ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 27,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18848
Χριστοδούλου Κ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 208
  • ISBN: 978-618-08-0054-8

Το «Αθλητικό Δίκαιο» εκτείνεται σε πλήθος σχετικών αγορών και δικαϊκών κλάδων. Αποτελεί μία συνοπτική, συνολική παρουσίαση του δικαίου που ασχολείται με τους αγώνες και τα πρωταθλήματα ως πολυμερή δίκτυα ομάδων, λίγκας και ομοσπονδιών. Επηρεάζει επίσης τον ανταγωνισμό σε δευτογενείς σχετικές αγορές, όπως των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων των αγώνων, της «διαφημιστικής πίτας», τις υπηρεσίες στοιχηματισμού κ.ά.Μεταξύ άλλων μπορεί κανείς να αντλήσει πληροφορίες και ερεθίσματα για ζητήματα, όπως τα ακόλουθα:

  • αθλητικά σωματεία, ΑΑΕ, ΤΑΑ, ενώσεις και ομοσπονδίες
  • αθλητικές συμβάσεις
  • αθλητική εργασία και υπηρεσίες
  • στοιχήματα, διαφημίσεις, χορηγίες
  • αθλητική αστική και ποινική ευθύνη
  • μετάδοση αθλητικών αγώνων
  • κάρτα φιλάθλου
  • θεμελιώδη δικαιώματα και προσωπικά δεδομένα αθλουμένων και παραγόντων
  • ζητήματα ανταγωνισμού
  • επίλυση αθλητικών διαφορών, διαιτησία
  • παραπομπές στην θεωρία νομολογία, ιδίως ΕΔΔΑ, ΔΕΕ, CAS, ΑΣΕΑΔ κ.ά.

Στο βιβλίο «Αθλητικό Δίκαιο» ο ερευνητής του δικαίου και ο νομικός της πράξης μπορεί να εντρυφήσει σε έναν ιδιάζοντα νομικό κλάδο, που αφορά όχι μόνον νομικούς, αθλητές, σωματεία, φιλάθλους, αλλά και την κοινωνία γενικότερα.

Πρόλογος VII

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ IX

Συντομογραφίες XV

Ενδεικτική γενική βιβλιογραφία XXIII

§ 1. Εισαγωγή 1

Ι. Έννοια και διακρίσεις 1

ΙΙ. Υπερνομοθετικά θεμέλια 3

1. Ιδιωτική αυτονομία - Αυτορρύθμιση 3

α) Συμβατική ελευθερία 4

β) Ελευθερία κυκλοφορίας υπηρεσιών 5

γ) Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι 6

2. Αθλητικό δημόσιο δίκαιο 7

α) Κοινωνικό δικαίωμα στον αθλητισμό 7

β) Οι αθλητικές ομοσπονδίες ως ανάδοχοι δημοσίου καθήκοντος 9

γ) Κρατική ανώτατη εποπτεία – Σκοποί, θεσμοί και όργανα 9

3. Ισότητα – Αμεροληψία 11

α) Προνόμια διακρινομένων αθλητών 11

β) Διακρίσεις κατά φύλο και αρτιμέλεια 12

4. Άλλες θεμελιώδεις αξίες και δικαιώματα 14

α) Ανθρώπινη αξιοπρέπεια 14

β) Ασφάλεια και σωματική ακεραιότητα 15

ΙΙΙ. Διεθνείς πηγές 15

1. Το θεμέλιο: Η ΔΟΕ 15

α) Ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου 16

β) Ως διεθνής οργανισμός; 16

2. Οι διεθνείς αθλητικοί θεσμοί 17

α) Διεθνής αθλητική έννομη τάξη – Lex sportiva; 17

β) Καταστατικές ρυθμίσεις ενώσεων προσώπων 20

IV. Φύση & ιεράρχηση των κανόνων του αθλητικού δικαίου 21

1. Κανόνες παιδιάς 22

2. Εσωτερικοί κανόνες των αθλητικών νομικών προσώπων 23

3. Πολιτειακοί κανόνες, κρατικής εποπτείας και μη 24

4. Υβριδικές περιπτώσεις 26

§ 2. Αθλητικά νομικά πρόσωπα και ενώσεις 27

Ι. Γενικά – Διακρίσεις 27

1. Ερασιτεχνικά και επαγγελματικά 28

2. Ανάλογα με την βαθμίδα της ενώσεως 30

α) Προσχώρηση στον κανονισμό του ανωτέρου νομικού προσώπου 30

β) Οι επί μέρους βαθμίδες-κατηγορίες 33

3. Ειδικές μορφές αθλητικών φορέων 40

ΙΙ. Ειδικές ρυθμίσεις 43

1. Δικαιωματική συμμετοχή - Αυτοδίκαιη εισδοχή 43

2. Επιπρόσθετη αθλητική δημοσιότητα – Μητρώο αθλητικών φορέων 44

3. Ειδική αθλητική αναγνώριση – Πιστοποιητικό τήρησης υποχρεώσεων 45

4. Έδρα 47

5. Κωλύματα συμμετοχής – Λόγοι εκπτώσεως 47

α) Απόλυτα κωλύματα 49

β) Κωλύματα διαιτητών ή κριτών 51

γ) Σχετικά κωλύματα 52

δ) Ειδικά η απόκτηση μετοχών ΑΑΕ 54

αα) Όροι 54

ββ) Κυρώσεις 55

γγ) Επιφυλάξεις 57

ε) Επί αθλητικών ενώσεων 58

6. Μετασχηματισμοί των αθλητικών νομικών προσώπων 58

α) Επί ομοσπονδιών 58

β) Επί ομάδων λόγω αλλαγής αγωνιστικής κατηγορίας 59

§ 3. Αθλητικές συμβάσεις 63

Ι. Παίγνιο 64

1. Φυσιολογία 64

2. Παθολογία 65

ΙΙ. Η παροχή αθλητικών υπηρεσιών 66

1. Δελτίο 66

2. Η υποκείμενη αστική σχέση ομάδας-παίκτη 69

α) Ανάμιξη της ομοσπονδίας 69

β) Τύπος της συμφωνίας 70

γ) Νομική φύση της σχέσης 70

αα) Στον ερασιτεχνικό αθλητισμό 71

ββ) Στον επαγγελματικό αθλητισμό (σε ΑΑΕ ή ΤΑΑ) 77

δ) Παρεπόμενες υποχρεώσεις, ιδίως πίστεως 80

3. Αποδοχές 80

4. Λήξη της σχέσης 81

5. Μετεγγραφές 84

α) Μόνον μέσα σε περίοδο μεταγραφών 84

β) Μη συμφωνημένες απαιτήσεις της πρώην ομάδας
του μετεγγραφομένου 86

6. Προπονητές και διαμεσολαβητές 88

7. Φορολογία και κοινωνική ασφάλιση 89

ΙΙΙ. Στοίχημα 89

1. Επιτρεπτό 90

α) Γενικά 90

β) Επιτρεπτό του αθλητικού στοιχήματος 91

γ) Επιτρεπτό του μονοπωλίου του ΟΠΑΠ 92

2. Δικαστική επιδιωξιμότητα 94

3. Παρεπόμενος χαρακτήρας - Τύχη στοιχήματος επί ανατροπής
του αποτελέσματος του αγώνα 96

IV. Διαφήμιση και χορηγία 97

1. Εννοιολογικά όρια 97

2. Επαγγελματικός και εμπορικός χαρακτήρας 99

3. Παρεπόμενες υποχρεώσεις 99

4. Αναπροσαρμογή 100

5. Λήξη 100

6. Κατασχετό 101

§ 4. Αθλητική αστική ευθύνη 103

Ι. Νόμιμος λόγος ευθύνης 104

1. Γενικά 104

2. Ειδικά η φαρμακοδιέγερση 105

3. Οι κανόνες παιδιάς 105

α) Ως πρωτεύοντες κανόνες δικαίου; 106

β) Ως δευτερογενείς πηγές δικαίου 106

γ) Ως κανόνες επιμέλειας 108

ΙΙ. Ζημία 109

ΙΙΙ. Αιτιώδης συνάφεια 110

ΙV. Ευθύνη για αλλότριες πράξεις 111

1. Ευθύνη της ομάδας για πράξεις των αθλητών της 111

2. Ευθύνη της ομάδας για οπαδική βία 112

3. Ευθύνη σωμάτων ασφαλείας & ομοσπονδιών 113

V. Λόγοι άρσης ή περιορισμού της αθλητικής αστικής ευθύνης 114

1. Αδίκημα σε χώρο ελεύθερο δικαίου; 114

2. Οι κανόνες παιδιάς ως λόγοι άρσεως του αδίκου; 114

3. Η συμμετοχή του παθόντος στον αγώνα 115

§ 5. Αθλητική ποινική ευθύνη 117

Ι. Γενικά 118

1. Τα γνήσια αθλητικά εγκλήματα 118

2. Τα μη γνήσια αθλητικά εγκλήματα 119

3. Πρακτική σημασία της διάκρισης 119

ΙΙ. Τα επιμέρους γνήσια αθλητικά εγκλήματα 119

1. Βία 119

2. Αθέμιτη παρέμβαση προς αλλοίωσιν του αγώνος 121

3. Φαρμακοδιέγερση 122

§ 6. Αθλητική διανοητική ιδιοκτησία 125

Ι. Δικαιώματα μεταδόσεως αγώνων 125

1. Αντικείμενο, περιεχόμενο και σημασία 126

2. Νομική φύση 126

3. Φορείς 128

4. Παράγωγη κτήση - Άδειες εκμετάλλευσης 129

5. Περιορισμοί του δικαιώματος μεταδόσεως αγώνων 133

α) Διάρκεια 134

β) Προς ενημέρωσιν του κοινού 135

γ) Προς προστασίαν της ελευθερίας του ανταγωνισμού 137

ΙΙ. Διακριτικά γνωρίσματα 137

ΙΙΙ. Προσωπικά δεδομένα 138

1. Των αθλητών 139

2. Των φιλάθλων - «Κάρτα φιλάθλου» 140

§ 7. Ζητήματα ανταγωνισμού 143

Ι. Το αρχικό πρόβλημα 143

ΙΙ. Ιδιαιτερότητες του αθλητικού ανταγωνισμού 145

ΙΙΙ. Ιδιαιτερότητες της ρύθμισης του αθλητικού ανταγωνισμού 146

§ 8. Επίλυση αθλητικών διαφορών 151

Ι. Γενικά 152

1. Η αθλητική διαφορά 152

2. Αναγκαστική διαιτησία 153

α) Επιφυλάξεις 154

β) Νομική φύση 156

γ) Δικαιοδοσία επί προδικαστικών ζητημάτων 159

ΙΙ. Οι επί μέρους ρυθμίσεις 161

1. Τα όργανα της αθλητικής δικαιοσύνης 161

2. Διαδικασία 162

α) Προδικασία 163

β) Κυρίως διαδικασία – Απόδειξη 164

3. Απόφαση 165

α) Εκτελεστότητα 165

β) Ειδικώς η επιβολή κυρώσεων 166

4. Ένδικα μέσα 168

5. Τα Διεθνή Αθλητικά Δικαστήρια CAS και ΒΑΤ 168

α) Το CAS 169

β) Το ΒΑΤ 170

γ) Εφαρμοστέο δίκαιο 171

δ) Απόφαση 172

Ευρετήριο 175

Σελ. 1

§ 1. Εισαγωγή

Ενδεικτική βιβλιογραφία: Δελλής Γ., Η δημόσια εποπτεία του επαγγελματικού αθλητισμού. Καταγραφή μιας απέλπιδος (;) προσπάθειας με αφορμή το ν. 4049/2012, ΕΔΔ 2012.8, Μπρεδήμας Α., Η νομική φύση της ΔΟΕ και των διεθνών αθλητικών ομοσπονδιών ΕΑΔ 2006, 217, Παμπούκης X., Lex Sportiva: έννοια και λειτουργία μιας αυτοφυούς διεθνούς εννόμου τάξεως LexSp 2007, 1, Παναγιωτόπουλος Δ., Lex sportiva; ενδοαθλητική - σωματειακή έννομη τάξη και παραδο­σιακές έννομες τάξεις, LexSp 2007, 12, Παπαδημητρίου Γ. Η οργάνωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι στις αθλητικές συσωματώσεις ΕΔΔ 2006, 407

Ι. Έννοια και διακρίσεις

Το αθλητικό δίκαιο περιστρέφεται γύρω από το φαινόμενο των αθλητικών αγώνων, δηλαδή μορφών σωματικού ανταγωνισμού.

1 Το αθλητικό δίκαιο αφορά τις βιοτικές σχέσεις που ανακύπτουν ως εκ του κοινωνικού φαινομένου των αθλητικών αγώνων. Αυτοί κατηγοριοποιούνται σε αθλήματα (π.χ. στίβος), που διαιρούνται σε κλάδους άθλησης (π.χ. στίβος ανδρών & γυναικών), που με την σειρά τους υποδιαιρούνται σε αγωνίσματα (π.χ. άλμα επί κοντώ, δρόμος 100 μ. κ.τ.τ.). Ακόμη ο αθλητισμός διακρίνεται σε επαγγελματικό ή ερασιτεχνικό, ανάλογα με τον σκοπό των φορέων του. Έτσι, αν αυτός είναι ερασιτεχνικός, τότε θα διεξάγεται από σωματεία αν πάλι είναι επαγγελματικός, τότε δεν μπορεί παρά να διεξάγεται από εταιρείες, ή ΤΑΑ (για τα οποία βλ. παρακάτω αρ. 96 επ.). Στο πλαίσιο αυτό γίνεται δεκτό ότι στον μεν επαγγελματικό αθλητισμό οι αθλητές αθλούνται με μισθό, ενώ στον ερασιτεχνικό όχι. Βλ. ειδικότερα παρακάτω αρ. 67-73.

2 Η κύρια πρακτική σημασία του χαρακτηρισμού μιας δραστηριότητας ως αθλήματος είναι βεβαίως η υπαγωγή της στο πλέγμα των διατάξεων του αθλητικού νόμου 2725/ 1999 (εφεξής ΑθλΝ) και στην εποπτεία του Υπουργού Πολιτισμού & Αθλητισμού. Όμως ο χαρακτηρισμός αυτός προκειμένου για τον επαγγελματικό αθλητισμό θα πρέπει να γίνει με κανονιστική απόφαση του ΥΠΠΟ (ΑθλΝ 59), προκειμένου δε για τον ερασιτεχνικό συνήθως γίνεται διαμέσου της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης της οικείας ομοσπονδίας (ΑθλΝ) Έτσι, εν τέλει η (ορθή ή όχι) θεώρηση μιας δραστηριότητας στην έννοια του αθλήματος (ή του κλάδου άθλησης) θα αποτελέσει λόγο δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας (προσβολής) των ως άνω διοικητι-

Σελ. 2

κών πράξεων του ΥΠΠΟ. Αποφασιστικό κριτήριο προς τούτο θα είναι προεχόντως το αν η ΔΟΕ χαρακτηρίζει ως άθλημα την επίμαχη δραστηριότητα (ΑθλΝ 28 §3β).

Όπως και να έχει το πράγμα, γνωρίσματα του αθλητικού αγωνίζεσθαι είναι ο ανταγωνισμός και η σωματική καταπόνηση:

3 (1) Ανταγωνισμός: Ως εκ τούτου το αθλητικό δίκαιο δεν αφορά την ατομική άθληση ή και τη συλλογική ακόμη, όταν αυτή δεν έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα, δηλαδή όταν δεν πρόκειται για (αθλητικό) παίγνιο (τα ειδοποιά εννοιολογικά χαρακτηριστικά του οποίου βλ. παρακάτω, αρ. 159), οπότε και φαίνεται μάλλον ακριβολογικότερο να γίνεται λόγος για απλή εκγύμναση ή προπόνηση. Η τελευταία δεν ενδιαφέρει το αθλητικό δίκαιο, ούτε θα υπόκειται στην εποπτεία του Υπ Αθλ κ.ο.κ., εκτός αν στοχεύει σε επίτευξη ευμενούς αποτελέσματος σε αθλητικό αγώνα. Φυσικά, ως έννοια ο (αθλητικός) ανταγωνισμός προϋποθέτει κάποιους κοινούς κανόνες και ως εκ τούτου κάποια οργάνωση, στο πλαίσιο της οποίας αυτοί γίνονται δεκτοί.

4 (2) Σωματική καταπόνηση: Ακόμη ο αθλητικός ανταγωνισμός μοιάζει να έχει ως ειδοποιό χαρακτηριστικό την όχι αμελητέα σωματική καταπόνηση. Άραγε όμως ο εγκέφαλος δεν αποτελεί μέρος του σώματος;

Οριακά παραδείγματα: Αποτελούν αθλήματα το σκάκι, το μπριτζ ή τα e-sports; Ως προς τα τελευταία, το πρόβλημα είναι μεθοδολογικό και γνωστό και από άλλα αντίστοιχα φαινόμενα (π.χ. χάρτινες και άϋλες φορτωτικές· χάρτινη και ηλεκτρονική δικαιοπραξϊα κ.ά.): Υπάρχει βάση αναλογίας ανάμεσα στα αθλήματα του πραγματικού κόσμου και του ψηφιακού;

Σελ. 3

ΙΙ. Υπερνομοθετικά θεμέλια

Θεμέλιο του αθλητικού δικαίου αποτελεί η ιδιωτική αυτονομία δύο ή περισσότερων αθλητών ή ομάδων να ανταγωνίζονται ισότιμα μεταξύ τους και να αυτορρυθμίζονται, θέτοντας του κανόνες του παιγνιδιού τους, τους «κανόνες παιδιάς» κ.ά. Το Σύνταγμα (άρθρ. 16 § 9) θέτει τον αθλητισμό υπό την εποπτεία του κράτους, επειδή τον νοείται ως κοινωνικό αγαθό. Στο ίδιο πλαίσιο κατοχυρώνονται και τα ανθρώπινα δικαιώματα των αθλητών ανεξάρτητα από το φύλο τους, την υγεία τους κ.ά. Ο αθλητισμός οργανώνεται διεθνώς ιεραρχικά με την μορφή πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας ευρίσκεται η ΔΟΕ, ακολουθούν οι διεθνείς ομοσπονδίες, έπονται οι εθνικές κ.ο.κ.

5 Ο αθλητισμός προστατεύεται υπερνομοθετικώς, φορείς δε των σχετικών θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι τόσο φυσικά πρόσωπα (αθλητές), όσο και αθλητικά νομικά πρόσωπα. De constitutione lata το αθλείσθαι έχει δύο πυλώνες, την κατά Σ 5 §1 γενικότερη ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας αθλουμένων, φιλάθλων και άλλων δευτερογενώς ασχολουμένων με τον αθλητισμό (προπονητών, χορηγών, δημοσιογράφων κ.ά.) και την ρητή κατοχύρωση του αθλητισμού ως αντικειμένου κοινωνικού δικαιώματος στο Σ 16. Η δεύτερη έποψη εκτίθεται παρακάτω, αρ. 16 επ., ενώ η πρώτη (παρακάτω αρ. 6 επ.), ως θεμέλιο της ιδιωτικής αυτονομίας, προσδίδει αναπόφευκτα στο αθλητικό δίκαιο εντόνως ιδιωτικό χαρακτήρα, αφού ως επίκεντρό του έχει τον αγώνα, ήτοι το παίγνιο (βλ. αναλυτικότερα παρακάτω αρ. 159-162), ο δε ανταγωνισμός προϋποθέτει δυο τουλάχιστον ισότιμα μέρη, γνώρισμα που χαρακτηρίζει το ιδιωτικό δίκαιο, σε αντίθεση προς το δημόσιο, που χαρακτηρίζεται από τη σχέση κυριαρχίας του ενός μέρους (του Κράτους) προς το άλλο (τον πολίτη). Για την ισότητα μεταξύ των αθλουμένων βλ. παρακάτω, αρ. 25-35.

1. Ιδιωτική αυτονομία - Αυτορρύθμιση

6 Πράγματι οι αθλητικές σχέσεις συνιστούν κατ’ αρχάς εκδήλωση της ιδιωτικής αυτονομίας των εμπλεκομένων μερών (Σ 5), εκφαινομένης εδώ κατά βάσιν προς δύο κατευθύνσεις, την οριζόντια -ήτοι τις σχέσεις ανάμεσα στα ανταθλούμενα μέρη ή και τρίτους (παρακάτω α-β)- και την κάθετη (παρακάτω γ), ήτοι την οργάνωση των μερών -τόσο του καθενός χωριστά, όσο και από κοινού- στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ομάδας, λ.χ. αθλητικού συλλόγου, σωματείου, ΑΑΕ, ένωσης, επαγγελματικού συνδέσμου, ομοσπονδίας κ.ο.κ. Πάντως υποστηρίζεται με αξιόλογα επιχειρή-

Σελ. 4

ματα ότι η ίδια η προστασία της προσωπικότητας (Σ 5), της ανθρώπινης αξίας (Σ 2) και συνακόλουθα και του σώματος αποκλείει τα επικίνδυνα αθλήματα· άλλο ζήτημα βέβαια πώς οριοθετείται η επικινδυνότητα και κυρίως πώς αναλόγως προς αυτήν κλίμακώνεται η αποδοκιμασία της έννομης τάξης.

α) Συμβατική ελευθερία

7 Η πρώτη μορφή ιδιωτικής αυτονομίας, με δικαιοθετικό θεμέλιο την Σ 5 §1 έγκειται κατά βάσιν στην -θετική ή αποθετική- συμβατική ελευθερία των μερών να προέλθουν σε παίγνιο, αντιστοίχως στο πλαίσιο συμβάσεως ή σχέσεως φιλοφροσύνης ανάμεσά τους. Όπως κάθε παίγνιο, έτσι και το αθλητικό, μπορεί να στοιχειοθετεί σύμβαση τίκτουσα ενοχή φυσική ή πλήρη (συνηθέστατα σε περιπτώσεις επαγγελματικών παιγνίων, πρβλ. λ.χ. καζίνο) ή σχέση φιλοφροσύνης (π.χ. στις περιπτώσεις φιλικών ή παιδικών συναναστροφών) ή και άκυρη λόγω αντιθέσεως στο νόμο ή τα χρηστά ήθη (ΑΚ 174, 178).

8 Όπως και να έχει το πράγμα, στο επίκεντρο του αθλητικού δικαίου ίσταται η λεγόμενη causa ludendi, στην οποία αποδιδόταν πρωταρχικώς το νόημα της συν-ολικής αυτεξαγωγής του ενεργούντος «χάριν παιδιάς» από τις σχέσεις που ρυθμίζονται από το δίκαιο -τ.έ της ελλείψεως προθέσεως νομικής δεσμεύσεως-, ήτοι της εκούσιας υπαγωγής στον λεγόμενο «ελεύθερο δικαίου χώρο», σ’ αυτόν των σχέσεων φιλοφροσύνης. Υπό μια τέτοια εκδοχή το παίγνιο αποτελεί εκδήλωση της αρνητικής (αποθετικής) συμβατικής ελευθερίας των μερών, ήτοι της (εξίσου) συνταγματικώς κατοχυρωμένης εξουσίας τους να μην προσδίδουν νομική δεσμευτικότητα στη δοσοληψία τους.

9 Μάλιστα αυτή η αλτρουϊστικότερη μορφή παιγνίου φαίνεται να ανταποκρίνεται και στην αρχική εκδοχή του αθλητικού αγώνα, την αρχαιοελληνική ολυμπιακή ή αυτήν που οραματίσθηκε στα πρώτα της χρόνια η ΔΟΕ (αποφεύγοντας τότε ακόμη και την απόκτηση νομικής προσωπικότητας), στην εποχή εκείνην όπου τα μέρη ανταγωνίζονταν για έναν κότινο δάφνης, χωρίς περιουσιακά και εν γένει έννομα αποτελέσματα. Πάντως και σήμερα η αυτοεξαίρεση από τις δικαϊκές ρυθμίσεις εκδηλώνεται προεχόντως στην έλλειψη νομικής σημασίας σε αυτές καθ’ εαυτές τις προβλεπόμενες από τους κανόνες παιδιάς κυρώσεις (βλ. παρακάτω αρ. 54-56) και

Σελ. 5

συνεπάγεται το επιτρεπτό της αναγκαστικής υπαγωγής των αθλητικών διαφορών σε διαιτητική επίλυση (παρακάτω αρ. 352-353, βλ. όμως 354). Στο σύγχρονο δίκαιο θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η causa ludendi εμπεριέχεται (κατ’ ΑΚ 844) στο είδος εκείνης της μορφής τυχηρής συμβάσεως που αναφέρεται σε συγκεκριμένη δεξιότητα του ενός ή και των δυο μερών, στην συγκεκριμένη περίπτωση την αθλητική του επίδοση (Βλ. ειδικότερα παρακάτω αρ. 159-161).

10 Υπό οποιαδήποτε εκδοχή της η ελευθερία του αθλητικώς αγωνίζεσθαι κατοχυρώνεται όχι μόνον συνταγματικώς (ως εκδήλωση της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας του αθλητή διαμέσου της συμμετοχής του στην κοινωνική ή και την οικονομική ζωή), αλλά και ενωσιακώς (βλ. αμέσως παρακάτω β, ιδίως όσον αφορά την μετεξελιξιμότητα του αθλητισμού από το ερασιτεχνικό στο επαγγελματικό στάδιο). Στο πλαίσιο αυτό το εννοιολογικό φάσμα του αθλητισμού και συνακόλουθα του αθλητικού δικαίου είναι κατ’ αρχήν ανοικτό, αποκείμενο στην επινοητικότητα και εν τέλει την ελευθερία των μερών. Μολαταύτα η έννοια του αθλήματος προκαθορίζεται και καθίσταται ανελαστική από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΑθλΝ 28 § 3β, αρ.2), πιθανότατα δυνάμει της κάθετης διαστάσεως της ιδιωτικής αυτονομίας, της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (βλ. αρ. 14, 50).

β) Ελευθερία κυκλοφορίας υπηρεσιών

11 Εξάλλου στο μέτρο που έχει οικονομική σημασία, το αθλείσθαι επαγγελματικώς ή ερασιτεχνικώς κατοχυρώνεται στο πλαίσιο της γενικότερης ενωσιακής ελευθερίας κυκλοφορίας υπηρεσιών (ΣΛΕΕ 45, 56), ιδίως της διασυνοριακής εντός ΕΕ η δε ελευθερία των μεταγραφών παρίσταται περισσότερο κατοχυρωμένη απευθείας από το Σύνταγμα, την ΣΛΕΕ κ.τ.τ. Υπό την έννοιαν αυτήν λοιπόν αποκλείονται ως «περιορισμοί ισοδυνάμου αποτελέσματος» όλα τα τυχόν νομοθετικά κωλύματα στις μετακινήσεις αθλητών από χώρα σε χώρα, ιδίως τα στοιχειοθετούντα διακρίσεις μεταξύ κατοίκων της ΕΕ, αλλά και τρίτων συνδεδεμένων με αυτήν χωρών ως εκ της εθνικότητάς τους, λ.χ. περιορισμοί στον αριθμό αλλοδαπών ενωσιακών παικτών ανά ομάδα κ.τ.τ. Μολαταύτα έχει πειστικά νομολογηθεί ότι δεν είναι αντίθετη στην ΣΛΕΕ 7, 48, 59 η υποχρέωση πίστεως εκάστου προς την εθνική ομάδα της χώρας του, ούτε ο αποκλεισμός των αλλοδαπών από τις εθνικές ομάδες. Υπό

Σελ. 6

τα προεκτεθέντα θα πρέπει να γίνει δεκτό πάντως ότι οι εθνικές ομάδες δεν εμπίπτουν στους ρυθμιστικούς πυλώνες της ΣΛΕΕ, τουλάχιστον αμέσως. Πολλώ μάλλον είναι ανεκτοί περιορισμοί για λόγους δημοσίας τάξεως ή υγείας (ΣΛΕΕ 101).

γ) Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι

12 Εκδήλωση της ίδιας γενικότερης ελευθερίας, τ.ε. της ιδιωτικής αυτονομίας (αυτή τη φορά με την συνεταιριστική της έννοια) αποτελεί και η (αυτο-) οργάνωση των αθλουμένων και των φιλάθλων σε ενώσεις προσώπων ή περιουσίας, (συνήθως) με ή (ενίοτε) χωρίς νομική προσωπικότητα, προς προαγωγήν της αθλητικής ανταγωνιστικής δραστηριότητας.

13 Ακριβέστερα οι μεν αθλητικές ενώσεις προσώπων (π.χ. τα αθλητικά σωματεία) αποτελούν κατ’ εξοχήν έκφραση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (Σ 12), οι δε ενώσεις περιουσίας (π.χ. οι ΑΑΕ) συνιστούν προεχόντως μορφές διάθεσης της ιδιοκτησίας των (εταίρων, ακριβέστερα) μετόχων τους (κατοχυρούμενες ως εκ τούτου από την Σ 17), δευτερευόντως όμως δεν στερούνται και συνεταιριστικής χροιάς, καθώς ο σκόπος τους εξακολουθεί να έγκειται στην σύναξη αθλουμένων και φιλάθλων επί το (αντ-) αγωνίζεσθαι (αλλήλους). Η συνεταιριστική προαγωγή της αθλητικής δραστηριότητας μπορεί να έγκειται σε συλλογική διεξαγωγή αγώνων στο πλαίσιο (ομαδικών ή και μη) αθλημάτων, στη διοργάνωση αθλητικών αγώνων μεταξύ των εταίρων ή μελών της οργάνωσης ή στη ρύθμιση των αγώνων αυτών, ήτοι στην υπαγωγή τους σε κανόνες παιδιάς, προεχόντως με τη μορφή κανονισμών.

14 Όπως θα καταφανεί στη συνέχεια (αρ. 50), η συνεταιριστική διάσταση της ιδιωτικής αυτονομίας στον αθλητισμό είναι και είναι η ισχυρότερη, αυτή που (φιλοδοξεί να) διαρρηγνύει ακόμη και τα όρια του εθνικού αθλητικού δικαίου και συνακόλουθα της εθνικής κυριαρχίας. Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο στο δίκαιο. Πρόδρομη εμφάνισή του αποτελεί το διεθνές εργατικό κίνημα, πιο πρόσφατη δε το ρεύμα των λεγομένων «μη κυβερνητικών οργανώσεων» (του εθελοντισμού κ.κ.τ.). Κοινό χαρακτηριστικό στα φαινόμενα αυτά αποτελεί η ένταξη περισσότερων πρωτοβάθμιων οργανώσεων -συνήθως νομικών προσώπων- σε μια ή περισσότερες δευτεροβάθμιες (ενώσεις νομικών προσώπων) και αυτών με την σειρά τους τριτοβάθμιες κ.ο.κ., μέχρι τον σχηματισμό διεθνών ενώσεων, εκτεινομένων κατά την έδρα των μελών τους πέρα από τα γεωγραφικά όρια μιας επικράτειας, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει πλέον η κάθε μια οργάνωση τις συνεταιριστικές εγγυήσεις που προσφέρει όχι μόνον το κράτος όπου εδρεύει η ίδια, αλλά και η μειζονοβάθμια οργά-

Σελ. 7

νωση στην οποία αυτή ανήκει. Της μειζονοβάθμιας αυτής οργανώσεως το καταστατικό υπερισχύει ως εκ τούτου έναντι της άλλης, καθώς η ιεραρχικώς ανώτερη πηγή (λ.χ. κανονισμός ομοσπονδίας) προηγείται της κατώτερης (του συνδέσμου). Πρόκειται για το φαινόμενο τα πυραμιδοειδούς οργανώσεως του αθλητισμού, για το οποίο βλ. παρακάτω αρ. 44.

15 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω καθίσταται προβληματικότατη η εφαρμογή της ΑθλΝ 27, στο μέτρο που με τον προβλεπόμενο έλεγχο νομιμότητας των κανονισμών ήθελε κριθεί ότι παρέχεται προβάδισμα των κανόνων της εσωτερικής έννομης τάξης απέναντι στους διεθνείς κανονισμούς της ΔΟΕ (οι οποίοι κατά την διατύπωση της ίδιας διατάξεως απλώς «λαμβάνονται υπ’ όψιν»). Βλ. και παρακάτω αρ. 57, 51, ιδίως για τα συναφώς γεννώμενα ζητήματα ΙΔΔ. Για το ενδεχόμενο συγκρούσεων μεταξύ της συνδικαλιστικής ελευθερίας (Σ 12) και της κρατικής εποπτείας στον αθλητισμό (Σ 16 §9) βλ. παρακάτω αρ. 61-63.

2. Αθλητικό δημόσιο δίκαιο

α) Κοινωνικό δικαίωμα στον αθλητισμό

16 Ο έλληνας συντακτικός νομοθέτης δεν αγνοεί το αθλητικό φαινόμενο, αλλά τουναντίον στην Σ 16 §9 εδ. α΄ το υπάγει ρητώς «στην προστασία και την ανώτατη εποπτεία του κράτους». Ενόψει της αρχής του κοινωνικού κράτους και της συγκατάστρωσης της ρύθμισης της § 9 στο πλαίσιο της Σ 16, που ρυθμίζει το μέγα αγαθό της Παιδείας, υποστηρίζεται πειστικά η εκδοχή του αθλητισμού ως κοινωνικού αγαθού, αντικειμένου αντιστοίχου κοινωνικού δικαιώματος προβλεπόμενου από την Σ 16 §9, αλλά και την ΣΛΕΕ 165. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται να συγκαταλέγεται στις αρχές του αθλητικού δικαίου η λεγόμενη συμμετοχικότητα (inclusivity, ορθότερα ίσως: «ανοικτότητα»), αυτή που νομιμοποιεί (με ίσους όρους) τον καθένα να λαμβάνει μέρος στο αθλητικό γίγνεσθαι. Υπό αυτό το πρίσμα ο ΑθλΝ 2 §2 επιβάλλει στο αθλητικό σωματείο να εισδέχεται αυτοδικαίως τον καθένα (βλ. παρακάτω αρ. 104-105). Εκδήλωση ενός τέτοιου γενικότερου πνεύματος αποτελεί λ.χ. ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των (ιδιωτικών) γηπέδων των ομάδων και η υπαγωγή των χώρων αυτών στην αρμοδιότητα των κρατικών οργάνων της τάξης (ΑθλΝ 41§1Δ, βλ. παρακάτω αρ. 266). Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζεται εύλογα οτι

Σελ. 8

η τιμή (ορισμένων τουλάχιστων κατηγοριών) εισιτηρίων θα πρέπει να είναι προσιτή (πρβλ. ΑΚ 970).

17 Ως κοινωνικό, το δικαίωμα το Σ 16 §9 είναι δικαστικώς επιδιώξιμο μόνον στο μέτρο που ο κοινός νομοθέτης ορίζει. Στο πλαίσιο αυτό λ.χ. στον επιτρεπτό επαγγελματικό αθλητισμό δεν περιλαμβάνεται δίχως άλλο κάθε αναγνωρισμένο άθλημα, αλλά μόνον όσα ορίζονται με απόφαση του ΥΠΠΟ μετά από γνώμη («εισήγηση») της οικείας ομοσπονδίας (ΑθλΝ 59).

18 Από την άλλη πλευρά η υπερνομοθετική κατοχύρωση του κοινωνικού δικαιώματος στον αθλητισμό (Σ 16 §9) ενδέχεται να κάμπτει την κατ’ ΑΚ 1510 γονική μέριμνα, καθώς συμπροσδιορίζει τις αξίες της χρηστής άσκησής της. Υπό την έννοιαν αυτήν το κοινωνικό δικαίωμα του τέκνου στον αθλητισμό ενδέχεται να περιορίζει την διακριτική ευχέρεια του γονέα στην άσκηση των εξουσιών του. Ένας τέτοιος περιορισμός δεν θα έθιγε την ελευθερία της συνείδησης του γονέα, αν ανταποκρινόταν στις επιλογές του τέκνου. Δεν θα μπορούσε όμως να οδηγήσει και σε ολοσχερή έλλειψη γονικής εξουσίας επί των αθλητικών δραστηριοτήτων του ανηλίκου:

Παράδειγμα: Ο ανήλικος επιζητεί να συμμετάσχει σε αγώνες παίδων ή εφήβων, αλλά οι γονείς του δεν προβαίνουν στην επ’ ονόματί του δήλωση συμμετοχής του, διότι αντιτίθενται σ’ αυτήν, π.χ. θρησκευτικώς, είτε λόγω ανησυχίας για τις συνέπειές της στον χρόνο μελέτης του. Αν η άρνηση του γονέα δεν είναι εύλογη, ήτοι αν η στάθμιση κλίνει αντικειμενικώς υπέρ του αθλείσθαι, τότε θα μπορούσε αυτός να εξαναγκασθεί δικαστικώς να συναινέσει είτε από τον άλλο γονέα (ΑΚ 1512), είτε με πρωτοβουλία του τέκνου με αναφορά του στον εισαγγελέα πρωτοδικών (ΑΚ 1511 §2), αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ο ανήλικος δικαιοπρακτεί μόνος του σχετικά με το αθλείσθαι, π.χ. δηλώνει συμμετοχή σε αγώνες, συνάπτει συμβάσεις εκπαιδεύσεώς του με αθλητικά σωματεία χωρίς την νόμιμη αντιπροσώπευση του γονέα του.

Σελ. 9

β) Οι αθλητικές ομοσπονδίες ως ανάδοχοι δημοσίου καθήκοντος

19 Του αθλητισμού θεωρουμένου ως κοινωνικού αγαθού, δικαιολογείται λοιπόν η αναγωγή του σε αντικείμενο της λεγόμενης παροχικής διοικήσεως, και αντιστοίχως ο χαρακτηρισμός των αθλητικών ομοσπονδιών ως παρόχων υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ): παγίως γίνεται δεκτό ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Στο ίδιο πλαίσιο γίνεται συχνά λόγος για την εκδοχή των αθλητικών ομοσπονδιών ως αναδόχων δημοσίου καθήκοντος, εν τέλει ως επιχειρήσεων κατά παραχώρησιν της αρχής, άποψη που απαντά στη θεωρία, διεθνή και ελληνική, χωρίς πάντως να κρατεί απολύτως. Ζητούμενο ωστόσο παραμένει ποια αθλήματα αποτελούν κοινωνικά αγαθά -όλα ή (το πιθανότερο) μόνον τα δημοφιλέστερα;- και ποιές συγκεκριμένες αθλητικές δραστηριότητες παρέχουν ΥΓΟΣ, η διοργάνωση των αγώνων ή μόνον η ρύθμισή τους (βλ. παρακάτω αρ. 74). Ο χαρακτηρισμός ορισμένων αθλητικών δραστηριοτήτων ως επιχειρήσεων κατά παραχώρησιν της αρχής προσλαμβάνει καθοριστική σημασία όσον αφορά την ευθύνη των οικείων φορέων (ΑΚ 332, 334 §2), την κρατική χρηματοδότησή τους κ.ά. Βλ. σχετικά και παρακάτω αρ. 91-93.

γ) Κρατική ανώτατη εποπτεία – Σκοποί, θεσμοί και όργανα

20 Ασφαλώς δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εκλάβει τον αθλητισμό ως αντικείμενο της κυριαρχικής Διοικήσεως (βλ. και παραπάνω αρ. 5). Μολαταύτα η Πολιτεία και δη το δημόσιο δίκαιο δεν αποκλείονται ολωσδιόλου από κάθε επέμβαση στον χώρο του αθλητισμού. Τούτο δεν απορρέει μόνον από τον κοινό πλέον τόπο ότι δεν νοούνται θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες χωρίς επιφύλαξη νόμου (βλ. Σ 5 §1), δηλαδή ανεπίδεκτα περιορισμών από τον κοινό νομοθέτη όσον αφορά την περιφέρειά τους. Στηρίζεται στη ρητώς διατυπωμένη βούληση του έλληνα συντακτικού νομοθέτη να τελεί ο αθλητισμός υπό την «ανώτατη εποπτεία» του Κράτους (Σ 16 §9). Η έννοια της εποπτείας είναι πολυσήμαντη. Το γράμμα του όρου θα μπορούσε να συμπεριλάβει διάφορες εκδοχές κρατικού παρεμβατισμού στο αθλητισμό, π.χ. άμεσο, έμμεσο κρατικό παρεμβατισμό και πλήρη φιλελευθερισμό, ώστε η τελικώς προκριτέα να μεταβάλλεται ανάλογα με τις κρατούσες κοινωνικοοικο-

Σελ. 10

νομικές αντιλήψεις. Πάντως οι δυο βασικοί σκοποί (rationes) της πολιτειακής παρέμβασης περιστρέφονται γύρω από δυο πόλους:

21 (αα) είτε γύρω από την προστασία των άλλων εννόμων αξιών και συμφερόντων κατά το αθλείσθαι (π.χ. υγεία έναντι του ντόπιγκ, ασφάλεια έναντι του χουλιγκανισμού), προστασία απορρέουσα απορρέουσα όχι τόσο από την Σ 16 § 9, όσο από την εγγενή επιφύλαξη νόμου υπέρ των συμφερόντων των άλλων (Σ 5 §1).

22 (ββ) είτε γύρω από την προστασία της ίδιας της αθλητικής ελευθερίας έναντι κινδύνων νοθεύσεώς της (π.χ. πολυϊδιοκτησία, ντόπιγκ, αλλοίωση αποτελεσμάτων αγώνων κ.τ.τ.)

23 Όπως και να έχει το πράγμα, ο όποιος τυχόν δημόσιος έλεγχος επί των αποφάσεων των αθλητικών νομικών προσώπων (ιδίως των ομοσπονδιών) νοείται μόνον ως έλεγχος νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας (ΑθλΝ 27), δηλαδή περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στη συμφωνία των αποφάσεών τους με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (άρθρα 3 και 174 ΑΚ). Στο ίδιο πλαίσιο δικαιολογείται η θέσπιση ειδικών ποινικών κανόνων (βλ. Κεφ. Γ΄ ΑθλΝ, αρχής γενομένης από τον θεσμό του αθλητικού εισαγγελέα), κανόνων συγκροτούντων το αθλητικό ποινικό δίκαιο. Περαιτέρω δυνάμει της επιταγής της Σ 16 §9 ο αθλητισμός υπάγεται στην Ελλάδα στην εποπτική αρμοδιότητα μιας σωρείας διοικητικών εποπτικών φορέων. Η ιδιότητα των φορέων αυτών ως δημοσίων εποπτικών οργάνων ενισχύεται και από το ότι η νομολογία αντικρύζει τον διορισμό τους ως οιονεί κυβερνητική πράξη, αναφορικά με το κύρος της οποίας δεν υφίσταται άμεσο και ειδικό έννομο συμφέρον των αθλουμένων. Όλοι αυτοί οι θεσμοί συγκροτούν το αθλητικό διοικητικό δίκαιο.

24 Τέτοιοι δημόσιοι εποπτικοί φορείς είναι πρώτ’ απ’ όλα το Υπουργείο Πολιτισμού -στο οποίο υπάγεται το Υφυπουργείο Αθλητισμού, η Γενική Γραμματεία αυτού και η εντός αυτής Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας (ΔΕΑΒ, ΑθλΝ 41Α)-, το Υπουργείο Ανάπτυξης, συναρμόδιο προκειμένου για τον επαγγελματικό αθλητισμό (ιδίως τις ΑΑΕ), οι διάφορες Περιφέρειες προκειμένου για εκχωρηθείσες σ’ αυτές τοπικές εποπτικές αρμοδιότητες (ΑθλΝ 56Α § 2β), καθώς και μια σειρά διοικητικών αρχών (αν και μη προβλεπόμενων στο Σύνταγμα και ως εκ τούτου μη υπαγόμενων στον ν. 3051/ 2002 για τις ανεξάρτητες αρχές), όπως η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού (ΕΕΑ ΑθλΝ 75), η Επιτροπή Φιλάθλου Πνεύματος, Ηθικής & Δεοντολο-

Σελ. 11

γίας (ΕΦΙΠΗΔ ΑθλΝ 130), ο Εθνικός Οργανισμός Καταπολέμησης του Ντόπιγκ (ΕΟΚΑΝ ΑθλΝ 128 ΣΤ) κ.ά.

3. Ισότητα – Αμεροληψία

25 Η ισότητα των μερών (παικτών και ομάδων) δεν κατοχυρώνεται απλώς από την γενική Σ 4 §1, αλλ’ αποτελεί στοιχείο εγγενές της έννοιας του παιγνιδιού και του αθλήματος, πολλώ μάλλον αφού πρόκειται για ισότητα αναφορικά με την απόλαυση συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος (Σ 16 §9 βλ. παραπάνω αρ. 16). Χωρίς κοινή αφετηρία εκκίνησης, ταυτότητα κανόνων και ευκαιριών αθλητικός συναγωνισμός δεν νοείται. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και μέσα στους κόλπους του ιδίου σωματείου η ισοτιμία των μελών του αθλητικού σωματείου κατοχυρώνεται (ΑΚ 89, η δε κατ’ άρθρ. 2 §1 ΑθλΝ δυνατότητα επιτίμων μελών χωρίς ψήφο θα συναγόταν και από το γενικό αστικό δίκαιο). Συχνά μάλιστα η ισότητα στον αθλητισμό υπαγορεύει και ομοιόμορφη περιβολή (στολή), νομολογείται δε ότι ένας τέτοιος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας των αθλητών δεν θίγει τον πυρήνα της, αλλά την περιφέρειά της.

Παράδειγμα: Στο πλαίσιο αυτό την νομολογία του ΕΔΔΑ απασχόλησε η μπούργκα στους αθλητές.

α) Προνόμια διακρινομένων αθλητών

26 Από την άλλη πλευρά επίσης εγγενές στοιχείο του αθλητισμού αποτελεί η διάκριση της νίκης, ο κότινος (και όχι μόνον προκειμένου για μη ερασιτεχνικό αθλητισμό). Έτσι ο νόμος αναγνωρίζει τους διακρινομένους αθλητές και τους προσνέμει προνόμια (π.χ. προνόμια εισαγωγής στα ΑΕΙ κατ’ άρθρ. 75 § 6 του ν. 4589/2019) Ωστόσο ζητούμενο αποτελεί το αν αυτά είναι συναφή προς την ίδια την αθλητική διάκριση ή υπερτείνουν το αναγκαίο μέτρο, θίγοντας την αρχή της ισότητας των διακρινομένων αθλητών προς τους ηττωμένους και κατ’ επέκτασιν προς το μη αθλούμενο λοιπό κοινωνικό σύνολο. Στο πλαίσιο αυτό γεννάται το in concreto εξεταστέο ερώτημα αν πρόκειται εκάστοτε για νομικά προνόμια για (καθαρώς μη νομικά) αθλητικά επιτεύγματα.

Σελ. 12

β) Διακρίσεις κατά φύλο και αρτιμέλεια

27 Η αρνητική έποψη της αρχής της ισότητας (Σ 4 §1), η απαγόρευση των διακρίσεων (ΧΘΔ 21) συνδέεται διαλεκτικώς προς το ερώτημα για την αυτοτέλεια δύο κατηγοριών αθλητισμού, του γυναικείου (ΑθλΝ 21 §2, 116 §2) και αυτού των ΑμΕΑ. Μάλιστα τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, όταν τα κριτήρια οριοθέτησης ανάμεσα στις εκατέρωθεν κατηγορίες παρίστανται προβληματικά κ.τ.τ.

28 Παράδειγμα 1: Η πρωταθλήτρια των 800 μ. Caster Semenia προσέφυγε στο ΕΔΔΑ κατά των κανονισμών της ΙΑΑF, διότι την απέκλεισαν από την συμμετοχή στο οικείο αγώνισμα γυναικών, επειδή είχε μεγάλη ποσότητα ανδρικής ορμόνης (τεστοστερόνης). Επειδή όμως δεν μπορούσε να συμμετάσχει ούτε στα 800 μ. ανδρών, παραπονείται ότι αποστερήθηκε ολότελα από το κοινωνικό δικαίωμά της στον αθλητισμό (παραπάνω αρ. 16). Το ΕΔΔΑ έκρινε μη νόμιμο τον αποκλεισμό της μόνον λόγω πλημμελειών στην αιτιολογία του αποκλεισμού (λόγω παραβίασης του δικαιώματός της για αποτελεσματική προσφυγή και δικα στιλή προστασία (ΕΣΔΑ 6, 13), αλλά χωρίς γενική αναγνώριση του δικαιώματός της να συμμετέχει σε γυναικείους αγώνες στίβου.

Παράδειγμα 2: Το 2007 η παγκόσμια ομοσπονδία στίβου απέκλεισε από το παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου τον Oscar Pistorius, ανάπηρο δρομέα παραολυμπιακών αγώνων. Ο αποκλεισμός στηρίχθηκε στο ότι ο Pistorius είχε προσθετικό μέλος (κνήμη και πέλμα), το οποίο κρίθηκε ότι διευκολύνει την κίνηση περισσότερο εν σχέσει προς τα φυσιολογικά μέλη! Ο αποκλεισθείς προσέφυγε στο CAS, που τον δικαίωσε λόγω πλημμελειών στην αιτιολογία της προσβαλλομένς, χωρίς δε να εξομοιώσει γενικώς τους ΑμεΑ προς τους αρτιμελείς. Εν τέλει ο Pistorius συμμετέσχε στους ολυμπιακούς αγώνες του 2012 ενάντια σε αρτιμελείς αντιπάλους.

29 Τόσο το ΕΔΔΑ, όσο και το CAS απέφυγαν σωφρόνως να τάμουν μετωπικώς το πρόβλημα που τους τέθηκε, αφού θα ήταν μάλλον υπεραπλουστευτική οποιαδήποτε συλλήβδην εξομοίωση των διαφυλικών ή των ΑμεΑ προς τους υπόλοιπους αθλητές. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι ανάμεσα σε ΑμεΑ οι διαφορές μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι ανάμεσα σε κάποιους ΑμεΑ και τους αρτιμελείς. Πράγματι, την διαφοροποίηση των αθλητών ανάλογα με το φύλο ή την αρτιμέλειά τους θα μπορούσε κανείς να την αντικεύσει από πολλές σκοπιές:

Σελ. 13

(αα) Από την σκοπιά της κάθετης ισότητας επισημαίνεται ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν θεωρεί αθέμιτη διακριτική την άνιση μεταχείριση, όταν αυτή υπαγορεύεται από λόγους αντικειμενικούς και ευλόγους, δηλαδή από την φύση του πράγματος, κρίθηκε δε από το CAS εν προκειμένω ότι υφίσταται ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην σωματική επίδοση ανδρών και γυναικών». Έτσι επιβάλλεται η ένταξή τους σε διαφορετικούς κλάδους άθλησης.

30 (ββ) Από την άλλη πλευρά, από την σκοπιά της οριζόντιας ισότητας το ΕΔΔΑ νομολογεί ότι η ΕΣΔΑ 14 (= ΧΘΔ 21) απαγορεύει διακρίσεις βασισμένες στο φύλο ή παρόμοιες. Υπό μια τέτοια σκοπιά η υπαγωγή σε διαφορετικούς κλάδους άθλησης θα έπρεπε να θεωρηθεί ανεπίτρεπτη ως αντισυνταγματική, αφού ενδέχεται να στοιχειοθετεί δυσμενή διακριτική μεταχείριση, δεδομένου ότι αφορά ευαίσθητα δεδομένα.

(γγ) Εξάλλου αντικρύζοντας κανείς το ζήτημα από την σκοπιά της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας θα μπορούσε να θεωρήσει την διάκριση των σχετικών κλάδων αθλήσεως σαν (όχι επιβεβλημένη στις ομοσπονδίες, αλλά σαν) απλώς επιτρεπτή. Η μέση αυτή εκδοχή παρίσταται ορθότερη, σύμφωνη προς την πιο πάνω (αρ. 6) επισημανθείσα αυτορρύθμιση του αθλητισμού, ως αναπόδραστο στοιχείο αυτού. Στο πλαίσιο των παραπάνω επισημάνσεων, ήτοι της εγγενούς διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, αξιώνεται όχι η ισότητα, αλλά η αναλογικότητα προς αυτά (gender equity). Έτσι θα μπορούσε κατ’ αρχήν να γίνει δεκτό ότι από συνταγματική σκοπιά δεν επιβάλλεται μεν, αλλά και δεν αποκλείεται το να μετέχουν στο ίδιο αγώνισμα αθλητές και από τα δυο φύλα, ανάλογα με την φύση του πράγματος. Στο ίδιο πλαίσιο θα δικαιολογούνταν το φαινόμενο της συμμετοχής ΑμεΑ σε πρωταθλήματα και αρτιμελών και ΑμεΑ.

31 (δδ) Σε κάθε περίπτωση πάντως θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χωρισμός των αθλοπαιδιών επιβάλλεται, όταν υπαγορεύεται από λόγους προστασία της αναπαλ-

Σελ. 14

λοτρίωτης (; βλ. μολαταύτα παρακάτω αρ. 272) σωματικής ακεραιότητας των ευπαθέστερων, ιδίως όταν πρόκειται για αγώνισμα «σωματικής επαφής»-συγκρούσεως (contact game). Όπως και ναχει το πράγμα, οι ρυθμίσεις για τους ΑμεΑ αποκλίνουν αισθητά από τις διέπουσες τους υπόλοιπους αθλητές.

Για παράδειγμα, οι ΑΜΕΑ δεν κωλύονται να καταστούν μέλη του σωματείου όπου αθλούνται (ΑθλΝ 29 § 6α), ενώ το τελευταίο πρέπει να διακρίνεται από το (έστω και) ομώνυμο νομικό πρόσωπο της αθλήσεως αρτιμελών (ΑθλΝ 29 § 2).

32 Σε κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση δεν μπορεί σημαίνει βεβαίως ότι δεν προσνέμεται το κοινωνικό δικαίωμα του αθλείσθαι στις εν λόγω κατηγορίες, αλλά ότι δεν εντάσσονται στους ίδιους αγώνες υποκείμενοι σε διαφορετικές ρυθμίσεις και κανόνες παιδιάς. Έτσι απαγορεύεται η μονομερής κατάργηση ενός κλάδου αθλήσεως μόνον για το ένα φύλο, ως διακριτική μεταχείρισή του. Αν το άθλημα πρόκειται να καταργηθεί, τούτο θα πρέπει να ισχύσει και για τα δύο φύλα.

4. Άλλες θεμελιώδεις αξίες και δικαιώματα

33 Η προεκτεθείσα ιδιαίτερη σημασία της ιδιωτικής αυτονομίας στον αθλητισμό έρχεται συχνά σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς λοιπά θεμελιώδη δικαιώματα και αξίες, ώστε να ανακύπτει πληθύς αμφισβητουμένων περιπτώσεων, από τις οποίες εκτίθενται παρακάτω ενδεικτικώς οι ακόλουθες:

α) Ανθρώπινη αξιοπρέπεια

34 Σε ένταση προς την αξία του ανθρώπου (Σ 2) ευρίσκονται αθλήματα που εργαλειοποιούν ή διακυβεύουν έντονα το σώμα του ανθρώπου. Εννοείται ότι η αθλητική ελευθερία δεν μπορεί να κατισχύει της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αν δε η τελευταία διακυβεύεται, τότε το αντίστοιχο «άθλημα» δεν μπορεί να αναγνωρίζεται σαν τέτοιο, ούτε κάν να διεξάγεται.

Παραδείγματα: Σαν μειωτικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια βάλλονται οι μικτές πολεμικές τέχνες, το Paintball (που πάντως δεν ενέχει κάν ανταγωνιστικό χαρακτήρα), η νανοβολία κ.ά.

Σελ. 15

β) Ασφάλεια και σωματική ακεραιότητα

35 Όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα στην συνέχεια αρ. 282, οι αθλητικοί αγώνες προκαλούν συχνά φανατισμό και βία (χουλιγκανισμό), δηλαδή εκ των προτέρων γνωστό κίνδυνο, με αποτέλεσμα την ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων ασφαλείας στα γήπεδα, συνήθως περιοριστικών της ιδιοκτησίας του γηπεδούχου και της ελευθερίας του συναθροίζεσθαι των φιλάθλων (Σ 12), π.χ. τιμωρία με εκκένωση γηπέδου επί σειρά αγωνιστικών. Εδώ παγίως νομολογείται ότι η ασφάλεια (ΕΣΔΑ 5), η σωματική ακεραιότητα και το κράτος δικαίου υπερέχουν έναντι του κοινωνικού δικαιώματος στην αθλητισμό κ.ο.κ.

ΙΙΙ. Διεθνείς πηγές

Έχει υποστηριχθεί η γνώμη ότι το δίκαιο των διεθνών αθλητικών σχέσεων είναι διεθνές δίκαιο, ότι η ΔΟΕ είναι διεθνής οργανισμός και ότι είναι διεθνής συνθήκη το καταστατικό της, ο Ολυμπιακός Χάρτης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα σύνολο από νομικά πρόσωπα, ιεραρχικώς οργανωμένα κατά τρόπον ώστε οι ομάδες να υπάγονται στην εθνική ομοσπονδία τους, οι εθνικές ομοσπονδίες να υπάγονται στην διεθνή ομοσπονδία που ανήκουν και εν τέλει να υπάγονται στους κανονισμούς της ΔΟΕ. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, η ΔΟΕ και κυρίως το CAS (το ανώτατο αθλητικό διαιτητικό δικαστήριο στο οποίο υποχρεώνει να υπάγονται τα μέρη του του αθλητισμού) τείνουν να παράγουν ένα διακριτό πλέγμα κανόνων, που συχνά καλείται «αθλητική έννομη τάξη» ή «lex sportiva».

1. Το θεμέλιο: Η ΔΟΕ

36 Πέραν και πιθανότατα προ των εθνικών πηγών του το αθλητικό δίκαιο έχει και διεθνείς πηγές. Πράγματι, η γένεση του σύγχρονου αθλητικού κινήματος ανάγεται στον βαρώνο Pierre de Coubertin, ο οποίος του προσέδωσε ευθύς εξαρχής διεθνή χαρακτήρα. Η πρώτη διεθνής ολυμπιακή επιτροπή απαρτίσθηκε από πρόσωπα διαφορετικής εθνικότητας (όχι όμως εκπροσώπους κρατών), χωρίς μάλιστα να έχει κάν νομική προσωπικότητα, την οποία απέκτησε πάντως στη συνέχεια με την από 17-9-1981 απόφαση της ελβετικής κυβέρνησης, ώστε πλέον η ΔΟΕ να αυτοχαρακτηρίζεται με τις διατάξεις 11 και 19 του καταστατικού της Ολυμπιακού Χάρτη ως

Σελ. 16

«διεθνής μη κυβερνητική ένωση του διεθνούς δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με νομική προσωπικότητα, με έδρα την Ελβετία». Παρά την διεθνή της απήχηση και δραστηριότητα η ΔΟΕ αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κατά την ορθότερη και κρατούσα άποψη, ενώ άκρως αμφισβητήσιμη προβάλλει η μεταχείρισή της σαν υποκειμένου του διεθνούς δικαίου.

α) Ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου

37 Σαν σωματείο η ΔΟΕ εξακολουθεί να έχει ως μέλη της μεν φυσικά πρόσωπα (τους λεγομένους «αθανάτους»), ως όργανά της δε («εκπροσώπους» της) τις διεθνείς ομοσπονδίες ανά άθλημα, μέλη των οποίων είναι οι αντίστοιχες εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες του οικείου αθλήματος. Έτσι όρος για την εκ μέρους της ΔΟΕ αναγνώριση του κύρους των διεθνών αθλητικών αγώνων αποτελεί η προσχώρηση και συμμόρφωση προς τους κανονισμούς της (τους διεθνείς ολυμπιακούς κανονισμούς) και σ’ αυτήν την ίδια ως οργάνων της των ανά άθλημα διεθνών ομοσπονδιών, στο πλαίσιο των οποίων διεξάγονται οι αγώνες. Ομοίως ως όρος για την διεθνή αναγνώριση του κύρους των εθνικών αθλητικών συναντήσεων τίθεται η προσχώρηση στους κανονισμούς της κάθε διεθνούς ομοσπονδίας και διαμέσου αυτής και των μελών της, τ.έ. των εθνικών ομοσπονδιών, στο πλαίσιο των οποίων διεξάγονται οι εν λόγω συναντήσεις.

β) Ως διεθνής οργανισμός;

38 Εξάλλου, αναφορικά με την διεθνή νομική προσωπικότητα της ΔΟΕ, αμφισβητείται αν αυτή αποτελεί διεθνή οργανισμό. Μεμονωμένα γίνεται δεκτή η καταφατική απάντηση, παλαιότερα μάλιστα με επίκληση του προϊσχύσαντος άρθρου 11 του καταστατικού της. Όμως κρίσιμη για την απόκτηση διεθνούς νομικής προσωπικότητας δεν είναι η αυτοαναγνώριση, αλλά η αναγνώριση από άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό, η δε ΔΟΕ έχει αναγνωρισθεί σαν διεθνής οργανισμός μόνον από την Ελβετία, όπου και εδρεύει. Γι’ αυτό κρατεί η αρνητική απάντηση, ενώ δεν λεί

Σελ. 17

πουν και ενδιάμεσες θέσεις υπέρ περιορισμένης ικανότητας (διεθνούς) δικαίου της ΔΟΕ (ως προς ορισμένες μόνον δραστηριότητες) με επίκληση διεθνών συμφωνιών της ΔΟΕ προς κάποιους ειδικευμένους οργανισμούς του ΟΗΕ.

2. Οι διεθνείς αθλητικοί θεσμοί

39 Από την ΔΟΕ εκπηγάζει μια σειρά από διεθνείς αθλητικούς θεσμούς, προεχόντως δε οι κανονισμοί της. Αν και η δεσμευτικότητα των διεθνών ολυμπιακών και λοιπών κανονισμών της ΔΟΕ δεν αμφισβητείται, εν τούτοις η νομική τους φύση στασιάζεται έντονα. Επικρατέστερες φαίνονται δύο (όχι αναγκαστικά αλληλοαποκλειόμενες) εκδοχές: Ο χαρακτηρισμός των διεθνών κανονισμών σαν μιας άλλης έννομης τάξης, της «αθλητικής έννομης τάξης», καλούμενης και lex sportiva ή και ως καταστατικών (ενδοσωματειακών ή ενδοεταιρικών) δικαιοπρακτικών ρυθμίσεων της ΔΟΕ ή της εκάστοτε διεθνούς ομοσπονδίας ως σωματείου, ρυθμίσεων οι οποίες δεσμεύουν τα μέλη τους, τις διεθνείς ομοσπονδίες (προκειμένου για τους διεθνείς ολυμπιακούς κανονισμούς) και τις εθνικές (προκειμένου για τους κανονισμούς των ανά άθλημα διεθνών ομοσπονδιών).

α) Διεθνής αθλητική έννομη τάξη – Lex sportiva;

40 H άποψη για μια sui generis «αθλητική έννομη τάξη» (είτε άσχετη και ανεπηρέαστη σε σχέση προς την κοινή για όλους έννομη τάξη, ακόμη και την διεθνή, είτε τελούσα σε σχέση αλληλενέργειας προς αυτήν) με θεμέλιό της όχι κάποιο κράτος, αλλά την ΔΟΕ -άσχετα από το αν αφορά κατ’ ακριβολογίαν νομικούς κανόνες και έννομες συνέπειες- προϋποθέτει μια ιδιαιτέρως «ανοικτή» και ευρεία αντίληψη της έννοιας της κυριαρχίας, μη περιοριζόμενη στην κυριαρχία ενός λαού πάνω σε ένα συγκεκριμένο territorium, η οποία κατά την σύγχρονη πολιτειολογία χαρακτηρίζει μόνον το Κράτος. Μια τέτοια «ανοικτή» θεώρηση προσιδίαζε περισσότερο

Σελ. 18

στον Μεσαίωνα, όπου κατά την γλαφυρή έκφραση του Μπρεδήμα «το διεθνές σύστημα ‘παραγόντων’ της Ευρώπης ήταν ανοικτό: κράτη, δουκάτα, αυτοκρατορίες, ενώσεις πόλεων, εκκλησία κτλ.».

41 Αυτός (ο κίνδυνος αυθαίρετης κατάλυσης κάθε πολιτειακής κυριαρχίας) είναι και ο βαθύτερος λόγος που θα δικαιολογούσε επιφυλάξεις κατά της παραδοχής μιας «αθλητικής έννομης τάξης». Η ΔΟΕ ή όποιοι άλλοι διεθνείς ή εθνικοί αθλητικοί φορείς δεν διαθέτουν οποιαδήποτε ισχυρή ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση να θέσουν κανόνες δικαίου κατά Σ 48 και 28. Βλ. και παρακάτω αρ. 79. Άλλωστε η εκδοχή της lex sportiva ως αυτοτελούς έννομης τάξεως δεν θα συμβιβαζόταν καλά-καλά ούτε με την θεώρηση των κανόνων παιδιάς ως διεθνών εθίμων, δηλ. ως επί μέρους κανόνων δικαίου ενταγμένων στο πλαίσιο μιας και της αυτής γενικότερης καθ’ όλου έννομης τάξης, της διεθνούς.

42 Από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ολότελα το γεγονός ότι, όντως, οι δύο τάξεις –έννομη και αθλητική- συχνά αλληλοεπηρεάζονται, προβαίνοντας σε αμοιβαίες υποχωρήσεις. Για παράδειγμα ΕΕ, UEFA και FIFA συμφωνούν για την μέγιστη διάρκεια των «συμβολαίων» των ποδοσφαιριστών (βλ. παρακάτω αρ. 196), στις διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις δεν μετέχουν εθνικές ομάδες μη αναγνωρισμένων κρατών, οι διατυπώσεις Schengen παραμερίσθηκαν υπέρ όσων διέβαιναν τα σύνορα της διοργανώτριας χώρας επιδεικνύοντας «ολυμπιακό δελτίο εισόδου» κ.ά.

43 Εν τέλει ως lex sportiva τείνει να ορίζεται το σύνολο των διεθνών κανόνων που εφαρμόζει το Ανώτατο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο (CAS), ήτοι των διεθνών κανονισμών (των διαφόρων διεθνών αθλητικών νομικών προσώπων, ΔΟΕ, FIFA, FIBA κ.τ.τ.), ιδίως δε των αρχών της νομολογίας αυτού του ίδιου του CAS (βλ. αρ. 397). Οι περισσότερες από αυτές είναι αυτονόητες και ήδη γνωστές στην έννομη τάξη· όμως το πρόβλημα (και εν τέλει η όποια αυτονομία ή ιδιαιτερότητα της lex sportiva) έγκειται στο ότι αυτές μόνον αναγνωρίζονται σαν τέτοιες από το CAS και όχι και οι λοιπές αρχές της έννομης τάξης. Όπως και να έχει το πράγμα, οι κυριότερες από τις αρχές της νομολογίας του CAS είναι οι ακόλουθες:

44 αα) Η αρχή της πυραμιδοειδούς οργανώσεως του αθλητισμού, ήτοι της υπαγωγής των εθνικών αθλητικών νομικών προσώπων στα διεθνή (FIFA, FINA, FIBA κ.τ.τ.), εν τέλει δε στην ΔΟΕ, ήτοι το ότι οι κανονισμοί και οι πράξεις των ιεραρχι-

Σελ. 19

κώς κατωτέρων υποχωρούν προ των ιεραρχικώς ανωτέρων, δηλαδή ότι η τυπική ισχύς των τελευταίων είναι υπέρτερη. Βλ. και παρακάτω αρ. 74 επ. Φυσικά η πυραμιδοειδής οργάνωση στηρίζεται στην ύπαρξη μιας διεθνούς και αντιστοίχως μιας εθνικής ομοσπονδίας ανά άθλημα, ήτοι στην αρχή της 1 ομοσπονδίας (βλ. παρακάτω αρ. 88, 94).

45 ββ) Η αρχή της έντιμης διεξαγωγής του αγώνα, επιείκειας (fair play, equity). Φυσικά η επιταγή αυτή δεν είναι παρά αυτή η ίδια η ήδη κοινώς γνωστή αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 281, 288 κ.ά.) εντός των αγωνιστικών χώρων και εν γένει του αθλητισμού.

46 γγ) Δεδομένου ότι η καλή πίστη ασκεί κατευθυντήρια λειτουργία επί της ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 288, 200), είναι προφανές ότι και οι αθλητικοί κανονισμοί -ως προϊόν της ιδιωτικής αυτονομίας- θα πρέπει να μην αφίστανται των αντιλήψεων του μέσου ανθρώπου. Έτσι το CAS νομολογεί ότι οι αθλητές και οι αξιωματούχοι δεν θα πρέπει να έρχονται αντιμέτωποι με κανόνες κατανοητούς μόνον από μια μικρή ομάδα ειδικών. Η ως εκ τούτου αρχή της προβλεψιμότητας των κανονισμών, γνωστή ήδη και από την νομολογία του ΕΔΔΑ δεν θέτει μόνον όρια στην διαπλαστική ευχέρεια των αθλητικών νομικών προσώπων (ΑΚ 288), αλλά επιβάλλει σε τελευταία ανάλυση και την καλόπιστη ερμηνεία των κανονισμών, με βάση τον ορίζοντα κατανόησης του μέσου ανθρώπου, ακριβέστερα του μέσου αθλουμένου, του homo ludens.

47 δδ) Η (αμφισβητούμενη) αρχή της βασικής ισχύος του αγωνιστικού αποτελέσματος, της «μη δικαιοδοτικής υποκατάστασης της αθλητικής δράσης», ήτοι η κατ’ αρχήν μη ανατρεψιμότητά του από εξωαγωνιστικούς λόγους, αρχή που συχνά θεωρείται ως διέπουσα κατ’ εξοχήν το ίδιο το παιγνίδι. Σύμφωνα με αυτήν το αποτέλεσμα του αγώνα θα πρέπει να διαμορφώνεται κατά την διάρκειά του εντός του αγωνιστικού χώρου και όχι από τα δικαστήρια ή άλλα δικαιοδοτικά όργανα. Από εδώ απορρέει και η επιταγή για διαιτητική επίλυση των αθλητικών διαφορών (βλ. αρ. 350 επ.). Μολαταύτα η αρχή της μη δικαιοδοτικής υποκατάστασης δεν τηρείται απαρέγκλιτα.

Σελ. 20

Παραδείγματα: Στους ολυμπιακούς αγώνες του Sydney, το CAS θεώρησε απαράδεκτες τις αντιρρήσεις του αποκλεισθέντος νικητή του δρόμου των 20 χλμ. Segura, αλλά παραδεκτή την αμφισβήτηση του photo finish από την ηττηθείσα Neykova.

48 εε) Οι κοινώς γνωστές αρχές της αναλογικότητας, ήδη δεδομένη (Σ 25 § 1γ), της προβλεψιμότητας των ποινών, της δίκαιης δίκης («διαδικαστικής δικαιοσύνης»), για τις οποίες βλ. και παρακάτω αρ. 356, 369 κ.ά.

49 στστ) Η αρχή της (ταυτότητας της) αθλητικής ιθαγενείας (προς την αντίστοιχη πολιτειακή-»εθνική»), όσον αγορά την εκπροσώπηση μιας χώρας στους ολυμπιακούς αγώνες), η επίλυση των αθλητικών διαφορών (όχι από τα τακτικά, αλλά) από ειδικά αθλητικά διαιτητικά δικαστήρια.

β) Καταστατικές ρυθμίσεις ενώσεων προσώπων

50 Κατά την γνώμη του γράφοντος ορθότερη παρίσταται η εκδοχή των κανονισμών της ΔΟΕ ως καταστατικών ενδοσωματειακών ρυθμίσεων (βλ. και αρ. 13-15, 57-58). Όντως οι διεθνείς κανονισμοί αποτελούν προεχόντως προϊόν αυτορρύθμισης των μερών και φορέων (αθλουμένων, αθλητικών συλλόγων κ.λ.π.) που τους επέλεξαν προσχωρώντας στους σχετικούς κανονισμούς της οικείας (διεθνούς ή εθνικής) ομοσπονδίας ως μέλη αυτής. Έτσι η lex sportiva αντικρύζεται (ως αυτόνομο «θέσμιο» - Statut) μάλλον υπό την έννοιαν του συνόλου καταστατικών κανόνων νομικών προσώπων ή και ενώσεων προσώπων. Άλλωστε και η ίδια η ΔΟΕ έπαυσε από πολλών ετών να κινείται στον χώρο των σχέσεων φιλοφροσύνης και αποφάσισε να περιβάλλεται τη νομική μορφή του σωματείου. Είναι λοιπόν φανερό ότι επιδιώκει να ενεργεί μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων που της παρέχει η υφισταμένη (ελβετική) έννομη τάξη και δυνάμει αυτής.

Back to Top