ΑΡΧΕΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Από τη θεωρία του Savigny στην υλοποίηση των πολιτικών της Ένωσης
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 296
- ISBN: 978-618-08-0202-3
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ V
Συντομογραφιες VII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
Ι. Από το εθνικό κράτος δικαίου στην ευρωπαϊκή ένωση δικαίου 1
ΙΙ. Η ανάδειξη του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. 4
1. Η δικαιική ετερότητα ως ανασταλτικός παράγοντας του στόχου της εσωτερικής αγοράς 4
2. Ανάγκη σύγκλησης ή ενοποίησης των εθνικών δικαίων 6
α. Οι Οδηγίες ως κύριο εργαλείο εναρμόνισης των ιδιωτικών δικαίων 6
β. Η κοινοτική ενοποίηση του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου 9
γ. Η παράμετρος ενός ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα και η Πρόταση Κανονισμού για
τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων 10
3. Ο σημαίνων ρόλος του ιδ.δ.δ. στο μερικής ενοποίησης δικαιικό περιβάλλον
της Ένωσης 12
4. Από τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 στην προοπτική της κωδικοποίησης
του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. 13
5. Ιδιοσυστασία του σύγχρονου ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. 18
ΙΙΙ. Αντικείμενο της μελέτης 21
IV. Διάγραμμα ύλης 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΔ.Δ.Δ. 23
Α. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΩΝ 23
Ι. Πρώιμη μεσαιωνική περίοδος 23
ΙΙ. Η περίοδος της θεωρίας των θεσμίων (1300 – 1800) 24
1. Η ιταλική σχολή 24
2. Η εξέλιξη των θεσμίων στη Γαλλία του 16ου αιώνα 29
3. Η ολλανδική σχολή του 17ου αιώνα 32
ΙΙΙ. Κριτική αποτίμηση του θεσμισμού 35
Β. ΑΡΧΕΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΔ.Δ.Δ. 36
Ι. Κλασσική περίοδος του κανόνα σύγκρουσης και η υποχώρηση
του θεσμισμού 36
ΙΙ. Η επαναστατική προσέγγιση του Savigny (1779-1861) 37
ΙΙΙ. Το πραγματολογικό περιβάλλον της γενικής περί του (ιδιωτικού) δικαίου θεωρίας
του Savigny 38
1. Η θεωρία του «λαϊκού πνεύματος» 38
2. Η αντίληψη περί της «κοινωνίας δικαίου» («völkerrechtliche Gemeinschaft») 39
3. Αποδοχή της δικαιικής θεωρίας του Savigny από το ρεύμα
του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα 39
IV. Από τη γενική περί δικαίου θεώρηση του Savigny στη διαμόρφωση
των αρχών σύνδεσης του κλασσικού ιδ.δ.δ. 40
1. Η “méthode savignienne” και οι αρχές σύνδεσης στο κλασσικό ιδ.δ.δ. 41
α. Ισότιμη αντιμετώπιση των εννόμων τάξεων 41
β. Η μετάβαση από τον κανόνα δικαίου στην έννομη σχέση 43
γ. Ουδετερότητα και πολυμέρεια των κανόνων σύγκρουσης 44
δ. Η αρχή της διεθνούς αρμονίας των λύσεων 45
2. Ενσωμάτωση της “méthode savignienne” στη δογματική του σύγχρονου ιδ.δ.δ. 46
α. Η αρχή της αυτονομίας της βούλησης 47
β. Αντικειμενική σύνδεση στο παράδειγμα του άρθρ. 4 ΣυμβΡ 47
αα. Αρχή της στενότερης σύνδεσης 48
ββ. Κατηγοριοποίηση εννόμων σχέσεων και συνδέσμων 49
γγ. Διορθωτική παρέμβαση της ρήτρας διαφυγής 50
Ανακεφαλαιωτικές παρατηρήσεις 50
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΙΔ.Δ.Δ. 53
Α. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΙΔ.Δ.Δ. 53
Ι. Η οικονομική αποτελεσματικότητα ως κατευθυντήρια αρχή του ενωσιακού δικαίου 53
ΙΙ. Η ρήτρα της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς του πρώην άρθρ. 65 ΣΕΚ 56
Β. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 57
Ι. Έννοια 57
1. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto 59
2. Αποτελεσματικότητα κατά Kaldor-Hicks 60
3. Σύντομη κριτική αποτίμηση της αποτελεσματικότητας ως ερμηνευτικής μεθόδου 61
Γ. Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΑΡΧΗ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΙΔ.Δ.Δ. 63
I. Αποτελεσματικότητα και παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο 63
ΙΙ. Επιμέρους συνδέσεις ως έκφραση του θεωρήματος
της αποτελεσματικότητας 64
1. Αποτελεσματικότητα και επιλογή δικαίου 65
2. Οι περιορισμοί της αυτονομίας της βούλησης ως έκφραση της αποτυχίας
της αγοράς 67
α. Εξωτερικότητες και αρνητική επίδραση σε τρίτους 67
β. Ασύμμετρη πληροφόρηση 72
3. Η σύνδεση του τεκμηρίου της χαρακτηριστικής παροχής (άρθρ. 4 (2) ΚανΡ Ι) 74
4. Ο γενικός κανόνας σύγκρουσης για τις αδικοπραξίες 76
5. Η ειδική σύνδεση των εξωσυμβατικών ενοχών από περιβαλλοντική ζημία
του άρθρ. 7 ΚανΡ ΙΙ 79
6. Ενότητα forum και ius 80
Ανακεφαλαιωτικές παρατηρήσεις 83
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΧΩΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 85
Α. Η ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΝΕΑ ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΗ ΑΡΧΗ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔ.Δ.Δ. 85
Ι. Το ενωσιακό καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας στην εσωτερική αγορά
και στον ΧΕΑΔ 85
II. Οι βασικές ενωσιακές ελευθερίες ως κατευθυντήριες αρχές του ιδ.δ.δ. 89
1. Η συνάρθρωση ευρωπαϊκού δικαίου και εθνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου 90
α. Η νομολογία του ΔΕΕ 90
β. Δογματικές προσεγγίσεις 97
αα. Ενωσιακές ελευθερίες και λανθάνοντες κανόνες σύγκρουσης 97
ββ. Έλλειψη ιδιωτικοδιεθνολογικού περιεχομένου στις απαγορεύσεις των περιορισμών 100
γγ. Η επιδραστική σχέση θεμελιωδών ελευθεριών και ιδ.δ.δ. 100
2. Οι θεμελιώδεις ελευθερίες ως κεντρικός παράγοντας ορισμού του εφαρμοστέου
δικαίου – ενίσχυση της ελεύθερης κυκλοφορίας 101
ΙΙΙ. Ενδοενωσιακή κινητικότητα και επιλογή συνδέσμων 104
1. Αυτονομία της βούλησης και ενωσιακό ιδ.δ.δ. 104
2. Έκταση εφαρμογής της αρχής στο πεδίο του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. 105
α. Συμβατικές ενοχές 105
β. Εξωσυμβατικές ενοχές 107
γ. Σχέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου 107
3. Η lex voluntatis ως διαμορφωτικός παράγοντας της ελεύθερης κυκλοφορίας
στην Ένωση 110
4. Ενισχυτικοί της κινητικότητας αντικειμενικοί σύνδεσμοι 114
α. Η αντικειμενική σύνδεση του άρθρου 4 ΚανΡ Ι 114
β. Η συνήθης διαμονή ως έμμεση επιλογή δικαίου 116
γ. Η σύνδεση του τόπου της καταχώρησης 116
δ. Ο μηχανισμός της παρεπόμενης σύνδεσης στο διεθνές δίκαιο των αδικοπρακτικών
ενοχών (άρθρ. 4 παρ. 3 εδ. (β) ΚανΡ ΙΙ) 119
B. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΝΗΘΗ ΔΙΑΜΟΝΗ 120
Ι. Η ιστορική ανάδειξη της lex patriae 120
ΙΙ. Επιμέρους πεδία εφαρμογής της αρχής της ιθαγένειας στο ευρωπαϊκό ιδ.δ.δ. 122
ΙΙΙ. Επικράτηση του συνδέσμου της συνήθους διαμονής στο ευρωπαϊκό ιδ.δ.δ. 126
1. Έννοια και λειτουργία της συνήθους διαμονής 127
2. Η νομολογία του ΔΕΕ 128
3. Η επιρροή των διεθνών συμβάσεων της Συνδιάσκεψης της Χάγης 130
4. Το status quo στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς 130
5. Δικαιοπολιτική θεμελίωση από τη σκοπιά του ευρωπαϊκού δικαίου 131
Γ. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 134
Ι. Η ανάδειξη της αρχής στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη 134
1. Δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου 136
ΙI. Η σύγχρονη διάσταση μιας παλαιάς προβληματικής 138
ΙΙΙ. Εννοιολογικό περιεχόμενο της αρχής 140
1. Το εξ επόψεως δημοσίου οικονομικού δικαίου περιεχόμενο της αμοιβαίας
αναγνώρισης 141
IV. Αντικείμενο της μεθόδου 143
V. Έννομες συνέπειες της αναγνώρισης 145
VI. Διεθνής δημόσια τάξη και αναγνώριση νομικών καταστάσεων 147
VII. Ευρωπαϊκό status quo και προοπτικές της αρχής 149
Ανακεφαλαιωτικές παρατηρήσεις 152
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ
ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ 155
Α. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΩΣ ΓΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ EΝΩΣΗΣ 155
Ι. Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας 155
Β. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔ.Δ.Δ. 158
Ι. Ενωσιακή νομιμότητα του συνδέσμου της ιθαγένειας 158
II. Η ειδική περίπτωση των πολυϊθαγενών ατόμων 163
1. Το φαινόμενο της πολυϊθαγένειας στο θετικό ευρωπαϊκό ιδ.δ.δ. 166
III. Εναλλακτικές συνδέσεις έναντι της ιθαγένειας 168
1. Αυτονομία της βούλησης και γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης του άρθρ. 18 ΣΛΕΕ 168
2. Νομιμοποίηση του συνδέσμου της συνήθους διαμονής έναντι της αρχής
της απαγόρευσης των διακρίσεων 170
IV. Οι τεχνικές σύνδεσης ως παράγοντας διακριτικής μεταχείρισης 172
Γ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΦΥΛΟΥ 174
I. Ισονομία των συζύγων λόγω φύλου στο διεθνές δίκαιο του διαζυγίου 175
1. Αναγνώριση των δια αποπομπής διαζυγίων και επιφύλαξη της δημόσιας τάξης 178
ΙΙ. Εφαρμοσιμότητα του άρθρ. 10 περ. 2 ΚανΡ ΙΙΙ 180
ΙΙΙ. Ευρωπαϊκές δράσεις για την καταπολέμηση διακρίσεων λόγω φύλου και
ο ρόλος του ιδ.δ.δ. 183
Ανακεφαλαιωτικές παρατηρήσεις 185
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΑΔΥΝΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΣΤΟ ΙΔ.Δ.Δ. 187
Α. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ
ΤΟΥ ΙΔ.Δ.Δ. 187
Ι. Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής 187
ΙΙ. Η προστασία του αδύνατου μέρους στο ιδ.δ.δ. 190
1. Μέθοδοι και τεχνικές προστασίας 191
α. Ουσιαστική προστασία 191
β. Τυπική προστασία 192
2. Διαμόρφωση των ορίων της αυτονομίας της βούλησης 193
α. Αποκλεισμός της lex voluntatis 194
β. Περιορισμένη επιλογή 194
γ. Περιορισμοί στην επενέργεια της επιλογής 195
δ. Προνομιακή προσέγγιση άνευ επιλογής 195
Β. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΙΔ.Δ.Δ. 196
Ι. Δικονομική προστασία 196
ΙΙ. Προστασία σε επίπεδο ευρωπαϊκών κανόνων σύγκρουσης 198
1. Η αρχή της εφαρμογής του ευνοϊκότερου δικαίου 199
2. Η αντικειμενική σύνδεση του τόπου της συνήθους διαμονής 201
3. Υποχρεωτική εφαρμογή του εναρμονισμένου ευρωπαϊκού ουσιαστικού δικαίου
προστασίας του καταναλωτή (άρθρ. 3 παρ. 4 ΚανΡ Ι) 203
4. Προστασία των εννόμων αγαθών του καταναλωτή στον ΚανΡ ΙΙ 206
Γ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ 207
I. Προστασία στο πεδίο του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου 207
ΙΙ. Η μέριμνα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. 211
1. Η αρχή της εύνοιας 211
2. Το ελλείψει επιλογής εφαρμοστέο δίκαιο 212
3. Η Οδηγία 96/71/ΕΚ 213
Δ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΔΥΝΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ 215
Ι. Προστασία του ασφαλισμένου 215
ΙΙ. Συμβάσεις μεταφοράς επιβατών 218
ΙΙΙ. Περιορισμός των επιλέξιμων δικαίων στο πεδίο των οικογενειακών εννόμων
σχέσεων 219
Ε. ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ 220
Ι. Συμβάσεις δικαιόχρησης και διανομής 220
ΙΙ. Οι προστατευτικές για τον ζημιωθέντα συνδέσεις στο πεδίο των εξωσυμβατικών
ενοχών 222
Ανακεφαλαιωτικές παρατηρήσεις 224
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΙΔ.Δ.Δ. ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΑΣ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΤΑΣΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ 227
Α. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΙΔ.Δ.Δ. 227
Ι. Επιμέρους εκφάνσεις της αρχής της εγγύτητας στο σύστημα
των ευρωπαϊκών κανόνων σύγκρουσης 227
1. Γενικός κανόνας 228
2. Επιβοηθητικές συνδέσεις στη βάση της αρχής της εγγύτητας 229
3. Το κριτήριο της εγγύτητας ως κατευθυντήρια αρχή των επιμέρους συνδέσεων 229
4. Οι ρήτρες διαφυγής 231
Β. Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΙΔ.Δ.Δ. ΚΑΙ
ΤΟΥ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΑΣ 234
Ι. Λειτουργία εντός του πλαισίου της αρχής της εγγύτητας 234
ΙΙ. Απομάκρυνση από την αρχή της εγγύτητας 237
Γ. ΤΑΣΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΙΔ.Δ.Δ. 238
Ι. Η γενικότερη τάση ουσιαστικοποίησης του ιδ.δ.δ. 238
ΙΙ. Αρχές σύνδεσης και ουσιαστικοποίηση του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. 240
ΙΙΙ. Διασφάλιση του διεθνούς πεδίου εφαρμογής του εναρμονισμένου ουσιαστικού ευρωπαϊκού δικαίου 241
Ανακεφαλαιωτικές παρατηρήσεις 242
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 245
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 249
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 275
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. Από το εθνικό κράτος δικαίου στην ευρωπαϊκή ένωση δικαίου
1 Το έτος 1962 ο Fritz Schwind, μια ηγετική μορφή της αυστριακής επιστήμης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, στη μελέτη του υπό τον τίτλο: «Πνευματικαί και Ιστορικαί βάσεις του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου» αφού καταδεικνύει τα δογματικά θεμέλια του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου και διέρχεται κατά τρόπο ιδιαιτέρως γλαφυρό από όλα τα στάδια της ιστορικής εξέλιξής του, ολοκληρώνει τις σκέψεις του με τα ακόλουθα μάλλον προφητικά για την εποχή του λόγια: «Εσκιαγράφησα ταύτας [εξελίξεις] δι’ ευρέος πεδίου γενικών πνευματικών και ιστορικών σχέσεων της επιστήμης μου. Όταν φέρετε προ οφθαλμών τας παρούσας τάσεις προς ένωσιν της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου, τότε θα αντιληφθήτε οποία εργασία κείται εισέτι προ ημών. Αι εξελίξεις επέρχονται επί του προκειμένου, ως πιστεύω να ηδυνήθην να σας καταδείξω, λίαν αργώς, αλλ’ επέρχονται ασυγκράτητοι, ως ακριβώς η ροή της Ιστορίας».
2 Χρονικά οι ανωτέρω σκέψεις του Schwind τοποθετούνται σε μια εποχή κατά την οποία η νεοϊδρυθείσα τότε δια της Συνθήκης της Ρώμης του 1957 Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) κάνει τα πρώτα δειλά βήματά της στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς, ενώ από πλευράς ιδιωτικού διεθνούς δικαίου επικρατεί απόλυτα ο κανόνας σύγκρουσης, όπως τεχνικά διαρθρώθηκε από τη θεωρία του Savigny περί της έδρας της έννομης σχέσης. Σε αυτήν την πρώιμη περίοδο λειτουργίας της ΕΟΚ η επιρροή του (τότε καλούμενου) κοινοτικού δικαίου επί του ιδ.δ.δ. δεν υπήρξε ουσιαστική· ως εκ τούτου, οι υφιστάμενες κωδικοποιήσεις των κανόνων σύγκρουσης εξακολουθούσαν να διατηρούν τον εθνοκεντρικό τους χαρακτήρα ενώ η ενοποίηση των συγκεκριμένων κανόνων σε διεθνές επίπεδο διέρχονταν υποχρεωτικά μέσα από τη σύναψη διεθνών συνθηκών (είτε διμερών είτε πολυμερών), με κύριο πρωταγωνιστή σε αυτή την προσπάθεια τη Συνδιάσκεψη της Χάγης. Στον κοινοτικό χώρο η προοπτική μιας τέτοιας ενοποίησης εδράζονταν ομοίως στη σύναψη διεθνών συνθηκών μεταξύ των κρατών μελών στη νομική βάση που παρείχε το τότε ισχύον άρθρ. 220 ΣυνθΕΟΚ, τουλάχιστον ως προς το δικονομικό διεθνές δίκαιο και ειδικότερα το αφορών την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων.
Σελ. 2
3 Έκτοτε οι εξελίξεις στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αν και αργόσυρτες λόγω της συνθετότητας του εγχειρήματος, υπήρξαν πράγματι καταιγιστικές και με έντονο ιστορικό αποτύπωμα. Από τις πρώτες τροποποιήσεις του θεσμικού συστήματος που εισήγαγαν οι τρείς ιδρυτικές συνθήκες των Κοινοτήτων και εν μέσω κρίσεων, έντονων κατά καιρούς αμφισβητήσεων και αντιπαραθέσεων, η εξελικτική διαδικασία οδηγήθηκε μέσω της Συνθήκης της Λισσαβώνας στη νέα και ενιαία αρχιτεκτονική της Ένωσης. Συνοπτικά, η ενοποιητική διαδικασία προχώρησε σε μια κατά πλάτος διεύρυνση με αντίστοιχη ωστόσο εμβάθυνση, αναγκαία για την ενίσχυση των δομών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, για να καταλήξει, τουλάχιστον στον παρόντα ιστορικό χρόνο, στη διαμόρφωση ενός κατά γενική παραδοχή θεσμικού ιδιώματος παγκόσμιας ιστορικής πρωτοπορίας. Το προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της πολιτειακής φύσης του τελευταίου συνίσταται στο γεγονός ότι συγκροτεί ταυτόχρονα μια ένωση κρατών, διεπόμενη από τις αρχές του διεθνούς δικαίου αλλά και μια ένωση λαών, βασιζόμενη σε συνταγματικές δομές, με την προοπτική της δημιουργίας ενός είδους ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους ή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Α. Μεταξάς, «μιας ευρωπαϊκής Συμπολιτείας με στοιχεία μιας δημοκρατικής συζευκτικής πολιτικής ένωσης».
4 Εξίσου καταιγιστικές και συνάμα διαμορφωτικές της σύγχρονης νομικής πραγματικότητας υπήρξαν οι εξελίξεις στα δίκαια των κρατών μελών αλλά και της ίδιας της Ένωσης. Ήδη στα πρώτα στάδια προόδου του ευρωπαϊκού φαινομένου διαμορφώθηκε, παράλληλα με τις εθνικές, μια νέα αυτόνομη, υπερεθνική ή άλλως «ενδιάμεση» έννομη τάξη, κείμενη μεταξύ του διεθνούς και του εθνικού δικαίου, η οποία διαθέτει επιπλέον τη νομιμοποίηση
Σελ. 3
της παραγωγής δικαιικών κανόνων δεσμευτικών τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους πολίτες. Ως προς τη θεσμική φύση της Ένωσης το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει χαρακτηριστικά επισημάνει ότι συνιστά μια «Κοινότητα Δικαίου» («Rechtsgemeinschaft») διαθέτουσα συνταγματική ποιότητα, υπό την έννοια ότι λειτουργεί στο πλαίσιο ενός «βασικού καταστατικού χάρτη», ήτοι της ιδρυτικής της Συνθήκης. Επιπλέον, όπως έχει ιστορικά καταδειχθεί, η σχέση της με τα εθνικά δίκαια δεν υπάγεται στην παραδοσιακή προβληματική των σχέσεων αφενός μεταξύ διαφορετικών εθνικών τάξεων και αφετέρου μεταξύ διεθνούς και εσωτερικού δικαίου. Αντιθέτως, η λειτουργική ιδιομορφία της ενωσιακής έννομης τάξης, πλέον της ταχείας μεταβλητότητάς της ακόμη και ως προς τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, αποτυπώνεται στο γεγονός ότι διεισδύει στο κανονιστικό πλέγμα των εθνικών εννόμων τάξεων των κρατών μελών δημιουργώντας από κοινού με αυτές ένα ενιαίο όλον και με την αξίωση έναντι αυτών της υπεροχής ή άλλως της προτεραιότητας εφαρμογής.
5 Η συγκεκριμένη ιδιομορφία οδήγησε όπως ήταν επόμενο και στην ανάπλαση της σκέψης των ευρωπαίων νομικών, οι οποίοι δεν αρκεί πλέον να κινούνται αποκλειστικά και μόνον στον κοινοτικό ή εθνικό χώρο αλλά και στους δύο έχοντας συνείδηση του τρόπου, των μέσων και της έκτασης της αλληλοδιείσδυσης και αμοιβαίας επίδρασης της εθνικής και κοινοτικής έννομης τάξης.
Σελ. 4
6 Η εξελιχθείσα διαδραστική σχέση επηρέασε εμφανώς και ποικιλότροπα τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών μη εξαιρουμένου του ιδ.δ.δ. εντός του οποίου η επιρροή διείσδυσε ακόμη και στον ίδιο τον πυρήνα του ερωτήματος περί του ορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σε μια σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπου η συζήτηση για το τί ακριβώς συνιστά στοιχείο αλλοδαπότητας έχει πλέον μεταβληθεί ως προς το περιεχόμενό της εξαιτίας της ύπαρξης του υπερεθνικού δικαίου της Ένωσης. Έτσι, η υφιστάμενη στο κλασσικό ιδ.δ.δ. διάκριση μεταξύ ημεδαπής-αλλοδαπής έννομης σχέσης αλλοιώθηκε με την παρεμβολή της κοινοτικής διάστασης στο πλαίσιο της οποίας διαμορφώθηκε επιπλέον η διάκριση μεταξύ ενδοκοινοτικών και εξωκοινοτικών εννόμων σχέσεων, περιπλέκοντας έτι περαιτέρω το περιεχόμενο του στοιχείου της αλλοδαπότητας, το οποίο συνθέτει μια από τις δύο συνιστώσες του ορισμού του ιδ.δ.δ. από κοινού με το νομικό χαρακτηρισμό μιας έννομης σχέσης ως ιδιωτικού δικαίου. Αντίστοιχα, από πλευράς νομικής επιστήμης το ζήτημα της επίδρασης του κοινοτικού επί του ιδ.δ.δ. κατέστη αντικείμενο έντονου προβληματισμού ήδη από τις απαρχές της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οπότε άρχισαν να διατυπώνονται και οι πρώτες σκέψεις για την ενοποίηση του δικαίου των συμβατικών ενοχών.
ΙΙ. Η ανάδειξη του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ.
1. Η δικαιική ετερότητα ως ανασταλτικός παράγοντας του στόχου της εσωτερικής αγοράς
7 Όπως αναδεικνύεται ιστορικά από τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957, η θεμελιωτική πράξη γέννησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα έχουσα ως πρωταρχικό της στόχο τη δημιουργία μιας «κοινής αγοράς» μεταξύ των κρατών μελών, η
Σελ. 5
οποία συνδέονταν με τους ευρύτερους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (άρθρ. 2 ΣυνθΕΟΚ). Η διασύνδεση μάλιστα του στόχου της κοινής αγοράς με την ενοποιητική προσπάθεια υπήρξε τόσο στενή ώστε ο όρος «κοινή αγορά» είχε σχεδόν καθιερωθεί ως συνώνυμο αυτού που σήμερα αποκαλείται Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, παρά τις επιπλέον πολιτικές που προστέθηκαν στην εξελικτική πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η εσωτερική αγορά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες και την πολιτική ανταγωνισμού παραμένει ο κύριος βραχίονας της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της Ένωσης (άρθρ. 3 παρ. 3 ΣΕΕ και 26 ΣΛΕΕ). Συμμετέχει ουσιαστικά στην καθημερινότητα των πολιτών συνιστώντας τον βασικότερο παράγοντα μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας και ανάπτυξης των επιχειρήσεων.
8 Η υλοποίηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου θα διασφαλίζονταν η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων (άρθρ. 26 παρ. 2 ΣΛΕΕ) με ανόθευτους όρους ελεύθερου ανταγωνισμού έθεσε εξαρχής ως αναγκαίο προηγούμενο τη διαμόρφωση ενός εναρμονισμένου οικονομικοδικαιικού περιβάλλοντος, απαλλαγμένου από τις πάσης φύσεως δυσλειτουργίες που προκαλούσαν τα εθνικά προστατευτικά μέτρα των εγχώριων και έντονα μεταξύ τους διαφοροποιημένων αγορών. Ως εκ τούτου πρωταρχική στόχευση του ευρωπαίου νομοθέτη υπήρξε αφενός η άρση των ανωτέρω εμποδίων που κατ’ άμεσο ή έμμεσο τρόπο παρακώλυαν τις διασυνοριακές συναλλαγές (αρνητική ενοποίηση «negative integration») και αφετέρου η προσέγγιση των εθνικών δικαίων η οποία θα ενθάρρυνε την ενεργό συμμετοχή των καταναλωτών και επιχειρηματιών στην κοινή αγορά, σε ένα περιβάλλον δικαιικής ασφάλειας και ελαχιστοποίησης του συναλλακτικού κινδύνου (θετική ενοποίηση «positive integration»).
9 Η αντιμετώπιση της δικαιικής ετερότητας, βασική τροχοπέδη του οικονομικού καταρχήν και πολιτικού κατ’ επέκταση ενοποιητικού εγχειρήματος, διέρχονταν μέσα από δύο συγκεκριμένες πολιτικές δικαιοθέτησης και ειδικότερα την οριζόντια ενοποίηση ή εναρμόνιση του ουσιαστικού δικαίου των κρατών μελών ή, εναλλακτικά, την ενοποίηση του
Σελ. 6
ιδ.δ.δ. σε συνδυασμό με την εναρμόνιση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Με την πρώτη μέθοδο περιορίζεται σημαντικά, έως και καθίσταται σε ορισμένες περιπτώσεις άνευ αντικειμένου, το ερώτημα περί του εφαρμοστέου δικαίου ενώ στην περίπτωση της ενοποίησης του ιδ.δ.δ. οι δικαιικές αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών εννόμων τάξεων εξακολουθούν αφενός να υφίστανται, υπάγονται όμως σε ένα ομοιογενές κανονιστικό πλαίσιο. Εν προκειμένω, το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου διατηρεί την πρωταρχική του σημασία ωστόσο αντιμετωπίζεται ομοιόμορφα στον ευρωπαϊκό χώρο με συνέπεια ορισμένη έννομη σχέση να υπάγεται, ανεξάρτητα από το επιληφθέν forum, στο ίδιο δίκαιο ο προσδιορισμός του οποίου δεν υποκρύπτει κατά κανόνα ιδιαίτερες δυσκολίες.
2. Ανάγκη σύγκλησης ή ενοποίησης των εθνικών δικαίων
α. Οι Οδηγίες ως κύριο εργαλείο εναρμόνισης των ιδιωτικών δικαίων
10 Για την υλοποίηση του στόχου της σύγκλισης των εθνικών δικαίων ο ευρωπαίος νομοθέτης προσέφυγε, κατά κύριο λόγο, στη χρήση των Οδηγιών (άρθρ. 288 ΣΛΕΕ). Η αιτιολόγηση της επιλογής του συγκεκριμένου νομοθετικού μέσου συνδέεται άμεσα με το δόγμα της εμπνευσθείσας στην υπόθεση Cassis de Dijon «νέας στρατηγικής», η οποία αποτυπώθηκε στη συνέχεια στη Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, πρωτίστως όμως με τη θεμελίωσή της στις κοινοτικές αρχές της αναλογικότητας και επι-
Σελ. 7
κουρικότητας. Σηματοδοτήθηκε έτσι μια μεταστροφή της εικοσιπενταετούς περίπου πολιτικής του ευρωπαίου νομοθέτη ως προς την υλοποίηση της κοινής αγοράς και ειδικότερα, από τη διαμόρφωση λεπτομερών ρυθμίσεων για τη δημιουργία κοινών κανόνων επί κοινοτικής βάσης στην υιοθέτηση της μεθόδου της ελάχιστης εναρμόνισης με Οδηγίες-πλαίσια σε συνδυασμό με την ενίσχυση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Επομένως, η εναρμόνιση θα περιορίζονταν στο εξής στα ουσιώδη μόνο στοιχεία με σκοπό την εξάλειψη των φραγμών του εμπορίου και τη δημιουργία μιας αυθεντικής εμπορικής κοινής αγοράς ενώ τα υπόλοιπα θα υπόκειτο στις εθνικές ρυθμίσεις των κρατών μελών στη βάση ωστόσο της θεμελιώδους αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και της πρωταρχίας του δικαίου του Κράτους προέλευσης.
11 Επί της ουσίας η Οδηγία συνιστά ένα ιδιαίτερο είδος ενωσιακής νομικής πράξης το οποίο δεν αντιστοιχεί σε κανένα κανονιστικό εργαλείο της εθνικής έννομης τάξης. Οι θεμελιώδεις αρχές της επικουρικότητας και αναλογικότητας ευνοούν τη χρήση της διότι δεσμεύει τα κράτη μέλη σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (νομικού, οικονομικού κοινωνικού ή άλλου χαρακτήρα) χωρίς ωστόσο να θίγεται η κυριαρχία του εθνικού νομοθέτη ως προς την επιλογή του τύπου και των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν (άρθρ. 288 παρ. 3 ΣΛΕΕ), διευκολύνοντας έτσι την ενσωμάτωση και προσαρμογή των ενωσιακών ρυθμίσεων στην εκάστοτε εθνική νομοθεσία. Ως εκ της φύσεώς της επομένως η Οδηγία συνιστά το κατάλληλο μέσο άμβλυνσης της διαχρονικά υποβόσκουσας στον ευρωπαϊκό χώρο έντασης που προκαλείται από τη συγκρουσιακή αλληλεπίδραση δύο στόχων και ειδικότερα της ανάγκης για σύγκλιση των εθνικών εννόμων τάξεων προς εξυπηρέτηση πρωτίστως της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και, από την άλλη, της ανάγκης για διατήρηση της διαφορετικότητάς τους στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής συνύπαρξης.
12 Η χρήση των Οδηγιών υπό το πνεύμα της «νέας στρατηγικής» οδήγησε σε μια αποσπασματική σύγκλιση των ουσιαστικών δικαίων των κρατών μελών στα ειδικά κάθε φορά αντικείμενα ρύθμισης, ενώ, τα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας του εκάστοτε εθνικού
Σελ. 8
νομοθέτη για τη μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο, τα οποία οφείλονταν κυρίως στη χρήση αφηρημένων όρων ή ακόμη και στη συνύπαρξη δύο διαφορετικών νομοθετικών προσεγγίσεων στην ίδια οδηγία, συνετέλεσαν, παρά την ένταση της εναρμονιστικής προσπάθειας, στη διατήρηση σοβαρών δικαιικών αποκλίσεων μεταξύ των κρατών μελών. Οι τελευταίες αποδίδονταν επιπλέον στον ίδιο τον χαρακτήρα των Οδηγιών «ελάχιστης εναρμόνισης», οι οποίες, λόγω της προβλεπόμενης υποχρέωσης διαμόρφωσης ενός κοινού και μόνον ως προς τον πυρήνα της ρύθμισης κανονιστικού πλαισίου, καθιστούν αναμφίβολη τη δυνατότητα της εθνικής έννομης τάξης για τη διατήρηση ή θέσπιση αυστηρότερων κανόνων όπως και την ύπαρξη ρυθμιστικών κενών (σκόπιμων ή μη) στα κείμενά τους, η πλήρωση των οποίων καταλείπεται στην αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη.
13 Γενικότερα οι Οδηγίες ως νομικές πράξεις δύσκολα συμβαδίζουν με το πνεύμα των εθνικών κωδικοποιήσεων και της συστηματοποίησης των νομικών ζητημάτων. Υπηρετούν συγκεκριμένους δικαιοπολιτικούς σκοπούς, όπως για παράδειγμα η διαμόρφωση του δικαιώματος υπαναχώρησης στις εξ αποστάσεως συμβάσεις, οι οποίοι κατατείνουν κυρίως στην εξυπηρέτηση του γενικότερου πολιτικού στόχου της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Ως εκ τούτου διαθέτουν μια δική τους λογική, η οποία σε πολλές περιπτώσεις διαρρηγνύει τη συστηματική των εθνικών κωδικοποιήσεων ιδιωτικού δικαίου προκαλώντας συχνά σοβαρές ανακολουθίες και ζητήματα εσωτερικής συνοχής.
14 Ανεξάρτητα πάντως από τις επιπτώσεις των Οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, εστιάζουμε στο αποτέλεσμα της χρήσης τους το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, καταλήγει σε μια κατατετμημένη και ως εκ τούτου ασυνεχή προσέγγιση (ανά τομέα ή ακόμη και κατά ορισμένο ζήτημα) των ουσιαστικών δικαίων των κρατών μελών αντί μιας γενικότερης ενοποίησής
Σελ. 9
τους, εμφανιζόμενες έτσι οι Οδηγίες σε μια σχηματική παράσταση, ως μεμονωμένες νησίδες μέσα στο αρχιπέλαγος των εθνικών ιδιωτικών δικαίων. Mόνη επομένως η προώθηση της εναρμονιστικής διαδικασίας των ουσιαστικών δικαίων αποδείχθηκε ανεπαρκής για την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τη διαφύλαξη των σχετιζόμενων με αυτήν ελευθεριών, καθιστώντας αναγκαία τη συμπληρωματική χρήση της ιδιωτικοδιεθνολογικής μεθόδου.
β. Η κοινοτική ενοποίηση του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου
15 Οι υφιστάμενες διαφοροποιήσεις των εθνικών δικαίων σε συνδυασμό με την έλλειψη μιας ουσιαστικής ρυθμιστικής πληρότητας των υιοθετούμενων δικαιικών κανόνων στα εναρμονισμένα πεδία, πέραν του θεωρητικού ενδιαφέροντος, συνέχισαν και συνεχίζουν εν πολλοίς να συνιστούν μια εξακολουθητική πηγή πρόκλησης καθημερινών προβλημάτων στις ενδοενωσιακές συναλλαγές. Η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν διαφορετική μέσω μιας εκτεταμένης ενοποίησης του δικαίου στα σχετιζόμενα με τη λειτουργία της αγοράς οικονομικά πεδία οπότε αντίστοιχα η χρήση της ιδιωτικοδιεθνολογικής μεθόδου θα περιορίζονταν σε μια αναλόγως αντίστροφη προοπτική. Έτσι, θα αποφεύγονταν ζητήματα ανεύρεσης του εφαρμοστέου δικαίου, με το συνεπαγόμενο οικονομικό κόστος, και επιπλέον θα διαμορφώνονταν ένα περιβάλλον δικαιικής ασφάλειας στις διασυνοριακές συναλλαγές.
16 Σε μια σύντομη αναφορά, οι πηγές του ενοποιημένου ουσιαστικού δικαίου στον ευρωπαϊκό χώρο εντοπίζονται στις παραδοσιακές διεθνείς συνθήκες του δημοσίου διεθνούς δικαίου οι οποίες συνάπτονται τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στο πλαίσιο της Ένωσης (πρώην άρθρ.293 ΣΕΚ) ή τουλάχιστον ισχύουν για το σύνολο των κρατών μελών. Επιπλέον, ομοιόμορφοι δικαιικοί κανόνες ανευρίσκονται στο πρωτογενές ενωσιακό αλλά και στο παράγωγο δίκαιο που προκύπτει από τη δικαιοπαραγωγική δραστηριότητα των οργάνων της Ένωσης.
17 Κύριο μεθοδολογικό εργαλείο στα χέρια του ευρωπαίου νομοθέτη αποτελούν εν προκειμένω οι Κανονισμοί οι οποίοι είτε διαμορφώνουν και, τουλάχιστον εν μέρει ρυθμίζουν επί της ουσίας, υπερεθνικούς ενωσιακούς θεσμούς με ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη είτε περιλαμβάνουν άμεσες ρυθμίσεις του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου. Στην πρώτη ομάδα
Σελ. 10
των Κανονισμών συχνές είναι οι παραπομπές στο εθνικό δίκαιο προς κάλυψη των υφιστάμενων κενών λόγω του ελλειπτικού, κατά κανόνα, περιεχομένου τους ενώ κοινή είναι η παρατήρηση περί του φαινομένου της αποσπασματικότητας η οποία αντιστρατεύεται τη δημιουργία ενός συνεκτικού συστήματος κανόνων του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου. Η συγκεκριμένη, μακράν του ιδεατού κατάσταση, αποδίδεται, ιδίως για την πρώτη ομάδα Κανονισμών, σε αίτια πολιτικά ενώ στη δεύτερη ομάδα η αδυναμία διαμόρφωσης ενός συγκροτημένου κανονιστικού πλαισίου εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στις νομοθετικές αρμοδιότητες της Ένωσης και στους περιορισμούς που απορρέουν από τις αρχές της επικουρικότητας και αναλογικότητας.
18 Εν κατακλείδι, παρατηρώντας την εξελικτική πορεία της δικαιικής ενοποίησης θα εστιάζαμε στην ανεπάρκεια των αποτελεσμάτων της σε σχέση με τον προσδοκώμενο σκοπό και στον ελλειμματικό βαθμό ολοκλήρωσής της, χωρίς να αναμένεται η εν λόγω κατάσταση να μεταβληθεί ουσιαστικά, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
γ. Η παράμετρος ενός ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα και η Πρόταση Κανονισμού για τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων
19 Η ευρύτερη ενοποίηση του ιδιωτικού δικαίου, με την προοπτική της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα, κατέστη στο παρελθόν αντικείμενο σημαντικών επιστημονικών έργων δικαιοσυγκριτικού χαρακτήρα. Πέραν του έντονου επιστημονικού διαλόγου, η προοπτική του ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα προβλήθηκε με έναν ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο και σε πολιτικό επίπεδο όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε στην έγκριση μιας σειράς ψηφισμάτων σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Στο πρώτο ψήφισμά του το 1989 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε την «…έναρξη των απαραίτητων προπαρασκευαστικών εργασιών για την εκπόνηση ενός κοινού Ευρωπαϊκού Κώδικα Ιδιωτικού Δικαίου…» για να επαναφέρει αργότερα το αίτημά του προς την Επιτροπή «…να ξεκινή-
Σελ. 11
σει τις εργασίες όσον αφορά τη δυνατότητα κατάρτισης ενός κοινού Ευρωπαϊκού Κώδικα Ιδιωτικού Δικαίου».
20 Η Επιτροπή, μη ταυτιζόμενη με τα ψηφίσματα και τις προτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κινήθηκε στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ποιότητας και της συνοχής του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα του δικαίου των συμβάσεων, μέσω της δημιουργίας ενός κοινού πλαισίου αναφοράς («Common Frame of Reference-CFR») που θα θέσπιζε κοινές αρχές, ορολογία και πρότυπους κανόνες, προχωρώντας προς ένα προαιρετικό ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων. Ωστόσο, από το συνταχθέν συνολικό Σχέδιο Κοινού Πλαισίου Αναφοράς για το Ευρωπαϊκό Δίκαιο των Συμβάσεων («DCFR») η Επιτροπή περιορίσθηκε μόνο στην υποβολή μιας Πρότασης Κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση Κοινού Ευρωπαϊκού Δικαίου των Πωλήσεων, προαιρετικού χαρακτήρα, απομακρύνοντας έτσι σε πολιτικό επίπεδο την ιδέα της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα.
21 Ανεξάρτητα πάντως από τη σκοπιμότητα του ανωτέρω εγχειρήματος, η ευρεία ενοποίηση του ιδιωτικού δικαίου σε επίπεδο ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα προσέκρουσε σε σοβαρά πολιτικά εμπόδια, τα οποία σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την απροθυμία των κρατών μελών να προβούν σε μια τέτοιας κλίμακας υποκατάσταση του εθνικού τους δικαίου, αλλά και σε ενστάσεις νομικού περιεχομένου, όπως ειδικότερα η αναρμοδιότητα της Ένωσης. Πράγματι, στις βασικές συνθήκες για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι ορατή η έλλειψη ενός γενικού νομιμοποιητικού θεμελίου που θα επέτρεπε την ενοποίηση του ουσιαστικού δικαίου των κρατών μελών συνολικά. Αντιθέτως, υπάρχουν κανόνες οι οποίοι νομιμοποιούν την ενοποίηση του ουσιαστικού δικαίου των κρατών μελών σε επι-
Σελ. 12
μέρους ρυθμιστικά πεδία ή και αντικείμενα που σχετίζονται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενώ επιπλέον θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αρχή της επικουρικότητας η οποία συνιστά σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα μιας τόσο διευρυμένης κωδικοποίησης.
22 Πέραν των ανωτέρω, τα μέτρα που προβλέπονταν στη συνθήκη του Άμστερνταμ στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις (πρώην άρθρ. 65 ΣΕΚ), εκτός του ότι αναφέρονταν στο εν ευρεία εννοία δικονομικό δίκαιο, εστίαζαν στην «…προώθηση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη όσον αφορά τη σύγκρουση νόμων…», δεικνύοντας έτσι τη βούληση του ευρωπαίου νομοθέτη να κινηθεί περισσότερο στην κατεύθυνση του αποτελεσματικού συντονισμού των εθνικών δικαίων και των διαφορών τους παρά στην εξάλειψη των ανορθολογικών επιπτώσεών τους μέσω της οριζόντιας ενοποίησης του ιδιωτικού δικαίου των κρατών μελών. Εξάλλου δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η υποχρέωση της Ένωσης περί σεβασμού της «εθνικής ταυτότητας» των κρατών μελών της, η οποία καθορίζεται, μεταξύ άλλων, και από τις ιδιαιτερότητες των αντίστοιχων εθνικών δικαίων (άρθρ. 4 παρ. 2 ΣΕΕ).
3. Ο σημαίνων ρόλος του ιδ.δ.δ. στο μερικής ενοποίησης δικαιικό περιβάλλον της Ένωσης
23 Η «νέα στρατηγική» της χρήσης των Οδηγιών ελάχιστης εναρμόνισης σε συνδυασμό με την κατ’ ουσία λίαν περιορισμένη ενοποίηση του ιδιωτικού δικαίου της Ένωσης διατήρησε το φαινόμενο της δικαιικής ετερότητας, επιτείνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τα απορρέοντα από αυτήν ζητήματα. Το ερώτημα επομένως περί του εφαρμοστέου δικαίου παρέμεινε επίκαιρο ενώ γενικότερα η πρακτική της ελάχιστης εναρμόνισης αφενός και αφετέρου η αυξανόμενη δυναμική της μεθόδου της αμοιβαίας αναγνώρισης ομού μετά του δικαιώματος της ελεύθερης μετακίνησης ανέδειξαν την ανάγκη συντονισμού των εθνικών ρυθμίσεων στη βάση μιας άλλης λογικής και στόχευσης ιδιωτικοδιεθνολογικής προσέγγισης η οποία θα εξυπηρετούσε, κατά κύριο λόγο, την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
24 Η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος κανόνων σύγκρουσης έτσι ώστε η αυτή έννομη σχέση να υποβάλλεται στο ίδιο εφαρμοστέο δίκαιο ανεξάρτητα από το επιλαμβανόμενο forum συνέθετε μια ικανή προοπτική για τη μερική έστω αναπλήρωση της ελλιπούς ενοποίησης του ουσιαστικού δικαίου και του μετριασμού των προβλημάτων του νομικού πλουραλισμού, ιδίως των ρυθμιστικών αποκλίσεων των εθνικών εννόμων τάξεων.
Σελ. 13
Παρά την έλλειψη σχετικού κανονιστικού θεμελίου στην ιδρυτική συνθήκη της Ένωσης λόγω ίσως της αρχικής υποτίμησης του ρόλου του ιδ.δ.δ. στη δημιουργία και ομαλή λειτουργία της κοινοτικής έννομης τάξης, σε επιστημονικό επίπεδο ήδη από τα πρώτα στάδια λειτουργίας της τονίσθηκε ο ιδιαίτερος ρόλος ενός ενοποιημένου ιδ.δ.δ. στην πραγμάτωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
25 Ένα ομοιόμορφο, ευρωπαϊκής προέλευσης και αντίστοιχου προσανατολισμού αυτόνομο σύστημα κανόνων σύγκρουσης αναμένονταν να δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας δικαίου στο εσωτερικό της Ένωσης και να βελτιώσει την προβλεψιμότητα των αποφάσεων ενισχύοντας ακολούθως την εμπιστοσύνη των πολιτών στις διασυνοριακές συναλλαγές. Επιπλέον, θα αντιμετώπιζε σε μεγάλο βαθμό τις παθογένειες του φαινομένου της άγρας δικαστηρίου (forum shopping) και θα απέτρεπε τη δημιουργία χωλών εννόμων σχέσεων. Από δικαιοπολιτικής απόψεως η ενοποίηση των ανωτέρω κανόνων, τουλάχιστον σε υποθέσεις περιουσιακής φύσης, δεν δημιουργούσε επί της αρχής αντιδράσεις στα κράτη μέλη αλλά και γενικότερα η ιδέα της ενοποίησης αυτών των κανόνων παρουσιάζονταν ελκυστικότερη λόγω της περιορισμένης επιρροής επί των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων στο πεδίο της δικαιοθέτησης. Επιπλέον, η τεχνική υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος δεν υπέκρυπτε τις δυσκολίες της αντίστοιχης διαδικασίας του ουσιαστικού δικαίου διότι ο ευρωπαίος νομοθέτης έχοντας ως σημείο αναφοράς και συνάμα πολύτιμο αρωγό τη Συνδιάσκεψη της Χάγης, με την προφανή εμπειρία της στο συγκεκριμένο χώρο, θα ήταν σε θέση να αποφύγει το βήμα στο κενό.
4. Από τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 στην προοπτική της κωδικοποίησης του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ.
26 Σε τόνο λιγότερο πανηγυρικό από ότι η ιδέα του Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα η ενοποίηση και παράλληλα διαμόρφωση του πυρήνα του εν ευρεία εννοία ιδ.δ.δ. ξεκίνησε με τη σύναψη της δικονομικής Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 για να ολοκληρωθεί, στην πρώιμη περίοδό της από την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, με την ενοχικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου Σύμβαση της Ρώμης του 1980. Δεδομένου ότι η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις δεν περιλαμβάνονταν αρχικά στους στόχους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εξέλειπε από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη το κανονιστικό θεμέλιο το οποίο θα απένειμε στα κοινοτικά όργανα τη σχετική αρμοδιό-
Σελ. 14
τητα παρέμβασης στο πεδίο του ιδ.δ.δ. Έτσι, τα κράτη μέλη καθ’ υπόδειξη του άρθρ. 220 ΣυνθΕΟΚ (πρώην 293 ΣΕΚ) προσέφυγαν στη σύναψη διεθνών συνθηκών, οι οποίες υπάγονταν στο κλασσικό δημόσιο διεθνές δίκαιο έχοντας όμως καταρτισθεί στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Συγκροτήθηκε έτσι ένα πρώτο ομοιόμορφο ιδ.δ.δ. στη βάση της διακυβερνητικής συνεργασίας το οποίο εκτείνονταν στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δηλαδή σε σχέσεις καταρχήν αμιγώς περιουσιακού χαρακτήρα. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις συμπεριελήφθη ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του διακυβερνητικού τρίτου πυλώνα «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις», καθεστώς το οποίο διατηρήθηκε για την περίοδο 1993 έως 1999.
27 Η ουσιαστική εξέλιξη της ενοποίησης του εν ευρεία εννοία ιδ.δ.δ. συντελέστηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ του 1997 όταν «κοινοτικοποιήθηκε» η δικαστική συνεργασία με τη μεταφορά της ύλης της από τον τρίτο διακυβερνητικό πυλώνα στον πρώτο κοινοτικό πυλώνα. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε πρωτογενή αρμοδιότητα για την ενοποίηση του ιδιωτικού και δικονομικού διεθνούς δικαίου (πρώην άρθρ. 61 (γ) σε συνδ. με άρθρ. 65 (β) ΣΕΚ), υποκαθιστώντας το σύστημα της υπογραφής διεθνών συμβάσεων από την έκδοση πράξεων του δευτερογενούς δικαίου, ιδίως κανονισμών, υπό την προϋπόθεση της αναγκαιότητας των μέτρων για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (πρώην άρθρ. 65 ΣΕΚ). Με εξαίρεση τα μέτρα στον τομέα του οικογενειακού δικαίου για τα οποία απαιτείται ομοφωνία στο Συμβούλιο, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους που συνδέεται περισσότερο με την πολιτισμική ταυτότητα των κρατών μελών, οι παραγόμενοι στα λοιπά πεδία κανονισμοί ακολουθούν τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (πρώην άρθρ. 67 παρ. 5, περ. δεύτερη ΣΕΚ).
28 Η Συνθήκη της Λισσαβώνας επέφερε ορισμένες σημαντικές αλλαγές στο κανονιστικό θεμέλιο της αρμοδιότητας της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις (άρθρ. 81 παρ. 1 και 2 ΣΛΕΕ) οι οποίες, συνολικά εκτιμώμενες, συνιστούν αναντίρρητα μια θετική περαιτέρω εξέλιξη. Ειδικότερα, σε αντίθεση με το πρώην άρθρ. 65 ΣΕΚ, ο κατάλογος των μέτρων στους καθοριζόμενους τομείς της παρ. 2 του άρθρ. 81 ΣΛΕΕ είναι εξαντλητικός, καθορίζοντας έτσι το όριο της ενωσιακής αρμοδιότητας. Επιπλέον, η τελευταία διευρύνθηκε ουσιωδώς σε σχέση με την ενοποίηση του ιδ.δ.δ. εφόσον καταργήθηκε η προϋπόθεση της «αναγκαιότητας» των μέτρων για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Το συγκεκριμένο κριτήριο στη νέα ρύθμιση του άρθρ. 81 παρ. 2 ΣΛΕΕ υπέχει απλώς τη θέση παραδείγματος, με την επιλογή του όρου «ιδίως» («…ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς»), αποσαφηνίζοντας πλέον το περιεχόμενο της κανονιστικής αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων να λαμβάνουν μέτρα ακόμη και σε τομείς που δεν επιδρούν ουσιαστικά στην εσωτερική αγορά και
Σελ. 15
τη λειτουργία της, όπως για παράδειγμα στο κληρονομικό δίκαιο, στο δίκαιο της διατροφής, των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και των καταχωρισμένων συντρόφων κ.ά. Υλοποιήθηκε έτσι μια μεταστροφή στην κατεύθυνση ενός περισσότερο ανθρωποκεντρικού ιδ.δ.δ., μια αλλαγή προοπτικής «από την αγορά στον άνθρωπο».
29 Οι παραπάνω εξελίξεις σηματοδότησαν την πορεία του συγκεκριμένου κλάδου. Ήδη με την έναρξη της δικαστικής συνεργασίας στις αστικές υποθέσεις ξεκίνησε μια περίοδος ιδιαίτερης έντασης και πυκνότητας ως προς την εκπόνηση ενωσιακών κανονισμών στον εν λόγω τομέα. Σε πολιτικό επίπεδο τον τόνο έδωσε η Σύνοδος του Τάμπερε (1999), αν και αφορούσε αμιγώς σε ζητήματα του διεθνούς δικονομικού δικαίου, για να ακολουθήσει το Πρόγραμμα της Χάγης (2004) το οποίο συμπεριέλαβε σημαντικά έργα στο πεδίο του ιδ.δ.δ. και στη συνέχεια το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης (2010) όπου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισήμανε την ανάγκη βελτίωσης της συνοχής της υφιστάμενης νομοθεσίας της ΕΕ ενώ παράλληλα κάλεσε την Επιτροπή να συνεχίσει τις εργασίες της για κοινούς κανόνες σύγκρουσης δικαίων στο μέτρο που ήταν αναγκαίο. Στο πλαίσιο αυτής της νομοθετικής ευφορίας παρήχθησαν πολύ σημαντικοί κανονισμοί για το εφαρμοστέο δίκαιο, όπως απολύτως ενδεικτικά αναφέρονται: ο Κανονισμός 1215/2012 (Βρυξέλλες Ι bis) για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές, ο Κανονισμός 2201/2003 (Βρυξέλλες ΙΙ bis), ο Κανονισμός 593/2008 (Ρώμη Ι) για τις δικαιοπρακτικές ενοχές, ο Κανονισμός 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) για τις αδικοπρακτικές ενοχές, ο Κανονισμός 650/2012 για τις κληρονομικές σχέσεις, ο Κανονισμός 4/2009 για τις
Σελ. 16
υποχρεώσεις διατροφής, ο Κανονισμός 1259/2010 για το διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, ο Κανονισμός 1103/2016 για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
30 Η ανωτέρω νομοθετική εξέλιξη οδήγησε στη δημιουργία ενός ρυθμιστικού συνόλου κανόνων ιδ.δ.δ., ευρωπαϊκής προέλευσης, αυτόνομου χαρακτήρα έναντι των κλασσικών εθνικών ιδ.δ.δ. και με ίδια χαρακτηριστικά τα οποία διαμορφώθηκαν από τις ανάγκες και τον σκοπό που καλούνται οι εν λόγω κανόνες σύγκρουσης να εξυπηρετήσουν στο πλαίσιο ενός εν μέρει ενοποιημένου ευρωπαϊκού δικαιικού χώρου. Ποσοτικά οι υφιστάμενοι ευρωπαϊκοί κανονισμοί, με την de facto ενοποίηση του διεθνούς δικαίου των εταιριών μέσω της νομολογίας του ΔΕΕ, καλύπτουν σχεδόν το σύνολο του ειδικού μέρους του ουσιαστικού ιδ.δ.δ. (με εξαίρεση τα φυσικά πρόσωπα, το εμπράγματο δίκαιο και ορισμένες πτυχές του οικογενειακού δικαίου και των νομικών προσώπων) καθώς και ένα μεγάλο μέρος του δικονομικού διεθνούς δικαίου. Επομένως, μέσα από τη διαδικασία της πολιτικής ολοκλήρωσης αναδείχθηκε και συνάμα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για την προώθησή της, το ενιαίο, ενωσιακής διάστασης ομοιόμορφο ιδ.δ.δ., το οποίο στα πρώτα εξελικτικά του στάδια είχε ως κύρια στόχευση την αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για να επεκταθεί στη συνέχεια γενικότερα στην εξυπηρέτηση των αναγκών του ευρωπαίου πολίτη. Πρόκειται για το καλούμενο «ενωσιακό» ή «ευρωπαϊκό ιδ.δ.δ.» ή άλλως το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της εσωτερικής αγοράς («Binnemarktkollisionsrecht») υπό μια ευρεία έννοια. Μεθοδολογικά το ευρωπαϊκό ιδ.δ.δ., λειτουργώντας στη βάση της αρχής της προτεραιότητας εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, υποκατέστησε ουσιαστικά τις αντίστοιχες ρυθμίσεις των εθνικών εννόμων τάξεων ενώ με τη διαρκή εξέλιξή
Σελ. 17
του επηρέασε ακόμη και τις γενικές και θεμελιακές αρχές των ιδιωτικών διεθνών δικαίων των κρατών μελών.
31 Ωστόσο, η ανωτέρω πρόοδος δεν υπήρξε άμοιρη προβλημάτων και συνακόλουθα της διατύπωσης επικριτικών απόψεων. Η ορμή των εξελίξεων χαρακτηρίσθηκε από ορισμένους επιστημονικούς κύκλους ως σύμπτωμα μιας «μη συντονισμένης διάθεσης αλλαγής» στο ιδ.δ.δ. η οποία δημιούργησε δύο συστήματα κανόνων σύγκρουσης (ευρωπαϊκού και εθνικού) καταλήγοντας σε μια δύσκολα προσπελάσιμη πολυπλοκότητα των πηγών του δικαίου. Μια πολυπλοκότητα η οποία οφείλεται περαιτέρω στο πεδίο εφαρμογής των νομοθετημάτων, στην αποσπασματικότητα και στα παρατηρούμενα κενά εντός των κανονισμών όπως εξάλλου και στην απουσία ενός κανονισμού γενικών αρχών ώστε να καλλιεργηθεί, όπως ορθά επισημαίνεται, η έννοια του συστήματος αντί του απλού συνόλου κανόνων.
32 Πράγματι, η δικαιοπαραγωγική ορμητικότητα και η προσήλωση στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ανά πεδίο αναγκών στέρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την ευκαιρία ενός επιστημονικού προβληματισμού επί ζητημάτων γενικότερης δογματικής του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ., όπως των θεμελιωδών αρχών που το διέπουν και της ακολουθούμενης μεθόδου, δηλαδή μιας ολιστικής προσέγγισής του η οποία θα βελτίωνε αναμφίβολα την ποιότητα των παραγόμενων κανονισμών (αποφυγή περιττών ρυθμιστικών επαναλήψεων και ασυμφωνιών στους κανονισμούς, συμπλήρωση κενών, συντονισμένη ερμηνεία όρων κ.ά.). Σε επιστημονικό επίπεδο ο εμπλουτισμός του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. με ένα Γενικό Μέρος, ζητούμενο για την αναγκαία εσωτερική συνοχή που θα του προσέδιδε τον χαρακτήρα κωδικοποιημένου συστήματος κανόνων σύγκρουσης, έχει ήδη ξεκινήσει, παρά τις παρατηρούμενες παλινωδίες, ενώ η ίδια τάση έχει διαφανεί και σε κατά καιρούς τοποθετήσεις οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σελ. 18
5. Ιδιοσυστασία του σύγχρονου ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ.
33 Παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις και την οργανωμένη κριτική ως προς την ορμητικότητα της ενοποίησης των κανόνων σύγκρουσης στον ενωσιακό χώρο, η εξελικτική δυναμική του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. σε επίπεδο στόχων, αρχών και μεθόδων παραμένει αντίστοιχη των υψηλών απαιτήσεων και αναγκών που συνεπάγεται η πρόκληση της ρυθμιστικής ενοποίησης σε μια περιφερειακή ένωση που τείνει στην πολιτική της ολοκλήρωση. Αυτή η δυναμική είναι καθοριστική για την ίδια τη φυσιογνωμία του κλάδου του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. ενώ προσδίδει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σηματοδοτεί τάσεις που μπορούν συνοπτικά να σχηματοποιηθούν ως ακολούθως:
α) Από πλευράς μορφολογίας των κανόνων σύγκρουσης παρατηρούμε εξαρχής ότι η καθαρότητα και δομική λιτότητα της κλασσικής μεθόδου του Savigny αποτυπώνεται και στους αντίστοιχους ενωσιακούς κανόνες. Πράγματι, σε όλο σχεδόν το φάσμα των ευρωπαϊκών κανονισμών επιλέγονται κανόνες σύγκρουσης τριμερούς δομής (απαρτιζόμενοι από τη ρυθμιστέα σχέση, το σύνδεσμο και το εφαρμοστέο δίκαιο) και πολυμερούς χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο όχι μόνο το δίκαιο του forum αλλά και οποιοδήποτε αλλοδαπό δίκαιο. Ωστόσο, η ανωτέρω τυπολογική συνέχεια της αρχιτεκτονικής των συγκεκριμένων κανόνων δεν απαντάται στο επίπεδο του περιεχομένου τους.
β) Μια πρώτη προσέγγιση του κοινοτικού κεκτημένου στο πεδίο των κανόνων σύγκρουσης καθιστά ορατή την απομάκρυνση του ευρωπαίου νομοθέτη από την αρχική κλασσική σαβινιανή εκδοχή του ουδέτερου, έμμεσου και αφηρημένου πολυμερούς κανόνα στην κατεύθυνση της δημιουργίας «policy-oriented» κανόνων για την υλοποίηση των στόχων της Ένωσης. Το στοιχείο της ουδετερότητας και της νηφάλιας απόστασης από την ζέουσα πραγματικότητα, λόγω της προκριματικής λειτουργίας των κανόνων σύγκρουσης που χαρακτήριζε το ιδ.δ.δ. μέχρι τα μισά περίπου του περασμένου αιώνα, έχει υποχωρήσει αισθητά έναντι της διάχυτης ουσιαστικοποίησης του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ., ιδίως με την επέλαση της αρχής της αυτονομίας της βούλησης η οποία εκτείνεται πλέον και στις μη αμιγώς
Σελ. 19
περιουσιακές σχέσεις, όπως αυτές του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Μια ουσιαστικοποίηση που υπαγορεύεται πρωτίστως από τις κατευθυντήριες γραμμές-στόχους του ευρωπαϊκού πρωτογενούς δικαίου. Η περί στόχων διάταξη του άρθρ. 3 ΣΕΕ – εσωτερική αγορά, θεμελιώδεις ελευθερίες, χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ελεύθερη κυκλοφορία, καταπολέμηση των διακρίσεων και κοινωνική δικαιοσύνη -, η οποία συνιστά και τον δείκτη μέτρησης του βαθμού ολοκλήρωσης, διαπερνά και παράλληλα καθορίζει τη δικαιοπολιτική δραστηριότητα της Ένωσης, μεταξύ άλλων και στον τομέα της ενοποίησης του ιδ.δ.δ. Πολύ περισσότερο οι επιδιωκόμενοι στόχοι οριοθετούν τις δικαιοπαραγωγικές αρμοδιότητες της Ένωσης (άλλως η τελευταία θα νομοθετούσε καθ’ υπέρβαση των νομίμων εξουσιών της, ultra vires) και προωθούνται στην υλοποίησή τους μέσω των κανόνων σύγκρουσης (πρώην άρθρ. 65 ΣΕΚ και άρθρ. 81 παρ. 2 ΣΛΕΕ, με ρητή αναφορά στην εσωτερική αγορά ως στοιχείο του πραγματικού των κανόνων).
γ) Από πλευράς νομοθετικής τεχνικής των ευρωπαϊκών κανόνων σύγκρουσης παρατηρείται ομοίως μια άμβλυνση του ιδεολογικού πυρήνα της θέσης του Savigny περί του εντοπισμού της «έδρας» της έννομης σχέσης, όπως η τελευταία εκφράζεται μεθοδολογικά δια της ιδιωτικοδιεθνολογικής αρχής της εγγύτητας. Η διευρυμένη εφαρμογή της αρχής της αυτονομίας της βούλησης όπως και οι ειδικές συνδέσεις για την προστασία του αδύνατου μέρους της συναλλαγής (Κανονισμός Ρώμη Ι) περιορίζουν σημαντικά το πεδίο δράσης του συνδέσμου της «στενότερης σύνδεσης» και ταυτόχρονα υποδηλώνουν την πρόθεση του ευρωπαίου νομοθέτη υπέρ μιας ουσιαστικής in concreto δικαιοσύνης έναντι της δικαιοσύνης του ιδ.δ.δ. που εδράζεται στην αναζήτηση της μείζονος εγγύτητας της υπό κρίση έννομης σχέσης προς ορισμένο τόπο (localization).
δ) Επιπλέον, η πολιτική της ενίσχυσης της κινητικότητας των ατόμων στον ευρωπαϊκό χώρο οδήγησε σε επίπεδο ενωσιακού ιδ.δ.δ. στην απομάκρυνση του ευρωπαίου νομοθέτη από το σύνδεσμο της ιθαγένειας ο οποίος υποκαταστάθηκε, ειδικώς για τη ρύθμιση εννόμων σχέσεων του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, από τον σύνδεσμο της συνήθους διαμονής. Ο τελευταίος χρησιμοποιείται στα εν λόγω πεδία αντίστοιχα για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων αποκαθιστώντας την ενότητα δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου (forum και ius), η οποία ωστόσο δημιούργησε μια ισχυρή τάση υπέρ της κατά προτίμηση εφαρμογής της lex fori. Με άλλα λόγια τα ημεδαπά δικαστήρια καλούνται να εφαρμόζουν, κατά κύριο λόγο, ημεδαπό ουσιαστικό δίκαιο (το φαινόμενο ενός νομοθετημένου «Heimwärtsstreben»).
ε) Η δικαιική ασφάλεια και η προβλεψιμότητα της τελικής λύσης αποτελούν, όπως εξάλλου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, θεμελιώδες μέλημα του ευρωπαίου νομοθέτη ενώ παράλληλα συνιστούν εγγενές στοιχείο της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Μεθοδολογικά η εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου στόχου οδήγησε στη δια-
Σελ. 20
μόρφωση κανόνων σύγκρουσης με εξειδικευμένο και σαφές εύρος εφαρμογής όπως και κανόνων σύγκρουσης ιδιαίτερης δομής, ευκρινώς διαφοροποιημένης από την κλασσική εκδοχή της, όπως για παράδειγμα η υιοθέτηση περισσότερο στέρεων συνδέσμων στο άρθρ. 4 ΚανΡ (Ι) σε σχέση με την αντίστοιχη διάταξη της προϊσχύουσας Σύμβασης της Ρώμης του 1980, με αποτέλεσμα τον ουσιαστικό περιορισμό της κρίσης του δικαστή ως προς τον προσδιορισμό του στενότερα συνδεόμενου με τη σύμβαση δικαίου και κατ’ επέκταση την υποχώρηση του ρόλου του συγκεκριμένου συνδέσμου ο οποίος υποκαταστάθηκε από τον σύνδεσμο της συνήθους διαμονής του οφειλέτη της χαρακτηριστικής παροχής (άρθρ. 4 ΚανΡ Ι).
34 Ενόψει των ανωτέρω εξελίξεων εμπεδώθηκε σταδιακά η αίσθηση ενός δυναμικά μεταβαλλόμενου ιδ.δ.δ. στον ευρωπαϊκό χώρο σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να εκφράζονται απόψεις, ίσως και με κάποιο στοιχείο υπερβολής, περί μιας ουσιώδους ιδεολογικής μετατόπισης του ευρωπαίου νομοθέτη ή «επαναστατικής εξέλιξης» συγκρινόμενης με την αμερικανική επανάσταση του ιδ.δ.δ. ή ακόμη περί πρόκλησης «σεισμικών κυμάτων» που κλονίζουν ή και απειλούν τα θεμέλια του αριστοκρατικού αυτού κλάδου κατά την παραδοσιακή υπόστασή του. Ωστόσο, κατά μια μάλλον ρεαλιστικότερη προσέγγιση, ορθά επισημαίνεται ότι το ιστορικό παρελθόν της σαβινιανής δογματικής θεμελίωσης του ιδ.δ.δ. δεν έχει διαρραγεί από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή δικαιοθέτηση στον συγκεκριμένο χώρο και συνεπώς το ενωσιακό ιδ.δ.δ. αποτελεί μια εν πολλοίς αναμενόμενη σύγχρονη μετεξέλιξη του κλασσικού ιδ.δ.δ. προσαρμοσμένο στις συνθήκες ενός διεθνοποιημένου περιβάλλοντος υπό την τρέχουσα εκδοχή του, ήτοι εκείνη μιας ανεξέλεγκτης παγκόσμιας ελεύθερης αγοράς.
35 Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω εξελίξεις διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε τουλάχιστον ενώπιον ενός δογματικού αναπροσανατολισμού του ευρωπαϊκού ιδ.δ.δ. σε επίπεδο αρχών. Οι πολιτικές και οι αξίες που υπηρετούν την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως αποτυπώνονται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του σύγχρονου ενωσιακού ιδ.δ.δ. κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο σε σύγκριση με τα συστήματα των κανόνων σύγκρουσης εθνικής ή διεθνούς προέλευσης. Ειδικότερα, συνιστούν το θεωρητικό υπόβαθρο της επιλογής κατάλληλων συνδέσμων για την πραγμάτωση των στόχων της Ένωσης προσδίδοντας στο ευρωπαϊκό ιδ.δ.δ, όπως προελέχθη, τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος κανόνων συγκεκριμένης λογικής και πολιτικής στόχευσης αντί ενός συστήματος ουδέτερων κανόνων παραπομπής.