ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Θεωρητική και νομολογιακή προσέγγιση
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 488
- ISBN: 978-960-654-468-2
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το βιβλίο «Αστυνομική δράση και προστασία του πολίτη: Θεωρητική και νομολογιακή προσέγγιση» πραγματεύεται το θέμα της άσκησης και των ορίων της αστυνομικής δράσης κατά την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, μέσω της ταξινόμησης των αστυνομικών πράξεων και της διερεύνησης του τρόπου εφαρμογής τους στις σύγχρονες τεχνολογίες (drones, κάμερες, GPS) και αξιολογεί τους νόμους περί συναθροίσεων και βιντεοεπιτήρησης. Παράλληλα, στο έργο προτείνεται ένα Σχέδιο Κώδικα Αστυνομικής Διαδικασίας και η δημιουργία δικαστικής αστυνομίας στην Ελλάδα. Το έργο είναι απολύτως απαραίτητο για τους σπουδαστές όλων των Σχολών των Σωμάτων Ασφαλείας, τους δικηγόρους, τους δικαστές και κυρίως τον ίδιο τον Πολίτη.
Κεφάλαιο Α΄ Έννοια & είδη των αστυνομικών πράξεων | |
1. Η αστυνομική δράση στο σύγχρονο κράτος δικαίου | Σελ. 1 |
2. Η δικαστική αστυνομική δράση | Σελ. 3 |
α. Νομική υπόσταση αστυνομικών οργάνων | Σελ. 3 |
β. Λειτουργικός διχασμός των αστυνομικών οργάνων | Σελ. 5 |
γ. Κριτήρια διάκρισης διοικητικής και δικαστικής Αστυνομίας | Σελ. 7 |
δ. Δικαστικές πράξεις της αστυνομίας | Σελ. 11 |
3. Η διοικητική αστυνομική δράση | Σελ. 13 |
α. Συστημική θεώρηση της αστυνομικής δράσης | Σελ. 14 |
β. Κριτήρια διάκρισης της διοικητικής αστυνομικής δράσης στη Γαλλία | Σελ. 15 |
β.α. Θεωρία Castagné Jean | Σελ. 15 |
β.β. Θεωρία Picard Etienne | Σελ. 18 |
β.γ. Θεωρία Tchen Vincent | Σελ. 21 |
γ. Συμπεράσματα | Σελ. 23 |
4. Οι κανονιστικού περιεχομένου αστυνομικές πράξεις | Σελ. 25 |
α. Αστυνομικές πράξεις κανονιστικού περιεχομένου | Σελ. 25 |
β. Τύπος κανονιστικού περιεχομένου αστυνομικών πράξεων | Σελ. 26 |
β.α. Κανονιστικές πράξεις με περιεχόμενο κατ’ουσίαν νομοθετικό | Σελ. 27 |
β.β. Αστυνομικές διατάξεις | Σελ. 29 |
γ. Νομοθετικές πράξεις με περιεχόμενο κατ’ουσίαν διοικητικό | Σελ. 33 |
δ. Διοικητικός έλεγχος αστυνομικών πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα | Σελ. 34 |
ε. Δικαστικός έλεγχος αστυνομικών πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα | Σελ. 36 |
5. Οι ατομικού περιεχομένου αστυνομικές πράξεις | Σελ. 38 |
α. Ατομικές διοικητικές πράξεις αστυνομικού περιεχομένου | Σελ. 38 |
α.α. Συστατικές ή διαπλαστικές | Σελ. 39 |
α.β. Διαπιστωτικές και βεβαιωτικές | Σελ. 40 |
α.γ. Ευμενείς και δυσμενείς πράξεις | Σελ. 42 |
α.δ. Θετικές και αρνητικές | Σελ. 44 |
α.ε. Ρητές ή σιωπηρές | Σελ. 44 |
β. Υλικές ενέργειες αστυνομικού περιεχομένου | Σελ. 48 |
γ. Κατηγορίες αστυνομικών πράξεων | Σελ. 53 |
γ.α. Γνωμοδοτήσεις | Σελ. 54 |
γ.β. Άδειες | Σελ. 56 |
γ.γ. Αποφάσεις | Σελ. 61 |
γ.δ. Διαταγές | Σελ. 63 |
6. Μορφές άσκησης της αστυνομικής δράσης | Σελ. 67 |
α. Αστυνομικά μέτρα | Σελ. 68 |
β. Αστυνομικά μέσα | Σελ. 68 |
Κεφάλαιο Β΄ Αρχές & Μέσα αστυνομικής διοικητικής δράσης | |
1. Αυτεπάγγελτη αστυνομική δράση | Σελ. 70 |
α. Μορφές καταναγκασμού | Σελ. 71 |
β. Διοικητικός καταναγκασμός στην αστυνομική δράση | Σελ. 74 |
2. Προϋποθέσεις διοικητικού καταναγκασμού στην αστυνομική δράση | Σελ. 75 |
α. Αρχή της νομιμότητας | Σελ. 76 |
β. Αρχή του επείγοντος χαρακτήρα του αστυνομικού μέτρου | Σελ. 77 |
γ. Διοικητικός καταναγκασμός με ίδια (αστυνομικά) μέσα | Σελ. 78 |
δ. Προειδοποίηση της αστυνομικής αρχής | Σελ. 81 |
ε. Παράνομη αντίσταση του ατόμου | Σελ. 83 |
στ. Αρχή της αναλογικότητας | Σελ. 84 |
στ.α. Αρχή της καταλληλότητας | Σελ. 85 |
στ.β. Αρχή της αναγκαιότητας | Σελ. 85 |
στ.γ. Aρχή αναλογικότητας stricto sensu | Σελ. 86 |
3. Είδη διοικητικού καταναγκασμού στην αστυνομική δράση | Σελ. 88 |
α. Διοικητική εκτέλεση | Σελ. 88 |
β. Διοικητικός καταναγκασμός πράξεως παραλείψεως ή ανοχής | Σελ. 90 |
4. Μέσα διοικητικού καταναγκασμού στην αστυνομική δράση | Σελ. 90 |
α. Αναπληρωματική εκτέλεση | Σελ. 90 |
β. Διοικητικές κυρώσεις | Σελ. 92 |
γ. Άμεσος καταναγκασμός | Σελ. 96 |
Κεφάλαιο Γ΄ Αστυνομική δράση & Δημόσια τάξη | |
1. Δημόσια τάξη στην ελληνική έννομη τάξη | Σελ. 102 |
α. Ιστορική επισκόπηση | Σελ. 102 |
β. Νομική μορφή | Σελ. 104 |
β.α. Γενική ρήτρα | Σελ. 105 |
β.β. Αόριστη έννοια | Σελ. 110 |
β.γ. Εμπειρική έννοια | Σελ. 116 |
β.δ. Θεωρητική διάσταση | Σελ. 117 |
β.ε. Νομολογιακή προσέγγιση | Σελ. 122 |
2. Δημόσια τάξη & ΕΣΔΑ | Σελ. 127 |
α. Ευρωπαϊκή & εθνική δημόσια τάξη | Σελ. 127 |
β. Δογματικό περιεχόμενο | Σελ. 129 |
γ. Νομολογιακό περιεχόμενο | Σελ. 130 |
δ. Περιοριστική ρήτρα θεμελιωδών δικαιωμάτων | Σελ. 133 |
3. Δημόσια τάξη στην ΕΕ | Σελ. 135 |
α. Έννοια | Σελ. 135 |
β. Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης | Σελ. 138 |
γ. Συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών & αστυνομική δράση | Σελ. 140 |
δ. Προστασία προσωπικών δεδομένων στα πληροφοριακά συστήματα | Σελ. 145 |
ε. Eυρωπαϊκή αστυνομία (Europol) | Σελ. 147 |
ε.α. Κοινοβουλευτικός έλεγχος | Σελ. 149 |
ε.β. Δικαστικός έλεγχος | Σελ. 151 |
4. Δημόσια τάξη στη Γαλλία | Σελ. 154 |
α. Συνταγματική κατοχύρωση | Σελ. 154 |
β. Έννοια & Διακρίσεις | Σελ. 157 |
β.α. Υλική (εξωτερική) δημόσια τάξη | Σελ. 159 |
β.β. Άυλη (εσωτερική) δημόσια τάξη | Σελ. 161 |
β.γ. Γενική - Ειδική δημόσια τάξη | Σελ. 166 |
5. Δημόσια τάξη στη Γερμανία | Σελ. 168 |
α. Ορισμός | Σελ. 168 |
β. Επιστημονική προσέγγιση της έννοιας | Σελ. 170 |
γ. Πρακτικές εφαρμογές | Σελ. 173 |
6. Δημόσια τάξη στη Μεγάλη Βρετανία | Σελ. 176 |
α. Νομοθετική κατοχύρωση | Σελ. 177 |
β. Μορφές | Σελ. 180 |
Κεφάλαιο Δ΄ Έννοια & στοιχεία της δημόσιας ασφάλειας | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 182 |
2. Φιλοσοφική θεώρηση | Σελ. 183 |
3. Πολιτική θεώρηση | Σελ. 184 |
4. Νομική θεώρηση | Σελ. 187 |
α. Δημόσια ασφάλεια στην ελληνική έννομη τάξη | Σελ. 187 |
β. Δογματικά στοιχεία | Σελ. 191 |
β.α. Προστασία του Συντάγματος | Σελ. 191 |
β.β. Προστασία ατομικών δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών | Σελ. 193 |
β.γ. Προστασία κρατικών εγκαταστάσεων, λειτουργιών & εκδηλώσεων | Σελ. 196 |
5. Δημόσια ασφάλεια στη γαλλική έννομη τάξη | Σελ. 198 |
6. Νέες όψεις της δημόσιας ασφάλειας | Σελ. 202 |
α. Δικαίωμα στην ασφάλεια | Σελ. 204 |
β. Ο κίνδυνος ως αντίστροφη όψη της ασφάλειας | Σελ. 206 |
γ. Ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας | Σελ. 208 |
δ. Κριτική προσέγγιση | Σελ. 210 |
7. Σύγχρονα μέσα άσκησης δημόσιας ασφάλειας | Σελ. 213 |
α. Τεχνητή νοημοσύνη στην υπηρεσία της αστυνομίας | Σελ. 213 |
β. Βιομετρικά στοιχεία στην υπηρεσία της αστυνομίας | Σελ. 216 |
γ. Τεχνολογία οπτικής παρακολούθησης | Σελ. 219 |
δ. Τεχνολογία ανάλυσης DNA | Σελ. 224 |
ε. Διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης | Σελ. 226 |
στ. Έξυπνες κάρτες και τηλέφωνα | Σελ. 228 |
ζ. Συστήματα γεωγραφικού προσδιορισμού (GPS) | Σελ. 231 |
η. Μη επανδρωμένα αεροσκάφη (Drones) | Σελ. 232 |
Κεφάλαιο Ε΄ Γενικά & ειδικά αστυνομικά μέτρα | |
1. Εξακρίβωση ταυτότητας | Σελ. 237 |
α. Διοικητική εξακρίβωση ταυτότητας | Σελ. 237 |
β. Δικαστική εξακρίβωση ταυτότητας | Σελ. 239 |
γ. Μέσα εξακρίβωσης της ταυτότητας | Σελ. 241 |
γ.α. Διοικητική προσαγωγή | Σελ. 243 |
γ.β. Δικαστική προσαγωγή | Σελ. 246 |
δ. Εγγυήσεις των ελέγχων | Σελ. 250 |
2. Σύλληψη & Κράτηση | Σελ. 255 |
α. Νομική φύση σύλληψης & κράτησης | Σελ. 255 |
β. Είδη σύλληψης & κράτησης | Σελ. 257 |
β.α. Δικαστική σύλληψη & κράτηση | Σελ. 260 |
β.β. Διοικητική σύλληψη & κράτηση | Σελ. 261 |
3. Αστυνομική έρευνα & δικαστική έρευνα | Σελ. 264 |
α. Το νομικό θεμέλιο των ερευνών | Σελ. 265 |
β. Επικουρικότητα αστυνομικών νόμων | Σελ. 266 |
γ. Έννοια και είδη της έρευνας | Σελ. 267 |
γ.α. Σωματική έρευνα | Σελ. 267 |
γ.β. Έρευνες αντικειμένων | Σελ. 269 |
γ.γ. Κατ’ οίκον έρευνες | Σελ. 270 |
γ.δ. Έρευνες οχημάτων | Σελ. 273 |
4. Kατάσχεση | Σελ. 276 |
5. Επεξεργασία δεδομένων | Σελ. 278 |
6. Φύλαξη | Σελ. 282 |
α. Φύλαξη κρατουμένων προσώπων | Σελ. 282 |
β. Μεταγωγή κρατουμένων προσώπων | Σελ. 287 |
7. Ειδικά αστυνομικά μέτρα κατά τη διεξαγωγή συνάθροισης | Σελ. 288 |
α. Αστυνομική παρουσία | Σελ. 289 |
β. Ρύθμιση κυκλοφορίας | Σελ. 291 |
γ. Διάλυση συνάθροισης | Σελ. 293 |
δ. Καταγραφή με συσκευές ήχου και εικόνας | Σελ. 298 |
Κεφάλαιο Στ΄ Τα όρια της αστυνομικής δράσης | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 301 |
2. Τήρηση του συντάγματος | Σελ. 302 |
α. Η συνταγματική αποστολή της αστυνομίας | Σελ. 302 |
β. Υπηρεσίες Προστασίας του Συντάγματος | Σελ. 304 |
3. Προστασία δημοσίου συμφέροντος | Σελ. 307 |
α. Περιεχόμενο του δημοσίου συμφέροντος στην αστυνομική δράση | Σελ. 307 |
β. Δημόσιο συμφέρον & ελευθερία του πολίτη | Σελ. 308 |
4. Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων | Σελ. 311 |
α. Το δικαίωμα στη ζωή | Σελ. 312 |
α.α. Το κανονιστικό πλαίσιο | Σελ. 313 |
α.β. Δικαστικός έλεγχος & τα κριτήρια του ΕΔΔΑ | Σελ. 314 |
β. Ανθρώπινη αξιοπρέπεια | Σελ. 317 |
γ. Προσωπική ελευθερία | Σελ. 321 |
γ.α. Έννοια, μορφές και διακρίσεις προσβολών | Σελ. 321 |
γ.β. Αστυνομικοί περιορισμοί της ελευθερίας της κίνησης | Σελ. 324 |
δ. Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας | Σελ. 328 |
δ.α. Τρίπτυχη δέσμευση της αστυνομικής δράσης | Σελ. 328 |
δ.α.1. Δέσμευση εκ του Συντάγματος | Σελ. 328 |
δ.α.2. Υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων | Σελ. 330 |
δ.α.3. Προστασία των χρηστών ηθών | Σελ. 332 |
δ.β. Οικονομική ελευθερία & αστυνομία | Σελ. 334 |
ε. Το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής | Σελ. 335 |
ε.α. Άσυλο της κατοικίας | Σελ. 337 |
ε.β. Απόρρητο των επικοινωνιών | Σελ. 339 |
στ. Προστασία των προσωπικών δεδομένων | Σελ. 342 |
στ.α. Αρχή της νόμιμης, ελάχιστης και φανερής επεξεργασίας | Σελ. 344 |
στ.β. Προσδιορισμός του σκοπού επεξεργασίας | Σελ. 346 |
στ.γ. Αρχή της πληρότητας, αντικειμενικότητας, διαθεσιμότητας & επικαιρότητας των πληροφοριών | Σελ. 347 |
στ.δ. Δικαιώματα υποκειμένου δεδομένων | Σελ. 348 |
στ.ε. Προϋποθέσεις και περιορισμοί | Σελ. 349 |
στ.στ. Έννομη προστασία από αστυνομικές παραβιάσεις | Σελ. 351 |
ζ. Ελευθερία της συνάθροισης | Σελ. 352 |
ζ.α. Από το δικαίωμα στο δίκαιο των συναθροίσεων | Σελ. 352 |
ζ.β. Έννοια και διακρίσεις | Σελ. 353 |
ζ.γ. Νομικό θεμέλιο | Σελ. 355 |
ζ.δ. Περιορισμοί | Σελ. 357 |
ζ.δ.1. Υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης | Σελ. 358 |
ζ.δ.2. Απαγόρευση της συνάθροισης | Σελ. 362 |
ζ.ε. Διαδικασία απαγόρευσης συναθροίσεων | Σελ. 369 |
ζ.στ. Προσωρινή δικαστική προστασία | Σελ. 370 |
ζ.ζ. Κρατική ευθύνη και κυρώσεις | Σελ. 373 |
ζ.η. Δικαίωμα ένστολης συνάθροισης αστυνομικών | Σελ. 374 |
η. Θρησκευτική ελευθερία | Σελ. 376 |
θ. Δικαίωμα στην ιδιοκτησία | Σελ. 379 |
Σελ. 1
Κεφάλαιο Α΄
Έννοια & είδη των αστυνομικών πράξεων
1. Η αστυνομική δράση στο σύγχρονο κράτος δικαίου
Στο «αστυνομικό κράτος» (Polizeistaat) ο νόμος δεσμεύει μόνο τους ιδιώτες ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις και όχι τα κρατικά όργανα. Σε ένα τέτοιο κράτος σκοπός της εξουσίας είναι μεν η διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας, αλλά η επιδίωξη αυτών των στόχων δημοσίου συμφέροντος επιτυγχάνεται με κάθε πρόσφορο μέσο. Στόχος των κρατούντων εδώ είναι η επίτευξή της ευδαιμονιστικής πολιτείας (Wohlfahrstaat). Αυτή η αποστολή του Κράτους εκπληρώνεται κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια των αστυνομικών και των διοικητικών αρχών εν γένει, χωρίς νομοθετικούς περιορισμούς. Οι πολίτες δεν έχουν καμία συμμετοχή στην εξουσία. Το Κράτος ως χωροφύλακας (état gendarme) ελέγχει τους πολίτες με υλικές πράξεις (ενέργειες και παραλείψεις) που αποσκοπούν στην εκτέλεσή της θέλησης των διοικούντων. Στον αντίποδα στο κράτος δικαίου κυριαρχεί η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όπου η μία και αδιαίρετη εξουσία ασκείται από το Λαό μέσω των κρατικών αρχών διακριτά κατά λειτουργίες. Η νομοθετική λειτουργία για παράδειγμα δεν ασκεί αρμοδιότητες της εκτελεστικής και αντίστροφα μόνο κατ’ εξουσιοδότηση δρα νομοθετικά η εκτελεστική λειτουργία. Οι αστυνομικές αρχές στη δικαιοκρατούμενη πολιτεία ενεργούν σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, υποχρεούμενες να δηλώνουν τη βούλησή της, στο πλαίσιο έκφρασης της αρμοδιότητάς τους, όταν πρόκειται να ρυθμίσουν τι πρέπει να ισχύει ως δίκαιο. Τέλος, στο κράτος δικαίου οι αστυνομικοί προστατεύουν τα
Σελ. 2
θεμελιώδη δικαιώματα, συμμορφώνονται με τις δικαστικές αποφάσεις και σέβονται τη δικαστική ανεξαρτησία.
Στο παραπάνω πλαίσιο οι αστυνομικές πράξεις (polizeihandeln) διακρίνονται σε υλικές και σε νομικές ενέργειες ή παραλείψεις. Η αστυνομία αποβλέποντας στην εξατομίκευση του νόμου δεν μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή της μέσω υλικών ενεργειών και τώρα είναι υποχρεωμένη να ενεργεί μόνο σε επίπεδο νομικών σχέσεων. Συνεπώς, δημιουργούνται νομικές υποχρεώσεις εις βάρος των αστυνομικών αρχών, η παράβαση ή η παράλειψη των οποίων θεωρείται ταυτόχρονα αιτία προσβολής δικαιώματος. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλεόν και οι υλικές πράξεις, εκτός από τις νομικές πράξεις των αστυνομικών αρχών και οργάνων στηρίζονται στο νόμο. Υλικές ενέργειες τελείως ασύνδετες προς το νόμο αποδοκιμάζονται από το κράτος δικαίου. Οι νομικές πράξεις των αστυνομικών αρχών αποτελούν εκδήλωση της βούλησής τους για σύσταση, τροποποίηση ή κατάργηση δικαιώματος, νομικών καταστάσεων ή σχέσεων. Οι αστυνομικού χαρακτήρα υλικές ενέργειες αποσκοπούν στην πραγματική εκτέλεση του περιεχομένου των νομικών πράξεων.
Παρά ταύτα δεν πρέπει να λησμονείται ότι η αστυνομική πράξη, ως νομική πράξη που περιέχει δήλωση βούλησης μπορεί και αυτή να θεσπίζει έναν κανόνα δικαίου, απρόσωπο ή ατομικό. Ο κανονιστικός χαρακτήρας της αστυνομικής πράξης εκτός από τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δύναται να καθορίσει τους όρους παραγωγής και άλλων κανόνων δικαίου. Επιπλέον, η αστυνομική πράξη συμβάλλει ουσιαστικά στη προώθηση του σκοπού της ποινικής δίκης εκπληρώνοντας την αποστολή της δικαιοσύνης. Τελευταίες, αλλά με ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, οι αστυνομικές διοικητικές ενέργειες συμβάλλουν στην ενσυνείδητη υπακοή των κοινωνών του δικαίου, στη δημιουργία πεποίθησης δικαίου στους πολίτες και στην εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης. Συνεπώς, η αστυνομική πράξη εντάσσει συστηματικά τις πολυάριθμες πράξεις της διοικητικής, της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας σε ένα σύνολο κανόνων δικαίου. Αυτό συμβαίνει
Σελ. 3
ακριβώς για να μπορούν οι αστυνομικές πράξεις να υπάγονται στο νόμο, όπως απαιτούν οι αυστηροί περιορισμοί και οι αρχές του Κράτους Δικαίου. Εν κατακλείδι, οι αστυνομικοί είναι ίσως οι μόνοι λειτουργοί που θεσπίζουν κανονιστικές πράξεις κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, εκτελούν ανακριτικές και εν γένει δικαστικές πράξεις και ασκούν διοίκηση, ενώνοντας στο πρόσωπό τους και τις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας.
2. Η δικαστική αστυνομική δράση
α. Νομική υπόσταση αστυνομικών οργάνων
Τα αστυνομικά όργανα, αλλά και τα υπόλοιπα όργανα με αρμοδιότητες τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας δεν είναι συνήθως αμιγώς όργανα της διοικητικής λειτουργίας. Οι αστυνομικοί χαρακτηρίζονται επιπλέον και ως όργανα της δικαστικής λειτουργίας με αποτέλεσμα να αποδίδεται στην αστυνομία μία διπλή λειτουργία (Doppelfunkionalität der Polizei). Στη παρούσα διατριβή εγκαταλείπεται η παλαιά εγκληματολογικής προέλευσης διάκριση της αστυνομικής δράσης ως προληπτικής και κατασταλτικής, επειδή οι έννοιες αυτές παρουσιάζουν αλληλεξαρτήσεις στα χαρακτηριστικά τους και συνάφεια στο βάθος ή στο πλάτος τους, ώστε συχνά να λαμβάνουν μία σχέση επαλλαγής. Η σημασία της παραπάνω διάκρισης είναι καίρια, διότι, όταν η αστυνομική δράση εκδηλώνεται ως διοικητική δράση, εφαρμόζονται οι κανόνες του διοικητικού δικαίου, ενώ κατά τη δικαστική δράση της αστυνομίας εφαρμόζονται οι κανόνες και αρχές του ποινικού δικαίου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι η νομιμότητα της υπόστασης του αστυνομικού οργάνου επιδρά ουσιαστικά και πρακτικά στη διαδικασία παραγωγής των πράξεων του. Η νομική φύση των αστυνομικών οργάνων παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα λοιπά όργανα της δημόσιας διοίκησης. Τα αστυνομικά όργανα ως όργανα της διοικητικής λειτουργίας εμφανίζουν μία διφυή υπόσταση.Επιπλέον, οι αστυνομικοί δεν έχουν μόνο καθήκοντα και αρμοδιότητες για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Πολλές φορές, οι ασκούντες αρμοδιότητες αστυνομικής φύσης είναι υποχρεωμένοι εκ του νόμου να συλλέξουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για τη βεβαίωση τέλεσης του εγκλήματος και την ανακάλυψη της ταυτότητας του δράστη. Συμπερασματικά, οι αστυνομικοί κατά το λειτουργικό κριτήριο ασκούν διοικητικές και δικαστικές
Σελ. 4
αρμοδιότητες, οι οποίες εκδηλώνονται με αστυνομικά μέτρα (Doppelfunkionale Maßnahmen der Polizei).
Ακόμη θα ήταν παράλειψη να μην σημειωθεί ότι κατά το οργανικό κριτήριο οι αστυνομικοί δεν είναι μόνο όργανα της διοικητικής λειτουργίας, αλλά και της δικαστικής λειτουργίας. Οι αστυνομικοί ανακριτικοί υπάλληλοι (Ermittlungspersonen der Staatsanwaltschaft) θεωρούνται υφιστάμενα του Εισαγγελέα δικαστικά όργανα και διενεργούν τακτική προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά παραγγελία του ή κύρια ανάκριση, κατ’ εντολή του ανακριτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η διφυής υπόσταση των αστυνομικών οργάνων δεν αφορά μόνο την Ελληνική Αστυνομία. Εντοπίζεται σε όλες τις αρχές και τα όργανα που ασκούν αστυνομικά καθήκοντα, όπως τελωνειακούς υπαλλήλους, δασοφύλακες, λιμενικούς, πυροσβέστες και άλλους. Βέβαια, στους υπαλλήλους των υπηρεσιών της δημοσίας διοίκησης που ασκούν αμιγώς αστυνομικές αρμοδιότητες (Ελληνική Αστυνομία, Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή) ο νομοθέτης επιδεικνύοντας εμπιστοσύνη παρέχει εκτεταμένες ανακριτικές αρμοδιότητες σε όλα τα ποινικά αδικήματα της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητάς τους (γενικοί ανακριτικοί υπαλλήλοι), λόγω της εμπειρίας που έχουν αποκτήσει. Αντίθετα, οι υπόλοιποι υπάλληλοι ασκούν ανακριτικά καθήκοντα μόνο κατά την άσκηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς τους (ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι), ένεκα της εξειδίκευσης τους. Μάλιστα, τίθεται ο ακόλουθος κανόνας αρμοδιότητας σε περίπτωση σύγκρουσης αρμοδιοτήτων γενικών και ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων. Το ανακριτικό καθήκον ασκείται ανάλογα με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα της υπηρεσίας, επειδή η ειδίκευση υπερέχει της εμπειρίας. Έτσι, για παράδειγμα, αν η Ελληνική Αστυνομία ανακαλύψει πακέτα τσιγάρα, χωρίς ταινία φόρου κατανάλωσης (λαθρεμπόριο) σε φορτηγό που διέρχεται τα σύνορα από συνοριακό σταθμό ελεγχόμενης διέλευσης επιλαμβάνεται ανακριτικά το τελωνείο ως ειδική καθ’ ύλην αρμόδια υπηρεσία. Γενικά, η ανάθεση δικαστικών αρμοδιοτήτων σε αστυνομικούς και εν γένει σε υπαλλήλους με αστυνομικού χαρακτήρα αρμοδιότητες δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, αλλά εμφανίζεται ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των αστυνομικών υπηρεσιών, κατ’ επίδραση αλλοδαπών έννομων τάξεων, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.
Παρά ταύτα, η διφυής υπόσταση των αστυνομικών οργάνων στην ελληνική έννομη τάξη δεν έχει μελετηθεί σε βαθμό ικανοποιητικό. Οι αναφορές από πλευράς Ποινικού
Σελ. 5
Δικονομικού Δικαίου είναι αποσπασματικές, μέσα από τη διάκριση ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Στο Διοικητικό Δίκαιο το διφυές χαρακτηριστικό των υπαλλήλων που ασκούν αστυνομικής φύσεως αρμοδιότητες μελετάται έμμεσα, μέσω της δυνατότητας επιβολής ποινικών κυρώσεων από διοικητικά όργανα.
β. Λειτουργικός διχασμός των αστυνομικών οργάνων
Η διφυής υπόσταση που αναφέρθηκε παραπάνω συνδέεται άμεσα με τη διπλή λειτουργία των αστυνομικών οργάνων. Η διπλή λειτουργία των διοικητικών
Σελ. 6
οργάνων οφείλεται στο φαινόμενο του λειτουργικού διχασμού (dédoublement fonctionnel, role splitting, funktionellen verdoppelung) που θεωρείται απόκλιση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των οργάνων και των λειτουργιών. Ο λειτουργικός διχασμός βέβαια αναπτύχθηκε αρχικά στο Διεθνές Δίκαιο από το Γάλλο διεθνολόγο G. Scelle, αλλά βρίσκει εφαρμογή στο Ενωσιακό και στο εσωτερικό Δημόσιο Δίκαιο. Το φαινόμενο του λειτουργικού διχασμού εξηγεί τον διφυή χαρακτήρα των νομικών προσώπων, τον λειτουργικό χαρακτήρα των διοικητικών πράξεων και την άρνηση του δικαστικού ελέγχου των κυβερνητικών πράξεων από τα διοικητικά δικαστήρια. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον λειτουργικό διχασμό τα όργανα που ανήκουν σε μία λειτουργία μέσω της διασταύρωσης των λειτουργιών ασκούν το έργο άλλης λειτουργίας. Κατά συνέπεια, όλες οι πράξεις που ανήκουν τυπικά και ουσιαστικά σε μία λειτουργία, ασκούνται από όργανα διαφορετικής λειτουργίας, όπως για παράδειγμα οι αστυνομικοί κατά την εκτέλεση των προανακριτικών τους καθηκόντων ενεργούν δικαστικές πράξεις και όχι διοικητικές. Επιπλέον, οι αστυνομικοί αποβάλλουν την ιδιότητα του διοικητικού οργάνου και αναλαμβάνουν την ιδιότητα της άλλης λειτουργίας. Ειδικότερα, τα αστυνομικά όργανα στο προηγούμενο παράδειγμα είναι ανακριτικοί υπάλληλοι και υπάγονται στην ιεραρχία των δικαστικών οργάνων. Κατά συνέπεια, τα αστυνομικά όργανα κατά την άσκηση των δικαστικών (ανακριτικών) καθηκόντων τους α) δεν υπάγονται στον έλεγχο της ανώτερης διοικητικής αρχής, κανόνας που δυστυχώς στη πράξη καταστρατηγείται. Ασκείται δηλαδή έμμεσα ιεραρχικός έλεγχος μέσω υποδείξεων και παρατηρήσεων των προϊστάμενων αρχών, οι οποίες βέβαια δεν έχουν τον χαρακτήρα εντολής, β) υπάγονται στους κανόνες εξαίρεσης και αποκλεισμού κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, γ) έχουν προσωπική αστική ευθύνη για τη ζημία που προκάλεσαν σε ιδιώτες, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την κακοδικία, εκδίδουν πράξεις που δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ, αλλά ελέγχονται από τα ποινικά δικαστήρια.
Ας σημειωθεί δε ότι ένα πλήθος πράξεων της δικαστικής λειτουργίας εκτελούνται από τα διοικητικά όργανα της τάξης και της ασφάλειας, όπως η εκτέλεση των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, καθώς
Σελ. 7
και των βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων, των διατάξεων, των προσωρινών διαταγών και των ενταλμάτων των δικαστικών αρχών. Επίσης, δικαστική και όχι διοικητική πράξη είναι κάθε ανακριτική πράξη των αστυνομικών οργάνων ως ανακριτικών υπαλλήλων, καθώς και η απόφαση του Εισαγγελέα για τη μεταγωγή κρατουμένων από την αστυνομία. Αναμφίβολα, όπως προκύπτει από την ανωτέρω ανάπτυξη, οι ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από τη διπλή λειτουργία των οργάνων που ασκούν αστυνομικά καθήκοντα χρήζουν ξεχωριστής μελέτης.
γ. Κριτήρια διάκρισης διοικητικής και δικαστικής Αστυνομίας
Πολλές πράξεις των αστυνομικών οργάνων, όπως διαπιστώθηκε παραπάνω είναι όχι μόνο διοικητικές, αλλά και δικαστικές σύμφωνα με το οργανικό κριτήριο. Η απουσία οποιουδήποτε οργανικού διαχωρισμού των δύο λειτουργιών καθιστά την έρευνα δυσκολότερη. Η αναζήτηση ενός σαφούς εννοιολογικού χαρακτηριστικού διάκρισης των διοικητικών από τις δικαστικές πράξεις από την επιστήμη και τη νομολογία είναι απαραίτητη στο Αστυνομικό Δίκαιο. Αρχικά, το λειτουργικό κριτήριο αναπτύχθηκε συστηματικότερα στο γαλλικό, αλλά και στο γερμανικό Διοικητικό Δίκαιο μέσα από τη διάκριση διοικητικής και δικαστικής αστυνομίας. Η διοικητική Αστυνομία δρα με σκοπό την πρόληψη του εγκλήματος και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Η δικαστική Αστυνομία περιλαμβάνει την καταστολή του εγκλήματος και την παραπομπή των δραστών στη δικαιοσύνη για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας.
Σελ. 8
Ποια είναι τα κριτήρια διάκρισης της διοικητικής από τη δικαστική αστυνομική δράση; Η ακόλουθη ανάλυση επικεντρώνεται στην εύρεση των κριτηρίων αυτών. Η επιλογή τυπικών κριτηρίων, όπως ο σκοπός ή το αντικείμενο της δραστηριότητας αποτέλεσε την πρώτη βάση για τη νομολογία στη Γαλλία. Το κριτήριο αναφέρεται στη φύση των αστυνομικών δραστηριοτήτων. Όταν, η αστυνομική δράση κατευθύνεται στη δίωξη ενός εγκλήματος ή σκοπεύει να αναζητήσει ένα συγκεκριμένο έγκλημα είναι δικαστική, ενώ όταν αφορά γενικά εποπτικά μέτρα που δεν έχουν τέτοια κατεύθυνση η δράση της αστυνομίας είναι διοικητική. Ωστόσο, η κλασσική δογματική και συγκεκριμένα ο Waline Marcel αντιτάχθηκε στον προληπτικό χαρακτήρα των διοικητικών αστυνομικών μέτρων που από τη φύση τους περιέχουν κατασταλτικές ενέργειες και αποφάσεις. Ο εν λόγω θεωρητικός υποστήριξε ότι σκοπός της αστυνομίας δεν είναι η καταστολή με τη στενή έννοια του όρου, αλλά η αναζήτηση του δράστη και η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για τη βεβαίωση του εγκλήματος Ο προαναφερόμενος γάλλος ακαδημαϊκός επέκρινε τη θεωρία της διάκρισης της αστυνομικής δράσης με βάση τα ανωτέρω τυπικά κριτήρια, γιατί επικεντρώνεται στον υποκειμενικό στόχο των αστυνομικών υπαλλήλων. Επίσης, η ανωτέρω διάκριση θα ήταν αντίθετη προς την αρχή του Κράτους Δικαίου, καθώς η αστυνομία ακόμη και εκ των υστέρων θα μπορούσε να επιλέξει μία κατάλληλη νομική βάση για τις ενέργειες της και στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι ο σκοπός της βασίστηκε σε αυτή τη νομική βάση. Από την άλλη είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι το παραπάνω επιχείρημα αποτελεί μία ad hoc κρίση, όμως σκοπός είναι να καθορισθούν ex initio τα κριτήρια διαχωρισμού δικαστικής και διοικητικής αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως η γαλλική δογματική φαίνεται να υιοθετεί το λειτουργικό κριτήριο για τη διάκριση διοικητικών και δικαστικών αρμοδιοτήτων της αστυνομίας. Στο λειτουργικό κριτήριο απουσιάζει οποιαδήποτε διαδικαστική διάκριση. Η λύση δε αυτή φαίνεται να προσαρμόζεται εύκολα στις σύγχρονες αστυνομικές επιχειρήσεις και μέτρα.
Πέραν των ανωτέρω, πρόβλημα επίσης ανακύπτει όταν ένα διοικητικού χαρακτήρα μέτρο μετατρέπεται στην πράξη σε δικαστικό, περίπτωση που συναντάται συχνά στην αστυνομική δράση. Εύστοχα επισημαίνει ο De Laubadére ότι η διοικητική
Σελ. 9
αρμοδιότητα και η δικαστική μπορούν να ανατεθούν στην ίδια αρχή. Για παράδειγμα, ο προληπτικός έλεγχος των σακιδίων των ατόμων που προσέρχονται σε μία διαδήλωση από αστυνομικούς για να διασφαλιστεί ότι η συνάθροιση θα γίνει ειρηνικά και χωρίς όπλα, ώστε να αποτραπούν τραυματισμοί πολιτών και ζημίες στην ιδιοκτησία είναι αρμοδιότητα της διοικητικής αστυνομίας. Ωστόσο, η ανεύρεση σε ένα σακίδιο βομβών μολότοφ μετατρέπει την έρευνα σε δικαστική. Παρόλα αυτά, στη γερμανική νομολογία υποστηρίχθηκε το αντίθετο. Σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς τη φύση του αστυνομικού μέτρου, αν είναι διοικητικού ή δικαστικού χαρακτήρα σε αμφιλεγόμενες καταστάσεις που υπάρχει ταυτόχρονα η υποψία εγκλήματος και η ανάγκη για προστασία της ασφαλείας το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (BverwG 47 255 264) διασφαλίζει τη δικαιοδοσία του. Μερίδα της θεωρίας διατείνεται ότι υπάρχει διακριτική ευχέρεια των αστυνομικών ως προς την επιλογή του δικονομικού ή διοικητικού χαρακτήρα του μέτρου, οι οποίες είναι εξίσου νόμιμες. Πολύ κοντά στις γαλλικές θέσεις είναι η σημερινή άποψη των γερμανών δασκάλων και δικαστών ότι θα πρέπει να διαγιγνώσκεται ποία είναι η πρωτεύουσα λειτουργία του κρινόμενου μέτρου, όπου με βάση το λειτουργικό κριτήριο θα επιλέγονται οι διοικητικού ή δικαστικού χαρακτήρα διατάξεις. Άλλο μέρος της θεωρίας βασίστηκε πρόσφατα στην προαναφερθείσα δικαστική απόφαση για να υποστηρίξει τη θέση ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο διοικητικό χαρακτήρα του μέτρου, επειδή η ασφάλεια είναι σημαντικότερη από τη δίωξη των εγκλημάτων. Η τελευταία αυτή πολύ μεμονωμένη θέση ορθά επικρίθηκε, καθότι στη Γερμανία υπάρχει η διάκριση προληπτικών και κατασταλτικών στόχων της αστυνομίας όπως και στην Ελλάδα. Ο αντίλογος με τον οποίο συντάσσεται και ο γράφων υποστηρίζει ότι χωρίς το νομοθετικό προσδιορισμό της αστυνομικής δράσης η νομιμότητα του σκοπού δεν μπορεί να τεθεί ούτως ή άλλως. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να τεθεί υπόψη ο νομοθετικός προσδιορισμός της προτεραιότητας κάθε δράσης της αστυνομίας. Αυτή η λύση είναι σύμφωνη με το Κράτος Δικαίου και την τήρηση της δημοκρατικής αρχής, ενώ υιοθετείται επίσης από τον κανονιστικό νομοθέτη της χώρας μας. Συγκεκριμένα,
Σελ. 10
στο άρθρο 95 Π.Δ. 141/91 ορίζεται ρητά ότι σε περίπτωση διοικητικών προληπτικών αστυνομικών ερευνών, αν διαπραχθούν εγκλήματα ή υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι άτομα ενέχονται σε εγκλήματα εφαρμόζονται υποχρεωτικά οι διατάξεις του Κ.Π.Δ. Έτσι, ο έλληνας νομοθέτης παρέχει απόλυτη προτεραιότητα στις δικαστικής φύσεως αστυνομικές αρμοδιότητες. Παρόμοια λύση δίνει η νομοθεσία και στο αστυνομικό μέτρο των ερευνών. Όταν οι έρευνες γίνονται κατά τη διάρκεια της προανάκρισης διενεργούνται κατά τον Κ.Π.Δ. Επομένως, το θέμα της επιλογής της δικαστικής ή της διοικητικής αρμοδιότητας από τις αστυνομικές αρχές αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου και όχι της ερμηνείας του. To επιχείρημα αυτό είναι ορθό, διότι όταν η επιλογή του νομοθέτη είναι η δράση σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, τότε όπως γλαφυρά διατύπωνε ο Δημήτριος Κόρσος «κλείεται εις τη διοίκησιν η οδός της αυτεπαγγέλτου υλικής ενεργείας ως καθαράς διοικητικής αυτοδικίας, η Διοίκηση συστέλλεται εις τον παρά του νόμου ηθελημένον όριον». Η συνολική αντιμετώπιση των επιμέρους δραστηριοτήτων και η ύπαρξη του ιδίου οργάνου για την άσκηση της δικαστικής και της διοικητικής λειτουργίας ακολουθείται τόσο στη Χώρα μας, όσο και στη Γαλλία με την εξίσωση της φύσης της διαδικασίας με την αστυνομική αρμοδιότητα.
Συμπερασματικά, η εφαρμογή του λειτουργικού κριτηρίου διάκρισης της διοικητικής από τη δικαστική αστυνομία τίθεται μόνο όταν ο νομος σιωπά ως προς την ανάθεση αρμοδιότητας. Επιπλέον, το λειτουργικό κριτήριο εφαρμόζεται και λόγω έλλειψης σαφούς διαχωρισμού κατά τον νομοθετικό προσδιορισμό προτεραιότητας κάθε δράσης (διοικητικής και δικαστικής) σε περίπτωση συνύπαρξης. Όμως, η πρωταρχία του λειτουργικού κριτηρίου φαίνεται να συναντά τα όρια της ενόψει των σύγχρονων προκλήσεων. Η αυξανόμενη ένταση του αισθήματος ανασφάλειας από το οργανωμένο έγκλημα, η ανάπτυξη της διεθνούς τρομοκρατίας και η πολυπλοκότητα των παραβάσεων έχει ως αποτέλεσμα οι νόμοι για τον καθορισμό της προτεραιότητας της ασφάλειας έναντι της ελευθερίας να διαδέχονται ο ένας τον άλλον, προκαλώντας πλήγμα στην ασφάλεια δικαίου. Ακόμη, η αποτελεσματικότητα της αστυνομικής δράσης για την επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης κλυδωνίζεται μέσα από την πολυπλοκότητα των ειδικών αστυνομεύσεων του περιβάλλοντος, της οικονομίας, των αλλοδαπών κ.α. Συνακόλουθα, η διοικητική ή ποινική φύση των κυρώσεων δοκιμάζεται, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη τη διάκριση τους. Ποιά θα είναι η φύση της αστυνομικής δράσης και οι πολιτικές για την ασφάλεια στο μέλλον, ενόψει της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί με σαφήνεια από τους μελλοντικούς ερευνητές.
Σελ. 11
δ. Δικαστικές πράξεις της αστυνομίας
Η αστυνομική δράση, όπως χαρακτηριστικά καταδείχθηκε δεν εκτελείται μόνο στο πλαίσιο της διοικητικής λειτουργίας. Αναφορικά με την αντεγκληματική δραστηριότητα των αστυνομικών αρχών η πρόληψη επιτρέπει ευρεία άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με την καταστολή. Γενικά, οι αστυνομικές αρχές οφείλουν να εκτελούν χωρίς καμία χρονοτριβή τις παραγγελίες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών (εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων, προανακριτικών πράξεων, ενταλμάτων σύλληψης και βίαιης προσαγωγής, κ.α.). Μάλιστα, οι αρχές της δικαστικής λειτουργίας δικαιούνται να ζητούν τη συνδρομή της Αστυνομίας, χωρίς τη μεσολάβηση των προϊσταμένων τους (άρθρο 13 Κ.Π.Δ.), λόγω του ιεραρχικού δεσμού στο πλαίσιο της δικαστικής ιεραρχίας ως ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Επίσης, οι αστυνομικές αρχές απαγορεύεται να ελέγχουν τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητα των διαταγών των δικαστικών αρχών. Οι αστυνομικοί, αλλά και κάθε όργανο της δημόσιας διοίκησης με ανακριτικά καθήκοντα (πυροσβέστες, υπάλληλοι της δίωξης οικονομικού εγκλήματος, τελωνειακοί κ.α.) ως ανακριτικοί υπάλληλοι υπάγονται λειτουργικά στις δικαστικές αρχές, επιδεικνύοντας απόλυτη υπακοή. Τυχόν ανυπακοή επισύρει εκτός από πειθαρχικές ενδεχομένως και ποινικές κυρώσεις (άρθρο 259 Π.Κ. «Παράβαση Καθήκοντος»).
Σύστοιχα, οι αστυνομικοί και οι λιμενικοί ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι και οι υπόλοιποι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι των αρχών επιβολής του νόμου μόνο ως προς τον τρόπο διεξαγωγής και περάτωσης των εντολών απολαμβάνουν αυτονομίας και ανεξαρτησίας στο πλαίσιο της δικαστικής ιεραρχικής τους σχέσης με τους εισαγγελείς. Οι δικαστικές αρχές προΐστανται των αστυνομικών αρχών στο πλαίσιο της διοικητικής ιεραρχικής τους σχέσης. Η ιεραρχική υποκατάσταση των αστυνομικών οργάνων ως ανακριτικών υπαλλήλων από τα ανώτερα εισαγγελικά η δικαστικά όργανα απαγορεύεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των κανόνων της ιεραρχικής αρμοδιότητας. Έτσι, αν ένας καταζητούμενος με ένταλμα σύλληψης παρουσιαστεί
Σελ. 12
στον εισαγγελέα, ο τελευταίος δεν μπορεί να τον συλλάβει για να εκτελεστεί το ένταλμα, αλλά θα πρέπει να κληθούν οι αστυνομικές αρχές για το σκοπό αυτό. Στην πραγματικότητα πίσω από την εκτέλεση των περισσότερων δικαστικών πράξεων των αστυνομικών οργάνων ως ανακριτικών υπαλλήλων με υλικές ενέργειες και παραλείψεις κρύπτονται οι δικαστικές αρχές. Βέβαια, η αντίστοιχη αστική ευθύνη σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων καταλογίζεται στις αστυνομικές αρχές, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος. Αντίθετα, τα δικαστικά όργανα έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους μόνο στην περίπτωση πρόδηλου σφάλματος, καθώς δεν μπορούν να μένουν αναποζημίωτες πολιτειακές πράξεις σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. Είναι αξιοσημείωτο ότι στη Χώρα μας, επειδή δεν έχει συσταθεί ακόμη δικαστική αστυνομία, σχεδόν ολόκληρη η αστυνομική κατασταλτική δραστηριότητα υπάγεται λειτουργικά στη δικαστική εξουσία. Όλες οι ανακριτικές πράξεις των ανωτέρω ακολουθούν αυστηρούς δικονομικούς τύπους, διατυπώνονται σε έκθεση, αποστέλλονται και ελέγχονται από τον εισαγγελέα, επαληθεύεται δε η νομική τους ορθότητα και η ανάγκη συμπλήρωσής τους από τον ανακριτή. Μάλιστα, στις περιπτώσεις που διεξάγεται κύρια ανάκριση το κύρος των εκθέσεων ελέγχεται από το δικαστήριο, ώστε ακόμη και αν οι εκθέσεις προσβληθούν για πλαστότητα ο δικαστής εκτιμά ελευθέρα το περιεχόμενο τους.
Σελ. 13
Τα ίδια ισχύουν mutatis mutandis τόσο για τους γενικούς, όσο και για τους ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους που ενεργούν δικαστικές πράξεις για εγκλήματα της αρμοδιότητας τους, ως καθορίζεται κάθε φορά από το νόμο.
Συνεπώς, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό η δέσμια αρμοδιότητα εξομοιώνεται με δικαίωμα του πολίτη. Επίσης, παρατηρείται ότι η εκτέλεση των αστυνομικών πράξεων σε δικονομικό επίπεδο είναι υποχρέωση των αστυνομικών, ενώ ακόμη και οι πολίτες δικαιούνται ορισμένες φορές υπό προϋποθέσεις να εκτελέσουν ένα αστυνομικό μέτρο. Το ανωτέρω επιρρωνύεται και από τη ρητή διατύπωση στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ότι η σύλληψη για αυτόφωρο πλημμέλημα και κακούργημα είναι υποχρέωση του αστυνομικού, ενώ είναι δικαίωμα για τον πολίτη. Εν κατακλείδι, η διάκριση των δικαστικών από τις διοικητικές πράξεις των αρχών είναι επιβεβλημένη, τόσο για τον νομοθέτη, όσο και για την ίδια τα διοίκηση και τα δικαστήρια. Άλλωστε, οι διαδικαστικές εγγυήσεις για τις ελευθερίες του πολίτη διαφοροποιούνται κατά περίπτωση. Η θεωρία έχει καταλυτικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή, αλλά πρέπει επίσης κάθε φορά να τονίζει σε όλες τις κατευθύνσεις τα προβλήματα που ανακύπτουν και να παρέχει λύσεις.
3. Η διοικητική αστυνομική δράση
Η αρχή της νομιμότητας ως βασική πτυχή του σύγχρονου κράτους δικαίου διέπει τις αστυνομικές διοικητικές πράξεις και λαμβάνει τη μορφή τόσο της τυπικής, όσο και της ουσιαστικής νομιμότητας. Η τυπική νομιμότητα επιδρά στην αρμοδιότητα, στη διαδικασία και τον τύπο των αστυνομικών διοικητικών πράξεων. Από την άλλη, η ουσιαστική νομιμότητα, εκτός των άλλων, απαιτεί την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας σε κάθε αστυνομική πράξη. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η αρχή της αναλογικότητας γεννήθηκε και διαπλάστηκε στους κόλπους του Αστυνομικού Δικαίου.
Βέβαια, το μεγαλύτερο πλήθος των νομικών πράξεων στην αστυνομική δράση δεν είναι οι διοικητικές πράξεις, αλλά οι υλικές ενέργειες. Οι υλικές ενέργειες των αστυνομικών οργάνων αποκτούν ιδιαίτερους κανονιστικούς τύπους, όπως για παράδειγμα η σύσταση, η προτροπή, η απαγόρευση. Η διάκριση των κανονιστικών τύπων των αστυνομικών υλικών ενεργειών έχει μεγάλη σπουδαιότητα για τη διαδικασία παραγωγής τους, την εκτέλεση τους και προπάντων τη νομική προστασία των πολιτών.
Σελ. 14
Οι αστυνομικές διοικητικές πράξεις συγκεκριμενοποιούν τα αφηρημένα αστυνομικά μέτρα δράσης σε ατομικές υποχρεώσεις. Μάλιστα, ο Maurice Hauriou έγραφε «Για κάθε ειδική διοικητική πράξη επί συγκεκριμένου θέματος πρέπει να έχει προηγηθεί γενική διάταξη νόμου ή κανονιστικού περιεχομένου πράξη με τρόπο ώστε να υπόκειται η ειδική ενέργεια στο γενικό κανόνα». Έτσι, επιτυγχάνεται η μετάβαση από το γενικό αστυνομικό καθήκον στην συγκεκριμένη αστυνομική υποχρέωση που απευθύνεται στον πολίτη. Υπό αυτή την προϋπόθεση η αστυνομική δράση μπορεί να εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Η αστυνομία με τις διοικητικού χαρακτήρα πράξεις της δύναται να μειώσει ή να προστατεύσει ή να αντιταχθεί στα δικαιώματα του ενδιαφερομένου να δημιουργήσει έννομες συνέπειες ή να επιφέρει μόνο πραγματικά αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα την απομάκρυνση με γερανοφόρο όχημα της αστυνομίας ενός παράνομα σταθμευμένου οχήματος.
Η αστυνομία με διοικητικές πράξεις και υλικές ενέργειες μπορεί να αντιμετωπίσει με εξαιρετικό τρόπο μια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση. Για αυτό οι αστυνομικές πράξεις με την ανωτέρω διάκριση χαρακτηρίζονται συχνά στη θεωρία ως ένα σημαντικό εργαλείο για την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων. Η διάκριση νομικής και υλικής πράξης, αν και ιδιαίτερα χρήσιμη στο Αστυνομικό Δίκαιο δεν απάντα expressis verbis στην αστυνομική νομοθεσία. Η έννοια που χρησιμοποιείται συνήθως στην αστυνομική πρακτική, αλλά και Αστυνομικό Δίκαιο είναι τα «αστυνομικά μέτρα», η οποία είναι αρκετά ασαφής και δεν έχει ερευνηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από την επιστήμη του δικαίου.
α. Συστημική θεώρηση της αστυνομικής δράσης
Η διοίκηση ασκώντας αστυνομικές αρμοδιότητες εκφράζεται με κανονισμούς, ατομικές πράξεις, καταναγκασμούς (συλλήψεις, έρευνες, κατασχέσεις), άδειες, μέτρα, κυρώσεις και ένα πλήθος νομικών πράξεων. Οι νομικές πράξεις της αστυνομίας διατυπώνονται με διαδικασίες, οι οποίες ακόμη και μετά το στάδιο της απλούστευσής τους μόνο ενδεικτικά και περιπτωσιολογικά μπορούν να ταξινομηθούν. Για παράδειγμα οι αστυνομικές πράξεις αφορούν προληπτικές και κατασταλτικές δράσεις, δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, ελεγκτικού και κυρωτικού χαρακτήρα ενέργειες. Στη δυσκολία ταξινόμησης των αστυνομικών πράξεων συμβάλλει ο ετερόκλητος χαρακτήρας του περιεχομένου τους και η ταυτόχρονη προσχώρηση κάποιων στοιχείων της μίας διαδικασίας στην άλλη. Οι χρήσεις αυτών των διαδικασιών είναι αναρίθμητες και συναντώνται ενδεικτικά στην κυκλοφορία των οχημάτων, στις συναθροίσεις και συγκεντρώσεις ατόμων,
Σελ. 15
στην ποινική καταστολή, στον έλεγχο της νόμιμης διαμονής των αλλοδαπών στη Χώρα και στον έλεγχο της δημόσιας υγείας.
Οι προαναφερόμενες αστυνομικές διαδικασίες εντάσσονται στο κρατικό υποσύστημα που έχει ως σκοπό να παράγει κανόνες που δεσμεύουν τους πολίτες και είναι απαραίτητες για την κοινωνική τάξη. Τα ατομικά δικαιώματα στην ουσία στηρίζουν αυτή την διαφοροποίηση των διαδικασιών και βοηθούν τον πολίτη να προσαρμοστεί σε αυτές. Ο πολίτης είναι αδύνατον να προβλέψει και να ελέγξει όλες αυτές τις διαδικασίες. Για αυτό και αναγκάζεται να τις ακολουθήσει μέσω των θετικών διατάξεων που τις δομούν. Αυτή η αναγνώριση των διαδικασιών ανεξάρτητα από την αποδοχή τους, οδηγεί μέσα από μία σταθερή διαδικασία μάθησης στο σεβασμό και την ουσιαστική νομιμοποίηση τους.
Στον αγώνα της αναζήτησης ενός κριτήριου ομαδοποίησης των αστυνομικών πράξεων, ώστε να μπορούν αυτές να κατηγοριοποιηθούν έχουν διατυπωθεί πολλές και διαφορετικές θεωρίες στη δογματική του Aστυνομικού Δικαίου. Πάντως, νομολογία και θεωρία ομονοούν τουλάχιστον σε μια πρώτη γενική διάκριση. Η αστυνομία εκδηλώνει τις επιμέρους δραστηριότητες της, είτε με υλικές ενέργειες, είτε με νομικές πράξεις. Όμως, από εδώ και πέρα ξεκινούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις.
β. Κριτήρια διάκρισης της διοικητικής αστυνομικής δράσης στη Γαλλία
β.α. Θεωρία Castagné Jean
H συστημική θεώρηση των αστυνομικών πράξεων, είναι απαραίτητη, ώστε να κατανοηθεί στην πληρότητα του το σύνολο των διαδικασιών που διέπει τον εκάστοτε φορέα τους. Ο θεωρητικός του δικαίου σύμφωνα με τη συστημική ανάλυση θα μπορέσει να αντιληφθεί τις επιμέρους δράσεις που διέπουν τις αστυνομικές διαδικασίες μέσα από σύνολα και υποσύνολα, ώστε να τις κατηγοριοποιήσει. Εν τέλει, το ζητούμενο είναι η επιστήμη του δικαίου και ειδικότερα η δογματική του διοικητικού δικαίου να προσδώσει σε κάθε πράξη έναν τύπο, μία μορφή, ώστε να την εντάξει στο νομικό κόσμο. Πολλοί θεωρητικοί του δημοσίου δικαίου καταπιάστηκαν με αυτή την προσπάθεια, θα αναφερθούν οι κυριότεροι γάλλοι εκπρόσωποι της
Σελ. 16
θεωρίας, η διδασκαλία των οποίων ήταν σταθμός για την ταξινόμηση των αστυνομικών πράξεων.
Αρχικά, αναλύονται τα κύρια σημεία της θεωρίας του Jean Castagné. Ο εν λόγω θεωρητικός του Αστυνομικού Δικαίου ήταν ένας από τους πρώτους που προέβη σε
Σελ. 17
μία συστηματική ταξινόμηση των αστυνομικών πράξεων. Εν προκειμένω, η ανάπτυξη των συλλογισμών του γίνεται με αντιπαραδείγματα. Καταρχάς, διαπιστώνει ότι το κριτήριο διάκρισης των αστυνομικών πράξεων σε νομικές πράξεις και υλικές ενέργειες δεν είναι επαρκές. Αυτό συμβαίνει, γιατί η εν λόγω διάκριση δεν απαντά μόνο στην αστυνομική δράση, αλλά σε κάθε διοικητική δράση. Εν συνεχεία, επισημαίνει ότι, ούτε η αναζήτηση της κοινής αιτίας χαρακτηρισμού της πράξης ως αστυνομικής είναι ασφαλές κριτήριο. Επίσης, η διαταραχή ως λόγος μίας αστυνομικής πράξης είναι επισφαλής, επειδή πολλές φορές είναι ασαφής. Επιπλέον, ούτε η ποινική κύρωση που συνοδεύει συνήθως κάθε αστυνομική πράξη μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση, διότι πολλές διοικητικού χαρακτήρα κυρώσεις χαρακτηρίζονται στην ουσία ως ποινές, όπως οι κυρώσεις του Κ.Ο.Κ. Ο Jean Castagné καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με κριτήριο την απειλή διατάραξης της δημόσιας τάξης και την διαταραχή της δημόσιας τάξης οι αστυνομικές πράξεις διακρίνονται σε προληπτικές και κατασταλτικές αντίστοιχα. Επομένως, ανάλογα με τον βαθμό του κινδύνου αυτής της απειλής και τον βαθμό περιορισμού της ελευθερίας των πολιτών, οι προληπτικές αστυνομικές πράξεις κατηγοριοποιούνται σε προειδοποιητικές, αδειοδοτικές και απαγορευτικές πράξεις.
Σύστοιχα, ο ως άνω συγγραφέας αναφέρει ότι οι κατασταλτικές αστυνομικές πράξεις είναι νομικές πράξεις και πράξεις εκτέλεσης, εφαρμοζόμενες στο πλαίσιο μίας ορισμένης από τον νόμο διαδικασίας. Οι νομικές αστυνομικές διαδικασίες κατασταλτικού χαρακτήρα, ανάλογα με τον βαθμό συμμόρφωσης του πολίτη στις επιταγές
Σελ. 18
του νόμου διακρίνονται σε αστυνομικές διαταγές (εντολές) και συλλήψεις. Οι διαδικασίες εκτέλεσης είναι ποινικές και διοικητικές, συνοδευόμενες συνήθως από κυρώσεις ως έσχατο μέσο παρέμβασης στην ελευθερία του πολίτη.
Γίνεται μνεία ότι το μοντέλο διάκρισης σε προληπτικές και κατασταλτικές αστυνομικές πράξεις που ακολουθεί ο ανωτέρω θεωρητικός έχει ως στόχο την προστασία της επαπειλούμενης ή την αποκατάστασή της διαταραχθείσας δημόσιας τάξης αντίστοιχα. Ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται να θεσπίσει και διαφορετική διαδικασία για τον σκοπό αυτό. Απλά, περιγράφεται το ανωτέρω σχήμα, ελλείψει άλλης αναγκαίας. Ο καθορισμός των ορίων παρέμβασης και επαλήθευσης των ανωτέρω αστυνομικών πράξεων εναπόκειται στη δικαστική εξουσία.
β.β. Θεωρία Picard Etienne
Ο επόμενος μεγάλος θεωρητικός που ασχολήθηκε με την ταξινόμηση των αστυνομικών πράξεων είναι ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους του Αστυνομικού Δικαίου στη Γαλλία. Ο Etienne Picard συστηματοποιεί τη σκέψη του διατυπώνοντας argumenta ad absurdum. Εν πρώτοις, ο E. Picard διακριβώνει την ανάγκη
Σελ. 19
απόρριψης κριτηρίων που χρησιμοποιούνται από τη δογματική του Αστυνομικού Δικαίου για τη διάκριση των αστυνομικών πράξεων από τα υπόλοιπες νομικές πράξεις της διοίκησης. Συνεπώς, το οργανικό κριτήριο δεν μπορεί να μας προσφέρει
Σελ. 20
μία συγκεκριμένη ταξινόμηση των αστυνομικών πράξεων, επειδή αφενός τα όργανα που ασκούν αστυνομικά καθήκοντα είναι πάρα πολλά, αφετέρου, όλες οι πράξεις των οργάνων αυτών απέναντι στους πολίτες δεν έχουν πάντοτε αστυνομικό χαρακτήρα. Ο ανωτέρω καθηγητής δημοσίου δικαίου του Πανεπιστημίου της Σορβόννης συμφωνεί με τον J. Castagné ότι ο ποινικός χαρακτήρας των αστυνομικών πράξεων είναι ένα ψευδοκριτήριο για τη διάκριση από τις υπόλοιπες μη αστυνομικές πράξεις. Αυτό συμβαίνει διότι, υπάρχουν αστυνομικές πράξεις διοικητικού χαρακτήρα, χωρίς ποινικό περιεχόμενο, όπως οι διοικητικές απελάσεις αλλοδαπών. Όμως, ούτε η περιπτωσιολογική απαρίθμηση των αστυνομικών καθηκόντων στον νόμο μπορεί να βοηθήσει, καθώς ενδέχεται να διευρύνεται ανεπίτρεπτα η αστυνομική δράση σε ξένα προς την αποστολή της αστυνομίας έργα. Καταλήγει δε και ο E. Picard στο τελολογικό κριτήριο ταξινόμησης των αστυνομικών πράξεων αξιοποιώντας την έννοια της δημόσιας τάξης. Συνακόλουθα, αστυνομικές πράξεις είναι όσες πράξεις στοχεύουν στη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Η δημόσια τάξη ως έννοια επιστρατεύεται για τη διάκριση των αστυνομικών πράξεων. Η δημόσια τάξη εμπεριέχει στην έννοια της ως εμπειρικά, υλικά στοιχεία την ησυχία, την ασφάλεια και την υγεία, και ένα άυλο στοιχείο, την ηθική. Η ίδια η δημόσια τάξη ή τα επιμέρους στοιχεία της μπορούν να αποτελέσουν μέρος του πραγματικού ενός κανόνα δικαίου. Οι αόριστες έννοιες δεν είναι αντικείμενο υπαγωγής. Παρά ταύτα, άν τα πραγματικά περιστατικά (ιστορικό) που θεωρείται ότι διασαλεύουν τη δημόσια τάξη μπορούν να ενταχθούν σε ένα τουλάχιστον από τα υλικά ή άυλα στοιχεία της δημόσιας τάξης και να αποτελέσουν μέρος της ελάσσονος πρότασης του πραγματικού του κανόνα δικαίου, τότε υπάρχει διαταραχή της δημόσιας τάξης.
Μόνο ο δικαστικός έλεγχος με τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης μπορεί να επαληθεύει ασφαλέστερα την ανωτέρω ερμηνευτική μέθοδο που μοιάζει, αλλά δεν ταυτίζεται βεβαίως με τον δικανικό συλλογισμό. Επίσης, καταδεικνύει ότι η έννοια της δημόσιας τάξης διαπλάθεται από τη νομολογία. Ακόμη, δεν είναι ορθό επισημαίνει ο E. Picard να προσδιορίζεται το νόημα της δημόσιας τάξης από τον νομοθέτη. Αν συμβαίνει αυτό, τότε κάθε πεδίο που αξιώνει η κρατική σκοπιμότητα να διαφυλαχθεί θα εντάσσεται νομοθετικά στην έννοια της δημόσιας τάξης. Ως εκ τούτου, θα γίνεται αναπόφευκτα αναφορά στην οικονομική δημόσια τάξη, οικολογική δημόσια τάξη, τεχνολογική δημόσια τάξη κ.ο.κ..
Συμπερασματικά, το ελάχιστο περιεχόμενο των αστυνομικών αρμοδιοτήτων πρέπει να περιλαμβάνει την κλασσική τριλογία ηρεμία-υγεία-ασφάλεια, στην οποία εντάσσεται η ηθική. Αυτή είναι η δημόσια τάξη stricto sensu. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η δημόσια τάξη με τη στενή έννοια δεν αναφέρεται μόνο στην αστυνομία στο πλαίσιο της γενικής αστυνόμευσης (police générale), αλλά και στις υπόλοιπες αστυνομικές υπηρεσίες που ασκούν ιδιαίτερα αστυνομικά καθήκοντα (police spécial).