ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ – Ο ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΑΣΗ
Συμβολή στην ερμηνεία του δικαίου της αντασφαλιστικής σύμβασης
- Έκδοση: 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 296
- ISBN: 978-960-654-141-4
- Black friday εκδόσεις: 10%
Πρόλογος | Σελ. VII |
Συντομογραφίες | Σελ. XV |
Εισαγωγή: Η σύγχρονη αντίληψη για την αντασφάλιση | Σελ. 1 |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | |
Η αντασφάλιση ως οικονομική δραστηριότητα | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ - Η ζήτηση και η προσφορά αντασφάλισης | |
§1. Η ζήτηση αντασφάλισης | Σελ. 11 |
Ι. Το σύγχρονο παγκόσμιο τοπίο των κινδύνων: πηγή αβεβαιότητας | |
και ζήτησης για αντασφαλιστική κάλυψη | Σελ. 11 |
II. Η αντασφάλιση ως συντελεστής της παραγωγής και ως στοιχείο | |
του κόστους της ασφάλισης | Σελ. 16 |
§2. H προσφορά αντασφάλισης | Σελ. 21 |
I. Περί της κατά ακυρολεξία λεγόμενης «εναλλακτικής αντασφάλισης» | Σελ. 21 |
ΙΙ. Δύο παραδείγματα αξιοποίησης της λεγόμενης «εναλλακτικής | |
αντασφαλιστικής» κάλυψης | Σελ. 23 |
1. Κάλυψη κινδύνων μακροβιότητας | Σελ. 23 |
2. Κάλυψη κινδύνων από φυσικές καταστροφές | Σελ. 24 |
IΙΙ. Η προσφορά παραδοσιακής κατά κυριολεξία αντασφάλισης | |
σε οικονομικό περιβάλλον σύγκλισης των χρηματοοικονομικών | |
αγορών και το ζήτημα της πίστεως | Σελ. 26 |
ΙV. Ένα λανθάνον σύστημα διεθνούς διασποράς κινδύνων | Σελ. 36 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ - Εκφάνσεις της τεχνικής λειτουργίας της αντασφάλισης | |
§3. Τεχνική φύση, έννοια και μορφές του αντασφαλιστικού κινδύνου | Σελ. 39 |
Ι. Κερδοσκοπικοί κίνδυνοι | Σελ. 39 |
II. Ασφαλιστικός και αντασφαλιστικός κίνδυνος | Σελ. 41 |
ΙΙΙ. Ασφαλιστικός κίνδυνος με τη στενή έννοια και ασφαλιστικός | |
κίνδυνος με την ευρεία έννοια και, αντιστοίχως, αντασφάλιση | |
με μερική και αντασφάλιση με γενική αποστολή | Σελ. 43 |
§4. Τεχνικές διαφοροποίησης και διασποράς των ασφαλιστικών | |
κινδύνων | Σελ. 49 |
Ι. «Κοινωνία κινδύνου» | Σελ. 50 |
ΙΙ. Η αντασφάλιση ως ασφάλιση της Ασφαλιστικής Επιχειρήσεως | Σελ. 54 |
§5. Αντασφαλισιμότητα ασφαλιστικών κινδύνων και | |
αντασφαλισιμότητα Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων: | |
Τα όρια της ασφαλιστικής τεχνικής | Σελ. 60 |
Ι. Από το ζητούμενο στην επιταγή | Σελ. 61 |
ΙΙ. Η αντασφαλισιμότητα διαφέρει της ασφαλισιμότητας | Σελ. 64 |
1. Η στρατηγική των ασφαλιστών | Σελ. 64 |
2. Κριτήρια αξιολόγησης του κινδύνου | Σελ. 65 |
ΙΙΙ. Aντασφαλισιμότητα των Aσφαλιστικών Eπιχειρήσεων | Σελ. 68 |
§6. Η «ιδιαίτερη σχέση» μεταξύ αντασφαλιστή και πρωτασφαλιστή | Σελ. 73 |
Ι. Η «ιδιαίτερη σχέση» ως προνομική έννοια και ως ενοχικός δεσμός | Σελ. 73 |
ΙΙ. Η αντασφαλιστική σχέση ως συναινετικό εργαλείο συναλλαγής | |
αλλά και ως μηχανισμός εξαναγκασμού | Σελ. 81 |
ΙΙΙ. Το ζήτημα από την εξατομίκευση και ανωνυμοποίηση | |
του κινδύνου, ως συνέπεια της τεχνικής για τον μετριασμό | |
του ασφαλιστικού κινδύνου | Σελ. 86 |
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
Η ρύθμιση της αντασφαλιστικής δραστηριότητας | Σελ. 89 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ - Κανονιστική αυτορρύθμιση | Σελ. 93 |
§7. Πορεία προς μια μορφή ρύθμισης | Σελ. 93 |
Ι. Η νομοθετική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 93 |
ΙΙ. Η στάση των αντασφαλιστών | Σελ. 95 |
III. Η φυσιογνωμία της ρύθμισης. | Σελ. 97 |
1. Περί της λεγόμενης θεσμικής αντίληψης του δικαίου | Σελ. 98 |
2. Πολιτικό πρόγραμμα και επιτελικό σχέδιο | Σελ. 100 |
IV. Αυτονομία και φραγμοί | Σελ. 105 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ - Η αντασφαλιστική επιχείρηση | |
§8. Ένα σύστημα προληπτικής εποπτείας | Σελ. 111 |
Ι. Απαγόρευση της επ’ ευκαιρία άσκησης αντασφαλιστικής | |
δραστηριότητας | Σελ. 111 |
ΙΙ. Οι τρεις πυλώνες της ρύθμισης στην Φερεγγυότητα ΙΙ | Σελ. 113 |
ΙΙΙ. Το πρόβλημα της αποτίμησης των στοιχείων της περιουσίας | |
της Αντασφαλιστικής Επιχείρησης | Σελ. 114 |
IV. Η οδηγούσα κανονιστική σκέψη | Σελ. 115 |
§9. Η ratio legis του θεσμού της Αντασφαλιστικής Επιχείρησης | Σελ. 121 |
Ι. Το αντασφαλιστικό δίκαιο ως το δίκαιο της οργανωμένης | |
Αντασφαλιστικής Επιχειρήσεως | Σελ. 121 |
ΙΙ. Το διαρκές και συνεχές της εποπτείας | Σελ. 126 |
ΙΙΙ. Στόχος και υποκείμενα της εποπτείας | Σελ. 127 |
IV. Η απόφαση για την ανάληψη της καλύψεως κινδύνων | Σελ. 130 |
V. Το εξατομικευμένο της εποπτείας | Σελ. 134 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ - Η αντασφαλιστική σύμβαση | |
§10. Επώνυμος κανονιστικός τύπος | Σελ. 137 |
Ι. Η αντασφαλιστική σύμβαση ως επώνυμη σύμβαση | Σελ. 139 |
ΙΙ. Η αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου | Σελ. 143 |
1. Το πραγματικό της αντασφαλίσεως πεπερασμένου κινδύνου | Σελ. 144 |
2. Οι συνέπειες από τη θέσπιση της αντασφαλίσεως πεπερασμένου | |
κινδύνου για το εσωτερικό δικαιικό σύστημα | Σελ. 146 |
IΙΙ. Η αντασφάλιση ως σύμβαση επαχθής | Σελ. 148 |
ΙV. Η αντασφάλιση ως σύμβαση αμφοτεροβαρής | Σελ. 153 |
1. Όχι απλώς μια ανταλλακτική σύμβαση | Σελ. 153 |
2. Η εγκαθίδρυση μιας σχέσης | Σελ. 154 |
V. Η αυτοτέλεια της αντασφαλιστικής σύμβασης έναντι | |
της πρωτασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 157 |
VI. Το αντασφαλιστικό συμφέρον του πρωτασφαλιστή | Σελ. 160 |
VII. H παροχή του αντασφαλιστή ως παροχή διαρκής | Σελ. 163 |
VIII. Αντασφαλιστική αξία και υπαντασφάλιση | Σελ. 166 |
1. Aντασφαλιστική αξία και αντασφαλιστικό ποσό | Σελ. 166 |
2. Πλήρης αντασφάλιση και υπαντασφάλιση | Σελ. 167 |
3. Αντασφάλιση ποσοστού | Σελ. 169 |
ΙX. Το αντασφάλιστρο | Σελ. 170 |
Χ. Περί των πηγών του δικαίου της αντασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 173 |
§11. Η δικαιική τάξη της αντασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 178 |
Ι. H νομική δόμηση της συναλλακτικής πραγματικότητας | Σελ. 178 |
ΙΙ. Το εσωτερικό σύστημα δικαίου που διέπει την αντασφάλιση | Σελ. 180 |
ΙII. Η συμβατική δικαιική τάξη | Σελ. 184 |
ΙV. Πρόσθετοι όροι | Σελ. 186 |
1. Ρήτρα περί του δικαιώματος του πρωτασφαλιστή να διοικεί | |
τη σχέση της πρωτασφάλισης. | Σελ. 186 |
2. Ρήτρα περί δικαιώματος του αντασφαλιστή να πληροφορείται | |
από τον πρωτασφαλιστή περί της διοικήσεως της ασφαλίσεως | Σελ. 190 |
3. Ρήτρα περί υποχρεώσεως του αντασφαλιστή να ακολουθεί, κατά | |
την εξέλιξη της πρωτασφάλισης, την τύχη του πρωτασφαλιστή | |
(Follow the Fortunes, Folgepflicht). | Σελ. 190 |
4. Ρήτρα περί της «αμελλητί διορθώσεως λαθών και | |
της συμπληρώσεως παραλείψεων» | Σελ. 192 |
5. Ρήτρα περί υποχρεώσεως διακρατήσεως από | |
τον πρωτασφαλιστή μέρους του ασφαλιστικού κινδύνου. | Σελ. 192 |
V. Πρόσθετοι όροι και καλή πίστη | Σελ. 194 |
VI. Ασυμμετρία πληροφόρησης και υποχρέωση πληροφόρησης | Σελ. 195 |
VII. Παρεπόμενες αυτοτελείς και μη αυτοτελείς υποχρεώσεις | |
από την αντασφαλιστική σύμβαση | Σελ. 198 |
1. Ανάληψη «καλών κινδύνων»; | Σελ. 199 |
2. Ειδοποίηση περί της πραγματοποιήσεως της αντασφαλιστικής | |
περίπτωσης | Σελ. 200 |
3. Υποχρέωση περιορισμού της ζημίας | Σελ. 202 |
4. Υποχρέωση συνέχισης της ασφαλιστικής δραστηριότητας | Σελ. 202 |
§12. Παραδοσιακές μορφές αντασφαλιστικών συμβάσεων | Σελ. 205 |
Ι. «Ανώνυμοι» δομικοί τύποι παραδοσιακής αντασφάλισης | |
αναλόγως του τρόπου της δεσμεύσεως των μερών | |
από την αντασφαλιστική σύμβαση | Σελ. 206 |
1. Προαιρετική αντασφάλιση (facultative reinsurance) | Σελ. 207 |
2. Υποχρεωτική αντασφάλιση (Treaty) | Σελ. 210 |
3. Το βάρος της ακριβούς περιγραφής του κινδύνου επί προαιρετικής | |
και επί υποχρεωτικής αντασφάλισης | Σελ. 212 |
ΙΙ. «Ανώνυμοι» δομικοί τύποι παραδοσιακής αντασφάλισης | |
αναλόγως του τρόπου ή της μεθόδου καλύψεως | |
του αντασφαλιστικού κινδύνου. | Σελ. 214 |
1. Αναλογική αντασφάλιση | Σελ. 215 |
1.1. Αναλογική αντασφάλιση ποσοστιαίας εκχώρησης | Σελ. 216 |
1.2. Αναλογική αντασφάλιση κατά το υπερβάλλον | Σελ. 218 |
2. Μη αναλογική αντασφάλιση | Σελ. 220 |
2.1. Μη αναλογική αντασφάλιση του υπερβάλλοντος ζημίας | Σελ. 222 |
2.1.1. Αντασφάλιση περισσότερων υπερβαλλόντων ζημίας | |
και το ζήτημα της πραγματοποιήσεως | |
της αντασφαλιστικής περιπτώσεως | Σελ. 226 |
2.1.2 Αντασφάλιση του κατά κλάδο κινδύνου | |
υπερβάλλοντος ζημίας | |
(Risk based Excess-of-loss Reinsurance Treaty) | Σελ. 227 |
2.1.3. Αντασφάλιση του κατά συμβάν υπερβάλλοντος ζημίας | |
(Event based Εxcess-of-loss Reinsurance) | Σελ. 228 |
2.2. Αντασφαλιστική σύμβαση περιορισμού ή άρσεως ζημίας | |
(Stop Loss Reinsurance Treaty) | Σελ. 229 |
Επίμετρο: Το «καθόλου» και τα «καθ’ έκαστον» της αντασφάλισης | |
Ι. Το «καθόλου» και τα «καθ’ έκαστον» | Σελ. 231 |
ΙΙ. Αυτοφυής δικαιική και έννομη κανονιστική τάξη | Σελ. 234 |
IΙΙ. Αβεβαιότητα και αντασφάλιση | Σελ. 234 |
Παράρτημα: Πίνακας Νομοθεσίας | Σελ. 237 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 247 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 271 |
Σελ. 1
Εισαγωγή: Η σύγχρονη αντίληψη για την αντασφάλιση
Τo φαινόμενο της αντασφαλιστικής δραστηριότητας, όπως κάθε σύνθετο κοινωνικό, οικονομικό και νομικό φαινόμενο, αποτελεί την σύνθεση διαφορετικών στοιχείων. Η νομική ρύθμιση της αντασφάλισης δεν είναι το αποτέλεσμα της επιδίωξης ενός αλλά περισσότερων σκοπών συγχρόνως. Η μορφή της ρυθμίσεως και το περιεχόμενο της επηρεάζονται από τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, αλλά και από την τεχνικότητα του αντικειμένου και από την εν γένει νομική τεχνική και τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις. Ως εκ τούτου, κατά την ανάλυση του φαινομένου της αντασφάλισης, δεν θα ήταν δυνατό ούτε πρέπον, επί μέρους διατάξεις ή ρυθμίσεις να αποτελέσουν την αφετηρία, ούτως ώστε, δηλαδή, δια της αθροίσεως των επί μέρους να επιχειρηθεί η κατασκευή συστήματος. Τουναντίον, αφετηρία πρέπει να αποτελέσει η ολότητα, ο δεσμός και η αλληλουχία των σχέσεων, οι οποίες, απαρτιζόμενες, συγκροτούν τον θεσμό της αντασφάλισης. Έτσι, μόνο θα καθίσταται δυνατό να επισημαίνονται τα στοιχεία, τα οποία, ανεξαρτήτως των επιμέρους ρυθμίσεων, χαρακτηρίζουν τη σχέση και προσδίδουν νόημα στον θεσμό.
1. Ο όρος «αντασφάλιση» είναι εξ άλλου πολυσήμαντος. Δι’αυτού προσδιορίζεται, πρώτον, η οικονομική δραστηριότητα της αντασφαλίσεως καθεαυτήν. Δεύτερον, προσδιορίζονται τα πρόσωπα, τα οποία επιτρέπεται να επιδίδονται σε αυτή τη δραστηριότητα. Τρίτον, η αντασφάλιση δηλώνει την τεχνικότητα του κινδύνου καθώς και την τεχνική καταστρώσεως του τρόπου της καλύψεως κινδύνων. Ενός τρόπου, ο οποίος προκύπτει από τον συνδυασμό στοιχείων της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, τα οποία πιθανολογούνται ή αναγνωρίζονται ως πηγές ή παράγοντες κινδύνου που είναι δυνατό να αποτιμηθούν. Ο συνδυασμός χωρεί εκάστοτε
Σελ. 2
επί τη βάσει ορισμένων ειδικών κανόνων. Τέταρτον, ο όρος αντασφάλιση δηλώνει τον συγκεκριμένο εκάστοτε συνδυασμό των ορισμένων επί μέρους στοιχείων της οικονομικής ή κοινωνικής πραγματικότητας. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν είναι παρά ένας από τους πολλούς δυνατούς συνδυασμούς των στοιχείων, περί των οποίων εκάστοτε πρόκειται.
2. Κατά τη σύγχρονη οικονομική αντίληψη, αντασφάλιση είναι η δραστηριότητα, διά της οποίας πρωτασφαλιστής, προσδιοριζόμενος στην καθομιλουμένη των συναλλαγών ως ο «εκχωρητής», ασφαλίζεται σε έναν άλλον ασφαλιστή, προσδιοριζόμενο ως «αντασφαλιστή», για μέρος του κινδύνου, τον οποίο έχει ως ασφαλιστής αναλάβει.
Όπως είναι φανερό, ο όρος «εκχωρητής» δεν λαμβάνεται εδώ υπό την τεχνική νομική έννοια των άρθρων 455 έως 470 ΑΚ, αλλά με την έννοια και τη μορφή, τον σκοπό και τον τρόπο της αντασφάλισης. Δηλαδή, με νόμιμη αιτία (causa) της «εκχωρήσεως» την αντασφάλιση.
Σύμφωνα με τους όρους μιας τέτοιας συμφωνίας, οι αντασφαλιστές αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλουν στον πρωτασφαλιστή τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις, ή, αναλόγως, μέρος αυτών, τις οποίες ο πρωτασφαλιστής οφείλει προς τους αντισυμβαλλομένους του (λήπτες της ασφάλισης ή ασφαλισμένους). Από αυτή την άποψη, η αντασφάλιση δεν αποτελεί τεχνικώς αναδοχή χρέους κατά την έννοια της 471 ΑΚ.
Ύστερα από την αντικατάσταση του άρθρου 1 ΑσφΝ από το άρθρο 278 § 7 του ν. 4364/2016, η αντασφάλιση, κατά το ελληνικό δίκαιο, υπάγεται και νομοθετικώς στην έννοια της ασφάλισης, δοθέντος (α) ότι η άδεια λειτουργίας χορηγείται κατά κλάδο ασφάλισης, σύμφωνα με το υποβαλλόμενο πρόγραμμα δραστηριοτήτων (άρθρο 11 § 2 ν. 4364/2016) και (β) ότι η κατά κλάδο ασφάλισης χορηγούμενη άδεια λειτουργίας ισχύει κατ’ αρχήν και ως άδεια λειτουργίας ενεργητικής αντασφάλισης στους καλυπτόμενους από την άδεια λειτουργίας κλάδους (άρθρο 11 § 4 εδαφ. β΄ ν. 4364/2016).
Σελ. 3
3. Αντασφαλιστής είναι, λοιπόν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η επιχείρηση, η οποία αναλαμβάνει να εξασφαλίζει τη ρευστότητα που απαιτείται για να καταβάλλονται εκάστοτε ασφαλιστικές αποζημιώσεις από ασφαλίσεις που συνήψε ή συνάπτει ο πρωτασφαλιστής. Ο πρωτασφαλιστής «εκχωρεί» και ο αντασφαλιστής αναλαμβάνει τον κίνδυνο ζημίας από την πραγματοποίηση μετατοπισθέντων κινδύνων, και
Σελ. 4
υπέχει εποπτική υποχρέωση να διατηρεί σε αποθεματικά κεφάλαιο, δηλαδή ομάδα περιουσίας από στοιχεία ενεργητικού, τα οποία καταρτίζει και διατηρεί για την καταβολή τέτοιων ασφαλιστικών αποζημιώσεων. Σε αντάλλαγμα των ανωτέρω, ο αντασφαλιστής λαμβάνει από τον εκχωρούντα πρωτασφαλιστή αντασφάλιστρο.
4. Στη συνέχεια, οι αντασφαλιστές, συνήθως, «εκχωρούν» περαιτέρω μέρος του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου σε άλλους αντασφαλιστές, δια μέσου αμοιβαίων μεταξύ τους «εκχωρήσεων», οι οποίες ονομάζονται αντεκχωρήσεις ή μεταντασφαλίσεις. Το δεύτερο αυτό επίπεδο της αντασφαλίσεως μεταντασφαλίζεται κατόπιν περαιτέρω σε άλλους αντασφαλιστές.
5. Σύμβαση αντασφαλίσεως είναι, λοιπόν, κατ’ αποτέλεσμα, η ασφαλιστική σύμβαση, την οποία συνάπτει Ασφαλιστική Επιχείρηση - ο πρωτασφαλιστής - με άλλη Ασφαλιστική ή Αντασφαλιστική Επιχείρηση, δηλαδή επιχείρηση αδειοδοτημένη και οργανωμένη με σκοπό (α) την κατάρτιση ευρύτερης «κοινωνίας κινδύνων» ή άλλων αναγκών της κοινωνικής συμβιώσεως και την κατάστρωσή της σε οικονομική κοινωνία συμφερόντων και, συναφώς, (β) την προς τούτο συγκέντρωση εισφορών (αντασφαλίστρων).
6. H «κοινωνία των κινδύνων» που καταρτίζει ο αντασφαλιστής, δεν καθιδρύει κυριολεκτικώς, δηλαδή με την έννοια των άρθρων 785 έως 805 ΑΚ, κοινωνία μεταξύ των ληπτών της αντασφάλισης. Ουδεμία νομική σχέση συνδέει τους λήπτες της αντασφάλισης μεταξύ τους. Η κοινωνία των κινδύνων αναφέρεται μάλλον στις αντασφαλιστικές συμβάσεις, τις οποίες καταρτίζει ο αντασφαλιστής και οι οποίες, για το σκοπό αυτό, λαμβάνονται όλες μαζί ως αποτελούσες ένα όλον και αντιμετωπίζονται ενιαίως με σκοπό τη διά της διασποράς των κινδύνων διαφοροποίηση, κατανομή και καταλογισμό της ευθύνης που προκύπτει από την πραγματοποίηση των κινδύνων.
Σελ. 5
7. Όσον αφορά την κατάστρωση της κοινωνίας των συμφερόντων, ο αντασφαλιστής επιμελείται σχετικώς όχι αλλοτρίας υποθέσεως, αλλά ιδίας υποθέσεως. Έχει αδειοδοτηθεί προκειμένου να καταρτίζει αντασφαλιστικές συμβάσεις, ακριβώς διότι, κατόπιν ελέγχου από την Εποπτική Αρχή, κρίθηκε ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να καταστρώνει την εκάστοτε κατάλληλη κοινωνία συμφερόντων, την οποία απαιτεί η συγκεκριμένη κατηγορία αντασφαλιστικών συμβάσεων. Αν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την, βάσει επιχειρηματικού σχεδίου, οργάνωση τέτοιας κοινωνίας συμφερόντων, εντός μάλιστα επιστημονικώς καταστρωμένου και από την Εποπτική Αρχή αδειοδοτημένου κλάδου ή κλάδων ασφάλισης, δεν μπορεί, συνεπώς, να χαρακτηρισθεί ως αντασφαλιστική η συναπτόμενη σύμβαση.
8. Η επιμέλεια αυτής της υποθέσεως ως ιδίας, κατά τα ανωτέρω, και, συναφώς και ιδίως, η ετοιμότητα του αντασφαλιστή να καταβάλει αντασφάλισμα στην περίπτωση της επελεύσεως αντασφαλιστικής περιπτώσεως, αποτελεί άλλωστε μη αυτοτελή παρεπόμενη αλλά διαρκή υποχρέωση του αντασφαλιστή προς παροχή με βάση την αντασφαλιστική σύμβαση. Ως προς την οποία παροχή, ο αντασφαλιστής λαμβάνει αμοιβή. Η αμοιβή καλύπτει και τις δαπάνες του. H αμοιβή είναι ενσωματωμένη στο αντασφάλιστρο.
9. Υπ’ αυτή τη θεώρηση, το αντασφάλιστρο αναδεικνύεται σε άξονα, περί τον οποίο στρέφονται, αφ’ ενός η οργάνωση της Αντασφαλιστικής Επιχειρήσεως και, αφετέρου, η αντασφαλιστική σύμβαση. Στο αντασφάλιστρο αντικατοπτρίζεται ο βαθμός της ασφαλισιμότητας του κινδύνου και ο βαθμός της αντασφαλισιμότητας του ασφαλιστή. Στην παρούσα εργασία, ο τεχνικός όρος της αντασφαλισιμότητας αναφέρεται στη συσταλτική λειτουργία του όρου, ως κριτηρίου, κάτω του οποίου κατ’ αρχήν δεν ενδείκνυται η χορήγηση αντασφαλιστικής κάλυψης.
Σελ. 6
10. Ο ασφαλιστής επιδιώκει την σύναψη περισσότερων, κατά το δυνατόν, ασφαλιστηρίων, ώστε να εδραιώσει την εμπορική του παρουσία στην αγορά και να μπορέσει να κατανείμει και να διασπείρει καλύτερα, κατ’αρχήν μέσα στο πλαίσιο του κύκλου εργασιών του, τους αναλαμβανόμενους κινδύνους. Αλλ’ η δυνατότητα αναλήψεως της ασφαλιστικής καλύψεως κινδύνων υπόκειται σε όρια. Τα όρια προκύπτουν από την ικανότητα του ασφαλιστή να φέρει εκάστοτε και να απορροφά τις ζημίες που πλήττουν το χαρτοφυλάκιo του από την πραγματοποίηση ασφαλισμένων κινδύνων. Αυτή η ικανότητα είναι συνάρτηση της οικονομικής, ακριβέστερα της κεφαλαιουχικής του δυναμικότητας. Στo επίπεδο της Ασφαλιστικής και της Αντασφαλιστικής Επιχειρήσεως, η κεφαλαιουχική δυναμικότητα μετράται με τον δείκτη φερεγγυότητας, του οποίου το ελάχιστο απαιτούμενο όριο τίθεται ή προκύπτει από τους ισχύοντες εποπτικούς κανόνες και ήδη τον ν. 4364/2016. Ειδικότερα, η κεφαλαιουχική δυναμικότητα μετράται, από το ποσό των ιδίων κεφαλαίων, αναπροσαρμοζομένων ενδεχομένως από τυχόν διαπιστούμενες υπεραξίες επενδεδυμένων στοιχείων του ενεργητικού, καθώς και από την επάρκεια και την ποιότητα των τεχνικών προβλέψεων για την αντιμετώπιση ασφαλιστικών ζημιών.
11. Aπό τον συσχετισμό των ανωτέρω μεγεθών ανακύπτει εκάστοτε η ανάγκη, να υπάρξει αντασφαλιστική κάλυψη για τον πρωτασφαλιστή, η οποία ανάγκη εκδηλώνεται ως ζήτηση αντασφαλιστικής κάλυψης.
Αυτή την μάλλον εξωνομική, έως τότε, οικονομική αντίληψη περί της αντασφαλίσεως κύρωσε ο ν. 4364/2016.
12. Μέρος της αποστολής της Αντασφαλιστικής Επιχειρήσεως, ως ανώνυμης εταιρείας αποκλειστικού σκοπού, αποτελούν ο υπολογισμός ιδίων κρατήσεων και η προστασία έναντι των συγκεντρώσεων κινδύνων, καθώς και περαιτέρω, ο εντοπισμός τυχαίων διακυμάνσεων στην διεθνή οικονομία και η προσπάθεια εξομαλύνσεως αυτών, διά μέσου της διεθνούς διασποράς των κινδύνων. Για την αποτροπή της πραγματοποιήσεως αφανών συγκεντρώσεων κινδύνων χρειάζεται τακτική εξέταση του χαρτοφυλακίου της κάθε Ασφαλιστικής και της κάθε Αντασφαλιστικής Επιχειρήσεως. Τούτο ισχύει ιδίως για τις Αντασφαλιστικές
Σελ. 7
Επιχειρήσεις, ως προς τις οποίες είναι ευκολότερο να δημιουργηθούν καταστάσεις συγκεντρώσεως κινδύνου, δοθέντος ότι οι Αντασφαλιστικές Επιχειρήσεις αναδέχονται κινδύνους από περισσότερες πρωτασφαλιστικές Επιχειρήσεις. Ο ν. 4364/2016 ορίζει ως «Κίνδυνο Συγκέντρωσης» «όλες τις εκθέσεις στον κίνδυνο με ενδεχόμενη ζημία αρκετά σημαντική, σε βαθμό που να απειλείται η φερεγγυότητα ή η χρηματοοικονομική κατάσταση της Ασφαλιστικής ή Αντασφαλιστικής Επιχείρησης».
13. Η αντασφάλιση λειτούργησε ως υπάρχουσα τάξη βάσει «αυτοφυών», ούτως ειπείν, κανόνων που υπαγόρευσε η ευρηματικότητα των εμπόρων και οι ανάγκες των συναλλαγών. Οι κανόνες αυτοί συγκροτούσαν εκάστοτε μια κοινωνική δικαιϊκή τάξη στηριζόμενη σε συνήθειες που απηχούσαν άλλοτε μεν επιταγές ηθικού δέοντος, άλλοτε δε ή και συγχρόνως και σεβασμό προς τις τεχνικές και οικονομικές ανάγκες των συναλλαγών. Αυτή η πράγματι ισχύουσα δικαιϊκή τάξη συμπληρώνει μεν, αλλά δεν αναπληρώνει την κανονιστική έννομη τάξη καθόσον αυτή ελλείπει.
14. Εν όψει και των ανωτέρω, η παρούσα εργασία κατανέμεται σε δύο Μέρη:
To Πρώτο Μέρος αποβλέπει στην κατανόηση της αντασφάλισης ως οικονομικής δραστηριότητας. Διαιρείται σε δύο Κεφάλαια, στα οποία εκτίθενται τα προνομοθετικά δεδομένα της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας της αντασφάλισης ως θεσμού. Ειδικότερα:
Στο Πρώτο Κεφάλαιο, αναλύεται η αντασφάλιση ως οικονομική δραστηριότητα, η οποία εκδηλώνεται ως μηχανισμός ζήτησης (§ 1) και προσφοράς (§ 2) αντασφαλιστικής κάλυψης που λειτουργεί με βάση τους κανόνες ορισμένης και εξελισσόμενης τεχνικής.
Στο Δεύτερο Κεφάλαιο, εκτίθεται η τεχνικότητα της αντασφάλισης, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην τεχνική έννοια και τις μορφές του αντασφαλιστικού κινδύνου (§ 3), στις τεχνικές της διαφοροποίησης και της διασποράς του ασφαλιστικού και του αντασφαλιστικού κινδύνου (§ 4) και στις έννοιες της ασφαλισιμότητας και αντασφαλισιμότητας των κινδύνων και ιδίως της αντασφαλισιμότητας των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (§ 5).
Σελ. 8
Στην § 6, σκιαγραφείται η (προνομική) ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αντασφαλιστή και ασφαλιστή, η οποία και εμπεριέχει στοιχεία του καθόλου της αντασφαλιστικής σχέσης ως έννοιας λογικής.
Το Δεύτερο Μέρος αφορά στην πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση της αντασφαλιστικής δραστηριότητας, στοιχεία της οποίας και παρουσιάζει. Από τις αναλύσεις του Δευτέρου Μέρους προκύπτει ότι ο ενωσιακός και ο εθνικός νομοθέτης προχωρούν στη ρύθμιση με γνώση της πραγματικότητας και θέτουν δικλίδες προσαρμογής προς τις ανάγκες από τη συνεχή διακύμανση της πραγματικότητας.
Το Δεύτερο Μέρος αποτελείται από τρία κεφάλαια.
Στο Κεφάλαιο Τρίτο σκιαγραφείται (§ 7) η πρόσφατη, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πορεία προς μια μορφή κανονιστικής αυτορρύθμισης της ιδιωτικής αυτονομίας, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς της αντασφάλισης. Παραμένει ευθύνη των εποπτικών αρχών, οι οποίες ασκούν κυβερνητική αρμοδιότητα, το να επεμβαίνουν, εφόσον η αγορά δεν προσαρμόζεται. Οι εποπτικές αρχές ασκούν συναφώς αυτή την αρμοδιότητα με εργαλείο τους κανόνες ενός οικονομικού δικαίου της αντασφάλισης. Το δίκαιο αυτό έχει τον χαρακτήρα ειδικού δικαίου, οι κανόνες του οποίου υπερισχύουν των κανόνων του γενικού δικαίου. Οι κανόνες του είναι επανορθωτικοί και ενεργώς διαπλαστικοί της τάξεως, αλλά λειτουργικοί και κυμαινόμενοι με τη μορφή μέτρων που εισάγουν εξαιρετικό δίκαιο, ως προς το οποίο ισχύει η αρχή του ανακλητού. Με την εναλλαγή, δηλαδή, αυτονομίας, αφ’ ενός, και δημόσιου δικαίου φραγμών, αφ’ ετέρου, επιδιώκεται κατά περίπτωση η κατοχύρωση της διατήρησης της ιδιωτικής αυτονομίας στο οικονομικό πεδίο, σύμφωνα με την πολιτική φιλοσοφία ενός «συντεταγμένου φιλελευθερισμού».
Στο Κεφάλαιο Τέταρτο (§§ 8 και 9) εκτίθεται η απαγόρευση της επ’ ευκαιρία άσκησης αντασφαλιστικής δραστηριότητας και αναλύεται η ρύθμιση του νέου θεσμού
Σελ. 9
της Αντασφαλιστικής Επιχείρησης, το σύστημα προληπτικής εποπτείας και η ratio legis του θεσμού της εξατομικευμένης εποπτείας μετά την Οδηγία 2009/138 (Φερεγγυότητα ΙΙ) και ήδη τον ν. 4364/2016.
Στο Κεφάλαιο Πέμπτο (§§ 10-12) εξετάζεται το δίκαιο της αντασφαλιστικής σύμβασης, ως τούτο ισχύει μετά την Φερεγγυότητα ΙΙ. Ειδικότερα:
Στην § 10 εκτίθεται ο επώνυμος πλέον κανονιστικός τύπος της αντασφαλιστικής σύμβασης, κατ’ αντιδιαστολή μάλιστα προς την αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου και επισημαίνονται ειδικότερα τα στοιχεία αυτής ως συμβάσεως επαχθούς, αμφοτεροβαρούς, και αυτοτελούς έναντι της πρωτασφαλιστικής συμβάσεως. Συναφώς προσδιορίζεται το αντασφαλιστικό συμφέρον του πρωτασφαλιστή, το διαρκές της παροχής του αντασφαλιστή, το ζήτημα της αντασφαλιστικής αξίας και το πρόβλημα του πώς πρέπει να νοηθεί τυχόν υπαντασφάλιση, καθώς και το ζήτημα του αντασφαλίστρου. Η § 10 καταλήγει με παρατηρήσεις περί των πηγών του επί της αντασφαλιστικής συμβάσεως ισχύοντος Δικαίου.
Στην § 11 αναλύεται ειδικότερα η ισχύουσα δικαϊκή τάξη της αντασφάλισης και ειδικότερα η νομική δόμηση της συναλλακτικής πραγματικότητας, το εσωτερικό σύστημα δικαίου που την διέπει, στοιχεία της συμβατικής δικαϊκής τάξεως, αλλά και οι πρόσθετοι όροι που το ισχύον δίκαιο παρέλαβε από το «αυτοφυές» ούτως ειπείν δίκαιο των συναλλαγών. Περαιτέρω, εκτίθενται τα της τυχόν υπάρχουσας ασυμμετρίας στην πληροφόρηση και η συναφής υποχρέωση πληροφόρησης, καθώς και παρατηρήσεις επί παρεπόμενων αυτοτελών και μη αυτοτελών υποχρεώσεων από την αντασφαλιστική σύμβαση.
Στην § 12 διακρίνονται οι «ανώνυμοι» δομικοί τύποι παραδοσιακής αντασφάλισης, πρώτον σε προαιρετική αντασφάλιση και σε συμβατικώς υποχρεωτική αντασφάλιση, αναλόγως του τρόπου της δεσμεύσεως των μερών από την αντασφαλιστική σύμβαση. Δεύτερον, σε αναλογική αντασφάλιση και μη αναλογική αντασφάλιση, με περαιτέρω διακρίσεις αναλόγως του τρόπου ή της μεθόδου καλύψεως του αντασφαλιστικού κινδύνου.
Συναφώς, εξαίρεται το γεγονός, ότι, μετά την Φερεγγυότητα ΙΙ, οι επί μέρους μορφές αντασφάλισης, παραδοσιακές ή νέες, οι οποίες καταρτίζονται ελεύθερα, βάσει της ισχύουσας ελευθερίας των συμβάσεων, οφείλουν, αφ’ ετέρου, να πληρούν εκάστοτε τα essentialia του επώνυμου κανονιστικού τύπου, όπως αυτός έχει τεθεί και ρυθμίζεται από την Φερεγγυότητα ΙΙ και τον ν. 4364/2016. Σε αντίθετη περίπτωση δεν αποτελούν συμβάσεις αντασφαλίσεως, αλλά συμβάσεις άλλου είδους.
Ακολουθεί Επίμετρο.
Σελ. 11
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η αντασφάλιση ως οικονομική δραστηριότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ζήτηση και η προσφορά αντασφάλισης
§1. Η ζήτηση αντασφάλισης
Ι. Το σύγχρονο παγκόσμιο τοπίο των κινδύνων: πηγή αβεβαιότητας και ζήτησης για αντασφαλιστική κάλυψη
1. Ο ουσιώδης λόγος, για τον οποίο, πίσω από τον πρωτασφαλιστή βρίσκεται ένας αντασφαλιστής, είναι, το ότι η οικονομική δυναμικότητα, ακόμη και των ευρωστότερων πρωτασφαλιστών, προς καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων, είναι περιορισμένη. Η ζήτηση αντασφαλιστικής κάλυψης υποδηλώνει, απλούστατα, την σχετική έλλειψη και, συναφώς, την ανάγκη κεφαλαίου.
Παίρνοντας για παράδειγμα την ασφάλιση ευθύνης για ελαττωματικά προϊόντα, παρατηρούμε ότι, λόγω, π.χ., λάθους στην παραγωγή ενός προϊόντος, μπορεί να προκληθεί μια μεγάλη ζημία ή να σωρευθούν πολλές μικρές ζημίες, ώστε να απειλείται η υπόσταση του ασφαλιστή που είχε ασφαλίσει την ευθύνη του παραγωγού.
Σελ. 12
Το ίδιο θα συμβεί και σε περίπτωση ασφαλίσεως κατά του κινδύνου απωλείας εισοδημάτων, αν, λόγω π.χ. πανδημίας ή φυσικής καταστροφής ή τρομοκρατικής πράξεως, που τυχόν καλύπτονται από την ασφάλιση, επέλθει μείωση εισοδήματος της Ασφαλιστικής Επιχειρήσεως, την οποία απώλεια πρέπει, όμως, να μπορέσει να καλύψει ο πρωτασφαλιστής.
2. Για τον σκοπό αυτόν, ο πρωτασφαλιστής προσφεύγει στην αντασφάλιση, δια μέσου της οποίας εξασφαλίζει ορισμένη κάλυψη από τον αντασφαλιστή. Καλύπτεται, δηλαδή, κατ’αυτόν τον τρόπο, για την ευθύνη ή για μέρος της ευθύνης, την οποία ο ίδιος είτε ανέλαβε είτε θα αναλάβει με συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση που είχε συνάψει ή θα συνάψει και, περαιτέρω, και για ευθύνη, την οποία φέρει, ως απορρέουσα από το σύνολο της ασφαλιστικής του δραστηριότητας.
3. Προσφυγή σε αντασφάλιση γίνεται, καθ’όσον κρίνεται εκάστοτε, ότι η πιθανή ζημία από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου θα είναι μάλλον μεγάλη για να τη φέρει μόνος του ο πρωτασφαλιστής. Μικροοικονομικώς, η ανάγκη αυτή οδηγεί σε ενεργό ζήτηση αντασφαλιστικής καλύψεως. Για το μέρος της ζητήσεως που δεν μπορεί να καλύψει η προσφορά αντασφαλίσεως, θα γίνει κατ’ ανάγκην προσφυγή σε κάποιου είδους δανειοδότηση δια της χρηματοοικονομικής οδού.
4. Aυτή η ενεργός ζήτηση αντασφαλιστικής κάλυψης είναι αποτέλεσμα της επιλογής και του συνδυασμού των συντελεστών της παραγωγής ασφαλιστικής προστασίας. Από την πλευρά του πρωτασφαλιστή, η επιλογή αντασφαλιστή ή αντασφαλιστών ανήκει στις σπουδαιότερες αποφάσεις που καλείται εκάστοτε να λάβει. Ο πρωτασφαλιστής φροντίζει να διαθέτει συνήθως πρόσβαση σε δυνατότητες
Σελ. 13
αντασφαλιστικής καλύψεως, βάσει της καλλιεργείας μακροπρόθεσμων και ευρέος φάσματος επαγγελματικών σχέσεων, τις οποίες χρησιμοποιεί εκάστοτε κατά τις ανάγκες των επί μέρους ασφαλιστικών καλύψεων που αναλαμβάνει. Τούτο ισχύει ιδίως για την υποχρεωτική αντασφάλιση που μπορεί να συμφωνηθεί ως ανοικτή ή τρέχουσα. Για επί μέρους προαιρετικές αντασφαλίσεις μπορεί να συμφωνείται η επανάληψη ορισμένου είδους καλύψεως.
Συναφώς δε, ο αντασφαλιστής βοηθεί τον ασφαλιστή να προσδιορίζει και αναλύει τους προς κάλυψη κινδύνους και να τους αποτιμά και, αντιστοίχως, να προσδιορίζει, συναφώς, τις αντασφαλιστικές του ανάγκες, αφ’ ενός μέσα σε κλίμα εμπιστοσύνης και, αφ’ετέρου, με την προοπτική της οικοδομήσεως μακροχρόνιων σχέσεων επαγγελματικής συνεργασίας με τον ή τους αντασφαλιστές.
5. Από την άποψη του ιδιωτικού δικαίου, η αντασφάλιση αποτελεί συναλλαγή κατ’εξοχήν εξατομικευμένη, η οποία είναι επιδεκτική, αλλά και απαιτεί, εξιδιασμένη εκάστοτε διαμόρφωση και καινοτόμο διάθρωση. Συνήθως δε, όχι μόνον καταρτίζεται, αλλά και λειτουργεί ως διεθνής συναλλαγή.
6. Η πρωτασφαλιστική σύμβαση ή το σύνολο συμβάσεων, τις οποίες έχει καταρτίσει ο πρωτασφαλιστής, δηλαδή η ευθύνη του από αυτές, καθώς και, αναλόγως, η ευθύνη από την εν γένει ασφαλιστική δραστηριότητά του, θεμελιώνουν το αντασφαλιστικό συμφέρον, με βάση το οποίο ο πρωτασφαλιστής νομιμοποιείται
Σελ. 14
να αναζητήσει αντασφαλιστική κάλυψη ή καλύψεις και να συνάψει τις αντίστοιχες αντασφαλιστικές συμβάσεις.
7. Στη ζήτηση αντασφάλισης αντικατοπτρίζονται το παγκόσμιο φαινόμενο του πολλαπλασιασμού και της δριμύτητας των κινδύνων, καθώς και η καταστροφική έκταση των ζημιών.
Η αντασφάλιση, με τη μορφή που, μέχρι το τέλος του εικοστού αιώνα, ονομαζόταν κλασική ή παραδοσιακή, είχε εφευρεθεί κατά τον 19ο αιώνα για να βοηθήσει την κοινωνία στην αντιμετώπιση των οικονομικών αποτελεσμάτων από τους πολλαπλασιαζόμενους κινδύνους που απέρρεαν από ή συνδέονταν με τη βιομηχανική επανάσταση και, γενικότερα, με την τεχνολογική πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη. Προς αντιμετώπιση εκείνων των αναγκών επινοήθηκε, ως νέος τρόπος προσέγγισης της αντασφάλισης μάλλον παρά ως απλώς μια ανάληψη μέρους του κινδύνου, η μη αναλογική αντασφάλιση και βαθμιαίως αναπτύχθηκαν επί μέρους μορφές της.
Από αυτή την άποψη, οι αντασφαλιστές του εικοστού αιώνα δεν ήταν παρά επίγονοι των αντασφαλιστών του δέκατου ένατου αιώνα. Εκαλούντο να οργανώσουν την αντιμετώπιση των συνεπειών από την πραγματοποίηση κινδύνων που ήταν γνωστοί, προβλέψιμοι και ορισμένοι.
8. Αλλ’ ήδη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, επί της οποίας η αντασφάλιση είχε διαμορφωθεί, καθώς και τα ζητήματα, επί των οποίων η αντασφάλιση προσέφερε απαντήσεις, άρχισαν να μεταβάλλονται. Η νέα πραγματικότητα που προέκυπτε χαρακτηριζόταν από τον πολλαπλασιασμό και την καταστρεπτικότητα των κινδύνων και από μια, εξ αυτού του γεγονότος, αυξημένη αίσθηση αβεβαιότητας που απορρέει και από την αίσθηση ότι η ασφαλιστική κάλυψη αποτελεί αγαθό σε ανεπάρκεια. Ειδικότερα:
9. Μεταβολές στα δημογραφικά δεδομένα δημιουργούν πιέσεις ή ελλείμματα, όσον αφορά τη διαθέσιμη χρηματοδότηση για την απρόσκοπη συνέχιση της συνταξιοδοτήσεως
Σελ. 15
σε πολλές αναπτυγμένες εκβιομηχανισθείσες οικονομίες και ήδη οικονομίες παροχής υπηρεσιών.
Παραλλήλως, αυξάνει επίσης η έκθεση σε κινδύνους φυσικών καταστροφών, καθώς άνθρωποι και υλικά κεφάλαια συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο σε μέρη του κόσμου που είναι ευεπίφορα σε θεομηνίες, όπως, π.χ. τυφώνες και σεισμοί. Διαγράφεται δε στο βάθος του ορίζοντα ή μάλλον αρχίζει να πραγματοποιείται και η απειλή, ότι η κλιματική αλλαγή θα επιδεινώσει την συχνότητα και δριμύτητα φαινομένων που συνδέονται με το κλίμα, όπως πλημμύρες, ξηρασία και ανεξέλεγκτες πυρκαϊές.
Γι’ αυτό, η αντασφάλιση εκλαμβάνεται πλέον και ως μια χρηματοοικονομική αγορά, στην οποία αντικείμενο των συναλλαγών αποτελεί ο κίνδυνος της πραγματοποιήσεως απρόβλεπτων και αναπάντεχων φυσικών καταστροφών.
Τέτοιες θεομηνίες επαναλαμβάνονται με αυξημένη συχνότητα, σφοδρότητα και δριμύτητα και το κόστος από τις ζημιές που προκαλούν ανεβαίνει με γοργότητα. Η αντασφάλιση αξιοποιεί την τεχνολογία και τεχνογνωσία της Xρηματοοικονομικής για τη διαχείριση των κινδύνων και για την εξεύρεση πόρων, καθώς και για την ανάπτυξη μεθόδων για την κάλυψη ζημιών, διευρύνοντας τη δυναμικότητα και ικανότητα των αντασφαλιζόμενων ασφαλιστών στο να καταβάλλουν ασφαλιστικές αποζημιώσεις. Έτσι, η αντασφάλιση αναδεικνύεται σε έναν μηχανισμό που αποτελεί κρίσιμο μέρος του κοινωνικού και οικονομικού δικτύου προστασίας και ασφαλείας, για την αντιμετώπιση των ζημιών που μπορεί να λάβουν καταστροφικές διαστάσεις και, υπ’ αυτή την έννοια, αποτελεί παράγοντα της ζητήσεως αντασφαλιστικής καλύψεως.
10. Σε σχέση ειδικώς με τις καταστροφές, εμφανίσθηκε ένας νέος τρόπος αντιμετώπισης της ανάγκης ασφαλιστικής κάλυψης: Με το επιχείρημα, ότι η διαχωριστική
Σελ. 16
γραμμή μεταξύ φυσικών καταστροφών και καταστροφών που οφείλονται σε ανθρώπινη ενέργεια δεν είναι πλέον τόσο προφανής, ώστε να εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται ως ασφαλές νομικό κριτήριο καταλογισμού, έπρεπε, κατά την άποψη αυτή, να βρεθεί τρόπος ώστε όλα, σχεδόν, τα είδη καταστροφών να θεωρούνται εφεξής κατ’ αρχήν ασφαλίσιμα. Παράδειγμα αποτέλεσε η ασφάλιση πυρηνικού ατυχήματος. Kατά τη σύχρονη αντίληψη, το πυρηνικό ατύχημα αντιμετωπίζεται πλέον απλώς ως ένας καταστροφικός κίνδυνος, παρόμοιος δηλαδή ή ανάλογος προς έναν ισχυρό σεισμό ή προς την έκρηξη ενός ηφαιστείου, ακριβώς διότι, ενώ δεν θα έπαυε να είναι κάτι το σπάνιο και απρόβλεπτο, ταυτόχρονα παραμένει κάτι το αφαντάστως καταστροφικό για την ανθρώπινη ζωή και περιουσία. Στην βιομηχανική κοινωνία πιστεύεται ότι δεν νοείται δραστηριότητα χωρίς κίνδυνο. Ο κίνδυνος, δηλαδή, και όταν δεν είναι κάτι το αναγκαίο, είναι πάντως το «εικός» και είναι εύλογο να προσδοκάται ότι θα συμβεί. Και το μόνο ζήτημα είναι το πώς θα οργανωθεί η χρηματοδότηση και κατανομή του κινδύνου.
II. Η αντασφάλιση ως συντελεστής της παραγωγής και ως στοιχείο του κόστους της ασφάλισης
Με την καταβολή του ορισμένου ασφαλίστρου, ο λήπτης της ασφάλισης αντικαθιστά το αβέβαιο κόστος από την πραγματοποίηση ενός ενδεχόμενου (υποκείμενου σε αυξομειώσεις οφειλόμενες σε αβέβαιες αιτίες) κινδύνου, με το βέβαιο ποσό του ασφαλίστρου. Το προϋπολογιζόμενο κόστος της πρωτασφάλισης αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό του ασφαλίστρου, ως της αντιπαροχής έναντι της παροχής σχετικώς ασφαλιστικής καλύψεως από τον ασφαλιστή.
Σελ. 17
1. Για την κάλυψη των αναγκών από την ενδεχόμενη πραγματοποίηση κινδύνων, στους οποίους βρίσκεται εκτεθειμένος λόγω της ασφαλιστικής του δραστηριότητας, ο ασφαλιστής, χρειάζεται ορισμένους κεφαλαιουχικούς ή χρηματοοικονομικούς πόρους, τους οποίους ο ασφαλιστής πορίζεται γενικώς και τυπικώς από τα ασφάλιστρα, τα οποία εισπράττει από τους υπαγόμενους στην «κοινωνία κινδύνων», την οποία έχει σχηματίσει, και τα οποία, καταγεγραμμένα λογιστικώς ως προβλέψεις ή αποθεματικά, τα τοποθετεί καταλλήλως. Είναι, λοιπόν, σημαντικό ζήτημα ο προσδιορισμός του ασφαλίστρου.
Καθόσον, όμως, όπως γίνεται δεκτό, ο υπολογισμός και προσδιορισμός του ασφαλίστρου γίνεται συνήθως με βάση στατιστικά δεδομένα που αφορούν στο παρελθόν – ενώ το μέλλον είναι κυριολεκτικώς απρόβλεπτο από πολλές απόψεις, – δεν αποκλείεται να έχουν παρεισφρήσει ή να προκύψουν ή να ανακαλυφθούν εκ των υστέρων λάθη που έγιναν κατά τον καθορισμό του ασφαλίστρου. Το ενδεχόμενο τούτο αποτελεί αντασφαλίσιμο επιχειρηματικό και, ειδικότερα, οργανωτικό κίνδυνο του πρωτασφαλιστή.
2. Η Ασφαλιστική Επιχείρηση, αλλά και η Αντασφαλιστική Επιχείρηση παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι οποίες, κατά το ασφαλιστικό τους μέρος, υπόκεινται στην κατά τις αρχές της ασφαλιστικής τεχνικής ισοζύγιση και αντιστάθμιση των ανειλημμένων ασφαλιστικών υποχρεώσεων προς τα εκάστοτε διαθέσιμα για την εκπλήρωσή τους μέσα, δηλαδή, προς το εταιρικό κεφάλαιο και τα αποθεματικά, ενώ, κατά το χρηματοοικονομικό μέρος, καθορίζονται από τους νομικούς κανόνες και τις αναγνωρισμένες τεχνικές που διέπουν την χρηματοοικονομική δραστηριότητα. Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι η επιτέλεση του εποπτικού έργου εξαρτάται από την πλήρη γνώση και εκτίμηση των επιστημονικών και τεχνικών προϋποθέσεων, επί των οποίων στηρίζονται οι προσφερόμενες από κάθε Ασφαλιστική ή Αντασφαλιστική Επιχειρήση χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Πολλοί από τους εισαγόμενους εποπτικούς κανόνες έχουν έντονο το στοιχείο της χρηματοοικονομικής διαχείρισης, σε βαθμό που ο νομικός έλεγχος για την ορθότητα της εφαρμογής τους να καθίσταται, εν μέρει, ζήτημα ορθής εφαρμογής των διδαγμάτων της επιστήμης για την εκτίμηση και διαχείριση των κινδύνων και ορθής εκάστοτε
Σελ. 18
σταθμίσεως της γνώμης των ειδικευμένων εμπειρογνωμόνων (αναλογιστών), στα πορίσματα των οποίων άλλωστε παραπέμπει το δίκαιο.
3. Εξ άλλου, ουσιώδες μέρος της χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως της περιουσίας του πρωτασφαλιστή αποτελούν και οι λεγόμενες «παράγωγες» αντασφαλιστικές συμβάσεις. Ως «παράγωγες» θεωρούνται οι αντασφαλιστικές συμβάσεις, διά των οποίων ο ασφαλιστής επιδιώκει να προστατεύσει τα αποτελέσματα της οικονομικής του εκμεταλλεύσεως από τις συνέπειες ενδεχόμενων τυχαίων περιστατικών καταστροφικού εν γένει χαρακτήρα, χωρίς, όμως, οι συμβάσεις, περί των οποίων πρόκειται, να συνδέονται ευθέως μήτε προς ορισμένη πρωτασφαλιστική κάλυψη καθ’ εαυτήν μήτε προς σύνολο κινδύνων με προσδιορισμένη ταυτότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του τύπου αντασφαλιστικής κάλυψης αποτελούν η κάλυψη του «Κινδύνου Αγοράς», του «Πιστωτικού Κινδύνου», του «Λειτουργικού Κινδύνου», του «Κινδύνου Ρευστότητας», του «Κινδύνου Συγκέντρωσης» ορισμένης Ασφαλιστικής ή Αντασφαλιστικής Επιχείρησης, όπως οι κίνδυνοι αυτοί χαρακτηρίζονται νομοθετικώς στο άρθρο 3 §§ 31 επ. του ν. 4364/2016.
Όλες αυτές οι μορφές «παράγωγης» αντασφαλιστικής κάλυψης, αλλά και άλλες, που αφορούν π.χ. στον συναλλαγματικό κίνδυνο ή τον κίνδυνο επιτοκίου, αποβλέπουν στην προστασία του πρωτασφαλιστή από τα έμμεσα δυσμενή αποτελέσματα συμβάντων, τα οποία, ενώ επηρεάζουν τις υποχρεώσεις του από τις ασφαλιστικές καλύψεις που έχει αναλάβει, εκφεύγουν εν τούτοις του κανονικού ελέγχου του πρωτασφαλιστή.
Όσον αφορά, ιδίως, την αντασφαλιστική κάλυψη παράγωγων ασφαλιστικών κινδύνων, βαίνει αυξανόμενη η τάση των πρωτασφαλιστών να «εκχωρούν» τους κινδύνους αυτούς με προαιρετικές και μη αναλογικές και, συχνά, βραχείας διάρκειας αντασφαλιστικές συμβάσεις.
4. Ο πρωτασφαλιστής μπορεί, διαμέσου αντασφαλιστικής συμβάσεως και έναντι της καταβολής αντασφαλίστρου, να μειώσει το οικονομικό βάρος από τις νομικώς αναληφθείσες ή αναλαμβανόμενες ασφαλιστικές καλύψεις. Αυτό επιτυγχάνεται διαμέσου της οικονομικής μετατοπίσεως προς μια άλλη οικονομική οντότητα μέρους των αναληφθέντων ή αναλαμβανομένων ή μελλόντων να αναληφθούν ασφαλιστικών κινδύνων. Η εν λόγω μετατόπιση συντελείται με την υποκατάσταση του αβέβαιου, κατά την πραγματοποίηση και την έκταση, οικονομικού βάρους από
Σελ. 19
την ενδεχόμενη πραγματοποίηση ενός κινδύνου, αφ’ενός, με το βέβαιο ποσό του αντασφαλίστρου, αφ’ετέρου. Τούτο αποτελεί πράγματι εγγενές μέρος της συναλλαγής που απαρτίζει την αντασφαλιστική σύμβαση.
5. Διά της καταρτίσεως αντασφαλιστικής συμβάσεως σκοπείται ο μετριασμός του επιχειρηματικού κινδύνου, στον οποίο είναι εκτεθειμένος ο πρωτασφαλιστής, από την εκ μέρους του ανάληψη ασφαλίσεων. H αντασφάλιση, δηλαδή, δεν αποτελεί αναδοχή χρέους. Αν σκοπός της αντασφάλισης ήταν να ελευθερωνόταν, διαμέσου αυτής, ο πρωτασφαλιστής (471 ΑΚ), θα απαιτείτο και συμφωνία μεταξύ αντασφαλιστή ως τρίτου και λήπτη της ασφάλισης. Η αντασφάλιση συνιστά λοιπόν μια τεχνική μετριασμού του κινδύνου κατά την έννοια του νόμου.
6. Θεωρούμενη, δηλαδή, από την σκοπιά του πρωτασφαλιστή, η υπηρεσία που ως όλον προσφέρει ο αντασφαλιστής αναλύεται ως ακολούθως:
Πρώτον, μεν, μειώνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο του πρωτασφαλιστή, με το να υποκαθιστά τη σταθερή δαπάνη του αντασφαλίστρου στη θέση των μεταβαλλόμενων στοιχείων του κόστους από τις διακυμάνσεις των διαφόρων στοιχείων που απαρτίζουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο του πρωτασφαλιστή.
Δεύτερον, καθιστά εποπτικώς δυνατή την υποκατάσταση αντίστοιχου τμήματος των απαιτουμένων ιδίων κεφαλαίων του πρωτασφαλιστή. Δηλαδή, η από τον αντασφαλιστή παρεχόμενη υπηρεσία παίζει, κατά τούτο, ρόλο, όπως παρατηρείται, ανάλογο του ρόλου ενός γενικού αποθεματικού.
Τρίτον, μπορεί ο αντασφαλιστής, συναφώς προς την αντασφάλιση, να αναλαμβάνει και την προσφορά περαιτέρω υπηρεσιών, ωστε να περιορίζεται η ανάγκη λήψεως αντασφαλιστικής κάλυψης ιδίως επί παράγωγων κινδύνων. Αυτές οι περαιτέρω υπηρεσίες μπορούν να λάβουν ιδίως την μορφή ειδικών συμβουλών ή βοηθείας στην λήψη αποφάσεων, τις οποίες, στο πλαίσιο μιας αντασφαλιστικής σχέσης, αλλά ανεξάρτητα από αντασφαλιστική σύμβαση, θα όφειλε ο αντασφαλιστής να παρέχει προς τον λήπτη της αντασφάλισης, ιδίως σχετικά με τη διαχείριση των κινδύνων
Σελ. 20
και την συγκράτηση και τον έλεγχο των κινδύνων, καθώς και με την πρόληψη και τον περιορισμό των ζημιών.
Τέταρτον, η περίπτωση, κατά την οποία αναλαμβάνεται αντασφαλιστικώς η κάλυψη ασφαλιστικού κινδύνου με την ευρεία έννοια σε ποσοστό μεγαλύτερο από όσο επιθυμεί εκάστοτε να διακρατήσει ο αντασφαλιστής, προτιθέμενος ακριβώς να καλυφθεί σχετικώς στη συνέχεια με μεταντασφάλιση. Εφόσον συντελεσθεί, η μεταντασφάλιση αποτελεί, από την άποψη αυτή, μια επί πλέον υπηρεσία, την οποία ο αντασφαλιστής ατύπως παρέχει προς τον πρωτασφαλιστή, όσον αφορά την πραγματική κάλυψη του επιχειρηματικού κινδύνου του πρωτασφαλιστή, αφού τον απαλλάσσει από την φροντίδα να προσεγγίσει ο ίδιος άλλους αντασφαλιστές που θα ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν την κάλυψη του μέρους αυτού του αντασφαλιστικού κινδύνου. Το «ατύπως» έχει εδώ την έννοια ότι, νομικώς μεν η επί πλέον αυτή υπηρεσία δεν αποτελεί κατ’ανάγκην μέρος της συμβατικής υποχρεώσεως ή της παροχής του αντασφαλιστή. Οικονομικώς, όμως, θεωρείται αυτονόητο, ότι αυτή λαμβάνεται υπ’όψη ως στοιχείο της διαμορφώσεως του κόστους και της αξίας των εκατέρωθεν παροχών.
7. Στα χέρια της ασφαλιστικής επιχείρησης, η αντασφάλιση είναι, λοιπόν, εξ ορισμού, ένα εργαλείο διαχείρισης κινδύνου εκ μέρους των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και, κατ’ επέκταση, ένα εργαλείο, το οποίο οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν κατά τη διαχείριση και προς τον σκοπό της χρηματοοικονομικής διαχείρισης της εταιρικής τους περιουσίας.