ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Από τη Θεωρία στην Πράξη
- Εκδοση: 5η 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 290
- ISBN: 978-960-654-160-5
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το «Ασφαλιστικό Δίκαιο - Από Τη Θεωρία Στην Πράξη» αποτελεί μια σύντομη αλλά περιεκτική επισκόπηση του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης. Το βιβλίο εξηγεί τα χαρακτηριστικά, τη φύση, τις διακρίσεις και τους κοινούς κανόνες για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ αναλύει τα διάφορα είδη ασφάλισης, όπως ασφάλιση ζημιών, ασφάλιση ζωής, ασφάλιση αστικής ευθύνης, ασφάλιση D&O, ασφάλιση μεταφορών, αντασφάλιση κ.λπ. Επιπλέον, το έργο εξηγεί τις γενικές αρχές της κρατικής εποπτείας της ασφάλισης και τους κανόνες λειτουργίας τους στο πλαίσιο του καθεστώτος Solvency II.
Το έργο απευθύνεται σε φοιτητές και νομικούς που ασχολούνται με δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης.
Πρόλογος | Σελ. VII |
Κυριότερες συντομογραφίες | Σελ. XI |
ΤΜΗΜΑ Ι | |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ | |
1. Ασφάλιση και ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο | |
1.1. Έννοιες | Σελ. 3 |
1.1.Α. Το ασφαλιστικό δίκαιο | Σελ. 3 |
1.2. Η βασική νομοθεσία | Σελ. 4 |
1.2.Α. Η νομοθεσία της ασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 4 |
1.2.Β. Η νομοθεσία της ασφαλιστικής επιχείρησης και της κρατικής εποπτείας | Σελ. 7 |
1.2.Γ. Η νομοθεσία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και την διανομή ασφαλιστικών προϊόντων | Σελ. 9 |
1.2.Δ. Λοιπή νομοθεσία | Σελ. 9 |
1.3. Ασφαλιστική οικονομία και ασφαλιστικό δίκαιο | Σελ. 10 |
1.4. Κοινωνική και ιδιωτική ασφάλιση | Σελ. 11 |
1.5. Εποπτευόμενες και μη εποπτευόμενες ασφαλιστικές εργασίες | Σελ. 12 |
1.6. Εμπορικός ανταγωνισμός | Σελ. 13 |
1.7. Το ασφαλιστικό δίκαιο ως δίκαιο ειδικό | Σελ. 14 |
1.8. Η ορολογία και βιβλιογραφία του ασφαλιστικού δικαίου | Σελ. 16 |
1.9. Ιστορικά | Σελ. 17 |
ΤΜΗΜΑ ΙΙ | |
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ | |
2. Ασφαλιστική σύμβαση - Γενικά θέματα - Ένταξή της στο δικαιϊκό σύστημα | |
2.1. Χαρακτηριστικά και μορφές | Σελ. 21 |
2.1.Α. Χαρακτηριστικά, νομική φύση | Σελ. 21 |
2.1.Α.α. Ο κίνδυνος | Σελ. 21 |
2.1.Α.β. Λοιπά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον κίνδυνο | Σελ. 22 |
2.1.Α.γ. Νομική φύση | Σελ. 22 |
2.1.Α.δ. Η φύση των διατάξεων του ΑσφΝ | Σελ. 23 |
2.1.Β. Μορφές της ασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 24 |
2.2. Αλληλασφάλιση και αντασφάλιση - Διακρίσεις της ασφαλιστικής από την αντασφαλιστική σύμβαση | Σελ. 26 |
2.2.Α. Αλληλασφαλιστικές συμβάσεις | Σελ. 26 |
2.2.Β. Αντασφαλιστικές συμβάσεις | Σελ. 26 |
2.3. Ασφαλιστής, αντασφαλιστής, λήπτης της ασφάλισης, ασφαλισμένος, δικαιούχος του ασφαλίσματος, αντασφαλισμένος | Σελ. 28 |
2.4. Ευρωπαϊκό ασφαλιστικό και ασφαλιστικό διεθνές δίκαιο | Σελ. 30 |
2.4.Α. Ευρωπαϊκό ασφαλιστικό δίκαιο | Σελ. 30 |
2.4.Β. Ασφαλιστικό διεθνές δίκαιο | Σελ. 30 |
2.5. Επίλυση των διαφορών και αρμόδια δικαστήρια | Σελ. 32 |
3. Διακρίσεις και είδη των ασφαλιστικών συμβάσεων | |
3.1. Ασφάλιση κατά ζημιών και ασφάλιση ποσού | Σελ. 35 |
3.2. Ασφάλιση προσώπων και ασφάλιση μη προσώπων - Aσφάλιση ζωής | Σελ. 37 |
3.3. Ασφάλιση υλικών ζημιών πραγμάτων και ασφάλιση άλλων περιουσιακών ζημιών | Σελ. 38 |
3.3.Α. Ασφάλιση πραγμάτων | Σελ. 38 |
3.3.Β. Ασφάλιση περιουσιακών ζημιών μη πραγμάτων | Σελ. 39 |
3.4. Ασφάλιση ενεργητικού και ασφάλιση παθητικού | Σελ. 41 |
3.5. Χερσαία και θαλάσσια ασφάλιση | Σελ. 42 |
3.6. Προαιρετικές και υποχρεωτικές ασφαλίσεις | Σελ. 42 |
3.7. Ατομικές και ομαδικές ασφαλίσεις | Σελ. 44 |
3.7.Α. Ατομικές ασφαλίσεις | Σελ. 44 |
3.7.Β. Ομαδικές ασφαλίσεις | Σελ. 44 |
3.8. Διακρίσεις ανάλογα του κλάδου για τον οποίο χορηγείται η άδεια άσκησης εργασιών σε ασφαλιστική επιχείρηση | Σελ. 45 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ | |
ΚΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ | |
4. Οι βασικοί γενικοί κανόνες της ασφαλιστικής σύμβασης | |
4.1. Σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 47 |
4.1.Α. Γένεση της νομικής δέσμευσης των μερών | Σελ. 47 |
4.1.Β. Σύναψη της σύμβασης από απόσταση | Σελ. 48 |
4.2. Οριστική και προσωρινή ασφαλιστική σύμβαση | Σελ. 49 |
4.3. Έναρξη, διάρκεια, παράταση, ανανέωση, λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 50 |
4.3.Α. Διακρίσεις της έναρξης | Σελ. 50 |
4.3.Β. Διακρίσεις της διάρκειας | Σελ. 51 |
4.3.Γ. Παράταση και ανανέωση της σύμβασης | Σελ. 52 |
4.3.Δ. Λήξη και ματαίωση της σύμβασης (εναντίωση, υπαναχώρηση) | Σελ. 54 |
4.3.Δ.α. Συμβατικοί και νόμιμοι λόγοι λήξης της σύμβασης | Σελ. 54 |
4.3.Δ.β. Ματαίωση της σύμβασης μετά από άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης λόγω μη χορήγησης πληροφοριών | Σελ. 55 |
4.3.Δ.γ. Ματαίωση της σύμβασης λόγω άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης | Σελ. 55 |
4.4. Ασφαλιστικό ποσό | Σελ. 55 |
4.5. Ασφαλιστήριο και ασφαλιστικοί όροι | Σελ. 57 |
4.5.Α Το ασφαλιστήριο | Σελ. 57 |
4.5.Α.α. Το ασφαλιστήριο ως αποδεικτικό έγγραφο | Σελ. 57 |
4.5.Α.β. Η μνεία των δικαιωμάτων εναντίωσης | Σελ. 59 |
4.5.Α.γ. Σαφήνεια του κειμένου | Σελ. 60 |
4.5.Α.δ. Ασφαλιστήριο ως αξιόγραφο | Σελ. 60 |
4.5.Β. Οι ασφαλιστικοί όροι | Σελ. 61 |
4.5.Β.α. Γενικά χαρακτηριστικά | Σελ. 61 |
4.5.Β.β. Παθολογία των ασφαλιστικών όρων | Σελ. 62 |
4.6. Ασφάλιση για λογαριασμό | Σελ. 64 |
4.7. Το ασφάλιστρο | Σελ. 67 |
4.8. Ο ασφαλιστικός κίνδυνος | Σελ. 68 |
4.8.Α. Ασφαλιστικός και μη ασφαλιστικός κίνδυνος | Σελ. 68 |
4.8.Β. Ασφαλιστικός κίνδυνος στην αναδρομική ασφάλιση | Σελ. 69 |
4.8.Γ. Έλλειψη και περιορισμοί του κινδύνου | Σελ. 70 |
4.8.Δ. Ασφαλιστικός κίνδυνος και ασφαλιστική περίπτωση | Σελ. 71 |
4.9. Εκχώρηση της απαίτησης για ασφάλισμα | Σελ. 72 |
4.9.Α. Συμβατική | Σελ. 72 |
4.9.Β. Εκ του νόμου | Σελ. 73 |
4.10. Διαδοχή στην ασφαλιστική σχέση | Σελ. 73 |
4.11. Παραγραφή | Σελ. 74 |
5. Ειδικότερα: Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων - Eξαιρέσεις και έκταση κάλυψης | |
5.1. Υποχρεώσεις του ασφαλιστή | Σελ. 75 |
5.1.Α. Καταβολή του ασφαλίσματος | Σελ. 75 |
5.1.B. Υποχρεώσεις άλλων χρηματικών καταβολών | Σελ. 76 |
5.1.Γ. Έκδοση και παράδοση του ασφαλιστηρίου και των ασφαλιστικών όρων | Σελ. 76 |
5.1.Δ. Παρεπόμενες γενικές υποχρεώσεις | Σελ. 77 |
5.2. Ειδικότερα: Καταναλωτής ασφαλισμένος και υποχρέωση πληροφόρησής του | Σελ. 79 |
5.2.Α. Οι τρεις βαθμίδες προστασίας του λήπτη της ασφάλισης | Σελ. 79 |
5.2.Β. Ειδικότερα: Οι υποχρεώσεις πληροφόρησης | Σελ. 80 |
5.2.Β.α. Κατά το προσυμβατικό στάδιο | Σελ. 80 |
5.2.Β.β. Κατά την διάρκεια της σύμβασης | Σελ. 81 |
5.2.Β.γ. Λοιπά θέματα | Σελ. 81 |
5.2.Γ. Η γλώσσα του ασφαλιστηρίου | Σελ. 82 |
5.3. Υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης | Σελ. 82 |
5.3.Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις (υποχρεώσεις, ασφαλιστικά βάρη, η θέση του ασφαλισμένου-μη λήπτη της ασφάλισης) | Σελ. 82 |
5.3.Α.α. Υποχρεώσεις | Σελ. 82 |
5.3.Α.β. Νόμιμα και συμβατικά ασφαλιστικά βάρη | Σελ. 82 |
5.3.Α.γ. Η θέση του ασφαλισμένου που δεν είναι λήπτης της ασφάλισης | Σελ. 84 |
5.3.Β. Νόμιμα ασφαλιστικά βάρη | Σελ. 85 |
5.3.Β.α. Προσυμβατικές ανακοινώσεις - «αποκάλυψη» των στοιχείων του κινδύνου | Σελ. 85 |
5.3.Β.β. Ανακοινώσεις κατά την διάρκεια της σύμβασης | Σελ. 91 |
5.3.Β.γ. Ασφαλιστικές υποχρεώσεις, βάρη και έννομες σχέσεις μετά την επέλευση του κινδύνου | Σελ. 93 |
5.3.Γ. Συμβατικά ασφαλιστικά βάρη | Σελ. 96 |
5.4. Εξαιρέσεις και έκταση της κάλυψης | Σελ. 98 |
5.4.Α. Εξαιρέσεις | Σελ. 98 |
5.4.Α.α. Οι εξαιρέσεις του ΑσφΝ (νόμιμες εξαιρέσεις) | Σελ. 98 |
5.4.Α.β. Σχετικές εξαιρέσεις | Σελ. 99 |
5.4.Α.γ. Απόλυτες εξαιρέσεις | Σελ. 100 |
5.4.Α.δ. Εξαιρέσεις που σχετίζονται με το πρόσωπο του λήπτη | Σελ. 100 |
5.4.Α.ε. Καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη | Σελ. 101 |
5.4.Β. Έκταση και αντικείμενο της κάλυψης | Σελ. 101 |
ΤΜΗΜΑ ΙΙI | |
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ | |
Ασφάλιση κατά ζημιών | |
6. Γενικοί κανόνες της ασφάλισης περιουσιακών ζημιών | |
6.1. Η αποκατάσταση των ζημιών κατά το ασφαλιστικό δίκαιο | Σελ. 105 |
6.1.Α. Αποζημίωση και ασφαλιστική ζημιά | Σελ. 105 |
6.1.Β. Διαφορές από την αποκατάσταση των ζημιών κατά το αδικοπρακτικό δίκαιο | Σελ. 106 |
6.1.Β.α. Αποκατάσταση μεμονωμένων ζημιών και αποκατάσταση του συνόλου της ζημιάς | Σελ. 106 |
6.1.Β.β. Διαφορετικοί τρόποι περιορισμού και υπολογισμού της αποζημίωσης | Σελ. 106 |
6.1.Β.γ. Αποζημιωτικός χαρακτήρας της ασφάλισης ζημιών - Απαγόρευση του πλουτισμού | Σελ. 107 |
6.1.Β.δ. Αιτιώδης σύνδεσμος | Σελ. 108 |
6.2. Ασφαλιστικό συμφέρον | Σελ. 109 |
6.2.Α. Σε ευρεία και σε στενή έννοια | Σελ. 109 |
6.2.Β. Ασφάλιση ιδίου και ξένου συμφέροντος | Σελ. 111 |
6.2.Β.α. Ασφάλιση ιδίου συμφέροντος | Σελ. 111 |
6.2.Β.β. Ασφάλιση ξένου συμφέροντος | Σελ. 112 |
6.3. Η ασφαλιστική αξία | Σελ. 113 |
6.3.Α. Έννοια | Σελ. 113 |
6.3.Β. Ασφαλιστική αξία ως βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος | Σελ. 114 |
6.3.Β.α. Aρχική και τελική αξία | Σελ. 114 |
6.3.Β.β. Η αντικειμενική αξία των πραγμάτων κατά τον ΑσφΝ | Σελ. 115 |
6.3.Β.γ. Συμβατικές αποκλίσεις από την αρχή της καταβολής ασφαλίσματος στη βάση της αντικειμενικής αξίας των πραγμάτων - Γενικά | Σελ. 116 |
6.3.Β.δ. Ειδικότερα: Συμβατική αποτίμηση, αξία νέου για παλιό | Σελ. 117 |
6.4. Υπασφάλιση και υπερασφάλιση | Σελ. 118 |
6.4.Α. Υπασφάλιση | Σελ. 118 |
6.4.Α.α. Ο αναλογικός κανόνας | Σελ. 118 |
6.4.Α.β. Διακρίσεις από συγγενή συμβατικά μορφώματα | Σελ. 119 |
6.4.Β. Υπερασφάλιση | Σελ. 119 |
6.5. Ανοικτή ασφάλιση | Σελ. 120 |
7. Επιμέρους θέματα: Ι. Ασφάλιση με περισσότερους ασφαλιστές (πολλαπλή ασφάλιση) | |
7.1. Συνασφάλιση | Σελ. 122 |
7.1.Α. Γενικά | Σελ. 122 |
7.1.Β. Γνήσια και μη γνήσια συνασφάλιση | Σελ. 123 |
7.1.Γ. Ενωσιακή συνασφάλιση | Σελ. 123 |
7.2. Διαδοχική και διπλή ασφάλιση | Σελ. 124 |
8. Επιμέρους θέματα: ΙΙ. Ασφαλιστού υποκατάσταση | |
8.1. Προϋποθέσεις της υποκατάστασης | Σελ. 125 |
8.2. Περιορισμοί του δικαιώματος | Σελ. 126 |
8.2.Α. Οι νεωτερισμοί του ΑσφΝ (άρθ. 14, παρ. 2) | Σελ. 126 |
8.2.Β. Υποκατάσταση κατά του Δημοσίου | Σελ. 127 |
8.2.Γ. Περιορισμοί της υποκατάστασης και απαλλαγή του ασφαλιστή λόγω υπαίτιας πρόκλησης του κινδύνου | Σελ. 127 |
8.3. Περισσότεροι υπόχρεοι προς αποκατάσταση της ζημιάς | Σελ. 129 |
8.4. Ειδικότερα: Υποκατάσταση στην ασφάλιση προσώπων | Σελ. 129 |
8.5. Εφαρμοστέο δίκαιο | Σελ. 130 |
8.6. Παραγραφή της αξίωσης του ασφαλιστή κατά του τρίτου | Σελ. 130 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ | |
ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑσφΝ | |
9. Εισαγωγικά | Σελ. 131 |
10. Ειδικά θέματα ασφαλίσεων πραγμάτων | |
10.1. Ασφάλιση πυρός και συναφών κινδύνων | Σελ. 132 |
10.1.Α. Περιεχόμενο | Σελ. 132 |
10.1.Β. Λοιπές αιτίες ζημιών που καλύπτονται από την ασφάλιση πυρός | Σελ. 133 |
10.1.Γ. Αποκλεισμός της κάλυψης | Σελ. 134 |
10.1.Δ. Η αιτία που προξένησε την επέλευση του κινδύνου | Σελ. 134 |
10.1.Ε. Χρόνος έναρξης της κάλυψης | Σελ. 135 |
10.2. Ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων | Σελ. 135 |
10.2.Α. Έκταση εφαρμογής | Σελ. 135 |
10.2.Β. Κάλυψη «όλων των κινδύνων» | Σελ. 136 |
10.2.Γ. Η θέση του λήπτη της ασφάλισης | Σελ. 137 |
10.2.Δ. Βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος | Σελ. 138 |
11. Ειδικά θέματα ασφάλισης ζημιών μη πραγμάτων - Εισαγωγικά | Σελ. 139 |
12. Οι σημαντικότερες ασφαλίσεις ζημιών μη πραγμάτων | |
12.1. Ασφάλιση διακοπής λειτουργίας επιχείρησης | Σελ. 140 |
12.2. Ασφάλιση πιστώσεων και εγγυήσεων | Σελ. 140 |
12.2.Α. Ασφάλιση πιστώσεων | Σελ. 140 |
12.2.Β. Ασφάλιση εγγυήσεων | Σελ. 141 |
12.3. Ασφάλιση περιβαλλοντικών ζημιών και ασφάλιση εσοδείας | Σελ. 142 |
12.3.Α. Ασφάλιση περιβαλλοντικών ζημιών | Σελ. 142 |
12.3.Β. Ασφάλιση εσοδείας | Σελ. 143 |
12.4. Ασφάλιση βοήθειας | Σελ. 144 |
12.5. Ασφάλιση εμπιστοσύνης | Σελ. 144 |
12.6. Ασφάλιση μισθωτικού κινδύνου | Σελ. 145 |
12.7. Ασφάλιση νομικής προστασίας | Σελ. 145 |
12.7.Α. Έννοια - Περιεχόμενο | Σελ. 145 |
12.7.Β. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις | Σελ. 146 |
13. Μικτές ασφαλίσεις | Σελ. 146 |
14. Ασφαλίσεις αστικής ευθύνης | |
14.1. Ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης | Σελ. 147 |
14.1.Α. Οι δαπάνες που καλύπτονται | Σελ. 147 |
14.1.Β. Η ευθύνη που καλύπτεται | Σελ. 148 |
14.1.Γ. Η διάρκεια ευθύνης του ασφαλιστή | Σελ. 149 |
14.2. Ασφαλίσεις επαγγελματικής αστικής ευθύνης και άλλων ειδικών περιπτώσεων | Σελ. 150 |
14.3. Υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης - Γενικά | Σελ. 152 |
15. Ειδικότερα: Ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων | |
15.1. Εισαγωγικά | Σελ. 153 |
15.2. Πρόσωπα που υπάγονται στην υποχρέωση ασφάλισης | Σελ. 154 |
15.3. Πρόσωπα που δεν υπάγονται στην υποχρέωση ασφάλισης | Σελ. 154 |
15.4. Οχήματα και κυκλοφορία που δεν υπάγεται στην κάλυψη | Σελ. 155 |
15.5. Ζημιές για τις οποίες δεν ευθύνεται ο ασφαλιστής έναντι των ζημιωθέντων τρίτων | Σελ. 155 |
15.5.Α. Περιπτώσεις που ο οδηγός επιλήφθηκε «αυτογνωμόνως» το αυτοκίνητο | Σελ. 155 |
15.5.B. Πρόσωπα ζημιωθέντων που δεν θεωρούνται τρίτοι | Σελ. 156 |
15.6. Περιορισμοί ως προς την έκταση της υποχρεωτικά καλυπτόμενης αστικής ευθύνης | Σελ. 156 |
15.7. Οι συμβατικές σχέσεις ασφαλιστή-ασφαλισμένου | Σελ. 157 |
15.7.Α. Η εγγυητική και η συμβατική ευθύνη του ασφαλιστή | Σελ. 157 |
15.7.Β. Εξαιρέσεις και ασφαλιστικά βάρη | Σελ. 159 |
15.8. Παραγραφή | Σελ. 160 |
15.9. Κυρώσεις για τη μη τήρηση της υποχρέωσης προς ασφάλιση | Σελ. 160 |
15.10. Ασφαλιστήριο / Βεβαίωση ασφάλισης | Σελ. 161 |
15.11. Επικουρικό Κεφάλαιο ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων | Σελ. 161 |
15.12. Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης - Πράσινη κάρτα. Διακρατική κυκλοφορία αυτοκινήτων | Σελ. 162 |
15.12.Α. Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης - Πράσινη κάρτα | Σελ. 162 |
15.12.Β. Ειδικότερα: το αναγωγικό δικαίωμα του Γραφείου Διεθνούς Ασφάλισης | Σελ. 163 |
15.12.Γ. Ζητήματα διακανονισμού ζημιών από την διακρατική κυκλοφορία αυτοκινήτων | Σελ. 163 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ | |
Η ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ | |
16. Θεσμοί του δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης | |
16.1. Αποζημιωτικός χαρακτήρας | Σελ. 165 |
16.2. Διάρκεια | Σελ. 166 |
16.3. Πρόκληση του κινδύνου | Σελ. 166 |
16.4. Υπολογισμός του ασφαλίσματος | Σελ. 166 |
16.5. Το ασφάλιστρο | Σελ. 167 |
16.6. Τρέχουσα ασφάλιση, συνασφάλιση | Σελ. 167 |
16.7. Εγκατάλειψη αντικειμένων της θαλάσσιας ασφάλισης στον ασφαλιστή | Σελ. 167 |
17. Ρυθμισμένα είδη θαλάσσιας ασφάλισης | |
17.1. Ασφάλιση σώματος πλοίου | Σελ. 168 |
17.2. Ασφάλιση φορτίου | Σελ. 169 |
17.3. Ασφάλιση ναύλου, ελπιζόμενου κέρδους | Σελ. 170 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ | |
ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ | |
18. Γενικοί κανόνες | |
18.1. Ασφάλιση προσώπων, ζωής, ποσού και επενδυτικές ασφαλίσεις | Σελ. 173 |
18.2. Παρεκκλίσεις από τις γενικές διατάξεις του δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης | Σελ. 174 |
18.3. Ασφάλιση προσώπων για ίδιο και για ξένο λογαριασμό | Σελ. 176 |
19. Ασφάλιση επί της ζωής | |
19.1. Ασφάλιση θανάτου και επιβίωσης | Σελ. 177 |
19.1.Α. Ασφάλιση θανάτου και επιβίωσης του λήπτη της ασφάλισης | Σελ. 177 |
19.1.Β. Ασφάλιση θανάτου τρίτου και ασφάλιση για λογαριασμό | Σελ. 179 |
19.1.Γ. Έγγραφη συναίνεση στην ασφάλιση θανάτου τρίτου | Σελ. 180 |
19.1.Δ. Ειδικότερα ζητήματα | Σελ. 180 |
19.1.Δ.α. Ορισμός δικαιούχου στην ασφάλιση θανάτου | Σελ. 180 |
19.1.Δ.β. Αυτοκτονία του προσώπου του κινδύνου | Σελ. 182 |
19.1.Δ.γ. Επαναγορά (εξαγορά) | Σελ. 183 |
20. Επενδυτικές ασφαλίσεις | |
20.1. Γενικά | Σελ. 183 |
20.2. Διαχείριση συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων | Σελ. 184 |
20.3. Ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις | Σελ. 185 |
21. Ασφάλιση ατυχημάτων | Σελ. 187 |
22. Ασφάλιση ασθενειών | Σελ. 188 |
23. Διαρκής ασφάλιση ασθένειας | Σελ. 188 |
ΤΜΗΜΑ ΙV | |
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ - ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ | |
24. Η κρατική εποπτεία επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων | |
24.1. Αντικείμενο κρατικής εποπτείας | Σελ. 191 |
24.2. Εποπτευόμενα πρόσωπα | Σελ. 194 |
24.2.Α. Οι επιχειρήσεις | Σελ. 194 |
24.2.Β. Εποπτεία (αντ)ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο | Σελ. 194 |
24.2.Γ. Οι μέτοχοι | Σελ. 195 |
25. Βασικοί όροι και κανόνες λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων | |
25.1. Εισαγωγικά | Σελ. 196 |
25.2. Γενικές προϋποθέσεις χορήγησης άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα (από ελληνικές επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις επιχειρήσεων τρίτων χωρών) | Σελ. 196 |
25.3. Άρνηση χορήγησης και ανάκληση άδειας λειτουργίας | Σελ. 198 |
25.4. Συνέπειες της ανάκλησης λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης | Σελ. 199 |
25.5. Τεχνικές προβλέψεις | Σελ. 200 |
25.6. Αποτίμησης στοιχείων του ενεργητικού/ ίδια κεφάλαια/ασφαλιστική εκκαθάριση | Σελ. 202 |
26. Η ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση | |
26.1. Άδεια σύστασης και λειτουργίας | Σελ. 205 |
26.2. Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση | Σελ. 205 |
26.2.Α. Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας/ΚΑΦ | Σελ. 205 |
26.2.Β. Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση/ΕΚΑ | Σελ. 207 |
26.3. Διοίκηση/βασικές λειτουργίες/ευθύνη | Σελ. 208 |
27. Μη ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις | |
27.1. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών | Σελ. 208 |
27.2. Ενωσιακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις | Σελ. 209 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ | |
ΑΛΛΗΛΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ. ΠΑΡΟΧΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΕΩΝ | |
28. Αλληλασφαλιστική επιχείρηση | Σελ. 211 |
29. Αντασφαλιστική επιχείρηση | Σελ. 212 |
30. Πάροχοι Επαγγελματικών Συνταξιοδοτήσεων (ΠΕΣ) | |
30.1. Γενικές ρυθμίσεις | Σελ. 214 |
30.2. Χρηματοοικονομική κατάσταση των ΠΕΣ | Σελ. 216 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ | |
ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ | |
31. Κοινοί κανόνες για όλα τα είδη διαμεσολαβούντων | |
31.1. Εισαγωγή | Σελ. 217 |
31.2. Πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων | Σελ. 218 |
31.3. Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας | Σελ. 220 |
31.4. Εγγραφή στο μητρώο / Ασυμβίβαστα | Σελ. 220 |
31.5. Τραπεζοασφαλιστικές δραστηριότητες | Σελ. 222 |
31.6. Κανόνες δεοντολογίας/πληροφορίες/υποχρεώσεις σχετικά με το ασφάλιστρο και ασφάλισμα/πρότυπα διανομής, διασταυρούμενες πωλήσεις | Σελ. 222 |
32. Κατηγορίες των διαμεσολαβούντων | |
32.1. Εισαγωγικά | Σελ. 225 |
32.2. Ασφαλιστικός πράκτορας / συντονιστής ασφαλιστικών πρακτόρων | Σελ. 225 |
32.3. Μεσίτης ασφαλίσεων | Σελ. 227 |
32.4. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ελευθερία εγκατάστασης | Σελ. 228 |
32.5. Επενδυτικά προϊόντα που βασίζονται σε ασφάλιση | Σελ. 229 |
32.6. Κυρώσεις | Σελ. 230 |
Παράρτημα Νομοθεσίας | Σελ. 233 |
Ενιαίο αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 253 |
Σελ. 1
ΤΜΗΜΑ Ι
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σελ. 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
1. Ασφάλιση και ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο
1.1. Έννοιες
1.1.Α. Το ασφαλιστικό δίκαιο
1Ασφαλιστικό δίκαιο είναι το σύνολο των νομικών κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τα εξής:
α) Τις σχέσεις μεταξύ αφενός του ασφαλιστή (που είναι η Ασφαλιστική Επιχείρηση ή ΑσφΕ) και αφετέρου του λήπτη της ασφάλισης (δηλ. του συμβαλλόμενου με την ΑσφΕ σε μία ασφαλιστική σύμβαση), του ασφαλισμένου (που, όμως, δεν είναι ο ίδιος ή μόνο ο ίδιος και λήπτης της ασφάλισης) και του απλώς δικαιούχου της παροχής του ασφαλιστή (που δεν είναι ασφαλισμένος ούτε λήπτης της ασφάλισης). Οι κανόνες αυτοί μαζί με τη νομολογία και τη νομική φιλολογία αποτελούν το κατά κυριολεξία (ή σε στενή έννοια) δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης.
β) Την ίδρυση και λειτουργία των ΑσφΕ, τους κανόνες πρόσβασης των επιχειρήσεων αυτών στις αγορές, καθώς και την κρατική εποπτεία επ’ αυτών.
γ) Την διανομή ασφαλιστικών προϊόντων, την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, τους κανόνες πρόσβασης των επιχειρήσεων αυτών στις αγορές, καθώς και την κρατική εποπτεία επ’ αυτών.
δ) Την ίδρυση και λειτουργία των παρόχων επαγγελματικών συντάξεων (IORPs), τους κανόνες πρόσβασης των επιχειρήσεων αυτών στις αγορές, την κρατική εποπτεία επ’ αυτών, καθώς και τις σχέσεις με τα μέλη τους (οι κανόνες αυτοί αποτελούν ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο μόνο σε ευρεία έννοια).
ε) Την ίδρυση και λειτουργία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είναι φορείς άσκησης του κατά κυριολεξία (ή σε στενή έννοια) δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, την κρατική εποπτεία επ’ αυτών και τις σχέσεις τους με τους ασφαλισμένους τους/δέκτες κοινωνικοασφαλιστικής παροχής.
στ) Την ίδρυση και λειτουργία των φορέων της σε ευρεία έννοια κοινωνικής ασφάλισης (που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου), την κρατική εποπτεία επ΄ αυτών, τις σχέσεις τους με τους ασφαλισμένους τους, καθώς και τα δικαιώματα
Σελ. 4
των τελευταίων, όταν αυτές οι δραστηριότητες δεν εμπίπτουν σ’ αυτές που ασκούνται από παρόχους επαγγελματικών συντάξεων.
Να σημειωθεί ότι δεν είναι ασφαλιστικό δίκαιο το σύνολο του νομικού περιβάλλοντος της επιχείρησης ιδιωτικής ασφάλισης, όπως λ.χ. η πλουσιότατη νομολογία των αυτοκινητικών ατυχημάτων, η οποία μόνο σε ένα μικρό μέρος άπτεται θεμάτων ασφαλιστικού δικαίου, παρόλο που εμπλέκεται στις ένδικες διαφορές, σχεδόν πάντα, μια ασφαλιστική επιχείρηση και μερικές φορές το Επικουρικό Κεφάλαιο ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων.
2Tο δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης είναι το σημαντικότερο τμήμα του ασφαλιστικού δικαίου από την άποψη του βάθους και της έκτασης της νομικής καλλιέργειας και αποτελεί βασικό τμήμα της επιστήμης του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου και επιπλέον μέρος του βασικού κορμού του συμβατικού δικαίου, ενώ το δίκαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης, της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και των διαμεσολαβούντων είναι το σημαντικότερο τμήμα του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου που ενδιαφέρει την ασφαλιστική βιομηχανία. Και με τα δύο ως άνω τμήματα του ασφαλιστικού δικαίου θα ασχοληθούμε στο παρόν, κυρίως όμως με το πρώτο. Τέλος, η κοινωνική ασφάλιση δεν είναι ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, ενώ το δίκαιο των παρόχων επαγγελματικών συντάξεων, αν και είναι ένας κλάδος που υπόσχεται ότι θα έχει στο άμεσο μέλλον πολύ μεγάλη διάδοση, έχει προς το παρόν μηδαμινή επιστημονική επεξεργασία στην Ελλάδα.
1.2. Η βασική νομοθεσία
1.2.Α. Η νομοθεσία της ασφαλιστικής σύμβασης
3Το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης βασίζεται στο νόμο 2496/97 για την ασφαλιστική σύμβαση (Ασφαλιστικός Νόμος ή ΑσφΝ) που είναι ένα αμιγώς ελληνικό, σύγχρονο, πρωτοπόρο ευρωπαϊκό νομοθέτημα που μάλιστα διάταξή του αναφέρεται στην αλλοδαπή βιβλιογραφία ως πρότυπο της νέας γερμανικής νομοθεσίας για την ασφαλιστική σύμβαση του 01.01.2008, ενώ την κεντρική ιδέα και άλλων διατάξεών του περιέχουν τόσο ο νέος γερμανικός νόμος όσο και άλλες νεότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες και το κορυφαίο ευρωπαϊκό έργο “PEICL” (για το οποίο βλ. στον επόμενο αρ. περιθ.). Η αρχική νομοθεσία κατάγονταν από την εποχή της σύστασης του ελληνικού Κράτους και ήταν μετάφραση αντίστοιχου τμήματος του γαλλικού Εμπορικού Κώδικα του 1807 που περιείχε ο ελληνικός Εμπορικός Νόμος του 1835 (ΕμπΝ), που ισχύει μέχρι σήμερα, αν και ελάχιστες πλέον ρυθμίσεις του δεν έχουν αντικατασταθεί/τροποποιηθεί. Ακολούθως, το 1910 νόμος αντικατέστησε το γαλλικό κείμενο με τη μετάφραση του αντίστοιχου τμήματος του ιταλικού Εμπορικού Κώδικα του 1882. Ο ιταλικός Εμπορικός Κώδικας καταργήθηκε με την εισαγωγή του ιταλικού Αστικού Κώδικα το 1942 (που τροποποίησε και τους κανόνες του ιταλικού δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης), αλλά οι διατάξεις του για την ασφαλιστική
Σελ. 5
σύμβαση διατηρήθηκαν ως τμήμα του ελληνικού ΕμπΝ μέχρι την 17.11.1997, όταν αντικαταστάθηκαν από τον ΑσφΝ.
Η νομοθεσία για την ασφαλιστική σύμβαση σε άλλα κράτη της Ευρώπης είναι πολύ αναλυτική, με λεπτομερείς ρυθμίσεις και, σε όλες τις μεγαλύτερες και πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης έχει εξελιχθεί σε ένα κορυφαίο αυτοτελή μεγάλο κλάδο του ιδιωτικού δικαίου που έχει καλλιεργηθεί από πληθώρα ειδικών νομικών περιοδικών, άρθρων, μονογραφιών, ερμηνευτικών έργων, νομολογία, επιστημονικών συνεδρίων κ.λπ.
Μετά τη ριζική ανανέωση του ελληνικού δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης που επέφερε ο ΑσφΝ, ακολούθησαν και άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες με μία επίσης ριζική ανανέωση της σχετικής τους νομοθεσίας. Πριν την εισαγωγή του ΑσφΝ, το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης αποτελούσε τμήμα του ΕμπΝ, καθόσον ο γαλλικός Εμπορικός Νόμος, απ’ όπου κατάγεται ο ελληνικός, ρύθμιζε τη σύμβαση αυτή ως μία από τις βασικές δραστηριότητες των εμπόρων. Για το λόγο αυτό η ελληνική νομική επιστήμη εντάσσει το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης σε ένα από τα τμήματα που απαρτίζουν το Εμπορικό Δίκαιο. Κράτη της ανατολικής Ευρώπης κυρίως αλλά, μεταξύ άλλων, και η Ιταλία, εντάσσουν τους κανόνες για την ασφαλιστική σύμβαση στο Ειδικό Ενοχικό του Αστικού τους Κώδικα, αλλά τούτο οφείλεται στην παράδοση και όχι στη μη αναγνώριση της ιδιαιτερότητας που απέκτησε, της μεγάλης εξειδίκευσης και της εκτεταμένης ρύθμισης που πρέπει να έχει το δίκαιο αυτό για να έχει την αναγκαία νομοθετική επάρκεια. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα (το πρώτον μετά την εισαγωγή του ΑσφΝ), η Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ελβετία και Αυστρία, προβλέπουν ειδική νομοθεσία για τον κλάδο αυτό του δικαίου.
Σε διεθνές και ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρατηρείται μία τάση σύγκλισης των βασικών αρχών και θεσμών του δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης. Εν τούτοις, αυτή η τάση στην Ευρώπη παρατηρείται κυρίως μόνο στα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά συστήματα δικαίου όπου ανήκει και το ελληνικό. Στα συστήματα αυτά η νομοθεσία διακρίνεται σε χώρες όπου έχουν λακωνικές ρυθμίσεις (όπως λ.χ. η Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία) και σε εκείνες που έχουν αναλυτικές (όπως λ.χ. η Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία).
4Τα τελευταία χρόνια εισάχθηκε σε ευρωπαϊκό και προς το παρόν μόνο ακαδημαϊκό επίπεδο ένα σύνολο διατάξεων που αποτελούν τις «αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου για την ασφαλιστική σύμβαση» (Principles of European Insurance Contract Law - PEICL) και περιλαμβάνει όλες τις ασφαλιστικές συμβάσεις με εξαίρεση, στην παρούσα φάση, την θαλάσσια ασφάλιση και την αντασφάλιση[1]. Το PEICL επέχει θέσει ειδικού σε σχέση με το γενικό που είναι το PECL (Principles of European Contract
Σελ. 6
Law). Και τα δύο κείμενα αποτελούν καρπούς της ευρωπαϊκής προσπάθειας, προοδευτικής σύγκλισης του βασικού κορμού του ιδιωτικού δικαίου των Κρατών μελών με την δημιουργία, στην παρούσα φάση, κοινού πλαισίου αναφοράς (Common Frame of Reference - CFR) όπως είναι για το ευρωπαϊκό δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης το PEICL και για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων το PECL. Πάντως η ομάδα ευρωπαίων ακαδημαϊκών του προγράμματος “Restatement of European Insurance Contract Law”, που συνέταξε το PEICL το θεωρεί κατάλληλο για έναν προαιρετικό Κανονισμό που, αν υιοθετηθεί από τις ευρωπαϊκές Αρχές, θα εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου θα το επιλέξουν ασφαλιστής και λήπτης της ασφάλισης και, εφόσον επιλεγεί, θα υπερισχύει ακόμα και των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του εθνικού δικαίου, οιουδήποτε Κράτους μέλους της ΕΕ (Ένωσης), ενώ οι διατάξεις του δεν θα μπορούν πλέον να τροποποιηθούν με τη σύμβαση σε βάρος των συμφερόντων των ασφαλισμένων, καθότι περιέχουν μόνο τις προστατευτικές υπέρ αυτών διατάξεις, με εξαίρεση ασφαλιστικές συμβάσεις που αφορούν τους μεγάλους κινδύνους, όπως τους προσδιορίζει και χαρακτηρίζει έτσι το ενωσιακό δίκαιο. Θα υπάρχει έτσι η δυνατότητα διασυνοριακής εντός της Ένωσης διασυνοριακών πωλήσεων κοινών, εξ επόψεως νομικών κανόνων που τα διέπουν, ασφαλιστικών προϊόντων, που θα διέπονται δηλ. από την ίδια νομοθετική ρύθμιση και δεν θα απαιτείται να τροποποιούνται κάθε φορά για να πωληθούν από Κράτος-μέλος σε Κράτος-μέλος, πράγμα που γίνεται σήμερα. Η διασυνοριακή κυκλοφορία ασφαλιστικών προϊόντων εμποδίζεται σήμερα, μεταξύ άλλων και από τις υπάρχουσες 27 διαφορετικές εθνικές νομοθεσίες, δηλ. τόσες όσα τα Κράτη μέλη και, κάθε φορά που θέλει να προωθήσει ένα προϊόν μία ενωσιακή ασφαλιστική επιχείρηση σε άλλο Κράτος-μέλος, πρέπει να το προσαρμόζει σύμφωνα με την αναγκαστικού (ή ημιαναγκαστικού υπέρ των ασφαλισμένων) νομοθεσία του διαφορετικού αυτού Κράτους μέλους. Όλες αυτές οι εθνικές νομοθεσίες παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις μεταξύ τους ως προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που διέπουν το δίκαιο της ασφαλιστικής τους σύμβασης και, έτσι, αποτελούν ένα εμπόδιο στην εφαρμογή ενιαίων ασφαλιστικών όρων για όλα τα Κράτη της ΕΕ Την αντικατάσταση όλων αυτών των εθνικών κανόνων με ενοποιημένο στο επίπεδο προστασίας των ασφαλισμένων ευρωπαϊκό δίκαιο επιδιώκει το PEICL ως σχέδιο Κανονισμού, αλλά σε προαιρετική βάση. Είναι έτσι φανερό ότι το σχέδιο προορίζεται να γίνει ένα κομμάτι ευρωπαϊκής νομοθεσίας μεγάλης σημασίας και πέραν της Ευρώπης, αφού οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι πρωτοπόρες στην παγκόσμια αγορά και θα επηρεάσει σε μεγάλη έκταση το σύγχρονο συμβατικό ασφαλιστικό δίκαιο. Το PEICL που έχει δημοσιευτεί σε όλες τις ευρωπαϊκές και σε πολλές άλλες γλώσσες (βλ. ελληνική μετάφραση στην ηλ. διεύθυνση www.uibk.ac.at/zivilrecht/restatement/) δεν απέχει από τις αρχές και τη φυσιογνωμία του ΑσφΝ, πλην όμως έχει πολύ λεπτομερέστερες ρυθμίσεις. Αν εκδοθεί ως προαιρετικός Κανονισμός, θα αποτελεί το «δεύτερο» –μετά τον ΑσφΝ– νομοθετικό καθεστώς του ελληνικού δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης, ενώ αν δεν καταλήξει σε Κανονισμό, θ’ αποτελεί, όπως σήμερα, το «κοινό πλαίσιο αναφοράς» του δικαίου της ευρωπαϊκής ασφαλιστικής σύμβασης, όπως έχει αποφασιστεί από τα ενωσιακά όργανα, και άρα θα διατηρήσει τη τεράστια σημασία του.
1.2.Β. Η νομοθεσία της ασφαλιστικής επιχείρησης και της κρατικής εποπτείας
5Το ελληνικό δίκαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης βασίζεται στο Ν 4364/2016, οι διατάξεις του οποίου στην συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μεταφορά της Οδηγίας 2009/138 σχετικά με την «ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης», που ονομάζεται «Φερεγγυότητα ΙΙ» (“Solvency II”), η οποία έχει περιλάβει όλες τις μέχρι την εισαγωγή της ισχύουσες εποπτικής φύσης 13 αμιγώς ασφαλιστικές Οδηγίες (καταργώντας και τροποποιώντας τις) προς τις οποίες είχε εναρμονιστεί το ελληνικό δίκαιο, που ο ενωσιακός νομοθέτης, προς διάκριση, ονόμασε Solvency I. Έτσι, ο Ν 4364/2016, είναι ο Νόμος για την Εποπτεία Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (σε ακρωνύμιο ΝΕΑΕ) της Ελλάδας που αντικατέστησε το μέχρι την 1.1.2016 σε ισχύ ΝΔ 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως», που με την σειρά του ήταν εξέλιξη του προϊσχύσαντος ΚΝ 1023/1917. Περιλαμβάνει το νομοθέτημα αυτό κυρίως τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις και όρους, με τους οποίους επιτρέπεται ν’ ασκείται η ασφαλιστική δραστηριότητα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και από ελληνικές ΑσφΕ που δραστηριοποιούνται σε άλλα Κράτη μέλη της Ένωσης και των τριών μελών του ΕΟΧ (Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν) που δεν είναι μέλη αυτής. Οι ρυθμίσεις του εστιάζονται κατά πρώτο λόγο στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, στις τεχνικές προβλέψεις και στα ίδια κεφάλαια των αδειοδοτημένων ή μελλόντων να αδειοδοτηθούν από την εποπτική Αρχή, που είναι η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις (που σημειώτεον ότι μέχρι στιγμής ελληνική αμιγώς αντασφαλιστική επιχείρηση δεν υπάρχει) ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν άμεσα από τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτουν. Πρόκειται για τις λεγόμενες ποσοτικές απαιτήσεις που χαρακτηρίζονται ως ο πρώτος πυλώνας του συστήματος Solvency IΙ που αντιστοιχεί, αλλά διαφέρει ριζικά στην μεθοδολογία, στις χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις του προ της 1.1.2016 καθεστώτος. Εστιάζονται επίσης οι ρυθμίσεις του ΝΕΑΕ στο λεγόμενο σύστημα διακυβέρνησης της ΑσφΕ, όπως στην καταλληλότητα των μελών της διοίκησής της, στον εσωτερικό έλεγχο, στην αναλογιστική λειτουργία, στην διαχείριση των κινδύνων και στις εξουσίες της ΤτΕ να επεμβαίνει. Πρόκειται για τις λεγόμενες ποιοτικές απαιτήσεις που χαρακτηρίζονται ως ο δεύτερος πυλώνας του συστήματος Solvency IΙ. Ο τρίτος πυλώνας είναι οι διατάξεις που αφορούν την δημόσια πληροφόρηση, την δημοσιοποίηση, δηλαδή πληροφοριών προς το ευρύ κοινό και στις εποπτικές Αρχές και την τόνωση έτσι της διαφάνειας. Πέραν των ρυθμίσεων που αποτελούν τους τρεις πυλώ-
Σελ. 8
νες του συστήματος Solvency IΙ, που ακολουθεί το σύστημα της Βασιλείας ΙΙ των τριών πυλώνων εποπτείας των τραπεζών, οι ρυθμίσεις του ΝΕΑΕ περιλαμβάνουν πλήρη σειρά διατάξεων όπως σχετικά με την αδειοδότηση, την λειτουργία της επιχείρησης, την μεταβίβαση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, τις συμβατικές πληροφορίες προς τους λήπτες της ασφάλισης που πρέπει να δίδουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τους ελεγκτές, την ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών εντός της Ένωσης, ρυθμίσεις για τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές τρίτων Χωρών, αλλά και ζητήματα ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, νομικής προστασίας, με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, με τις επιχειρήσεις σε οικονομική δυσχέρεια, με την εξυγίανση και την εκκαθάριση. Η νέα άκρως εκτενής νομοθεσία που εισάγει ο ΝΕΑΕ αποτελεί μέρος του νέου ευρωπαϊκού εποπτικού «συστήματος Solvency IΙ» και συγκεκριμένα το πρώτο επίπεδο αυτού, όπως το κατατάσσει το ενωσιακό δίκαιο. Το δεύτερο επίπεδο είναι οι «Εκτελεστικοί Κανονισμοί», που ως Κανονισμοί είναι άμεσα εφαρμοστέοι (μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 29) και οι Αποφάσεις (μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 4), που αφορούν ειδικότερα θέματα και συγκεκριμενοποίηση των διατάξεων της Οδηγίας (άρα και του ΝΕΑΕ), καθόσον η Οδηγία είναι μόνο «Οδηγία πλαίσιο» και οι διατάξεις της έχουν κυρίως χαρακτήρα αρχών, ώστε υπάρχει ανάγκη δευτερογενών ρυθμίσεων. Το σύστημα Solvency IΙ ολοκληρώνεται με το επίπεδο που μπορούμε να πούμε ότι περιλαμβάνει τα ρυθμιστικά και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, το επίπεδο των συμβουλών των επιτροπών εμπειρογνωμόνων που συμβάλλουν στην ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου εποπτείας των ΑσφΕ και το τελευταίο επίπεδο που αποτελεί την εποπτεία που ασκεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Επιτροπή) με σκοπό την στενή συνεργασία των Κρατών μελών και την ενιαία εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στον τομέα ασφάλιση.
Ήδη πριν την ριζική αντικατάσταση του μέχρι την 1.1.2016 νομοθετικού πλαισίου μία πλειάδα ενωσιακών Οδηγιών, αλλά και εθνικών τροπολογιών/προσθηκών, είχαν αλλοιώσει πλήρως τον αρχικό χαρακτήρα του νομοθετήματος, το είχαν πολλαπλασιάσει σε όγκο, και κατά το κύριο και μεγαλύτερο μέρος του, ήταν εναρμονισμένο με το ενωσιακό δίκαιο. Λιγοστές διατάξεις είχαν διατηρηθεί όπως στην αρχική τους έκδοση, γιατί αφορούσαν θέματα που βρίσκονταν εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου εναρμόνισης. Εντούτοις και αυτές οι διατάξεις είχαν ανάγκη προσαρμογής προς το αλλαγμένο περιβάλλον, γιατί, ως είχαν, δημιουργούσαν δυσχέρειες ερμηνευτικές, ενώ οδηγούν σε ορισμένα σημεία και σε λύσεις εκτός των ενωσιακών στόχων. Επιπλέον η εναρμόνιση παρουσίαζε ελλείψεις και έπασχε σε πλείστα σημεία ως προς τη νομοθετική της βάση, γιατί, ενώ η διαδικασία εναρμόνισης είχε γίνει με προεδρικά διατάγματα (όχι με νόμους, κυρίως μέχρι το 2009), με τα οποία η Διοίκηση δεν μπορούσε κατ΄ αρχήν να εισάγει ρυθμίσεις πέραν αυτών που προβλέπουν οι Οδηγίες, διάφορα ΠΔ εναρμόνισης και ιδίως το ΠΔ 252/96 που εναρμόνισε μεταξύ άλλων τις κρίσιμες Οδηγίες β’ και γ’ γενιάς ζημιών και ζωής, περιείχαν μία πληθώρα «νομοθετικών πρωτοβουλιών» που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι βρίσκονταν εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης, γιατί προέβαιναν και σε ρυθμίσεις που βρίσκονται πέραν των αναγκών της εναρμόνισης. Όμως η επείγουσα ανάγκη εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας επιτεύχθηκε μερικά, γιατί έγινε με την πλήρη κατάργησή της και αντικατάστασή της με την Οδηγία Solvency IΙ, η οποία ναι μεν ρυθμίζει την μεγάλη πλειοψηφία των διατάξεων που διέπουν την ΑσφΕ και εντάσσονται σε αυτό που εννοούμε δίκαιο της κρατικής εποπτείας της ιδιωτική ασφάλισης, πλην όμως εισάγονται μόνο στα πλαίσια επίτευξης του ενωσιακών αρχών που αφορούν θέματα σχετικά με την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης, με αποτέλεσμα να παραλειφθούν από χρήσιμες μέχρι αναγκαίες διατάξεις εθνικού/μη εναρμονισμένου δικαίου ή να μην εισαχθούν με ευκαιρία της μεγάλης αλλαγής, ενώ άλλες που εισάχθηκαν να μην εναρμονίζονται επαρκώς με το λοιπό κείμενο.
1.2.Γ. Η νομοθεσία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και την διανομή ασφαλιστικών προϊόντων
6Η νομοθεσία για την διανομή ασφαλιστικών προϊόντων εισάχθηκε με τον Ν 4583 /2018 που τέθηκε σε ισχύ την 18.12,2018 και εναρμόνισε τη νομοθεσία προς την νέα Οδηγία 97/2016 για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων, που αντικατέστησε την προηγούμενη 2002/92. Η νέα νομοθεσία σκοπεί στην διεύρυνση της προστασίας των ασφαλισμένων με κριτήριο κυρίως την γνώση και τις δεξιότητες των φυσικών προσώπων που πράγματι προβαίνουν σε εργασίες διανομής και έρχονται σε επαφή με τους πελάτες και όχι τόσο με κριτήριο την επαγγελματική ιδιότητα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, καθώς και με πρόβλεψη μίας σειράς προϋποθέσεων ενημέρωσης, καθοδήγησης και συμβουλής των πελατών που πρέπει να τηρούν. Σε ενωσιακό επίπεδο δημιουργείται έτσι ένα ευρύτατο πλέγμα ρυθμίσεων, που δεν είναι μόνο η νέα Οδηγία και ο Ν 4583/2018, αλλά και μια σειρά από Πράξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τραπέζης της Ελλάδος (ΠΕΕ ΤτΕ), 5 Κανονισμοί της Επιτροπής και μια σειρά από Κατευθυντήριες Γραμμές της EIOPA.
1.2.Δ. Λοιπή νομοθεσία
7Μικρή σημασία έχει το τμήμα του κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου (κινδ) του 1958 που αντικατέστησε το περί θαλάσσιας ασφάλισης τμήμα του Εμπορικού Νόμου που, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν μετάφραση του γαλλικού Εμπορικού Κώδικα (του 1807) και τελεί σε σχέση ειδικού προς το γενικό δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης που είναι ο ΑσφΝ. Τούτο γιατί κατά κανόνα στις ναυτικές διαφορές, που αφορούν ελληνικά συμφέροντα, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι ναυτασφαλιστικές, συνήθως συμφωνείται η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου και εφαρμόζονται στερεότυπα κείμενα/πρότυπα συμβάσεων με διεθνή αναγνωρισιμότητα που παραμερίζουν του κανόνες του κινδ, καθότι επιτρέπεται με συμφωνία ο παραμερισμός τους (κατά κανόνα οι διατάξεις του κινδ είναι ενδοτικού δικαίου, σε αντίθεση με τις διατάξεις του ΑσφΝ).
Σελ. 10
Αντίστροφα, μεγάλη σημασία έχει ο ΚΝ 489/76 για την υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων. Όμως οι βασικές του ρυθμίσεις αφορούν τα δικαιώματα των ζημιωθέντων και ζητήματα σχετικά με την υποχρέωση για σύναψη ασφάλισης, καθώς και με το εύρος των καλύψεων που πρέπει να έχει αυτή, και όχι με τη σχέση ασφαλιστή-λήπτη ασφάλισης, που είναι το αντικείμενο του δικαίου της ασφαλιστικής σύμβασης. Ορισμένες παρατηρήσεις που έγιναν αμέσως πιο πάνω για το ΝΔ 400/70 ισχύουν και για τον ΚΝ 489/76.
Η συμβατική σχέση λήπτη της ασφάλισης και ασφαλιστή, καθώς και η λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης διέπονται επίσης από πλήθος γενικών και ειδικών διατάξεων διαφόρων νομοθετημάτων, λ.χ. ο Αστικός Κώδικας, ο νόμος για τις ανώνυμες εταιρίες, ο νόμος για την προστασία του καταναλωτή, ο κώδικας αεροπορικού δικαίου και ένας αριθμός επί μέρους διατάξεων, που αφορούν την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, την ρύθμιση θεμάτων εφαρμοστέου δικαίου και δικαιοδοσίας των δικαστηρίων επί θεμάτων ιδιωτικής ασφάλισης, διατάξεις που επιβάλλουν σε πρόσωπα, όταν ασκούν ορισμένες δραστηριότητες, να έχουν συνάψει ασφάλιση αστικής ευθύνης (υποχρεωτικές ασφαλίσεις αστικής ευθύνης) κ.λπ.
1.3. Ασφαλιστική οικονομία και ασφαλιστικό δίκαιο
8Ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης στην Εθνική Οικονομία είναι μεγάλος. Με την κύρια δραστηριότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων υλοποιείται η μετάθεση των κινδύνων που απειλούν μεμονωμένα ή μη πρόσωπα/ επιχειρήσεις σε μια πολύ μεγάλη «κοινωνία ατόμων», πράγμα που συνεπάγεται την αντικατάσταση ορισμένων αρνητικών οικονομικών συνεπειών του «τυχαίου» με το ασφάλιστρο ή αλλιώς την μερική κοινωνικοποίηση του τυχαίου, ενώ συγχρόνως συμβάλλει η δραστηριότητα αυτή στη διατήρηση της λαϊκής περιουσίας και στη συγκέντρωση αναγκαίων κεφαλαίων για επενδύσεις. Στην Ελλάδα, οι ΑσφΕ έχουν 14 δις € επενδεδυμένα κεφάλαια, παρά το κατά πολύ χαμηλότερο του μέσου όρου της Ένωσης ποσοστό συμμετοχής των ασφαλίστρων επί του ΑΕΠ (2, 19% περίπου).
Οι ΑσφΕ ανήκουν στον ευρύτερο τομέα των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται όλο και περισσότερο σημαντική η επενδυτική δραστηριότητα/υπηρεσία των ΑσφΕ, ενώ οι ενωσιακοί κανόνες έχουν διευρύνει την δυνατότητα επιχειρηματικών συμμετοχών με τα εποπτικά κεφάλαιά τους. Αλλά και εξ επόψεως θεσμικού πλαισίου ρυθμίσεις σχετικά με την επάρκεια κεφαλαίων και με τις επενδύσεις συγκλίνουν σε όλες τις επιχειρήσεις του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα τραπεζικά ιδρύματα, οι επενδυτικές επιχειρήσεις και οι ΑσφΕ, που απαρτίζουν τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, λόγω των ομοιοτήτων των υπηρεσιών τους πρέπει κατά την κρατούσα άποψη διεθνώς να εποπτεύονται από ένα ενιαίο εποπτικό όργανο και όχι από δύο, την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή τρία όπως ίσχυε παραδοσιακά πριν την μεταφορά της Εποπτικής Αρχής επί της Ιδιωτικής Ασφάλισης στην ΤτΕ. Η ειδοποιός διαφορά της ασφαλιστικής παροχής από τις παροχές των λοιπών επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι το στοιχείο του κινδύνου των συμβαλλομένων τους που μετατίθεται στην ασφαλιστική επιχείρηση. Όμως στις ασφαλίσεις προσώπων μπορεί να υπάρχει εν μέρει ή εν όλω και επενδυτική δραστηριότητα, ενώ στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος και πάλι η ΑσφΕ πρέπει να επενδύει κεφάλαια των πελατών της (ασφάλιστρα), όπως κάνουν και τα δύο άλλα είδη των επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα.
9Ο ρόλος της νομικής θεωρίας και πράξης στην ιδιωτική ασφάλιση είναι ιδιαίτερα σημαντικός και πάντως σημαντικότερος απ’ ό,τι συμβαίνει στις συνήθεις οικονομικές δραστηριότητες, πράγμα που υπογραμμίζει και τη σημασία του ειδικού δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης. Η παροχή του ασφαλιστή, δηλ. η κάλυψη των πελατών του κατά κινδύνων, αλλά και η επενδυτική υπηρεσία που παρέχει πολλές φορές (μικτή ή αμιγής), βασίζεται σε μία υπόσχεση. Και ναι μεν κάθε παροχή υπηρεσιών βασίζεται σε σύμβαση, όμως στην ασφάλιση οι συμβατικοί όροι και μόνο διαμορφώνουν και την υπηρεσία και αποτελούν κρίσιμο συστατικό στοιχείο του περιεχομένου της. Οι «όροι και οι προϋποθέσεις» που δημιουργούν τα λεγόμενα ασφαλιστικά προϊόντα, δηλ. τα προκατασκευασμένα/ ημιπροκατασκευασμένα είδη καλύψεων που διανέμονται και που είναι εκατοντάδες και μερικά ιδιαίτερα πολύπλοκα, διαμορφώνονται και διαφοροποιούνται μεταξύ τους από τους συμβατικούς όρους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «ο μηχανισμός του ασφαλιστικού προϊόντος» είναι οι συμβατικοί όροι και τα διάφορα μορφώματα καλύψεων. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται διεθνώς η ασφάλιση ως «νομικό προϊόν» (legal product). Αλλά και η λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης και η κρατική εποπτεία είναι ένα πλέγμα κανόνων δικαίου. Το κύριο «προϊόν» του ασφαλιστή είναι μία υπόσχεση, η οποία, για το λόγο ότι είναι υπόσχεση, θωρακίζεται με νομικούς κανόνες που εξασφαλίζουν την δυνατότητα του ασφαλιστή, πάντοτε και ανά πάσα στιγμή να μπορεί να καταβάλλει την παροχή που υποσχέθηκε, αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση.
1.4. Κοινωνική και ιδιωτική ασφάλιση
10Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί και αυτή, όπως η ιδιωτική, μετάθεση του κινδύνου που απειλεί πρόσωπα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Σε αντίθεση όμως με την ιδιωτική, ασφαλισμένα είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, ενώ η μετάθεση του κινδύνου γίνεται με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στην ιδιωτική ασφάλιση. Επίσης έχει και η ασφάλιση αυτή σε μερικές περιπτώσεις ομοιότητες με την επενδυτική δραστηριότητα της ιδιωτικής. Η κατά κυριολεξία κοινωνική ασφάλιση παρέχεται κατά κανόνα από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (κυρίως από τον ΕΦΚΑ), η δε ασφαλιστική σχέση γεννάται αυτόματα «εκ του νόμου», με την έννοια ότι γεννάται υπέρ των προσώπων εκείνων που συνδέονται με τον εργοδότη με σχέση εργασίας ή ασκούν ένα επάγγελμα. Δηλ. δεν απαιτείται να συναφθεί ασφαλιστική σύμβαση. Είναι εκδήλωση της κοινωνικής αποστολής του Κράτους και βασίζεται στο λεγόμενο «διανεμητικό σύστημα» και στην αρχή της «αλληλεγγύης», αντίθετα απ’ ό,τι η ιδιωτική που βασίζεται στο λεγόμενο «κεφαλαιοποιητικό σύστημα». Συνεπώς, δεν απαιτείται στην κοι-
Σελ. 12
νωνική ασφάλιση να υπάρχει κεφάλαιο διαθέσιμο από τον φορέα της για να διανεμηθεί, αλλά (μπορούν να) παρέχονται οι κοινωνικοασφαλιστικές παροχές από τις τρέχουσες καταβολές των νυν εργαζομένων ώστε να καταβάλλονται, μεταξύ άλλων, συντάξεις σε εκείνους που είχαν εργαστεί στο παρελθόν, ενώ το Δημόσιο συμπληρώνει τα ελλείμματα.
Στην κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα, σε άλλες Χώρες της Ευρώπης και αλλού έχουν δημιουργηθεί αυξανόμενα ελλείμματα, κυρίως λόγω του περιορισμού των γεννήσεων και της γήρανσης του πληθυσμού και γι’ αυτό απαιτούνται όλο και υψηλότερες εισφορές για να μπορέσει (η κοινωνική ασφάλιση) ν’ αντεπεξέλθει και μελλοντικά στις υποχρεώσεις της. Τούτο όμως δεν μπορεί να απορροφηθεί από τους μισθούς των ασφαλισμένων, αλλά ούτε το Δημόσιο μπορεί ν’ αυξήσει σημαντικά τα βάρη του δημόσιου προϋπολογισμού για την κάλυψη των μεγάλων αυτών ελλειμμάτων. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη και αλλού, ειδικά για τις επαγγελματικές συντάξεις, όπου παρουσιάζεται οξύ το πρόβλημα, ένα σύστημα που ονομάζεται β΄ πυλώνας επαγγελματικής σύνταξης, με σκοπό να συμπληρώνει την κοινωνικοασφαλιστική σύνταξη, που λειτουργεί με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και παρέχεται από ιδιωτικούς φορείς (ΠΕΣ/IORPs), μέλη των οποίων είναι οι ασφαλισμένοι. Οι φορείς αυτοί δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα. Έτσι, χωρίς να καταργηθεί η φθίνουσα κοινωνική ασφάλιση (κυρίως των συντάξεων), δημιουργείται παράλληλα ένα συμπλήρωμα συνταξιοδότησης. Οι φορείς του β΄ πυλώνα, που ελάχιστα έχουν μέχρι στιγμής δραστηριοποιηθεί στη χώρα μας, κατ’ επιταγή του ενωσιακού δικαίου επενδύουν τα αποθέματά τους με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, όπως η ιδιωτική ασφαλιστική επιχείρηση και με τις ίδιες σχεδόν εξασφαλίσεις που προβλέπονται για τις ΑσφΕ και έτσι προσδοκάται υψηλή απόδοση από τις επενδύσεις αυτές, πράγμα που δε συμβαίνει με τις επενδύσεις που κάνουν οι φορείς της κοινωνικής ασφάλισης. Οι α΄ και γ΄ πυλώνες επαγγελματικής σύνταξης είναι αυτοί που παρέχονται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις αντίστοιχα.
1.5. Εποπτευόμενες και μη εποπτευόμενες ασφαλιστικές εργασίες
11Τα νομικά πρόσωπα που διέπονται από κανόνες του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου είναι η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία και ο αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός. Κύριο έργο έχουν τις εργασίες που συνίστανται σε ανάληψη κινδύνου αποκλειστικά ή σε συνδυασμό με επενδυτική δραστηριότητα. Ορισμένες φορές μάλιστα μπορεί να λείπει τελείως ο ασφαλιστικός κίνδυνος, πράγμα που συμβαίνει όταν παρέχονται αμιγώς επενδυτικές εργασίες (ασφαλιστικά προϊόντα που δεν περιέχουν μετάθεση κινδύνου/δεν διέπονται άμεσα από τον ΑσφΝ και παρέχονται από ΑσφΕ στα πλαίσια κατά το νόμο ταξινομημένου κλάδου ασφάλισης). Όλες αυτές οι εργασίες παρέχονται στη βάση μιας σύμβασης που, όταν περιέχει στοιχεία ασφαλιστικού κινδύνου, διέπεται άμεσα από τον ΑσφΝ, εποπτεύονται δε οι εργασίες αυτές από το Κράτος (κρατική εποπτεία) σύμφωνα με ένα πλέγμα ειδικών διατάξεων νόμων.
Υπάρχουν, όμως, και άλλες –μη κύριες– εργασίες που μπορεί να παρέχει η ασφαλιστική επιχείρηση, οι οποίες δεν είναι άμεσα εποπτευόμενες εργασίες (όπως η «τοποθέτηση κινδύνων» πελατών της σε άλλες επιχειρήσεις, που είναι μορφή μη άμεσα εποπτευόμενης διαμεσολάβησης, η παροχή εργασιών διακανονισμού ζημιών κ.ά.). Αυτές οι τελευταίες εργασίες, επειδή δεν συνεπάγονται ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου και, άρα, δεν περιέχουν υπόσχεση ασφαλιστικής κάλυψης, δεν υπόκεινται στο χρηματοοικονομικό σκέλος της ειδικής κρατικής εποπτείας.
12Μη εποπτευόμενες εργασίες που περιέχουν τα στοιχεία (μεταβίβασης του) κινδύνου και εντούτοις επιτρέπεται ν’ ασκούνται από μη ΑσφΕ είναι ορισμένες μικρές εργασίες πρόνοιας, βοήθειας σε μικρή κλίμακα κ.ά.
1.6. Εμπορικός ανταγωνισμός
13Ο ανταγωνισμός στην ασφάλιση εκδηλώνεται κυρίως από το είδος και τον τρόπο παροχής της ασφαλιστικής κάλυψης, το ασφάλιστρο, τους ασφαλιστικούς όρους, τις «προσυμβατικές επαφές» με τους αιτούντες ασφάλιση και τις υπηρεσίες («σέρβις») κατά την διάρκεια της ασφάλισης. Η νομοθεσία απαγορεύει μέτρα και πρακτικές που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και οριοθετεί τους νόμιμους από τους μη νόμιμους περιορισμούς του ελεύθερου ανταγωνισμού που μπορεί να προέρχονται από αποφάσεις, συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Όμως, κατ’ εφαρμογή σχετικής πρόβλεψης του ενωσιακoύ δικαίου, είχε εκδοθεί, σε συνέχεια προηγούμενου, ο Κανονισμός 267/2010 που εξαιρούσε αποφάσεις, συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που προέρχονταν ειδικά από ΑσφΕ από την ως άνω απαγόρευση, σε ένα πακέτο εξαιρέσεων (block exemption), που απαριθμούσε. Η ισχύς του Κανονισμού 267/2010 έληξε χωρίς να αντικατασταθεί. Τέτοιες ήσαν, μεταξύ άλλων, υπό προϋποθέσεις, (α) η από κοινού συλλογή και διανομή πληροφοριών που απαιτούνται για τον υπολογισμό του μέσου κόστους κάλυψης ενός συγκεκριμένου κινδύνου κατά το παρελθόν και για την κατάρτιση πινάκων θνησιμότητας και πινάκων σχετικών με τη συχνότητα των περιπτώσεων ασθενειών, ατυχημάτων και αναπηριών, για τις ασφαλίσεις που εμπεριέχουν στοιχείο κεφαλαιοποίησης, (β) η από κοινού πραγματοποίηση μελετών για τις πιθανές επιπτώσεις των γενικών, εξωγενών ως προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, συνθηκών είτε στη συχνότητα ή κλίμακα των μελλοντικών απαιτήσεων για ένα δεδομένο κίνδυνο ή κατηγορία κινδύνου είτε στην απόδοση των διαφόρων ειδών επενδύσεων και η διανομή των αποτελεσμάτων των εν λόγω μελετών, και (γ) η σύσταση και λειτουργία ομίλων συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης (pools) για την κοινή κάλυψη μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων υπό μορφή συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα, ορισμένα όρια μεριδίου αγοράς. Ο Κανονισμός έληξε την 31.3.2017 και δεν εκδόθηκε νεότερος.
Σελ. 14
1.7. Το ασφαλιστικό δίκαιο ως δίκαιο ειδικό
14Μεγάλης σημασίας για την ορθή εφαρμογή του ασφαλιστικού δικαίου είναι η αναγνώριση και εφαρμογή των γενικών αρχών που το διέπουν και το διαφοροποιούν από το γενικό δίκαιο, είτε είναι αστικό είτε διοικητικό είτε ακόμα και ποινικό. Το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης, παρόλο που στις κατά ζημιών ασφαλίσεις ρυθμίζει την καταβολή αποζημίωσης, πρέπει να διακρίνεται σαφώς από το δίκαιο της αποζημίωσης του αδικοπρακτικού δικαίου, αν και δίδονται στα δύο δίκαια εν πολλοίς ίδιες ονομασίες στις επιμέρους έννοιες. Διαφέρει, μεταξύ άλλων, ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης, η γενεσιουργός αιτία της υποχρέωσης προς αποζημίωση, οι τρόποι περιορισμού ή αποκλεισμού της υποχρέωσης προς αποκατάσταση μιας ζημιάς, τα κριτήρια προσδιορισμού της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του περιστατικού και της ζημιάς. Η μνεία του άρθ. 11 παρ. 2 ΑσφΝ, ότι η ζημιά της ασφαλισμένης περιουσίας μπορεί να συνίσταται στη βλάβη ή στην απώλεια αγαθών, κ.λπ., μπορεί μεν κατά το αστικό δίκαιο (που είναι το γενικό δίκαιο) να αποτελεί ταυτολογία, αφού ζημιά κατά το δίκαιο αυτό αποτελεί τόσο η μερική/ολική απώλεια όσο και η βλάβη, όμως για το ασφαλιστικό δίκαιο είναι αναγκαία αυτή η διάκριση για την δυνατότητα προσδιορισμού των επιμέρους καλύψεων, αφού δεν καλύπτει η ασφάλιση γενικά την περιουσιακή ζημιά, αλλά, κατά περίπτωση, άλλοτε την αξία αποκατάστασης της βλάβης του πράγματος, άλλοτε, σε περίπτωση απώλειάς του, την τρέχουσα αξία του, άλλοτε (και) την απώλεια χρήσης του ή (και) την ζημιά που υπέστη ο λήπτης λόγω μη λειτουργίας του πράγματος κατά την διάρκεια της επισκευής του, ανάλογα με το τι συμφωνήθηκε. Τούτο οφείλεται στο ότι η αποζημίωση κατά το γενικό δίκαιο περιλαμβάνει κατ’ αρχήν το σύνολο των οικονομικών συνεπειών (σύνολο ζημιών) που προκαλεί στην περιουσία του ζημιωθέντος η πράξη ή παράλειψη του αστικώς υπεύθυνου και οι οποίες συνέπειες, τελούν σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια προς την ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, ενώ στην ασφάλιση περιουσίας αποβλέπουμε σε συγκεκριμένα περιουσιακά αντικείμενα και συγκεκριμένους κινδύνους (μεμονωμένες ζημιές) που αποτελούν το περιεχόμενο της κάλυψης που συμφωνήθηκε με την ασφαλιστική σύμβαση. Ακόμα, η νομοθετική πρόβλεψη ότι έργο του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων είναι η παροχή συμβουλής, πρότασης ή διενέργειας άλλων εργασιών προπαρασκευής για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων οι δραστηριότητες σύναψης αυτών ή οι δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά την διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων (άρθ. 4 παρ. 1, περ. 1, NIDD), θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο στις δραστηριότητες σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων, αφού στην έννοιά της περιλαμβάνονται και οι ως άνω ενέργειες. Εντούτοις, η ειδική νομοθετική πρόβλεψη είναι απαραίτητη προκειμένου οι εργασίες που συνίστανται μόνο στην παροχή συμβουλής ή πρότασης ή διενέργειας άλλων προπαρασκευαστικών ενεργειών για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων να μην επιτρέπεται να ασκούνται από μη πιστοποιημένους διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων.
Επίσης στο συμβατικό επίπεδο, λ.χ. η αρχή της «ανανέωσης της σύμβασης» του γενικού δικαίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί αδιάκριτα στις περιπτώσεις που νέα στοιχεία προστίθενται σε μια ασφαλιστική σύμβαση κατά την ανανέωσή της, που γίνεται μετά τη λήξη της συμβατικής της διάρκειας, προκειμένου να εφαρμοστεί λ.χ. η υποχρέωση χορήγησης πληροφοριών που έχει ο ασφαλιστής κατά τη σύναψη της σύμβασης στον αιτούντα ασφάλιση. Εντούτοις τούτο δεν απαιτείται πάντοτε (βλ. αρ. περιθ. 69) αν και κατ’ αρχήν θα έπρεπε κατά το γενικό δίκαιο, ως νέα σύμβαση, τα στοιχεία αυτά να ξαναχορηγηθούν.
Ακόμα η προστασία των ασφαλισμένων που είναι ο πρώτιστος σκοπός του εποπτικού επί των ΑσφΕ δικαίου, επιβάλλει στην εποπτική Αρχή, με γνώμονα την ύπαρξη ή μη προστατεύσιμου συμφέροντος σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, ευλυγισία στην εφαρμογή του που, σε συνδυασμό και με τη ρυθμιστική εξουσία που έχει η Αρχή, της επιτρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να συμπληρώνει και να ξεπερνά ακόμα και το γράμμα της ειδικής νομοθεσίας, αν τούτο υπαγορεύεται από επείγουσες ανάγκες προστασίας των ασφαλισμένων.
Τέλος, έννοιες του ποινικού δικαίου, όταν υιοθετούνται για την περιγραφή ασφαλιστικών κινδύνων, είναι δυνατόν να πρέπει να διαφοροποιούνται. Έτσι λ.χ. η έννοια της κλοπής δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ασφάλιση κατά κλοπής όπου ο ασφαλιστής είναι ορθό να μπορεί ν’ αναμένει, με ή/και χωρίς σχετική συμβατική πρόβλεψη, ένα εύλογο διάστημα πριν καταβάλλει αποζημίωση, μήπως εν τω μεταξύ ανευρεθεί το «ασφαλισμένο» κλαπέν, αν πρόκειται για αγαθό, όπως τα επιβατηγά οχήματα, που σε μεγάλο ποσοστό βρίσκονται μετά από ένα μικρό διάστημα από την κλοπή. Επίσης θα πρέπει ν’ αποζημιωθεί η ασφαλισμένη επιχείρηση κατά απιστίας των υπαλλήλων της, έστω και αν δεν καταδικάστηκε ήδη ο υπάλληλος (διαδικασία που διαρκεί) μετά την πάροδο ενός εύλογου χρονικού διαστήματος από την διαπίστωση της απιστίας ή αν δεν καταδικάστηκε λόγω παραγραφής ή αμφιβολιών.
Άλλη ιδιαιτερότητα είναι ότι ο ασφαλιστής, σε αντίθεση προς τον υπόχρεο από αδικοπραξία, με την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης (ασφαλίσματος) εκπληρώνει συμβατική του παροχή, με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται ή αποκλείεται η αποκατάσταση της ζημιάς που μπορεί να αξιώσει ο ζημιωθείς από θέματα που σχετίζονται με το βαθμό υπαιτιότητας του υπόχρεου. Για τον ασφαλιστή τυχόν περιορισμός ή/και αποκλεισμός της υποχρέωσής του προς αποκατάσταση της ζημιάς ρυθμίζεται συμβατικά με το ασφαλιστήριο και τους, όχι αντίθετους προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, ασφαλιστικούς όρους.
Ακόμα, όταν ο ενάγων-λήπτης της ασφάλισης βασίζει το αγωγικό του αίτημα προς καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης σε καταστροφή διαφόρων ασφαλισμένων αντικειμένων ή άλλων ασφαλιστικών συμφερόντων που επέφερε η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου, μπορεί να περιορίσει το αίτημα, χωρίς να κάνει αναλογικό περιορισμό των επί μέρους κονδυλίων, τα οποία απαρτίζουν την ασφαλιστική αποζημίωση, όπως θα συνέβαινε αν το αγωγικό αίτημα στρεφόταν κατά αδικοπραγήσαντα.
Σελ. 16
Tέλος, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει με τις χρηματικές οφειλές, ο υπερήμερος ασφαλιστής, πέραν της θετικής ζημίας του δανειστή/λήπτη της ασφάλισης και πλέον των τόκων υπερημερίας που του οφείλει, (ως οφειλέτης χρηματικής οφειλής κατά το αστικό δίκαιο), μπορεί να υποχρεωθεί και για τις τυχόν έμμεσες ζημιές αυτού, που συνδέονται με πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια, γιατί το ασφάλισμα είναι το αντικείμενο της παροχής του ασφαλιστή και επιτελεί έναν ηθικά φορτισμένο ρόλο που ξεφεύγει από τις συνήθεις χρηματικές οφειλές του Αστικού Κώδικα, που είναι οι σε χρήμα εκφράσεις διαφόρων υποχρεώσεων.
Η άγνοια των γενικών αρχών του ειδικού αυτού δικαίου, όπως και των ως άνω διαφορών που αναφέραμε δειγματοληπτικά, οδηγεί σε ανατροπή της βάσης αυτού (του ασφαλιστικού δικαίου).
1.8. Η ορολογία και βιβλιογραφία του ασφαλιστικού δικαίου
15Προϋπόθεση για την καλύτερη κατανόηση και ορθή εφαρμογή του ασφαλιστικού δικαίου είναι η κατοχή και εφαρμογή της ειδικής ορολογίας που έχει εισαγάγει η βασική νομοθεσία (ΑσφΝ). Έννοιες όπως ο λήπτης της ασφάλισης, ο ασφαλισμένος, το ασφάλισμα, το ασφαλιστικό ποσό, η ασφαλιστική περίοδος, η ασφαλιστική ζημιά, η ασφαλιστική επιχείρηση, ο ασφαλιστής, ο ασφαλιστικός κίνδυνος, η ασφαλιστική περίπτωση, το ασφαλιστήριο, οι ασφαλιστικοί όροι κ.λπ., πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο που τους δίδει ο ΑσφΝ και να μη χρησιμοποιούνται για τις ίδιες έννοιες άλλες λέξεις, ξένες προς την ειδική ορολογία του ασφαλιστικού δικαίου, οι οποίες δυστυχώς απαντώνται σε διάφορα νομοθετήματα που μεταφέρουν χωρίς επεξεργασία την ελληνική απόδοση ενωσιακών κειμένων που δεν κάνουν χρήση της ειδικής ορολογίας ή σε περιθωριακά νομοθετήματα του γνωστικού αυτού αντικειμένου.
Όταν χρησιμοποιούμε χωρίς διάκριση τη λέξη λήπτης της ασφάλισης, αναφερόμαστε στον λήπτη που είναι και ασφαλισμένος, δηλ. έχει ασφαλίσει το δικό του συμφέρον, πράγμα που μπορούμε να πούμε ότι είναι ο κανόνας. Αν σε κάποια βιοτική σχέση ή σε κάποια ρύθμιση λήπτης και ασφαλισμένος είναι διαφορετικά πρόσωπα, γιατί ο λήπτης έχει ασφαλίσει, όχι τον εαυτό του, δηλαδή το δικό του συμφέρον, αλλά άλλο πρόσωπο, γίνεται πάντα σχετική μνεία και διάκριση. Όταν αναφέρουμε χωρίς διάκριση τη λέξη ασφαλιστής, αναφερόμαστε στην πρωτασφαλιστική επιχείρηση.
16Τα νεότερα ελληνικά νομικά βιβλία με αντικείμενο γενικότερα ζητήματα ασφαλιστικού δικαίου που βασίζονται στο ισχύον δίκαιο είναι τα εξής: Αργυριάδη/Χατζηνικολάου-Αγγελίδου/Σκαλίδη, Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου, 5η έκδ. 2007· Γ. Αθανασιάδη, Σύμβαση ιδιωτικής ασφάλισης, 2006· Γ. Βελέντζα, Δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης, 2η έκδ. 2007· Λ. Γεωργακόπουλου, Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, Τομ. 2ος, Τεύχ. 2ο, Δ, 2η έκδ. 2002 (σελ. Ι-Χ+835-1169)· Β. Κιάντου, Ασφαλιστικό δίκαιο, 9η έκδ. 2005· Ι. Ρόκα, Ιδιωτική ασφάλιση, Συμβατικό ασφαλιστικό δίκαιο & Η Επιχείρηση, 13η έκδ. 2021· του ιδίου, Η πορεία προς το σύγχρονο ασφαλιστικό δίκαιο, 2007· του ίδιου, Ασφαλιστικός Κώδικας, νομοθεσία, ερμηνευτικά σχόλια, κριτικές παρατηρήσεις, 3η έκδ. 2012 (σελ. Ι-ΧΙV + 1 - 663)· του ιδίου, (επιμ.) Ασφαλιστική σύμβαση. Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν 2496/1997, 2014· Α. Συνανιώτη- Μαρούδα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2η εκδ. 2017· Θ. Χατζηγάγιου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2009· Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, 6η έκδ. 2020· της ιδίας, Ασφαλιστική σύμβαση, 2000.
1.9. Ιστορικά
17Η ιδέα της μετάθεσης του κινδύνου απ’ αυτόν που τον απειλεί σε άλλον, ο οποίος τον αναλαμβάνει επαγγελματικά εφαρμόζεται από αρχαιοτάτων χρόνων, ήταν γνωστή στους εμπόρους της αρχαίας Ελλάδας και γνώριζε μάλιστα και κάποια ρύθμιση στο αρχαίο αττικό δίκαιο. Όμως, στη σύγχρονη μορφή της η ασφάλιση, κατά την οποία διακρίθηκε από το τυχερό παίγνιο χάρη στην εφαρμογή του κανόνα του μεγάλου αριθμού και της μεθόδου του κατακερματισμού του κινδύνου, εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα.
Αρχικά διαδόθηκε και θεσπίστηκαν νομικοί κανόνες για την θαλάσσια ασφάλιση και αργότερα για την χερσαία και για την ασφάλιση ζωής. Ακολούθησε η ασφάλιση αστικής ευθύνης και οι λοιποί σύγχρονοι κλάδοι, με τους οποίους ασκείται σήμερα.
Σελ. 19
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Σελ. 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
2. Ασφαλιστική σύμβαση - Γενικά θέματα - Ένταξή της στο δικαιϊκό σύστημα
2.1. Χαρακτηριστικά και μορφές
2.1.Α. Χαρακτηριστικά, νομική φύση
18Όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της ασφάλισης και ειδικότερα της ασφαλιστικής σύμβασης που την διαφοροποιούν από τις άλλες δραστηριότητες του χρηματοοικονομικού τομέα σχετίζονται με τον κίνδυνο.
2.1.Α.α. Ο κίνδυνος
19Ο κίνδυνος, δηλ. η αβεβαιότητα ως προς την επέλευση ή μη ενός περιστατικού που είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα οικονομικό βάρος είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό κάθε ασφάλισης. Αυτή η αβεβαιότητα αποτελεί για το κάθε μεμονωμένο άτομο ή επιχείρηση έναν κίνδυνο, την επέλευση του οποίου, ναι μεν δεν σκοπεύει να αποκλείσει η ιδιωτική ασφάλιση, πλην όμως μπορεί να αποκαταστήσει τις οικονομικές συνέπειες που συνεπάγεται έναντι ενός πολύ μικρού αντιτίμου, σε σχέση με την οικονομική ανάγκη που μπορεί να προκαλέσει ο κίνδυνος. Π.χ. ασφαλίζεται ο κίνδυνος που έχει η κατασκευαστική επιχείρηση να υποχρεωθεί να πληρώσει αποζημίωση σε τρίτους που ζημιώθηκαν κατά την ανέγερση ενός νοσοκομείου, τμήμα του οποίου κατέρρευσε και έτσι προξενήθηκε οικονομική ζημιά στην κατασκευαστική επιχείρηση που μπορεί να προέρχεται, μεταξύ άλλων, από συμβατικές ή εξωσυμβατικές αξιώσεις αποζημίωσης των συμβαλλομένων της και τρίτων ζημιωθέντων. Η ασφαλιστική επιχείρηση, εάν συμφωνήσει με την ασφαλιστική σύμβαση να καλύψει (ασφαλιστικά) την επαγγελματική αστική ευθύνη της κατασκευαστικής («μεταφέροντας» τον αντίστοιχο κίνδυνο από την κατασκευαστική στην ασφαλιστική επιχείρηση) και συμφωνήσει ότι θα καταβάλλει ανά περιστατικό μέχρι λ.χ. 1 εκ. €, το σχετικό ασφάλιστρο για την ασφαλιστική της κάλυψη επί ένα χρόνο θα είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό του ως άνω ορίου, έστω λ.χ. 2.000 €. Επίσης, εάν λ.χ. ασφαλίσει κάποιος κατά πυρός και λοιπών κινδύνων μια εξοχική κατοικία αξίας 300.000 €, το ετήσιο ασφάλιστρο μπορεί να είναι μικρότερο των 700 €.