ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Ερμηνεία - Νομολογία - Νομοθεσία

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 27.3€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 66,30 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21156
Βασιλειάδης Δ., Ζιάμου Θ., Κανδαράκης Α., Λαμπροπούλου Στ., Μαρίνου Κ., Παπανικολάου Χ., Πυργάκης Δ., Ρόζος Ν., Σκούρα Κ.
Ρόζος Ν.
  • Έκδοση: 2η 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 648
  • ISBN: 978-618-08-0604-5

Η ιδιοκτησία και οι προϋποθέσεις για τη στέρησή της με αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελούσαν ανέκαθεν θέματα αντιπαράθεσης μεταξύ  δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος, διότι το κράτος χρειάζεται την ιδιωτική ιδιοκτησία λ.χ. για να κατασκευάσει ένα δημόσιο έργο ή να εφαρμόσει το σχέδιο πόλεως ή να προστατεύσει έναν αρχαιολογικό χώρο.

Στο παρόν βιβλίο δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας και δικηγόροι αναλύουν διεξοδικά όλα τα ζητήματα και τους νομικούς θεσμούς που συναρτώνται με τη συνταγματική και νομοθετική προστασία της ιδιοκτησίας έναντι της δημόσιας εξουσίας και απαντούν σε ερωτήματα, όπως:

  • Ποιο είναι το εύρος της προστασίας της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ;
  • Μπορεί το κράτος να στερήσει τον πολίτη από την ιδιοκτησία του δια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης  και υπό ποιες προϋποθέσεις;
  • Σε τι διαφέρει η αναγκαστική απαλλοτρίωση από τους περιορισμούς της ιδιοκτησίας;
  • Με ποιο τρόπο αποζημιώνεται ο πολίτης και ποιος τον καθορίζει;
  • Ποιος ορίζει τον δικαιούχο της αποζημίωσης και με ποια διαδικασία;
  • Τι σημαίνουν οι όροι άρση και ανάκληση της απαλλοτρίωσης;
  • Επιτρέπεται εκ νέου κήρυξη της απαλλοτρίωσης;
  • Μπορεί ο πολίτης να στερηθεί την ιδιοκτησία του χωρίς προηγουμένως να καταβληθεί η αποζημίωση;
  • Πώς προστατεύεται ο πολίτης, όταν το κράτος (ή άλλος υπόχρεος) αδρανεί ή του στερεί την ιδιοκτησία χωρίς την προσήκουσα αποζημίωση;

Σε όλα τα παραπάνω και εν γένει στα πολυάριθμα ζητήματα που σχετίζονται με την αναγκαστική απαλλοτρίωση το βιβλίο δίνει τεκμηριωμένες απαντήσεις και αποτελεί αναγκαίο βοήθημα για τους εφαρμοστές της πράξης (Διοίκηση, δικηγόρους και δικαστές) αλλά και για τους πολίτες. 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ VΙΙ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ IX

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΧΧI

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Η ιδιοκτησία και οι περιορισμοί της 1

Ι. Η προστασία της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγµα και την ΕΣΔΑ 2

1. Το δικαίωµα ιδιοκτησίας και η συνταγµατική κατοχύρωσή του 2

2. Φορείς του συνταγµατικού δικαιώµατος της ιδιοκτησίας 3

3. Η κατοχύρωση του δικαιώµατος της περιουσίας στην ΕΣΔΑ 4

4. Φορείς του δικαιώµατος της προστασίας στην περιουσία κατά την ΕΣΔΑ 6

5. Έννοια και περιεχόµενο της ιδιοκτησίας 7

α. Η κλασική αντίληψη της ιδιοκτησίας-εµπράγµατα δικαιώµατα 7

β. Η νοµολογία του ΕΔΔΑ 11

γ. Η µεταστροφή της εθνικής νοµολογίας 12

6. Οι ειδικές ρυθµίσεις του άρθρου 18 του Συντάγµατος 14

α. Λατοµεία - Μεταλλεία 14

β. Ιαµατικά – υπόγεια ύδατα 15

ΙΙ. Περιορισµοί της ιδιοκτησίας - Αναγκαστική απαλλοτρίωση 16

1. Οι περιορισµοί της ιδιοκτησίας 16

2. Η εν στενή εννοία αναγκαστική απαλλοτρίωση 21

3. Η de facto απαλλοτρίωση 27

4. Οι περιορισµοί της ιδιοκτησίας κατά την ΕΣΔΑ 30

III. Λοιποί περιορισµοί της ιδιοκτησίας 32

1. Επίταξη 32

2. Δήµευση 36

3. Αναδασµός 37

α. Αγροτικός αναδασµός 37

β. Αστικός αναδασµός 38

ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 41

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 43

Ι. Προϋποθέσεις κήρυξης της απαλλοτρίωσης 44

1. Δημόσια ωφέλεια 44

2. Νομοθετική πρόβλεψη της δημόσιας ωφέλειας 48

3. Καταβολή πλήρους αποζημίωσης 48

ΙΙ. Διαδικασία κήρυξης της απαλλοτρίωσης 50

1. Τα στάδια της διαδικασίας απαλλοτρίωσης 50

2. Η πράξη κήρυξης της απαλλοτρίωσης 50

3. Οι τεχνικές προϋποθέσεις κήρυξης της απαλλοτρίωσης 54

4. Γνώμη της αρμόδιας Αρχής ή υπηρεσίας 65

5. Ανακοίνωση της υπηρεσίας που προτείνει την απαλλοτρίωση - Κλήση των ενδιαφερομένων - Προηγούμενη ακρόαση 65

6. Κοινοποίηση της πράξης απαλλοτρίωσης 67

ΙΙΙ. Συνέπειες από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης 68

1. Συστατικά - Παραρτήματα 68

2. Έκταση της απαλλοτριούμενης έκτασης σε όλα τα ιδιωτικά ακίνητα 70

3. Η απαλλοτρίωση ως νομικό ελάττωμα 71

IV. Η αίτηση ακύρωσης κατά της πράξης απαλλοτρίωσης 72

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 77

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

Συντέλεση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 79

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσειςΚτήση κυριότητας με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και μετατροπή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ενοχική αξίωση αποζημίωσης 80

ΙΙ. Έννοια συντέλεσης της απαλλοτρίωσης 80

ΙΙΙ. Προϋποθέσεις συντέλεσης της απαλλοτρίωσης 81

1. Νομοθετική πρόβλεψη 81

2. Καταβολή πλήρους αποζημίωσης 85

3. Έργα γενικότερης σημασίας 87

4. Καταβολή αποζημίωσης επί αγνώστου ιδιοκτήτη ή μη νόμιμης κλήτευσής του 93

ΙV. Τρόπος συντέλεσης της απαλλοτρίωσης 94

1. Καταβολή της αποζημίωσης στον δικαιούχο 94

2. Παρακατάθεση της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων 94

α. Η νομική φύση της παρακατάθεσης και προσβολή αυτής 94

β. Συνέπειες παρακατάθεσης 95

γ. Εγγυοδοσία 97

δ. Ευθύνη από την καταβολή της αποζημίωσης και τόκοι επ’ αυτής 98

3. Έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής υπέρ του δικαιούχου της χρηματικής αποζημίωσης 99

4. Διαφορές από την καταβολή της αποζημίωσης – Αρμοδιότητα δικαστηρίου – Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων – Δικαιούχοι αντίθετων αναγνωριστικών αποφάσεων 99

V. Χρόνος συντέλεσης της απαλλοτρίωσης 100

VI. Συνέπειες της συντέλεσης της απαλλοτρίωσης 101

1. Κτήση κυριότητας. Τροπή εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ενοχική αξίωση επί της αποζημίωσης 101

2. Λύση ενοχικών συμβάσεων – μίσθωση 102

3. Υποχρέωση παράδοσης του απαλλοτριωθέντος. Αποβολή ιδιοκτήτη από το απαλλοτριωθέν ακίνητο. Αρμόδιο δικαστήριο. Διαδικασία 102

4. Κατάληψη του ακινήτου 103

5. Μεταγραφή - Νομοθετική πρόβλεψη. Κτήση κυριότητας χωρίς μεταγραφή 104

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 105

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

Η αποζημίωση 107

Ι. Περιεχόμενο αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Συστατικά και παραρτήματα. Μνεία δικαιούχων αποζημίωσης 108

ΙΙ. Έννοια πλήρους αποζημίωσης 111

ΙΙΙ. Μείωση της αξίας απομένοντος τμήματος. Ιδιαίτερη αποζημίωση απομένοντος τμήματος 114

IV. Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αποζημίωσηςΚρίσιμος χρόνος οριστικού προσδιορισμού αποζημίωσης 116

V. Το τεκμήριο ωφέλειας παρόδιου ιδιοκτήτη εκ της εκτελέσεως του έργου 118

VI. Φορολόγηση αποζημίωσης - Ατέλειες 123

VII. Δικαστική δαπάνη - Δικηγορική αμοιβή 124

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 138

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο

Αναγνώριση δικαιούχων της αποζημίωσης 141

Ι. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 142

ΙΙ. Νομοθετική Πρόβλεψη 142

ΙΙΙ. Περιεχόμενο της αίτησης αναγνώρισης 142

IV. Διάδικοι στη δίκη αναγνώρισης δικαιούχων αποζημίωσης 145

V. Η διαδικασία συζήτησης της αίτησης 146

VI. Αποχή του δικαστηρίου από την έκδοση απόφασης 146

VII. Αναγνώριση δικαιούχου αποζημίωσης κατά την τακτική διαδικασία 147

VIII. Η διοικητική αναγνώριση δικαιούχων 149

1. Νομοθετική πρόβλεψη 149

2. Συγκρότηση της Επιτροπής 149

3. Διαδικασία 149

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 150

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο

Διαδικασία προσδιορισμού αποζημίωσης 151

I. Εισαγωγή 152

IΙ. Διάδικοι 152

III. Προσεπίκληση - Παρέμβαση - Ομοδικία - Εκπροσώπηση 153

IV. Προσωρινός προσδιορισμός αποζημίωσης – Προδικασία- Αρμόδιο Δικαστήριο- Κλήση των διαδίκων - Συζήτηση - Αποδεικτικά μέσα 155

1. Διόρθωση κτηματολογικών στοιχείων 158

2. Προδικασία 159

3. Αρμόδιο Δικαστήριο 163

4. Κλήση διαδίκων 163

5. Συζήτηση 166

6. Αποδεικτικά Μέσα 166

V. Οριστικός προσδιορισμός αποζημίωσης - Αρμόδιο δικαστήριο - Κλήση διαδίκων - Πραγματογνωμοσύνη - Δικαστικές διακοπές 168

VΙ. Ανταίτηση διά των προτάσεων 173

VIΙ. Ένδικα Μέσα. Αναίρεση - Λόγοι αναίρεσης - Κλήτευση διαδίκων - Δικαστήριο παραπομπής 176

VIIΙ. Η νομιμοποίηση του μισθωτή στη δίκη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 180

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 182

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο

Η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής καταβολής αποζημίωσης 183

Ι. Εισαγωγή 184

ΙΙ. Το δικόγραφο και τα στοιχεία της καταψηφιστικής αγωγής 184

IIΙ. Η καταψηφιστική αγωγή και η αναγνώριση δικαιούχων 185

IV. Δικαστικό ένσημο 185

V. Τόκοι – Προϋπόθεση καταβολής τόκων είναι η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής και επίδοση αυτής 186

VI. Παύση τόκων 187

VII. Τόκοι Δημοσίου – ΝΠΔΔ 187

VIII. Διαταγή Πληρωμής - Καταψηφιστική διάταξη στην απόφαση οριστικού καθορισμού αποζημίωσης - Επίλυση όλων των θεμάτων της απαλλοτρίωσης με την απόφαση του οριστικού προσδιορισμού 188

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 192

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο

Παραγραφή 193

Ι. Γενικά περί της παραγραφής κατά τον ΚΑΑΑΈννοια και σκοπός της παραγραφής 193

ΙΙ. Παραγραφή της αξίωσης είσπραξης της αποζημίωσης

1. Νομοθετική πρόβλεψη 194

2. Αφετηρία παραγραφής και διακοπή αυτής 195

3. Υπέρ ποίου θεσπίστηκε η παραγραφή 195

ΙΙΙ. Παραγραφή του δικαιώματος δικαστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης 196

ΙV. Παραγραφή της αξίωσης από το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου 199

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 200

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο

Η αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας 201

Ι. Η καταβολή της αποζημίωσης ως προϋπόθεση συντέλεσης της απαλλοτρίωσης 203

1. Χρόνος προσδιορισμού της καταβλητέας αποζημίωσης 203

2. Υποχρέωση καταβολής δικαστικής δαπάνης 205

3. Η παρακατάθεση της αποζημίωσης 206

ΙΙ. Όροι και προϋποθέσεις καταβολής της αποζημίωσης για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης 207

1. Καταβολή αποζημίωσης για το σύνολο του ακινήτου 207

2. Απαίτηση ειδικής δικαιολόγησης της δαπάνης 209

3. Η εξαίρεση: Συντέλεση απαλλοτρίωσης χωρίς καταβολή αποζημίωσης 211

4. Απώλεια κυριότητας με τη συναίνεση του ιδιοκτήτη χωρίς την καταβολή αποζημίωσης 211

5. Ειδικοί τρόποι αποζημίωσης 212

α. Η πράξη αναλογισμού αποζημιώσεων στις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις 212

β. Η μεταφορά συντελεστή δόμησης 215

6. Συνέπειες της μη καταβολής αποζημίωσης 222

ΙΙΙ. Η φορολόγηση της αποζημίωσης 223

1. Η φορολόγηση της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης 223

2. Αντισυνταγματική η φορολόγηση κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας απαλλοτριωθέντων ακινήτων 224

3. Υποχρεωτική μετάθεση του χρόνου φορολόγησης κληρονομιαίων απαλλοτριωθέντων ακινήτων 226

4. Φορολόγηση ακινήτων που έχουν απαλλοτριωθεί λόγω ρυμοτομίας χωρίς συντέλεση της απαλλοτρίωσης 227

IV. Δικαστικές αμφισβητήσεις σχετικά με την καταβλητέα αποζημίωση 227

1. Διάκριση από αποζημιωτικές αξιώσεις άρθρου 105 ΕισΝΑΚ 227

2. Αποζημίωση βάσει άρθρου 105 ΕισΝΑΚ για τα συστατικά του ακινήτου 230

3. ΄Ελλειψη δικαιώματος μισθωτή απαλλοτριωτέου στην αποζημίωση 231

4. ΄Ελλειψη δυνατότητας διεκδίκησης πρόσθετης αποζημίωσης 233

5. Η ιδιαίτερη αποζημίωση για το εναπομείναν τμήμα του απαλλοτριωθέντος 233

α. Ο κανόνας 233

β. Η εξαίρεση 235

6. Η “αντίθετη” περίπτωση των αυτοαποζημιουμένων τμημάτων απαλλοτριωτέων ακινήτων 235

7. Ειδικές περιπτώσεις απαραδέκτου προβαλλομένων λόγων στην αίτηση ακυρώσεως κατά απαλλοτριωτικών πράξεων / πράξεων αναλογισμού αποζημιώσεων 239

8. Η παραγραφή της αποζημιωτικής αξίωσης 241

9. Διάκριση της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης από την ευθύνη προς αποζημίωση πριν και μετά τη συντέλεση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης 244

10. Διάκριση της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης από την αποζημίωση λόγω επιβολής ουσιωδώς περιοριστικών μέτρων της ιδιοκτησίας 246

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο

Άρση - ανάκληση της απαλλοτρίωσης 251

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 252

ΙΙ. Ανάκληση και άρση μη συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 253

1. Ανάκληση της μη συντελεσμένης απαλλοτρίωσης 253

α. Η δυνητική ανάκληση της μη συντελεσμένης απαλλοτρίωσης 253

β. Η υποχρεωτική ανάκληση της μη συντελεσμένης απαλλοτρίωσης 253

2. Αυτοδίκαιη άρση της μη συντελεσμένης απαλλοτρίωσης 259

α. Γενικά 259

β. Προϋποθέσεις 267

γ. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος άρσης 270

δ. Διατήρηση της απαλλοτρίωσης που ανακλήθηκε αυτοδικαίως 271

ε. Βεβαίωση της άρσης της απαλλοτρίωσης 275

στ. Δικαιοδοσία 280

ΙΙΙ. Ανάκληση συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 282

1. Ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης υπέρ του Δημοσίου/ΝΠΔΔ/ΟΤΑ/δημόσιων επιχειρήσεων/οργανισμών κοινής ωφελείας 282

2. Ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης υπέρ ιδιωτών/ΝΠΙΔ 293

3. Επιστροφή αποζημίωσης 295

α. Γενικά 295

β. Ιστορική αναδρομή 297

γ. Ισχύουσες ρυθμίσεις 299

IV. Επανακήρυξη της απαλλοτρίωσης 318

V. Αποζημίωση του καθού λόγω της ανάκλησης/άρσης της απαλλοτρίωσης 322

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 327

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο

Ειδικές περιπτώσεις απαλλοτριώσεων και περιορισμοί ιδιοκτησίας 329

Ι. Απαλλοτριώσεις και επεμβάσεις στην ακίνητη ιδιοκτησία για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος 332

1. Προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος 332

2. Τα προστατευόμενα στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος 334

3. Περιεχόμενο της προστασίας των ακινήτων στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος – Μέτρα προς επίτευξή της – Βαρυνόμενοι 340

4. Απαλλοτρίωση ακινήτων στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά τον Κ.Ν. και το Σύνταγμα 342

5. Βάρη της ιδιοκτησίας ακινήτων στοιχείων του πολιτιστικούπεριβάλλοντος κατά τον Κ.Ν. 344

6. Περιορισμοί ιδιοκτησίας ακινήτων στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά τον Κ.Ν. 346

7. Βάρη και περιορισμοί της ιδιοκτησίας για την προστασία παραδοσιακών οικισμών, εντός αυτών κτιρίων και διατηρητέων κτιρίων 349

8. Αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης ή περιορισμών ιδιοκτησίας κατά τον Κ.Ν. 351

9. Διαδικασία αναγνώρισης δικαιώματος αποζημίωσης κατά τον Κ.Ν. – Δικαστική προστασία 352

10. Καθορισμός αποζημίωσης κατά τον Κ.Ν. 354

11. Διαδικασία αποζημίωσης λόγω βαρών ή περιορισμών ιδιοκτησίας διατηρητέου κτιρίου 356

12. Αναζήτηση αποζημίωσης βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ 356

ΙΙ. Προστασία φυσικού περιβάλλοντος 358

1. Γενική τοποθέτηση 358

2. Η διαδικασία της αναγνώρισης της αποζημίωσης και του καθορισμού της 360

ΙΙΙ. Απαλλοτριώσεις δασών και δασικών εκτάσεων 364

1. Προϋποθέσεις απαλλοτρίωσης 364

2. Απαλλοτρίωση ιδιωτικών δασών 367

3. Απαλλοτρίωση αναδασωτέων εκτάσεων 369

4. Απαλλοτρίωση δασών οικοδομικών συνεταιρισμών 375

IV. Αιγιαλός - παραλία 378

V. Αναγκαστικές απαλλοτριώσεις υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων και Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων ή (πλέον) Περιφερειών 395

A. Αναγκαστικές απαλλοτριώσεις υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων 395

1. Νομοθετικό καθεστώς 395

2. Περιπτώσεις κήρυξης απαλλοτρίωσης υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων 395

3. Απαλλοτρίωση υπέρ Συμπολιτειών Δήμων και Κοινοτήτων 397

4. Η κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης υπό το καθεστώςτου ΠΔ 410/1995 397

5. Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υπό το καθεστώς του Ν 3463/2006 398

6. Αιτιολόγηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας 401

7. Οδοί σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 402

8. Πολεοδομικός σχεδιασμός 403

9. Αρμοδιότητα εκδίκασης διαφορών 406

10. Προσδιορισμός αποζημιώσεως σε περίπτωση ανακλήσεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου ανήκοντος προγενεστέρως σε ΟΤΑ 407

B. Απαλλοτριώσεις υπέρ Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων ή (πλέον) Περιφερειών 408

1. Νομοθετικό καθεστώς 408

2. Αρμοδιότητες Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων 409

3. Περιφέρειες 409

4. Νομιμοποίηση 410

5. Διαδικασία κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 410

6. Αρμοδιότητα για την εκδίκαση διαφορών 412

7. Αίτηση ακυρώσεως 413

VI. Διανοίξεις οδών/Οδικά δίκτυα 413

VII. Αναγκαστικές απαλλοτριώσεις υπέρ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού («ΔΕΗ ΑΕ») 420

1. Νομοθετικό καθεστώς 420

2. Σύσταση δουλείας 421

3. Έννοια απαλλοτριώσεως υπέρ της ΔΕΗ και αξιολόγηση συνεπειών έργων 421

4. Επιπτώσεις ηλεκτρομαγνητικών πεδίων 422

5. Προκαταρκτικές ενέργειες 423

6. Εγκατάσταση υποσταθμών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας 423

7. Ευθύνη ΔΕΗ από τα έργα 425

8. Αρμοδιότητα προσδιορισμού αποζημίωσης 426

9. Αναγνώριση δικαιούχων αποζημίωσης 426

10. Έργα γενικότερης σημασίας 427

11. Μετατόπιση δικτύου λόγω επέκτασης σχεδίου 427

12. Άρση απαλλοτρίωσης. Προσφυγή 428

13. Αναγκαστική Απαλλοτρίωση για Μεταλλειοκτησία 429

14. Περιπτωσιολογία 430

VIII. Αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων 431

1. Αποκατάσταση προσφύγων 431

2. Αποκατάσταση ακτημόνων 437

IX. Ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις 452

1. Νομοθετικό πλαίσιο 452

2. Σκοπός ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης 452

3. Κήρυξη ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης 453

4. Ανάκληση - άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης 457

5. Η πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης 474

6. Η πράξη εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης 480

7. Τακτοποίηση και προσκύρωση οικοπέδων 492

α. Η τακτοποίηση 492

β. Η προσκύρωση 496

γ. Η τακτοποίηση και η προσκύρωση κατά τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό 500

δ. Αρμοδιότητα για την εκδίκαση διαφορών από την τακτοποίηση/προσκύρωση 502

ε. Υπόχρεοι αποζημίωσης 502

8. Κοινόχρηστοι χώροι 503

α. Έννοια 503

β. Κτήση ιδιότητας κοινοχρήστου 504

γ. Οδοί 507

δ. Δημιουργία κοινόχρηστων χώρων 511

ε. Ιδιωτικοί κοινόχρηστοι χώροι (: Κοινοχρησία από μακρού χρόνου με ιδιωτική βούληση) 513

στ. Κατάργηση κοινόχρηστων χώρων 515

9. Ρυμοτομική απαλλοτρίωση κατά τον Ν 4759/2020 518

X. Λοιπές περιπτώσεις απαλλοτριώσεων 526

1. Μεταλλεία/λατομεία 526

2. ΜΕΤΡΟ 538

3. Ολυμπιακά έργα 542

4. Φυσικό αέριο 548

5. Χορτονομή 551

XI. Απαγόρευση απαλλοτρίωσης (: Ιερές Μονές) 553

ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 554

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 555

Παράρτημα ΝομοθεσίαςΚώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων - N 2882/2001 (ΦΕΚ Α΄ 17/6.2.2001) 557

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 605

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Η ιδιοκτησία και οι περιορισμοί της

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ*

Ι. Η προστασία της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ

1. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και η συνταγματική κατοχύρωσή του 1-2

2. Φορείς του συνταγματικού δικαιώματος ιδιοκτησίας 3-4

3. Η κατοχύρωση του δικαιώματος της περιουσίας στην ΕΣΔΑ 5-7

4. Φορείς του δικαιώματος της περιουσίας κατά την ΕΣΔΑ 8-9

5. Έννοια και περιεχόμενο της ιδιοκτησίας

α. Η κλασική αντίληψη της ιδιοκτησίας-εμπράγματα δικαιώματα 10-15

β. Η νομολογία του ΕΔΔΑ 16

γ. Η μεταστροφή της εθνικής νομολογίας 17

6. Οι ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 18 του Συντάγματος 18

α. Λατομεία - Μεταλλεία 19

β. Ιαματικά - υπόγεια ύδατα 20

ΙΙ. Περιορισμοί της ιδιοκτησίας- Αναγκαστική απαλλοτρίωση

1. Οι περιορισμοί της ιδιοκτησίας 21-24

2. H εν στενή εννοία αναγκαστική απαλλοτρίωση 25-34

3. H de facto απαλλοτρίωση 35-38

4. Οι περιορισμοί της ιδιοκτησίας κατά την ΕΣΔΑ 39-41

IΙΙ. Λοιποί περιορισμοί της ιδιοκτησίας

1. Επίταξη 42-47

2. Δήμευση 48-49

3. Αναδασμός 50-56

α. Αγροτικός αναδασμός 50-52

β. Αστικός αναδασμός 53-56

Σελ. 2

Ι. Η προστασία της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγµα και την ΕΣΔΑ

1. Το δικαίωµα ιδιοκτησίας και η συνταγµατική κατοχύρωσή του

1Το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντ. Σύµφωνα µε το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγµατος 1975/1986/2001/2019 «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώµατα όµως που απορρέουν από αυτή δεν µπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος». Η ρύθµιση αυτή υιοθετεί τη διατύπωση του άρθρου 17 της γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, χωρίς όµως να χαρακτηρίζει την ιδιοκτησία ως δικαίωµα ιερό και απαραβίαστο. Αντίστοιχη προστασία της ιδιοκτησίας προβλεπόταν στις διατάξεις των Συνταγµάτων της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827), ενώ στα µεταγενέστερα Συντάγµατα µέχρι και αυτό του έτους 1952 η ιδιοκτησία κατοχυρωνόταν και προστατευόταν εµµέσως διά της ρύθµισης του θεσµού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

2Κατά τον J. Locke το δικαίωµα της ιδιοκτησίας, όπως και τα δικαιώµατα στη ζωή και στην ελευθερία, συγκαταλέγεται µεταξύ των έµφυτων, αναπαλλοτρίωτων και αιώνιων δικαιωµάτων του ανθρώπου, τα οποία προϋφίστανται του κράτους. Πρόκειται δηλαδή για ουσιώδη εγγύηση της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου. Εξάλλου, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 17 παρ. 1 συνάγεται ότι η ιδιοκτησία αποτελεί αφενός μεν ατοµικό δικαίωµα, αφετέρου δε κατοχυρώνεται και ως θεσµική εγγύηση και αναγνωρίζεται το κοινωνικό περιεχόµενο αυτής, δηλαδή στην έννοιά της περιλαµβάνονται όχι µόνον δικαιώµατα αλλά και υποχρεώσεις. H κατοχύρωση της ιδιοκτησίας ως θεσµού καθιστά επιτακτική την περιφρούρησή της και µε θετικές ενέργειες του Κράτους, συνεπώς η λήψη των επιβαλλόµενων µέτρων για την προστασία της ιδιοκτησίας δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατικών οργάνων. Η δε παράλειψη των δηµόσιων Αρχών να λάβουν προστατευτι-

Σελ. 3

κά µέτρα υπέρ της περιουσίας των πολιτών συνιστά παρανοµία που γεννά ευθύνη του Δηµοσίου κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ.

2. Φορείς του συνταγµατικού δικαιώµατος της ιδιοκτησίας

3Φορείς του δικαιώµατος ιδιοκτησίας είναι φυσικά και νοµικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο ως φορείς δικαιωµάτων και υποχρεώσεων αλλά και αλλοδαποί, ανεξαρτήτως του ότι στους µη κοινοτικούς αλλοδαπούς είναι δυνατόν να επιβληθούν πρόσθετοι περιορισµοί, αφού η συνταγµατική αρχή της ισότητας ισχύει µόνον για τους Έλληνες πολίτες.

4Τα ΝΠΔΔ κατ’ αρχήν δεν δύνανται να είναι φορείς ατοµικών δικαιωµάτων, διότι σε αντίθεση µε τους ιδιώτες που ενεργούν προς εξυπηρέτηση των σκοπών τους εντός της σφαίρας ελευθερίας που αναγνωρίζει το Σύνταγµα, τα ΝΠΔΔ και όταν δεν επιδιώκουν αµέσως µε την δράση τους την πραγµατοποίηση σκοπών της δηµόσιας διοίκησης, πάντως εξυπηρετούν εµµέσως τους σκοπούς αυτούς, µη δυνάµενα να αποσυνδεθούν από το διέπον την όλη κρατική δραστηριότητα δηµόσιο συµφέρον, το οποίο θέτει τα όρια στην σχετική δράση αυτών. Έτσι, η εκπλήρωση δηµόσιων σκοπών µέσω ΝΠΔΔ δεν συνδέεται µε την κατοχύρωση θεµελιωδών ελευθεριών, όπως ο αυτοπροσδιορισµός του ατόµου µέσω και της άσκησης της οικονοµι-

Σελ. 4

κής ελευθερίας αυτού, αλλά ανάγεται στην άσκηση αρµοδιότητας, η οποία χορηγείται, ρυθµίζεται και περιορίζεται από το νόµο. Με το σκεπτικό αυτό έγινε δεκτό ότι ο νοµοθέτης ιδρύοντας νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου είναι ελεύθερος να προβαίνει στην αναδιοργάνωσή τους ή την αναρρύθµιση των πόρων τους, µε τον σκοπό της προσαρµογής τους, µέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κρατικής οργάνωσης, προς τις συνθήκες και τις ανάγκες που επικρατούν κάθε φορά. Κατά την αναδιοργάνωση αυτή ή την αναρρύθµιση των πόρων τους ο νοµοθέτης καθόλου δεν εµποδίζεται να ρυθµίσει και τα της τύχης της περιουσίας που έχει διατεθεί στα νοµικά αυτά πρόσωπα ή την οποία τα πρόσωπα αυτά έχουν, εν τω µεταξύ, αποκτήσει. Και τούτο γιατί η περιουσία αυτή έχει αναγνωρισθεί στα πιο πάνω νοµικά πρόσωπα όχι µε την έννοια της ατοµικής ιδιοκτησίας αλλά µε το σκοπό να εξυπηρετούνται µε αυτή ή µε τους πόρους από αυτή οι κρατικοί σκοποί για την εξυπηρέτηση των οποίων έχουν αυτά συσταθεί. Συνεπώς, δεν συντρέχει για τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου η προστασία του άρθρου 17 του Συντάγµατος, ούτε εµποδίζεται η ρύθµιση της τύχης της περιουσίας τους από άλλες συνταγµατικές διατάξεις. Όµως, ΝΠΔΔ για τα οποία υφίσταται θεσµική εγγύηση εκ του Συντάγµατος (λ.χ. ΑΕΙ, ΟΤΑ), δύνανται να είναι φορείς ατοµικών δικαιωµάτων έναντι του Κράτους, καθ’ ό µέρος αυτά συνάπτονται µε την άσκηση δραστηριοτήτων τους στον χώρο αυτού του εγγυηµένου θεσµού. Συνεπώς, αυτά τα ΝΠΔΔ δύνανται να επικαλούνται και το δικαίωµα της ιδιοκτησίας σε συνδυασµό µε την συνταγµατική διάταξη που κατοχυρώνει τον αντίστοιχο θεσµό (λ.χ. 16 παρ.5 του Συντάγµατος για τα ΑΕΙ), αλλά, µόνον, καθ’ό µέρος η επίµαχη επέµβαση προσβάλλει την συνταγµατικά κατοχυρωµένη εκπλήρωση της αποστολής του οικείου ΝΠΔΔ. Πάντως, στην θεωρία γίνεται διάκριση µεταξύ της ιδιωτικής και της δηµόσιας περιουσίας των ΝΠΔΔ και γίνεται δεκτό ότι η προστασία του άρθρου 17 του Συντάγµατος επεκτείνεται και στην ιδιωτική περιουσία των ΝΠΔΔ. Επίσης, τα ΝΠΔΔ σωµατειακού χαρακτήρα, τα οποία έχουν, µεταξύ άλλων, σκοπό την εξυπηρέτηση των συµφερόντων των µελών τους, και η περιουσία τους µπορεί να προέρχεται όχι µόνον από κρατικούς πόρους αλλά (και) από εισφορές των µελών τους δύνανται, κατά την µάλλον κρατούσα άποψη, να επικαλεστούν το δικαίωµα της ιδιοκτησίας .

3. Η κατοχύρωση του δικαιώµατος της περιουσίας στην ΕΣΔΑ

5Στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ υπό τον τίτλο «Προστασία της ιδιοκτησίας» ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον δι-

Σελ. 5

καιούται σεβασµού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειµή διά λόγους δηµοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεποµένους υπό του νόµου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόµους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών συµφώνως προς το δηµόσιον συµφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίµων». Η ρύθµιση αυτή, όπως και όλες οι ρυθµίσεις της ΕΣΔΑ και των προσθέτων πρωτοκόλλων αυτής που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα, αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόµου, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος.

6Λόγω του ότι υποστηρίχθηκαν περισσότερες απόψεις για την έκταση της διεθνούς προστασίας της ιδιοκτησίας οι συντάκτες της Συµβάσεως το έτος 1950 δεν συµπεριέλαβαν σχετική ρύθµιση στο κείµενο αυτής. Συµφωνία επετεύχθη το έτος 1952, οπότε συνήφθη το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο. Ήδη στην απόδοση των διατάξεων του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ελληνική γλώσσα καταγράφεται η αµφισηµία του όρου ιδιοκτησία που χρησιµοποιείται στον τίτλο και στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου προφανώς ως ταυτόσηµος µε τον όρο περιουσία που χρησιµοποιείται στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου. Όσον αφορά στη δοµή της ρύθµισης, αυτή είναι αντίστοιχη του άρθρου 17 του ελληνικού Συντάγµατος. Στο µεν πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου κατοχυρώνεται το δικαίωµα του προσώπου για σεβασµό της περιουσίας του ως κλασικό ατοµικό δικαίωµα. Με το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου ρυθµίζεται η δυνατότητα των κρατών µελών της Σύµβασης να αφαιρούν ατοµική ιδιοκτησία για λόγους δηµοσίας ωφελείας και υπό τους όρους του νόµου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου. Τέλος, στη δεύτερη παράγραφο προβλέπεται η εξουσία των κρατών µελών της σύµβασης να προβαίνουν στη «ρύθµιση της χρήσης» αγαθών για λόγους δηµοσίου συµφέροντος.

7Με τους όρους ιδιοκτησία και περιουσία αποδίδονται οι όροι possessions και biens των πρωτότυπων κειµένων της Συµβάσεως. Κατά την πάγια νοµολογία των οργάνων της ΕΣΔΑ η ιδιοκτησία ή περιουσία αποτελεί αυτόνοµη έννοια, η οποία δεν ερµηνεύεται κατ’ ανάγκη όπως ερµηνεύεται στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών µελών της Σύµβασης και, κατ’ ακολουθία, το Δικαστήριο του Στρασβούργου ερµηνεύει και εφαρµόζει τον όρο «περιουσία» σύµφωνα µε τα δικά του κριτήρια προκειµένου να διαπιστώσει «εάν οι περιστάσεις της υπόθεσης, εξεταζόµενες στο

Σελ. 6

σύνολό τους, παρείχαν στον προσφεύγοντα ουσιαστικό συµφέρον, που προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1».

4. Φορείς του δικαιώµατος της προστασίας στην περιουσία κατά την ΕΣΔΑ

8Κατά το σαφές γράµµα του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου το δικαίωµα σε προστασία της περιουσίας τους απολαµβάνουν τόσο τα φυσικά όσο και τα νοµικά πρόσωπα. Εξάλλου, η ρύθµιση δεν εισάγει διάκριση ως προς την ιθαγένεια, συνεπώς στο πεδίο εφαρµογής της εµπίπτουν όχι µόνον οι Έλληνες πολίτες αλλά και οι αλλοδαποί (των αλλοδαπών νοµικών προσώπων συµπεριλαµβανοµένων), οι πρόσφυγες και οι ανιθαγενείς.

9Προκειµένου να προσδιορισθεί το πεδίο εφαρµογής της διάταξης ratione personae είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη και η ρύθµιση του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ (πρώην άρθρο 25) που ρυθµίζει το δικαίωµα ατοµικής προσφυγής. Στο εδάφιο α’ του άρθρου 34 ορίζεται ότι «Το Δικαστήριο µπορεί να επιληφθεί της εξέτασης προσφυγής που υποβάλλεται από κάθε φυσικό πρόσωπο, µη κυβερνητικό οργανισµό ή οµάδα ατόµων …». Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει διευκρινίσει ότι η ratio της ρύθµισης του άρθρου 34, με την οποία κατοχυρώνεται δικαίωμα προσφυγής για τους µη-κυβερνητικούς οργανισµούς, είναι να αποτραπεί το ενδεχόµενο ένα συµβαλλόµενο µέρος να βρεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τόσο µε την ιδιότητα του προσφεύγοντος όσο και µε την ιδιότητα του καθ’ού. Μια εταιρεία θεωρείται «µη κυβερνητικός οργανισµός» αν διέπεται κυρίως από το εµπορικό δίκαιο, δεν διαθέτει κρατικές ή άλλες εξουσίες πέραν αυτών που αναγνωρίζει το σύνηθες ιδιωτικό δίκαιο κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της και υπάγεται στην αρµοδιότητα των κοινών και όχι των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τη νοµολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ο όρος «κυβερνητικοί οργανισµοί», σε αντίθεση µε τους «µη-κυβερνητικούς οργανισµούς», κατά την έννοια του άρθρου 34 περιλαµβάνει νοµικές οντότητες που συµµετέχουν στην άσκηση κυβερνητικών εξουσιών ή διαχειρίζονται µια δηµόσια υπηρεσία υπό κυβερνητικό έλεγχο. Προκειµένου να κριθεί αν κάποιο νοµικό πρόσωπο εµπίπτει σε αυτήν την κατηγορία, πρέπει να ληφθεί υπόψη το νοµικό καθεστώς του και, όπου αυτό είναι χρήσιµο, τα δικαιώµατα που του παρέχει αυτό το καθεστώς, η φύση της δραστηριότητας που ασκεί και το πλαίσιο εντός του οποίου την ασκεί, καθώς και ο βαθµός ανεξαρτησίας του

Σελ. 7

από τις πολιτικές αρχές. Στην ελληνική υπόθεση των Ιερών Μονών το Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικώς στην αλληλεξάρτηση Κράτους και Εκκλησίας και έλαβε ιδιαιτέρως υπόψη του την χρηµατοδότηση της Εκκλησίας από το Κράτος, καθώς και ότι οι Μονές έχουν µεν τη µορφή ΝΠΔΔ, ιδρυόµενες µε προεδρικό διάταγµα, είναι όµως διακριτές από τις δηµόσιες υπηρεσίες και απολαµβάνουν αυτονοµίας. Κρίσιµο, πάντως, στην υπόθεση αυτή ήταν ότι οι Μονές δεν ασκούν κυβερνητικές εξουσίες, δεν εξυπηρετούν σκοπούς δηµόσιας διοίκησης και η µόνη εξουσία τους συνίσταται στη θέσπιση κανόνων για την οργάνωση της πνευµατικής ζωής και την εσωτερική διοίκηση των µονών, συνεπώς είναι οντότητες διακριτές από την Πολιτεία, από την οποία είναι εντελώς ανεξάρτητες. Επίσης, προσφυγή του εµπορικού, βιοµηχανικού και γεωργικού επιµελητηρίου της Timisoara κατά Ρουµανίας θεωρήθηκε παραδεκτή ratione personae µε το σκεπτικό ότι το επιµελητήριο είναι αυτόνοµος οργανισµός, µη-κυβερνητικός, τα έσοδα του οποίου προέρχονται από εισφορές των µελών του, επιχορηγήσεις, δωρεές, προµήθειες και λοιπά έσοδα προερχόµενα από νόµιµες δραστηριότητες κατά τον ιδρυτικό του νόµο. Το εν λόγω επιµελητήριο ως τοπικό (σε αντίθεση µε το εθνικό) δεν ασκεί δηµόσια εξουσία και δεν τελεί υπό την εποπτεία του κράτους.

5. Έννοια και περιεχόµενο της ιδιοκτησίας

α. Η κλασική αντίληψη της ιδιοκτησίας-εµπράγµατα δικαιώµατα

10Η συνταγµατική έννοια της ιδιοκτησίας αποτελεί αόριστη νοµική έννοια, συνεπώς, είναι απαραίτητη η εξειδίκευση αυτής µέσω του τυπικού και ουσιαστικού νόµου και της ερµηνείας. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησµονείται ότι η προστασία της ιδιοκτησίας αποτελεί µία από τις κύριες εκφάνσεις της αρχής της οικονοµικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγµατος. Εποµένως η εξειδίκευση της έννοιας αυτής πρέπει να εναρµονίζεται µε την ερµηνεία του θεσµού

Σελ. 8

και του ατοµικού δικαιώµατος της οικονοµικής ελευθερίας. Κατά τη νοµολογία, ο νοµοθέτης (κοινός ή κανονιστικός) είναι ελεύθερος να καθορίσει το περιεχόµενο της ιδιοκτησίας, δηλ. την έκταση των εξουσιών που απορρέουν από το δικαίωµα αυτό, δεν µπορεί όµως κατά την θέσπιση όρων και περιορισµών να υπερβεί ένα όριο, πέραν του οποίου πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώµατος, έτσι ώστε στην ουσία να αδρανοποιείται. Συνεπώς, η νοµική έννοια της ιδιοκτησίας δεν είναι δεδοµένη αλλά εξειδικεύεται ενόψει των συγκεκριμένων οικονοµικών και κοινωνικών συνθηκών.

11Παραδοσιακώς, η έννοια της ιδιοκτησίας ταυτιζόταν µε τα εµπράγµατα δικαιώµατα, και κατ’ εξοχήν µε το δικαίωµα κυριότητας, νοούµενο ως απόλυτο δικαίωµα του κυρίου επί του πράγµατος. Όπως δεχόταν παγίως παλαιότερα η νοµολογία, συνταγµατική προστασία κατά την έννοια και τον σκοπό της διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγµατος παρέχεται µόνον στα εµπράγµατα δικαιώµατα, δηλαδή στα δικαιώµατα εκείνα που παρέχουν άµεση και απόλυτη εξουσία σε ενσώµατα πράγµατα, κινητά ή ακίνητα, σύµφωνα µε τους ειδικότερους ορισµούς του κοινού νοµοθέτη, και όχι στα ενοχικά δικαιώµατα. Εξάλλου, έχει γίνει δεκτό ότι, οι νόµοι που ρυθµίζουν τη σειρά ικανοποίησης των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν αυτές καθεαυτές τις απαιτήσεις ούτε τα ασφαλίζοντα τις απαιτήσεις αυτές εµπράγµατα δικαιώµατα (ως λ.χ. η υποθήκη), αλλά τον τρόπο που θα ικανοποιηθούν αυτές από την οµάδα περιουσίας που υπάρχει κατά το χρόνο της κατάταξης. Για το λόγο αυτό τα καθιερούµενα προνόµια κρίνονται σύµφωνα µε το νόµο που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η βάσει του προνοµίου προτίµηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαι-

Σελ. 9

τήσεων µεταξύ τους, λόγω της συνδροµής περισσοτέρων δανειστών, η δε ρύθµιση των προνοµίων βάσει του νόµου του ισχύοντος κατά το χρόνο της κατάταξης δεν οδηγεί σε ανατροπή εµπραγµάτων δικαιωµάτων, όπως είναι η υποθήκη, που υπήρχε πριν από την ισχύ του νόµου αυτού. Κατ’ ακολουθία, όταν από τη νέα ρύθμιση θίγεται το εκπηγάζον από το εµπράγµατο δικαίωµα της υποθήκης προνόµιο, δεν υπάρχει αντίθεση προς τη συνταγµατική διάταξη περί προστασίας της ιδιοκτησίας, αφού η εν λόγω συνταγµατική προστασία δεν εκτείνεται και επί των ασφαλιζοµένων µε υποθήκη απαιτήσεων.

12Έκταση και ένταση του περιεχομένου του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 24 προς τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως είναι η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου. Ο προορισμός αυτός περιλαμβάνει το φάσμα των επιτρεπτών χρήσεών του, οι οποίες καθορίζονται είτε απ’ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις, είτε από τον νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Τα ακίνητα διαχωρίζονται, ανάλογα με τον προορισμό τους, σε ευρισκόμενα εντός και εκτός οικιστικών περιοχών. Οι οικιστικές περιοχές καθορίζονται βάσει της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, τα δε εντός αυτών ακίνητα προορίζονται να δομηθούν σύμφωνα με τους ισχύοντες σε κάθε περιοχή κανόνες. Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφόσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται, κατ’ αρχήν, για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση, είναι δε δυνατόν να δομηθούν, μόνο εφόσον τούτο επιτρέπεται από τον νόμο και υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δομήσεως εντός των οικιστικών περιοχών. Το τελευταίο στοιχείο επηρεάζει μειωτικά την αξία τους.

13Ο προορισμός όλων των ακινήτων καθορίζεται, ανάλογα με τις εκάστοτε κρατούσες για το γενικό συμφέρον πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές απόψεις και συνθήκες, είτε επειδή έχουν ορισμένες φυσικές ιδιότητες, είτε διότι έχουν διαμορφωθεί ή σχεδιάζεται να διαμορφωθούν ενόψει και των φυσικών αυτών ιδιοτήτων, με ανθρώπινες ενέργειες. Ο καθορισμός αυτός δεν συνιστά περιορισμό του περιεχομένου της ακίνητης ιδιοκτησίας αλλά τον πρωτογενή καθορισμό του, στο πλαί-

Σελ. 10

σιο του οποίου αυτή προστατεύεται, όπως ορίζεται με την παρ. 1 του άρθρου 17 του Συντάγματος.

14Όταν ο πρωτογενής αυτός καθορισμός γίνεται με συνταγματικές διατάξεις, αυτές αναφέρουν είτε ειδικώς ορισμένα ακίνητα και το λόγο καθορισμού του προορισμού τους, όπως π.χ. το άρθρο 18 παρ. 1 και 2, που λόγω των φυσικών ιδιοτήτων του υπόγειου και υδάτινου πλούτου αποβλέπει στην αξιοποίησή του ή το άρθρο 24 παρ. 1 που αποβλέπει στην προστασία των δασών, είτε γενικώς ακίνητα, φυσικώς ή ανθρωπογενώς διαμορφωθέντα ή υπό διαμόρφωση, όπως π.χ. οι υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου 24 και του άρθρου 117 παρ. 6, αποβλέπουσες στην προστασία γενικώς του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, στο οποίο περιλαμβάνεται το πολιτιστικό, καθώς και στην εν γένει ρύθμιση της χωρικής δραστηριότητας, με την διάκριση των ακινήτων σε περιλαμβανόμενα εντός και εκτός οικιστικών περιοχών. Ως προς δε τις οικιστικές περιοχές καθορίζονται τα κριτήρια της εντός αυτών χωρικής δραστηριότητας, που είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξής τους και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων.

Οι αυτές συνταγματικές διατάξεις προβλέπουν την έκδοση νόμου, τυπικού ή ουσιαστικού, ο οποίος θα ρυθμίσει το ειδικότερο περιεχόμενο της ακίνητης ιδιοκτησίας στην οποία αφορά, το φάσμα δηλαδή των επιτρεπομένων χρήσεών της, που προσδιορίζει τον τρόπο, το εύρος και την ένταση των διαφόρων τρόπων κάρπωσής της, άρα το ύψος της προσόδου από αυτήν. Έτσι έχουν εκδοθεί π.χ. ο Ν 3498/2006 για τις ιαματικές πηγές, ο Ν 1428/1984 για τις λατομικές περιοχές, το ΝΔ 86/1968 και ο Ν 998/1979 για τα δάση, ο Ν 3028/2002 για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ο Ν 1337/1983 για τις οικιστικές περιοχές. Τα εμπράγματα, συνεπώς, δικαιώματα, όπως η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου και όπου, όπως κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, υπάρχει επιφύλαξη υπέρ του νόμου, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να θέσει περιορισμούς που μπορούν, κατ’ αρχήν, να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος.

Σελ. 11

15Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η νομολογία δέχεται την επιβολή από το νομοθέτη των ανωτέρω ευρύτερων περιορισμών και όταν ο πρωτογενής καθορισμός του προορισμού των ακινήτων γίνεται με συνταγματική διάταξη αναφερόμενη σε ένα γενικότατο χαρακτηριστικό τους, π.χ. το φυσικό περιβάλλον, ο δε νομοθέτης καθορίζει για πρώτη φορά συγκεκριμένη κατηγορία τους και θέτει ως προς αυτά τους εν λόγω περιορισμούς. Ο δικαστής τότε, ερμηνεύοντας το νόμο εν όψει της προαναφερόμενης συνταγματικής διάταξης, αναγνωρίζει ότι η ανωτέρω κατηγορία ακινήτων έχει τον πρωτογενή αυτόν προορισμό. Έτσι, κατά την ερμηνεία του Ν 880/1979 έγινε δεκτό ότι «Ουσιώδες στοιχείο του προστατευόμενου από το άρθρο 24 του Συντάγματος φυσικού περιβάλλοντος είναι τα υπό διάφορες ονομασίες ρέματα, μέσω των οποίων συντελείται η απορροή προς τη θάλασσα των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς».

β. Η νοµολογία του ΕΔΔΑ

16Κατά τη νοµολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνοµο περιεχόµενο κατά τα προαναφερθέντα, περιλαµβάνονται όχι µόνον τα εµπράγµατα δικαιώµατα αλλά και όλα τα δικαιώµατα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτηµένα «οικονοµικά συµφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώµατα και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννοµες σχέσεις του δηµόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι µπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Ήτοι, εφόσον υφίσταται σχετικώς µια επαρκής νοµική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συµβαλλόµενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεµελιώνεται σε νοµοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωµένη νοµολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συµβαλλόµενου κράτους. Επίσης, στην έννοια της περιουσίας εµπίπτει η πελατεία µιας επιχείρησης, οι διοικητικές

Σελ. 12

άδειες (π.χ. πολεοδοµική άδεια, άδεια λειτουργίας επιχείρησης), η πνευµατική και βιοµηχανική ιδιοκτησία, οι απορρέουσες από τη µετοχή εταιρείας οικονοµικές αξιώσεις µετόχου, τα συνταξιοδοτικά δικαιώµατα, οι µισθοί και οι αξιώσεις από κρατικά οµόλογα.

γ. Η µεταστροφή της εθνικής νοµολογίας

17Με την ΑΠ Ολ 40/1998 έγινε δεκτό ότι στην έννοια της «περιουσίας» του άρθρου 1 του ΠΠΠ περιλαµβάνονται όχι µόνο τα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και όλα τα δικαιώµατα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτηµένα «οικονοµικά συµφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Εν συνεχεία, ο Άρειος Πάγος φαίνεται να εντάσσει το δικαίωµα σεβασµού

Σελ. 13

της περιουσίας και στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγµατος (πέραν της εφαρµογής του άρθρου 1 ΠΠΠ). Την προστασία των ενοχικών δικαιωµάτων διά της εφαρµογής του άρθρου 1 του ΠΠΠ αναγνώρισε και το Συµβούλιο της Επικρατείας, ήδη δε µε τις αποφάσεις της Ολοµέλειας για την αναδιάρθρωση του δηµοσίου χρέους (PSI) έκρινε ότι η συνταγµατική προστασία της παρ. 1 του άρθρου 17 συµπεριλαµβάνει και τα ενοχικά δικαιώµατα. Κρίθηκε, όµως, ότι η ακύρωση τίτλου δεν συνιστά απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγµατος, ώστε να εξαρτάται η νοµιµότητα της απαλλοτρίωσης από την καταβολή πλήρους χρηµατικής αποζηµίωσης, δεδοµένου ότι η παράγραφος αυτή αναφέρεται µόνο σε εµπράγµατα δικαιώµατα, όπως συνάγεται από τη διατύπωσή της, αλλά και από τις επόµενες παραγράφους του ίδιου άρθρου. Πρόσφατα δε κρίθηκε ότι τα οικονοµικά συµφέροντα, που συνδέονται µε την εκποµπή τηλεοπτικού προγράµµατος, συνιστούν, εν όψει των ρυθµίσεων του νόµου 4339/2015, «περιουσία» των οικείων επιχειρήσεων – παρόχων περιεχοµένου, κατά την έννοια του εδαφίου α΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΠΠΠ αποτελεί και η αξίωση για

Σελ. 14

νόµιµους τόκους, οι οποίοι αναλογούν επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο µε δικαστική απόφαση. Αντίστοιχη είναι και η νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την οποία στην έννοια της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του ΠΠΠ εµπίπτουν και οι απαιτήσεις για συνταξιοδοτικές και εν γένει κοινωνικοασφαλιστικές παροχές.

6. Οι ειδικές ρυθµίσεις του άρθρου 18 του Συντάγµατος

18Κατά τα οριζόµενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 18 του Συντάγµατος ειδικοί νόµοι ρυθµίζουν τα σχετικά µε την ιδιοκτησία και τη διάθεση των µεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαµατικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του υπόγειου πλούτου. Επίσης, µε νόµο ρυθµίζονται τα σχετικά µε την ιδιοκτησία, την εκµετάλλευση και διαχείριση των λιµνοθαλασσών και των µεγάλων λιµνών, καθώς και τα σχετικά µε τη διάθεση γενικά των εκτάσεων που προκύπτουν από αποξήρανσή τους. Δύναται, δηλαδή, ο κοινός νομοθέτης να ρυθμίσει ειδικώς τις περιπτώσεις αυτές, άλλως εφαρμόζονται οι γενικώς ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 17 περί ιδιοκτησίας και του άρθρου 24 περί προστασίας του περιβάλλοντος.

α. Λατοµεία - Μεταλλεία

19Ενόψει των προαναφερόµενων, ο νοµοθέτης δύναται να απαγορεύσει την εξόρυξη ορυκτών από λατοµείο, κρίθηκε όμως αντισυνταγµατική η διάταξη του άρθρου 8 του ΝΔ 3905/1958, κατά την οποία επιτρέπεται κατόπιν εντολής του αρµοδίου Νοµοµηχανικού η εξόρυξη από λατοµεία ανήκοντα σε Δήµους ή Κοινότητες ή Εκκλησιαστικά Ταµεία ή Οργανισµούς Δηµοσίου Δικαίου των υλικών που είναι αναγκαία για την κατασκευή, ανακαίνιση ή συντήρηση των οδών χωρίς καµία αποζηµίωση των ως άνω ιδιοκτητών. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 128 παρ. 2 του Μεταλλευτικού Κώδικα, επιτρέπεται η κήρυξη απαλλοτρίωσης όταν από τη λειτουργία του µεταλλείου τίθενται σε κίνδυνο κτίσµατα ή πρόσωπα διαµένοντα ή διακινούµενα σε αστικά ή αγροτικά ακίνητα, κείµενα εντός ή εκτός του χώρου των µεταλλείων. Αναλυτικότερη αναφορά στην περίπτωση των µεταλλείων και των λατοµείων γίνεται κατωτέρω στο Κεφάλαιο 11ο «Ειδικές περιπτώσεις απαλλοτριώσεων και περιορισµοί ιδιοκτησίας», VIΙ, 13 και Χ, 1.

Σελ. 15

β. Ιαµατικά – υπόγεια ύδατα

20Το καθεστώς των ιαµατικών πηγών ρυθµίσθηκε αρχικώς µε το Ν 2188/1920 («περί ιαµατικών πηγών»). Ζητήµατα κυριότητας ρύθµιζε το άρθρο 2 του νόµου, σύµφωνα µε το οποίο οι ιαµατικές πηγές που αποτελούσαν ήδη αντικείµενο εκµεταλλεύσεως µέχρι τη δηµοσίευση του νόµου αυτού, ανήκουν κατά κυριότητα στον ιδιοκτήτη του εδάφους από το οποίο αναβλύζουν, της ενασκήσεως της κυριότητας περιοριζοµένης κατά τα καθοριζόµενα στον εν λόγω νόµο· αντιθέτως, σύµφωνα µε την ίδια διάταξη, ανήκουν στο Δηµόσιο, και µάλιστα ανεξαρτήτως της κυριότητας του εδάφους από το οποίο αναβλύζουν, τόσο οι ιαµατικές πηγές οι οποίες δεν είχαν γίνει αντικείµενο εκµεταλλεύσεως µέχρι την 1.1.1920 όσο και οι ιαµατικές πηγές που αναβλύζουν το πρώτον από την έναρξη της ισχύος του Ν 2188/1920 και εφεξής. Εν συνεχεία, ο Ν 4844/1930 («περί διατάξεων αφορωσών την εκµετάλλευσιν των ιαµατικών πηγών») όρισε ότι µε κέντρο εκάστη (δηµόσια ή ιδιωτική) ιαµατική πηγή και σε ακτίνα χιλίων µέτρων σχηµατίζεται «προστατευτική περιοχή»· εντός της εν λόγω περιοχής υπόκειται σε περιορισµούς η εκτέλεση έργων δυναµένων να παραβλάψουν τις πηγές (άρθρο 1). Κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 11 του ανωτέρω νόµου, «αι πέριξ των ιαµατικών πηγών και εις απόστασιν 500 µέτρων απ’ αυτών γαίαι, ανήκουσαι εις το Δηµόσιον ή µονάς, διατίθενται προς τον σκοπόν της εκµεταλλεύσεως των παρακειµένων δηµοσίων ιαµατικών πηγών, θεωρούµεναι ως αναπόσπαστον τµήµα αυτών και διοικούµεναι κατά τας σχετικάς διατάξεις του περί ιαµατικών πηγών νόµ. 2188/1920». Το καθεστώς των ιαµατικών πηγών αλλά και των εν γένει ιαµατικών φυσικών πόρων καθόρισε εκ νέου ο Ν 3498/2006 («Ανάπτυξη ιαµατικού τουρισµού κ.λπ.»), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Για τους σκοπούς του νόµου αυτού ως «ιαµατική πηγή» ορίζεται η «φυσική ανάβλυση ή άντληση ιαματικού φυσικού πόρου με τεχνικό έργο, όπως από γεώτρηση, φρέαρ, τάφρο ή σήραγγα (φυσική ή τεχνητή) ή φυσική δημιουργία ιαματικού πηλού», ενώ ως «ιαματικοί φυσικοί πόροι θεωρούνται φυσικά νερά (ψυχρά ή θερμά), ατμοί, φυσικά αέρια ή πηλοί ή ηφαιστειακοί λίθοι που έχουν ιαματικές ιδιότητες, αναγνωρισμένες, σύμφωνα με τις διατάξεις του [εν λόγω]... νόμου» (άρθρο 1). Προβλέπεται η αναγνώριση µε υπουργική απόφαση και η καταχώριση σε σχετικό µητρώο των φυσικών πόρων που έχουν ιαµατικές ιδιότητες (άρθρα 4, 5 και 7), ενώ στην κυριότητα επί των ιαµατικών φυσικών πόρων αναφέρεται ειδικώς το άρθρο 6 του νόµου, το οποίο διαλαµβάνει τα ακόλουθα: «1. Οι ιαµατικοί φυσικοί πόροι, που αναγνωρίζονται µετά την ισχύ του νόµου αυτού, ανήκουν κατά κυριότητα στον ΕΟΤ ανεξαρτήτως της κυριότητας του εδάφους επί του οποίου εµφανίζονται, αντλούνται ή αξιοποιούνται µε οποιονδήποτε τρόπο, εκτός αν αυτοί ευρίσκονται σε κοινόχρηστους χώρους αιγιαλού και παραλίας οι οποίοι ανήκουν κατά κυριότητα στο Δηµόσιο, ενώ η χρήση και εκµετάλλευση ανήκει στον ΕΟΤ. 2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου η κυριότητα αναγνωρισµένων ιαµατικών φυσικών πόρων που ανήκει στο Δηµόσιο περιέρχεται αυτοδικαίως στον Ελληνικό Οργανισµό Τουρισµού (ΕΟΤ). 3. Από το νόµο αυτόν δεν θίγονται ιδιωτικά δι-

Σελ. 16

καιώµατα κυριότητας επί αναγνωρισµένων ιαµατικών πηγών που υφίσταντο κατά την 1.1.1920 σύµφωνα µε το άρθρο 2 του Ν 2188/1920. Το δικαίωµα κυριότητας ιδιωτών επί ιαµατικών πηγών ασκείται εντός των ορίων της κείµενης νοµοθεσίας. 4. Σε περίπτωση λύσεως του ΕΟΤ ή καταργήσεως του δηµόσιου χαρακτήρα του, η κυριότητα των ιαµατικών φυσικών πόρων περιέρχεται στο Δηµόσιο. 5. Από τον νόμο αυτόν δεν θίγονται θέματα κυριότητας γεωθερμικού δυναμικού». Το Κεφάλαιο Γ΄ του νόµου προβλέπει τα µέτρα προστασίας των ιαµατικών φυσικών πόρων. Προβλέπεται, µεταξύ άλλων, ο καθορισµός µε προεδρικό διάταγµα ζωνών προστασίας ανάλογα µε τα υδρογεωλογικά δεδοµένα και το περιβάλλον κάθε ιαµατικής πηγής (άρθρο 9 παρ. 2), η προσωρινή επιβολή περιορισµών ή η λήψη άλλων µέτρων προστασίας για την αποτροπή επικείµενου κινδύνου (άρθρο 11) και η «αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του ΕΟΤ ακινήτων εντός των οποίων αναβλύζουν αναγνωρισµένες ιαµατικές πηγές ή αντλούνται ιαµατικοί φυσικοί πόροι, καθώς και των αναγκαίων εκτάσεων προκειµένου να διασφαλιστεί η αποτελεσµατική προστασία και η αειφορία των αναγνωρισµένων ιαµατικών φυσικών πόρων ή να καταστεί εφικτή η τουριστική αξιοποίηση περιοχών στις οποίες αναβλύζουν ιαµατικές πηγές» (άρθρο 12 παρ. 1). Με το άρθρο 20 του ιδίου νόµου ορίσθηκε ότι µέχρι την έκδοση των προβλεπόµενων στο άρθρο 9 του ίδιου νόµου προεδρικών διαταγµάτων εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των προηγούµενων νόµων (4844/1930, 4086/1960) σχετικά µε την προστασία των ιαµατικών πηγών. Περαιτέρω, όσον αφορά τα υπόγεια ύδατα, ενόψει της ρητής διατύπωσης του άρθρου 18 παρ. 1 του Συντ., δεν αντίκειται στην περί της προστασίας συνταγµατική διάταξη η επιβολή µε νόµο περιορισµών και επιβαρύνσεων στη χρήση και εκµετάλλευση υπόγειων υδάτων, τα οποία αντλούνται από ιδιώτες µε τη διάνοιξη γεώτρησης σε ιδιόκτητο έδαφος.

ΙΙ. Περιορισµοί της ιδιοκτησίας - Αναγκαστική απαλλοτρίωση

1. Οι περιορισµοί της ιδιοκτησίας

21Όπως προαναφέρθηκε, η νοµολογία παγίως δέχεται ότι ο νοµοθέτης (κοινός ή κανονιστικός) είναι ελεύθερος να καθορίσει το περιεχόµενο της ιδιοκτησίας, δηλ. την έκταση των εξουσιών που απορρέουν από το δικαίωµα αυτό, δεν µπορεί όµως κατά την θέσπιση όρων και περιορισµών να υπερβεί ένα όριο, πέραν του οποίου πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώµατος ούτως ώστε στην ουσία να αδρανοποιείται. Όταν ο περιορισµός εξικνείται στην προσβολή του πυρήνα του δικαιώµατος, τότε συντρέχει περίπτωση στέρησης αυτής, η οποία στέρηση λαµβάνει τη µορφή είτε

Σελ. 17

της εν στενή εννοία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είτε της de facto απαλλοτρίωσης.

22Περιορισμοί του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό του περιεχομένου της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της. Καθορίζοντας το φάσμα των επιτρεπόμενων χρήσεων της ιδιοκτησίας στο πλαίσιο του κατά τα προαναφερθέντα προσδιορισμού του περιεχομένου της, ο νομοθέτης πρέπει να εναρμονίσει δύο αντιτιθέμενα συνταγματικά συμφέροντα: το συλλογικό συμφέρον που έχει οδηγήσει στον καθορισμό του προορισμού του και το ατομικό που περιορίζεται λόγω του προορισμού αυτού. Πρέπει, συνεπώς, να σεβαστεί την προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας: οι επιτρεπόμενες χρήσεις και η ένταση αυτών πρέπει να είναι συναφείς προς τον προορισμό του ακινήτου, πρόσφορες προς τούτο και αναγκαίες. Πρέπει να επιδιώξει δηλαδή λύση συνδυάζουσα την επίτευξη του προορισμού με το ιδιωτικό δικαίωμα. Κατά την πάγια διατύπωση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ πρέπει να υπάρχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου, κατά δε τη διατύπωση του Supreme Court των ΗΠΑ πρέπει να μην επιδεικνύεται κατάδηλη αμέλεια ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα (blatant disregard for property rights). Π.χ. σε οικιστική περιοχή με προορισμό την εξοχική κατοικία, η πολύ χαμηλή κάλυψη του οικοπέδου, ο πολύ χαμηλός συντελεστής δόμησης και μέγιστος αριθμός ορόφων ένας δεν καθιστά την ιδιοκτησία αδρανή· οι αυτοί όμως όροι θα καθιστούσαν αδρανή μια ιδιοκτησία στο κέντρο της πόλης.

23Περιορισμοί της ιδιοκτησίας δεσμεύοντες ουσιωδώς τον προορισμό της. Υποχρέωση αποζημίωσης. Ο καθορισμός του περιεχομένου της ιδιοκτησίας, εφόσον έχει θεσπιστεί νομίμως κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και κατανέμεται σε όλη την κοινωνία, π.χ. στην περίπτωση της διάκρισης οικιστικών-μη οικιστικών περιοχών, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη διάκριση του συνόλου των ιδιοκτητών ακινήτων ή σε ολόκληρη κατηγορία μελών της, π.χ. τους ιδιοκτήτες δασών, αποτελεί δημόσιο

Σελ. 18

βάρος γενικής θυσίας που δεν θίγει την αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, την οποία προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος. Η επιβάρυνση αυτή της ιδιοκτησίας στηρίζεται, εκτός από την ανωτέρω διάταξη και εκείνη της παρ. 1 του άρθρου 17, και στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 25, που επιτρέπει στο Κράτος να αξιώνει ένα εύλογο όριο ανοχής ως εκδήλωση κοινωνικής αλληλεγγύης. Εάν όμως το, νομίμως κατά τα ανωτέρω, επιβαλλόμενο βάρος υπερβαίνει το ανωτέρω όριο και δεσμεύει ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της, a fortiori δε την καθιστά αδρανή ως προς αυτόν, μεταβάλλεται σε ατομική θυσία δημιουργούσα ρωγμή στην αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών και επιβάλλει υποχρέωση αποζημίωσης του θιγομένου, όπως π.χ. πλέον προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 19 του Ν 3028/2002 στην περίπτωση επιβολής βαρών για λόγους προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς ή το άρθρο 22 του Ν 1650/1986 στην περίπτωση επιβολής βαρών για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Η υποχρέωση αυτή συνιστά περίπτωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου από νόμιμες νομικές πράξεις του, η δε αποζημίωση, στη μεν περίπτωση του ουσιώδους οριστικού περιορισμού ή της οριστικής στέρησης της κατά προορισμόν χρήσης του όλου ακινήτου είναι πλήρης, στις δε περιπτώσεις ουσιώδους προσωρινού περιορισμού ή ουσιώδους προσωρινής στέρησης της κατά προορισμό χρήσης του όλου ακινήτου υπολογίζεται με βάση την κατά προορισμό απόδοση του ακινήτου πριν τον περιορισμό ή τη στέρηση της χρήσης. Πέραν αυτών των περιπτώσεων, η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας δεν επιβάλλει τη διατήρηση

Σελ. 19

της αγοραίας αξίας του ακινήτου, η οποία μειώνεται όταν αυτή μεταβάλλεται επί το δυσμενέστερον, δεν πρέπει όμως να μην λαμβάνεται υπόψη, στην περίπτωση της μεταβολής του περιεχομένου του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Το ζήτημα τίθεται συνήθως σε περιπτώσεις τροποποιήσεων χωρικών, ιδίως πολεοδομικών διατάξεων, όταν βάσει των τροποποιούμενων έχουν εκδοθεί ατομικές διοικητικές πράξεις επιτρέπουσες δραστηριότητες ή ενέργειες που δεν επιτρέπονται εφεξής και οι οποίες είτε δεν έχουν καθόλου πραγματοποιηθεί, είτε ευρίσκονται σε εξέλιξη ή έχουν ολοκληρωθεί. Ως προς το θέμα των χρήσεων το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν 2831/2000, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 12 παρ. 1-2 του Ν 3212/2003 και 31 παρ. 4 του Ν 3325/2005 και η νομολογία έχει δεχθεί ότι χορηγηθείσες οικοδομικές άδειες ως προς χρήση πλέον μη επιτρεπόμενη εκτελούνται, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται ένα ανώτατο μεταβατικό όριο ανοχής τόσο αυτών όσο και των ήδη υφισταμένων χρήσεων, το οποίο δεν μπορεί να είναι μακρύτερο της πενταετίας.

24Η προστατευόμενη εμπιστοσύνη οπωσδήποτε μετριάζεται, εάν ένας περιορισμός του ακινήτου είναι αναμενόμενος. Πράγματι, αυτός που επιδιώκει και επιτυγχάνει την υπαγωγή του σε ένα καθεστώς διακινδυνεύσεως, αναδέχεται και την αυξημένη πιθανότητα να εκδοθεί μία νόμιμη νομική πράξη βάσει του καθεστώτος αυτού, η οποία να είναι βλαπτική για τα συμφέροντά του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση απόκτησης ακινήτου εντός περιοχής, η οποία έχει υπαχθεί ως προς οιαδήποτε εντός αυτής μορφή δόμησης, σε προηγούμενη άδεια ή άδειες εκδιδόμενες κατά διακριτική ευχέρεια και με δυνατότητα επιβολής περιορισμών κατά περίπτωση.

Σελ. 20

Θα πρέπει πάντως να παρατηρηθεί ότι, ενώ πλέον γίνεται συχνότερα αναφορά στην παρ. 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος (βλ. σημ. 63), εν τούτοις στην περίπτωση της νομιμοποίησης των αυθαιρέτων, ενώ αρχικά η νομολογία είχε θεμελιωθεί ως προς την αντισυνταγματικότητά της όχι μόνο στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος αλλά και στις συνταγματικές αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και του Κράτους Δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1), στη συνέχεια μόνο στο άρθρο 24 παρ. 1 και, τελικά, δέχθηκε τη συνταγματικότητα εν όψει σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην αδυναμία και την επικινδυνότητα της εφαρμογής των ανωτέρω συνταγματικών αρχών. Των αρχών αυτών, κατά την μειοψηφία στη ΣτΕ Ολ. 521/2014, υπερτερεί η ασφάλεια των επί μακρόν χρόνο διατηρουμένων.

Δεν είναι τυχαίο όμως ότι είναι η ιδιοκτησία -και κυρίως η μικροϊδιοκτησία που ανθεί στη χώρα μας- ως ισχύς εν τοις πράγμασι, υπερισχύουσα έτσι και ουσιαστικά κανονιστικώς μη αναθεωρησίμων διατάξεων. Νομίζω ότι το ΣτΕ χρησιμοποιεί ως φύλο συκής την νομική ασφάλεια και το τεκμήριο της νομιμότητας για να μην προβεί σε έλεγχο της νέας στάθμισης, επιβαλλόμενο από το δημόσιο συμφέρον, προκειμένου να δεχθεί τη δυνατότητα οικοδόμησης σε έκτοτε, πριν από πολλά έτη, προβληματικά αγροτεμάχια εις βάρος α) του ήδη από τους αυθαιρετήσαντες βεβαρυμένου φυσικού, χωροταξικού και πολεοδομικού περιβάλλοντος, δεχόμενο και την χρονικώς περιορισμένη συνέχισή της και β) των μη αυθαιρετησάντων. Αδιαφορεί για το ότι η αγορά των ανωτέρω προβληματικών αγροτεμαχίων συνιστά επένδυση, για την οποία θα πρέπει να ισχύουν τα όσα έχει δεχθεί με την Ολ 1506/2014: ότι η έννομη σχέση οικονομικής πίστης, άρα η επένδυση είτε σε χρεώγραφα είτε σε γη, δεν είναι απαλλαγμένη του κινδύνου της έννομης περιουσιακής απώλειας, διότι από την έκδοση του χρεωγράφου ή την αγορά γης μέχρι την απόδοση, δηλαδή την αξιοποίηση, μεσολαβεί συνήθως ικανό χρονικό διάστημα κατά το οποίο, μπορούν να συμβούν γεγονότα είτε απρόβλεπτα είτε, πολύ περισσότερο προβλέψιμα, όπως και η νομολογιακή επισημαινόμενη καταστροφή των εκτός σχεδίου πόλεως περιοχών.

Back to Top