ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

Η ελαστικότητα της ποινής σε διαρκή επανακαθορισμό

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 14€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 34,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18837
Βασιλειάδης Ν.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 288
  • ISBN: 978-618-08-0131-6

H ελαστικότητα της ποινής κατά την επιβολή της εκφράζεται από θεσμούς που είτε μετριάζουν αυτήν, είτε κάμπτουν την πραγματική (ολική ή μερική) έκτισή της. Το σημαντικότερο ίσως αποτρεπτικό του εγκλεισμού μέτρο είναι η αναστολή εκτέλεσης της ποινής (άρθρα 99 επ. ΠΚ), θεσμός που ανταποκρίνεται σε σύνθετες δικαιοκρατικές σταθμίσεις. Η αποτροπή της έκθεσης του καταδικασθέντος στην εγκληματογόνο μόλυνση των φυλακών αποτελεί ίσως την κρισιμότερη από αυτές.

Η ψήφιση του νέου ΠΚ (Ν 4619/2019) επέφερε ριζικές αλλαγές στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής, αλλά και συνολικά στο πεδίο της ελαστικότητας των ποινών κατά την επιβολή τους. Μέτρα που την εξέφραζαν καταργήθηκαν - άλλα ενισχύθηκαν - ορισμένα διαφοροποιήθηκαν. Νεότερες νομοθετικές παρεμβάσεις (Ν 4637/2019 - Ν 4855/2021), επαναπροσδιόρισαν τον συγκεκριμένο χώρο και τη σχέση μεταξύ των μέτρων αποτροπής έκτισης της ποινής. Δημιούργησαν όμως ταυτόχρονα ένα σύνθετο χωροχρονικό μωσαϊκό. Οι «παραμορφώσεις» στην ελαστικότητα της ποινής από τις νομοθετικές παλινωδίες φέρνουν τον ερμηνευτή του δικαίου αντιμέτωπο με προβλήματα δικαιοκρατικά αμφίστομα και δογματικά περίπλοκα.

Στόχος του παρόντος πονήματος «Η Αναστολή Εκτέλεσης της Ποινής - Η ελαστικότητα της ποινής σε διαρκή επανακαθορισμό» αποτελεί η ολιστική ερμηνευτική προσέγγιση του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής και των σύμμεικτων (ουσιαστικού ποινικού δικαίου) όψεων της ελαστικότητάς της. Απευθύνεται στον δικηγόρο, τον δικαστή, τον φοιτητή, αλλά και τον ερευνητή του ποινικού δικαίου.

Συντομογραφίες VII

Πρόλογος XI

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις (Η δικαιολόγηση
της θεσμοθέτησης – Ιστορική αναδρομή)
1

2. Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αναστολής
(από το παρελθόν στο παρόν)
19

2.1. Τα όρια της επιβληθείσας ποινής που αναστέλλεται 19

2.2. Τα όρια της ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων 22

2.3. Δικαστήρια που χορηγούν την αναστολή της ποινής 25

2.4. Ποινές που δεν αναστέλλονται 33

2.4.1. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων 33

2.4.2. Ποινές καθείρξεως 38

2.4.3. Χρηματική Ποινή – Παροχή Κοινωφελούς Εργασίας 41

2.4.4. Μέτρα Ασφαλείας 46

2.4.5. Απαγόρευση από τον νόμο της αναστολής της ποινής 49

3. Η αποσύνδεση της αναστολής από
το εγκληματικό παρελθόν του κατηγορουμένου
57

3.1. Η θεωρητική συζήτηση 57

3.2. Ζητήματα που άπτονται της προηγούμενης καταδίκης
του κατηγορουμένου 61

3.3. Καταδίκη με μία ή με περισσότερες αποφάσεις; 67

3.4. Η προηγούμενη καταδίκη για έγκλημα δόλου 70

3.5. Το αμετάκλητο της προηγούμενης απόφασης 75

3.6. Η επίδραση της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου 80

3.6.1. Η επίδραση στην αναστολή εκτέλεσης (άρθρο 103 ΠΚ) 80

3.6.2. Ελαστικότητα στην επιβολή της ποινής από αλλοδαπό δικαστήριο και επίδρασή της στο ακαταδίωκτο
των εγκλημάτων και στην αρχή του συνυπολογισμού 81

3.7. Η επίδραση της καταβολής των δικαστικών εξόδων και
της χρηματικής ικανοποίησης στην αναστολή της ποινής 83

4. Η επιβολή όρων κατά τη χορήγηση
της αναστολής της ποινής
87

4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 87

4.2. Οι επιβαλλόμενοι όροι 88

4.3. Άρση και τροποποίηση των όρων 94

4.4. Η παραβίαση των όρων από τον καταδικασθέντα 97

5. Η μερική αναστολή της ποινής 103

5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 103

5.2. Μερική αναστολή της ποινής και αποσύνδεση από
το εγκληματικό παρελθόν του δράστη 108

5.3. Ζητήματα που άπτονται της μερικής αναστολής της ποινής 109

5.4. Η επιβολή όρων στη μερική αναστολή της ποινής 118

5.5. Η παραβίαση των όρων στη μερική αναστολή της ποινής 119

6. Αναλογικότητα – Επικουρικότητα και Αιτιολογία
στην ελαστικότητα της ποινής
123

7. Ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής 137

8. Ο χρόνος της δοκιμασίας 159

8.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 159

8.2. Η διάρκεια του χρόνου της δοκιμασίας 160

8.3. Η έναρξη του χρόνου της δοκιμασίας στην αναστολή
του άρθρου 99 ΠΚ 164

8.4. Η έναρξη του χρόνου της δοκιμασίας στη μερική αναστολή 169

8.5. Έννομες συνέπειες της επιτυχημένης παρέλευσης του χρόνου δοκιμασίας 170

8.5.1. Σε σχέση με την κύρια ποινή 170

8.5.2. Σε σχέση με τις παρεπόμενες ποινές 173

9. Άρση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής 187

10. Ειδικές περιπτώσεις αναστολής της ποινής 199

10.1. Η υφ’ όρον αναστολή της ποινής στην ποινική διαταγή 199

10.2. Ειδικές περιπτώσεις αναστολής της ποινής
στον Ν 4139/2013 202

10.2.1. Άρθρο 27 Ν 4139/2013 203

10.2.2. Άρθρο 32 Ν 4139/2013 206

10.2.3. Άρθρο 33 Ν 4139/2013 209

10.3. Οι ειδικές περιπτώσεις αναστολής της ποινής
των άρθρων 187Γ ΠΚ και 263Α ΠΚ και του άρθρου 132
παρ. 5 Ν 2725/1999 212

11. Διαχρονικό δίκαιο 217

11.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 217

11.2. Το διαχρονικό δίκαιο της αναστολής εκτέλεσης της ποινής
υπό το πρίσμα του άρθρου 465 νΠΚ 218

11.3. Διαχρονικό δίκαιο και προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης
της ποινής 223

11.4. Διαχρονικό δίκαιο και χρόνος ενάρξεως της δοκιμασίας 228

11.5. Διαχρονικό δίκαιο και ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης
της ποινής 232

12. Επίμετρο 239

Βιβλιογραφία 243

Ευρετήριο 265

1

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις (Η δικαιολόγηση
της θεσμοθέτησης – Ιστορική αναδρομή)

H αναστολή εκτέλεσης των στερητικών της ελευθερίας ποινών αποτελεί θεσμό ευρισκόμενο στον στενό πυρήνα της φιλελεύθερης λειτουργίας του ποινικού μας συστήματος, που ως στόχο έχει την αποτροπή της πραγματικής έκτισης της ποινής από τον καταδικασθέντα. Πρόκειται για ένα μοντέλο ελαστικότητας της ποινής κατά τη συγκεκριμένη εννοιολογική της όψη, που αφορά την επιβολή της .

Η ελαστικότητα της ποινής (σε επίπεδο νομοθετικής οριοθετήσεως – δικαστικής επιμετρήσεως - σωφρονιστικής της εκτίσεως), εκφράζεται και με άλλους θεσμούς που άλλοτε προηγούνται (: όπως η δικαστική άφεση της ποινής) , άλλοτε είναι σύγχρονοι (: όπως η μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία, η κατ’ οίκον έκτιση της ποινής) και άλλοτε έπονται (: όπως η απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης, η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, η έκτιση της ποινής σε κατοικία , η διακοπή εκτελέσεως της ποινής, η απονομή χάριτος) , της αναστολής της ποινής. Οι θεσμοί αυτοί εξυπηρετούν ευρύτερα, κυρίως την ανά

2

γκη για αποφυγή εγκλεισμού του δράστη (ή συνέχισης αυτού), αντανακλώντας την εγκράτεια και την επιείκεια (mercy) στην ποινική καταστολή , αναδεικνύοντας τις σύγχρονες και εξειδικευμένες όψεις της αναλογικότητας (κατά την επιμέτρηση και έκτιση), ενισχύοντας την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου .

• Ως θεσμός συναντάται (με ομοιότητες και διαφορές) στα περισσότερα σύγχρονα δικαιικά συστήματα, έχοντας ιστορική θεμελίωση στο αγγλοσα

3

ξονικό νομικό μοντέλο . Στην Αγγλία και στις Η.Π.Α. όπου και πρωτοεμφανίστηκε με το χαρακτηριστικό σχήμα της δοκιμασίας (probation) , αναστέλλονταν στις περισσότερες περιπτώσεις (υπό επιτήρηση) όχι μόνο η εκτέλεση της ποινής αλλά και ο καθορισμός αυτής μετά την απαγγελία της ενοχής (δηλαδή δεν επιβαλλόταν ποινή) , με αποτέλεσμα σε περίπτωση παρόδου του χρόνου της δοκιμασίας να παραλειπόταν το στάδιο επιμέτρησης της ποινής .

Ειδικότερα, στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης τον Αύγουστο του 1841, ο John Augustus, επιδιορθωτής υποδημάτων, αιτήθηκε ενώπιον δικαστηρίου της Βοστώνης, μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου για το έγκλημα της μέθης, την αναβολή της έκδοσης απόφασης επί της ποινής, αναλαμβάνοντας προσωπικά την επίβλεψη του κατηγορουμένου και καθιστάμενος εγγυητής υπέρ του. Το δικαστήριο ανέβαλε για διάστημα τριών εβδομάδων και κατά

4

τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, αφού διαπιστώθηκε ότι δεν είχε υποπέσει εκ νέου στην ως άνω αξιόποινη πράξη, του επέβαλε, αντί της επαπειλούμενης ποινής κράτησης, το συμβολικό πρόστιμο του ενός λεπτού. Μέχρι τον θάνατό του, το έτος 1859, ο Augustus ασχολήθηκε συστηματικά με την παρακολούθηση και καθοδήγηση των κατηγορουμένων έως τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, αναλαμβάνοντας περισσότερους από δύο χιλιάδες δράστες, έργο το οποίο εξέλιξε ο Rufus Cook και οι συνεργάτες του . Εντούτοις, ως πρώτη επίσημη καταγραφή της νομολογιακής πρακτικής εμφανίζεται η υπόθεση Commonwealth v. Jerusha Chase, ενώπιον του δικαστή Peter Oxenbridge Thacher στη Βοστώνη το 1831 , ο οποίος αναγνώρισε πως, σε υποθέσεις με ιδιάζοντα χαρακτήρα, θα έπρεπε να αποφασίζεται κατά περίπτωση η μη επιβολή ποινής, υπό τον όρο της μη τέλεσης νέων εγκλημάτων. Προς τούτο, δεχόταν σχετική υπόσχεση του κατηγορουμένου, ο οποίος και κατέβαλλε συναφώς εγγύηση (recognizance) . Δηλαδή, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τους θεσμούς του αγγλοσαξονικού δικαίου, η νομολογιακή διαμόρφωση εθιμικού δικαίου προηγήθηκε της νομοθετικής ρύθμισης, με νόμο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης το έτος 1878, ο οποίος κατά συνέπεια δεν εισήγαγε το πρώτον μία νέα δικαστική αρμοδιότητα, αλλά ρύθμισε το ειδικότερο ζήτημα του διορισμού ειδικών υπαλλήλων προς υποβοήθηση της ήδη καθιερωμένης πρακτικής των δικαστηρίων της Πολιτείας . Υπό τα δεδομένα αυτά, η γέννηση του θεσμού εγγράφεται από την αμερικανική θεωρία σε μία ευρύτερη προσπάθεια απόδοσης Δικαιοσύνης σε πρακτικό επίπεδο (: to administer justice), δηλαδή σε μια δικαιοπλαστική ερμηνεία του δικαίου, βάσει της αρχής της επιείκειας, η οποία και καλούνταν να εξισορροπήσει τη διατήρηση

5

αδικαιολόγητα αυστηρών ποινών από τον νομοθέτη . Έπειτα, το παράδειγμα αυτό ακολούθησαν και άλλες Πολιτείες, χωρίς όμως να διαμορφωθεί ένα ενιαίο σύστημα αναστολής της ποινής υπό όρο και θέσης του κατηγορουμένου σε καθεστώς δοκιμασίας. Και αυτό, επειδή ορισμένες από αυτές υιοθέτησαν σύστημα αναστολής της εκτέλεσης της ήδη επιβληθείσας ποινής, ενώ άλλες σύστημα αναβολής της έκδοσης απόφασης κατά το σκέλος της ποινής μετά την κήρυξη του κατηγορουμένου ως ενόχου, οπότε, σε περίπτωση καλής διαγωγής του κατά τον χρόνο της δοκιμασίας, δεν επιβαλλόταν καν ποινή, ενώ η λήξη της δοκιμασίας διατασσόταν με δικαστική απόφαση . Αντίθετα, η παράβαση των όρων στη διάρκεια της δοκιμασίας είχε ως συνέπεια την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής ή την επιβολή και εκτέλεσή της αντίστοιχα, χωρίς όμως αυτό να είναι υποχρεωτικό για το δικαστήριο που πάντως διατηρούσε την ευχέρεια της απλής παράτασης του χρόνου της δοκιμασίας .

Σε ιστορικό-συγκριτικό επίπεδο, μεγαλύτερη συστηματοποίηση γνώρισε ο θεσμός της αναστολής εκτέλεσης της ποινής στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρότι η αφετηρία του ήταν ίδια, δηλαδή η κατά το εθιμικό δίκαιο δυνατότητα του δικαστή να αναβάλει την απόφαση για επιβολή ποινής, μετά την αναγνώριση της ενοχής. Μάλιστα, η εν λόγω ευχέρεια αξιοποιήθηκε κυρίως σε περιπτώσεις πρωτόπειρων ή ανηλίκων δραστών, μέχρι τον ακριβή προσδιορισμό των

6

προϋποθέσεων του θεσμού από το Κοινοβούλιο που διαμόρφωσε τα βασικά χαρακτηριστικά του έως σήμερα . Πιο συγκεκριμένα:

Ο Summary Jurisdiction Act του 1879 εισήγαγε το σύστημα της απλής αναστολής της απαγγελίας της καταδίκης (binding over/conditional discharge), δηλαδή ένα σύστημα που προέβλεπε την αποχή από την επιβολή ποινής μετά την τυπική κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου (conviction) επί ελαφρών εγκλημάτων αρμοδιότητας των δικαστηρίων συνοπτικής διαδικασίας, εφόσον αυτός είχε αναλάβει γραπτά την υποχρέωση επίδειξης καλής διαγωγής και εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου σε περίπτωση κλήσης του, συνοδευόμενη συχνά με την καταβολή εγγύησης από τρίτο (recognizance). Ο First Offenders Act του 1887 διεύρυνε τη δυνατότητα εφαρμογής του θεσμού και στους πρωτόπειρους δράστες βαρύτερων εγκλημάτων, αρμοδιότητας ανώτερων δικαστηρίων, ενώ πλέον δεν απαιτούνταν η τυπική κήρυξη της ενοχής, με συνέπεια η μη τήρηση των επιβληθέντων όρων να οδηγούσε σε σύλληψη του κατηγορουμένου προς τον σκοπό της καταδίκης του. Ακολούθως, με τον Probation of Offenders Act του 1907 διατηρήθηκε το σύστημα της απλής αναστολής απαγγελίας της καταδίκης μόνο για τα ελαφρά εγκλήματα, ενώ παρασχέθηκε στο δικαστήριο η ευχέρεια παροχής δικαστικής συγγνώμης και εντελούς κατάργησης της ποινικής δίωξης (dismissal - absolute discharge) για τους πρωτόπειρους δράστες αυτών. Περαιτέρω, ο εν λόγω νόμος έδωσε το πρώτον στον δικαστή τη δυνατότητα να συνοδεύσει την αναστολή εκτέλεσης με διαταγή υποβολής σε σύστημα δοκιμασίας (probation order) από ειδικό υπάλληλο δοκιμασίας (probation officer) ,

7

εφόσον συναινούσε ο κατηγορούμενος, διαφορετικά επιβαλλόταν η προβλεπόμενη ποινή. Ειδικότερα, εάν επρόκειτο για έγκλημα αρμοδιότητας κατώτερου δικαστηρίου παραλειπόταν πλήρως η κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, ενώ στα ανώτερα δικαστήρια οι μεν ένορκοι κήρυσσαν ένοχο τον κατηγορούμενο, ο δε πρόεδρος του δικαστηρίου αποφάσιζε μόνος ως προς το ζήτημα της δοκιμασίας. Η διαφορά των δύο λύσεων είχε άμεσες συνέπειες στον χώρο της υποτροπής: η κήρυξη του κατηγορουμένου ως ενόχου από τους ενόρκους σήμαινε ότι σε περίπτωση τέλεσης νέου εγκλήματος, εντός ή εκτός του χρόνου της δοκιμασίας, αυτός θα χαρακτηριζόταν ως υπότροπος. Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί ότι η υποβολή του κατηγορουμένου σε σύστημα δοκιμασίας ήταν εξαρτημένη από διπλή προγνωστική κρίση του δικαστή, συναρτώμενη με την αρχή της αναλογικότητας. Αφενός μεν, ως προς την επιλογή ανάμεσα στη δοκιμασία και την ηπιότερη απλή αναστολή απαγγελίας της καταδίκης, με κριτήριο το εάν ήταν δεκτικός βελτίωσης χωρίς έξωθεν βοήθεια . Αφετέρου δε, ως προς την επιλογή ανάμεσα στη δοκιμασία και τη (δυσμενέστερη αναμφίβολα) επιβολή της νομοθετικά προβλεπόμενης ποινής, με βάση την πιθανολόγηση της ενδεχόμενης επιτυχίας της δοκιμασίας . Τέλος, ο Criminal Justice Act του 1948 υιοθέτησε ως ενιαίο σύστημα αυτό της απλής αναστολής με κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου και για τα ελαφρά εγκλήματα, ενώ έδωσε τη δυνατότητα υπαγωγής σε δοκιμασία όλων των εγκλημάτων, με εξαίρεση όσων επαπειλούνταν με την ποινή του θανάτου, της ισόβιας κάθειρξης ή της κράτησης αορίστου διάρκειας. Σε περίπτωση τέλεσης νέου εγκλήματος εντός του χρόνου της δοκιμασίας, το οποίο πάντως έπρεπε να αποδειχθεί με δικαστική απόφαση, επερχόταν ως

8

κύρωση η άρση της δοκιμασίας και η επιβολή ποινής για το αρχικό έγκλημα, χωρίς όμως αυτό να είναι υποχρεωτικό για τον δικαστή.

Στον αντίποδα, το ηπειρωτικό σύστημα της αναστολής, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται το βελγογαλλικό σύστημα, εμφάνιζε σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με το αγγλοσαξονικό. Πρώτον, δεν πρόκειται για αναστολή της έκδοσης δικαστικής απόφασης επί της ποινής, αλλά για αναστολή εκτέλεσης της ήδη επιβληθείσας με την καταδικαστική απόφαση ποινής . Ειδικότερα, εισήχθη στο Βέλγιο με τον νόμο της 31-05-1888 (loi établissant la libération conditionnelle dans le système pénal) και στη Γαλλία με τον νόμο της 28-03-1891 (loi sur l’att énuation et l’ aggravation des peines) ως θεσμός της υπό αίρεση καταδίκης (condemnation conditionnelle). Δηλαδή, εάν ο καταδικασθείς διένυε με επιτυχία την περίοδο της δοκιμασίας, δεν θεωρούνταν απλώς ότι εξέτισε την ποινή του, αλλά η ίδια η καταδικαστική απόφαση λογιζόταν ως μηδέποτε γενομένη (non avenue) και άρα είχε λευκό ποινικό μητρώο και δεν εφαρμόζονταν οι περί υποτροπής διατάξεις σε περίπτωση τέλεσης νέου εγκλήματος εκτός του χρόνου της δοκιμασίας . Δεύτερον, κατά τον χρόνο της δοκιμασίας ήταν αδιάφορος ο τρόπος διαβίωσης του καταδικασθέντος, δηλαδή ο νόμος αρκούνταν στο να μην έχει υποστεί νέα καταδίκη. Τούτο αντανακλά βαθύτερες επιλογές του νομοθέτη, καθώς στο αγγλοσαξονικό σύστημα, η αναστολή συνιστά είδος σωφρονιστικής μεταχείρισης που διεγείρει την αυτενέργεια του υπό δοκιμασία κατηγορουμένου και εξ αυτού του λόγου συνδέεται με περαιτέρω υποχρεώσεις, ενώ στο ηπειρωτικό, αποσκοπεί κυρίως στην αποτροπή του φαινομένου της υποτροπής πρωτόπειρων εγκληματιών ή δραστών ελαφρών εγκλημάτων από τον συγχρωτισμό τους στα καταστήματα κράτησης . Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος για

9

τον οποίο η κατά το γαλλικό σύστημα αναστολή χορηγούνταν αποκλειστικά στους πρωτόπειρους δράστες, δηλαδή σε όσους δεν είχαν προγενέστερη καταδίκη, για πλημμέλημα ή κακούργημα . Τρίτον, σε περίπτωση καταδίκης για νέο έγκλημα κατά τον χρόνο της δοκιμασίας, δεν καθίσταται απλώς η αρχικά επιβληθείσα ποινή εκτελεστή, αλλά συνεπάγεται την αθροιστική έκτισή τους, δηλαδή αποκλείεται η δυνατότητα σχηματισμού συνολικής ποινής . Τέταρτον, η αναστολή περιελάμβανε και τις χρηματικές ποινές, με τη σκέψη ότι τυχόν εξαίρεσή τους θα περιήγαγε σε δυσμενέστερη θέση τον καταδικασθέντα σε ηπιότερη ποινή .

Παρόλο που το βελγογαλλικό σύστημα κατέστη το πρότυπο για σειρά ηπειρωτικών νομοθεσιών, όπως του Λουξεμβούργου (1892), της Νορβηγίας (1894), της Ιταλίας (1904), της Δανίας (1905), της Σουηδίας (1906) και της Ελλάδας (1911), το γερμανικό σύστημα αποτέλεσε μία απολύτως ιδιάζουσα περίπτωση. Με αφετηρία την αρχή της ανταπόδοσης της ποινής (αντιτιμωρίας του εγκλήματος) που εξέφραζε την Κλασική Σχολή της Εγκληματολογίας, η γερμανική θεωρία άσκησε δριμεία κριτική κατά ενός θεσμού που κατέληγε στη μη επιβολή ποινής παρά την αναγνώριση της ενοχής του δράστη . Έτσι, αντί της υπό όρο αναστολής, διαμορφώθηκε ο θεσμός της υπό όρο χάριτος, με διοικητικά διατάγματα των γερμανικών κρατών που εξουσιοδοτούσαν τα δικαστήρια να παρέχουν δοκιμαστικές προθεσμίες και τελικά να απαλλάσσουν από την ποινή, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος της χάριτος .

Πλην όμως, με τις συνεχείς τροποποιήσεις των νομοθεσιών, εμφανίστηκε σύμμειξη των στοιχείων των επιμέρους συστημάτων, ώστε αυτά να έχουν αποβάλει πλέον τον αμιγή χαρακτήρα τους, με κεφαλαιώδες παράδειγμα αυτό του γαλλικού δικαίου , όπου σήμερα ισχύουν τρεις θεσμοί σχετικοί με

10

την αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Σε πρώτο επίπεδο, διατηρήθηκε ο θεσμός της απλής αναστολής εκτέλεσης της ποινής (sursis simple), σύμφωνα με τα άρθρα 132-30 έως 132-34 του γαλλικού ΠΚ. Η απλή αναστολή εφαρμόζεται για ποινές φυλάκισης έως πέντε έτη, χρηματικές ποινές, παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας (με εξαιρέσεις, όπως η δήμευση). Ως προς τις προϋποθέσεις, απαιτείται η μη καταδίκη του κατηγορουμένου κατά το χρονικό διάστημα της πενταετίας πριν από την τέλεση της πράξης σε οποιαδήποτε ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης, για κακούργημα ή πλημμέλημα (δηλαδή εξαιρούνται τα πταίσματα που συνεπάγονται ποινή κράτησης), ωστόσο, η χορήγησή της αναστολής δεν είναι ποτέ υποχρεωτική για το δικαστήριο. Ως προς τις έννομες συνέπειες, η καταδίκη θεωρείται μηδέποτε γενομένη (non avenue), εάν ο καταδικασθείς δεν διαπράξει εντός πέντε ετών από την καταδίκη του κακούργημα ή πλημμέλημα, για το οποίο καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση χωρίς αναστολή . Άλλως, το δικαστήριο που αποφασίζει για το έγκλημα που τελέστηκε εντός του χρόνου της δοκιμασίας μπορεί, με ειδική απόφασή του, να άρει (μερικά ή ολικά) τη χορηγηθείσα αναστολή, ενώ οι δύο ποινές θα εκτιθούν αθροιστικά. Σε δεύτερο επίπεδο, προβλέφθηκε η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της ποινής με υποβολή του καταδικασθέντος σε δοκιμασία (sursis avec mise à l’ épreuve, πλέον sursis probatoire) , σύμφωνα με τα άρθρα 132-40 έως 132-42 του γαλλικού ΠΚ. Κατά το σκέλος των προϋποθέσεων, η αναστολή με δοκιμασία μπορεί να επιβληθεί για ποινές φυλάκισης έως πέντε ετών , για κακούργημα ή πλημμέλημα (ειδικά για τους υπότροπους μπορεί να χορηγηθεί για φυλάκιση έως δέκα ετών), εφό

11

σον όμως ο καταδικασθείς δεν έχει καταδικασθεί ήδη δύο φορές σε ποινή με αναστολή υπό δοκιμασία για το ίδιο ή παραπλήσιο έγκλημα, έχοντας κριθεί υπότροπος. Σε περίπτωση χορήγησης, το δικαστήριο ορίζει την ακριβή διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας σε πλαίσιο ενός έως τριών ετών, η οποία μπορεί να παραταθεί για τους υποτρόπους έως τα πέντε ή και επτά έτη . Κατά το σκέλος των εννόμων συνεπειών, η επιτυχής πάροδος του χρόνου δοκιμασίας οδηγεί πάλι στο να θεωρείται η καταδίκη ως μηδέποτε γενομένη, εκτός εάν διαταχθεί η άρση αυτής λόγω καταδίκης για κακούργημα ή πλημμέλημα σε ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης χωρίς αναστολή που τελέστηκε εντός του χρόνου δοκιμασίας (ο οποίος κατά ρητή νομοθετική επιλογή ξεκινά από όταν θα καταστεί οριστική η απόφαση που χορήγησε την αναστολή με δοκιμασία). Σε τρίτο επίπεδο, προβλέπεται ο θεσμός της απαλλαγής από την ποινή και της αναβολής (la dispense de peine et l’ajournement), δυνάμει των άρθρων 132-58 έως 132-70-3 του γαλλικού Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, σε περιπτώσεις πλημμελημάτων ή πταισμάτων, εφόσον διαπιστώνεται ότι η επανένταξη του δράστη, η αποκατάσταση της προκληθείσας ζημιάς και η παύση των επιβλαβών συνεπειών της πράξης του έχουν ήδη λάβει χώρα, το δικαστήριο μπορεί, αφού πρώτα κηρύξει τον κατηγορούμενο ένοχο, να μην του επιβάλει ποινή. Παρότι το σύστημα αυτό προσιδιάζει προς τη δικαστική άφεση της ποινής, συνέχεται με την αναστολή, καθόσον το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την επί της ποινής απόφασή του, εάν διαπιστώσει ότι πρόκειται να λάβουν χώρα οι περιστάσεις που κατά τα ανωτέρω θα δικαιολογούσαν τη δικαστική άφεση. Η απόφαση επί της ποινής εκδίδεται εντός ενός έτους από την αναβλητική απόφαση, κατ’ ανώτατο όριο, ενώ η τελευταία μπορεί να υποβάλει τον καταδικασθέντα σε δοκιμασία (l’ ajournement avec probation). Στη δε μετ’ αναβολή δικάσιμο, είναι δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τη συμπεριφορά του καταδικασθέντος κατά

12

τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, είτε να τον απαλλάξει από την ποινή είτε να επιβάλει την επαπειλούμενη ποινή, είτε να αναβάλει εκ νέου την περί ποινής απόφασή του.

Στο δικό μας δίκαιο εισήχθη με τον νόμο ΓΩΙΗ΄ (υπ’ αριθ. 3818) του 1911 «περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής» . Η πρώτη αυτή πρόβλεψη για αναστολή, αφορούσε ποινές που δεν υπερέβαιναν τους τρεις μήνες και χορηγούνταν μόνο κατόπιν ομόφωνης απόφασης του δικαστηρίου , εφόσον ο κατηγορούμενος δεν είχε καμία προηγούμενη καταδίκη. Οι ρυθμίσεις αυτές τροποποιήθηκαν αρχικώς με τον Ν 3236/1924 , οπότε και αυξήθηκε το όριο των ποινών που μπορούσαν να ανασταλούν από τρεις σε έξι μήνες , ενώ ταυτόχρονα η απαγόρευση χορήγησής της λόγω προηγουμένης καταδίκης για οπουδήποτε έγκλημα, μετατράπηκε σε απαγόρευση λόγω προηγούμενης καταδίκης για πλημμέλημα ή κακούργημα. Τέλος, καταργήθηκε η πρόβλεψη για χορήγησή της μόνο μετά από ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου. Ακολούθως, νέες αλλαγές υπέστη με τον Ν 5335/1932 , αφορώσες ζητήματα που άπτονται των δικαστικών εξόδων και της αστικής αποζημίωσης, κα

13

θώς και θέματα παρεπόμενων ποινών όταν αναστέλλεται η κύρια ποινή. Το ελληνικό μοντέλο αναστολής, στην αρχική του εκδοχή που ήταν επηρεασμένο και από το γαλλικό και βελγικό μοντέλο της εποχής εκείνης προέβλεπε ότι ο χρόνος δοκιμασίας του κατηγορουμένου στον οποίο χορηγούνταν αναστολή της ποινής, κυμαινόταν από τα τρία έως τα πέντε έτη.

• Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο διήλθε από διαφορετικές νομοθετικές προβλέψεις τα τελευταία χρόνια. Υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ, στην αρχική του μορφή καταλάμβανε μόνο επιβληθείσες ήσσονος βαρύτητας ποινές (: criminal offences) που σταδιακά ο νομοθέτης άρχισε να αυξάνει, καταλήγοντας στην τελική εκδοχή του [μέχρι την ισχύ του νΠΚ (Ν 4619/2019)] να αφορά ποινές που δεν υπερέβαιναν τα τρία (3) έτη (άρθρ. 99 πΠΚ) και σε ορισμένες περιπτώσεις η δυνατότητα αναστολής επεκτείνονταν και σε ποινές έως πέντε (5) έτη (άρθρ. 100 πΠΚ) . Έτσι,

14

σταδιακά νοθεύτηκε ο χαρακτήρας της (και εν μέρει κάμφθηκε και η εγγυητική λειτουργία που προσδίδει στο φιλελεύθερο ποινικό μας σύστημα), ενώ παραμερίστηκαν οι επιδιωκόμενοι σκοποί της θεσμοθέτησής της, αποτελώντας -όπως έχει επισημανθεί- μέσο για την αποσυμφόρηση των φυλακών, συνδυαστικά με την μετατροπή της ποινής, αλλά και τον θεσμό της ειδικής παραγραφής ορισμένων ελαφρών αδικημάτων, που αποτελεί για τον νο

15

μοθέτη πρακτική , επαναλαμβανόμενη μέχρι και σήμερα ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

• Ο θεσμός της αναστολής ανταποκρίνεται σε σύνθετες δικαιοκρατικές σταθμίσεις. Η μικρή ποινή που επιβάλλεται, σε συνδυασμό με την έλλειψη προηγούμενης καταδίκης ή προηγούμενων καταδικών που ξεπερνούν ένα όριο ποινής, αποτέλεσαν διαχρονικά τον πυρήνα των τυπικών προϋποθέσεων για τη χορήγησή της (με εξαίρεση μια μικρή περίοδο διαφορετικής θεώρησης σε σχέση με την τελευταία). Έτσι, συνδέθηκε με τον λεγόμενο πρωτόπειρο εγκληματία, για τον οποίο η πραγματική έκτιση της ποινής δεν θα προσέφερε τίποτα σε επίπεδο ειδικής πρόληψης.

Back to Top