ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ
O N 4826/2021 με εισαγωγικές παρατηρήσεις
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 14x21
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 104
- ISBN: 978-960-654-598-6
- Δείτε ένα απόσπασμα
Το βιβλίο «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά» παρουσιάζει τον Ν 4826/2021, ο οποίος επέφερε σημαντικές καινοτομίες στον θεσμό της επικουρικής ασφάλισης.
Μέσα από τις εκτενείς Εισαγωγικές Παρατηρήσεις της Καθηγήτριας Π. Παπαρρηγοπούλου δίνονται απαντήσεις σε θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα σχετικά με την επικουρική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση και τις γενικές αρχές της, καθώς και με τη μετάβαση που επέρχεται από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Ειδικότερα εξηγείται:
• Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση
• Ο σκοπός - η ίδρυση - η λειτουργία και η αρμοδιότητα του Ταμείου Επικουρικής και Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) - ενός σύγχρονου δημοσίου οργανισμού επικουρικής ασφάλισης
• Η επιλογή επενδυτικών προγραμμάτων από τον ασφαλισμένο με την εγγύηση του ΤΕΚΑ
• Η διαχείριση των επενδύσεων και των κινδύνων υπό την αρχή της διαφάνειας από τον ΤΕΚΑ
• Ο εγγυητικός ρόλος του ΤΕΚΑ για την ποιοτική αύξηση των επικουρικών συντάξεων
Στόχος του έργου είναι να παρουσιάσει και να εξηγήσει τη νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση που επέρχεται με τον Ν 4826/2021 και την ίδρυση του ΤΕΚΑ.
Το βιβλίο αποτελεί έναν συνοπτικό αλλά περιεκτικό πρακτικό οδηγό για δικηγόρους της πράξης που ασχολούνται με θέματα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και στελέχη κοινωνικοασφαλιστικών φορέων.
Περιεχόμενα | |
Εισαγωγή στον Ν 4826/2021 | |
1. Η επικουρική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση | Σελ. 1 |
1.1 Οριοθέτηση | Σελ. 1 |
1.2. Η επικουρική ασφάλιση στην Ελλάδα | Σελ. 3 |
1.3. Οι επιπτώσεις της κρίσης της περιόδου 2010 - 19 | Σελ. 4 |
1.4. Η αναμόρφωση της επικουρικής ασφάλισης το 2021 | Σελ. 6 |
1.5. Συνταξιοδοτικές παροχές, κρατική εγγύηση και περιουσιακό δικαίωμα | Σελ. 9 |
2. Γενικές αρχές της επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης | Σελ. 11 |
2.1. Η διάκριση των λειτουργιών | Σελ. 12 |
2.2. Τα αυξημένα προσόντα των διοικούντων | Σελ. 13 |
2.3. Οι αρχές που διέπουν τις επενδύσεις | Σελ. 14 |
2.4. Η ελεύθερη επιλογή των ασφαλισμένων ως προς τις επενδύσεις | Σελ. 14 |
2.5. Η ανταποδοτικότητα και η αλληλεγγύη | Σελ. 15 |
2.6. Η αυξημένη εποπτεία | Σελ. 15 |
3. Το νπδδ ΤΕΚΑ | Σελ. 16 |
3.1. Ίδρυση, νομική μορφή και σκοπός | Σελ. 16 |
3.2. Πρόσωπα που ασφαλίζονται | Σελ. 17 |
3.3. Οι ιδιαιτερότητες του ΤΕΚΑ σε σχέση με τους φορείς διανεμητικής επικουρικής ασφάλισης | Σελ. 18 |
3.3.1. Οι αρχές των επενδύσεων και τα επενδυτικά προγράμματα | Σελ. 18 |
3.3.2. Το βάρος της καθημερινής διαχείρισης έχει ανατεθεί στον διευθύνοντα σύμβουλο | Σελ. 19 |
3.3.3. Η Επενδυτική Επιτροπή (ΕΕ) | Σελ. 22 |
3.3.4. Η αναλογιστική υπηρεσία, η διαχείριση κινδύνων και η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου | Σελ. 22 |
3.3.5. Η διαχείριση επενδύσεων και η θεματοφυλακή | Σελ. 23 |
3.4. Ο ατομικός λογαριασμός | Σελ. 24 |
3.5. Οι επικουρικές συντάξεις, η αλληλεγγύη και η κρατική εγγύηση | Σελ. 25 |
Συμπεράσματα | Σελ. 27 |
Ν 4826/2021 (ΦΕΚ Α΄ 160/7.9.2021) | |
Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά: εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις | |
[Άρθρα 1-73, 97] | |
ΜΕΡΟΣ Α’ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 1-3] | Σελ. 29 |
ΜΕΡΟΣ Β’ - ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ - ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ [Άρθρα 4-9] | Σελ. 31 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ - ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ [Άρθρα 10-30] | Σελ. 35 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ - ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ [Άρθρα 31-38] | Σελ. 53 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ - ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ [Άρθρα 39-42] | Σελ. 60 |
ΜΕΡΟΣ Γ’ - ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ - ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ [Άρθρα 43-51] | Σελ. 64 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ - ΠΑΡΟΧΕΣ [Άρθρα 52-60] | Σελ. 71 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ - ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ [Άρθρα 61-67] | Σελ. 76 |
ΜΕΡΟΣ Δ’ - ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [Άρθρα 68-73] | Σελ. 81 |
ΜΕΡΟΣ Η’ - ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ [Άρθρο 97] | Σελ. 87 |
Αλφαβητικό Ευρετήριο | Σελ. 89 |
Σελ. 1
Εισαγωγή στον Ν 4826/2021
«Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά: Εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, ίδρυση, οργάνωσηκαι λειτουργία Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και συναφείς διατάξεις»
1. Η επικουρική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση
1.1 Οριοθέτηση
Η κοινωνική ασφάλιση εισήχθη αποσπασματικά στην Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα και καθιερώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 22 παρ. 5. Η Ελλάδα συνδέει στενά την απασχόληση (μισθωτή εργασία και μη μισθωτή) με την κοινωνική ασφάλιση (σύστημα τύπου Bismarck). Ειδικότερα, τα νομοθετικά καθεστώτα κύριας και επικουρικής ασφάλισης καλύπτουν τους εργαζόμενους με παροχές που χρηματοδοτούνται πρωτίστως από τις εισφορές τους και τις εισφορές των εργοδοτών επί μισθωτής εργασίας και λαμβάνουν παροχές που αναπληρώνουν σε ικανοποιητικό βαθμό το εισόδημα που είχαν από την εργασία τους στην περίπτωση που αυτό απολεσθεί, εξαιτίας της επέλευσης ενός ασφαλιστικού κινδύνου.
Η κοινωνική ασφάλιση διακρίνεται σε κύρια και επικουρική. Η κύρια παρέχει τη βασική προστασία και η επικουρική συμπληρωματική. Είναι φανερό ότι η ίδια η ύπαρξη της επικουρικής ασφάλισης στηρίζεται στην παραδοχή ότι η προστασία από την κύρια ασφάλιση επιδέχεται βελτίωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την επικουρική ασφάλιση διεθνώς χρησιμοποιείται ο όρος «συμπληρωματική ασφάλιση».[1] Η επικουρική ασφάλιση αναπτύχθηκε πρώτα στα κράτη που ασφαλίζουν το σύνολο του πληθυσμού με ελάχιστες ομοιόμορφες παροχές, οι οποίες χρηματοδοτούνται
Σελ. 2
πρωτίστως από τη φορολογία (συστήματα τύπου Beveridge). Τούτο επειδή οι παροχές ήταν ανεπαρκείς και χρειαζόταν να συμπληρωθούν με πρόσθετες παροχές χρηματοδοτούμενες από εισφορές.
Η συμπληρωματική ασφάλιση εφαρμόζει διεθνώς κατά κανόνα το κεφαλαιοποιητικό οικονομικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο οι εισφορές των ασφαλισμένων επενδύονται και το ποσό που συγκεντρώνεται από τις εισφορές και τις αποδόσεις των επενδύσεών τους χρηματοδοτεί τις συντάξεις τους. Αντίθετα, η κύρια κοινωνική ασφάλιση εφαρμόζει κατά κανόνα το διανεμητικό οικονομικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο οι εισφορές μιας χρονικής περιόδου (συνήθως ενός έτους) χρηματοδοτούν τις συντάξεις της ίδιας περιόδου και μόνο αν υπάρξει κάποιο περίσσευμα τούτο επενδύεται. Το οικονομικό σύστημα που επιλέγει ο νομοθέτης έχει μεγάλη σημασία, διότι οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του είναι διαφορετικές στην οικονομία, στην αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού, στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και συνακόλουθα στην επάρκεια των παροχών. Γίνεται δεκτό ότι αν τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος επενδυθούν στην πραγματική οικονομία, μπορεί να επιταχύνουν την οικονομική ανάπτυξη κάτι που έχει θετικές επιπτώσεις στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση. Επίσης, ότι η επιδείνωση των δημογραφικών δεικτών επηρεάζει λιγότερο την κοινωνική ασφάλιση, γιατί κάθε συνταξιούχος έχει συγκεντρώσει το αναγκαίο απόθεμα για τη συνταξιοδότησή του και δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ικανού αριθμού εργαζομένων. Από την άλλη τα διανεμητικά συστήματα αντιμετωπίζουν άμεσα τους ασφαλιστικούς κινδύνους χωρίς να απαιτείται χρονική αναμονή για τον σχηματισμό του αναγκαίου αποθέματος ενώ στηρίζονται στην αλληλεγγύη των γενεών που επιτρέπει να κατανεμηθούν «τα κέρδη και οι ζημίες» μεταξύ των γενεών.
Το διανεμητικό σύστημα διακρίνεται σε καθορισμένων παροχών και καθορισμένων εισφορών. Η διάκριση αυτή σχετίζεται με τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων. Στο σύστημα καθορισμένων εισφορών οι παροχές υπολογίζονται με βάση τις καταβληθείσες εισφορές, ενώ αντίθετα στο σύστημα καθορισμένων παροχών οι παροχές καθορίζονται ανεξάρτητα από τις καταβληθείσες εισφορές. Το δεύτερο σύστημα σαφώς προστατεύει περισσότερο τον ασφαλισμένο, αλλά αν οι καταβληθείσες εισφορές δεν επαρκούν κάποιος τρίτος, π.χ. ο κρατικός προϋπολογισμός, θα πρέπει
Σελ. 3
να αναλάβει να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα. Σταδιακά σε όλη την Ευρώπη τα συστήματα καθορισμένων παροχών έχουν μετατραπεί σε συστήματα καθορισμένων εισφορών. Τούτο οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι με τη σύγχρονη τεχνολογία είναι δυνατή η άμεση πρόσβαση στις εισφορές όλου του εργασιακού βίου και με βάση αυτές ο υπολογισμός των παροχών. Ο δεύτερος είναι ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα συστήματα καθορισμένων παροχών δεν είχαν επαρκή χρηματοδότηση από εισφορές και τα ελλείμματα δεν ήταν δυνατόν να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό ούτε τις επιχειρήσεις επί μισθωτής εργασίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) υιοθέτησε τις συστάσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), σύμφωνα με τις οποίες η κοινωνική προστασία πρέπει να περιλαμβάνει μια βασική προστασία που χρηματοδοτείται από τη φορολογία ή/και τις εισφορές και λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα (πρώτος πυλώνας), μια συμπληρωματική προστασία (προαιρετική ή υποχρεωτική) που χρηματοδοτείται με εισφορές και λειτουργεί με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα (δεύτερος πυλώνας) και μια επιπρόσθετη προστασία από την ιδιωτική ασφάλιση ή την αποταμίευση (τρίτος πυλώνας). Η στρατηγική αυτή επιλογή έγινε, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη του συνδυασμού των πλεονεκτημάτων κάθε οικονομικού συστήματος και της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής. Η αρχιτεκτονική αυτή του ασφαλιστικού συστήματος απηχεί τη βασική επιλογή η αναδιανομή εισοδήματος να επιτυγχάνεται πρωτίστως από τη φορολογία και σε κάποιο βαθμό από τον πρώτο πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης που λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα.
1.2. Η επικουρική ασφάλιση στην Ελλάδα
Στο ελληνικό σύστημα οι παροχές της κύριας σύνταξης ήταν ιδιαίτερα υψηλές και αναπλήρωναν επαρκώς το εισόδημα που είχε απολέσει ο συνταξιούχος επειδή επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Με βάση τον Ν 2084/1992, ο παλαιός ασφαλισμένος (αυτός που εισήλθε στην αγορά εργασίας έως την 31.12.1992) στα 35 έτη ασφάλισης λάμβανε πλήρη σύνταξη γήρατος με ποσοστό αναπλήρωσης 77% ενώ ο νέος ασφαλισμένος (μετά την 1.1.1993) στην ίδια περίπτωση λάμβανε σύνταξη με ποσοστό αναπλήρωσης 70%. Με απλά λόγια σε συντάξιμες αποδοχές 1.000 Ευρώ
Σελ. 4
ο μεν παλαιός είχε κύρια σύνταξη ύψους 770 Ευρώ και ο νέος ύψους 700 Ευρώ. Επομένως, η επικουρική ασφάλιση αντικειμενικά δεν είχε λόγο ύπαρξης. Μολονότι οι κύριες συντάξεις ήταν γενναιόδωρες, η επικουρική ασφάλιση εισήχθη αποσπασματικά και με τα ίδια ακριβώς εννοιολογικά χαρακτηριστικά με την κύρια ασφάλιση. Συγκεκριμένα, αποτελεί καθεστώς νομοθετικής προέλευσης, υποχρεωτικής ασφάλισης, που λειτουργεί με βάση το διανεμητικό οικονομικό σύστημα και εφαρμόζει τις ίδιες αρχές. Στην πραγματικότητα, λειτουργούν παράλληλα δύο όμοια συστήματα: αυτό της κύριας ασφάλισης και αυτό της επικουρικής. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι το Κράτος έως και σήμερα δεν έχει χρηματοδοτήσει την επικουρική ασφάλιση. Στην αλλοδαπή, όπως προαναφέρθηκε, η επικουρική ασφάλιση διακρίνεται από την κύρια κυρίως επειδή ακολουθεί το κεφαλαιοποιητικό οικονομικό σύστημα και έτσι συνδυάζονται τα πλεονεκτήματα κάθε συστήματος και εξισορροπούν τα μειονεκτήματά τους.
1.3. Οι επιπτώσεις της κρίσης της περιόδου 2010 - 19
Η οικονομική και δημοσιονομική κρίση άλλαξε πολλά πράγματα στην κοινωνική ασφάλιση και επιτάχυνε τις εξελίξεις που κανονικά έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί πολύ νωρίτερα. Σταθμοί στις εξελίξεις αυτές ήταν τα εξής:
• Η κύρια σύνταξη διασπάσθηκε σε δύο τμήματα, ένα χρηματοδοτούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό (βασική σύνταξη) και ένα από τις εισφορές (ανταποδοτική σύνταξη).
• Η επικουρική σύνταξη παρέμεινε διανεμητική, αλλά το άρθρο 39 του Ν 4052/2012, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 78 του Ν 4387/2016, εισήγαγε μια παραλλαγή του διανεμητικού συστήματος που καλείται «νοητή κεφαλαιοποίηση. Ειδικότερα, το κεφάλαιο που κατά πλάσμα δικαίου θα σχηματιζόταν από τις εισφορές και μια ελάχιστη απόδοση, αποτελεί τη βάση υπολογισμού της επικουρικής σύνταξης, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τους δημογραφικούς δείκτες. Η παραλλαγή αυτή εξυπηρετεί στη συγκράτηση των δαπανών για παροχές, διότι οι παροχές υπολογίζονται ως να ήταν το σύστημα κεφαλαιοποιητικό, χωρίς όμως να σχηματίζονται πραγματικά αποθεματικά και να επενδύονται στην οικονομία. Η επιλογή αυτή επιλύει σαφώς το ζήτημα της βιωσιμότητας. Το ζήτημα της επάρκειας της σύνταξης είναι εξεταστέο στο σύνολο των παροχών κύριας
Σελ. 5
και επικουρικής ασφάλισης. Είναι δε αυταπόδεικτο ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, διότι οι προβλέψεις του Ν 4387/2016, όπως τροποποιήθηκαν από τον Ν 4670/2019 σε εκτέλεση της νομολογίας του ΣτΕ (απόφαση Ολ. 1889/2019), ορίζουν ότι με 40 έτη ασφάλισης που απαιτούνται για την πλήρη ανταποδοτική σύνταξη το ποσοστό αναπλήρωσης είναι 50% επί των συντάξιμων αποδοχών. Αν στο ποσό της ανταποδοτικής που προκύπτει προστεθεί και η βασική σύνταξη, ύψους 384 Ευρώ καθώς και η επικουρική σύνταξη, το αποτέλεσμα είναι εξίσου –αν όχι περισσότερο- γενναιόδωρο από το παρελθόν. Συγκεκριμένα οι κύριες συντάξεις όσων έχουν χαμηλές ή μέσες συντάξιμες αποδοχές (έως 1.000 Ευρώ) έχουν μάλλον αυξηθεί, αφού επί 1.000 Ευρώ συντάξιμων αποδοχών ο συνταξιούχος λαμβάνει 500 Ευρώ από την ανταποδοτική σύνταξη, 384 Ευρώ από την βασική, δηλαδή 884 Ευρώ (έναντι των 770 και 700 αντίστοιχα που λάμβανε στο παρελθόν) πλέον της επικουρικής (αν ο ασφαλισμένος επικουρικά ασφαλίζεται), της οποίας το διάμεσο ύψος ανέρχεται σε 198,31 Ευρώ (με βάση τα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ ΑΕ που περιλαμβάνονται στη έκθεση «Ήλιος» του Οκτωβρίου 2021). Επομένως, οι συντάξεις για τα εισοδήματα αυτά είναι υπερανταποδοτικές. Λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία της ΗΔΙΚΑ ΑΕ σχετικά με τη διαστρωμάτωση των συντάξεων, οι μέσες και χαμηλές κύριες συντάξεις τον Οκτώβριο του 2021 ανέρχονται σε 1.222.460 συντάξεις επί συνόλου 1.869.153 είναι σαφές ότι το ασφαλιστικό σύστημα είναι εξόχως προστατευτικό.[2]
• Μια άλλη σημαντική αλλαγή ήταν η πρόβλεψη για πρώτη φορά ταμείων υποχρεωτικής επικουρικής επαγγελματικής ασφάλισης (άρθρ. 36 του Ν 4052/2012). Τα ταμεία αυτά λειτουργούν με το κεφαλαιοποιητικό οικονομικό σύστημα, καθ’ υποκατάσταση του δημόσιου φορέα επικουρικής ασφάλισης, είναι ΝΠΙΔ και διέπονται από το ειδικό θεσμικό πλαίσιο για τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης (ΤΕΑ) το οποίο έχει εισαχθεί στην Ελλάδα από το 2002 σε συμμόρφωση με τις Οδηγίες της ΕΕ για την επαγγελματική ασφάλιση (2003/41/ΕΚ και 2341/2016/ΕΕ). Τα ταμεία αυτά
Σελ. 6
(ΤΕΕΤ, ΕΤΕΑΠΕΠ, ΤΕΑ-ΕΑΠΑΕ, ΤΕΑΥΦΕ)[3] λειτουργούν αποτελεσματικά διότι ήδη πλησιάζουν τον στόχο που είχε τεθεί για 10ετή ανακεφαλαιοποίηση προς εφαρμογή κεφαλαιοποιητικού συστήματος καθορισμένων εισφορών. Ασφαλώς, η μετάβαση από ένα διανεμητικό σύστημα σε ένα κεφαλαιοποιητικό δεν είναι καθόλου ευχερής, διότι στα διανεμητικά συστήματα δεν υφίστανται αποθεματικά και αν υφίστανται είναι ανεπαρκή οπότε το χρηματοδοτικό έλλειμμα κατ’ ανάγκην πρέπει να επιμερισθεί μεταξύ συνταξιούχων και ασφαλισμένων, ώστε να μην επιβαρυνθεί ούτε επωφεληθεί κάποια κατηγορία δυσανάλογα έναντι της άλλης και να διατηρηθεί η βιωσιμότητα και η επάρκεια των παροχών για όλους. Τα Ταμεία αυτά θεωρούνται διφυή νομικά πρόσωπα και ως εκ τούτου οι πράξεις τους σχετικά με την υπαγωγή στην ασφάλιση, τις εισφορές και τις παροχές αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις.
• Τελευταία σημαντική εξέλιξη ήταν η κατάργηση του αυτοτελούς δημόσιου φορέα επικουρικής ασφάλισης (ΝΠΔΔ Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών – ΕΤΕΑΕΠ) και η ένταξή του ως κλάδου επικουρικής ασφάλισης με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κύριας Ασφάλισης e-ΕΦΚΑ (Ν 4670/2020). Η νομοθετική αυτή επιλογή θα μπορούσε να σημαίνει σταδιακή απορρόφηση της επικουρικής σύνταξης από την κύρια.
1.4. Η αναμόρφωση της επικουρικής ασφάλισης το 2021
Ο νομοθέτης το 2019 βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι όσον αφορά στη μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας
Σελ. 7
και την οργάνωση της επικουρικής σύνταξης[4]. Οι επιλογές του εν πολλοίς είναι οι εξής δύο:
• Να επιτρέψει την υποκατάσταση της υποχρεωτικής επικουρικής σύνταξης από την προαιρετική επαγγελματική ασφάλιση. Στην επιλογή αυτή οι κοινωνικοί εταίροι θα είχαν κομβικό ρόλο για την ίδρυση και λειτουργία των ΤΕΑ. Εξάλλου, αν συνάπτονταν συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα ήταν δυνατό να κυρωθούν από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και να καταστούν υποχρεωτικές. Μάλιστα, η ΓΣΕΕ και ο ΣΕΒ, κατά τα αναφερόμενα στον Τύπο, είχαν ξεκινήσει συζητήσεις για το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός πολυκλαδικού Ταμείου μισθωτών. Αν ο νομοθέτης ακολουθούσε την επιλογή αυτή, θα προέβαινε σε εκτεταμένες αλλαγές στη νομοθεσία για την επαγγελματική ασφάλιση. Θα έπρεπε επίσης, να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να επιτρέψει στις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις τη λειτουργία του κλάδου παροχής υπηρεσιών επαγγελματικής ασφάλισης, όπως συμβαίνει σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη με βάση τις Οδηγίες για την επαγγελματική ασφάλιση.
• H δεύτερη νομοθετική επιλογή, η οποία επικράτησε, ήταν να διατηρηθεί η υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση, αλλά να λειτουργήσει από ένα χρονικό σημείο και μετά ως κεφαλαιοποιητική στο πλαίσιο ενός νέου οργανισμού. Οι ασφαλισμένοι πριν από το χρονικό αυτό σημείο και οι συνταξιούχοι να παραμείνουν στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Στην επιλογή αυτή οι κοινωνικοί εταίροι δεν έχουν λόγο στο μέτρο που η ίδρυση και η λειτουργία του συστήματος διέπεται από τον νόμο. Ομοίως η ιδιωτική ασφάλιση δεν έχει πεδίο δραστηριοποίησης, καθώς πρόκειται για νομοθετικής προέλευσης ασφαλιστικό καθεστώς και όχι για επαγγελματική προαιρετική ασφάλιση.
Ακολούθησε ο Ν 4826/2021 «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά: Εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και συναφείς διατάξεις».
Βασική για τη θέσπιση του νόμου ήταν η προεπιλογή του νομοθέτη το καθεστώς επικουρικής ασφάλισης να είναι νομοθετικό, υποχρεωτικό και καθολικό.
Σελ. 8
Η υποκατάσταση της επικουρικής ασφάλισης από την επαγγελματική, δεν ήταν ενδεδειγμένη, διότι το καθεστώς θα ήταν συμβατικής προέλευσης και προαιρετικό και τούτο δεν συνάδει με το ελληνικό Σύνταγμα που, κατά την κρατούσα γνώμη και νομολογία, επιβάλλει η κοινωνική ασφάλιση να οργανώνεται σε δημόσια νομικά πρόσωπα και να είναι νομοθετικής προέλευσης (ΣτΕ Ολ. 5024/1986 σύμφωνα με την οποία η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί δημόσια υπηρεσία με το οργανικό κριτήριο). Η διατήρηση του δημόσιου, υποχρεωτικού και καθολικού χαρακτήρα της επικουρικής ασφάλισης με βάση τις παραδοχές του ΣτΕ σημαίνει δημόσιο νομικό πρόσωπο και νομοθετικό καθεστώς και αυτό ήταν για τον νομοθέτη η συνταγματικά ασφαλής επιλογή.
Επισημαίνεται ότι οι Οδηγίες της ΕΕ για την επαγγελματική ασφάλιση εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής τους τα υποχρεωτικά νομοθετικά καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης στα οποία εφαρμόζονται οι Κανονισμοί για τον συντονισμό της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας των διακινούμενων στην ΕΕ ευρωπαίων πολιτών (βλ. ιδίως τον Κανονισμό 883/2004). Μολονότι, στη δημόσια κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση δεν εφαρμόζονται οι Οδηγίες για την επαγγελματική ασφάλιση, ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να θεσπίσει αντίστοιχες ρυθμίσεις, αν κρίνει ότι αυτές προσιδιάζουν στη φύση και την αποστολή της.
Η μετατροπή του οικονομικού συστήματος από νοητής κεφαλαιοποίησης (παραλλαγή του διανεμητικού συστήματος) σε κεφαλαιοποίηση συνάδει με το Σύνταγμα, γιατί η ασφάλιση παραμένει δημόσια, υποχρεωτική, καθολική και λειτουργεί με βάση τις συνταγματικού επιπέδου αρχές της κοινωνικής ασφάλισης (αναλογιστικές μελέτες, βιωσιμότητα και επάρκεια των παροχών και αλληλεγγύης). Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης επιτυγχάνει να διαφοροποιήσει επαρκώς την κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση από την κύρια και σταδιακά να καταργήσει την επικουρική διανεμητική σύνταξη του e-ΕΦΚΑ. Το ζήτημα της κάλυψης του ελλείμματος για το καταργούμενο διανεμητικό σύστημα απασχόλησε πολύ και η αντιμετώπισή του αναλύεται παρακάτω.
Η διαφοροποίηση του οικονομικού συστήματος επιφέρει και μια σειρά από σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία του νέου Ταμείου, προκειμένου να ανταποκριθεί με επιτυχία στην εκπλήρωση της αποστολής του.
Σελ. 9
Εν κατακλείδι, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν καθιστά την κοινωνική ασφάλιση σε καμία περίπτωση ιδιωτική. Η επικουρική ασφάλιση παραμένει νομοθετικής προέλευσης, υποχρεωτική, καθολική και άρα δημόσια σε αντίθεση με την ιδιωτική ασφάλιση που είναι συμβατικής προέλευσης, προαιρετική και επιλεκτική ως προς τις καλύψεις που παρέχει.
1.5. Συνταξιοδοτικές παροχές, κρατική εγγύηση και περιουσιακό δικαίωμα
Το Κράτος εγγυάται την κοινωνική ασφάλιση στο πλαίσιο της κρατικής μέριμνας κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Η κρατική εγγύηση έχει την έννοια ότι οφείλει να φροντίζει να υπάρχει και να λειτουργεί συνεχώς ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (κύριας και επικουρικής) που καλύπτει τους κοινωνικοασφαλιστικούς κινδύνους για τους εργαζόμενους με επαρκείς παροχές, χρηματοδοτούμενο κυρίως από εισφορές αλλά και από άλλους πόρους όπως για παράδειγμα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η βιωσιμότητα και η επάρκεια είναι αλληλένδετα συνδεδεμένες, δεδομένου ότι η διαχρονική λειτουργία του συστήματος και η χορήγηση επαρκών παροχών προϋποθέτουν αντίστοιχους πόρους. Επομένως, τα οικονομικά της κοινωνικής ασφάλισης στηρίζουν την κοινωνική της αποστολή. Η κρατική μέριμνα στην επικουρική ασφάλιση εκδηλώθηκε το πρώτον το 2012 με την εισαγωγή της νοητής κεφαλαιοποίησης (παραλλαγής του διανεμητικού συστήματος) με σκοπό τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της.
Η κρατική εγγύηση απορρέει από τον δημόσιο χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και διασφαλίζεται με την αυστηρή εποπτεία. Αντικείμενο της εποπτείας είναι οι παροχές της κύριας και της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης να είναι επαρκείς, λαμβανομένων υπόψη των πιθανολογούμενων μελλοντικών οικονομικών δυνατοτήτων του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, του ύψους των συντάξεων που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι μελλοντικοί συνταξιούχοι και της ικανότητας των εν ενεργεία ασφαλισμένων να καταβάλλουν εισφορές χωρίς να εξαντλούνται εισφοροδοτικά. Σε καμία περίπτωση δεν καθιερώνεται εγγύηση του ποσού της σύνταξης που λαμβάνει ο συνταξιούχος ή που προσδοκά να λάβει ο ασφαλισμένος. Η εγγύηση συνοψίζεται στο ότι η σύνταξη, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, θα είναι επαρκής
Σελ. 10
και το σύστημα θα είναι βιώσιμο και για τις παρούσες και για τις μελλοντικές γενεές. Επομένως, η επάρκεια και η βιωσιμότητα, που αποτελούν την ουσία της κρατικής εγγύησης, κρίνονται κάθε φορά ad hoc και δεν αποκλείεται το σημείο ισορροπίας μεταξύ αυτών των αρχών να μετατοπίζεται. Για την εκτίμηση της επάρκειας των παροχών είναι πολύ σημαντικά τα ελάχιστα όρια που θέτουν οι διεθνείς οργανισμοί με συμβάσεις άμεσης εφαρμογής και τις οποίες η Ελλάδα έχει υπογράψει και κυρώσει. Κατά τις αυξημένης, έναντι του κοινού νόμου, τυπικής ισχύος συμβάσεις του ΔΟΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης[5] η επάρκεια κρίνεται για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών (κύρια και επικουρική), ενώ για λόγους δημοσίου συμφέροντος και για προσωρινό χρόνο ακόμη και τα ελάχιστα όρια μπορεί ελαφρώς να υποχωρήσουν.
Η σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα και εφαρμόζεται το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Δεν αποτελεί όμως περιουσιακό δικαίωμα το ποσό του ασφαλισμένου που έχει σχηματισθεί από τις εισφορές που κατέβαλε στον ασφαλιστικό οργανισμό. Ο ασφαλισμένος αποκτά περιουσιακό δικαίωμα όταν θεμελιώσει το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, σύμφωνα με όσα προβλέπει η νομοθεσία του ασφαλιστικού οργανισμού. Επομένως, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα στην επικουρική ασφάλιση δεν αλλάζει κάτι ως προς το πότε υπάρχει περιουσιακό δικαίωμα και πώς προστατεύεται. Το εάν υπάρχει θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα είτε πρόκειται για κεφαλαιοποιητικό σύστημα είτε για διανεμητικό κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο και προϋποθέτει την συμπλήρωση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος και συνακόλουθα τη δυνατότητα του ασφαλισμένου να αξιώσει την παροχή δικαστικά. Η μόνη διαφορά εντοπίζεται, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στην έκταση της προστασίας, καθώς στα διανεμητικά καθεστώτα δεν επιτρέπεται η αδικαιολόγητη μετακύλιση των υποχρεώσεων στις επόμενες γενεές ενώ στα κεφαλαιοποιητικά το ποσό της σύνταξης κατ’ αρχήν
Σελ. 11
προστατεύεται αλλά μπορεί να μειωθεί για λόγους που αφορούν στη φερεγγυότητα και επάρκεια των αποθεματικών.
2. Γενικές αρχές της επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης
Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ενέχει τον κίνδυνο της απώλειας ή μείωσης των αποθεματικών εξαιτίας κακών επενδύσεων ή προβλημάτων της αγοράς και της οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τους ασφαλισμένους και θα ενεργοποιούσε τον εγγυητικό κρατικό μηχανισμό με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι νέος. Έχει απασχολήσει και τη θεωρία και τους διεθνείς οργανισμούς και τα κράτη, ιδίως αυτά που εφαρμόζουν κεφαλαιοποιητικά συστήματα.
• Η πρώτη απάντηση στον προβληματισμό για την ασφάλεια των συντάξεων δίδεται από τους οικονομολόγους και τους διεθνείς οργανισμούς που επισημαίνουν ότι οι ασφαλιστικοί οργανισμοί είναι μακροχρόνιοι επενδυτές με αποτέλεσμα στα 40 έτη ασφάλισης, ακόμη και αν κάποιες χρονιές εμφανίσουν αρνητικές αποδόσεις, και πάλι οι συνολικές αποδόσεις της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης έχουν θετικό πρόσημο. Επίσης, επισημαίνουν ότι σε σύγκριση με τα προβλήματα του διανεμητικού συστήματος, τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα είναι λιγότερο ευαίσθητα στη δημογραφική γήρανση και την ανεργία.
• Η δεύτερη απάντηση δίδεται από τους νομικούς και τους διεθνείς οργανισμούς που εστιάζουν στο θεσμικό πλαίσιο. Τονίζουν ειδικότερα ότι η θέσπιση αυστηρής εποπτείας, επενδυτικών αρχών, κατάλληλου συστήματος διακυβέρνησης και αυξημένες ευθύνες των διοικούντων προφυλάσσει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και από τις κακές επενδύσεις και από τις διακυμάνσεις της αγοράς και της οικονομίας.
Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ιδιαίτερα σημαντική, πέραν της αναλογιστικής λειτουργίας, είναι η επενδυτική λειτουργία συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των επενδυτικών κινδύνων και της λειτουργίας υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου. Ο ασφαλιστικός οργανισμός ενεργεί με βάση κανόνες που προσιδιάζουν σε επενδυτικό οργανισμό κάτι που δεν ισχύει για τα διανεμητικά συστήματα που ακόμη και αν έχουν κάποια αποθεματικά αυτά δεν είναι αξιόλογα σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους. Ενώ η
Σελ. 12
είσπραξη των εισφορών και η χορήγηση των παροχών παραμένουν σημαντικές, οι επενδύσεις και η παρακολούθησή τους επιβάλλουν την εισαγωγή νέων κατάλληλων ρυθμίσεων. Ο νομοθέτης εμπνέεται από συγγενή θεσμικά πλαίσια ενωσιακής προέλευσης και συγκεκριμένα από τη νομοθεσία για την επαγγελματική ασφάλιση και τη νομοθεσία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή και ασφαλιστικών[6].
2.1. Η διάκριση των λειτουργιών
Η τήρηση των κανόνων για τις επενδύσεις στηρίζεται στη διάκριση των λειτουργιών του οργανισμού κεφαλαιοποιητικής επικουρικής σύνταξης και συνακόλουθα στη διάκριση των οργάνων που έχουν τις σχετικές αρμοδιότητες. Η επενδυτική λειτουργία περιλαμβάνει την στρατηγική για τις επενδύσεις, τη διαχείριση των επενδύσεων, τη διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων και τη θεματοφυλακή. Εμπλέκονται στη λειτουργία αυτή όλα τα όργανα του Ταμείου και οι εξωτερικοί του συνεργάτες και συγκεκριμένα το ΔΣ, ο Διευθύνων Σύμβουλος (αν υπάρχει), η Επενδυτική Επιτροπή, ο Διαχειριστής Επενδύσεων, ο Διαχειριστής Επενδυτικών Κινδύνων, ο Αναλογιστής, η Θεματοφυλακή και η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου. Τα όργανα αυτά έχουν διακριτές αρμοδιότητες, υποβάλλουν αναφορές στα άλλα όργανα ή εξωτερικούς συνεργάτες. Το σύστημα της διάκρισης των λειτουργιών συνδέεται και με την υποχρέωση υποβολής τακτικών αναφορών από τα επενδυτικά όργανα προς το ΔΣ, που έχει την τελική ευθύνη εποπτείας του οργανισμού καθώς και στις εποπτικές αρχές. Ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων και οι πολλαπλοί έλεγχοι μεταξύ των οργάνων και από τις εποπτικές αρχές επιτυγχάνουν το ότι δεν συγκεντρώνεται σε ένα όργανο η εξουσία για τις επενδύσεις και οι επιλογές εξετάζονται από περισσότερους και περισσότερες φορές. Με αυτήν την οπτική η διακυβέρνηση των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων έχει εμπνευσθεί από τη διάκριση των εξουσιών που ισχύει στα δημοκρατικά πολιτεύματα.
Σελ. 13
Η κατανομή των αρμοδιοτήτων αποσκοπεί από τη μια να προστατεύσει τον ασφαλιστικό οργανισμό και συνακόλουθα τους ασφαλισμένους του και από την άλλη να προστατεύσει τα εν λόγω όργανα από σφάλματα και ατοπήματα, αφού αυτά μέσω των πολλαπλών ελέγχων, προλαμβάνονται εγκαίρως. Στη διανεμητική επικουρική ασφάλιση το ΔΣ είναι το όργανο στο οποίο συγκεντρώνεται η αποφασιστική αρμοδιότητα για πάσης φύσεως θέματα και δεν υπάρχει αντίστοιχα ανεπτυγμένη επενδυτική λειτουργία ούτε διάκριση των λειτουργιών ενώ η εποπτεία δεν εκτείνεται στα επενδυτικής φύσεως ζητήματα που έχουν εκ των πραγμάτων μικρή σημασία. Η συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων και η έλλειψη πολλαπλών ελέγχων ευνοεί τον κατασταλτικό έναντι του προληπτικού ελέγχου.
2.2. Τα αυξημένα προσόντα των διοικούντων
Η διοίκηση οργανισμών με επενδυτική λειτουργία, όπως ο οργανισμός κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης, προϋποθέτει ότι τα πρόσωπα που ορίζονται μέλη του ΔΣ ή και Διευθύνοντες Σύμβουλοι και φέρουν την τελική ευθύνη για τη σύννομη και καλή λειτουργία τους έχουν υψηλά προσόντα, ώστε να λαμβάνουν νόμιμα και ορθά τις αποφάσεις για τα σημαντικού ύψους αποθεματικά που σχηματίζονται και προορίζονται για συντάξεις των ασφαλισμένων και να ελέγχουν τις υπηρεσίες του Ταμείου. Τα προσόντα αναφέρονται στην επιστημονική κατάρτιση (ιδίως για θέματα επενδύσεων), την εμπειρία, το ήθος, τις ξένες γλώσσες κ.λπ.
Εξάλλου τα όργανα και οι εξωτερικοί συνεργάτες του Ταμείου που αναλαμβάνουν την εκτέλεση κάποιας από τις προαναφερθείσες λειτουργίες πρέπει να διαθέτουν τις κατά νόμο άδειες και πιστοποιήσεις καθώς και επαρκή εμπειρία και κατάλληλο ήθος. Οι άδειες και η πιστοποίηση παρέχονται από τους οικείους επόπτες ή επαγγελματικούς συλλόγους και χωρίς αυτήν δεν μπορεί να ασκηθεί η επαγγελματική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, το μέλος της επενδυτικής επιτροπής πρέπει να έχει την απαιτούμενη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πιστοποίηση κ.ο.κ. Οι πιστοποιήσεις μάλιστα αυτές κατά κανόνα ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι απαιτούμενες γνώσεις των πιστοποιημένων επαγγελματιών είναι επίκαιρες και ανταποκρίνονται στις τρέχουσες επαγγελματικές απαιτήσεις.
Σελ. 14
2.3. Οι αρχές που διέπουν τις επενδύσεις
Η επενδυτική λειτουργία και οι αποδόσεις των επενδύσεων δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εξυπηρετούν την απονομή της επικουρικής σύνταξης μέσω των επενδύσεων, της ανάπτυξης της οικονομίας και συνακόλουθα της αύξησης των συντάξεων. Οι βασικές αρχές που διέπουν τις επενδύσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων είναι η συνετή επενδυτική πολιτική, η διασπορά των επενδυτικών κινδύνων και οι ποιοτικές επενδύσεις, ώστε να μειώνονται οι κίνδυνοι από την κακή επιλογή ή την κακή εξέλιξη ενός επενδυτικού προϊόντος. Αντίστοιχους κανόνες περιλαμβάνει ο Ν 3029/2002 για τις επενδύσεις των ΤΕΑ.
2.4. Η ελεύθερη επιλογή των ασφαλισμένων ως προς τις επενδύσεις
Η υποχρεωτικότητα στην επικουρική κεφαλαιοποιητική κοινωνική ασφάλιση πηγάζει από τη νομοθετική προέλευση του ασφαλιστικού καθεστώτος και αφορά στην υπαγωγή στην ασφάλιση και την πληρωμή των εισφορών. Η υποχρεωτικότητα διασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο εισφορών και συνακόλουθα και παροχών. Κατά τα λοιπά δεν αποκλείεται στον νομοθέτη να χορηγεί δικαίωμα επιλογής στον ασφαλισμένο για άλλα ασφαλιστικά ζητήματα. Ενδεικτικά, ο Ν 4670/2019 έχει επιτρέψει στους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες να επιλέγουν ασφαλιστική κατηγορία των εισφορών για την κύρια και επικουρική σύνταξη που θα λάβουν από τον e-ΕΦΚΑ, επιλέγοντας έμμεσα και το ύψος της συνταξιοδοτικής τους παροχής.
Το θέμα της επιλογής των επενδυτικών προγραμμάτων σε ένα δημόσιο οργανισμό κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης είναι πάντως ιδιαίτερα λεπτό, διότι προϋποθέτει γνώσεις για τα επενδυτικά προϊόντα και στην Ελλάδα η πλειονότητα των ασφαλισμένων δεν έχει τέτοιες γνώσεις. Ωστόσο, η επιλογή μπορεί να γίνεται από επενδυτικά προγράμματα που έχει ήδη επιλέξει ο ασφαλιστικός οργανισμός για τους ασφαλισμένους του και τα οποία πληρούν τις προδιαγραφές που θέτει η νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση, οι νεότερες γενεές αναμένεται να έχουν μεγαλύτερη εξοικείωση με τις επενδύσεις και σταδιακά να υιοθετηθούν περισσότερες επιλογές.
Σελ. 15
2.5. Η ανταποδοτικότητα και η αλληλεγγύη
Η κοινωνική ασφάλιση από πολλούς θεωρητικούς αναφέρεται ως ο συγκερασμός των συνταγματικής περιωπής αρχών της αλληλεγγύης και της ανταποδοτικότητας (ως έκφανση της αναλογικότητας). Η ανταποδοτικότητα στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι αυτονόητη, υπό την έννοια ότι η παροχή συναρτάται με τις καταβληθείσες εισφορές και τις αποδόσεις τους. Η αλληλεγγύη έχει περισσότερες όψεις. Η διαγενεακή αλληλεγγύη δεν νοείται, γιατί προϋποθέτει διανεμητικό σύστημα. Εξάλλου, η αλληλεγγύη εντός της αυτής γενεάς μπορεί να λειτουργήσει στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αλλά σε περισσότερο περιορισμένη έκταση από ότι στο διανεμητικό. Είναι σαφές ότι με την επιλογή της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης η υποστήριξη του εισοδήματος των χαμηλοσυνταξιούχων και όσων συνταξιούχων αντιμετωπίζουν αυξημένες ανάγκες είναι κατά κύριο λόγο ευθύνη της κύριας κοινωνικής ασφάλισης καθώς και του κράτους μέσω παροχών μη ανταποδοτικού χαρακτήρα ή/και προνοιακών καθώς και φορολογικών απαλλαγών. Ενδεικτικά, η κύρια κοινωνική ασφάλιση με τη χορήγηση της βασικής σύνταξης και με επιδόματα, όπως για παράδειγμα τα επιδόματα αναπηρίας, ενισχύει το εισόδημα των συνταξιούχων.
2.6. Η αυξημένη εποπτεία
Η εποπτεία ενός κεφαλαιοποιητικού οργανισμού επικουρικής ασφάλισης (ΤΕΑ ή ΤΕΚΑ) περιλαμβάνει την εποπτεία της νομιμότητας από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, την εποπτεία των αναλογιστικών μελετών από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και το σημαντικότερο, την εποπτεία των επενδύσεων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η διάσπαση της εποπτείας έχει αξιολογηθεί αρνητικά από τις ενώσεις των ΤΕΑ (και των υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης και των προαιρετικής ασφάλισης), κυρίως διότι οδηγεί σε μεγάλες καθυστερήσεις ακόμη και για απλά πράγματα.
Η σύσταση μιας ενιαίας εποπτικής αρχής για την κεφαλαιοποιητική ασφάλιση θα διευκόλυνε το έργο της εποπτείας. Πέραν τούτου, η εποπτεία ενδείκνυται να είναι πρώτα προληπτική και μετά κατασταλτική. Η προληπτική εποπτεία περιλαμβάνει και την παροχή κατευθύνσεων και οδηγιών στους κεφαλαιοποιητικούς οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης. Τούτο
Σελ. 16
είναι περισσότερο αναγκαίο, γιατί το θεσμικό πλαίσιο είναι πολύ πρόσφατο και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, οι συνεργάτες τους, οι ασφαλισμένοι ακόμη και οι ίδιες οι εποπτικές Αρχές δεν έχουν αφομοιώσει τις σημαντικές αλλαγές που έχουν επέλθει. Ενδεικτικά, ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων σχετικά με το επιτρεπτό της αυτοδιαχείρισης των επενδύσεων ταμείου υποχρεωτικής επαγγελματικής - επικουρικής ασφάλισης που υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 2016 δεν είχε απαντηθεί τον Νοέμβριο του 2020 και χρειάσθηκε να υποβληθεί εκ νέου το ερώτημα. Είναι σαφές ότι αν υπήρχε μία ενιαία εποπτεία και μάλιστα με τις εγγυήσεις μιας ανεξάρτητης αρχής θα ήταν περισσότερο αποτελεσματική. Εξάλλου, η δημιουργία ανεξάρτητης αρχής ενδείκνυται γιατί προσιδιάζει στον επιστημονικό και τεχνικό χαρακτήρα των αναλογιστικών μελετών και των επενδύσεων.
3. Το νπδδ ΤΕΚΑ
3.1. Ίδρυση, νομική μορφή και σκοπός
Το ΤΕΚΑ ιδρύθηκε με το άρθρο 4 του Ν 4826/2021 και είναι ΝΠΔΔ υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθώς και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους. Σκοπός του είναι η παροχή επικουρικής σύνταξης στα ασφαλισμένα και δικαιοδόχα πρόσωπα στην περίπτωση επέλευσης του κινδύνου του γήρατος ή της αναπηρίας ή του θανάτου, κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών. Η έναρξη λειτουργίας του ΤΕΚΑ έχει ορισθεί για την 1η.1.2022. Από την έκδοση του Ν 4826/2021 και έως την έναρξη της λειτουργίας του 7μελής Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή με πρόεδρο τη Γενική Γραμματέα Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει αναλάβει να προβεί στις απαιτούμενες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εύρυθμη λειτουργία του.
Ως δημόσιο νομικό πρόσωπο το ΤΕΚΑ έχει τα ουσιαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, απαλλάσσεται από κάθε φόρο και τέλος πλην του ΦΠΑ, του ΕΝΦΙΑ και των φόρων δωρεάς και κληρονομιάς, καθώς και από κάθε παράβολο και κράτηση για τη δικαστική και εξώδικη άσκηση των δικαιωμάτων του (άρθρ. 30). Επίσης, ακολουθεί τις διαδικασίες προμηθειών
Σελ. 17
του Ν 4412/2016 για τις προμήθειες μελετών και έργων άνω των ορίων των άρθρ. 5 και 6 του Ν 4412/2016 (άρθρ. 38 παρ. 1).
3.2. Πρόσωπα που ασφαλίζονται
Τα πρόσωπα που υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΤΕΚΑ είναι όσα αναλαμβάνουν μετά την 1.1.2022 ασφαλιστέα εργασία ή απασχόληση για την οποία θα είχαν έως την ημερομηνία αυτή υποχρέωση ασφάλισης στον κλάδο επικουρικής σύνταξης του e-ΕΦΚΑ. Η διάταξη αυτή προφανώς προτιμήθηκε ως συνοπτικότερη αντί της αναλυτικής περιγραφής όλων των περιπτώσεων υποχρεωτικής ασφάλισης στον κλάδο επικουρικής σύνταξης του e-ΕΦΚΑ. Στο ΤΕΚΑ μπορούν να ασφαλισθούν προαιρετικά: α) οι ήδη ασφαλισμένοι για επικουρική σύνταξη στον e-EΦΚΑ, αν έχουν γεννηθεί από το 1987 και μετά και ασκήσουν το δικαίωμά τους έως την 31.12.2023 και β) όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 35ο έτος της ηλικίας τους και είναι αυτοαπασχολούμενοι υγειονομικοί ή ασφαλισμένοι του πρώην ΟΓΑ ή εξαιρούνται από την υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, αν ασκήσουν το δικαίωμά τους έως τη συμπλήρωση αυτού του ορίου ηλικίας.
Είναι σαφές ότι στο ΤΕΚΑ υπάγονται οι εργαζόμενοι μετά το 2022 και οι εργαζόμενοι νεαρής ηλικίας τους οποίους «αλιεύει» από τον κλάδο επικουρικής διανεμητικής ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Με τον τρόπο αυτό το ΤΕΚΑ αναπτύσσει μια δυναμική, ενώ αντίθετα ο κλάδος επικουρικής ασφάλισης του e-EΦΚΑ κρατά τους συνταξιούχους και τους μεγαλύτερης ηλικίας ασφαλισμένους με σκοπό να «σβήσει» σταδιακά. Το πρόβλημα που ανακύπτει από την σταδιακή απομείωση των πόρων του κλάδου αυτού αντιμετωπίζει το άρθρο 58 του νόμου με δύο σημαντικές ρυθμίσεις:
• Η πρώτη είναι ότι ο κρατικός προϋπολογισμός καλύπτει την απομείωση των πόρων από εισφορές, ώστε να είναι διαχρονικά επαρκείς οι συντάξεις που χορηγεί.
• Η δεύτερη είναι ότι ο υπολογισμός της σύνταξης που παρέχει ο κλάδος επικουρικής ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη τα δημογραφικά δεδομένα και το πλασματικό ποσοστό επιστροφής το οποίο εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές και το οποίο προκύπτει από την ποσοστιαία μεταβολή του αθροίσματος των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων στον κλάδο και των ασφαλισμένων στο ΤΕΚΑ. Με απλά λόγια η σύνταξη του κλάδου επικουρικής ασφάλισης
Σελ. 18
του e-ΕΦΚΑ υπολογίζεται σαν να ασφαλίζονται και οι ασφαλισμένοι του ΤΕΚΑ σε αυτόν. Η ρύθμιση αυτή εκφράζει την αναγκαία για τη μετάβαση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα αλληλεγγύη και τη βούληση του νομοθέτη να στηρίξει και από τον κρατικό προϋπολογισμό τις συντάξεις της διανεμητικής επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να γίνει ομαλά η μετάβαση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα και να δικαιωθούν όλοι οι επικουρικά ασφαλισμένοι επαρκείς παροχές.
3.3. Οι ιδιαιτερότητες του ΤΕΚΑ σε σχέση με τους φορείς διανεμητικής επικουρικής ασφάλισης
3.3.1. Οι αρχές των επενδύσεων και τα επενδυτικά προγράμματα
Τα ποσά των ατομικών λογαριασμών και οι αποδόσεις τους από επενδύσεις αποτελούν περιουσιακά στοιχεία του ασφαλιστικού οργανισμού και με αυτά χρηματοδοτούνται οι συντάξεις. Ο ατομικός λογαριασμός δεν είναι ένας αποταμιευτικός λογαριασμός του ασφαλισμένου. Ο ασφαλιστικός οργανισμός επενδύει τα αποθεματικά με βάση ειδικό θεσμικό πλαίσιο και όχι οι ασφαλισμένοι. Εξάλλου, η επιλογή των ασφαλισμένων νοείται όπως η επιλογή των ασφαλιστικών κατηγοριών των αυτοαπασχολούμενων στην κύρια ασφάλιση, δηλαδή σε προκαθορισμένα εκ του νόμου επενδυτικά προγράμματα.
Το άρθρο 47 του νόμου καθορίζει τη στρατηγική των επενδύσεων στο πλαίσιο των αρχών, της συνετής διαχείρισης, της διασποράς των επενδυτικών μέσων του χαρτοφυλακίου, της επιλογής ποιοτικών επενδύσεων. Τα περιουσιακά στοιχεία επενδύονται πρωτίστως σε ρυθμιζόμενες αγορές και το τμήμα που επενδύεται σε μη ρυθμιζόμενες αγορές παραμένει σε κάθε περίπτωση σε συνετά επίπεδα. Επενδύσεις σε παράγωγα επιτρέπονται μόνο αν συμβάλλουν στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική επενδυτική διαχείριση. Το αποθεματικό παροχών ειδικότερα επενδύεται σε προϊόντα χαμηλού επενδυτικού κινδύνου, κάτι που επιβάλλεται από τις αρχές της συνετής διαχείρισης για να μην κινδυνεύουν οι συνταξιούχοι.
Το ΤΕΚΑ εντάσσει αυτόματα τους ασφαλισμένους του σε προκαθορισμένο επενδυτικό πρόγραμμα κύκλου ζωής το οποίο έχει αξιολογηθεί από το ΔΣ ως το πλέον ενδεδειγμένο για τον μέσο ασφαλισμένο. Το Ταμείο μπορεί να παρέχει περισσότερα επενδυτικά προγράμματα κύκλου ζωής με
Σελ. 19
διαφοροποιημένο επενδυτικό κίνδυνο σε σχέση με το προκαθορισμένο. Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται κατά το άρθρο 62 να επιλέγουν πρόγραμμα ή συνδυασμό προγραμμάτων πέραν του προκαθορισμένου αφού προηγουμένως συμπληρώσουν και υποβάλλουν ερωτηματολόγιο αξιολόγησης και προσδιορισμού ατομικών επενδυτικών χαρακτηριστικών που διατίθεται από το ΤΕΚΑ με βάση το οποίο προτείνεται το πλέον κατάλληλο επενδυτικό πρόγραμμα για τον ασφαλισμένο. Ο ασφαλισμένος μπορεί να επιλέξει διαφορετικό πρόγραμμα από το προτεινόμενο με δήλωσή του στην οποία αναφέρει ότι η επιλογή του πραγματοποιείται με πλήρη γνώση ότι το πρόγραμμα δεν ανταποκρίνεται στην αξιολόγηση και τον προσδιορισμό των ατομικών επενδυτικών του χαρακτηριστικών για κάθε έννομη συνέπεια που απορρέει από την επιλογή του αυτή. Αλλαγή του επενδυτικού προγράμματος είναι δυνατή κάθε τριετία και εντός μηνός από τη συμπλήρωση της τριετίας.
3.3.2. Το βάρος της καθημερινής διαχείρισης έχει ανατεθεί στον διευθύνοντα σύμβουλο
Τα όργανα διοίκησης του ΤΕΚΑ μοιάζουν με τα όργανα διοίκησης μιας δημόσιας επιχείρησης καθώς προβλέπεται 6μελές ΔΣ για πενταετή θητεία και Διευθύνων Σύμβουλος με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση για χρονική διάρκεια 6 ετών που μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.
Τα προσόντα και του ΔΣ και του Διευθύνοντος Συμβούλου είναι ιδιαίτερα υψηλά. Απαιτείται επιστημονική κατάρτιση, σημαντική εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις για να ασκούν χρηστή και συνετή διαχείριση προς εκπλήρωση των σκοπών του Ταμείου. Τα κωλύματα διορισμού, τα ασυμβίβαστα και η υποχρέωση αυτών να απέχουν από τη διαχείριση υποθέσεων του ΤΕΚΑ στην περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ρυθμίζονται ειδικά στον νόμο με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 72 του Ν 4622/2019 σχετικά με τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που πρέπει να τηρήσουν. Αντίστοιχα για τις κυρώσεις γίνεται παραπομπή στο άρθρο 74 του ιδίου νόμου.
Η βούληση του νομοθέτη να διασφαλίσει την αξιοκρατική επιλογή του ΔΣ προκύπτει από το ότι γίνεται δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος και ακολουθεί προεπιλογή από 5μελές Συμβούλιο Επιλογής, το οποίο αποτελείται από τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τον Πρόεδρο του ΑΣΕΠ, τον Γενικό Διευθυντή
Σελ. 20
του ΟΔΔΗΧ και ένα καθηγητή ΑΕΙ που ειδικεύεται στην κοινωνική ασφάλιση και αυτό προεπιλέγει τα μέλη του ΔΣ. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων επιλέγει από διπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τις θέσεις που είναι προς πλήρωση και ορίζει τον Πρόεδρο από τον κατάλογο αυτό, με πρόσθετη διασφάλιση την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής. Πρόκειται για μια διαδικασία που δίδει έμφαση στα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και όχι απλώς στην ιδιότητα των υποψηφίων ως μελών αντιπροσωπευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή ενώσεων συνταξιούχων ή ενώσεων εργοδοτών, όπως γίνεται συνήθως στην κοινωνική ασφάλιση. Τούτο δικαιολογείται από τις αυξημένες απαιτήσεις της επενδυτικής λειτουργίας του ΤΕΚΑ. Εξάλλου, η παραδοσιακή συμμετοχή των εκπροσώπων των ασφαλισμένων, συνταξιούχων και εργοδοτών δεν είναι συνταγματικής περιωπής ούτε επιβάλλεται από κάποια διεθνή σύμβαση ενόψει του ότι πρόκειται για δημόσιο νομικό πρόσωπο για το οποίο λογοδοτεί ο εποπτεύων Υπουργός στη Βουλή των Ελλήνων. [7]
Ο Διευθύνων Σύμβουλος πρέπει να έχει τα προσόντα του άρθρου 24 πολλά από τα οποία είναι κοινά με των μελών του ΔΣ. Ωστόσο, επιπρόσθετα πρέπει να διαθέτει σε ισχύ πιστοποιητικό καταλληλότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της ΤτΕ που αντιστοιχεί τουλάχιστον στην παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίων. Τον Διευθύνοντα Σύμβουλο αναπληρώνει στέλεχος του ΤΕΚΑ που κατέχει το ίδιο πιστοποιητικό. Οι ρυθμίσεις αυτές καταδεικνύουν ότι η επενδυτική λειτουργία είναι ύψιστης σημασίας για το ΤΕΚΑ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος επιλέγεται κατόπιν δημόσιας πρόσκλησης ενδιαφέροντος και συγκεκριμένα το ΔΣ προεπιλέγει τους 3 επικρατέστερους υποψήφιους και ο εποπτεύων Υπουργός επιλέγει έναν από αυτούς.