ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΗ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Συγκριτική μελέτη της οργάνωσης και λειτουργίας της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας και του federal reserve system

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 17.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 39,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18424
Αγγέλου Γ.
Γκόρτσος Χ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Γκόρτσος Χ., Δελλής Γ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 496
  • ISBN: 978-960-654-424-8
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Ανεξαρτησία και λογοδοσία των κεντρικών τραπεζών στη φιλελεύθερη δημοκρατία - Συγκριτική μελέτη της οργάνωσης και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Federal Reserve System» πραγματεύεται διαχρονικά ζήτημα αιχμής: προσεγγίζει τα αναφυόμενα ζητήματα των διατυπώσεων ανεξάρτητης λειτουργίας και λογοδοσίας αυτών με όρους «παραδοσιακού» Δημοσίου Δικαίου, αλλά και από τη σκοπιά σύγχρονων προβληματισμών στο πλαίσιο του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Δικαίου. Το έργο έχει θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον και απευθύνεται σε νομικούς που ασχολούνται με το τραπεζικό ή/και ευρωπαϊκό δίκαιο ή/και ενδιαφέρονται για τα ζητήματα που άπτονται της κεντρικής τραπεζικής και των οικονομικών θεσμών εν γένει, αλλά και σε οικονομολόγους που ενδιαφέρονται για τη νομική διάσταση των ως άνω ζητημάτων.

Περιεχόμενα
Πρόλογος Χ. Γκόρτσου Σελ. V
Πρόλογος - Ευχαριστίες Σελ. VII
Συντομογραφίες Σελ. XXV
ΜΕΡΟΣ Α΄
Κεντρικές τράπεζες, ανεξαρτησία και λογοδοσία: Οι «γενικές αρχές»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Θεμελιώδη στοιχεία και ιστορική εξέλιξη της κεντρικής τραπεζικής
1.1. Εισαγωγή Σελ. 3
1.2. Η φύση των κεντρικών τραπεζών Σελ. 4
1.3. Οι βασικοί στόχοι των κεντρικών τραπεζών Σελ. 6
1.4. Βασικές αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών Σελ. 8
1.4.1.Η άσκηση της νομισματικής πολιτικής - συμβατική και μη συμβατική νομισματική πολιτική Σελ. 8
1.4.2.Αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος Σελ. 11
1.4.3.Αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών σχετικά με τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού Σελ. 13
1.4.4. Λοιπές αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών Σελ. 13
1.5. Οι ιστορικές καταβολές της κεντρικής τραπεζικής Σελ. 15
1.5.1. Οι πρώτες κεντρικές τράπεζες της Σουηδίας και της Αγγλίας Σελ. 15
1.5.2.Η εδραίωση των κεντρικών τραπεζών στις ευρωπαϊκές οικονομίες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Σελ. 18
1.5.3. Το Federal Reserve System Σελ. 21
1.5.4. Η Τράπεζα της Ελλάδος Σελ. 23
1.5.5. Η γερμανική κεντρική τράπεζα Σελ. 26
1.5.6. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Σελ. 27
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η κεντρική τραπεζική στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
2.1. Ιστορική εξέλιξη Σελ. 29
2.1.1.Η πορεία προς την ενιαία άσκηση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής πολιτικής Σελ. 29
2.1.2.Η «εποχή του Μάαστριχτ» και η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Σελ. 35
2.1.3.Οι διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας σχετικά με την ΟΝΕ και την άσκηση της κεντρικής τραπεζικής Σελ. 48
2.1.4.Η επίδραση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στην άσκηση της ενιαίας οικονομικής & νομισματικής πολιτικής: από τις ιδρυτικές Συνθήκες, στις διακυβερνητικές συμφωνίες Σελ. 60
2.2.Η άσκηση της κεντρικής τραπεζικής στην Ευρωζώνη: Η συμβατική και η μη συμβατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ Σελ. 63
2.2.1.Τα «παραδοσιακά» μέσα άσκησης νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ Σελ. 63
2.2.2.Η κεντρική τραπεζική στην Ευρωζώνη σε καιρούς κρίσης: Η μη συμβατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ Σελ. 70
2.3. H Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση Σελ. 80
2.3.1.Η δημιουργία και το κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης Σελ. 80
2.3.2. H Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση και τα νέα καθήκοντα της ΕΚΤ Σελ. 88
(α) Η οργάνωση και λειτουργία του SSM και τα νέα καθήκοντα της ΕΚΤ Σελ. 88
(β) Η οργάνωση και λειτουργία του SRM και τα νέα καθήκοντα της ΕΚΤ Σελ. 100
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Δημοκρατία και τεχνοκρατία: Το ζήτημα της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών
3.1.Ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και φιλελεύθερη δημοκρατία: ‘public choice theory’, ‘ordoliberalism’ και ‘constitutional economics’ Σελ. 108
3.1.1. Η περίοδος του ‘New Deal’ Σελ. 108
3.1.2.Η όσμωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας με την τεχνοκρατία στα μέσα του 20ου αιώνα: Η επιρροή της περιόδου του ‘New Deal’ και η ‘Public Choice Theory’ Σελ. 111
3.1.3.Η «ευρωπαϊκή» διάσταση του ζητήματος: Η επιρροή του ορθοφιλελεύθερου μοντέλου στη ζεύξη μεταξύ δημοκρατίας και τεχνοκρατίας Σελ. 113
3.1.3.1 Η επιρροή του ορθοφιλελευθερισμού στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής Σελ. 126
3.1.3.2. Η αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ τεχνοκρατίας και δημοκρατικού πλουραλισμού: Constitutional Economics (ή: το επόμενο βήμα του ορθοφιλελευθερισμού) Σελ. 135
3.2. Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών Σελ. 138
3.2.1. Εισαγωγικά Σελ. 138
3.2.2.Η εδραίωση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών στη σύγχρονη εποχή Σελ. 139
3.2.3.Τα επιμέρους χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών Σελ. 150
3.2.4.Κεντρικές τράπεζες και πολιτική εξουσία: μια σχέση δύσκολη αλλά όχι απαραίτητα απαγορευμένη Σελ. 154
3.3. Ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα Σελ. 159
3.4.Φιλελεύθερη δημοκρατία και ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών: Τo σημείο ισορροπίας Σελ. 169
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Αναζητώντας τα όρια: Το ζήτημα της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών
4.1. Εισαγωγικά Σελ. 171
4.2. Είδη λογοδοσίας Σελ. 173
4.3. Γενικές αρχές και μέσα λογοδοσίας Σελ. 178
4.3.1.Τα διεθνή πρότυπα εποπτείας (‘International Standards of Supreme Audit Institutions’) του INTOSAI Σελ. 179
4.3.2.Ο Κώδικας Καλών Πρακτικών Διαφάνειας επί της Νομισματικής και Δημοσιονομικής Πολιτικής (‘Code of Good Practices on Transparency in Monetary and Financial Policies’) του ΔΝΤ Σελ. 182
4.4.Η ιδιαιτερότητα του καθεστώτος λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών και η ποσοτικοποίηση της αποτελεσματικότητάς τους Σελ. 184
4.5.Ανεξαρτησία και λογοδοσία: Παράλληλες ευθείες ή συγκοινωνούντα δοχεία; Σελ. 192
ΜΕΡΟΣ Β΄
(Συγκριτική μελέτη και υπαγωγή)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ανεξαρτησία και λογοδοσία του Federal Reserve System
5.1. Ιστορικά Σελ. 199
5.2. Ανεξαρτησία Σελ. 203
5.2.1. Οι ανεξάρτητες Αρχές στο νομικό σύστημα των ΗΠΑ Σελ. 203
5.2.2. Η Fed Σελ. 207
5.3. Λογοδοσία Σελ. 215
5.3.1. Εισαγωγικά Σελ. 215
5.3.2. Ανεξάρτητες Αρχές και Κογκρέσο Σελ. 216
5.3.3. Ανεξάρτητες Αρχές και προεδρικός έλεγχος Σελ. 220
5.3.4. Ανεξάρτητες Αρχές και δικαστικός έλεγχος Σελ. 223
5.4. Η Fed Σελ. 226
5.4.1. Οι σχέσεις της Fed με το Κογκρέσο Σελ. 226
5.4.2. Ιστορικά Σελ. 227
5.4.3. Το νομοθετικό πλαίσιο της λογοδοσίας της Fed Σελ. 229
5.4.4. Το Government Accountability Office Σελ. 231
5.4.5. Κογκρέσο και Fed: από τον Hoover στον Dodd-Frank Σελ. 235
5.4.6. Η λογοδοσία της Fed προς τον δικαστή Σελ. 242
5.4.7. Η λογοδοσία της Fed προς το κοινό Σελ. 244
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ανεξαρτησία και λογοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: Ιστορική προσέγγιση και εξελικτική θεώρηση υπό το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης
6.1. Η ανεξαρτησία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 249
6.2.Τα επιμέρους χαρακτηριστικά ανεξαρτησίας του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 250
6.2.1. Η θεσμική ανεξαρτησία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 250
6.2.2. Η λειτουργική ανεξαρτησία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 255
6.2.3.Η προσωπική ανεξαρτησία των οργάνων του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 262
6.2.4. Η οικονομική ανεξαρτησία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 263
6.2.5. Η οργανωτική ανεξαρτησία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 266
6.2.6. Η ευθύνη και οι ασυλίες των οργάνων της ΕΚΤ Σελ. 266
Ειδικό ζήτημα:Ο «στόχος πληθωρισμού» ως συνιστώσα της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ Σελ. 268
6.2.7.Η ανεξαρτησία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης Σελ. 273
6.2.8.Η ανεξαρτησία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ στη νομολογία του ΔΕΕ Σελ. 278
6.3. Η λογοδοσία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 287
6.3.1.Sedes materiae του καθεστώτος λογοδοσίας του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ Σελ. 288
6.3.2. Ατομική ή συλλογική ευθύνη; Σελ. 288
6.3.3. Οι αποδέκτες της λογοδοσίας της ΕΚΤ Σελ. 290
6.3.4. Η λογοδοσία του Ευρωσυστήματος και της ΕΚΤ στην πράξη Σελ. 292
6.3.4.1. Η λογοδοσία της ΕΚΤ προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και προς τα εθνικά κοινοβούλια Σελ. 292
6.3.4.2. Η λογοδοσία της ΕΚΤ προς το ΔΕΕ και τα εθνικά δικαστήρια Σελ. 295
(α) Το γενικό πλαίσιο του ελέγχου του ΔΕΕ επί των πράξεων και παραλείψεων της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών Σελ. 295
(β) Ο ρόλος της ΕΚΤ στην οικονομική κρίση ενώπιον του ΔΕΕ: Οι αποφάσεις ‘Pringle’, ‘Gauweiler’ και ‘Weiss’ Σελ. 303
― Η απόφαση ‘Pringle’ Σελ. 304
― Η απόφαση ‘Gauweiler’ Σελ. 310
― Η απόφαση ‘Weiss’ Σελ. 320
6.3.4.3. Η λογοδοσία της ΕΚΤ προς το κοινό Σελ. 322
6.3.4.4. Οι σχέσεις της ΕΚΤ με το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Σελ. 324
6.3.4.5. Οι σχέσεις της ΕΚΤ με τα λοιπά όργανα της ΕΕ Σελ. 324
6.4.Η λογοδοσία της ΕΚΤ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης Σελ. 336
6.4.1. Η λογοδοσία της ΕΚΤ ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Σελ. 337
6.4.2. Η λογοδοσία της ΕΚΤ ενώπιον των εθνικών κοινοβουλίων Σελ. 349
6.4.3. H λογοδοσία της ΕΚΤ ενώπιον του ΔEE Σελ. 350
6.4.4.H λογοδοσία της ΕΚΤ ενώπιον του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Σελ. 355
6.4.5.Οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο του SSM Σελ. 356
Ειδικό ζήτημα:Συγκριτική προσέγγιση των βασικών σημείων των καθεστώτων ανεξαρτησίας και λογοδοσίας της Fed και της ΕΚΤ Σελ. 358
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Η κεντρική τραπεζική στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας: Συμπεράσματα και προτάσεις
7.1.Κοινοβουλευτική δημοκρατία και «θύλακες ανεξαρτησίας»: Η οπτική του παραδοσιακού Συνταγματικού Δικαίου Σελ. 366
7.1.1. Κρατική κυριαρχία και κρατική εξουσία Σελ. 366
7.1.2.Νομιμότητα, νομιμοποίηση και νομοθετική εξουσιοδότηση στο δημοκρατικό πολίτευμα Σελ. 371
7.2. Κοινοβουλευτισμός και αντιπροσωπευτικό σύστημα Σελ. 377
7.3.Δημοκρατική Αρχή, θεμελιώδη δικαιώματα και ανεξάρτητες διοικητικές Αρχές Σελ. 379
7.4.Αντί επιλόγου: Ο δικαστής ως ο πλέον αποτελεσματικός veto player και η απαραίτητη εξέλιξη του δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων κεντρικής τραπεζικής Σελ. 380
Πηγές
(i) Πρωτογενείς πηγές
α) Κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο, ήπιο δίκαιο και λοιπά θεσμικά κείμενα Σελ. 383
β) Λοιπές διεθνείς/διακυβερνητικές συνθήκες Σελ. 398
γ) Ελληνικό δίκαιο Σελ. 399
δ) Δίκαιο και λοιπά θεσμικά κείμενα ΗΠΑ Σελ. 401
ε) Δίκαιο Ηνωμένου Βασιλείου Σελ. 402
στ) Γερμανικό δίκαιο Σελ. 402
ζ) Δίκαιο θεσμικά κείμενα Νέας Ζηλανδίας Σελ. 403
η) Νομολογία ΔΕΕ (τ. ΔΕΚ) και Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, λοιπές δικαστικές και εισαγγελικές αποφάσεις, πράξεις, διαταγές κτλ Σελ. 403
θ) Νομολογία US Supreme Court και λοιπών δικαστηρίων των ΗΠΑ Σελ. 406
ι) Νομολογία και κείμενα λοιπών διεθνών δικαστηρίων Σελ. 408
ια) Νομολογία και εκδόσεις λοιπών εθνικών δικαστηρίων Σελ. 408
ιβ) Εκθέσεις θεσμικών οργάνων, διοικητικών Αρχών, κεντρικών τραπεζών, διεθνών οργανισμών, fora κ.τ.λ. Σελ. 408
(ii) Βιβλιογραφία
α. Ελληνική Σελ. 413
β. Ξενόγλωσση Σελ. 418
(iii) Διαγράμματα/Πίνακες Σελ. 453
Ευρετήριο καθ' ύλην Σελ. 455

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α΄

Κεντρικές τράπεζες,
ανεξαρτησία και λογοδοσία:
Οι «γενικές αρχές»

Σελ. 3

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Θεμελιώδη στοιχεία και ιστορική εξέλιξη
της κεντρικής τραπεζικής

1.1. Εισαγωγή

Στο κεφάλαιο αυτό θα οριοθετηθεί η έννοια της κεντρικής τράπεζας καθεαυτή. Μέσω της διερεύνησης των καταβολών των κεντρικών τραπεζών και της μελέτης της ιστορικής τους εξέλιξης θα αναδειχθούν οι παράγοντες που προσδιόρισαν τις ιδιαιτερότητες της σημερινής τους οργάνωσης και λειτουργίας. Η μελέτη θα εκκινήσει από την ιστορική προσέγγιση του θεσμικού αυτού φαινομένου, με επίκεντρο τις κεντρικές τράπεζες που καθόρισαν ανά χρονική περίοδο την εξέλιξη του θεσμού: τις πρώτες κεντρικές τράπεζες της Σουηδίας και της Αγγλίας, τη γερμανική κεντρική τράπεζα της μεταπολεμικής περιόδου και, ως πυλώνες διαμόρφωσης της άσκησης της κεντρικής τραπεζικής στη σύγχρονη εποχή, την ΕΚΤ (αναλυτική προσέγγιση των ιστορικών καταβολών και των αρμοδιοτήτων της οποίας ακολουθεί στο δεύτερο κεφάλαιο) και το Federal Reserve System. Για λόγους «εντοπιότητας», θα επιχειρηθεί σύντομη αναφορά και στην ελληνική κεντρική τράπεζα. Η μελέτη θα συνεχιστεί με την ανάδειξη του θεσμικού και ιστορικού ζητήματος της δικαιολόγησης της λειτουργίας ανεξάρτητων ρυθμιστικών διοικητικών Αρχών (και των κεντρικών τραπεζών συγκεκριμένα) στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και με την εξέταση του καθεστώτος δημοκρατικής λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών. Από τη συνθετική προσέγγιση των εννοιών της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών θα δειχθεί ότι η αποτελεσματική λογοδοσία των κεντρικών τραπεζών αποτελεί τη μόνη δογματική λύση για την ένταξη του καθεστώτος ευρείας ανεξαρτησίας τους στη φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς την αλλοίωση των χαρακτηριστικών της τελευταίας.

Η προσέγγιση της οργάνωσης, της λειτουργίας και του ρόλου που διαχρονικά κλήθηκαν να επιτελέσουν οι κεντρικές τράπεζες αποτελεί το θεμέλιο της ανά χείρας μελέτης. Τούτο, διότι η μελέτη της οργάνωσης και λειτουργίας των οικονομικών θεσμών εν γένει προαπαιτεί τη διεπιστημονική προσέγγιση των οικονομικών, ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών και τεχνολογικών συνθηκών που οδήγησαν στη δημιουργία τους. Χωρίς την αναδρομή αυτή, η προσέγγιση χάνει την αντικειμενικότητα που χαρίζει ο διαδραμών χρόνος, διακυβεύοντας την ακρίβειά της. Υπό το πρίσμα αυτό, οι επόμενες παράγραφοι αποτελούν πρόκριμα

Σελ. 4

για την εξέταση της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών στα επόμενα κεφάλαια.

1.2. Η φύση των κεντρικών τραπεζών

Από την αρχή της αναζήτησης του μίτου της κεντρικής τραπεζικής μέσα στο χρόνο, η πρώτη δυσχέρεια που ανακύπτει αφορά τον ορισμό του αντικειμένου της μελέτης: τι ορίζεται διαχρονικά ως «κεντρική τράπεζα»; Η περιπτωσιολογία του περιεχομένου της έννοιας είναι πολυσχιδής, αναλόγως της ιστορικής περιόδου, της πολιτειακής κατάστασης, της δομής της οικονομίας και της κοινωνίας εντός των οποίων απαντάται.

Αν επιχειρηθεί ένας in abstracto ορισμός της έννοιας της κεντρικής τράπεζας, αυτή περιλαμβάνει τα δημόσια νομικά πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με κανονιστικές, ελεγκτικές, αποφασιστικές ή/και κυρωτικές αρμοδιότητες επί τομέων της οικονομίας, ιδίως του νομισματικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών διεξάγεται υπό την αυτοτέλεια της νομικής προσωπικότητας, η οποία τους απονέμεται από το εθνικό ή το υπερεθνικό δίκαιο. Για λόγους ιστορικούς και λειτουργικούς, οι κεντρικές τράπεζες ιδρύονται και λειτουργούν υπό τη μορφή νομικών προσώπων του ιδιωτικού δικαίου, στις μέρες μας συνήθως ως ανώνυμες εταιρίες. Παρά την ιδιωτικού δικαίου οργανωτική τους μορφή, οι κεντρικές τράπεζες ενέχονται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας – και μάλιστα στην άσκηση αρμοδιοτήτων που ανάγονται στο σκληρό πυρήνα του κράτους. Κατ’ επέκταση, οι πράξεις των κεντρικών τραπεζών διακρίνονται σε αυτές που άπτονται της άσκησης δημόσιας εξουσίας και σ’ εκείνες η ενάσκηση των οποίων διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο.

Η διάκριση μεταξύ πράξεων των κεντρικών τραπεζών που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο αφ’ ενός και από το ιδιωτικό δίκαιο αφ’ ετέρου, δικαιολογείται διττώς. Εν πρώτοις, η διάκριση αυτή ανταποκρίνεται στο ιστορικό προηγούμενο της οργάνωσης των κεντρικών τραπεζών υπό τη μορφή οντοτήτων του ιδιωτικού δικαίου που ασκούν, παράλληλα, δημόσια εξουσία. Η σύνδεση της διαχείρισης του νομισματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος με την άσκηση δημόσιας εξουσίας εξηγείται εν πολλοίς από την «κρατική θεωρία του χρήματος»/‘state theory of money του Georg Friedrich Knapp: κατά τη θεωρία αυτή, η έννοια του χρήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια του κράτους, αφού οι κρατικοί θεσμοί είναι αυτοί που ορίζουν την αποδοχή του χρήματος ως μέσο πληρωμής και καθορίζουν την αξία αυτού. Περαιτέρω, το χρήμα κατέχει σημαίνουσα θέση

Σελ. 5

και στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των κρατών και την οικονομική/χρηματοπιστωτική τους αλληλεξάρτηση, αφού το εθνικό νόμισμα κάθε κράτους ανταλλάσσεται με τα αντίστοιχα των άλλων κρατών με σκοπό τη διενέργεια πληρωμών σε επίπεδο διεθνών συναλλαγών (εμπορικών ή/και χρηματοπιστωτικών), βάσει της προκαθορισθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας. Κατά συνέπεια, η έκδοση χρήματος, η δημιουργία νομισματικού συστήματος και οι πράξεις διαχείρισής τους καθιερώθηκαν ως έκφραση της «νομισματικής κυριαρχίας» του κράτους (αποτυπωμένη και σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, μέσω της νομολογίας των Σερβικών και Βραζιλιάνικων Δανείων του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, 1929), οι πράξεις διαχείρισης της οποίας δεν θα μπορούσαν να διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Η ως άνω διάκριση περιγράφεται από τη θεωρία της «διπλής υπόστασης» των κεντρικών τραπεζών, κατά την οποία όταν ασκούν τις ‘acta iure imperii’ (τις «κυβερνητικού χαρακτήρα» ασκούμενες αρμοδιότητές τους που προσιδιάζουν σε κυρίαρχα κράτη), οι κεντρικές τράπεζες απολαμβάνουν ασυλία (παλαιότερα, η θεωρία απέκλειε και το δικαστικό έλεγχο των πράξεων αυτών), σε αντίθεση με τις ‘acte iure gestionis’ (τις πράξεις ιδιωτικού δικαίου), που υπάγονται σε δικαστικό έλεγχο, χωρίς να προστατεύονται από καθεστώς ασυλίας. Εξ άλλου, η διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου δικαιολογείται από τη φύση του ρυθμιστέου αντικειμένου: η άσκηση εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών των απονεμημένων εκ του νόμου αρμοδιοτήτων που άπτονται, για παράδειγμα, της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή της εποπτείας επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, αποτελούν ενάσκηση δημόσιας εξουσίας· αντιθέτως, η ανάθεση ιδιωτικού έργου εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας σε τρίτο ή η υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των υπαλλήλων αυτής, διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, καθώς δεν αποτελούν ενάσκηση αρμοδιότητας αναγόμενης στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας.

Σελ. 6

1.3. Οι βασικοί στόχοι των κεντρικών τραπεζών

Βασικό στόχο των κεντρικών τραπεζών αποτελεί η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η οποία απειλείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από το φαινόμενο του πληθωρισμού. Η σταθερότητα των τιμών επιτυγχάνεται μέσω του επηρεασμού,

Σελ. 7

εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, της ποσότητας, του κόστους και της διαθεσιμότητας του χρήματος στην οικονομία, δια της χάραξης και άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Προς το σκοπό αυτό, οι κεντρικές τράπεζες ελέγχουν τη νομισματική βάση της οικονομίας αναφοράς τους, ασκώντας το μονοπώλιο έκδοσης του νόμιμου χρήματος και του ελέγχου της κυκλοφορούσας ποσότητάς του· περαιτέρω, επηρεάζουν (ή καθορίζουν ευθέως, αναλόγως του ισχύοντος νομικού πλαισίου και οργάνωσης της οικονομίας) τη διάθεση του χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες. Αυτό γίνεται μέσω της διαμόρφωσης των βασικών επιτοκίων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, τα οποία επηρεάζουν, με τη σειρά τους, τα επιτόκια με τα οποία οι εμπορικές τράπεζες δανείζουν χρήμα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επηρεάζοντας συνεκδοχικά τις επιχειρηματικές επενδύσεις, τις καταναλωτικές δαπάνες και διασφαλίζοντας την επίτευξη κρίσιμων εν προκειμένω μακροοικονομικών στόχων. Με την πάροδο των χρόνων, η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών αναδείχθηκε σε περίπλοκο και πολυπαραγοντικό ζήτημα, συνεπώς οι κεντρικές τράπεζες προσάρμοσαν αναλόγως τις δράσεις τους, ώστε ν’ ανταποκριθούν στον πρωταρχικό τους στόχο. Στο ζήτημα αυτό αναφερόμαστε στις αμέσως επόμενες παραγράφους, κατά την εξέταση των βασικών αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών. Σε ορισμένες έννομες τάξεις, εξ άλλου, στόχο των κεντρικών τραπεζών (ανάλογης μάλιστα βαρύτητας με την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών) αποτελεί η υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, διά της ρύθμισης των όρων της αγοράς εργασίας και του επηρεασμού διάφορων μακροοικονομικών μεταβλητών· στις περιπτώσεις αυτές, η ανάμιξη των κεντρικών τραπεζών στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής (πέρα από τον παραδοσιακό χώρο «κυριαρχίας» τους, την άσκηση δηλαδή της νομισματικής πολιτικής) θεωρείται θεμιτή, αν όχι και απαραίτητη. Περαιτέρω, βασικούς στόχους των κεντρικών τραπεζών αποτελούν η άσκηση της συναλλαγματικής πολιτικής μέσω της διαχείρισης των συναλλαγματικών διαθεσίμων, η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού και η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η τελευταία επιτυγχάνεται ιδίως διά της λειτουργίας της κεντρικής τράπεζας ως «δανειστή έσχατη ανάγκης»/‘lender of last resort’ για την παροχή ρευστότητας σε φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αδυνατούν ν’ αντλήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για την άσκηση των

Σελ. 8

δραστηριοτήτων τους, της μικρο- και μακροπροληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της μακροπροληπτικής εποπτείας αυτού, της αδειοδότησης και της μικροπροληπτικής εποπτείας των τραπεζικών ιδρυμάτων και άλλων κατηγοριών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (όπως και εξυγίανσης των τελευταίων, όταν περιέρχονται σε κατάσταση αφερεγγυότητας, αλλά και της λήψης προληπτικών μέτρων ώστε ν’ αποφευχθεί η εξέλιξη αυτή). Με την πάροδο του χρόνου οι στόχοι των κεντρικών τραπεζών εμπλουτίσθηκαν, προσαρμοζόμενοι στα νέα δεδομένα της αγοράς και του εξελισσόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην προστασία των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στη βελτίωση του οικονομικού τους γραμματισμού και στην καταπολέμηση των πρακτικών νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

1.4. Βασικές αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών

1.4.1. Η άσκηση της νομισματικής πολιτικής - συμβατική και μη συμβατική νομισματική πολιτική

Η άσκηση της νομισματικής πολιτικής αποτελεί διαχρονικά τη βασική αρμοδιότητα των κεντρικών τραπεζών. Παράλληλα, αποτελεί βασικό πεδίο διασταύρωσης της λειτουργίας των κεντρικών τραπεζών με την πολιτική εξουσία, εξ ου και ο βαθμός ανεξαρτησίας που απολαμβάνει η κεντρική τράπεζα κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής αποτελεί ασφαλή ένδειξη του καθεστώτος ανεξαρτησίας της. Όπως αναφέρθηκε, βασικός επιδιωκόμενος στόχος κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής είναι η περιφρούρηση της σταθερότητας των τιμών (και μέσω αυτής, της καταπολέμησης του πληθωρισμού), αλλά και η (άμεση ή έμμεση, αναλόγως των αρμοδιοτήτων κάθε κεντρικής τράπεζας) επίτευξη διάφορων

Σελ. 9

στόχων οικονομικής πολιτικής. Ο όρος «άσκηση της νομισματικής πολιτικής» περιλαμβάνει όλα τα μέτρα που λαμβάνονται προς το σκοπό του επηρεασμού της προσφοράς χρήματος στην οικονομία, αλλά και άλλων οικονομικών μεταβλητών, όπως τα επιτόκια δανεισμού των εμπορικών τραπεζών. Η άσκηση της νομισματικής πολιτικής διακρίνεται σε «συμβατική» και σε «μη συμβατική νομισματική πολιτική» (‘conventional’ και ‘unconventional monetary policy’, αντίστοιχα), με κάθε κατηγορία να ασκείται με διαφορετικά μέσα εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας.

Η συμβατική νομισματική πολιτική (άλλως, «πολιτική των επιτοκίων δανεισμού»/‘exchange rate policy’) συνιστά την «παραδοσιακή» έννοια της νομισματικής πολιτικής, ασκούμενη συνήθως σε περιόδους σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατά τη συνήθη άσκηση της νομισματικής πολιτικής, η κεντρική τράπεζα παρεμβαίνει στη λειτουργία του νομισματικού συστήματος με τα εξής μέτρα: (i) Τις «πράξεις ανοικτής αγοράς», που διαμορφώνουν την ασκούμενη νομισματική πολιτική μέσω του επηρεασμού των επιτοκίων δανεισμού και του ελέγχου της ποσότητας χρήματος στις αγορές. (ii) Την παροχή παγίων διευκολύνσεων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, με σκοπό τη χορήγηση και απορρόφηση ρευστότητας από και προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα («διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης»/ ‘marginal lending facility’ και «διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων»/ ‘deposit facility’, αντιστοίχως)· και, τέλος (iii) την επιβολή στα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που επιτρέπεται από το νόμο να δέχονται καταθέσεις, υποχρέωσης διατήρησης ποσοστού των καταθέσεων αυτών σε λογαριασμούς της κεντρικής τράπεζας, με σκοπό τη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος. Οι κεντρικές τράπεζες καθορίζουν τόσο το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής ως άνω πράξεων, όσο και τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού επιλέξιμων ως εγγύηση (‘collateral’) στο πλαίσιο των πιστωτικών συναλλαγών που διεξάγουν.

Από την άλλη, η άσκηση της μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής/‘balance sheet policy’ ενεργοποιείται σε εξαιρετικές συνθήκες, ως απάντηση στην αποπληθωριστική απειλή που ανακύπτει σε καιρούς κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η μη συμβατική νομισματική πολιτική αποτελεί εξέλιξη της

Σελ. 10

κεντρικής τραπεζικής και όχι κλασικό δομικό της χαρακτηριστικό. Στο σημείο αυτό θα επιχειρηθεί μια γενική καταγραφή των μέσων της μορφής αυτής άσκησης της νομισματικής πολιτικής, ενώ η ενδελεχής προσέγγιση του ζητήματος (των μέσων άσκησης μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής και του δικαστικού τους ελέγχου) θα λάβει χώρα στις σχετικές παραγράφους που έπονται. Η αναγκαιότητα για την άσκηση μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής ανέκυψε και κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009, η οποία συνεχίστηκε ως κρίση δημόσιου χρέους ιδίως για κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Ως απόρροια της συνεχιζόμενης κρίσης, ο ρυθμός πληθωρισμού παρέμενε σημαντικά κάτω από το επιθυμητό όριο (το όριο αυτό τίθεται, στα περισσότερα νομισματικά συστήματα, κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα)· κατά τούτο, κατέστη απαραίτητη η αντιμετώπιση των χαμηλών επιπέδων πληθωρισμού ή και του αποπληθωρισμού (του αντίθετου, δηλαδή, από το «συνηθισμένο εχθρό» της νομισματικής σταθερότητας). Για ν’ ανταποκριθούν στην πρόκληση αυτή, οι κεντρικές τράπεζες κατέφυγαν παγκοσμίως στην πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης»/‘quantitative easing’, ‘QE’. Η ποσοτική χαλάρωση αναλύεται σε τέσσερις επιμέρους κατηγορίες: (i) Την πιστωτική πολιτική, η οποία περιλαμβάνει τον επηρεασμό των συνθηκών της διατραπεζικής αγοράς αλλά και των πιστωτικών αγορών εκτός τραπεζικού συστήματος μέσω των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων/‘asset purchase programmes’, ‘APPs’· (ii) τη συναλλαγματική πολιτική, (iii) την πολιτική οιονεί διαχείρισης χρέους και (iv) την πολιτική τραπεζικών αποθεματικών. Πεδίο ανάδειξης ζητημάτων αναφορικά με τα άκρα όρια άσκησης της κεντρικής τραπεζικής αποτέλεσαν τα APPs: στο πλαίσιο αυτών, η κεντρική τράπεζα ασκεί νομισματική πολιτική αγοράζοντας κρατικά χρεόγραφα (ομόλογα) ή άλλα περιουσιακά στοιχεία από τη δευτερογενή αγορά ή/και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με σκοπό την τόνωση της οικονομίας σε περιόδους όταν η παραδοσιακή νομισματική πολιτική (η «πολιτική των επιτοκίων δανεισμού») δεν

Σελ. 11

αποδίδει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Διά της αγοράς των χρεογράφων, προκαλείται άνοδος των τιμών τους και μείωση της απόδοσής τους. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται χρήμα στο τραπεζικό σύστημα, μέσω της αύξησης των διαθέσιμων κεφαλαίων των εμπορικών τραπεζών. Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται η προσφορά χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες προς την «πραγματική οικονομία»· περαιτέρω, οι εμπορικές τράπεζες επενδύουν με τη σειρά τους χρήματα στην αγορά νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, προκαλώντας μείωση των επιτοκίων, αύξηση των επιπέδων δανεισμού και, συνεκδοχικά, αύξηση της ρευστότητας. Μέσω της ώθησης στην κατανάλωση και τις επενδύσεις και, δι’ αυτών, της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, οι τιμές αυξάνονται και επιτυγχάνεται ο καθορισμένος από την κεντρική τράπεζα ως επιθυμητός ρυθμός πληθωρισμού.

1.4.2. Αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος

Η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί παραδοσιακό στόχο των κεντρικών τραπεζών και γενεσιουργός λόγος αρκετών εξ αυτών. Ως χρηματοπιστωτική σταθερότητα ορίζεται η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται επαρκώς στις τρεις βασικές αποστολές του: πρώτον, στη διοχέτευση των χρηματικών πόρων από τους θετικούς αποταμιευτές προς τους αρνητικούς αποταμιευτές, όπως και στη διαχρονική αναδιανομή των πόρων εν γένει· δεύτερον, στην έγκαιρη πρόβλεψη, στην ακριβή αξιολόγηση και στην προληπτική αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων· τρίτον, στην ομαλή απορρόφηση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων και των «οικονομικών σοκ». Ιδίως στο πλαίσιο του τραπεζικού συστήματος, η λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων τα εκθέτει σε σειρά χρηματοπιστωτικών κινδύνων (συνήθως σε πιστωτικό κίνδυνο, σε κίνδυνο ρευστότητας και σε κίνδυνο επιτοκίου, υπό προϋποθέσεις δε, σε κίνδυνο θέσης, συναλλαγματικό κίνδυνο, κίνδυνο από ανοιχτές θέσεις σε εμπορεύματα και σε κίνδυνο διακανονισμού) αλλά και σε μη χρηματοπιστωτικούς κινδύνους (σε λειτουργικό κίνδυνο,

Σελ. 12

πολιτικό κίνδυνο, κίνδυνο φήμης και περιβαλλοντικό κίνδυνο). Η έκθεση αυτή, σε περίπτωση που γίνει ανεξέλεγκτη ή καταστεί μη διαχειρίσιμη λόγω των αντίστοιχων επικρατουσών συνθηκών, μπορεί να προκαλέσει κρίση φερεγγυότητας, κρίση ρευστότητας ή και συνδυασμό αυτών, υπό τη μορφή τραπεζικής κρίσης, κρίσης συναλλάγματος ή «δίδυμης» κρίσης. Η εμφάνιση μιας τέτοιας κρίσης είναι ικανή να απειλήσει τη συνολική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η προστασία της σταθερότητας αυτής επιδιώκεται διά της δημιουργίας του «δικτύου ασφαλείας του τραπεζικού συστήματος»/‘bank safety net’, το οποίο αποτελείται από μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν: (i) την αδειοδότηση και τη μικροπροληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, (ii) τη μικρο- και μακροπροληπτική ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία τους, (iii) τη μακροπροληπτική επίβλεψη της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, (iv) τη λήψη μέτρων ανάκαμψης και εξυγίανσης των μη υγιών πιστωτικών ιδρυμάτων, την εκτίμηση της δυνατότητας διευθέτησής τους, την επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης αυτών, τη λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης (ιδίως το διορισμό επιτρόπου και τη μείωση της ονομαστικής αξίας ή/και τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων μιας τράπεζας σε κοινές μετοχές πριν από τη διευθέτησή της), (v) τη λήψη μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν περιέλθει σε αφερεγγυότητα και, εφ’ όσον κρίνεται απαραίτητο, ανάκληση της άδειας λειτουργίας αυτών και την εκκαθάρισή τους, (vi) τη λειτουργία συστήματος εγγύησης καταθέσεων σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας πιστωτικού ιδρύματος, και (vii) τη διαχείριση κρίσεων ρευστότητας, μέσω της λειτουργίας της κεντρικής τράπεζας ως δανειστή έσχατης ανάγκης. Η παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών συνίσταται, ανάλογα με την εκάστοτε έννομη τάξη, στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή του συνόλου των ως άνω μέτρων· μόνη εξαίρεση, η λειτουργία των συστημάτων εγγύσης καταθέσεων, τα οποία λειτουργούν υπό τη μορφή αυτοτελούς νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, με τις κεντρικές τράπεζες να συμμετέχουν στη διαδικασία με ρόλο επιτελικό. Μέσω της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών επιδιώκεται η αποτροπή της εξέλιξης αρνητικών εξωτερικοτήτων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, υπό τη μορφή αφερεγγυότητας τραπεζικών ιδρυμάτων, και τη μολυσματική μετάδοση των εξωτερικοτήτων αυτών (‘bank failure spillover effects’) στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος.

Σελ. 13

1.4.3. Αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών σχετικά με τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού

Οι κεντρικές τράπεζες φροντίζουν για την ομαλή, ασφαλή και αξιόπιστη λειτουργία των υποδομών της αγοράς πληρωμών και των χρηματοπιστωτικών μέσων. Η ανάθεση του καθήκοντος αυτού στις κεντρικές τράπεζες αποτελεί συνέπεια της αλληλεπίδρασης μεταξύ άσκησης της νομισματικής πολιτικής, διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και εποπτείας των συστημάτων πληρωμών. Η πρώτη σχετική λειτουργία των κεντρικών τραπεζών συνίσταται στη διατήρηση σε αυτές λογαριασμών στους οποίους διενεργείται ο διακανονισμός των πληρωμών από τους συμμετέχοντες στα συστήματα πληρωμής και διακανονισμών. Η δεύτερη λειτουργία των κεντρικών τραπεζών συνίσταται στη χρέωση, διά των ως άνω τηρούμενων λογαριασμών, των τραπεζικών λογαριασμών των φυσικών ή νομικών προσώπων που εντέλλονται μια πληρωμή (ή των οφειλετών, στην περίπτωση των άμεσων χρεώσεων) και στην πίστωση των αντίστοιχων λογαριασμών των αποδεκτών της ίδιας πληρωμής. Η τρίτη, τέλος, λειτουργία των κεντρικών τραπεζών συνίσταται στην επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, με στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας και της αποτελεσματικότητάς τους. Η επιλογή των συστημάτων πληρωμών που τίθενται υπό την επίβλεψη της κεντρικής τράπεζας εξαρτάται (i) από το μέγεθος των διακινούμενων κεφαλαίων (κατά συνέπεια, της ασκούμενης επίδρασης στην ομαλή λειτουργία του νομισματικού συστήματος), (ii) από τη συστημική σημασία συστημάτων πληρωμών μικρής αξίας, ή τέλος, (iii) από την αναγκαιότητα που δημιουργείται από ad hoc συστημικούς κινδύνους. Χαρακτηριστική περίπτωση συστήματος διακανονισμού αποτελεί το σύστημα TARGET2 (‘Trans-European Automated Real-time Gross settlement Express Transfer system 2’), το οποίο διαδέχθηκε το αντίστοιχο σύστημα TARGET, λειτουργεί στο πλαίσιο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης και χρησιμεύει ιδίως για το διακανονισμό πληρωμών που διενεργούνται στο πλαίσιο πράξεων ανοικτής αγοράς.

1.4.4. Λοιπές αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών

Όπως αναφέρθηκε, σε ορισμένες έννομες τάξεις οι στόχοι των κεντρικών τραπεζών δεν εξαντλούνται στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής μέσω της καταπολέμησης του πληθωρισμού, αλλά περιλαμβάνουν την υποστήριξη της επίτευξης οικονομικής ανάπτυξης, διά της ρύθμισης των όρων της αγοράς εργασίας και της επίτευξης διάφορων μακροοικονομικών στόχων. Στις περιπτώσεις αυτές, οι κεντρικές τράπεζες εξοπλίζονται με περαιτέρω αρμοδιότητες: χαρακτηριστικό

Σελ. 14

παράδειγμα, η «διπλή εξουσιοδότηση» προς την αμερικάνική κεντρική τράπεζα (‘the Federal Reserve’s Dual Mandate’). Στο πλαίσιο του καθεστώς αυτού, η Fed είναι επιφορτισμένη με την αύξηση των ποσοστών απασχόλησης, με τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και με τη χαλιναγώγηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Η θεώρηση αυτή περί πολυσχιδούς ρόλου της κεντρικής τράπεζας εδραιώθηκε κατά τη δεκαετία του 1970, όταν το οικονομικό status quo των ΗΠΑ ταλαιπωρούνταν από συνεχιζόμενα υψηλό πληθωρισμό και ανεργία (το λεγόμενο «στασιμοπληθωρισμό»). Για την καταπολέμηση του στασιμοπληθωρισμού, το Κογκρέσο τροποποίησε, μέσω του Federal Reserve Reform Act του 1977, τον ιδρυτικό νόμο της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, ο οποίος μετρούσε ήδη πάνω από εξήντα χρόνια εφαρμογής. Έτσι, το εύρος των αρμοδιοτήτων του FRS επεκτάθηκε, με την κεντρική τράπεζα να επηρεάζει διάφορες οικονομικές μεταβλητές και να διατηρεί την ισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών. Το Dual Mandate της Fed διατηρείται ως σήμερα, αποτελώντας μία εκ των δύο βασικών θεωρήσεων περί του ρόλου της κεντρικής τράπεζας στην οικονομία.

Τέλος, οι κεντρικές τράπεζες είναι επιφορτισμένες με πλειάδα επιμέρους αρμοδιοτήτων, οι οποίες παρουσιάζουν αχανή περιπτωσιολογία, ιδίως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009. Ενδεικτικώς, οι κεντρικές τράπεζες προωθούν την ανάπτυξη, καλλιέργεια και περιφρούρηση των «καλών πρακτικών» σχετικά με την προστασία των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τη διευκόλυνση της πρόσβασης των πολιτών σε ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών και την προώθηση του οικονομικού τους γραμματισμού (‘financial literacy’/‘financial education’). Μέσω των πολιτικών αυτών επιδιώκεται η βελτίωση του επιπέδου κατανόησης του οικονομικού πλαισίου και των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κινδύνων από τους κοινωνούς, όπως

Σελ. 15

και η βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, μέσω της άμβλυνσης των τάσεων κατανάλωσης και της αύξησης των αποταμιευτικών τάσεων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνονται πολλαπλά οφέλη για το χρηματοπιστωτικό σύστημα en toto, όπως η βελτίωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών και η διασπορά κινδύνων κατά την παροχή δανείων, λόγω της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου δανεισμού των τραπεζών. Με την επαγωγική αυτή λογική επιτυγχάνεται συνολική αύξηση των επιπέδων οικονομικής ευημερίας στην κοινωνία και, εν τέλει, βελτιώνεται το περιβάλλον άσκησης της νομισματικής πολιτικής από την κεντρική τράπεζα.

1.5. Οι ιστορικές καταβολές της κεντρικής τραπεζικής

1.5.1. Οι πρώτες κεντρικές τράπεζες της Σουηδίας και της Αγγλίας

Τα δημόσια νομικά πρόσωπα που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν και επιφορτίζονται με την άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων ή των περισσότερων από αυτές, επιτελούν το ρόλο της κεντρικής τράπεζας σε έκαστο οικονομικό σύστημα αναφοράς. Το «λειτουργικό κριτήριο» αυτό της άσκησης της κεντρικής τραπεζικής μπορεί να συντρέχει ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας που αποδίδεται στον οργανισμό από το οικείο κανονιστικό πλαίσιο (π.χ., «νομισματική αρχή» στην περίπτωση της κεντρικής τράπεζας της Σιγκαπούρης και της Σαουδικής Αραβίας, Reserve Bank’ σε αυτή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ και της Ινδίας, «Εθνική Τράπεζα» για τη Σερβία και τη Σλοβακία ή η γενική παραθετική του εκάστοτε κράτους - «Τράπεζα της Αγγλίας», «της Ελλάδος» ή «της Κύπρου», κ.ο.κ.). Η ιστορική διαδρομή των κεντρικών τραπεζών εκτείνεται ήδη σε περισσότερους από τρεις αιώνες: η πρώτη αναφορά στην οργάνωση και ίδρυση κεντρικής τράπεζας ανάγεται στον 17ο αιώνα, με τα ιστορικά πρωτεία της κεντρικής τραπεζικής να κατέχονται από τη Σουηδία (‘Riskens Ständers Bank’, μετέπειτα ‘Riskbank’, 1668) και, λίγα χρόνια αργότερα, την Αγγλία (‘Bank of England’, 1694).

Η δημιουργία της Riskbank αποτέλεσε την απόπειρα κρατικής παρέμβασης στην πρώτη οικονομία στην ιστορία που χρησιμοποίησε χάλκινα νομίσματα ως μέσο πληρωμής: η υιοθέτηση του «κανόνα του χαλκού» από το Βασίλειο της Σουηδίας (1624) συνοδεύτηκε από την έκδοση χάλκινων νομισμάτων, γεγονός που κατέστησε την τιμή του χαλκού πυλώνα της οικονομικής ζωής της χώρας. Η ευρεία κυκλοφορία του μετάλλου στη σουηδική οικονομία, η μεγάλη εξαγωγιμότητά του (από τις σουηδικές εξαγωγές ικανοποιούνταν τα 2/3 της πανευρωπαϊκής ζήτησης) και οι μακροχρόνιες πολεμικές συγκρούσεις στις οποίες είχε εμπλακεί το Βασίλειο, κατέστησαν απαραίτητη τη διαφύλαξη της σταθερότητας της τιμής

Σελ. 16

του χαλκού. Η σταθερότητα αυτή, ωστόσο, έμελλε να διασαλευθεί σημαντικά: λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της πρώτης «ιδιωτικής τράπεζας» (της Stockholms Banco, το 1656) και των πρώτων τραπεζογραμματίων (έκδοσης της προηγούμενης, το 1661), λόγω των ιδιαιτέρως δύσχρηστων κερμάτων χαλκού (βάρους μέχρι και 20 κιλών έκαστο), ο υπερπληθωρισμός που δημιουργήθηκε λόγω των ιδιαιτέρως εύχρηστων τραπεζογραμματίων οδήγησε την εκδότρια τράπεζά τους στην πτώχευση και τον ιδρυτή της, Johan Palmstruch, ενώπιον των δικαστηρίων. Για την προστασία του δημόσιου χρήματος και της δημόσιας τάξης απέναντι σε παρόμοια φαινόμενα, η Συνέλευση των Γαιοκτημόνων (‘Ståndsriksdagen’) αποφάσισε την ίδρυση της πρώτης κεντρικής τράπεζας στον κόσμο· στο διοικητικό της συμβούλιο τοποθετήθηκαν εκπρόσωποι των ευγενών, του κλήρου και της αστυνομίας.

Παρά τη «χρονική προτεραιότητα» της Riskbank, η Bank of England αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν πρότυπο για την πλειονότητα των μεταγενέστερων ομοταγών ιδρυμάτων. Η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε μετά την συντριβή της Αγγλίας από την Γαλλία στη ναυμαχία του Beachy Head, ως το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της Αγγλίας ως της ισχυρότερης ναυτικής δύναμης στον κόσμο. Ελλείψει χρημάτων στο δημόσιο ταμείο, η παντελώς αναξιόχρεη κυβέρνηση του Γουλιέλμου του Τρίτου δεν είχε άλλη επιλογή παρά το δανεισμό των απαιτούμενων £1,200,000 για την ανοικοδόμηση του στόλου από τους ευγενείς. Τα πατριωτικά αισθήματα των δανειστών δεν αρκούσαν για τη σύναψη του δανείου, με τους ευγενείς ν’ απαιτούν τη διασφάλιση των συμφερόντων τους έναντι του Στέμματος. Η δημιουργία της αγγλικής κεντρικής τράπεζας δυνάμει του Bank of England Act (1694) αποτέλεσε τη συμφωνία μεταξύ του Γουλιέλμου και των ενυπόθηκων δανειστών του, με στόχο τη διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των τελευταίων και την ενδυνάμωση του αξιόχρεου του Στέμματος: αυτά θα επιτυγχάνονταν μέσω της ίδρυσης μιας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, στην οποία παρασχέθηκε η αποκλειστικότητα του εκδοτικού προνομίου αλλά και ο απόλυτος έλεγχος των δανειστών, μέσω της λειτουργίας της ως μόρφωμα του ιδιωτικού δικαίου και της στελέχωσης της θέσης του διοικητή και της σύστασης

Σελ. 17

του μετοχολογίου της κεντρικής τράπεζας από εκπροσώπους των δανειστών. Εν όψει των ως άνω, οι δανειστές παρείχαν το Στέμμα αποθέματα χρυσού και η Bank of England εξέδωσε τραπεζογραμμάτια, εν είδει κρατικών ομολόγων, με δυνατότητα περαιτέρω δανεισμού τους. Έτσι, το αξιόχρεο του Στέμματος εξηρτάτο από την ανεξαρτησία της δράσης των οργάνων της κεντρικής τράπεζας, η οποία ελεγχόταν κατά την άσκηση των καθηκόντων της από τους ιδιώτες μετόχους αυτής. Ο δημόσιος δανεισμός σημείωσε αλματώδη αύξηση και το νεοϊδρυθέν Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (1707) καθιερώθηκε ως ναυτική υπερδύναμη, με το πρωτόλειο οργανόγραμμα της κεντρικής τραπεζικής να έχει ήδη επιβληθεί διά της επιτυχίας του.

Η επιρροή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της Bank of England στην κεντρική τραπεζική ήταν σημαντική, όχι όμως αποκλειστικά για τους «σωστούς λόγους»: οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζονταν εφ’ εξής ως οργανισμοί με (σχεδόν αποκλειστική) αρμοδιότητα την χρηματοδότηση των κυβερνητικών δραστηριοτήτων. Η εξυπηρέτηση των κυβερνητικών αναγκών λάμβανε χώρα είτε μέσω της έκδοσης χρήματος, είτε μέσω της συγκέντρωσης δανειακών κεφαλαίων διά της έκδοσης εντόκων ομολόγων. Ως «έκδοση χρήματος», στο πρώιμο αυτό στάδιο λειτουργίας των κεντρικών τραπεζών, εννοείται η stricto sensu έννοια του όρου, σε αντιδιαστολή με τις τελευταίες δεκαετίες εξέλιξης του χρηματοπιστωτικού δικαίου, όταν η «έκδοση χρήματος» μπορεί να λάβει χώρα και διά της διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς, ποσοτικής χαλάρωσης ή και ποιοτικής χαλάρωσης εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών. Στην πρώιμη περίοδο της κεντρικής τραπεζικής, μέχρι και οι πιο προοδευτικοί πολιτικοί αντιλαμβάνονταν την κεντρική τράπεζα αποκλειστικά ως έναν κατ’ επάγγελμα δανειστή του κράτους, με τον πρώτο Έλληνα Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια να μην αποτελεί εξαίρεση, προωθώντας ήδη από το 1828 την σύσταση της «Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης» βάσει αυτού του λειτουργικού μοντέλου.

 

Σελ. 18

1.5.2. Η εδραίωση των κεντρικών τραπεζών στις ευρωπαϊκές οικονομίες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Παρά την πρώιμη εμφάνισή τους, οι λειτουργούσες αποκλειστικά ως χρηματοδότες της κυβέρνησης κεντρικές τράπεζες δεν ενέπνευσαν εμπιστοσύνη και απέτυχαν να καθιερωθούν ως απαραίτητοι παράγοντες του νομισματικού συστήματος των κρατών. Εν όψει τούτου, τα χαρακτηριστικά των κεντρικών τραπεζών μεταβλήθηκαν προς την κατεύθυνση της επίτευξης νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με σημείο καμπής τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Προς την εξέλιξη αυτή συντέλεσαν οι επικρατούσες συνθήκες μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων και η Μεγάλη Ύφεση που διαμεσολάβησε. Η έναρξη του Α’ ΠΠ αποτέλεσε καταλύτη για τις οικονομικές εξελίξεις της περιόδου, σημαίνοντας τη λήξη της περιόδου της πρώτης προσπάθειας παγκοσμιοποίησης της οικονομίας με την αναστολή του «κανόνα χρυσού» και την υιοθέτηση πρακτικών υπέρμετρου δημόσιου δανεισμού εκ μέρους των εμπόλεμων κρατών με σκοπό την κάλυψη των πολεμικών τους αναγκών. Η πρακτική αυτή ακολουθήθηκε και από το Ελληνικό Δημόσιο, με τη σύναψη δανείων από την Εθνική Τράπεζα διά της έκδοσης τραπεζογραμματίων αναγκαστικής κυκλοφορίας, ύστερα από διεύρυνση του επιτρεπόμενου ορίου κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων. Ο υπέρμετρος δανεισμός των κρατών οδήγησε στη δημιουργία ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς αυτών και στη γενικότερη διατάραξη των δημόσιων οικονομικών τους. Για την αντιμετώπιση των ως άνω παθογενειών επιστρατεύτηκε η αύξηση της φορολογίας και η αντικατάσταση των μηχανισμών ελεύθερης αγοράς από μέτρα οικονομικού παρεμβατισμού, όπως αγορανομικοί έλεγχοι και δελτία διανομής αγαθών, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η επιτεινόμενη οικονομική ανασφάλεια διατήρησε το καθεστώς οικονομικού παρεμβατισμού, με κύριο πεδίο έκφρασης την επιβολή περιορισμών στις

Σελ. 19

εισαγωγές (κυρίως υψηλών δασμών) και την ενίσχυση της κατανάλωσης των εγχώριων προϊόντων.

Στο κλίμα των οικονομικών αυτών εξελίξεων εντάθηκαν οι διεργασίες για τη γενίκευση του μοντέλου της κεντρικής τράπεζας, ως σταθεροποιητικού παράγοντα των ταραγμένων οικονομιών και των αποσταθεροποιημένων νομισματικών συστημάτων της περιόδου. Τα γενικά χαρακτηριστικά της οργάνωσης και λειτουργίας των κεντρικών τραπεζών αποτέλεσαν αντικείμενο σχεδιασμού μέχρι το επίπεδο της ΚτΕ. Οι σχετικές συζητήσεις κατέληξαν στο ομόφωνο Ψήφισμα που εκδόθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Οικονομικού Συνεδρίου των Βρυξελλών του 1920, το οποίο είχε συγκαλέσει η ΚτΕ με στόχο την απαλλαγή της παγκόσμιας οικονομίας από τα κατάλοιπα του Μεγάλου Πολέμου. Οι αρχές που διατυπώθηκαν στο Ψήφισμα αποτέλεσαν τροχιοδείκτη για την ίδρυση των κεντρικών τραπεζών στα επόμενα χρόνια, ιδιαιτέρως στα κράτη που απέβλεπαν στη συνομολόγηση σταθεροποιητικών δανειακών συμβάσεων με την ΚτΕ. Οι διεργασίες της ΚτΕ είχαν ευρέα αποτελέσματα, με την Österreichische Nationalbank να εκκινεί τις λειτουργίες της το 1923 με καταστατικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία από τον κρατικό έλεγχο - σε αντιδιαστολή με τα ισχύοντα για την προκάτοχό της Αυστροουγγρική Τράπεζα - , ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση «σταθεροποιητικού δανείου» προς την Αυστρία το ίδιο έτος. H Ισπανία (1921), η Ουγγαρία (1924), ως και η ανεξάρτητη πόλη του Danzig (1924) απέκτησαν τις δικές τους κεντρικές τράπεζες. Τα κράτη που ήταν ανεξάρτητα ήδη πριν τον Μεγάλο Πόλεμο συντάχθηκαν με το πνεύμα της κεντρικής τραπεζικής μέσω της προσαρμογής ήδη υπαρχόντων τραπεζικών ιδρυμάτων στα νέα δεδομένα· ενδεικτικά, οι «Εθνικές Τράπεζες» της Βουλγαρίας και της Εσθονίας ετράπησαν σε αμιγώς εκδοτικές τράπεζες, διακόπτοντας την παροχή εμπορικών τραπεζικών εργασιών.

Σελ. 20

Τα αποτελέσματα της γενίκευσης του μοντέλου της κεντρικής τράπεζας αποτέλεσαν, αναμενομένως, αντικείμενο μελέτης. Σύμφωνα με τα πορίσματα του J. M. Keynes επί των νομισματικών μεταρρυθμίσεων σε διάφορες χώρες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ίδρυση κεντρικών τραπεζών είχε άμεσα ευνοϊκά αποτελέσματα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής· στις οικονομίες όπου λειτουργούσε κεντρική τράπεζα, η έκδοση χρήματος λάμβανε χώρα βάσει τεχνοκρατικών «νομισματικών» κριτηρίων, ως παρακολούθημα δηλαδή της υπάρχουσας ζήτησης εκ μέρους των επιχειρήσεων και των ιδιωτών, και όχι με σκοπό το δανεισμό της κυβερνητικής πολιτικής ή της κατευθυνόμενης χρηματοδότησης συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας. Εξ άλλου, ο L. von Mises παρατήρησε ότι η συμβολή της κεντρικής τράπεζας στον περιορισμό των πολιτικών πιστωτικής επέκτασης οδηγεί στον εξορθολογισμό της δημιουργίας κύκλων ανάπτυξης και ύφεσης στην οικονομία και, ως εκ τούτου, σε ομαλή ανάπτυξη και διαχειρίσιμη ύφεση, ανάλογα με τη συντρέχουσα «φάση του οικονομικού κύκλου»· οι παρατηρήσεις αυτές αποτέλεσαν την απαρχή της ‘Austrian Business Cycle Theory’. Η επιτυχημένη μετεξέλιξη και ευρεία εφαρμογή του μοντέλου της κεντρικής τράπεζας και τα ως άνω επιστημονικά πορίσματα οδήγησαν στην εμπέδωση του «διπλού ρόλου» αυτής: αφ’ ενός, δηλαδή, της υποστήριξης των χρηματοδοτικών αναγκών του κράτους σε ταραγμένες οικονομικά περιόδους, και αφ’ ετέρου της θέσης ορίων στην παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής και στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε περιόδους ομαλότητας. Ενώ, η ευνοϊκή τους επίδραση στη νομισματική και οικονομική κατάσταση του κράτους, οδηγεί στη σταδιακή μεγέθυνση της λίστας αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών: πλέον, λειτουργούν ως δανειστές έκτακτης ανάγκης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ως διαχειριστές των αποθεμάτων χρυσού και των ξένων αποθεματικών της χώρας, όπως και του δημόσιου χρέους της, επιφορτίζονται με την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και των διαδικασιών ξένου συναλλάγματος κ.α.. Η επιτυχημένη ανταπόκριση των κεντρικών τραπεζών στις δύσκολες συνθήκες του Μεσοπολέμου οδήγησε στη γενίκευση του μοντέλου, με τη δημιουργία νέων κρατών (ιδίως κατά την αποαποικιοποίηση μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ και την ανεξαρτητοποίηση των πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών) να ευνοεί τη μεγάλη αύξηση του αριθμού τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, το 1997 ο αριθμός των κεντρικών τραπεζών είχε φτάσει τις 172.

Σελ. 21

1.5.3. Το Federal Reserve System

Η αμερικανική κεντρική τράπεζα, το Federal Reserve System (‘FRS’ ή απλά ‘Fed’), ιδρύθηκε της 23 Δεκεμβρίου του 1913, με την υπογραφή του Federal Reserve Act από τον Πρόεδρο Woodrow Wilson. Και στο αμερικανικό παράδειγμα, η θεσμική μεταρρύθμιση που οδήγησε στην εδραίωση της κεντρικής τραπεζικής συντελέσθηκε μετά την εμφάνιση αναταραχών (‘panics’) στην οικονομία της χώρας ― ιδίως του «πανικού του 1907», μιας από τις πλέον καταστροφικές χρονιές στην αμερικανική οικονομική ιστορία― , που συνοδεύθηκε από μη διαχειρίσιμο αριθμό πτωχεύσεων τραπεζικών ιδρυμάτων και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η πρόταση για τη δημιουργία κεντρικής τράπεζας υποβλήθηκε από τη National Monetary Commission, η οποία είχε συσταθεί με τον Aldrich–Vreeland Act του 1908 με εντολή να σχεδιάσει ένα μόνιμο τεχνοκρατικό μηχανισμό αντιμετώπισης των προβλημάτων ρευστότητας και τραπεζικών πανικών που ανάκυπταν συνεχώς στην οικονομία των ΗΠΑ.

Η αμερικανική κεντρική τράπεζα ιδρύθηκε με βάση το ευρωπαϊκό πρότυπο (το οποίο είχε δοκιμαστεί σε κάποιο βαθμό, με 20 κεντρικές τράπεζες να έχουν ήδη εκκινήσει τις εργασίες τους) αλλά και μια σημαντική καινοτομία: ο Ευρωπαίος τραπεζίτης Paul Warburg έπεισε το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος της χώρας ότι μόνο μια κεντρική τράπεζα, ελεγχόμενη από το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα και από τεχνοκράτες οικονομολόγους θα μπορούσε να δώσει λύση στην αστάθεια του τραπεζικού τομέα και στην έλλειψη ρευστότητας στην οικονομία. Επί των προτάσεων του Warburg ανέκυψαν σημαντικές διαφωνίες μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αναφορικά με τη μορφή της κεντρικής τράπεζας: οι Δημοκρατικοί πρότειναν τη δημιουργία πολλών κεντρικών τραπεζών

Σελ. 22

«τοπικής εμβέλειας», ώστε να λαμβάνονται υπ’ όψη οι οικονομικές ιδιαιτερότητες κάθε Πολιτείας, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι επέμεναν στην ίδρυση ισχυρής ενιαίας κεντρικής τράπεζας, με έδρα στο λίκνο του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη Νέα Υόρκη. Ως συμβιβαστική λύση, ο Δημοκρατικός Πρόεδρος W. Wilson πρότεινε την ίδρυση περισσότερων μεν κεντρικών τραπεζών (8 έως 12), αισθητώς λιγότερων όμως από όσες είχε προτείνει το κόμμα του· η λύση αυτή ακολουθήθηκε τελικά με την ψήφιση, μετά από τρία χρόνια διαβουλεύσεων, του ιδρυτικού νόμου του FRS. Πέρα από τις πρακτικές συνέπειες της επιλεγείσας διάρθρωσης του συστήματος κεντρικών τραπεζών, ο σχεδιασμός του στοιχεί και ιδεολογικά με την ομοσπονδιακή δομή του αμερικανικού κράτους, μεταλαμπαδεύοντας την φεντεραλιστική πολιτική κατεύθυνση και στο πεδίο της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος· με τα λόγια του Carter Glass:

‘In other words, the [Federal Reserve Act] is modeled upon our Federal political system. It establishes a group of independent but affiliated and sympathetic sovereignties, working on their own responsibility in local affairs, but united in National affairs by a superior body which is conducted from the National point of view. The regional banks are the states, and the Federal Reserve Board is the Congress’.

Οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις που ακολούθησαν, ιδίως η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930, ανέδειξαν τη χρησιμότητα της κεντρικής τράπεζας και προσέδωσαν στο FRS τον κεντρικής σημασίας ρόλο που επιτελεί σήμερα, καθώς διαχρονικά η δυναμική του θεσμού στο πολίτευμα αυξάνεται, με σκοπό την πρόβλεψη, πρόληψη και αντιμετώπιση των κρίσεων αυτών. Στο πέμπτο κεφάλαιο της μελέτης, θα επιχειρηθεί αναλυτική αναφορά στις αρμοδιότητες της Fed, όπως και στη συνύπαρξή της με την πολιτική εξουσία και το ιστορικό της μεταξύ τους διαρρύθμισης δυνάμεων.

Back to Top