ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 80,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 80,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18494
Μπαλογιάννη Ε., Σταμέλος Χ., Χατζημανώλη Δ.
Δακορώνια Ευ.
  • Εκδοση: 4η 2021
  • Σχήμα: 14x21
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 1520
  • ISBN: 978-960-654-494-1
  • ISBN: 978-960-654-494-1
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Το «Αγγλο-Ελληνικό Ελληνο-Αγγλικό Λεξικό Νομικών Όρων» φιλοδοξεί να αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα στην έρευνα νομικών όρων στον γλωσσικό συνδυασμό αγγλικά-ελληνικά/ελληνικά-αγγλικά. Αποτελεί ένα πλήρες, επικαιροποιημένο και αξιόπιστο corpus νομικών όρων που έχουν αντληθεί από το σύνολο των κλάδων του δικαίου και από διαφορετικά νομικά συστήματα και από τις αποδόσεις τους. Απευθύνεται σε δικηγόρους και εν γένει νομικούς, φοιτητές, συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς (ΕΣΔΙ, ΕΣΔΔΑ, κ.λπ.), καθώς και σε επαγγελματίες, όπως επιχειρηματίες και μεταφραστές, η δραστηριότητα των οποίων περιλαμβάνει την κατανόηση ή τη σύνταξη νομικών κειμένων στην αγγλική γλώσσα ή τη μετάφραση νομικών κειμένων στον εν λόγω γλωσσικό συνδυασμό.

Πρόλογος δ΄ έκδοσης VII

Πρόλογος γ΄ έκδοσης XIII

Πρόλογος β΄ έκδοσης XV

Πρόλογος α΄ έκδοσης XVII

Πρόλογος της Επιμελήτριας XIX


Αγγλο-ελληνικό Λεξικό Νομικών Όρων 1

Ελληνο-αγγλικό Λεξικό Νομικών Όρων 791

Το Σύνταγμα της Ελλάδας στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα 1361

Σελ. 1

 

 

 

ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Σελ. 3

A a

A 1. “A” shares, συνήθεις, απλές μετοχές με περιορισμένα δικαιώματα ψήφου. 2. (Θαλάσσια ασφάλιση) A ship which is A1 at Lloyd’s, όρος που χαρακτηρίζει την κατάσταση ενός πλοίου άριστη, πρώτης τάξης με βάση τον νηογνώμονα των Lloyd’s του Λονδίνου. 3. (Υποθετικό πρόσωπο) «ο Α παρέδωσε το πράγμα». 4. Λατινικά: από, δια, σε, του, με. 5. (Αξιόγραφα) γράμμα που χρησιμοποιείται σε πίνακα εφημερίδας για χρηματιστηριακή συναλλαγή που δείχνει ότι έγινε καταβολή μετρητών πλέον των συνηθισμένων μερισμάτων στη διάρκεια ενός έτους. 6. (Αξιόγραφα) γράμμα που χρησιμοποιείται σε πίνακα εφημερίδας για συναλλαγή αμοιβαίων κεφαλαίων που δείχνει την απόδοση που ενδεχομένως περιλαμβάνει κέρδη κεφαλαίων και ζημίες όπως και το τρέχον επιτόκιο. 7. (Αξιόγραφα) κεφαλαίο γράμμα που χρησιμοποιείται σε έκθεση εφημερίδας για εταιρικά έσοδα που προσδιορίζει το Αμερικανικό Χρηματιστήριο, το Χρηματιστήριο των ΗΠΑ (American Stock Exchange) ως τη βασική αγορά των κοινών μετοχών εταιρείας. 8. (Αξιόγραφα) βαθμός πιστοληπτικής ικανότητας. Αναφέρεται στα ειδικά γραφεία εκτιμήσεων πιστοληπτικής ικανότητας επιχειρήσεων. Οι βαθμοί, όπως προβλέπονται από τη Standard & Poor’s (ΗΠΑ), είναι ο μεγαλύτερος ΑΑΑ και ο μικρότερος C. Αντίστοιχα για τη Moody’s (ΗΠΑ) οι βαθμοί είναι Aaa, Aa, A, Baa, και λοιπά ως C. Διακριτικά μετοχών (απλών, προνομιούχων). (“A stock”). Διακριτικά ομολογιών (“A bond”). 9. (Συντομογραφία) ενάντια, αντίθετα (adversus). 10. (Ιστορικά) γράμμα που φορούσε σε ρούχο ως τιμωρία ο ένοχος για μοιχεία (adultery). 11. (Ρωμαϊκό δίκαιο) Συντομογραφία για τον όρο absolvο που γραφόταν σε ξύλινα πινακίδια από δικαστές ποινικών δικαστηρίων για αθωωτική ψήφο. 12. (Ρωμαϊκό δίκαιο) Συντομογραφία για τον όρο antiquο («υπέρ του παλαιού δικαίου») που γραφόταν σε ξύλινα πινακίδια από τους μετέχοντες σε λαϊκή γενική συνέλευση προκειμένου να ψηφίσουν κατά προτεινόμενου νέου νόμου. 13. (Ναυτικό) (σύντ.) alloy containers, μεταλλικά εμπορευματοκιβώτια. (σύντ.) aft, προς την πρύμνη, automation, αυτοματοποίηση.

A (B, C, κ.λπ.) stock (ουσ.) σειρές μετοχών της ίδιας κατηγορίας που φέρουν διάφορα διακριτικά ψηφία που αντιστοιχούν σε διαφορετικά χαρακτηριστικά π.χ. η σειρά Α των προνομιούχων μετοχών μπορεί να εισπράττει λιγότερο μέρισμα από τη σειρά Β των προνομιούχων επίσης μετοχών (βλ. Α).

a aver et tener (γαλλ.) “Έχειν και κατέχειν” (τυποποιημένος όρος σύμβασης). Βλ. Habendum Clause.

Σελ. 4

a bon droit (επίρρ.) ευλόγως, δικαίως (γαλλικό δίκαιο).

A bond (ή B, C bond κ.λπ.) (ή series bond ή serial bond) (ουσ.) έκδοση ομολογίας σε σειρές, κάθε μια εκ των οποίων παίρνει από ένα διακριτικό γράμμα A, B, C κ.λπ. και προσφέρεται στο κοινό σε διαφορετικές ημερομηνίες (βλ. Α).

A/C, a/c (σύντμηση) λογαριασμός (account), τρεχούμενος λογαριασμός (account current).

a cancellando (λατ.) από το να ακυρωθεί / ματαιωθεί.

a cancellis (λατ.) ο καγκελάριος, αξιωματούχος που ασκούσε τα καθήκοντά του πίσω από κάγκελα.

a cancellis curiae explodi (λατ.) το να αποβάλλεται κάποιος από την αίθουσα του δικαστηρίου.

a cause de (γαλλ.) για τον λόγο αυτό.

a contrario argument (λατ.) επιχείρημα εξ αντιδιαστολής.

a contratio sensu (λατ.) εξάλλου, αντιθέτως.

a dato (λατ.) από την ημερομηνία.

a die confectionis (λατ.) από την ημέρα της πράξης, της κατάρτισης της σύμβασης.

a die datus (λατ.) από αυτήν την ημέρα δίδεται (διάταξη μισθωτηρίου που προβλέπει την έναρξη της μίσθωσης).

a fine force (λατ.) από καθαρή αναγκαιότητα.

a fortiori (επίρρ. λατ.) κατά μείζονα λόγο, πολύ περισσότερο, τοσούτω μάλλον, για πιο ισχυρούς λόγους.

a gratia (λατ.) ex gratia, εθελούσιος, από χαριστική αιτία, λ.χ. εθελούσια παροχή εργοδότη προς εργαζόμενο χωρίς να υφίσταται ή να θεμελιώνεται νομική υποχρέωση του παρόχου.

a huis clos (επίρρ.) κεκλεισμένων των θυρών (συν. in camera).

a latere (λατ.) εκ πλαγίου (διαδοχή).

a manibus (λατ.) βασιλικός αντιγραφέας χειρογράφων, νομοδιδάσκαλος.

a manu servus (λατ.) γραμματέας.

a maximis ad minima (λατ.) εκ του μείζονος τεκμαίρεται το ελάχιστο, εκ του μείζονος το έλασσον.

a me (λατ.) από εμένα.

a multo fortiori (λατ.) με διαφορά ο βασικότερος λόγος, ο ισχυρότερος λόγος, η βασικότερη αιτία.

a posteriori (λατ.) επαγωγικώς εκ των αποτελεσμάτων προς τα αίτια, εκ των υστέρων.

à prendre (γαλλ.) για λήψη, για κατάσχεση, πρόκειται για θεσμό ανάλογο της δουλείας (οδού κ.λπ.), βλ. και profit à prendre.

a priori (λατ.) εκ των προτέρων, απαγωγικώς, εκ του γενικού προς το ειδικό.

a quo (λατ.) από τον οποίο.

a rubro ad nigrum (λατ.) μετάβαση από τον τίτλο του νόμου που εκτυπωνόταν με κόκκινα γράμματα στο περιεχόμενο του νόμου που εκτυπωνόταν με μαύρα γράμματα (κατά λέξη: «από το κόκκινο στο μαύρο»).

A shares (ουσ.) μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου.

A.D. (σύντ.) Anno Domini, Έτος Κυρίου (μετά Χριστόν).

a.m. (σύντ.) ante meridiem, προ μεσημβρίας, π.μ. Βλ. λ. p.m.

A.R. (λατ., συντ.) Anno Regni, στο έτος βασιλείας, λ.χ. A.R.V.R. 22 σημαίνει

Σελ. 5

Anno Regni Victoriae Reginae vicesimo secundo, στο εικοστό δεύτερο έτος της βασιλείας της Βασίλισσας Βικτωρίας.

AA (σύντ.) 1. βλ. Affirmative Action. 2. always afloat, συνεχώς εν πλω. Όρος ναυλοσυμφώνου που προβλέπει ότι το πλοίο θα βρίσκεται πάντα εν πλω, θα πλέει συνεχώς είτε είναι σε λιμάνι είτε στην ανοικτή θάλασσα σε όλη τη διάρκεια ισχύος του ναυλοσυμφώνου, και ότι το πλοίο δε θα προσεγγίσει σε λιμάνια ή σημεία φόρτωσης / εκφόρτωσης όπου τα νερά είναι αβαθή ή ο βυθός λασπώδης και κινδυνεύει να προσαράξει ή να αγγίξει τον βυθό κατά την διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης. 3. (σύντ.) Alcoholics Anonymous, Ανώνυμοι Αλκοολικοί

AAA (σύντ.) 1. Αμερικανική Ένωση Διαιτησίας (American Arbitration Association) (ΗΠΑ). 2. Αμερικανική Ένωση Λογιστών (American Accounting Association). 3. Αμερικανική Ακαδημία Αναλογιστών Ασφαλιστικών Εταιρειών (American Academy of Actuaries). 4. Νόμος Αγροτικών Ρυθμίσεων (Agricultural Adjustment Act). 5. Χαρακτηρισμός πιστοληπτικής ικανότητας επιχειρήσεων, εταιρειών, ομολογιών, κ.λπ., υψηλής φερεγγυότητας. Γνωστό και ως τρία άλφα (triple “a”). 6. Αμερικανική Ένωση Διαφημιστών (American Advertising Association). 7. Αμερικανική Ακαδημία Διαφημιστών (American Academy of Advertising). 8. Αμερικανική Ένωση Αυτοκινητοβιομηχανιών (American Automobile Association).

AAAA (σύντ.) Ένωση Αμερικανικών Διαφημιστικών Εταιρειών (American Association of Advertising Agencies).

AAAA Spot Contract συμβόλαιο αγοράς τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού διαφημιστικού χρόνου με τυποποιημένους όρους που έχουν καθορισθεί από την ΑΑΑΑ (βλ. όρο ΑΑΑΑ).

AAC (σύντ.) Έτος π.Χ. (Anno Ante Christum).

AACB (σύντ.) Ένωση Αφρικανικών Κεντρικών Τραπεζών (Association of African Central Banks).

AACN (σύντ.) Έτος γέννησης π.X. (Anno Ante Christum Natum).

AAD (σύντ.) Με έκπτωση (at a discount).

AALS (σύντ.) Ένωση Αμερικανικών Νομικών Σχολών (Association of American Law Schools).

AAMS (σύντ.) Associated African States and Madagascar, ΕΑΚΜ Ένωση Αφρικανικών Κρατών και Μαδαγασκάρης. AAMS countries, χώρες της ΕΑΚΜ.

AAR (σύντ.) Κατά παντός κινδύνου, έναντι όλων των κινδύνων (against all risks). Βλ. all risks insurance.

AB (σύντ.) able-bodied seaman. Έμπειρος, ικανός για ναυτολόγηση επαγγελματίας ναυτικός.

Ab (λατ.) Από, δια, του.

ab actis (λατ.) Ρωμαϊκό δίκαιο: αξιωματούχος αρμόδιος για τα δημόσια αρχεία (acta), μητρώα, περιοδικά, ή πρακτικά, δικαστικός υπάλληλος, συμβολαιογράφος.

ab agendo (λατ.) Ανίκανος για δικαιοπραξία, χωρίς ικανότητα για σύναψη συμβάσεων ή συναλλαγές οιουδήποτε είδους.

ab ante (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: πριν, προκαταβολικά, εκ των προτέρων.

ab antecedente (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: πριν, προκαταβολικά, εκ των προτέρων.

ab antiqua (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: Από τους αρχαίους χρόνους.

ab antiquo (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: Από τους αρχαίους χρόνους.

Σελ. 6

ab epistolis (λατ.) αξιωματούχος που διατηρούσε την αλληλογραφία για ανώτερο, γραμματέας.

ab extra (λατ.) από έξω, πέραν από.

ab inconvenienti (λατ.) από ταλαιπωρία ή ενόχληση.

ab initio (επίρρ.) εξ αρχής, αναδρομικώς.

ab intestato (λατ.) εξ αδιαθέτου (κληρονομική διαδοχή), όχι εκ διαθήκης.

ab invito (λατ.) από ένα μη πρόθυμο μέρος, εναντίον της επιθυμίας κάποιου.

ab irato (λατ.) από θυμό.

ab olim (λατ.) παλαιού, παλαιάς.

ab urbe condita (λατ.) από την ίδρυση της πόλης (της Ρώμης), συνήθως χρησιμοποιείται ως συντομογραφία 23 A.U.C. που σημαίνει 23 έτη από την ίδρυση της Ρώμης.

ABA 1. Ένωση Αμερικανικών Δικηγορικών Συλλόγων (American Bar Association). 2. Ένωση Αμερικανικών Τραπεζών (American Bankers Association).

abacinate Τυφλώνω κάποιον με την τοποθέτηση καυτού σίδερου ή μεταλλικής πλάκας μπροστά στα μάτια του.

abact (ρ.μ.) κλέβω κτήνη, αποσπώ, υφαρπάζω βιαίως κινητή περιουσία.

abacted (επίθ.) υφαρπαγείς.

abaction (ουσ.) βίαια απόσπαση, ζωοκλοπή (αγελάδων). Βλ. abigeatus.

abactor (ουσ.) ο κλέφτης αγελάδων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων. abactors’ offences, εγκλήματα κατά των προσωπικών στοιχείων κάποιου. βλ. abigeus.

ABACUS Ηλεκτρονικό σύστημα για κρατήσεις εισιτηρίων κ.λπ. που δημιουργήθηκε από τις εταιρείες Cathay Pacific και Singapore Airlines. Πρβλ. AMADEUS, GALILEO και SABRE.

abaft (επίρρ.) πίσω, προς την πρύμνη, στο πίσω μέρος.

abalienate (ρ.μ.) απαλλοτριώνω, εκποιώ περιουσιακά στοιχεία. abalienate property for public benefit, απαλλοτριώνω ακίνητα προς όφελος του δημοσίου. abalienate res, απαλλοτριώνω το πράγμα.

abalienation (ουσ.) απαλλοτρίωση, εκποίηση. abalienation as a process to eminent domain, διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. abalienation of encumbered property, εκποίηση περιουσίας μετά βαρών.

abamita (λατ.) Η προ-προ-προ θεία (βλ. abmatertera).

abandon (ρ.μ.) 1. εγκαταλείπω. abandon a child, εγκαταλείπω τέκνο, αφήνω έκθετο τέκνο. abandon a distressed seaman overboard, εγκαταλείπω ναυτικό στη θάλασσα. 2. υποχωρώ, αποξενώνομαι, παραιτούμαι από το δικαίωμα διεκδικήσεως εκ των υστέρων. abandon a case, παραιτούμαι από δικαστική υπόθεση. abandon a claim, παραιτούμαι από απαίτηση. abandon a complaint, παραιτούμαι (άνευ σπουδαίων λόγων) της αγωγής. abandon an appeal, παραιτούμαι από έφεση. abandon an easement, παραιτούμαι δουλείας. abandon ship drill, γυμνάσια εγκατάλειψης πλοίου.

abandoned (επίθ.) αδέσποτος, εγκαταλελειμμένος, έκθετος, οτιδήποτε εγκαταλείπεται. abandoned new-born infant, εγκαταλελειμμένο βρέφος. abandoned take off, ματαιωθείσα απογείωση. abandoned property, εγκαταλελειμμένη περιουσία.

abandonee (ουσ.) εκδοχέας, άτομο υπέρ του οποίου γίνεται η εγκατάλειψη, ο υπέρ ου η εκχώρηση, δικαιούχος εκχώρησης (ασφαλιστής). abandonee subrogated

Σελ. 7

to the rights of insured, υποκατάσταση ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλισμένου.

abandonment (ουσ.) 1. εγκατάλειψη. abandonment as ground for divorce, εγκατάλειψη ως λόγος διαζυγίου. malicious / wilful abandonment, κακόβουλη εγκατάλειψη, βλ. και desertion. 2. το αδίκημα της εγκατάλειψης ανηλίκου κάτω των 16 ετών από τον γονέα ή τον κηδεμόνα του. 3. Παραίτηση, εκούσια εγκατάλειψη πράγματος ή δικαιώματος, χωρίς πρόθεση επαναδιεκδίκησης. abandonment of action, εγκατάλειψη (παραίτηση) αγωγής. 4. εγκατάλειψη δικαιώματος προαίρεσης (option) για αγορά ή πώληση μετοχών. 5. (θαλ. ασφαλ.) εγκατάλειψη ασφαλισμένου πράγματος του οποίου η αποκατάσταση είναι αδύνατη ή ασύμφορη, ύστερα από σχετική δήλωση του ασφαλισμένου προς τον ασφαλιστή. abandonment of a ship, εγκατάλειψη πλοίου. abandonment of a cargo, εγκατάλειψη φορτίου. notice of abandonment, δήλωση εγκατάλειψης στον ασφαλιστή με συνέπεια την κατά νομικό πλάσμα ολική απώλεια (constructive total loss) και την περιέλευση της κυριότητας του ασφαλισμένου πράγματος στον ασφαλιστή. 6. (ποιν.) βλ. renunciation. 7. (πτωχ.) η εγκατάλειψη με δικαστική απόφαση από τον σύνδικο πτώχευσης περιουσιακού στοιχείου που είναι βεβαρημένο ή ευτελούς αξίας ή η εγκατάλειψη στον οφειλέτη μη χρησιμοποιηθέντος περιουσιακού στοιχείου μετά το κλείσιμο της υπόθεσης.

abandum (ρ.) (λατ.) Ιστορικά: το πράγμα που έχει κατασχεθεί.

abarnare (ρ.μ.) (λατ.) Ιστορικά: αποκαλύπτω άγνωστο έγκλημα.

abase (ρ.μ.) υποτιμώ, υποβιβάζω σε βαθμό ή σε εκτίμηση.

abatable (επίθ.) αποκαταστάσιμος. abatable nuisance, προσβληθείσα και αποκαταστάσιμη νομή. abatable tax, φόρος δυνάμενος να μειωθεί.

abatamentum (λατ.) βλ. abatement

abate (ρ.μ.) 1. ελαττώνω, μειώνω, μειώνομαι, μετριάζω. 2. καταργώ, τερματίζω, ακυρώνω, αποκαθιστώ. 3. αίρω την προσβολή. abate a nuisance, αίρω την προσβολή επί της νομής. action to abate a nuisance, αγωγή για την άρση της προσβολής ή της διατάραξης της νομής. 4. υποτιμώ, υποβιβάζω, υποβιβάζομαι.

abatement (ουσ.) 1. ελάττωση, μετριασμός, μείωση ή απαλλαγή από φόρο που λογίστηκε αλλά δεν έχει καταβληθεί ακόμα. 2. αναλογική μείωση των απαιτήσεων όλων των πιστωτών σε περίπτωση αδυναμίας του οφειλέτη για πλήρη ικανοποίηση όλων. abatement clause, ρήτρα απαλλαγής, διάταξη μισθωτηρίου που απαλλάσσει τον μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. abatement of an action, απόρριψη διαδικασίας εκδίκασης αγωγής εκ του νόμου, λόγω μεταβολής του έννομου συμφέροντος ή της κατάστασης των μερών (π.χ. θάνατος, χρεοκοπία) κατά τη διάρκεια της δίκης. abatement of a nuisance, άρση προσβολής της νομής ή όχλησης. abatement of purchase money, μείωση του τιμήματος πωλήσεως. abatement of taxes, φορολογική μείωση.

abator (ουσ.) ο αποκαταστήσας την προσβεβλημένη νομή.

abatuda (λατ.) μείωση πράγματος, έκπτωση (moneta abatuda)

abavia (λατ.) η προ-προγιαγιά.

Σελ. 8

abavunculus (λατ.) ο προ-προ-προ θείος (αναφέρεται και ως avunculus maximus), βλ. abpatruus.

abavus (λατ.) ο προ-προ παππούς.

abbacy (ουσ.) η δικαιοδοσία του ηγουμένου.

abbess (ουσ.) ηγουμένη σε μοναστήρι γυναικών.

abbey (ουσ.) αββαείο, μοναστήρι που διοικείται από ηγούμενο ή μοναστήρι γυναικών (convent) που διοικείται από ηγουμένη.

abbey land (ουσ.) (ιστ.) μοναστηριακά ακίνητα, ακίνητα που ανήκουν σε μοναστήρι με περιορισμένη δυνατότητα μεταβίβασης, βλ. amortize, deadhand control, mortmain.

abbot (ουσ.) ηγούμενος.

abbreviate (ρ.μ.) συντομεύω, συντέμνω.

abbreviated term sheet βλ. term sheet.

Abbreviatio Placitorum (λατ.) περίληψη υποθέσεων βάσει των πρακτικών των δικαστηρίων και της Βουλής από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα που συνετάχθη τον 17ο αιώνα και εκδόθηκε το 1811 από τον Arthur Agarde, Υπουργό Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου.

abbreviation (ουσ.) σύντμηση, συντόμευση, συντομογραφία. abbreviation of a period (time), σύντμηση προθεσμίας.

abbreviator (ουσ.) 1. Κάποιος που συντέμνει, συντομεύει. 2. (εκκλησ. δίκαιο) αξιωματούχος σε δικαστήριο της Ρώμης διορισμένος ως βοηθός του αντι-καγκελάριου για να συντάσσει λόγους του Πάπα και να περιορίζει τις αιτήσεις, όταν χορηγούνται, σε κατάλληλη μορφή, ώστε να γίνονται παπικές διατάξεις / παπικές βούλες.

abbroachment (ουσ.) (ιστ.) προαγορά εμπορευμάτων σε χονδρική τιμή που θα πωληθούν σε λιανική, με σκοπό τον έλεγχο της σχετικής αγοράς.

ABC test (ουσ.) Ο κανόνας ότι ένας εργαζόμενος δεν δικαιούται ασφαλιστικά επιδόματα ανεργίας αν (Α) είναι ανεξάρτητος από τον έλεγχο του εργοδότη, (Β) εργάζεται μακριά από την έδρα του εργοδότη, (C) ασχολείται με το εμπόριο.

ABC transaction (ουσ.) (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) Πώληση μεριδίου από έναν ιδιοκτήτη (Α) σε επιχειρηματία (Β) με αντάλλαγμα καταβολή μετρητών και το δικαίωμα για μία ακόμη καταβολή (συνήθως μεγαλύτερη) μετρητών όταν αυτό παράγει, μετά την πώληση από τον Α του δικαιώματος για πληρωμή στην εταιρεία (C) που πληρώνει τον Α σε μετρητά δανεικά από δανειστή με ενέχυρο στην πληρωμή παραγωγής της εταιρείας C. Τα φορολογικά πλεονεκτήματα αυτής της συναλλαγής περιορίστηκαν στις ΗΠΑ με τον Νόμο της Φορολογικής Μεταρρύθμισης του 1969.

abdicate (ρ.μ.) παραιτούμαι (αξιώματος, δικαιώματος, θρόνου), εγκαταλείπω αποποιούμαι. abdicate the responsibility, αποποιούμαι της ευθύνης. abdicate the rights, αποποιούμαι των δικαιωμάτων. abdicate the throne, παραιτούμαι του θρόνου.

abdication (ουσ.) παραίτηση από δικαίωμα, αποποίηση. abdication of office prerogatives, παραίτηση από τα προνόμια του αξιώματος. abdication of responsibility, αποποίηση της ευθύνης.

abditory (ουσ.) κρησφύγετο, κρυψώνα.

abduct (ρ.μ.) απάγω, ενεργώ βίαιη απαγωγή.

Σελ. 9

abduction (ουσ.) απαγωγή (συν. kidnapping). abduction of a minor, απαγωγή ανηλίκου. international child abduction, διεθνής απαγωγή παιδιών (συν. international parental abduction). involuntary abduction, ακούσια απαγωγή (με τη βία παρά τη θέληση του ατόμου, είτε ενηλίκου είτε ανηλίκου). voluntary abduction, εκούσια απαγωγή (ανηλίκου/-ης χωρίς τη συγκατάθεση γονέων ή κηδεμόνων του/ της).

abductor (ουσ.) απαγωγέας.

abearance (ουσ.) συμπεριφορά (συν. behavior, demeanor- που όμως χρησιμοποιείται λίγο πια). be of good abearance, έχω καλή διαγωγή.

aberrant (επίθ.) που παρεκκλίνει ή αποκλίνει (συνήθως κατά τρόπο μη αποδεκτό), παρεκκλίνων, αντικανονικός, ανώμαλος, ασυνήθιστος.

aberrant behavior (ουσ.) μία πράξη ποινικά κολάσιμη που δεν σχεδιάστηκε ή ήταν απερίσκεπτη. Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τέτοιες ποινικές πράξεις επιεικέστερα υπό το φως των κατευθυντηρίων γραμμών για την επιβολή ποινών του ποινικού δικαίου σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Παρεκκλίνουσα συμπεριφορά.

aberration (ουσ.) διάλειψη, διαταραχή, εκτροπή, προσωρινή αλλαγή από το συνήθη ή τυπικό τρόπο συμπεριφοράς, παρέκκλιση, παρεκτροπή. aberration jactus, αστόχημα βολής. he stole the money in a moment of aberration, έκλεψε τα χρήματα σε μια στιγμή διαλείψεως. mental aberration, διατάραξη συνειδήσεως.

abesse (λατ.) το να είμαι απών, δικαστικά απών (πρβλ. adesse).

abet (ρ.μ.) υποκινώ, παρακινώ, ενθαρρύνω προς διάπραξη αδικήματος, προτρέπω. abet the commission of a crime, παρακινώ στην τέλεση εγκλήματος. aid and abet sb, γίνομαι υποκινητής κάποιου και συνεργός είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια του εγκλήματος. aiding and abetting, συνέργεια.

abetment (ουσ.) ηθική αυτουργία, παρακίνηση σε τέλεση εγκλήματος.

abettator (λατ.) βλ. abettor.

abettor (ουσ.) ηθικός αυτουργός, υποκινητής, παραπείσας, συνεργός, συνένοχος. abettor instigating commission of a crime, ηθικός αυτουργός που παρακινεί στην τέλεση εγκλήματος. abettor sentenced with principal’s punishment (penalty), ηθικός αυτουργός που τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού. aider and abettor, συνεργός.

abeyance (ουσ.) εκκρεμότητα, αναστολή. this law is in abeyance, αυτός ο νόμος δεν εφαρμόζεται για την ώρα, βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. estate in abeyance, σχολάζων κλήρος, αδιάθετος κλήρος. in abeyance, σε εκκρεμότητα, σε αχρηστία, προσωρινή εκκρεμότητα σε τίτλο κυριότητας ακινήτου. Νομικός όρος που αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος τίτλος ιδιοκτησίας βρίσκεται σε καθεστώς αμφισβήτησης της κυριότητας και για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ρύθμιση της αμφισβήτησης αυτής.

abide (ρ.μ.) 1. μένω, διαμένω. 2. abide by something, συμμορφώνομαι, ενεργώ συμφώνως προς, αποδέχομαι και τηρώ συμφωνία, παραμένω σταθερός, αμετάβλητος. abide by a decision, τηρώ, δεσμεύομαι από μια απόφαση. abide to the laws, συμμόρφωση προς τους νόμους (του Κράτους). abide the Court

Σελ. 10

decree, εκτελώ δικαστικό βούλευμα. 3. abide the consequences, υφίσταμαι, δέχομαι τις συνέπειες. 4. can’t abide sb or sth, αντιπαθώ έντονα κάποιον. 5. (στις ΗΠΑ) το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης σε οιανδήποτε εκ των 50 πολιτειών της Αμερικής. (συν. obey).

abiding (επίθ.) αυτός που διαρκεί από πολύ καιρό, αειθαλής. abiding interest, παλαιό, αειθαλές ενδιαφέρον. abiding conviction, δικαστική παγίωση ενοχής κατηγορουμένου. law abiding, νομοταγής.

abigeatus (λατ.) ζωοκλοπή (αγελάδων) οδηγώντας αυτές μακριά (βλ. abaction).

abigeus (λατ.) κλέφτης αγελάδων σε μεγάλη ποσότητα (βλ. abactor).

ability (ουσ.) 1. ικανότητα, επιδεξιότητα, καταλληλότητα. ability to conduct a trial, ικανότητα διενέργειας δίκης. ability to pay principle of taxation, αρχή σύμφωνα με την οποία το ύψος της φορολογίας καθορίζεται ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του φορολογουμένου. ability to pay, ικανότητα αποπληρωμής, 1. βασική φορολογική θεωρία που πρεσβεύει ότι το ποσόν του φόρου που πρέπει να πληρώσει κάποιος θα πρέπει να εξαρτάται από τη δυνατότητά του να πληρώσει και ως εκ τούτου οι κατέχοντες υψηλότερο εισόδημα θα πρέπει να πληρώνουν απόλυτα και σχετικά περισσότερο φόρο από εκείνους με χαμηλότερο εισόδημα, 2. (τραπ.) η εξέταση της δυνατότητας του πιστούχου μιας τράπεζας να αποπληρώσει έγκαιρα το κεφάλαιο και τους τόκους από το διαθέσιμο εισόδημά του, 3. (χρημ.) η δυνατότητα ενός κρατικού φορέα (συνήθως δημοτικής αρχής) εκδότη κρατικού ομολόγου να δημιουργήσει έσοδα από φόρους ή άλλες πηγές για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών του προς τους κατόχους των τίτλων, 4. (οικον.) η οικονομική δυνατότητα της εργοδοσίας μιας επιχείρησης να δώσει αύξηση στο προσωπικό της.

abishering (ουσ.) η εξαίρεση από κατάσχεση ή συμβατική έκπτωση δικαιωμάτων.

abjudge (ρ.μ.) αφαιρώ ή απομακρύνω με δικαστική απόφαση.

abjudicatio (λατ.) η πράξη αποστέρησης από πρόσωπο πράγματος με δικαστική απόφαση.

abjuration (ουσ.) αποκήρυξη, εξωμοσία, αποποίηση δοθέντος όρκου. offence of abjuration, αδίκημα επιορκίας.

abjure (ρ.μ.) αποκηρύσσω με όρκο, διαψεύδω, απαρνούμαι, αποκηρύττω, εγκαταλείπω όρκο, αποποιούμαι, (ΗΠΑ) αποποιούμαι πίστη σε άλλη χώρα. I abjure my religion, απαρνούμαι τη θρησκεία μου. abjure criminal, επίορκος.

able (επίθ.) ικανός, επιδέξιος, αρμόδιος. able-bodied, αρτιμελής, σωματικός ικανός, ικανός για στρατιωτική θητεία. able-bodied worker / able-bodied labour, εργάτης σωματικός ικανός προς εργασία. able-bodied seaman, ναυτικός ικανός ναυτολογήσεως, ναυτικός ειδικευμένος. able to pay, αξιόχρεος.

ablegate (ουσ.) απεσταλμένος του Πάπα για ειδική αποστολή, όπως η μεταφορά των διακριτικών του αξιώματος ενός νεοδιορισμένου καρδινάλιου.

ablocation (ουσ.) η μίσθωση περιουσίας έναντι χρημάτων.

ABM Agreement (σύντ.) Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων

abmatertera (λατ.) η προ-προ-προ θεία (βλ. abamita).

abnegation (ουσ.) απάρνηση.

Σελ. 11

abnepos (λατ.) ο εγγονός του εγγονού ή εγγονής, ο τρισέγγονος.

abneptis (λατ.) η εγγονή του εγγονού ή εγγονής, η τρισέγγονη.

abnormal (επίθ.) ανώμαλος, μη κανονικός, αντικανονικός, αφύσικος, μη φυσιολογικός, ασυνήθιστος. abnormal spoilage (συν. abnormal loss, ANL), ζημία, φθορά, υψηλότερη από την αναμενόμενη συνήθως λόγω ειδικών περιστάσεων (π.χ. όξινη βροχή). abnormal law, δίκαιο των ανικάνων, δίκαιο που εφαρμόζεται σε πρόσωπα που είναι νομικώς ανίκανα ή περιορισμένα ικανά (λ.χ. σχιζοφρενείς).

abnormally dangerous activity δραστηριότητα που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ασφαλώς ακόμη και αν δοθεί εύλογη προσοχή και για την οποία ο πράττων ενδέχεται να υπέχει αντικειμενική ευθύνη στα πλαίσια του δικαίου των αδικοπραξιών (ιδίως στις ΗΠΑ) (κατά λέξη: «μη κανονική επικίνδυνη δραστηριότητα»).

abnormally low price ασυνήθιστα χαμηλό τίμημα, ασυνήθιστα χαμηλή τιμή, υπερβολικά χαμηλή τιμή.

aboard (επίρρ.) επί του πλοίου ή επί του αεροσκάφους ή του τραίνου κ.λπ.

abode (ουσ.) κατοικία, διαμονή (συν. domicile, residence, dwelling). be of/have no fixed abode/ address, το να μην έχει κανείς μια σταθερή κατοικία, διαμονή. permanent abode, μόνιμη διαμονή. right of abode, το δικαίωμα διαμονής σε μια χώρα. usual place of abode, συνήθης διαμονή.

abogado (ισπ.) δικηγόρος.

abolish (ρ.μ.) καταργώ, ακυρώνω, αίρω. abolish customs duty, καταργώ δασμό. abolish institutions, καταργώ θεσμούς.

abolished (επίθ.) καταργηθείς, ακυρωθείς.

abolishment (ουσ.) κατάργηση, ακύρωση. abolishment of legislative decrees, κατάργηση νομοθετικών διαταγμάτων. abolishment of the preference vote, η κατάργηση του σταυρού προτίμησης.

abolition (ουσ.) κατάργηση, κατάλυση. abolition of a law, κατάργηση νόμου. abolition of death penalty, κατάργηση της θανατικής ποινής. abolition of duties/of customs duties, κατάργηση δασμών. abolition of fiscal frontiers, κατάργηση φορολογικών συνόρων (Οδηγία 91/680/ΕΟΚ). abolition of slavery, κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ.

abominable and detestable crime against nature βλ. sodomy.

aboriginal (επίθ.) ιθαγενής. aborigines, οι ιθαγενείς (συνήθως της Αυστραλίας ή Ινδιάνοι των ΗΠΑ).

aboriginal cost βλ. cost.

aboriginal title βλ. Indian title.

abort (ρ.μ.) 1. κάνω έκτρωση. 2. απορρίπτω, αποβάλλω, εγκαταλείπω, ματαιώνω κάτι πριν από την έναρξή του ή πριν από την ολοκλήρωσή του. 3. τελειώνω, σταματώ, διακόπτω τη ροή προγράμματος (Πληροφορική).

abortee (επίθ.) η γυναίκα που υφίσταται την άμβλωση (έκτρωση).

abortifacient (ουσ.) (συν. abortive), φάρμακο που προκαλεί αποβολή. death of foetus (unborn child) from abortifacient, θάνατος εμβρύου (αγέννητου παιδιού) διά εκτρωτικού φαρμάκου.

abortion (ουσ.) έκτρωση, άμβλωση, τεχνητή διακοπή εγκυμοσύνης. advertisement of means causing abortion, διαφήμιση μέσων άμβλωσης. illegal

Σελ. 12

abortion, παράνομη άμβλωση. offence of abortion, έγκλημα άμβλωσης. Στις ΗΠΑ το ατομικό συνταγματικό δικαίωμα της γυναίκας για άμβλωση απορρέει από την 14η Αναθεώρηση του Συντάγματος των ΗΠΑ (410 US 113, 93 S.Ct. 1409 (1973).

abortionist (ουσ.) ο προκαλών, διεξάγων την άμβλωση.

abortive (επίθ.) ματαιωθείς, ακυρωθείς. He made two abortive attempts on the French throne, έκανε δυο ματαιωθείσες προσπάθειες να καταλάβει το Γαλλικό θρόνο. abortive agreement, ματαιωθείσα, άκυρη συμφωνία. abortive measures (methods), μη αποτελεσματικά μέτρα (μέθοδοι). abortive arbitration proceedings, άκυρη διαιτητική διαδικασία. abortive coup, αποτυχημένο πραξικόπημα. abortive process, δίκη ματαιωθείσα, ακυρωθείσα.

about ship (ρ.μ.) αλλάζω την πορεία ενός πλοίου.

above (επίρρ.) επάνω. above-mentioned, above-stated, ο αναφερθείς ανωτέρω, βλ. aforesaid. above the line, διαφημιστικές δαπάνες προώθησης και προβολής σε μαζικά μέσα, στις ΗΠΑ ποσό υπολογισμού μείωσης φόρου, οι φοροαπαλλαγές που αφαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα ενός φορολογουμένου πριν από το εισόδημα, πάνω στο οποίο έχει δικαίωμα των συνήθων εκπτώσεων, (λογιστ.) ορολογία που υποδηλώνει τις λογιστικές εγγραφές που αφορούν την κατηγορία σποραδικών γεγονότων ή συναλλαγών ασυνήθους μορφής τα οποία καταχωρούνται πάνω από την οριζόντια γραμμή του Λογαριασμού Αποτελεσμάτων Χρήσης. above normal loss (ANL) (συν. abnormal spoilage), ζημία μεγαλύτερη από τη φυσιολογική π.χ. λόγω καιρού ή άλλων απρόβλεπτων συνθηκών. above par, υπέρ, πάνω από το άρτιο, ήτοι σε τιμή ανώτερη από την ονομαστική. above water, ένα περιουσιακό στοιχείο του οποίου η πραγματική αξία είναι μεγαλύτερη από την αποτίμησή του βάσει της λογιστικής αξίας του όπως αυτή είναι καταγεγραμμένη στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης (δηλαδή την αποτίμηση με βάση την αξία κτήσης του περιουσιακού στοιχείου).

abpatruus (λατ.) ο προ-προ-προ θείος, αναφερόμενο και ως patruus maximus, βλ. abavunculus.

abrasion (ουσ.) μείωση βάρους νομίσματος λόγω τριβής ή φθοράς νομίσματος κατά την κυκλοφορία.

abrasive (επιθ.) λειαντικό, στιλβωτικό.

abridge (ρ.μ.) 1. συντομεύω, συντέμνω, περικόβω, βραχύνω, περιορίζω (περιεχόμενο συμφωνητικού). 2. απογυμνώνω κάποιον από δικαιώματα. abridged contract, συνοπτική σύμβαση. in abridged form, εν περιλήψει.

abridgement (ουσ.) νομική εγκυκλοπαίδεια, συντόμευση, περικοπή, επιτομή, συντομία, συγκερασμός, περιορισμός. abridgment of damages, μείωση ζημιών, περιορισμός ζημιών με δικαστική απόφαση, από δικαστήριο, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. abridgment of points claimed, περιορισμός ισχυρισμών. unabridged edition, πλήρης έκδοση.

abroad (επίρρ.) στο εξωτερικό, στην αλλοδαπή. contract signed abroad, συμβόλαιο υπογεγραμμένο στο εξωτερικό, εκτός επικρατείας.

abrogable (επίθ.) ακυρώσιμος.

abrogate (ρ.μ.) καταργώ νόμο ή έθιμο με επίσημη πράξη, ανακαλώ, ακυρώνω δικαστική απόφαση, συμφωνία.

Σελ. 13

abrogation (ουσ.) ακύρωση, κατάργηση, ανάκληση δικαστικής απόφασης, ακύρωση απόφασης, κατάργηση συμφωνίας. abrogation of agreement, (ολική ή μερική) ακύρωση ή ανάκληση σύμβασης ή συμφωνίας. abrogation of a law, κατάργηση νόμου.

ABS able-bodied seaman, ναυτικός ικανός ναυτολογήσεως, ναυτικός ειδικευμένος.

abscond (ρ.α.) δραπετεύω, φυγοδικώ, φεύγω χωρίς άδεια ή δεν επιστρέφω στο δικαστήριο αφού αφέθηκα ελεύθερος με εγγύηση, κρύβομαι εκτός δικαιοδοσίας δικαστηρίου που με καταδίκασε. abscond trial effects, φυγοδικώ για να μη δικαστώ.

absconder (ουσ.) δραπέτης, φυγόδικος (συν. fugitive). absconder from reformatory, δραπέτης σωφρονιστηρίου.

absconding (ουσ.) δραπέτευση, μη επιστροφή ατόμου που κατηγορείται ποινικώς αλλά απελευθερώθηκε με εγγύηση. absconding debtor, οφειλέτης που διαφεύγει από τους δανειστές του. absconding offender, δραπετεύων δράστης εγκλήματος.

absence (ουσ.) απουσία, αφάνεια, έλλειψη, απουσία από δικαστικές διαδικασίες. absence of consideration, απουσία, έλλειψη ανταλλάγματος ή αντιπαροχής. absence of diligence, έλλειψη επιμέλειας. absence rate, δείκτης απουσιών σε σχέση με τις εργάσιμες μέρες. declaration of absence, κήρυξη αφανείας. leave of absence, άδεια απουσίας. in definite absence of information, ελλείψει θετικών στοιχείων. in my absence, εν απουσία μου. presumption of absence, τεκμήριο αφάνειας.

absent A. (επίθ.) απών, αφανής, άφαντος. / B. (ρ.α.) be absent, απουσιάζω.

absente (λατ.) με την απουσία του …, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται σε παλαιότερη δημοσίευση νομολογίας σε νομικά περιοδικά και αρχεία νομολογίας για να σημειωθεί ότι το δικαστήριο, λ.χ. με την απουσία του δικαστή Χ, ψήφισε.

absente reo (λατ.) ο κατηγορούμενος είναι απών.

absentee (ουσ.) ο απών από την κατοικία του, πρόσωπο που δεν είναι παρών σε τόπο όπου αναμενόταν, αυτός που απουσιάζει (χωρίς άδεια), απών, άφαντος, αφανής. absentee landlord ή owner, κύριος ακινήτου μη νεμόμενος τούτο, δηλ. ιδιοκτήτης ακινήτου που μένει μακριά από αυτό. absentee voting/ballot, συμμετοχή διά του ταχυδρομείου σε εκλογές, λόγω ασθενείας ή άλλου κωλύματος, (επίρρ.) που έχει χαρακτηριστικά του απόντος, με τρόπο απόντος, ο Χ ψήφισε σαν απών. Βλ. λ. absentee owner.

absentee owner (ουσ.) 1. ο ιδιοκτήτης, ιδιαίτερα ακινήτου / γης, ο οποίος διαμένει μακριά από αυτήν. 2. ο ιδιοκτήτης ή συνεταίρος επιχείρησης ή βιομηχανίας, ο οποίος δεν εργάζεται σε αυτήν. Ιδιοκτήτες αυτής της μορφής που δεν συμμετέχουν προσωπικά στις σχετικές δραστηριότητες μπορεί να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες, οργανισμοί, ιδρύματα, κ.λπ.) με την απόκτηση μετοχών. 3. Απών ιδιοκτήτης.

absenteeism (ουσ.) αδικαιολόγητες ή εσκεμμένες απουσίες από την εργασία, συστηματική απουσία από την εργασία.

absentia (in) (επίρρ.) ερήμην.

absoile (ρ.μ.) βλ. assoil.

absolute (επίθ.) απόλυτος, οριστικός, τελειωτικός, απεριόριστος (απεριόριστη εξουσία του απόλυτου μονάρχη), αναμφισβήτητος,

Σελ. 14

καθολικός, ολοσχερής, άνευ βάρους, άνευ όρων, πλήρης. absolute auction, οριστικός πλειστηριασμός, βλ. auction (without reserve). absolute acceptance, αποδοχή άνευ όρων. absolute assignment, πλήρης εκχώρηση. absolute-bar rule, κανόνας του απόλυτου φραγμού, η αρχή ότι, όταν ένας πιστωτής πωλεί παραλλήλως χωρίς να ειδοποιήσει ευλόγως τον δανειστή, ο πιστωτής δεν δικαιούται να λάβει υπέρ του δικαστική απόφαση για οιονδήποτε ποσό του χρέους, της οφειλής που δεν ικανοποιείται από την πώληση. absolute bill of sale, σύμβαση πώλησης με πλήρη και ανεπιφύλακτη μεταβίβαση κυριότητας. absolute code, απόλυτος κώδικας, κώδικας ή κωδικοποίηση που περιγράφει όλες τις οδηγίες με γλώσσα μηχανής. absolute contraband, βλ. contraband. absolute contract, απλή άνευ όρων σύμβαση χωρίς όρους και περιορισμούς ή αιρέσεις. absolute conveyance, πλήρης μεταγραφή. absolute covenant, πλήρης συμφωνία. absolute deed, συμβολαιογραφική πράξη άνευ περιορισμών κυριότητος. absolute defense, βλ. defense. absolute delivery, παράδοση πωληθέντος άνευ όρων. absolute gift, ανέκκλητη δωρεά εν ζωή, χωρίς καμία επιφύλαξη, ούτε δικαίωμα ανάκλησης, ούτε χρονικό περιορισμό. absolute disparity, (ΗΠΑ) η διαφορά του ποσοστού ενός συνόλου σε γενικό πληθυσμό και του ποσοστού αυτού του συνόλου στη συγκέντρωση ενόρκων στον κατάλογο ενόρκων, αν λ.χ. οι Αφρο-αμερικανοί αποτελούν το 12% του πληθυσμού μιας πόλης και το 8% των πιθανών ενόρκων στον κατάλογο ενόρκων, η απόλυτη διαφορά για Αφρο-αμερικανούς μέλη του καταλόγου των ενόρκων είναι 4%, αυτή η διαφορά λαμβάνεται υπόψη σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα των ενόρκων. absolute duty, βλ. duty. absolute endorsement, ανεπιφύλακτη οπισθογράφηση. absolute estate, βλ. estate. absolute guaranty, βλ. guaranty. absolute immunity, βλ. immunity. absolute interest, βλ. interest. absolute insolvency, απόλυτη χρεοκοπία, πλήρης αδυναμία του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, ακόμη και αν ρευστοποιήσει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία. absolute law, απόλυτος νόμος, νόμος του φυσικού δικαίου που παραμένει αμετάβλητος ανεξαρτήτως αλλαγής των συνθηκών. absolute legacy, κληροδοσία άνευ όρου. absolute liability (συν. strict liability), αντικειμενική ευθύνη (χωρίς υπαιτιότητα), απεριόριστη, ακέραιη ευθύνη. absolute majority, απόλυτη πλειοψηφία βλ. majority. absolute martial law, βλ. martial law. absolute nuisance, βλ. nuisance. absolute nullity, βλ. nullity. absolute obligation, βλ. obligation. absolute ownership, πλήρης, απόλυτη και αδιαφιλονίκητη κυριότητα. absolute pardon, βλ. pardon. absolute pollution exclusion, βλ. exclusion. absolute presumption, βλ. presumption. absolute priority rule, (πτωχ.) απόλυτη προτεραιότητα ορισμένων πιστωτών ή απαιτήσεων να ικανοποιηθούν πλήρως πριν ικανοποιηθούν άλλες κατηγορίες απαιτήσεων. absolute privilege, το προνόμιο ασύλου σχετικά με δήλωση έτσι ώστε να μην μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμηση (κατά βουλευτή, δικαστή κ.λπ. κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους). absolute property, βλ. property. absolute right, βλ. right. absolute sale, βλ. sale. absolute title, τίτλος ιδιοκτησίας άνευ βαρών, καθαρός τίτλος ακινήτου. absolute veto, βλ. veto. absolute warranty, συμβατικός

Σελ. 15

θεμελιώδης όρος (κύρους), που πρέπει να τηρηθεί προκειμένου να μην θεμελιωθεί λόγος αποζημίωσης.

absolutely (επίρρ.) απόλυτα, αναμφισβήτητα, καθ’ολοκληρίαν, πλήρως, ολοσχερώς, καθολικός, καθόλου. absolutely accountable, πλήρως υπόλογος. absolutely prohibited, απαγορεύεται απολύτως. absolutely warranted seaworthy, απόλυτα εγγυημένη αξιοπλοΐα.

absolution (ουσ.) 1. απαλλαγή από ποινή, 2. αθώωση από κατηγορία ποινικού δικαίου, 3. άφεση αμαρτιών, απαλλαγή (εκκλησιαστικό δίκαιο).

absolutism (ουσ.) απολυταρχία, όπου ο δικτάτορας έχει απεριόριστες εξουσίες, η πίστη σε τέτοιον δικτάτορα.

absolvatory (επίθ.) αθωωτικός, απαλλακτικός.

absolve of (ρ.μ.) αποδεσμεύω, απαλλάσσω (από χρέος, από υποχρεώσεις, από ευθύνη). he was absolved from blame, απαλλάχθηκε από την ευθύνη.

absorb (ρ.μ.) απορροφώ (χρεόγραφα, μετοχές, ομολογίες, εταιρίες). absorb dividends, απορροφώ μερίσματα. absorb-facient, βοηθητικό ή ενισχυτικό της απορροφητικότητας.

absorbable risk βλ. risk.

absorbed (επίθ.) απορροφηθείς, εξαντληθείς (λέγεται και για χρεόγραφα που απορροφήθηκαν πλήρως από το κοινό).

absorption (ουσ.) απορρόφηση, συγχώνευση, 1. στο διεθνές δίκαιο η εθελουσία ή βιαία προσάρτηση εδαφών ή κράτους από κράτος, 2. στο συνταγματικό δίκαιο των ΗΠΑ η εφαρμογή των συνταγματικών ατομικών δικαιωμάτων βάσει του ομοσπονδιακού Συντάγματος των ΗΠΑ από νόμους των πολιτειών που τα ενσωματώνουν, 3. στο εργατικό δίκαιο σε μια συλλογική σύμβαση, μια διάταξη που επιτρέπει συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή προαγωγή για τα μέλη του συνδικάτου στην νέα δομή της επιχείρησης όπως προκύπτει μετά από συγχώνευση, 4. στο δίκαιο των ακινήτων το ύψος του μισθώματος ή του τιμήματος αγοράς ακινήτου στην αγορά σε δεδομένη χρονική στιγμή, 5. στο εμπορικό δίκαιο μέθοδος πώλησης όπου ο κατασκευαστής πληρώνει στον πωλητή τα έξοδα μεταφορών. absorption costing, μέθοδος κοστολόγησης προϊόντων, κατά την οποία τα πάγια γενικά έξοδα επιρρίπτονται αναλογικά σε κάθε μονάδα παραγόμενου προϊόντος και συνυπολογίζονται στο κόστος παραγωγής. absorption of enterprises, αφομοίωση εταιρειών, συγχώνευση εταιρειών, απορρόφηση μιας μικρής εταιρείας από μια μεγαλύτερη σε βαθμό που η πρώτη χάνει τελείως την ταυτότητά της και μετατρέπεται σε τμήμα της μεγαλύτερης. absorption point, σημείο εξάντλησης, το σημείο απορρόφησης μιας μετοχής, είναι το σημείο κορεσμού της αγοράς, πέραν του οποίου η μετοχή δεν γίνεται αποδεκτή προς διάθεση στην ίδια τιμή. absorption of penalties, συγχώνευση ποινών. absorption power, απορροφητική ικανότητα (προϊόντων που προσφέρονται στην αγορά).

absque (λατ.) χωρίς, δίχως, άνευ.

absque aliquo inde reddendo (λατ.) χωρίς να προκύπτει οτιδήποτε από αυτό. Η φράση αυτή υπήρχε σε βασιλικές διατάξεις από όπου δεν προέκυπτε διατήρηση αξιώματος.

absque consideratione curiae (λατ.) χωρίς απόφαση δικαστηρίου.

absque dubio (λατ.) χωρίς αμφιβολία.

absque hoc (λατ.) χωρίς αυτό (χρησιμοποιούνταν σε διαδικασίες του κοινοδικαίου

Σελ. 16

ως εισαγωγή για την άρνηση ισχυρισμών / κατηγοριών).

absque impetitione vasti βλ. λ. without impeachment of waste.

absque tali causa (λατ.) χωρίς τέτοια αιτία.

abstain (ρ.μ.) απέχω, δεν λαμβάνω μέρος, παραλείπω από πράξεις, δεν μετέχω. abstain from offences, απέχω από αδικήματα. abstain from the Party, απέχω από το κόμμα. he abstained from voting, δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία. Στις ΗΠΑ η άρνηση ομοσπονδιακού δικαστηρίου να δικάσει υπόθεση κρίνοντας ότι δεν έχει δικαιοδοσία και προκειμένου να αποφύγει μη αναγκαία σύγκρουση με πολιτειακή αρχή. (συν. refrain (from)).

abstention (ουσ.) αποχή, αποφυγή. Η νομική αρχή που προβλέπει την ανωτέρω άρνηση. 1. Burford abstention, η ανωτέρω άρνηση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου να εξετάσει απόφαση πολιτειακού δικαστηρίου για υποθέσεις που αφορούν σε σύνθετα νομικά προβλήματα πολιτειακού δικαίου και ιδιαίτερα ευαίσθητα ζητήματα της Πολιτείας. 2. Colorado River abstention, η ανωτέρω άρνηση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου, όταν διεξάγεται παραλλήλως σχετική δίκη ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου. 3. Equitable abstention, η ανωτέρω άρνηση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου σχετικά με απόφαση πολιτειακής διοικητικής αρχής, όταν ο διάδικος έχει ήδη ικανοποιηθεί από την απόφαση πολιτειακού δικαστηρίου. 4. Permissive abstention, η ανωτέρω άρνηση δικαστηρίου σχετικά με διαδικασίες πτώχευσης. 5. Pullman abstention, η ανωτέρω άρνηση ομοσπονδιακού δικαστηρίου, όταν κρίνεται από πολιτειακό δικαστήριο υπόθεση πολιτειακού δικαίου, η επίλυση της οποίας μπορεί να οδηγήσει σε επίλυση θέματος ομοσπονδιακού δικαίου. 6. Thibodaux abstention, η ανωτέρω άρνηση ομοσπονδιακού δικαστηρίου, ώστε να αποφασίσει το πολιτειακό δικαστήριο και να αποφευχθεί μη αναγκαία σύγκρουση πολιτειακού και ομοσπονδιακού δικαίου. 7. Younger abstention, η ανωτέρω άρνηση ομοσπονδιακού δικαστηρίου σχετικά με εκκρεμή ποινική δίκη ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου. abstention rate at strike, ποσοστό αποχής από την απεργία. abstention from work, επίσχεση εργασίας.

abstinence (ουσ.) αποχή, εγκράτεια (από κακή έξη). abstinence concept, η αποχή, η αναβολή της χρησιμοποίησης ενός ποσού ή αγαθού (αποταμίευση) προκειμένου να δοθεί π.χ. τόκος.

abstract A. (ρ.μ.) 1. αφαιρώ, αποσπώ, αποχωρίζω, 2. καταχρώμαι, υφαιρώ. 3. συνοψίζω. abstract a report, συνοψίζω μια έκθεση. / Β. (ουσ.) περίληψη, απόσπασμα (εγγράφου, κειμένου) (αντπαρβλ. excerpt, απόσπασμα). abstract compromis, βλ. compromis. abstract of account, απόσπασμα κινήσεως λογαριασμού. abstract of conviction, περίληψη καταδικαστικής απόφασης. abstract of a fine, βλ. note of a fine. abstract of a judgment, απόσπασμα δικαστικής απόφασης. abstract of a record, σύντομο ιστορικό υπόθεσης. abstract of a title, περίληψη, απόσπασμα τίτλου ιδιοκτησίας επί ακινήτου (αντιπρβλ. epitome of a title, ακριβή αντίγραφα αυτών που έχουν σημειωθεί ως ελεγμένα για την ακρίβειά τους).

abstract question βλ. λ. hypothetical question.

abstracter βλ. abstractor.

abstraction (ουσ.) 1. υφαίρεση. 2. σύντομη περίληψη διαφόρων πληροφοριών που αφορούν στον εργαζόμενο. 3. Η πνευματική

Σελ. 17

διαδικασία συναγωγής νομικών συμπερασμάτων χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά (jurisprudence, νομομάθεια, νομική επιστήμη, ως η περιγραφή πολλών νομικών σκέψεων). 4. Η θεωρητική ιδέα που δεν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη περίπτωση (η ουτοπία σε κάθε της μορφή είναι abstraction, θεωρητική, αφηρημένη ή αφαιρετική διαδικασία). 5. Περίληψη δικαστικής απόφασης. abstraction of bank funds, αφαίρεση τραπεζικών κεφαλαίων, νομικός όρος ο οποίος αναφέρεται όχι μόνο στην κλοπή κεφαλαίων που ανήκουν σε τράπεζα αλλά και απλά στην κακή τοποθέτηση τραπεζικών κεφαλαίων (λ.χ. σε εξαιρετικά επικίνδυνες τοποθετήσεις χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη απόδοση) καθώς επίσης και σε οποιασδήποτε μορφής καταχρήσεις. Η πράξη αυτή θεωρείται, ανεξαρτήτου μορφής, αξιόποινη. abstraction of electricity, το ποινικό αδίκημα της δολίας χρήσης, σπατάλης ή εκτροπής ηλεκτρικής ενέργειας. abstraction of water, άντληση, εξόρυξη νερού.

abstraction-filtration-comparison test (δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας) Τεστ αφαίρεσης-φιλτραρίσματος-σύγκρισης, διαδικασία που έχουν καθιερώσει τα δικαστήρια στις ΗΠΑ για να διαπιστώνουν εάν υπάρχει ουσιώδης ομοιότητα μεταξύ των στοιχείων δύο ή περισσοτέρων προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (κατά λέξη: «τεστ αφαίρεσης επεξεργασίας, σύγκρισης»).

abstractions test (δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας) μέθοδος σύγκρισης και διαπίστωσης εάν ένα αντικείμενο (λ.χ. κείμενο) που προστατεύεται από την πνευματική ιδιοκτησία έχει αντιγραφεί από ένα άλλο, ή απλώς τυχαίνει να συμπίπτουν τα δύο αντικείμενα (λ.χ. κείμενα) που ενδεχομένως εκφράζουν παρόμοιες γενικές ιδέες. Γνωστό και ως Abstraction-Filtration-Comparison test (κατά λέξη: «τεστ αφαιρέσεων»).

abstractor (ουσ.) πρόσωπο που συντάσσει περιλήψεις τίτλων ιδιοκτησίας.

absurd (επίθ.) παράλογος, ανόητος. absurd allegations, παράλογοι ισχυρισμοί.

absurdity (ουσ.) παραλογισμός. testimonial absurdity, αόριστες καταθέσεις.

abundance (ουσ.) αφθονία.

abuse A. (ρ.μ.) 1. κακομεταχειρίζομαι, ασελγώ. 2. καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι, εξαπατώ. 3. εξυβρίζω. he abused your confi­dence, καταχράσθηκε της εμπιστοσύνης σου. / B. (ουσ.) 1. ασέλγεια. abuse of a child, κακομεταχείριση, ασέλγεια επί ανηλίκου, σωματικές κακώσεις τέκνου. carnal (ή sexual) abuse, σωματική ασέλγεια, τιμωρία, σεξουαλική κακοποίηση συνήθως ανηλίκου από ενήλικα. elder abuse, σωματική ή ψυχολογική βία από πρόσωπο που προσέχει ηλικιωμένο, λ.χ. μη παροχή τροφής, χτυπήματα, προφορικές προσβολές, απομόνωση. spousal abuse, σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βία από σύζυγο σε σύζυγο. 2. κατάχρηση, υπέρβαση. abuse of authority, κατάχρηση εξουσίας ή αρμοδιότητας. abuse of confidence, κατάχρηση εμπιστοσύνης. abuse of discovery, βλ. discovery abuse. abuse of discretion, κατάχρηση εξουσίας δικαστηρίου, κατάχρηση διακριτικής ευχέρειας. abuse of dominant position, abuse of dominance, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης (δίκαιο ανταγωνισμού). abuse of office, κατάχρηση εξουσίας. abuse of power (συν. ultra vires), κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, κατάχρηση εξουσίας. abuse of process (συν. malicious prosecution ή malicious abuse of process), καταχρηστική αγωγή, άσκοπη, παρενοχλητική αγωγή, κατάχρηση δικαστικών διαδικασιών, που

Σελ. 18

αποτελεί αδικοπραξία. abuse of the writ doctrine, (ποινικό δίκαιο) η αρχή ότι μια αίτηση για διάταξη δικαστηρίου-ένταλμα σύλληψης δεν επιτρέπει την έγερση αξιώσεων που θα μπορούσαν, αλλά δεν ηγέρθησαν, με προηγούμενη αίτηση. abuse of right(s), κατάχρηση δικαιώματος (και στο διεθνές δίκαιο). abuse of seniority, υπέρβαση ιεραρχίας. sexual abuse, σεξουαλική κακοποίηση. 3. εξύβριση. 4. πρόκληση σωματικής ή ψυχικής βλάβης. 5. φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

abuse excuse (ποινικό δίκαιο) ο υπερασπιστικός ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να διακρίνει το σωστό από το λάθος, διότι ως παιδί κακοποιήθηκε σωματικά ή ψυχικά (λόγος άρσης του καταλογισμού).

abusive (επίθ.) υβριστικός, καταχρηστικός. abusive acts, καταχρηστικές πράξεις, επιβλαβείς ενέργειες, προσβλητικές πράξεις. abusive parent, ο γονιός που συμπεριφέρεται βιαίως σωματικά ή ψυχικά στο παιδί του.

abut (ρ.α.) άπτομαι των ορίων, είμαι όμορος, συνορεύω, γειτονεύω.

abuttals (ουσ.) όμορα ακίνητα.

abutter (ουσ.) 1. ο ιδιοκτήτης συνορεύοντος, γειτονικού ακινήτου, 2. ακίνητο που συνορεύει με το επίδικο ακίνητο.

abutting (ουσ.) όμορος. abutting opinions, όμορες γνώμες. abutting owner, ιδιοκτήτης ομόρου ακινήτου. abutting property ή abutting immovables, όμορα ακίνητα.

abutting foot βλ. front foot.

ABWOR (σύντ.) advice by way of representation, βοήθεια που παρέχεται σε ένα πρόσωπο με την ανάληψη όποιων μέτρων είναι απαραίτητα για την έναρξη ή διεξαγωγή νομικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής, με βάση τις διατάξεις που αφορούν στη νομική βοήθεια (legal aid).

ac etiam (λατ.) και επίσης (όρος του κοινοδικαίου που αποτελεί στο δικόγραφο της αγωγής την εισαγωγή για την κύρια και αληθή της βάση).

academic (ελλ. επίθ.) ακαδημαϊκός. academic freedom, ακαδημαϊκή ελευθερία. academic issue, ακαδημαϊκό ζήτημα, ζήτημα εκτός ουσίας της διαφοράς.

academic lawyer (ουσ.) καθηγητής Νομικής, συνήθως κάποιος που παράλληλα ασκεί και δικηγορία.

Academie de Droit International de La Haye βλ. Hague Academy of International Law.

academy (ουσ.) 1. Ακαδημία, Ινστιτούτο ανώτατης παιδείας. 2. Ένωση (συνήθως δικηγόρων) αφοσιωμένη στην ανάπτυξη της γνώσης σε συγκεκριμένο κλάδο (συνήθως δικαίου), λ.χ. η Αμερικανική Ακαδημία Δικηγόρων Οικογενειακού Δικαίου (the American Academy of Matrimonial Lawyers. 3. Ιδιωτικό γυμνάσιο. 4. Η Ακαδημία του Πλάτωνος στην Αθήνα, η σχολή φιλοσοφίας του Πλάτωνος.

ACC (σύντ.) Assistant Chief Constable (ουσ.), Υποδιοικητής Τμήματος Αστυνομίας (στη Βρετανία).

accedas ad curiam (λατ.) διάταξη δικαστηρίου που διατάσσει «ότι πρέπει να οδηγηθείς στο δικαστήριο». Διάταξη για την παραπομπή δίκης από το φεουδαρχικό δικαστήριο στο βασιλικό δικαστήριο σχετικά με αγωγή για προσωρινή ανάκτηση παρακρατούμενου αγαθού / προσωρινή άρση κατάσχεσης, βλ. recordare facias loquelam.

accede (ρ.μ.) 1. διαδέχομαι (σαν κληρονόμος). 2. αποδέχομαι, συναινώ. 3. προσχωρώ.

Σελ. 19

accede to the Common Market, προσχωρώ στην Κοινή Αγορά. accede to an estate, κληρονομώ μια περιουσία. accede to negotiations, προσχωρώ σε διαπραγματεύσεις. accede to a political party, προσχωρώ σε πολιτικό κόμμα. accede to a proposal, αποδέχομαι μια πρόταση. acceding countries, εντασσόμενες χώρες.

accelerate (ρ.μ.) επισπεύδω, επιταχύνω. accelerate the hearing of the action, επιταχύνω τη συζήτηση της υπόθεσης. accelerated depreciation, επιταχυνόμενη απόσβεση ή υποτίμηση. accelerating premium (συν. acceleration premium), επίδομα σε εργαζομένους από την παραγωγή.

Accelerated Cost Recovery System λογιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η απόσβεση / απομείωση / υποτίμηση κεφαλαίων.

accelerated depreciation method βλ. depreciation method.

accelerated remainder βλ. remainder.

acceleration (ουσ.) επιτάχυνση, επίσπευση χρόνου καταβολής του απαιτητού υπολοίπου, οφειλής (προκειμένου να αποκτηθεί η κυριότητα του πράγματος ταχύτερα, acceleration of remainder) ή δανείου. Ο όρος χρησιμοποιείται και στο δίκαιο των αξιογράφων στις ΗΠΑ σχετικά με την επίσπευση της ημερομηνίας ενεργοποίησης δήλωσης εγγραφής, ώστε ο δικαιούχος να ξεπεράσει την προβλεπόμενη προθεσμία αναμονής 20 ημερών. acceleration clause, ρήτρα επίσπευσης σε σύμβαση δανείου.

accept (ρ.μ.) 1. δέχομαι, αποδέχομαι (όρους, υποχρέωση, συναλλαγματική, κληρονομία). 2. αναγνωρίζω δέσμευση ή αναγνωρίζω κάτι ως ορθό ή δεσμευτικό. accept contractual obligations, αποδέχομαι συμβατικές υποχρεώσεις. accept a draft ή accept a bill of exchange, αποδέχομαι συναλλαγματική. accept except, δέχομαι όρους με τροποποιήσεις που αντιπροτείνονται. accept liability, αποδέχομαι την ευθύνη. accept proposed and stipulated contract terms, δέχομαι τους προταθέντες συμβατικούς όρους. accept a shipment, αποδέχομαι αφιχθέντα εμπορεύματα.

acceptability (ουσ.) δυνατότητα ή διάθεση για αποδοχή από την αγορά, π.χ. ενός νομίσματος στις συναλλαγές, ενός προϊόντος κ.λπ.

acceptable (επίθ.) αποδεκτός. my proposal was acceptable to the council, η πρότασή μου έγινε αποδεκτή στο συμβούλιο. acceptable quality level, ανεκτό, αποδεκτό επίπεδο ποιότητας (το μάξιμουμ των ελαττωματικών προϊόντων ή υλικών που γίνεται δεκτό).

acceptance (ουσ.) 1. αποδοχή (προτάσεων, όρων, δεσμεύσεως, συναλλαγματικής, υποχρεώσεων, προσφοράς κ.λπ.). 2. έγγραφη απόδειξη από παραλήπτη εμπορεύματος, που απαλλάσσει τον μεταφορέα και τερματίζει τη σύμβαση μεταφοράς. acceptance against documents, αποδοχή έναντι φορτωτικών. 3. offer and acceptance, κανόνας του common law (συγκεκριμένα του contract law) σύμφωνα με τον οποίο προκειμένου να υπάρξει έγκυρη σύμβαση, πρέπει να υπάρχει η προσφορά (offer) και η αποδοχή αυτής (acceptance), ήτοι η αντίστοιχη σύμπτωση βουλήσεως των συναλλασσομένων μερών. 4. Η συμφωνία ασφαλιστή να προβεί σε σύνταξη ασφαλιστηρίου. acceptance au besoin, (γαλλ.) αποδοχή από κάποιον που συμφωνεί να πληρώσει την τραβηκτική σε περίπτωση που δεν την πληρώσει ο πρωτοφειλέτης.

Σελ. 20

acceptance bank, τραπεζική επιχείρηση που αγοράζει, πωλεί και τριτεγγυάται συναλλαγματικές προερχόμενες από εμπορικές συναλλαγές. acceptance bill of exchange, συναλλαγματική προς αποδοχή (δεν παρουσιάζεται απευθείας προς πληρωμή). acceptance by silence, σιωπηρή αποδοχή, βλ. implied acceptance. acceptance of a bill, αποδοχή συναλλαγματικής. acceptance in blank, αποδοχή εν λευκώ, δηλ. αποδοχή συναλλαγματικής χωρίς αναγραφή του ποσού. acceptance of donation, αποδοχή δωρεάς. acceptance for honour (συν. by intervention ή acceptance supra protest), αποδοχή συναλλαγματικής κατά παρέμβαση, όπου τρίτος αναλαμβάνει ενυπογράφως την υποχρέωση που προκύπτει από μια διαμαρτυρημένη τραβηκτική ή συναλλαγματική εάν ο αρχικός υπόχρεος αδυνατεί ή αρνείται. acceptance of abandonment, αποδοχή εγκατάλειψης. acceptance of documents, αποδοχή των φορτωτικών εγγράφων. acceptance of goods, αποδοχή των εμπορευμάτων (μπορεί να είναι α) ρητή, με ειδοποίηση του αγοραστή στον πωλητή, β) σιωπηρή, δηλαδή με χρησιμοποίηση, μεταποίηση, ή πώληση των εμπορευμάτων, γ) τεκμαιρόμενη, μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος από την παραλαβή των εμπορευμάτων. acceptance of inheritance / of the succession, αποδοχή κληρονομίας. acceptance of insurance, αποδοχή όρων ασφαλιστηρίου. acceptance line, όριο αποδοχής συναλλαγματικών. acceptance of service, αποδοχή κοινοποιούμενων εγγράφων από τον δικηγόρο εναγομένου ως αντικλήτου του πελάτη του. conditional acceptance, αποδοχή μετά τροποποιήσεων. express acceptance, ρητή αποδοχή. implied acceptance, σιωπηρή αποδοχή, βλ. acceptance by silence. qualified acceptance, αποδοχή υπό προϋποθέσεις ή μερική, μετά τροποποιήσεων. acceptance company, βλ. finance company. acceptance credit, βλ. letter of credit. acceptance doctrine, (κατασκευαστικό δίκαιο) η αρχή ότι, εφ’ όσον ο ιδιοκτήτης αποδέχεται το έργο του εργολάβου, ο εργολάβος δεν είναι υπεύθυνος έναντι τρίτων μερών για ατύχημα (βλάβη, ζημία) που θα προκύψει από την αμέλεια του εργολάβου κατά την εκτέλεση του έργου βάσει της σύμβασης, εκτός εάν το ατύχημα (βλάβη, ζημία) προκύψει από κρυμμένο ελάττωμα που γνωρίζει ο εργολάβος και που δεν γνωρίζει ο ιδιοκτήτης. accommodation acceptance, η αποδοχή πρότασης για αγορά αγαθών για τρέχουσα ή άμεση φόρτωση σε πλοίο με μεταφορά αγαθών άνευ προδιαγραφών μετά από ειδοποίηση του αγοραστή ότι η μεταφορά θα θεωρείται ως προσαρμοσμένη. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για αποδοχή με την έννοια του δικαίου των δικαιοπραξιών, αλλά λειτουργεί στην πράξη ως αντι-πρόταση, εφ’ όσον ο αγοραστής ειδοποιηθεί δεόντως. banker’s acceptance, συναλλαγματική που συντάσσεται και γίνεται αποδεκτή από τράπεζα (συνηθίζεται σε συναλλαγές του διεθνούς εμπορίου). special acceptance, αποδοχή διαφοροποιημένη από τους όρους αξιογράφου. Παράδειγμα είναι η αποδοχή τραβηκτικής ως πληρωτέας σε συγκεκριμένο τόπο, παρά το γεγονός ότι η τραβηκτική δεν περιλαμβάνει τέτοιον περιοριστικό όρο. Βλ. λ. acceptance of the benefit rule, acceptance sampling.

acceptance of the benefit rule ο κανόνας ότι ο διάδικος δεν επιτρέπεται να ασκήσει έφεση κατά δικαστικής απόφασης, εφ’ όσον λάβει εθελουσίως και εσκεμμένως

Σελ. 21

εν όλω ή εν μέρει την αποζημίωση που προβλέπει η πρωτόδικη απόφαση.

acceptance sampling η πρακτική εξέτασης μικρού μόνο δείγματος προϊόντων από φορτίο προκειμένου να καθοριστεί ότι θα γίνει αποδεκτό ολόκληρο το φορτίο.

acceptare (λατ.) το να αποδέχομαι ή να συγκατατίθεμαι σε υπόσχεση άλλου.

accepted (επίθ.) αποδεκτός, το αντίστοιχο του όρου «δεκτή» που αναγράφεται καθ’ημάς επί της συναλλαγματικής και κάτω από τον οποίο υπογράφει ο αποδέκτης της. accepted bill of exchange, δεκτή συναλλαγματική. accepted principles of morality, χρηστά ήθη. generally accepted, γενικώς αποδεκτός.

accepted work doctrine βλ. acceptance, acceptance doctrine.

acceptee (ουσ.) ο υπέρ ου η αποδοχή συναλλαγματικής

accepter, ή acceptor (ουσ.) 1. αποδέκτης προσφοράς (offer) στη σύναψη μιας σύμβασης. 2. αποδέκτης συναλλαγματικής. acceptor supra protest, αποδέκτης κατά παρέμβαση.

acceptilation (ουσ.) προφορική απαλλαγή από υποχρέωση, αν και δεν έχει γίνει πλήρης εξόφληση, πλήρης απαλλαγή.

acceptor (ουσ.) αποδέκτης αξιογράφου, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αποδέχεται ότι θα είναι υπεύθυνος για την πληρωμή ή εκτέλεση αυτού. acceptor supra protest, βλ. accepter.

access A. (ρ.μ.) 1. εισέρχομαι, προσεγγίζω, έχω πρόσβαση σε, διέρχομαι διά ή από, επικοινωνώ με 2. ανακαλώ στοιχεία που είναι αποθηκευμένα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. / Β. (ουσ.) 1. είσοδος, πρόσβαση, προσέγγιση, προσπέλαση, εισδοχή, δικαίωμα. access to a profession, πρόσβαση σε επάγγελμα. access to books, ελεύθερη προσπέλαση στα βιβλία (εκ μέρους των ελεγκτών), πρόσβαση στα βιβλία. access to books order, δικαστική απόφαση προς έλεγχο λογιστικών βιβλίων. access to counsel, συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη προς υπεράσπιση υπό συνηγόρου. access to court, δικαίωμα δικαστικής προστασίας. access to documents, πρόσβαση στα έγγραφα. access to education, πρόσβαση στην εκπαίδευση. access to finance, πρόσβαση στη χρηματοδότηση. access to information, πρόσβαση στην πληροφορία. access to justice / the courts, πρόσβαση στη δικαιοσύνη. I have access to secret documents, λαμβάνω γνώση μυστικών εγγράφων. 2. το δικαίωμα ενός παιδιού να βλέπει έναν γονέα τακτικά ή ενός γονέα ή παππού να βλέπουν ένα παιδί τακτικά, όταν το παιδί είναι υπό την φροντίδα άλλου. access right, δικαίωμα πρόσβασης του ιδιοκτήτη στην περιουσία του. access rights, δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας (με το τέκνο). easement of access, δικαίωμα διόδου από δουλεύον ακίνητο. right of access, δικαίωμα πρόσβασης. right of access to public records, δικαίωμα ελέγχου δημοσίων εγγράφων. Bλ. λ. πρόσβαση. 3. (πνευμ. ιδ.) Δυνατότητα πρόσβασης ή αντιγραφής έργου προστατευόμενου από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, π.χ. the duplication of the error proved that the defendant had access. 4. (οικογ. δίκαιο) multiple access. Σε περίπτωση αγωγής περί πατρότητας, ο ανταγωγικός ισχυρισμός του εναγομένου ανδρός ότι η μητέρα είχε εραστές άλλους από τον εναγόμενο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της σύλληψης.

accessible (επίθ.) προσιτός, διαθέσιμος, ευπρόσδεκτος. accessible data, διαθέσιμα στοιχεία.

Back to Top