ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Στο κοινoδίκαιο και το Kυπριακό δίκαιο

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 29€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 68,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18571
Πολυβίου Π.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 632
  • ISBN: 978-960-654-658-7
  • ISBN: 978-960-654-658-7
Το έργο «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Αποκατάσταση» αποτελεί μια εκτενή μελέτη για το νομικό ζήτημα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης του ζημιωθέντος στο Κοινοδίκαιο και το δίκαιο της Κύπρου. Ο συγγραφέας αξιοποιώντας όλο το θεωρητικό και νομολογιακό υπόβαθρο πάνω στην θεματική του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εξετάζει το ζήτημα σε όλο το εύρος του : από την ιστορική αναδρομή του όρου και τα κριτήρια για την κατάφαση αδικαιολόγητου πλουτισμού μέχρι την αποκατάσταση. Με αναφορές κυρίως στο Αγγλοσαξονικό δίκαιο και το Κυπριακό δίκαιο, το έργο αποτελεί ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για δικαστές, δικηγόρους και νομικούς που θέλουν να αποκτήσουν μια πλήρη εικόνα γύρω από το ακανθώδες αυτό νομικό ζήτημα.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ.............................................................................. xiii

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ................................................................................................... 1

1.    ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ................................................................................. 5

2.    ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ

ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ........................................................................................ 7

3.    ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ - ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ

ΔΙΚΑΙΟ Ή ΟΧΙ;....................................................................................... 13

4.    ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΩΤΗ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ ........................ 37

5.    ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ........................................................................ 47

6.    ΟΡΟΛΟΓΙΑ............................................................................................. 87

7.    ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ................ 93

8.    ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΟΥΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ.............................................. 111

9.    ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ.................................... 137

Οφελος, κέρδος ή πλουτισμός.......................................................... 137

Σχέση οφέλους και απώλειας............................................................ 142

Ο πλουτισμός πρέπει να είναι αθέμιτος........................................... 146

Καταβολή ποσού εκ λάθους ή λόγω πλάνης.................................... 166

Καταβολή ποσού λόγω εξαφάνισης

ή ανυπαρξίας ανταλλάγματος (Consideration)................................. 172

Μεμπτή συμπεριφορά και αθέμιτος πλουτισμός............................ 174

Σύνοψη................................................................................................... 180

10.    ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ

(ULTRA VIRES)........................................................................................ 181

11.    ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ.............................. 195

IX

x

ΠΟΛΥΒΙΟΣ Γ ΠΟΛΥΒΙΟΥ

12.    ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΔΟΧΗ (FREE ACCEPTANCE).................................... 211

13.    QUANTUM MERUIT................................................................................. 219

14.    ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ .................................................................. 235

Εξαναγκασμός...................................................................................... 237

Ψυχική πίεση......................................................................................... 249

(i)    Νόμος, Νομολογία και Ταξινόμηση υποθέσεων....................... 249

(ii)    Σύζυγοι, Εγγυήσεις και Τράπεζες.............................................. 262

Aπάτη ................................................................................................... 269

Ψευδής Παράσταση ............................................................................. 273

Επαχθείς Συναλλαγές (Unconscionable Bargains).......................... 281

Πλάνη (Mistake).................................................................................... 299

(i)    Εισαγωγή.................................................................................... 299

(ii)    Προσεγγίσεις και Ταξινομήσεις................................................ 301

(iii)    Κοινή Πλάνη (Common Mistake)............................................... 303

(iv)    Κοινοδίκαιο, Δίκαιο της Επιείκειας και πρόσφατες εξελίξεις .. 309

(v)    Μονομερής Πλάνη (Unilateral Mistake).................................... 314

(vi)    Διαφορετικη πλάνη των δύο συμβαλλομένων

(Mutual Mistake)........................................................................ 321

(vii)    Πλάνη περί τον Νόμο ................................................................ 323

(viii)    Πλάνη και Αποκατάσταση......................................................... 326

Σύνοψη................................................................................................... 327

15.    ΑΚΥΡΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (RESCISSION)................................................ 331

Όταν η αποκατάσταση του εναγομένου δεν είναι δυνατή............. 333

Δικαιώματα τρίτων μερών................................................................ 335

Επιβεβαίωση (Affirmation)................................................................. 336

Καθυστέρηση........................................................................................ 337

16.    ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ....................................................................................... 339

Μεταβολή Θέσης (Change of Position)............................................. 339

^λυμα (Estoppel) .............................................................................. 352

Παρανομία (Illegality)........................................................................... 363

Μεταφορά της ζημιάς ή απώλειας (Passing on) ............................ 370

Aντίστροφη αποκατάσταση (Counter-restitution)........................... 373

Yπεράσπιση καλόπιστου αγοραστή .................................................. 378

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ    xi

Αντιπροσωπεία (Agency) ................................................................... 379

Δημόσια πολιτική (Public policy)....................................................... 381

17.    ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ (ILLEGALITY).................................................................. 383

Εισαγωγή .............................................................................................. 383

Υπόθεση Χριστοδούλου και Lindsay v. Vraets..................................... 387

Συνέπειες Παράνομης Σύμβασης...................................................... 388

Υπόθεση Patel v. Mirza.......................................................................... 404

18.    ΑΝΑΓΚΗ (NECESSITY).......................................................................... 417

19.    ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ........ 423

20.    ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ.............. 431

21.    ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ

ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ......................................................................................... 439

22.    ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.......................................................... 451

23.    IXNHΛΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ (TRACING)..................................... 461

24.    ΕΞ ΕΠΑΓΩΓΗΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑ (CONSTRUCTIVE TRUST).................. 467

25.    ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (SUBROGATION)...................................................... 475

26.    ΔΙΟΡΘΩΣΗ (RECTIFICATION) ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ

ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ......................................................................................... 489

27.    ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ.............. 493

28.    ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ........................................................................ 529

Εισαγωγή .............................................................................................. 529

Γενική θεωρία Κυπριακού Δικαίου για θέματα

αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης.......................... 531

Άρθρο 70 του Κυπριακού Νόμου....................................................... 534

Σύγχρονες εξελίξεις στο Κυπριακό Δίκαιο..................................... 539

Σχέσεις που προσομοιάζουν με συμβατικές (quasi-contract)........ 553

Quantum meruit στο Κυπριακό Δίκαιο............................................... 556

Aκυρώσιμες και άκυρες συμβάσεις ................................................. 562

Σύνοψη Κυπριακού Δικαίου............................................................... 578

29.    ΕΠΙΛΟΓΟΣ............................................................................................... 583

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

601

Σελ. 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τα θέματα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της συναφούς αποκατάστασης παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον, τόσο από επαγγελματικής όσο και από ακαδημαϊκής σκοπιάς.

Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί. Από σκόρπιες και ποικίλες δικαστικές αποφάσεις, συνήθως με ελλιπή αιτιολογία, έχουμε τώρα ένα νέο σώμα δικαίου, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με βασική θεραπεία την αποκατάσταση.

Σοβαρές δυσκολίες και διαφωνίες όμως παραμένουν, αναφορικά τόσο με το περιεχόμενο όσο και την εμβέλεια των νέων κατηγοριών δικαίου. Ακόμη δεν είναι βέβαιο αν αυτός ο νέος τομέας πρέπει να ονομάζεται «δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού» ή «δίκαιο της αποκατάστασης».

Στην παρούσα Μελέτη, έχω συνδυάσει και τους δύο τίτλους, όχι από δειλία ή αναποφασιστικότητα, αλλά διότι η νέα κατηγορία δικαίου συνδυάζει στοιχεία τόσο του ουσιαστικού δικαίου (του αδικαιολόγητου πλουτισμού) όσο και της διάστασης της νομικής θεραπείας (της αποκατάστασης).

Η πρώτη μου γνωριμία με τα θέματα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης έγινε στην Οξφόρδη, αρχικά με την ιδιότητα του φοιτητή και μετά του Λέκτορα της Νομικής. Με τη δεύτερη ιδιότητα, ήμουν μέλος της Ομάδας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από το 1973 μέχρι το 1980, υπό τον Καθηγητή Birks, που ασχολείτο με την εξέλιξη και χαρτογράφηση αυτής της νέας κατηγορίας δικαίου.

Τα Κυπριακά Δικαστήρια, παρά το ότι έχουν να εφαρμόσουν τον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, όπου βρίσκονται ορισμένες πρόνοιες για θέματα αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης, έχουν προβεί σε αρκετά σημαντικά βήματα σε σχέση με θέματα αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης, επί τη βάσει εξελίξεων σε δικαιοδοσίες όπου ακολουθούνται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας.

Σελ. 2

Κύριο αντικείμενο της Μελέτης μου είναι το Αγγλικό δίκαιο, με πολλές όμως αναφορές σε αποφάσεις άλλων δικαιοδοσιών όπου ακολουθούνται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας. Φυσικά, ασχολούμαι εκτενώς με το Κυπριακό δίκαιο, τόσο στον περί Συμβάσεων Νόμο όσο και στην εξελισσόμενη νομολογία.

Σε κάποιο βαθμό, επίσης, ασχολούμαι τόσο με το Ρωμαϊκό όσο και με το Ελληνικό δίκαιο (ως παράδειγμα του Ηπειρωτικού δικαίου), παρόλο που επικεντρώνομαι στην εξέλιξη του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού στο Αγγλοσαξωνικό δίκαιο. Χωρίς αμφιβολία όμως, το Ρωμαϊκό δίκαιο συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη του κοινοδικαίου σε θέματα αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης και πρέπει να αναφέρω ότι μου έχει προκαλέσει εντύπωση η σύγκλιση του Αγγλοσαξωνικού δικαίου αφενός και του Ηπειρωτικού δικαίου αφετέρου (ιδιαίτερα του Ελληνικού), κυρίως σε θέματα ουσίας.

Αναπόφευκτα, κυρίως λόγω της φύσης του θέματος, ο αναγνώστης θα εντοπίσει αρκετές επαναλήψεις. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι είναι ακόμα υπό αμφισβήτηση αυτή τούτη η ύπαρξη χωριστής και αυτόνομης κατηγορίας δικαίου υπό την επωνυμία «αδικαιολόγητος πλουτισμός», στο ότι υπάρχει έντονη συζήτηση για την εμβέλεια του εν λόγω κλάδου δικαίου και στο ότι ιδιαίτερα προβλήματα προκύπτουν από προσπάθειες κατηγοριοποίησης και ταξινόμησης του νέου τομέα δικαίου και των περιπτώσεων που εμπίπτουν σε αυτό. Περαιτέρω, υπάρχει σύγχυση για την ακριβή σχέση μεταξύ του ουσιαστικού δικαίου (unjust enrichment) αφενός και της θεραπείας (restitution) αφετέρου, με τη δεύτερη έννοια, αυτή της αποκατάστασης, να θεωρείται μέχρι πρόσφατα (και από ορισμένους ακόμα) ως η ορθή και ενδεδειγμένη ονομασία του νέου κλάδου και/ή κατηγορίας δικαίου.

Τα πιο πάνω ζητήματα και προβλήματα αντιμετωπίζονται σε σειρά κεφαλαίων, κάτι που καταλήγει σε επανάληψη, για την οποία ζητώ την κατανόηση του αναγνώστη.

Όπως και σε προηγούμενα βιβλία μου, παραθέτω εκτενή αποσπάσματα δικαστικών αποφάσεων, διότι έτσι μεταδίδεται καλύτερα το πνεύμα του Αγγλοσαξωνικού δικαίου (που βασικά ακολουθούμε στην Κύπρο).

Εκφράζω βαθιές ευχαριστίες στους ακόλουθους για τη συμβολή τους στην ετοιμασία της παρούσας Μελέτης.

Σελ. 3

O πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κύριος Στέλιος Ναθαναήλ διάβασε ολόκληρο το κείμενο και προέβη σε πολλές εύστοχες παρατηρήσεις. Ο Δικαστής Ναθαναήλ πρόσφερε πολλά στον χώρο του δικαίου των συμβάσεων και του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κάτι που προκύπτει και από τη Μελέτη μου.

Ο συνάδελφος κύριος Μάρκος Δράκος διάβασε το κείμενο και προέβη σε πολλές χρήσιμες παρατηρήσεις.

Έχω ανταλλάξει απόψεις για διάφορα θέματα με τον συνάδελφο κύριο Λεβών Αρακελιάν, τον οποίον και ευχαριστώ.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη γραμματέα μου, κυρία Χρυστάλλα Ναζίρη, για την ακούραστη εργασία της και την απέραντη υπομονή της.

Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην κυρία Αντιγόνη Θεοφάνους που ήταν υπεύθυνη για την έκδοση του βιβλίου, όχι μόνο για την εργασία της αλλά και για τη συμπαράστασή της. Επίσης, ευχαριστώ την κυρία Πόπη Μουπαγιατζή για τη διόρθωση του κειμένου, εργασία που επιτέλεσε όπως πάντα με τον επαγγελματισμό που τη διακρίνει.

Όπως αναφέρω και στην αφιέρωση του βιβλίου, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στη σύζυγό μου Γεωργία Πολυβίου, η οποία απεβίωσε κατά τη συγγραφή της παρούσας Μελέτης. Στη Γεωργία οφείλω τα πάντα.

 

Σελ. 5

1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται όχι μόνο στη θεωρητική του βάση και την εμβέλειά του αλλά και στον συσχετισμό του (καθώς και στις διαφορές του) με άλλους κλάδους δικαίου, όπως το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων.[1]

Θα μελετήσουμε στη συνέχεια τόσο τις θεωρητικές διαστάσεις όσο και την εμβέλεια και το περιεχόμενο του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ιδιαίτερα στο σύγχρονο δίκαιο που εφαρμόζεται σε διάφορες χώρες βάσει του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας.

Ταυτόχρονα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο το Κυπριακό νομικό σύστημα έχει αντιμετωπίσει το θέμα ή την αρχή ή τη νομική κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Δεν υπάρχει στο Κυπριακό δίκαιο Νόμος για αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε αντίθεση με το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Ορισμένες πρόνοιες, που τώρα θεωρούνται μέρος του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή της αποκατάστασης, περιέχονται στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, αλλά ταυτόχρονα τα Δικαστήρια δεν έχουν περιοριστεί στις εν λόγω πρόνοιες ούτε θεωρούν ότι το δίκαιο και/ή η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελούν μέρος του δικαίου των συμβάσεων. Αντίθετα, τα Κυπριακά Δικαστήρια, με αυξημένο ζήλο, ακολουθούν τις

Σελ. 6

σύγχρονες εξελίξεις στο κοινοδίκαιο, κυρίως όπως αυτό εφαρμόζεται στην Αγγλία, αναγνωρίζοντας ότι έχει διαμορφωθεί μια νέα κατηγορία δικαίου ή τουλάχιστον κάποια αρχή δικαίου υπό την ονομασία «αδικαιολόγητος πλουτισμός» και με πρωταρχική θεραπεία όχι την απόδοση αποζημιώσεων αλλά την αποκατάσταση (restitution).

H πιο πάνω προσέγγιση, που παρέχει αναγνώριση στις νέες αρχές και έννοιες του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, έχει καταστεί δυνατή ως αποτέλεσμα της όλης δομής του Κυπριακού νομικού συστήματος, το οποίο πέραν του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, επιτρέπει στα Κυπριακά Δικαστήρια να επικαλούνται και να εφαρμόζουν το κοινοδίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (principles of equity), όπως το εν λόγω δίκαιο και οι εν λόγω αρχές ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τα Αγγλικά Δικαστήρια, νοουμένου φυσικά ότι δεν υπάρχει ρητή και/ή τουλάχιστον σαφής αντίθεση μεταξύ αρχής ή εξέλιξης του σύγχρονου κοινοδικαίου και της επιείκειας αφενός και του περιεχομένου ή κειμένου του Κυπριακού Νόμου αφετέρου.

Φυσικά, όπως θα παρατηρήσουμε, με όποιον τρόπο και να διατυπωθεί το θέμα, το ιδιαίτερα πλούσιο σύγχρονο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού που έχουν επεξεργαστεί τα Δικαστήρια της Κοινοπολιτείας και κυρίως της Αγγλίας αφενός και οι πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αφετέρου, δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερα κοινά μεταξύ τους, με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου να αντιπροσωπεύουν και να αντανακλούν μια πολύ διαφορετική νομική κατάσταση πραγμάτων. Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει να υποτιμηθεί η δυνατότητα του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας, που ακόμη αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται στην Κύπρο, να αποδώσουν πλουσιότερη νομολογία στο μέλλον, έστω και αν δεν υπάρχει μεταβολή ή τροποποίηση του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Περιττό να λεχθεί ότι θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει κατάλληλη τροποποίηση και βελτίωση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, αλλά έστω και όπως τώρα έχουν τα νομοθετικά πράγματα τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, με τρόπο που θα ήταν αδιανόητος πριν από λίγες δεκαετίες.

Σελ. 7

2. ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ

Προτού όμως προχωρήσουμε στην ουσία του πράγματος, πρέπει να ασχοληθούμε σε συντομία με τη δομή και ιεράρχηση των κανόνων δικαίου που ακολουθούνται στην Κύπρο.

Στην Κύπρο, η ιεράρχηση των ισχυόντων κανόνων δικαίου περιέχεται στο άρθρο 29 (1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, που προνοεί ότι κάθε Δικαστήριο στην άσκηση της δικαιοδοσίας του θα εφαρμόζει:

(i) Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους Νόμους που έχουν γίνει με βάση αυτό.

(ii) Τους Νόμους που έχουν διατηρηθεί σε ισχύ με βάση το άρθρο 188 του Συντάγματος και τους όρους που περιέχονται σε αυτό, εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει με βάση Νόμο που θεσπίζεται στο πλαίσιο του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτέλεσμα αυτής της πρόνοιας είναι η διατήρηση σε ισχύ της νομοθεσίας που θεσπίστηκε επί Αγγλοκρατίας, νοουμένου ότι συνάδει προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(iii) Το κοινοδίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (equity), εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει από οποιονδήποτε Νόμο που εφαρμόζεται ή γίνεται με βάση το Σύνταγμα ή από οποιονδήποτε Νόμο διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση την πρόνοια (ii) πιο πάνω, εφόσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι προς το Σύνταγμα.

Με βάση τα πιο πάνω, στην Κύπρο η βασική πηγή δικαίου για τις συμβάσεις και συναφή θέματα είναι ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, ο οποίος θεσπίστηκε πριν από την ανεξαρτησία (1960), νοουμένου πάντα ότι οι υπό κρίση πρόνοιες του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικές και νοουμένου ότι δεν έχουν αντικατασταθεί με, ή διαφοροποιηθεί από, πρόνοιες Νόμου που θεσπίστηκε μετά το 1960. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει,

Σελ. 8

οι μόνες νομοθετικές πρόνοιες αναφορικά με τα θέματα αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποκατάστασης περιέχονται στον Νόμο αυτό, κυρίως διότι όταν ο εν λόγω Νόμος θεσπίστηκε και/ή υιοθετήθηκε στην Κύπρο, η ισχύουσα θεωρία ήταν ότι δεν υπήρχε χωριστή κατηγορία ή αρχή αδικαιολόγητου πλουτισμού αλλά οι μόνες σχετικές αρχές και πρόνοιες θεωρούνταν ως μέρος του δικαίου των συμβάσεων και/ή των ευρύτερων συμβατικών και συναφών σχέσεων που καλύπτονται από το εν λόγω δίκαιο.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πιο πάνω Νόμος, δηλαδή ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, συμπεριλαμβανομένων των προνοιών που τότε θεωρούνταν μέρος του διευρυμένου δικαίου των συμβάσεων αλλά τώρα αντιμετωπίζονται ως μέρος του δικαίου ή της κατηγορίας του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ισχύει από το 1931 και διατηρεί σχεδόν την ίδια μορφή και το ίδιο περιεχόμενο από τότε που έγινε, με λίγες τροποποιήσεις. Ο Κυπριακός Νόμος ακολουθεί πολύ στενά τους νόμους που υιοθετήθηκαν στην Ινδία και που είναι γνωστοί ως The Indian Contract and Specific Relief Acts,[2] και οι οποίοι είχαν σκοπό την κωδικοποίηση του Αγγλικού δικαίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, όταν δηλαδή υιοθετήθηκαν οι πιο πάνω Νόμοι στην Ινδία.

Όσον αφορά τον τρόπο ερμηνείας στην Κύπρο του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και ιδιαίτερα τον συσχετισμό του με τις αρχές του κοινοδικαίου και της επιείκειας, όπως αυτές ακολουθούνται και εφαρμόζονται στην Αγγλία, το άρθρο 2 του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:

Ο Νόμος αυτός θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το Αγγλικό δίκαιο, και θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, στο μέτρο κατά το οποίο η ερμηνεία αυτή δεν αντίκειται στο περιεχόμενο του κειμένου και νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια.

Προκύπτει σαφώς ότι ο ίδιος ο Κυπριακός Νόμος, ακολουθώντας τον αντίστοιχο Ινδικό, αναγνωρίζει ότι συνιστά κωδικοποίηση του Αγγλικού Δικαίου (ή τουλάχιστον ορισμένων πτυχών αυτού), με αποτέλεσμα η

Σελ. 9

ερμηνεία των προνοιών του Νόμου να πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ανάλογων εννοιών του Αγγλικού Δικαίου, νοουμένου φυσικά ότι δεν προνοείται διαφορετικά στον ίδιο τον Νόμο. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να υπάρξει μελέτη του Κυπριακού Νόμου αναφορικά με το δίκαιο των συμβάσεων χωρίς εξέταση του Αγγλικού Δικαίου και ιδιαίτερα της Αγγλικής νομολογίας, καθώς και της νομολογίας άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας που ακολουθούν το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας. Έχει αναφερθεί χαρακτηριστικά:[3]

Με το άρθρο αυτό (α) οι Aγγλικές αρχές ερμηνείας καθίστανται εφαρμοστέες στο Κεφάλαιο 149 και (β) εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο Νόμο θεωρούνται, κατά τεκμήριο, ότι έχουν την ίδια έννοια που απέδωσε σ’ αυτές το αγγλικό δίκαιο, τυγχάνοντας ανάλογης ερμηνείας, με την προϋπόθεση όμως ότι τέτοια ερμηνεία δεν συγκρούεται με το κείμενο και νοουμένου ότι δεν υπάρχει άλλη πρόνοια για διαφορετική έννοια.

Συνοπτικά, οι βασικές αρχές που προκύπτουν από την Kυπριακή νομολογία αναφορικά με τον συσχετισμό των νομοθετικών προνοιών, από τη μια, και των αρχών του γενικού δικαίου (δηλαδή του κοινοδικαίου και της επιείκειας), από την άλλη, είναι οι πιο κάτω:

(i) Μια έννοια ή όρος του Νόμου μπορεί και πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις γενικές αρχές του Αγγλικού Δικαίου, νοουμένου πάντα ότι η ερμηνεία που προκύπτει δεν είναι αντίθετη με τον ίδιο τον Νόμο (ή φυσικά άλλον Νόμο ή το Σύνταγμα).

(ii) Ο Νόμος δεν θεωρείται εξαντλητικός, υπό την έννοια ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη και αναγνώριση άλλων αρχών και εξελίξεων στον χώρο του δικαίου των συμβάσεων για τις οποίες δεν υφίσταται ρητή πρόνοια στον Νόμο και οι οποίες αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται με βάση το κοινοδίκαιο.

(iii) Δεν είναι επιτρεπτό να υιοθετείται ερμηνεία συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου όταν στον ίδιο τον Νόμο «προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια». Εάν δηλαδή μια πρόνοια του Νόμου έχει συγκεκριμένη εμβέλεια, δεν επιτρέπεται να υιοθετείται κάποια άλλη, διαφορετική έννοια, με βάση τις αρχές του κοινοδικαίου ή της επιείκειας ή νομολογιακών εξελίξεων στην Αγγλία ή σε άλλες χώρες που ακολουθούν το ίδιο σύστημα δικαίου.

Σελ. 10

Το γενικό αποτέλεσμα των πιο πάνω αρχών έχει διατυπωθεί εύστοχα από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου Γεώργιο Πική:[4]

Το Αγγλικό δίκαιο εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς που δεν ρυθμίζονται ρητά από την νομοθεσία. Πέραν από αυτό, όπου ο νομοθέτης αποπειράται την κωδικοποίηση των αρχών του κοινού δικαίου, ο κώδικας δεν θεωρείται σαν εξαντλητικός των αρχών του στο συγκεκριμένο τομέα, αλλά απλώς ρυθμιστικός εκείνου του μέρους το οποίο ρητά πραγματεύεται. Πτυχές του Αγγλικού δικαίου, που δε ρυθμίζονται από τον κώδικα και δεν έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις πρόνοιές του, είναι το ίδιο ισχυρές όπως και οι αρχές που ρητά ενσωματώνονται.

Παρόμοια είναι η προσέγγιση στο πλαίσιο του Ινδικού Δικαίου, με βάση τον Ινδικό Νόμο. Τα Δικαστήρια της Ινδίας χρησιμοποιούν και κατά κανόνα ακολουθούν την Αγγλική νομολογία, εκτός των περιπτώσεων όπου υπάρχει ρητή πρόνοια στον Νόμο εκείνο που υπαγορεύει συγκεκριμένη ρύθμιση. Έχει επίσης νομολογηθεί στην Ινδία ότι αφετηρία κάθε δικαστικής απόφασης σε σχέση με ζήτημα που αφορά το δίκαιο των συμβάσεων πρέπει να είναι η συγκεκριμένη διατύπωση των προνοιών του Ινδικού Νόμου. Όπου όμως δεν υπάρχει σαφής πρόνοια στον Νόμο εκείνο, ή όπου η συγκεκριμένη πρόνοια είναι ασαφής ή ουσιαστικά αναφέρεται στο κοινοδίκαιο ή στις αρχές της επιείκειας, τότε είναι επιτρεπτό να εξετάζεται και να ακολουθείται η Αγγλική νομολογία επί του εγερθέντος θέματος, καθώς και η νομολογία των Δικαστηρίων χωρών της Κοινοπολιτείας και των Ηνωμένων Πολιτειών.[5]

Πρέπει να τονίσουμε ότι, στην Κύπρο, το Αγγλικό δίκαιο (δηλαδή το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας) δεν ακολουθείται μόνο λόγω του άρθρου 2 (1) του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων, που προνοεί ότι «ο Νόμος ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία», αλλά και ως αποτέλεσμα των προνοιών του άρθρου 29 (1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 που, μεταξύ άλλων, προνοεί, όπως ήδη λέχθηκε, για την εφαρμογή στην Κύπρο του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας, εκτός εάν άλλη πρόβλεψη

Σελ. 11

έγινε ή θα γίνει από οποιονδήποτε Νόμο. Η ύπαρξη του πιο πάνω άρθρου και η γενική φιλοσοφία του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 έχουν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο ως ενισχυτικά στοιχεία του άρθρου 2 (1) του περί Συμβάσεων Νόμου αλλά και πρωτογενώς, δηλαδή ως ανεξάρτητη πηγή δικαίου που αποτελεί μέρος του βασικού δικαιοδοτικού νομοθετήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρόλο που το σχετικό άρθρο του περί Συμβάσεων Νόμου, καθώς και οι πρόνοιες του άρθρου 29 (1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, δεν ισχύουν εκεί όπου έχει γίνει άλλη πρόβλεψη από τον Νόμο, τόσο η διατύπωση όσο και η γενικότερη προσέγγιση του περί Δικαστηρίων Νόμου επιτρέπουν στα Κυπριακά Δικαστήρια ευρεία πρόσβαση σε Αγγλικές δικαστικές αποφάσεις και σε αποφάσεις άλλων δικαιοδοσιών όπου εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας, καθώς και αξιοσημείωτη ευελιξία και ευχέρεια στον εκσυγχρονισμό του Κυπριακού δικαίου με βάση νομολογιακές εξελίξεις σε άλλες χώρες με παρόμοιο νομικό σύστημα, όπου όμως δεν υπάρχει η κωδικοποίηση του δικαίου των συμβάσεων που έχει υιοθετηθεί στην Κύπρο.

Όπως έχει αναφερθεί,[6] στην Κύπρο, τόσο όσον αφορά το δίκαιο των συμβάσεων όσο και άλλους τομείς του παραδοσιακού δικαίου, στην πραγματικότητα εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας, με τους επιμέρους Νόμους να αποτελούν απλώς το νομικό πλαίσιο εντός των παραμέτρων και/ή με βάση τις κατηγορίες και ταξινομήσεις του οποίου εμπεδώνονται και εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας. Έστω και αν δεν υπήρχαν τα επιμέρους νομοθετήματα, η εξέλιξη του κοινοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας στην Κύπρο θα ήταν περίπου η ίδια στον χώρο των παραδοσιακών τομέων, εφόσον τα Κυπριακά Δικαστήρια σε πολλούς χώρους δικαίου ακολουθούν το εξελισσόμενο Αγγλικό δίκαιο (του οποίου οι δύο κλάδοι, το κοινοδίκαιο αφενός και οι αρχές της επιείκειας αφετέρου, έχουν στην πράξη συνενωθεί).

Τα πιο πάνω φυσικά ισχύουν και για το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που αρχίζει τη ζωή του στην Κύπρο ως μέρος του περί Συμβάσεων Νόμου και το οποίο, υπό την επίδραση των σύγχρονων εξελίξεων στην Αγγλία και σε άλλες χώρες όπου εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, μεταμορφώνεται, έστω ατελώς, στο σύγχρονο δίκαιο του αδικαιολόγητου

Σελ. 12

πλουτισμού και της αποκατάστασης (όποια και να είναι η ακριβής σχέση μεταξύ των δύο).

Όσον αφορά τα θέματα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, το Κυπριακό νομικό σύστημα έχει σημειώσει ιδιαίτερη εξέλιξη τις τελευταίες δεκαετίες, από τη μια ουσιαστικά υιοθετώντας την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσέγγιση των Αγγλικών Δικαστηρίων σε πρόσφατες υποθέσεις και, από την άλλη, προσπαθώντας να διατηρήσει τη σχέση μεταξύ των εν λόγω σύγχρονων εξελίξεων και των ισχυουσών νομοθετικών προνοιών, δηλαδή των σχετικών άρθρων του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Στο μέλλον, είτε υπάρξει νομοθετική παρέμβαση μέσω της τροποποίησης του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και/ή με τη θέσπιση νέας νομοθεσίας αφιερωμένης αποκλειστικά στα θέματα του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, είτε τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν, αναμένονται και στην Κύπρο περαιτέρω ενδιαφέρουσες εξελίξεις στους νέους χώρους δικαίου που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας Μελέτης.

Σελ. 13

3. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ –
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ Ή ΟΧΙ;

Χρειάζεται το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού; Η ισχύουσα προσέγγιση του σύγχρονου Αγγλοσαξωνικού δικαίου (ακολουθώντας τόσο το Ρωμαϊκό όσο και το Ηπειρωτικό δίκαιο) είναι ότι αυτή η κατηγορία δικαίου χρειάζεται, διότι κάθε νομικό σύστημα δεν μπορεί να εξαντλείται στις παραδοσιακές κατηγορίες του δικαίου, ιδιαίτερα προκειμένου περί του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου των αστικών αδικημάτων. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που πρέπει να τύχουν αντιμετώπισης με την απόδοση της δέουσας θεραπείας, πρώτιστα υποθέσεις όπου ένα πρόσωπο αποκτά αθέμιτο όφελος ή πλούτο σε βάρος κάποιου άλλου προσώπου. Η κλασική περίπτωση είναι όταν κάποιο πρόσωπο καταβάλλει ένα ποσό σε άλλο πρόσωπο εκ λάθους και χωρίς να το οφείλει. Από τη Ρωμαϊκή εποχή, όπως και από τις αρχές του κοινοδικαίου, είναι αποδεκτό ότι το πρόσωπο που κατέβαλε το εν λόγω ποσό έχει τουλάχιστον το καταρχήν δικαίωμα να το ανακτήσει από το πρόσωπο στο οποίο τούτο καταβλήθηκε εκ λάθους, διότι δεν θεωρείται δίκαιο το δεύτερο πρόσωπο να διατηρήσει το εν λόγω ποσό (στο οποίο δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα). Η περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε βάσει του δικαίου των συμβάσεων (παρά το ότι γίνεται κάποτε προσπάθεια να θεωρηθεί ότι υπάρχει οιονεί σύμβαση) ούτε βάσει του δικαίου των αστικών αδικημάτων (διότι ουδέν αστικό αδίκημα διεπράχθη). Επομένως, με βάση αυτό το παράδειγμα και άλλα παρόμοια, έχει διαμορφωθεί η προσέγγιση ότι χρειάζεται και τρίτη κατηγορία δικαίου, την οποία ορισμένοι αποκαλούν αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichment) και άλλοι αποκατάσταση (restitution).

Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά σε μια σημαντική υπόθεση:[7]

Σελ. 14

The concept of “injustice” in the context of the law of restitution harkens back to the Aristotelian notion of correcting a balance or equilibrium that had been disrupted. The restitutive form of justice is distinct from the analysis particular to tort and contract law, in the sense that questions of duty, standards, and culpability are not a central focus in restitution. Speaking in highly general terms, Stevens suggests that contract and tort claims deal with punitive or distributive measures, whereas restitution claims deal with an “unusual receipt and a retention of value” […]. Thus, restitution, more narrowly than tort or contract, focuses on re-establishing equality as between two parties, as a response to a disruption of equilibrium through a subtraction or taking. This observation has dual ramifications for the concept of “injustice” in the context of restitution. First, the injustice lies in one person’s retaining something which he or she ought not to retain, requiring that the scales be righted. Second, the required injustice must take into account not only what is fair to the plaintiff; it must also consider what is fair to the defendant. It is not enough that the plaintiff has made a payment or rendered services which it was not obliged to make or render; it must also be shown that the defendant as a consequence is in possession of a benefit, and it is fair and just for the defendant to disgorge that benefit.

Με λίγα λόγια, το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) και/ή της αποκατάστασης (restitution), όπως έχει εξελιχθεί, έχει ως σκοπό την επαναφορά μέσω αποκατάστασης της κοινωνικής και νομικής τάξης που έχει διαταραχθεί, με τη μέθοδο της αναστροφής (reversal) του πλούτου ο οποίος περιήλθε άδικα και χωρίς επαρκή δικαιολογία ή αιτία στον εναγόμενο. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι και οι άλλοι κλάδοι του ενοχικού δικαίου έχουν βασικά τον ίδιο σκοπό, αλλά με μια σημαντική διαφορά. Το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων αποσκοπούν στην αποκατάσταση της τάξης μέσω της επιδίκασης αποζημιώσεων για ζημιά, βλάβη ή απώλεια την οποία υπέστη ο ενάγων. Αντίθετα, το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικεντρώνεται σε όφελος το οποίο απέκτησε αδικαιολόγητα και αθέμιτα ο εναγόμενος και έχει σαν σκοπό την απόσπαση αυτού του οφέλους από τον εναγόμενο και την επιστροφή του στον ενάγοντα.

Σε σχέση με την πραγμάτωση αυτού του σκοπού, πρέπει να υποβληθούν δύο βασικά ερωτήματα. Πρώτον, απέκτησε ο εναγόμενος κάποιο όφελος το οποίο πρέπει καταρχήν να επιστρέψει στον ενάγοντα; Δεύτερον, παρά την απόκτηση του εν λόγω οφέλους, είναι δίκαιο το Δικαστήριο να αποστερήσει τον εναγόμενο από το εν λόγω όφελος, ή συντρέχουν λόγοι για τους οποίους, παρά την καταβολή κάποιου μη οφειλομένου ποσού, θα

Σελ. 15

ήταν άδικο ο εναγόμενος να διαταχθεί να προβεί σε αποκατάσταση; Μετά από μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορική διαδρομή που αρχίζει από τη Ρωμαϊκή εποχή, είναι τώρα ευρέως αποδεκτό ότι χρειάζεται η αναγνώριση της χωριστής νομικής κατηγορίας του αδικαιολόγητου πλουτισμού (μαζί με ορισμένους συναφείς τομείς δικαίου οι οποίοι δεν αποβλέπουν στην κάλυψη της ζημιάς αλλά στην αποστέρηση του εναγομένου από αθέμιτο κέρδος ή όφελος).

Φυσικά, η αναγνώριση ότι μια τέτοια κατηγορία χρειάζεται οδηγεί σε διάφορα προβλήματα. Ποια είναι η θεωρητική βάση της εν λόγω κατηγορίας; Ποια είναι η εμβέλειά της; Υπάρχει συνοχή και συνάφεια μεταξύ όλων των υποθέσεων ή περιπτώσεων που καλύπτονται από αυτήν; Ποια είναι τα κριτήρια μέσω των οποίων εφαρμόζονται οι αρχές της ούτω καλούμενης τρίτης κατηγορίας δικαίου; Στο παράδειγμα που αναφέρεται πιο πάνω, δηλαδή αυτό της εκ λάθους καταβολής κάποιου ποσού, το υπό κρίση ποσό μετακινήθηκε από τον Α στον Β χωρίς επαρκή δικαιολογία. Είναι καθαρή περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι ο Β έχει αποκτήσει εκ λάθους κάποιο ποσό που στην πραγματικότητα ανήκει στον Α. Επομένως, πρέπει το δίκαιο να προνοήσει για την επιστροφή του εν λόγω ποσού από τον Β στον Α. Τι συμβαίνει εκεί όπου δεν υπάρχει μεταφορά ή μετακίνηση πλούτου αλλά όπου ο Β απέκτησε κάποιο αθέμιτο όφελος αλλά όχι σε βάρος του Α;[8]

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια σύμβαση μεταξύ Α και Β και αυτή προνοεί ότι δεν μπορεί ο Β να προβεί σε κάποια ενέργεια, π.χ. να κοινοποιήσει μυστικά ή εμπιστευτικές πληροφορίες που ανήκουν στον Α. Ο Β παραβιάζει τη σύμβαση και ως αποτέλεσμα αποκτά ένα σοβαρό όφελος, αλλά δεν μπορεί εύκολα να λεχθεί ότι ο Α έχει απολέσει το συγκεκριμένο ποσό ή όφελος, όπως γίνεται στην περίπτωση της εκ λάθους καταβολής κάποιου ποσού. Είναι αυτό αποκλειστικά θέμα του δικαίου των συμβάσεων παρά το ότι υπάρχει κάποια διαφοροποίηση στην επιδίκαση αποζημιώσεων; Ή ανήκει αυτή η δεύτερη υπόθεση στην κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ή πρέπει ο αδικαιολόγητος πλουτισμός να περιοριστεί σε περιπτώσεις όπου το υπό κρίση ποσό ανήκει στον Α αλλά έχει τώρα βρεθεί στην κατοχή του Β χωρίς επαρκή δικαιολογία ή νόμιμη βάση; Τι γίνεται στην περίπτωση όπου ο Α κατέχει κάποιο περιουσιακό

Σελ. 16

στοιχείο το οποίο βρέθηκε στην κατοχή του Β και μεταγενέστερα μεταβιβάστηκε στον Γ; Φαίνεται ότι ο Α έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε ιχνηλάτηση και εντοπισμό του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, εν μέρει επί τη βάσει του ότι ούτε ο Β ούτε ο Γ έχουν δικαίωμα να κατακρατήσουν το περιουσιακό στοιχείο ή εμπράγματο δικαίωμα που ως θέμα δικαίου και δικαιοσύνης ανήκει στον Α. Και στην περίπτωση αυτή το νομικό σύστημα μεριμνά για να αναγνωριστεί το συνεχιζόμενο δικαίωμα του Α επί του υπό κρίση περιουσιακού στοιχείου, παρά το ότι αυτό μετακινήθηκε σε άλλα πρόσωπα και έστω και αν το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο έχει μεταλλαχθεί και είναι τώρα κάτι ολότελα διαφορετικό από ό,τι ήταν αρχικά. Πώς κατατάσσεται αυτή η υπόθεση, ιδιαίτερα σε σχέση με την κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού; Υπάρχει σχέση μεταξύ των περιπτώσεων που αναφέρονται πιο πάνω ή πρόκειται για χωριστές κατηγορίες υποθέσεων, που πρέπει να τύχουν διαφορετικού χειρισμού;

Η βασική θέση που ισχύει τώρα, τόσο σε χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο όσο και ευρύτερα, είναι ότι χρειάζεται νομική κατηγορία υπό την επωνυμία «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός», όποια και αν είναι η ακριβής εμβέλειά της.

Από την άλλη, είναι δυνατό να υιοθετηθεί μια ολότελα διαφορετική προσέγγιση, η οποία δεν θεωρεί ότι χρειάζεται η αναγνώριση ή η οικοδόμηση νέας κατηγορίας αστικού δικαίου, ακριβώς διότι οποιαδήποτε νέα κατηγορία δεν μπορεί να καθοριστεί με τον τρόπο με τον οποίο έχουν καθιερωθεί το δίκαιο των συμβάσεων αφενός και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων αφετέρου, καθώς επίσης διότι η αναγνώριση νέας κατηγορίας ουσιαστικού δικαίου συνεπάγεται κίνδυνο σύγχυσης και αβεβαιότητας. Αντίθετα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου αποδίδεται κάποια θεραπεία, αλλά οι εν λόγω περιπτώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο των παραδοσιακών αρχών δικαίου (είτε του κοινοδικαίου είτε του δικαίου της επιείκειας) χωρίς την αναγνώριση νέου κλάδου ή κατηγορίας δικαίου η οποία θα συνεπάγεται αναστάτωση στο δίκαιο και σύγχυση μεταξύ νομικών αρχών σε διάφορους τομείς απονομής της δικαιοσύνης.

Μεταξύ εκείνων που υιοθετούν αυτή την προσέγγιση είναι το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας.[9] Το Δικαστήριο αυτό δεν θεωρεί ούτε αναγκαία

Σελ. 17

ούτε επιθυμητή την αναγνώριση ξεχωριστής κατηγορίας δικαίου υπό την ονομασία «αδικαιολόγητος πλουτισμός». Μια τέτοια εξέλιξη, για τους Δικαστές της Αυστραλίας, θα δημιουργήσει περιττές περιπλοκές στην ανάλυση του δικαίου, ενώ ορισμένες δύσκολες περιπτώσεις μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης μέσω υφιστάμενων κατηγοριών δικαίου ή επιμέρους κανόνων, όπως π.χ. ότι πρόσωπα που εύλογα εναποθέτουν εμπιστοσύνη σε κάποιο άλλο πρόσωπο πρέπει να τύχουν προστασίας όσον αφορά τις εύλογες προσδοκίες τους και ότι δεν επιτρέπεται αθέμιτη συμπεριφορά η οποία προκαλεί ζημιά σε κάποιο άλλο πρόσωπο.

Πιο συγκεκριμένα, για το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας υπάρχουν διάφορες υποθέσεις όπου το Δικαστήριο προβαίνει σε απόδοση της θεραπείας της αποκατάστασης βάσει της εναπόθεσης εύλογης εμπιστοσύνης (reasonable reliance) στα λόγια ή στη συμπεριφορά κάποιου προσώπου. Εάν δηλαδή ο Α καταβάλει εκ λάθους κάποιο ποσό στον Β, ο Α έχει το δικαίωμα να διαμορφώσει την εύλογη εντύπωση ότι το ποσό αυτό θα του επιστραφεί. Συνεπώς, τουλάχιστον για ορισμένους, η εκ λάθους καταβολή κάποιου ποσού συνιστά γεγονός (όπως η συνομολόγηση σύμβασης ή η διάπραξη κάποιου αστικού αδικήματος) που παρέχει έρεισμα για τη δημιουργία υποχρέωσης εκ μέρους του Β προς τον Α, συνήθως μέσω της μεθοδολογίας της δημιουργίας εύλογης εντύπωσης ή προσδοκίας. Μια άλλη θεώρηση είναι αυτή της αθέμιτης συμπεριφοράς (unconscionability), ότι δηλαδή σε διάφορες περιπτώσεις αποδίδεται η θεραπεία της αποκατάστασης για να μην επιβραβευθεί η αθέμιτη συμπεριφορά. Επομένως, σύμφωνα με ορισμένους Μελετητές αλλά και Δικαστές, υπάρχουν ολιγότερο δραστικές λύσεις από τη δημιουργία νέας κατηγορίας δικαίου. Όμως η μεγάλη πλειοψηφία Δικαστών και ακαδημαϊκών θεωρεί ότι ούτε η μια προσέγγιση (εναπόθεση εμπιστοσύνης) ευσταθεί ούτε η άλλη (αθέμιτη συμπεριφορά), τουλάχιστον σε σύγκριση με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichment). Εντούτοις, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, ένα ιδιαίτερα σοβαρό και αξιόπιστο Δικαστήριο της Κοινοπολιτείας, όπου εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, όχι μόνο έχει ουσιαστικά προτιμήσει το γενικό σκεπτικό της αθέμιτης συμπεριφοράς (unconscionability) ως επεξήγηση των υποθέσεων και

Σελ. 18

περιπτώσεων που αντιμετωπίζονται συνήθως στο πλαίσιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά έχει εκφράσει και σοβαρές αμφιβολίες για την ίδια την κατηγορία του αδικαιολόγητου πλουτισμού, προτιμώντας άλλες προσεγγίσεις που συνήθως προκύπτουν από το δίκαιο της επιείκειας. Η υπόθεση Roxborough v. Rothmans of Pall Mall Australia Ltd,[10] ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ο Δικαστής Gummow ανέφερε τα πιο κάτω:

The conventional view is that it is the unjust enrichment which gives rise to the obligations of restitution. However, Justice Finn expresses concern that the concept of unjust enrichment may “contrive legal analysis” and continues (in a passage I would adopt):

“[T]o the extent that it directs attention to outcomes and to the character to be attributed to them, it is capable of concealing rather than revealing why the law would want to attribute a responsibility to one party to provide satisfaction to the other. This is particularly so where, as is so often the case, it is conduct in a relationship or dealing – an expectation created and relied upon; a mistake not corrected; etc – which provides the focus of legal attention and which generates the issue of legal policy for which resolution is required. This, I suspect, provides the reason why ‘unconscionable conduct’ and not ‘unjust enrichment’ (a possible effect of that conduct) has achieved the currency it has in Australian law.”

Considerations such as these, together with practical experience, suggest caution in judicial acceptance of any all-embracing theory of restitutionary rights and remedies founded upon a notion of “unjust enrichment”. To the lawyer whose mind has been moulded by civilian influences, the theory may come first, and the source of the theory may be the writing of jurists not the decisions of judges. However, that is not the way in which a system based on case law develops; over time, general principle is derived from judicial decisions upon particular instances, not the other way around.

Ο Δικαστής Gummow δεν αμφισβητεί ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός έχει σημασία, αλλά μόνο ως γενική έννοια και κατεύθυνση και όχι ως συγκεκριμένη νομική αρχή ή κατηγορία δικαίου. Εάν ο αδικαιολόγητος πλουτισμός μετατραπεί σε νέα κατηγορία δικαίου, π.χ. όπως το δίκαιο των συμβάσεων ή το δίκαιο των αστικών αδικημάτων ή ακόμα και το δίκαιο των εμπιστευμάτων, τότε θα προκύψουν σοβαρές θεωρητικές και

Σελ. 19

πρακτικές δυσκολίες, που θα επιφέρουν σύγχυση και αβεβαιότητα. Όπως συνέχισε ο Δικαστής Gummow:

Unless unjust enrichment is seen as a concept rather than a definitive legal principle, substance and dynamism may be restricted by dogma. In turn, the dogma will tend to generate new fictions in order to retain support for its thesis. It also may distort well settled principles in other fields, including those respecting equitable doctrines and remedies, so that they answer the newly mandated order of things. Then various theories will compete, each to deny the others. There is support in Australasian legal scholarship for considerable scepticism respecting any all-embracing theory in this field, with the treatment of the disparate as no more than species of the one newly discovered genus.

Η υπόθεση αυτή έτυχε ιδιαίτερα εχθρικής αντιμετώπισης στην Αγγλία, ιδιαίτερα από τους Καθηγητές Βeatson και Virgo,[11] οι οποίοι ανέφεραν τα εξής:

Gummow J., however, goes much further. He states that while it is now settled that the implied contract theory has been rejected, “the identification of a satisfactory doctrinal basis for the action [for money had and received] is a more difficult matter”. For him the common money counts occupy “an uneasy position in the legal system between the three great sources of obligation in private law, tort, contract and trust”. He rejects the use of unjust enrichment as the principle upon which restitutionary rights are based. He gives two reasons. The first, following Finn in Restitution: Past Present and Future (1998) is that, in directing attention to outcomes and to the character to be attributed to them, unjust enrichment is capable of concealing rather than revealing why the law would want to attribute responsibility to one party. Secondly, Gummow J. states that “unless unjust enrichment is seen as a concept rather than a definitive legal principle, substance and dynamism may be restricted by dogma”, “the dogma will tend to generate new fictions in order to retain support for its thesis”, and it “may distort well settled principles in other fields, including those respecting equitable doctrines and remedies.”

Το ερώτημα για τους Beatson και Virgo ήταν κατά πόσον οι έννοιες της καλής πίστης και της θεμιτής συμπεριφοράς, παράβαση των οποίων

Σελ. 20

μπορεί να οδηγήσει στο δικαίωμα αποκατάστασης, παρείχαν καλύτερο αναλυτικό πλαίσιο από την έννοια ή αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που είχε ουσιαστικά επιλεγεί στην Αγγλία και αλλού ως η βάση της νέας νομολογιακής κατάστασης πραγμάτων. Η απάντησή τους ήταν σαφώς αρνητική, ενώ μεταξύ άλλων υπέδειξαν ότι η επίκληση των εννοιών της καλής πίστης και της θεμιτής συμπεριφοράς θα οδηγούσε σε διάφορα δικαστικά αποτελέσματα τα οποία μπορούσαν να επεξηγηθούν μόνο βάσει της υποκειμενικής σκέψης και προσέγγισης των διαφόρων Δικαστών· αντιθέτως, η αναγνώριση και οριοθέτηση ενός νέου κλάδου δικαίου, δηλαδή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τα επιμέρους κριτήρια και τις κατηγορίες υποθέσεων, συνιστούσε ένα πολύ πιο στέρεο έρεισμα για την επεξήγηση και εξέλιξη του δικαίου. Η θέση τους ήταν ότι άλλα Δικαστήρια της Κοινοπολιτείας δεν έπρεπε να ακολουθήσουν την πορεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, με την επίκληση γενικών αρχών του δικαίου της επιείκειας, αλλά να διατηρήσουν και να επεξεργαστούν τη νέα κατηγορία δικαίου, δηλαδή αυτήν του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως εφαρμοζόταν μέσω διαφόρων θεραπειών, με πιο σημαντική αυτήν της αποκατάστασης (restitution).[12]

The shift in emphasis from unjust enrichment analysis to analysis in terms of equitable foundations generally, and unconscionability in particular, may be a natural development in Australian jurisprudence, but it should be firmly rejected in England. Roxborough illustrates the dangers in such a shift away from recognised principles. It is submitted that the concern with the recognition of the unjust enrichment principle meant that the majority failed to address the fact that this principle must generally be subordinate to the law of contract. In doing so the result of the decision of the High Court is likely to be the cause of greater confusion and uncertainty by undermining the contractual regime.

Παρά την έντονη κριτική, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας συνέχισε να εφαρμόζει γενικές αρχές και έννοιες του δικαίου της επιείκειας, αποφεύγοντας τις πιο συγκεκριμένες έννοιες και αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τουλάχιστον ως εργαλείων για δικαστική απόφαση.

Back to Top