση και εκκρεμότητα ποινικής δίκης, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τόμ. Α΄, 1992, σελ. 19 επ. — Ο ίδιος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 566/1993, Υπερ 1993, 1095 επ. — Ο ίδιος, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 802/1985, Αρμ 1985, 767 επ. — Ι. Μοροζίνης, Η περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης για κακούργημα χωρίς κτήση του υπόπτου, ΝοΒ 2013, 1485 επ. — Σ. Μπάγιας, Ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της -ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ 2002, 5 επ., ΠοινΔικ 2002, 73 επ. — X. Μπάκας, Η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995. — Γ. Μπουρμάς, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 1750/2008, ΠοινΔικ 2009, 288 επ. — Π. Μπρακουμάτσος, Ν 3904/2010 - προβληματισμοί και αναφυόμενα ζητήματα, ΠοινΔικ 2011, 347 επ. — Χ. Νάιντος, «Το εισαγγελικό δεδικασμένο στην ΕΕ», Εισήγηση, Πρακτικά 8ου Συνεδρίου ΕΕΠ, 2020, σελ. 673 επ. — Α. Παπαδαμάκης, Προκαταρκτική εξέταση-Προανάκριση: Μορφές και όρια της ερευνητικής δραστηριότητας, ΠοινΔικ 2008, 337 επ. — Κ. Παπαδόπουλος, Η ποινική δίωξη πριν και μετά τον Ν 4055/2012, ΠοινΔικ 2012, 650 επ. — Φ. Παπαδόπουλος, Η δικονομική θέση του υπόπτου κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Υπερ 1995, 469 επ. — Θ. Παπακυριάκου, Αρχή της αυτοενοχοποίησης στην ελληνική έννομη τάξη υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, 2009. — Σ. Παππάς, Αναγκαιότητα προανάκρισης επί εγκλημάτων αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου μόνο προς λήψη απολογίας κατηγορουμένου, ΠοινΔικ 2016, 129 επ. — Π. Παπανδρέου, Η προκαταρκτική εξέταση, ΠοινΔικ 2006, 193 επ. — Γ. Πεπόνης, Πολιτικώς ενάγων και δικαίωμα λήψεως αντιγράφων εκκρεμούς προκαταρκτικής δικογραφίας, μετά την ισχύ του Ν 3346/2005, ΠοινΔικ 2006, 92 επ. — Ο ίδιος, Δικαιούχοι λήψεως αντιγράφων κατά την προκαταρκτική εξέταση, ΠοινΧρ 2019, 750 επ. — X. Σεβαστίδης, Οι νέες τροποποιήσεις του Ν 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005. — Ο ίδιος, Τροποποιήσεις του Ν 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004. — Κ. Σοφουλάκης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΕφΠειρ 293/2009, Αρμ 2010, 552 επ. — Γ. Σταθέας, Διαφωνία ανακριτού-εισαγγελέως και των λοιπών παραγόντων της ανακριτικής διαδικασίας, ΠοινΧρ 1980, 1 επ. — Κ. Σταμάτης, Η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας, 1984. — Γ. Συλίκος, Έχει ο αναφερόμενος στην έγκληση ή μήνυση δικαίωμα λήψης αντιγράφων της δικογραφίας κατά την προκαταρκτική εξέταση, ΠραξΛογΠΔ 2002, 286 επ. — Δ. Συμεωνίδης, Το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της
Σελ. 3
προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν 3160/2003, ΠοινΧρ 2005, 5 επ. — Ο ίδιος, Απαγόρευση αυτοενοχοποίησης και αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, ΠοινΔικ 2004, 453 επ. — Α. Τζαννετής, Η προκαταρκτική εξέταση στο Σχέδιο του νέου ΚΠΔ: Ουσιαστική αναβάθμιση του θεσμού ή νομοθετικός ελιγμός; ΠοινΧρ 1995, 1070 επ. — Δ. Τσάτσος/Α. Παπαδαμάκης/Κ. Χρυσόγονος, Η νομιμότητα της κατ’ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη (γνωμ.), ΠοινΔικ 2003, 813 επ. — Κ. Τσίνας, Πότε η προανάκριση είναι αναγκαία; (άρθρο 244 ΚΠΔ). Ανατομία ενός εισαγγελικού δικαιώματος, ΠοινΔικ 2016, 1120 επ. — Π. Τσιρίδης, Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν 3346/2005), 2005. — Α. Χαραλαμπάκης, Παρατηρήσεις στο νέο νομοσχέδιο για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΧρ 2005, 193 επ. — Π. Χριστοφοράκος, Περί της de lege ferenda δυνατότητας του Εισαγγελέα να ενεργεί ο ίδιος στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή να παραγγέλλει στους ανακριτικούς υπαλλήλους την διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας, ΠοινΧρ 2007, 768. — Χ. Χριστοφορίδης, Ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του, ΠοινΧρ 2000, 865 επ.
Σελ. 4
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 1
Ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσ/νίκης διέταξε, ύστερα από σχετική καταγγελία, τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως σε βάρος του Α για (κακουργηματική) πλαστογραφία του άρθρου 216 παρ. 3 ΠΚ. |
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ: α) Ποια είναι η φύση της προκαταρκτικής εξετάσεως και ποια είναι η θέση της στην ποινική δίκη; β) Από ποιον και πώς διενεργείται αυτή; |
Βιβλιογραφία: Βλ. την ειδική βιβλιογραφία που αναφέρεται στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου.
Νομολογία: ΑΠ 589/2008 ΠοινΧρ 2009, 691, ΑΠ 1575/2012 ΠοινΧρ 2013, 518, ΕφΑθ 1327/2007 ΠοινΧρ 2009, 942, όπου παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου, ΣυμβΕφΙωαν 128/2010 ΠοινΧρ 2011, 223, ΓνμδΕισΑΠ (Φ. Μακρή) 16/2007 ΠοινΔικ 2008, 431, ΕγκΕισΑΠ (Γ. Σανιδά) 1/2009 ΠοινΔικ 2010, 438.
Νέος ΚΠΔ: Στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠΔ παρατηρούνται, σε σχέση με τη ρυθμιζόμενη στα άρθρα 243-244 προκαταρκτική εξέταση, αναλυτικά τα εξής:
«Οι διατάξεις για την προκαταρκτική εξέταση εντάχθηκαν για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου τμήματος του τρίτου βιβλίου, αφού η προηγούμενη ρύθμισή τους στο πλαίσιο του άρθρου 31 ΚΠΔ, πέραν του ότι ήταν εμβόλιμη, έδιδε την εντύπωση διαφοροποίησής της από τις λοιπές ανακριτικές διαδικασίες της προανάκρισης και ανάκρισης. Ύστερα από ευρεία συζήτηση στο πλαίσιο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αποφασίστηκαν, εξάλλου, τόσο τα ζητήματα σε σχέση με τη φυσιογνωμία, το εύρος της εφαρμογής της, την υποχρεωτικότητα και τη διάρκειά της, όσο και τα ειδικότερα σημεία πρόσθετης μεταρρύθμισής της. Τούτο ήταν αναγκαίο, καθώς η προκαταρκτική εξέταση,
Σελ. 5
ως γνωστόν, με τον μεν Ν 3160/2003 είχε ορισθεί ως υποχρεωτική για τα κακουργήματα και για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, όπερ διατηρήθηκε και με τον Ν 3346/2005 που αξίωσε από τον εισαγγελέα για την άσκηση ποινικής δίωξης μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων βασιμότητας της ενοχής, ενώ με τον Ν 4055/2012 κατέστη υποχρεωτική μόνον επί κακουργημάτων.
Ειδικότερα, για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας και πεδίου εφαρμογής της λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν και τα στατιστικά στοιχεία που ζητήθηκαν από τις τρεις μεγαλύτερες εισαγγελίες πρωτοδικών της χώρας (δηλαδή της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά). Τα στοιχεία αυτά αφορούν τρία έτη πριν την αναβάθμιση της προκαταρκτικής εξέτασης με τον Ν 3160/2003, τρία έτη μετά την αναβάθμισή της, καθώς και τρία έτη μετά τη θέσπιση του Ν 4055/2012. Πιο συγκεκριμένα προκύπτει ότι στην εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, λόγου χάριν : α) Το έτος 2001 εισήχθησαν 196.109 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 4.782 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 2.512 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 7.294 περιπτώσεις και σε ποσοστό 3,7%. β) Το έτος 2002 εισήχθησαν 209.062 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 5.113 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 2.753 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 7.866 περιπτώσεις και σε ποσοστό 3,7%. γ) Το έτος 2003 εισήχθησαν 213.662 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 5.326 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 2.989 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 8.315 περιπτώσεις και σε ποσοστό 3,9%. δ) Το έτος 2004 εισήχθησαν 213.240 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 5.817 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 3.200 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 9.017 περιπτώσεις και σε ποσοστό 4,2%.ε) Το έτος 2005 εισήχθησαν 219.100 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 5.027 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 3.216 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 8.243 περιπτώσεις και σε ποσοστό 3,8%. στ) Το έτος 2012 εισήχθησαν 188.659 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 5.301 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 3.940 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 9.241 περιπτώσεις και σε ποσοστό 4,9 %, ζ) Το έτος 2013 εισήχθησαν
Σελ. 6
166.350 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 5.467 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 1.453 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 6.920 περιπτώσεις και σε ποσοστό 4,2%. η) Το έτος 2014 εισήχθησαν 132.912 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 4.637 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 1.146 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 5.783 περιπτώσεις και σε ποσοστό 4,3%. θ) Το έτος 2015 εισήχθησαν 177.109 μηνύσεις, από τις οποίες τέθηκαν στο αρχείο κατά το άρθρο 43 συνολικά 4.088 μηνύσεις, ενώ εκδόθηκαν κατά το άρθρο 47 συνολικά 1.399 απορριπτικές διατάξεις, ήτοι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε 5.487 περιπτώσεις και σε ποσοστό 3,1%. Παρόμοια εικόνα προκύπτει και από την ανάλυση των στατιστικών δεδομένων τόσο της εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης όσο και της εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς.
Υπό το φως των ως άνω στατιστικών στοιχείων, που αποτυπώνουν τη ζώσα δικαστηριακή πραγματικότητα, αλλά και των γενικότερων αξιακών αναφορών ως προς την αμιγώς δικονομική φυσιογνωμία και τον διευρυμένο ρόλο της προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο του ισχύοντος δικονομικού μοντέλου (σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση της τακτικής προανάκρισης), η επιτροπή προέκρινε τη διεύρυνση του πεδίου υποχρεωτικής εφαρμογής της προκαταρκτικής εξέτασης και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (άρθρο 43 ΣχΚΠΔ), ενώ παράλληλα θέσπισε τόσο τη δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων (λ.χ. ερευνών, κατασχέσεων, παρακολουθήσεων, άρσης απορρήτων, δεσμεύσεων) στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, όσο και την αναγνώριση της διαδικαστικής θέσης του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρ. 107 ΣχΚΠΔ), την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων του υπόπτου, όσο τέλος και την υποχρέωση του εισαγγελέα για σύνταξη κατηγορητηρίου μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης.
Στην κατεύθυνση αυτή προβλέφθηκε στο άρθρο 243 ΣχΚΠΔ ο σκοπός και η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, καθώς και τα μέσα προς υλοποίηση του σκοπού αυτού, ορίζοντας στην παρ. 2 ότι «κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 259, 260, 264 και 265 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους».
Σελ. 7
Προβλέφθηκαν, επαναδιατυπώθηκαν και συμπληρώθηκαν, περαιτέρω, στο άρθρο 244 ΣχΚΠΔ τα δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση, ενώ κατέστη υποχρεωτική η κλήτευσή του για παροχή εξηγήσεων. Το τελευταίο θεωρήθηκε επιβεβλημένο, ώστε να αφαιρεθεί οποιοδήποτε νομοθετικό έρεισμα στην ισχύουσα πρακτική που δεν αποδέχεται την ακυρότητα σε περίπτωση μη κλήτευσης του υπόπτου, όταν αυτός καθίσταται μετέπειτα κατηγορούμενος και έτσι αποκτά τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του σε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο. Για λόγους κάλυψης συγκεκριμένων άμεσων διαδικαστικών αναγκών προβλέφτηκε ειδικά στην παρ. 2 του άρθρου 244 ΣχΚΠΔ ότι η «κλήση προς παροχή εξηγήσεων για πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος, μπορεί να παραλειφθεί, αν από τα στοιχεία της προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος έχει σχεδιάσει την φυγή του ή την τέλεση νέων εγκλημάτων και έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις για την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης». Αυτόδηλο είναι, άλλωστε, ότι στις περιπτώσεις που ο εισαγγελέας διαπιστώνει κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης το προδήλως νόμω ή ουσία αβάσιμο της καταγγελίας (μήνυσης, έγκλησης, αναφοράς) μπορεί άνευ ετέρου να μην εκδώσει κλήση εξηγήσεων, αλλά να εκδίδει σχετική διάταξη σύμφωνα με τα άρθρα 43 παρ. 3 και 51 παρ. 2 αναλόγως.
Εξάλλου, σε εναρμόνιση με τη σχετική Οδηγία 2012/13/ΕΕ (N 4236/2014) συμπεριλήφθηκε στο γράμμα της οικείας διάταξης εδάφιο γ΄ για το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου, το οποίο οφείλει να «περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τη γνωστοποίηση των ποινικών διατάξεων, η παραβίαση των οποίων διερευνάται, καθώς και των θεμάτων επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις». Με τη διατύπωση αυτή εναρμονίζεται καταρχάς η διάταξη με την αξίωση της ως άνω Οδηγίας, αφού η αναφορά των ποινικών διατάξεων και των θεμάτων εξήγησης παρέχει ένα αρχικά επαρκές πλαίσιο ενημέρωσης, χωρίς ταυτοχρόνως να δημιουργεί ανυπέρβλητες δυσχέρειες σε πρακτικό επίπεδο, καθώς δεν παραβλέπεται ότι λόγω της πρώιμης διαδικαστικής φάσης και του υπό διάγνωση αντικειμένου της κατηγορίας δεν είναι δυνατή η σύνταξη κατηγορητηρίου σε αυτή τη φάση. Ωστόσο, για λόγους εξασφάλισης της αναγκαίας υπεράσπισης προβλέπεται στην παρ. 4 της ίδιας διάταξης ότι «αν, μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης, πρόκειται να κινηθεί ποινική δίωξη για πράξη ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία διενεργήθηκε αυτή, καλείται ο ύποπτος υποχρεωτικά να ασκήσει εκ νέου τα πιο πάνω δικαιώματά του, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου αυτού». Η ρύθμιση ήταν επιβεβλημένη, όχι μόνον
Σελ. 8
ενόψει της πάγιας επί του θέματος νομολογίας του ΕΔΔΑ, αλλά και γιατί η πρόδηλη σε τέτοιες περιπτώσεις παραβίαση του δικαιώματος αντίκρουσης της κατηγορίας και υπεράσπισης υπερβαίνει την έννοια της δίκης, καθιστώντας το σχετικό δικαίωμα κενό γράμμα.
Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω αξίζει να διευκρινισθεί ότι η υποχρέωση του Εισαγγελέα να συντάσσει κατηγορητήριο μετά την προκαταρκτική εξέταση δεν τίθεται εν αμφιβόλω σε καμιά περίπτωση, αφού η εν λόγω υποχρέωση προκύπτει ευθέως από το άρθρο 246 ΣχΚΠΔ και εναρμονίζεται τόσο υπό δογματικό πρίσμα με τον ρόλο του εισαγγελέα όσο και υπό πρακτικό πρίσμα με τη στόχευση η άσκηση ποινικής δίωξης να μην είναι για τον χειριζόμενο τη δικογραφία της προκαταρκτικής εξέτασης εισαγγελέα απλούστερη απ’ ό,τι η αρχειοθέτηση ή η έκδοση απορριπτικής διάταξης.
Ως απολύτως αναγκαία για δικαιοκρατικούς λόγους κρίθηκε, περαιτέρω, η επαναδιατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ, το οποίο αναριθμήθηκε ως παρ. 3 στο άρθρο 244 ΣχΚΠΔ, προβλέποντας ότι η «προηγούμενη έγγραφη εξέταση του υπόπτου που έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων της παρ. 1 εδ. β’» αφενός «απαγορεύεται να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας» και αφετέρου ότι «τυχόν παραμονή της στη δικογραφία συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη». Η αρχική πρόταση για θέσπιση ρητής απόλυτης ακυρότητας στην περίπτωση αυτή εγκαταλείφτηκε, καθώς η ρητή πρόβλεψή της θα δημιουργούσε στο μέλλον ζητήματα διαφοροποίησης των απόλυτων ακυροτήτων σε θεσπισμένες και μη, αναιρώντας τον χαρακτήρα των πρώτων ως ρήτρας. Με την επιλεγείσα διατύπωση, εξάλλου, διασαφηνίζεται άνευ ετέρου ότι τόσο με την «απαγόρευση εισροής της στη δικογραφία» όσο και με την απαγόρευση «παραμονής της στη δικογραφία» εισάγεται μια ρητή αποδεικτική απαγόρευση της συγκεκριμένης έγγραφης εξέτασης του υπόπτου, η παραβίαση της οποίας συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να τερματιστεί το καθεστώς μιας δήθεν αμελούς εισαγγελικής συμπεριφοράς που παράβλεπε την ανεξαίρετη παραμονή των παράνομων αυτών έγγραφων εξετάσεων στον φάκελο της δικογραφίας. Τούτο δε, πέραν του ότι αναιρούσε εκ πλαγίου την αξίωση της συγκεκριμένης νομοθετικής καταγραφής περί παραμονής της εξέτασης αυτής «στο αρχείο της εισαγγελίας», καταστρατηγούσε ευθέως και την υποχρέωση που προκύπτει ρητά από την υπ’ αριθμό 16 κατευθυντήρια γραμμή της Απόφασης 45/166/18.12.1990 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, η οποία επιβάλλει στους εισαγγελείς να
Σελ. 9
αρνούνται να χρησιμοποιούν «αποδεικτικά στοιχεία ενάντια σε θεωρούμενους ως δράστες για τα οποία γνωρίζουν ή πιστεύουν βάσιμα ότι αποκτήθηκαν με προσφυγή σε παράνομες μεθόδους που στοιχειοθετούν μια σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Τέλος, ειδικά ρυθμίστηκε στην παρ. 5 του άρθρου 244 ΣχΚΠΔ ότι οι διαφορές ή αμφισβητήσεις που τυχόν ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης μεταξύ του υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την κατηγορία ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα θα επιλύονται από το Συμβούλιο Πλημ/κών και όχι από τον Εισαγγελέα.»
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ |
α) H «προκαταρκτική εξέταση» είναι (: όπως και η «αστυνομική προανάκριση» του άρθρου 245 παρ. 2 ΚΠΔ στις περιπτώσεις αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος ή εκείνες όπου από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον) προεισαγωγική διερεύνηση των ποινικών υποθέσεων (= διαδικασία προ της ασκήσεως της ποινικής διώξεως), με την οποία παρέχεται στην εισαγγελική αρχή η ευχέρεια να εξακριβώσει τη βασιμότητα μιας καταγγελίας, ώστε να αποφευχθεί από τη μια η ταλαιπωρία του πολίτη που συνεπάγεται η σε βάρος του ποινική δίωξη και από την άλλη η άσκοπη απασχόληση των δικαστικών αρχών με αβάσιμες καταγγελίες (: Ανδρουλάκης, αριθ. 163 επ., Δαλακούρας, ό.π., Δέδες, σελ. 306, Καρράς, σελ. 231, Μπάκας, σελ. 243, Σεβαστίδης, άρθρο 31, αριθ. 9, Στάικος, άρθρο 31, σελ. 109). Ρητά στο άρθρο 243 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ ορίζεται ότι με την προκαταρκτική εξέταση επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη.
Κατά την κυριαρχούσα στο παρελθόν (: και δη προ του Ν 3160/2003) άποψη, η προκαταρκτική εξέταση είχε καθαρά διοικητικό χαρακτήρα [: ΔιαρκΣτρατΑεροδΑθ 252/1990 Υπερ 1992, 654, ΔιαρκΣτρατΘεσ 268/1994 Υπερ 1994, 1435, ΕγκΕισΠλημΑθ (Σ. Κανίνια) 72/1976 ΠοινΧρ 1977, 89]. Σήμερα, και δη μετά τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005, κρατούσα πλέον είναι η άποψη ότι η προκαταρκτική εξέταση συνιστά οιονεί δικαιοδοτική (και όχι διοικητική) λειτουργία — άποψη εδραία θεμελιωμένη υπό το ισχύον τώρα δίκαιο, στα πλαίσια του οποίου ο «ύποπτος»
Σελ. 10
είναι διάδικος (: άρθρο 70 ΚΠΔ) και τα δικαιώματά του φανερά διευρυμένα (: άρθρο 244 ΚΠΔ) (: Ανδρουλάκης, ό.π., Δαλακούρας, ό.π., Καρράς, ό.π., Κονταξής, άρθρο 31, σελ. 433, Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Μ. Μαργαρίτης, άρθρο 31, αριθ. 3, Μπάκας, σελ. 248, Παπαδαμάκης, ό.π., Σταμάτης, σελ. 188 επ., Συμεωνίδης, ό.π., ΣυμβΕφΘεσ 843/2009 ΠραξΛογΠΔ 2010, 9, ΕγκΕισΑΠ (Γ. Σανιδά) 1/2009 ΠοινΔικ 2010, 438).
Ενόψει της τελευταίας φύσεώς της, η προκαταρκτική εξέταση εκλαμβάνεται ως ένα (μη αποτελούν τμήμα με στενή έννοια της ποινικής δίκης αλλά προηγούμενο της τελευταίας) στάδιο της όλης ποινικής διαδικασίας, υπό την ευρύτερη έννοιά της (: Ανδρουλάκης, ό.π., Καρράς, ό.π., Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Μ. Μαργαρίτης, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 11, ΣυμβΕφΘεσ 843/2009, ό.π., ΣυμβΠλημΧαλκιδ 203/2007, ΠοινΔικ 2007, 841,ΔιατΕισΕφΑθ (Α. Ζύγουρα) 6/2004 ΝοΒ 2004, 1644 = Αρμ 2004, 1207). Έτσι, στα πλαίσιά της και για το σχηματισμό της ακολουθούσας περί διώξεως ή όχι εισαγγελικής κρίσεως, χρησιμοποιούνται (με τις εξαιρέσεις που ο νόμος ρητά εισάγει ή η ιδιαιτερότητα του σταδίου επιβάλλει) τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 178 ΚΠΔ και για την εκτίμησή της ισχύει τόσο η κατ’ άρθρο 177 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως όσο και η δέσμευση της μη λήψεως υπόψη απαγορευμένων ή παράνομα αποκτημένων αποδείξεων (: Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Μ. Μαργαρίτης, ό.π., Μπάκας, σελ. 246, Σεβαστίδης, ό.π., ΕγκΕισΑΠ (Γ. Σανιδά) 1/2009), ό.π.). Με σαφήνεια στο άρθρο 243 παρ. 1 ΚΠΔ προβλέπεται ότι για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα. Σαφές, πάντως, είναι ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν συνιστά τρόπο ασκήσεως της ποινικής διώξεως, αφού οι τρόποι αυτοί αναγράφονται περιοριστικά στο άρθρο 43 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ (: Ανδρουλάκης, ό.π., αριθ. 440, Δέδες, ό.π., Β. Ζησιάδης, ό.π., Ι. Ζησιάδης, τόμ. Α΄, σελ. 328, Καίσαρης, τόμ. Α΄, σελ. 320, Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Παπαδαμάκης, ό.π., ΑΠ 1575/2012 ΠοινΧρ 2013, 518· πρβλ. Κριτσέλη, ό.π., σελ. 79, η οποία δέχεται ότι η παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως συνιστά τρόπο ασκήσεως της ποινικής διώξεως).
β) Η προκαταρκτική εξέταση διατάσσεται καταρχήν ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και διενεργείται είτε από τον ίδιο (: άρθρο 30 παρ. 1 ΚΠΔ), είτε (υπό τη διεύθυνσή του) από τους γενικούς και ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους (: άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠΔ).
Γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι είναι (: άρθρα 30 παρ. 1 και 31 παρ. 1 περ. α΄ και β΄, 2 ΚΠΔ): (i) ο εισαγγελέας και αντεισαγγελέας πρωτοδικών
Σελ. 11
(: Βουγιούκας, Ι, σελ. 64, Τούσης, άρθρο 33, σελ. 45, ΓνμδΕισΑΠ (Η. Σπυρόπουλου) 1747/1995 ΠοινΧρ 1996, 428)· (ii) οι πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες (: Κονταξής, ό.π., σελ. 455, Μπάκας, σελ. 140, Σεβαστίδης, άρθρο 33, αριθ. 5, ΓνμδΕισΕφΘρακ (Α. Νικολαΐδη) 1/2004 ΠοινΔικ 2004, 547)· (iii) οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας (: ΕΛ.ΑΣ.) – δηλαδή (: άρθρα 31 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠΔ, 16 και 20 Ν 2800/2000 και 2 παρ. 3 Ν 2226/1994) το αστυνομικό προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ. από το βαθμό του αρχιφύλακα και άνω, καθώς και οι αστυφύλακες, όχι οι απλοί αλλά οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων (: Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 6, ΑΠ 763/1973 ΠοινΧρ 1973, 810, ΑΠ 589/2008 ΠοινΧρ 2009, 691, ΕφΝαυπλ 42/1957 ΠοινΧρ 1957, 253, ΓνμδΕισΑΠ (Α. Ανδρουλάκου) 6/1998 ΠοινΧρ 1999, 169, ΓνμδΕισΑΠ (Φ. Μακρή) 16/2007 ΠοινΔικ 2008, 431)· (iv) οι αρμόδιοι βαθμοφόροι του Λιμενικού Σώματος (: άρθρο 31 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠΔ). Και οι δύο τελευταίες κατηγορίες πρέπει να ορίζονται στους αντίστοιχους οργανισμούς ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι (: άρθρο 31 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠΔ).
Ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι (: άρθρο 31 παρ. 1 περ. γ΄ ΚΠΔ) είναι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι με ρητές προβλέψεις ειδικών νόμων μπορούν να διενεργούν προκαταρκτική εξέταση επί συγκεκριμένων (σαφώς οριζόμενων κανονιστικά) εγκλημάτων (: Σεβαστίδης, ό.π., άρθρο 34, αριθ. 3-49, όπου εξαντλητική αναφορά των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, ΣυμβΕφΙωαν 128/2010 ΠοινΧρ 2011, 223, ΣυμβΠλημΙωαν 82/2010 ΠοινΔικ 2012, 885, ΣυμβΠλημΠειρ 509/2009 ΠοινΔικ 2009, 1086, ΓνμδΕισΑΠ (Κ. Καρούτσου) 4/2008 ΠοινΧρ 2009, 727, ΓνμδΕισΑΠ (Α. Κονταξή) 13/2009 ΠοινΔικ 2010, 829, ΓνμδΕισΑΠ (Α. Κονταξή) 5/2010 ΠοινΧρ 2011, 552, ΓνμδΕισΑΠ (Ε.-Ρ. Παπαδάκη) 1/2013 ΠοινΧρ 2013, 307, ΓνμδΕισΠρωτΘεσ (Β. Φλωρίδη) 15/2004 ΠοινΔικ 2004, 826).
Εκτός από τα παραπάνω πρόσωπα (: εισαγγελέας και αντεισαγγελέας πρωτοδικών – γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι), προκαταρκτική εξέταση μπορούν να διενεργήσουν (: άρθρο 35 εδ. α΄ και γ΄ ΚΠΔ) ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (: Δασκαλόπουλος, ό.π., Γ. Κουβέλης, Προβλήματα από την εφαρμογή του άρθρου 35 ΚΠΔ, ΠοινΧρ 1990, 235 επ., Α. Κωνσταντινίδης, Η νομιμότητα ενός «πορίσματος» έξω από την εισαγγελική πρακτική, ΠοινΧρ 1991, 1318 επ., Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Μπάγιας, ό.π., Μπουρόπουλος, Ο Εισαγγελεύς του ΑΠ δικαιούται να παραγγείλη τω παρ’ Εφέταις εισαγγελεί ν’ ασκήσει έφεσιν κατά του βουλεύματος; ΠοινΧρ 1955, 160 επ., Σεβαστίδης, άρθρο 35, ΕγκΕισΑΠ (Γ. Πλαγιαννάκου) 1903/6/1993 Υπερ 1993, 1229, ΕγκΕισΑΠ (Π.
Σελ. 12
Δημόπουλου) 1/2000 ΠοινΔικ 2000, 1218, ΓνμδΕισΑΠ (Π. Δημόπουλου) 3/2001 ΠοινΧρ 2002, 374, ΓνμδΕισΑΠ (Α. Ανδρεουλάκου) 3/2004 ΠοινΔικ 2004, 416, ΕγκΕισΑΠ (Α. Κονταξή) 12/2007 ΠΛογ 2007, 1441, ΔιατΕισΕφΑθ (Α. Ζύγουρα) 6/2004 Αρμ 2004, 1207).
γ) Κατ’ άρθρο 243 παρ. 1 ΚΠΔ, η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240, 241 και 245 παρ. 1 εδ. δ΄ έως ζ΄ ΚΠΔ. Επομένως: μπορεί να διενεργηθεί όχι μόνον κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, αλλά και κατά τις Κυριακές και λοιπές αργίες και εξαιρετέες ημέρες, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύκτας, εάν υπάρχει ανάγκη (: Μπάκας, σελ. 244, ΣυμβΠλημΡοδ 15/2006 ΠοινΔικ 2006, 738) – μπορεί να διενεργηθεί σε οποιοδήποτε τόπο κρίνεται κατάλληλος και άρα όχι υποχρεωτικά στο γραφείο (: Παπαδαμάκης, ό.π.) – γίνεται εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα με την παρουσία δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου (: Σεβαστίδης, άρθρο 31, αριθ. 15, ΕφΑθ 1327/2009 ΠοινΧρ 2009, 742, όπου παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου, ΓνμδΕισΑΠ (Κ. Σταμάτη), ΠοινΧρ 1986, 777).
δ) Μια τελευταία σημαντική θεωρητικά και πρακτικά, παρατήρηση: Κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 244 παρ. 5 ΚΠΔ, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (: και όχι ο εισαγγελέας) επιλύει όλες τις διαφορές και αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά την προκαταρκτική εξέταση μεταξύ του υπόπτου και εκείνου που υποστηρίζει την κατηγορία ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα.
Σελ. 13
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Κατερίνης διέταξε, ύστερα από καταγγελία της παθούσας Β, τον Πταισματοδίκη Κατερίνης να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση σε βάρος του Α για (κακουργηματική) σωματεμπορία του άρθρου 351 παρ. 4 ΠΚ. |
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ: α) Μπορεί ο Πταισματοδίκης να προχωρήσει σε κατασχέσεις και έρευνες; β) Σε πόσο χρονικό διάστημα οφείλει να ολοκληρώσει την παραγγελία; |
Βιβλιογραφία: Βλ. την ειδική βιβλιογραφία που αναφέρεται στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου.
Νομολογία: ΑΠ 1328/2003 ΠοινΔικ 2003, 780, ΣυμβΠλημΡόδου 15/2006 ΠοινΔικ 2006, 738, ΕγκΕισΠρωτΑθ (Σ. Μπάγια) 57227/2003 ΠοινΧρ 2003, 1017, ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π. Μπρακουμάτσου) της 16.9.2003, ΠοινΧρ 2003, 1020, ΕγκΕισΠρωτΜυτιλ (Γ. Κτιστάκη) 619/2003 ΠοινΧρ 2003, 1025, ΕγκΕισΠρωτΠατρ (Λ. Σοφουλάκη) 540/2006 ΠοινΔικ 2007, 985.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ |
α) Στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως μπορεί καταρχήν να διενεργείται οποιαδήποτε ανακριτική πράξη, η οποία μπορεί να γίνει και στα πλαίσια της προανακρίσεως (: Κριτσέλη, σελ. 61, Μπάκας, σελ. 245, Παπαδαμάκης, ό.π., Σεβαστίδης, άρθρο 31, αριθ. 47, Τσάτσος/Παπαδαμάκης/Χρυσόγονος, ό.π., Χριστοφοράκος, ό.π.). Ειδικότερα:
Κατά την κρατούσα άποψη (: Δαλακούρας, ό.π., Παπαδαμάκης, ό.π.), στα πλαίσια της (: όπως διαμορφώθηκε αυτή μετά τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005) προκαταρκτικής εξετάσεως ήταν επιτρεπτή η επιβολή κατασχέσεως.
Σελ. 14
Όμοια θέση υποστηριζόταν και υπό το προ του Ν 3160/2003 καθεστώς από τη νομολογία (: ΠλημΠατρ 943/1965 ΠοινΧρ 1966, 108, ΠλημΛαρ 561/1967 ΠοινΧρ 1968, 373, ΠλημΧίου 57/1968 ΠοινΧρ 1969, 54, ΠλημΣύρου 2/1978 ΠοινΧρ 1978, 263, ΠλημΕδεσ 121/1978 ΠοινΧρ 1979, 81, ΠλημΣπαρτ 22/1980 ΠοινΧρ 1980, 903, ΠλημΘεσ 802/1985 Αρμ 1985, 767) και μέρος της επιστήμης (: Ι. Ζησιάδης, τόμ. Α΄, σελ. 332, Κονταξής, άρθρο 31, σελ. 446, Παπαδαμάκης, ό.π.), σε αντίθεση με άλλο μέρος της θεωρίας που απέκρουε την εκδοχή αυτή (: Καλφέλης, ό.π., Μανωλεδάκης, ό.π., Λ. Μαργαρίτης, ό.π.).
Σε αντίθεση με την κατάσχεση, γινόταν δεκτό ότι στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως δεν επιτρέπεται η διενέργεια ανακριτικών διερευνητικών πράξεων, ενόψει του ότι η (σωματική ή κατ’ οίκον) έρευνα μπορούσε, ως ανακριτική πράξη, να γίνει, κατ’ άρθρο 253 ΚΠΔ, μόνον αν άρχισε κύρια ανάκριση ή προανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα (: Καχριμάνης, ό.π., Κριτσέλη, ό.π., Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Παπαδαμάκης, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 49, Τσάτσος/Παπαδαμάκης/Χρυσόγονος, ό.π., Γ. Τριανταφύλλου, Η ρύθμιση και η λειτουργία των ερευνών κατά τον ΚΠΔ, 1993, σελ. 124 επ., ΑΠ 1328/2003 ΠοινΔικ 2003, 780)· τούτο σήμαινε ότι αν είχε γίνει έρευνα στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως, αυτή θα ήταν παράνομη και (δικονομικά) άκυρη, με περαιτέρω αποτέλεσμα τα στα πλαίσια της έρευνας κατασχεθέντα πράγματα να μην μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά, ούτε να θεωρηθούν «τυχαία ευρήματα» (: Τσάτσος/Παπαδαμάκης/Χρυσόγονος, ό.π., Καχριμάνης, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π.). Συμπληρώνεται ότι μετά το Ν 3346/2005 από μία τάση υποστηριζόταν ότι μπορούν να γίνουν (σωματικές και κατ’ οίκον) έρευνες όσο διενεργείται προκαταρκτική εξέταση (: Ανδρουλάκης, αριθ. 492, Δαλακούρας, ό.π., ΕγκΕισΑΠ (Γ. Σανιδά) 1/2009 ΠοινΔικ 2010, 438· πρβλ. Χριστοφοράκο, ό.π.).
Ο νέος ΚΠΔ φαίνεται να αποσαφηνίζει το σχετικό τοπίο, ορίζοντας στο άρθρο 243 παρ. 1 ότι στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως μπορούν να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253 (= έρευνες), 256 (= έρευνες), 257 (= σωματικές έρευνες), 259 (= μεσεγγύηση), 260 (= κατάσχεση σε Τράπεζες), 264 (= κατάσχεση εγγράφων) και 265 [= κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων· βλ. Ναζίρη, Η κατάσχεση των ψηφιακών δεδομένων, ΠοινΔικ 2021, 178 επ., ΓνμδΕισΑΠ (Χ. Βουρλιώτη) 6/2021 ΠοινΔικ 2021, 276]· σημειώνεται ότι ειδική πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 243 παρ. 1 ΚΠΔ αναφορικά με τις ειδικές ανακριτικές πράξεις του
Σελ. 15
άρθρου 254 παρ. 1 στα πλαίσια προκαταρκτικής εξετάσεως για τις πράξεις των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα.
Τέλος, στο μέτρο που ο «ύποπτος» στην προκαταρκτική εξέταση δεν έχει, ως μη ασκηθείσας εισέτι σε βάρος του ποινικής διώξεως, την ιδιότητα του κατηγορουμένου, δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η σύλληψή του (: Κονταξής, ό.π., Κριτσέλη, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 50, Τσάτσος/Παπαδαμάκης/Χρυσόγονος, ό.π.). Εκείνο που πρέπει να προσεχθεί σε τούτο το σημείο είναι η ρύθμιση του άρθρου 244 παρ. 2 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία η (στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως) κλήση προς παροχή εξηγήσεων για πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος μπορεί να παραλειφθεί, αν από τα στοιχεία της προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος έχει σχεδιάσει τη φυγή του ή την τέλεση νέων εγκλημάτων και έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις για την άμεση άμεση άσκηση ποινικής δίωξης.
Το συμπέρασμα από τις σκέψεις που προηγήθηκαν είναι τούτο: Ο Πταισματοδίκης Κατερίνης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως που διενεργεί μπορεί να προβεί σε κατασχέσεις πραγμάτων και να προχωρήσει σε (σωματικές ή κατ’ οίκον) έρευνες, όχι όμως σε σύλληψη του «υπόπτου».
β) Η διάταξη του άρθρου 243 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζει: «Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 37 πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως τρεις το πολύ μήνες ή, εφόσον η φύση της υπόθεσης ή της πράξης που πρέπει να διενεργηθεί το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα, με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών κατά περίπτωση». Για την (διαμορφωθείσα με τους νόμους 3160/2003, 3904/2010 και τον νέο ΚΠΔ) ως άνω ρύθμιση επισημαίνονται τα εξής:
Πρώτον, ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως εξομοιώνεται με την (προβλεπόμενη στο καταργηθέν, ως μη έχον πια λόγο υπάρξεως, άρθρο 243 παρ. 4 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) διάρκεια της προανακρίσεως. Δεύτερον, ότι με τη σημερινή διατύπωση του νόμου διευκρινίζεται πως ο όρος «διάρκεια» αφορά όλο το χρονικό διάστημα από την περιέλευση της καταγγελίας στην αρμόδια εισαγγελική αρχή μέχρι την ολοκλήρωση του έργου αυτής είτε με την αρχειοθέτηση της μηνύσεως (ή αναφοράς) ή την απόρριψη της εγκλήσεως, είτε με την κίνηση της ποινικής διώξεως
Σελ. 16
– θέση που γινόταν δεκτή και υπό το προηγούμενο (ασαφές) καθεστώς (: Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π.· πρβλ. ΕγκΕισΠρωτΑθ (Σ. Μπάγια) 57227/2003 ΠοινΧρ 2003, 1017, ο οποίος υποστήριζε ότι δεν προσμετράται ο χρόνος που η δικογραφία βρισκόταν στα χέρια του εισαγγελέα για επεξεργασία). Τρίτον, προφανές είναι ότι ως «αρμόδια αρχή» νοείται η αρμόδια εισαγγελική αρχή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν συνυπολογίζεται ο μεσολαβήσας μέχρι την περιέλευση της καταγγελίας στην αρμόδια εισαγγελία χρόνος (: Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 18). Τέταρτον, ότι η παράταση της προθεσμίας πρέπει να δικαιολογείται από εξαιρετικούς λόγους (όπως: υπερφόρτωση όλων των προανακριτικών υπαλλήλων – δυσχέρειες αναζητήσεως και συλλογής αποδεικτικού υλικού – πολυπλοκότητα διενεργούμενης ανακριτικής πράξεως) και μπορεί (η παράταση) να δοθεί εφάπαξ ή τμηματικά, όπως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 248 παρ. 4 (προϊσχύσαντος) ΚΠΔ (: Δασκαλόπουλος, ό.π., Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 20, ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ. Σοφουλάκη) 540/2006 ΠοινΔικ 2007, 985). Πέμπτον, ότι την παράταση χορηγεί με αιτιολογημένη διάταξή του: ο εισαγγελέας εφετών, αν την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί αυτοπροσώπως ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών – ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, αν την εξέταση διενεργεί οποιοσδήποτε (άλλος) προανακριτικός υπάλληλος· αυτό σημαίνει η φράση «κατά περίπτωση» του άρθρου 243 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ (: Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 20· για το προηγούμενο καθεστώς βλ. Δασκαλόπουλο, ό.π., Λ. Μαργαρίτη, ό.π., Φ. Μακρή, Οι μεταρρυθμιστικές επεμβάσεις στην ποινική δίκη του πρόσφατου Ν 3160/2003, ΠοινΔικ 2003, 1114, ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Λ. Σοφουλάκη) 540/2006, ό.π.). Έκτον, ότι η υπέρβαση της προθεσμίας (: αρχικής ή παρατάσεως) δεν δημιουργεί ακυρότητα (: ΠλημΠειρ 461/2010, ΝΟΜΟΣ, Τσιρίδης, σε: Μαργαρίτη, ΚΠΔ, Ι, 2020, σελ. 1340), μπορεί όμως να οδηγήσει σε κατάφαση πειθαρχικής ευθύνης του προανακριτικού υπαλλήλου και του εποπτεύοντος εισαγγελέα (: Δαλακούρας, ό.π., Δασκαλόπουλος, ό.π., Ζημιανίτης, ό.π., Κονταξής, ό.π., Κριτσέλη, ό.π., σελ. 26, Λ. Μαργαρίτης, ό.π., , Μπρακουμάτσος, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 19, ΣυμβΠλημΡόδου 15/2006 ΠοινΔικ 2006, 738, ΣυμβΠλημΠειρ 461/2010, ΝΟΜΟΣ, ΕγκΕισΠρωτΑθ (Σ. Μπάγια) 57227/2003, ό.π., ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π. Μπρακουμάτσου) της 16.9.2003, ΠοινΧρ 2003, 1020, ΕγκΕισΠρωτΜυτ (Γ. Κτιστάκη) 619/2003 ΠοινΧρ 2003, 1025, ΕγκΕισΠρωτΠατρ (Λ. Σοφουλάκη) 540/2006, ό.π., Π. Φιλιππόπουλος, Εισήγηση στην Διοικητική Ολομέλεια του ΑΠ 9/1999 ΝοΒ 1999, 1229). Οι χρονικοί περιορισμοί υποδηλώνουν τη βούληση του νομοθέτη για επιτάχυνση της διαδικασίας, όμως, καμιά ακυρότητα δεν δημιουργείται από τη μη τήρηση αυτών, καθόσον δεν απαγγέλεται,
Σελ. 17
ενώ δεν αναφέρεται στα δικαιώματα του κατηγορουμένου, έτσι ώστε να θεμελιώνεται απόλυτη ακυρότητα, εκτός εάν η υπερβολική καθυστέρηση στο στάδιο της προδικασίας, προστεθεί στην αντίστοιχη της κύριας διαδικασίας, οπότε υπάρχει κίνδυνος παραβιάσεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο δικαιούται εκδίκασης της υποθέσεώς του εντός ευλόγου προθεσμίας, που επέρχεται σε αντίφαση με την υπερβολική καθυστέρηση σε επίπεδο προδικασίας και περαιτέρω της κύριας διαδικασίας (: Τσιρίδης, ό.π., Ανδρέου, ΚΠΔ, σελ. 119, Μπρακουμάτσος, ό.π., Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Ματθίας/Σταυρίδης, Η προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην Ευρώπη, 2005, σελ. 51 επ., ΕγκΕισΑΠ (Π. Δημόπουλος) 3/2001 ΠοινΔικ 2002, 33).
Το συμπέρασμα από τις σκέψεις που προηγήθηκαν είναι τούτο: Η διαταχθείσα στην περίπτωσή μας προκαταρκτική εξέταση πρέπει να ολοκληρωθεί στο διάστημα που το άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ προβλέπει.
Σελ. 18
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 3
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών διέταξε, ύστερα από έγκληση της (δηλώσασας παράσταση για υποστήριξη της κατηγορίας) παθούσας Β, τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως σε βάρος του Α για βιασμό του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ. |
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ: α) Δικαιούται η Β να λάβει στο στάδιο αυτό αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας; β) Στη δηλωθείσα από τον Α διεύθυνση κατοικίας μέχρι ποιο στάδιο της ποινικής διαδικασίας μπορούν να γίνονται (πλασματικές) επιδόσεις; |
Βιβλιογραφία: Βλ. την ειδική βιβλιογραφία που αναφέρεται στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου.
Νομολογία: ΑΠ 280/2012 Αρμ 2012, 1438, ΑΠ 564/2013 ΠοινΔικ 2014, 348, ΓνμδΕισΑΠ (Ν. Μαύρου) 4/2007 ΠοινΧρ 2008, 571, ΓνμδΕισΕφΑθ (Κ. Καρούτσου) 34745/2005 ΠΛογ 2005, 1051, ΔιατΕισΕφΑθ (Φ. Μακρή) 2α/2010 ΠραξΛογΠΔ 2010, 288.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ |
α) Ερμηνευτικό και εφαρμοστικό ζήτημα ανέκυψε, στα πλαίσια του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, σε σχέση με το αν το δικαίωμα λήψεως αντιγράφων των εγγράφων της δικογραφίας (: τότε άρθρο 31 παρ. 2 εδ. δ΄ ΚΠΔ - ήδη άρθρο 244 παρ. 1 εδ. β΄ και 100 ΚΠΔ) έχει, πέραν του «υπόπτου», και ο πολιτικώς ενάγων. Σε απάντηση του τελευταίου τούτου ερωτήματος, δύο –διαμετρικά αντίθετες- απόψεις διατυπώθηκαν:
Σύμφωνα με την πρώτη, κρατούσα και (τότε) ορθότερη, άποψη, ο δηλώσας παράσταση πολιτικής αγωγής δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, αφού: ο νόμος ήταν (αντίθετα) σαφής και αναλογική του εφαρμογή ενόψει της
Σελ. 19
ετερότητας της θέσεως των δύο μερών αποκλειόταν (: Ζημιανίτης, ό.π., Λ. Μαργαρίτης, ό.π., Παπαδαμάκης, ό.π., Σεβαστίδης, ό.π., αριθ. 46, ΓνμδΕισΑΠ (Ν. Μαύρου) 4/2007 ΠοινΧρ 2008, 571, ΔιατΕισΕφΑθ (Φ. Μακρή) 2α/2010 ΠραξΛογΠΔ 2010, 288) και, επιπλέον, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής δεν αναπτυσσόταν λειτουργικά, μια και: δεν υπήρχαν πρόσωπα που κατά δογματική ακριβολογία έφεραν την ιδιότητα του «διαδίκου» - μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως, ο κατηγορούμενος αποκτούσε δικαιώματα «μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανισθεί ή οδηγηθεί στον ανακριτή» (: άρθρο 100 παρ. 1 ΚΠΔ) και ο πολιτικώς ενάγων μπορούσε να ασκήσει τα ανήκοντα σ’ αυτόν δικαιώματα «από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα κληθεί σε απολογία ή θα εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής» (: άρθρο 108 ΚΠΔ) – τον τελευταίο κανόνα έθραυσε ο σύγχρονος ποινικός νομοθέτης μόνον υπέρ του «υπόπτου», όχι όμως και υπέρ του δηλούντος παράσταση πολιτικής αγωγής – οι δικονομικές θέσεις «υπόπτου» και δηλώσαντος παράσταση πολιτικής αγωγής είναι ποιοτικά διαφορετικές και έτσι η επίκληση της αρχής της ισότητας για εξομοίωση των δικαιωμάτων των δύο προσώπων ούτε πειστική, ούτε αποδοτική μεθοδολογική προσέγγιση μπορούσε να θεωρηθεί (: Λ. Μαργαρίτης, ό.π.).
Σύμφωνα με τη δεύτερη (αντίθετη) άποψη, ο δηλώσας παράσταση πολιτικής αγωγής είχε το δικαίωμα αυτό, αφού κάτι τέτοιο προέκυπτε από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3346/2005 και επιβαλλόταν από την αρχή της ισότητας των διαδίκων και το δικαίωμα ακροάσεως του άρθρου 20 Συντ. (: Δαλακούρας, ό.π., Δασκαλόπουλος, ό.π., Κριθαράς, ό.π., Πεπόνης, ό.π., ΓνμδΕισΕφΑθ (Κ. Καρούτσου) 34745/2005, ΠΛογ 2005, 1051· βλ. και Ανδρουλάκη, αριθ. 450). Στην ακραία της έκφραση η εκδοχή τούτη αναγνωρίζει στον πολιτικώς ενάγοντα όλα τα δικαιώματα του υπόπτου, με τη διευκρίνιση ότι τοποθετεί την άσκησή τους μόνο στον μετά την κλήση του υπόπτου για παροχή εξηγήσεων χρόνο (:ΓνμδΕισΕφΑθ (Κ. Καρούτσου) 34745/2005, ό.π.).
Η παραπάνω διάσταση απόψεων λύθηκε με το νέο ΚΠΔ, αφού το άρθρο 107 ορίζει ρητά ότι ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 92 (= δικαίωμα παραστάσεως με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη) και 100 (= δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας) και ότι το δικαίωμα του άρθρου 100 μπορεί να το ασκήσει από τη στιγμή που ο ύποπτος θα κληθεί σε παροχή εξηγήσεων. Η πρόβλεψη τούτη είναι συνεπής προς την
Σελ. 20
αντίστοιχη του άρθρου 70 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ, η οποία θεωρεί τον ύποπτο ως διάδικο στην ποινική δίκη.
Το συμπέρασμα από τις σκέψεις που προηγήθηκαν είναι τούτο: Στην περίπτωσή μας και με βάση το νέο ΚΠΔ η (δηλώσασα παράσταση για υποστήριξη της κατηγορίας) Β δικαιούται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως να λάβει αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας, από τη στιγμή που ο ύποπτος θα κληθεί σε παροχή εξηγήσεων.
β) Σύμφωνα με την (προστεθείσα με το άρθρο 5 του Ν 3346/2005) πρόβλεψη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. ζ΄ του προϊσχύσαντος ΚΠΔ «οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περ. γ΄, δ΄ και ε΄ ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλόγως». Για τη συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή δύο σκέψεις και έναν προβληματισμό πρέπει να διατυπώσουμε. Ειδικότερα:
Η επίμαχη ρύθμιση αποτέλεσε, σε δικαιοπολιτικό επίπεδο, σημείο διχογνωμίας μεταξύ νομολογίας και θεωρίας. Οι εκπρόσωποι της πράξεως την επικροτούσαν· θεωρούσαν ότι κινείται προς σωστή κατεύθυνση, ενόψει της (δήθεν πλήρους) εξομοιώσεως προανακρίσεως και προκαταρκτικής εξετάσεως, και ότι υπηρετούσε εφαρμοστικές αναγκαιότητες, κατά το μέτρο που το εύρος της πλασματικής επιδόσεως επεκτεινόταν (: Μακρής, ΠοινΔικ 2003, 1113 επ., Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 6). Οι εκπρόσωποι της επιστήμης τοποθετούνταν αρνητικά απέναντι σ’ όλες τις μορφές πλασματικής επιδόσεως, άρα και της ερευνώμενης· εκτιμούσαν ότι τέτοιου είδους επιδόσεις το μεν είναι εγγυητικά ελλιποβαρείς, αφού δεν εξασφαλίζουν ουσιαστική και πραγματική ακρόαση του κατηγορουμένου, το δε επιτείνουν τον κίνδυνο εκδόσεως πεπλανημένων αποφάσεων, μια και, λόγω ελλείψεως πληροφορήσεως, αντίκρουση της κατηγορίας δεν επιχειρείται καν (: Καλφέλης, στην έκδοση της Ε.ΝΟ.Β.Ε. με τίτλο «Οι τροποποιήσεις του ΠΚ και του ΚΠΔ με το Ν 1941/1991», 1992, σελ. 17 επ., Καρράς, ΠοινΧρ 1991, 369 επ., Λ. Μαργαρίτης, Υπερ 1994, 488 επ.). Πάντως, ιδιαίτερα σημαντική, πέραν των επιφυλάξεων σε επίπεδο αρχής, ήταν η παραπομπή στο άρθρο 273 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ, πράγμα που σήμαινε ότι ο διενεργών την προκαταρκτική εξέταση το μεν υπενθύμιζε στον «ύποπτο» την υποχρέωσή του να γνωστοποιεί την αλλαγή της διευθύνσεως κατοικίας ή διαμονής του και τις συνέπειες από την παράλειψη αυτή, το δε μνημόνευε την υπενθύμιση αυτή στην έκθεση εξετάσεως του «υπόπτου».
Ο προβληματισμός επικεντρωνόταν στη λύση του εξής δογματικού ζητήματος: στη διεύθυνση που δηλωνόταν από τον «ύποπτο» κατά την προκαταρκτική εξέταση διενεργείται επίδοση κάθε διαδικαστικού εγγράφου μόνον κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή και στα επόμενα, μετά το πέρας αυτής, στάδια: Και οι δύο δυνατές εκδοχές βρήκαν έδαφος υποστηρίξεως.