ΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 26.4€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 62,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18580
Παπαδημητρίου Κ.
  • Εκδοση: 2η 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 648
  • ISBN: 978-960-654-483-5

Στη 2η έκδοση του έργου «Ατομικό Εργατικό Δίκαιο», μετά από τις αλλαγές, που επέφερε ο πρόσφατος Ν 4808/2021 και μέσα από τη γόνιμη σύζευξη θεωρίας και πρόσφατης νομολογίας εξετάζονται, με τρόπο περιεκτικό και πλήρη, όλα τα σημαντικά, κλασικά και σύγχρονα, ζητήματα που άπτονται του κλάδου του ατομικού εργατικού δικαίου, όπως, ενδεικτικά:
• η τηλεργασία
• οι ατυπικές μορφές απασχόλησης
• ο δανεισμός εργαζομένων
• η παραχώρηση προσωπικού
• η προσωρινή και μερική απασχόληση
• η εργασία με δοκιμή
• οι ειδικές κατηγορίες εργαζομένων
• η οργάνωση λειτουργίας της εκμετάλλευσης
• η υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων
• η καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία
• η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής
• οι εργασιακές σχέσεις αλλοδαπών
• οι στρατευόμενοι μισθωτοί
• η απόλυση
• δικονομικά ζητήματα
Το βιβλίο αποτελεί χρήσιμο και απαραίτητο εργαλείο για κάθε επαγγελματία που ασχολείται με το εργατικό δίκαιο.

Σελ. 1

ΚEΦAΛAIO A΄

ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ TOY EPΓATIKOY ΔIKAIOY

§ 1. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ TOY EPΓATIKOY ΔIKAIOY

1. Το εργατικό δίκαιο ως ιδιαίτερος κλάδος δικαίου

Η εργασία ως αντικείμενο του δικαίου στα πρώτα χρόνια του νομικού φιλελευθερισμού ρυθμίσθηκε μέσα από το θεσμό της μίσθωσης υπηρεσιών (locatio operarum) ή και από αυτόν της μίσθωσης έργου (locatio – conductio operis). Η εργασία δεν εθεωρείτο τότε παρά ως ένα εμπόρευμα, όπως κάθε άλλο, το οποίο μπορούσε να εκμισθωθεί σε ένα τρίτο στο πλαίσιο της ελευθερίας των ισότιμων συναλλασσομένων.

Το δίκαιο γενικότερα καθοριζόταν, σε αυτά τα πρώτα χρόνια, από μια ατομικιστική αντίληψη των συμβατικών σχέσεων, απέναντι στην οποία προτάθηκε από το εργατικό δίκαιο μια άλλη, που στηρίζεται στη διαπίστωση της οικονομικής εξάρτησης και της συλλογικής δράσης. Πάνω στο μοντέλο αυτό δημιουργούνται πλέον ειδικοί νομικοί κανόνες, ειδικές αρχές και μάλιστα ειδικές ερμηνευτικές μέθοδοι, με τονισμό της αυτονομίας του.

A. Η ιδιαιτερότητα του εργατικού δικαίου

Το εργατικό δίκαιο, μέσα από μια μακρά πορεία, αναδεικνύεται ως το ειδικό δίκαιο της προστασίας, στηριζόμενο στο γεγονός ότι κατά την παροχή εργασίας εμπλέκεται σε σημαντικό βαθμό η πρoσωπικότητα του εργαζομένου. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μια νέα αντίληψη της συμβάσεως εργασίας, η οποία απομακρύνεται από τους παραδοσιακούς όρους του αστικού δικαίου.

Κυρίαρχο στοιχείο της σύμβασης εργασίας είναι η ανισότητα των συναλλασσομένων μερών τόσο από κοινωνική, όσο, κυρίως, από οικονομική άποψη. Ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ασθενή διαπραγματευτική θέση, αφού συνάπτει τη σύμβαση εργασίας από βιοτική ανάγκη, προκειμένου δηλαδή να εξασφαλίσει την

Σελ. 2

επιβίωσή του, όπως και της οικογενείας του, και είναι έτσι διατεθειμένος σε πολλές περιπτώσεις να αποδεχθεί και μη «δίκαιους» όρους εργασίας. Η έννοια της αυτονομίας της βουλήσεως και η ίδια η σύμβαση εργασίας αποκρύπτουν, επίσης, την άσκηση της εξουσίας σε πρόσωπα και την υπαγωγή τους σε αυτήν.

Ως αντιστάθμισμα στην παραπάνω κοινωνική πραγματικότητα, δημιουργείται, λοιπόν, ένα ειδικό δίκαιο με σκοπό την προστασία ενός τύπου συναλλασσομένου, ο οποίος μέχρι τότε αγνοείτο από το δίκαιο και ο οποίος μάλιστα ανήκει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Φιλοδοξία του νέου κλάδου είναι να απελευθερώσει την εργασιακή σχέση από το αστικό δίκαιο, το οποίο, στηριζόμενο στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και στη σύμβαση, εξυπηρετεί κυρίως την επιχειρηματική ελευθερία.

Χαρακτηριστικό, επίσης, του εργατικού δικαίου, το οποίο καθορίζει την περαιτέρω διακριτή πορεία του, είναι ότι στην επιχείρηση εμπλέκονται, κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πρόσωπο και συχνά ακόμη και η σωματική ακεραιότητα του εργαζομένου. Η προστασία από τη συμβατική ελευθερία σημαίνει τελικά προστασία της ίδιας της ελευθερίας του ατόμου. Ομοίως, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι βασικός σκοπός της σύμβασης εργασίας είναι να εξασφαλισθεί η υποταγή του εργαζομένου σε μια εξουσία, την εργοδοτική.

Τελικά, μέσα από το εργατικό δίκαιο, όπως αναφέρεται και στη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας, γίνεται αντιληπτό ότι «η εργασία δεν είναι ένα εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα». Είναι, λοιπόν, το εργατικό δίκαιο το δίκαιο της προστασίας της προσωπικότητας απέναντι στο αστικό δίκαιο, το οποίο είναι το δίκαιο της προστασίας της περιουσίας και των οικονομικών συναλλαγών.

Αλλά είναι, κυρίως, η συλλογική διάσταση του εργατικού δικαίου που υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητά του. Αυτή η διάσταση καθορίζει συνολικά αυτόν τον κλάδο του δικαίου, έτσι ώστε δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε, ούτε τους θεσμούς του ατομικού εργατικού δικαίου, χωρίς να λάβουμε υπόψη τη συλλογική

Σελ. 3

του διάσταση. Το συλλογικό στοιχείο διαπερνά, τελικά, όλη τη λειτουργία της ατομικής εργασιακής σχέσης.

Το εργατικό δίκαιο, έτσι, χαρακτηρίζεται από ένα διπλό μηχανισμό. Αφ’ ενός διακρίνεται από την εξασθένηση της αρχής της αυτονομίας της βουλήσεως. Το εργατικό δίκαιο γεννήθηκε σε αντίθεση προς τον «ιμπεριαλισμό» της σύμβασης. Εκδηλώνεται με τον περιορισμό της ελευθερίας σύναψης σύμβασης (υπό την έννοια της απαγόρευσης συνάψεως μιας, συγκεκριμένου είδους, σύμβασης εργασίας). Επίσης, χαρακτηρίζεται από τον περιορισμό της ελευθερίας διαμόρφωσης του περιεχομένου της. Είναι η αρχή της (κοινωνικής) δημόσιας τάξης σε συνδυασμό με την αρχή της εύνοιας, οι οποίες τόσο επιβάλλουν ελάχιστα όρια προστασίας, από τα οποία δεν είναι δυνατή παραίτηση, όσο και επιτρέπουν μέσω της συμβατικής ελευθερίας να προβλεφθούν ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο διατάξεις. Αφ’ ετέρου, το εργατικό δίκαιο διακρίνεται από την αναγνώριση συγκεκριμένων συλλογικών δικαιωμάτων στους εργαζομένους, τα οποία εξετάζονται στο πλαίσιο του συλλογικού εργατικού δικαίου.

B. Η απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς κανόνες του αστικού δικαίου και η δημιουργία ιδιαίτερων αρχών του εργατικού δικαίου

Η ανάπτυξη του εργατικού δικαίου συνοδεύθηκε από την δημιουργία δικών του αρχών με έμφαση στην αρχή της προστασίας του ασθενέστερου μέρους της εργασιακής σχέσεως, αρχή, μέχρι τότε, άγνωστη στο παραδοσιακό ενοχικό δίκαιο. Ομοίως, δημιουργούνται ιδιότυποι θεσμοί άγνωστοι σε άλλους κλάδους δικαίου, όπως συνδικαλιστικές οργανώσεις, απεργία, δικονομική εκπροσώπηση των εργαζομένων, ενώ ταυτόχρονα προβάλλονται νέες έννοιες στο πεδίο της νομικής επιστήμης, όπως συλλογική αυτονομία (θεσμός διαφορετικός από την αυτονομία της βουλήσεως), συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων κλπ.

Το εργατικό δίκαιο αναπτύσσεται, με τον τρόπο αυτό, με μια ιδιότυπη δυναμική που βρίσκεται στο μεταίχμιο του κοινωνικού με το οικονομικό, του ατομικού με το συλλογικό, του κρατικού με το ιδιωτικό, του συγκεντρωτικού με το αποκεντρωτικό. Η κίνηση του εργατικού δικαίου μεταξύ των τάσεων αυτών δεν είναι, πάντως, ούτε δεδομένη, ούτε μονοσήμαντη. Συναρτάται με ευρύτερες διαστάσεις κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. Εξετάζοντας τη λειτουργική σημασία του εργατικού δικαίου δεν μπορούμε, μάλιστα, να αγνοήσουμε την οικονομική του λειτουργία, ότι συμβάλλει δηλαδή τελικά στην ομαλή λειτουργία της οικονομίας

Σελ. 4

τόσο εξασφαλίζοντας ομαλές συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων, όσο και επιτυγχάνοντας την ισορροπία μεταξύ των παραγόντων του κεφαλαίου και της εργασίας.

Χωρίς ασφαλώς να αμφισβητείται η ιδιαιτερότητα του εργατικού δικαίου, δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι τελικά δεν λειτουργεί αυτόνομα, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο νομικό πλαίσιο από το οποίο ασφαλώς επηρεάζεται, αλλά και το επηρεάζει. Το εργατικό δίκαιο δεν μπορεί, έτσι, να αδιαφορεί για τις αρχές του αστικού δικαίου, μια και αυτές μπορούν να εξυπηρετήσουν τους πρωταρχικούς σκοπούς του, αλλά, συχνά, επεκτείνει τις αρχές του και σε άλλους κλάδους.

Γ. Η επέκταση των αρχών του εργατικού δικαίου σε άλλους κλάδους

Πέραν από την αυτονόητη επίδραση του αστικού στο εργατικό δίκαιο, διαπιστώνεται και μια αντίστροφη τάση, δηλαδή η επίδραση που ασκεί το εργατικό δίκαιο στο αστικό δίκαιο. Το εργατικό δίκαιο είναι αυτό, πλέον, το οποίο μεταφέρει τις δικές του αρχές σε άλλους κλάδους του ιδιωτικού δικαίου και κυρίως στο αστικό. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Το εργατικό δίκαιο αποτελεί το πεδίο στο οποίο αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται οι δικαιϊκές αρχές του δικαίου της ανισότητας και εύλογα προκύπτουν αναφορές σε αυτό, όταν βρισκόμαστε, σε άλλους κλάδους του δικαίου, ενώπιον παρόμοιων καταστάσεων.

Το εργατικό δίκαιο μετατρέπεται με τον τρόπο αυτό σε εργαστήριο του κοινού δικαίου της οικονομικής εξάρτησης και της αναζήτησης της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η δική του λογική, οι δικές του αρχές, οι δικές του έννοιες μεταφέρονται και σε άλλους κλάδους, πράγμα που καταδεικνύει και το δυναμισμό των αρχών του και την πρωτοτυπία της λογικής του. Έννοιες, όπως απεργία, συνδικαλιστικό δικαίωμα, συλλογική διαπραγμάτευση, κατώτερες αμοιβές, αποζημίωση λύσης της συμβατικής σχέσεως, συλλογική αγωγή, μηχανισμοί καταστολής των δυσμενών διακρίσεων, δικονομική παρέμβαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά και οι αρχές που τείνουν στον περιορισμό του οικονομικού απολυταρχισμού μεταφυτεύονται. Είναι τυχαίο άλλωστε το ότι ο μηχανισμός της «τριτενέργειας» των ατομικών δικαιωμάτων έγινε αντικείμενο επεξεργασίας κυρίως στις εργασιακές σχέσεις, διεκδικώντας στη συνέχεια ευρύτερη εφαρμογή σε όλο το ιδιωτικό δίκαιο και κατακτώντας τελικά συνταγματική αναγνώριση;

Σελ. 5

2. Η αμφισβήτηση των αρχών του εργατικού δικαίου

Ενώ λοιπόν και η θεσμική λειτουργία και η αυτονομία του εργατικού δικαίου έχουν διανύσει μακρά πορεία, ανακύπτει συχνά το, όχι πάντοτε αθώο, ερώτημα σχετικά με την χρησιμότητα της λειτουργίας του.

Απέναντι στην παραδοσιακή θέση, η οποία θέτει τον τόνο στην προστατευτική λειτουργία του Εργατικού Δικαίου, δηλαδή στην προστασία του εργαζομένου, όπως και στην αυτονομία του κλάδου, αντιπαρατίθεται μια άλλη, μειοψηφική βεβαίως, η οποία υπογραμμίζει την προτεραιότητα του οικονομικού παράγοντα. Το εργατικό δίκαιο, όπως, υποστηρίζουν κάποιοι, καθορίζεται από την οικονομία και δεν την καθορίζει, ενώ γίνεται λόγος για «εκμοντερνισμό» του εργατικού δικαίου.

Ακόμη και αν ο προστατευτικός χαρακτήρας του εργατικού δικαίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πλήρως, υποβάλλονται ερωτήματα σχετικά με την λειτουργία του ως παράγοντα ομαλής λειτουργίας και μακροημέρευσης του οικονομικού συστήματος και σχετικά με την εξασφάλιση της αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ διαφόρων κοινωνικών παραμέτρων, όπως του οικονομικού και του κοινωνικού, της ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, του ατομικού και του συλλογικού. Η οικονομική ανάπτυξη, διερωτώνται, μήπως δυσχεραίνεται με την εφαρμογή των άκαμπτων κανόνων; Η εργοδοτική εξουσία δεν πρέπει να απελευθερωθεί από την αντιπαραγωγική λειτουργία ορισμένων προστατευτικών κανόνων, όπως αυτών για την προστασία της θέσης εργασίας;

Τους παραπάνω προβληματισμούς έρχεται συχνά να συνοδεύσει και ένα εξειδικευμένο ερώτημα. Γιατί έχουμε ανάγκη το εργατικό δίκαιο, αφού υπάρχει το αστικό δίκαιο για να ρυθμίζει τις σχέσεις των συμβαλλομένων;

Υπό την οπτική αυτή γωνία, κάτω και από τις επιδράσεις του νεοφιλευθερισμού, καταβάλλεται προσπάθεια να ενισχυθούν οι αρχές του ατομικισμού, και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις κερδίζουν έδαφος. Πολλά από τα παραπάνω προβάλλονται, όμως, μάλλον ως «κλισέ», παρά ως θέσεις οι οποίες χρήζουν αποδείξεως. Πολύ περισσότερο δε επειδή, χωρίς δυσκολία, αποδεικνύονται αβάσιμα. Δεν είναι τελικά οι χώρες με τον υψηλότερο δείκτη προστασίας από πλευράς εργατικού δικαίου που προκύπτουν ως εκείνες με το σημαντικότερο δείκτη οικονομικής ανάπτυξης; Παραγνωρίζεται, ομοίως, ότι θεσμοί ολόκληροι του εργατικού

Σελ. 6

δικαίου αποτέλεσαν εκείνους τους μοχλούς που κατέστησαν δυνατή την ολοκληρωμένη οικονομική ανάπτυξη. Ο θεσμός της επαγγελματικής επιμόρφωσης δεν είναι αυτός που προσέφερε το αναγκαίο, εκπαιδευμένο επαγγελματικό ανθρώπινο δυναμικό; Ο θεσμός της συλλογικής αυτονομίας δεν εισέφερε κοινωνική ισορροπία, αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη; Ο θεσμός της προστασίας της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων δεν απέτρεψε μακροπρόθεσμα την αδικαιολόγητη σπατάλη ανθρώπινων πόρων και την εξασφάλιση ενός ποιοτικά ικανοποιημένου εργατικού δυναμικού; Παραγνωρίζονται, επίσης, συχνά δευτερογενείς θετικές συνέπειες της εφαρμογής του εργατικού δικαίου, όπως η συμβολή του στην καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και η συμβολή του στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω ενός υψηλά καταρτισμένου, ικανοποιημένου και στη συνέχεια αποτελεσματικού εργατικού δυναμικού.

Τελικά, λοιπόν, ο θεμελιώδης ρόλος του εργατικού δικαίου, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο κλάδος, όμως, του εργατικού δικαίου, όπως και ο κόσμος της εργασίας, τίθενται σήμερα ενώπιον σημαντικών προκλήσεων που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την πορεία του.

3. Οι προκλήσεις του κόσμου της εργασίας και του εργατικού δικαίου σήμερα

Οι σύγχρονες τεχνολογικές αλλαγές μεταβάλλουν, πράγματι,σε σημαντικό βαθμό την οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας. Οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις των εργαζομένων απαξιώνονται πλέον ταχύτατα, ώστε επιβάλλεται να αναπτυχθούν θεσμικά μέτρα επαρκούς επιμόρφωσης, τα οποία θα τους επιτρέπουν σε συνεχή βάση να τις βελτιώνουν, ώστε να αποφεύγεται η απαξίωσή τους και η θέση τους στο περιθώριο του επαγγελματικού βίου.

Η έννοια της εξάρτησης, βασική παράμετρος εφαρμογής του εργατικού δικαίου, ομοίως, μεταβάλλεται. Όσο και αν, και στο παρελθόν, δεν ήταν πάντοτε ευχερής η διάγνωσή της, τα προβλήματα τότε δεν ήταν μείζονα. Σήμερα, όμως, βρίσκεται κανείς, ενώπιον αφ’ ενός στρατηγικών που επιδιώκουν να συγκαλύψουν την εξάρτηση, ενώ αφ’ ετέρου προκύπτουν οργανωτικές αλλαγές, οι οποίες ευνοούνται από την τεχνολογική πρόοδο, καθιστώντας δυνατή την «απομάκρυνση» του εργαζομένου από την παραδοσιακή επιχείρηση και με μια εικόνα αυτονομίας. Η συνειδητοποίηση αυτής της «γκρίζας» ζώνης και η ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα άγουν σε μια διεύρυνση της έννοιας της εξάρτησης με μια, μερική έστω, απομάκρυνση από τα παραδοσιακά κριτήριά της ή, εναλλακτικά, στην πρόβλεψη μιας ενδιάμεσης κατηγορίας, στην οποία παραχωρούνται κάποια δικαιώματα, ήδη προβλεπόμενα για τους παραδοσιακά εξαρτημένους εργαζόμενους. Ενώ, λοιπόν, μάλλον προσαρμοζόμαστε πλέον με τις ιδιαιτερότητες μιας «παλαιάς» πλέον μορφής απασχόλησης, της τηλεργασίας, εμφανίζονται σήμερα

Σελ. 7

όλο και πιο έντονα η εργασία μέσω πλατφόρμας και η νομαδική εργασία, οι οποίες καταλήγουν συχνά να καταλαμβάνουν πλήρως τη διάσταση του ελεύθερου χρόνου του εργαζομένου. Τα νομικά μας συστήματα προσπαθούν με δυσκολία να αντιμετωπίσουν τέτοιες νέες μορφές απασχόλησης και να προφυλάξουν τους εργαζόμενους από ακραίες καταστάσεις.

Επίσης, όσο και αν οι νέες τεχνολογίες εφαρμοζόμενες στην εργασία, προσφέρουν θεωρητικά απομάκρυνση από τον εργοδοτικό έλεγχο, τελικά διαπιστώνεται ότι αυτός, όχι μόνο συνεχίζει να είναι παρών, αλλά συχνότατα είναι πιο διεισδυτικός και πιο έντονος καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερο το χώρο του ιδιωτικού βίου, εξαφανίζοντας τη διάκριση ιδιωτικού και επαγγελματικού χρόνου. H όποια αυτονομία προκύπτει, χάνει την αξία της, όταν συνδυάζεται με άλλου είδους καταναγκασμούς.

Η παγκοσμιοποίηση, υπό την έννοια της απελευθέρωσης των κινήσεων (διεθνικού χαρακτήρα) του κεφαλαίου, των συναλλαγών, των προϊόντων, των επενδύσεων και των επιχειρήσεων, αποτελεί πάντως την αλλαγή η οποία φαίνεται να επηρεάζει σημαντικότερα από όλες τις άλλες το εργατικό δίκαιο. Συνοδεύεται από την πρόοδο της πληροφορικής και γενικότερα των νέων τεχνολογιών και των επικοινωνιών, οι οποίες εξασφαλίζουν το υπόβαθρο για τη διεθνική αποκέντρωση των δομών των επιχειρήσεων και τη συνεργασία μεταξύ τους. Παράπλευρη συνέπεια των παραπάνω είναι η αποδυνάμωση των εθνικών δομών, των εθνικών κρατών, η ενίσχυση της εξουσίας απόφασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και η μεταφορά του συντονισμού των οικονομιών σε μηχανισμούς οι οποίοι δεν χαρακτηρίζονται από δημοκρατικό έλεγχο, όπως η Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου, ο ΟΟΣΑ ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εδραιώθηκε τέλος η, χωρίς όρια, ελευθερία ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς προηγουμένως να έχουν εξετασθεί ή επιβληθεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις της «θεμιτής» ανάπτυξής του.

Τέλος, προβάλλεται έντονα η ανάγκη ευελιξίας της οργάνωσης της εργασίας, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των νομικών προστατευτικών κανόνων και την έμφαση στην ατομική συναλλακτική ελευθερία, παρά στη διαπραγματευτική ανισοτιμία των μερών της εργασιακής σχέσης.

Είναι έκδηλο ότι σε αυτές τις προκλήσεις δεν είναι δυνατόν να δοθούν άμεσες και προφανείς απαντήσεις. Επισημαίνεται, όμως, από το παραπάνω ότι το εργατικό δίκαιο αποτελεί έναν από τους πλέον δυναμικούς και ευαίσθητους κλάδους του δικαίου απέναντι στις οικονομικές και κοινωνικές, εθνικού ή παγκόσμιου επιπέδου, ανακατατάξεις.

Σελ. 8

§ 2. ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η σύμβαση εργασίας διέπεται, όπως και κάθε έννομη σχέση, από τον κορυφαίο κανόνα της έννομης τάξης, το Σύνταγμα, και στη συνέχεια από τους κοινούς νόμους. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι υπερεθνικοί κανόνες, δηλαδή αυτοί του Διεθνούς Εργατικού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού (ενωσιακού) Εργατικού Δικαίου. Τέλος, ιδιορρυθμία του εργατικού δικαίου είναι ότι περιλαμβάνει και δικούς του κανόνες, όπως τους κανόνες επαγγελματικής προέλευσης, δηλαδή τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίοι διεκδικούν σημαντικό ρόλο. Περαιτέρω, οι όροι εργασίας ρυθμίζονται, σε ατομικό επίπεδο, με ατομική σύμβαση ή με συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη στο πλαίσιο της αρχής της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ).

Στην εργασιακή, συνεπώς, σχέση οι όροι εργασίας διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές, διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Τίθεται, λοιπόν, ζήτημα ιεράρχησης αυτών των διαφορετικών ρυθμίσεων. Η σύγκρουση των διαφόρων κανόνων, συνήθως, αποτρέπεται στο εργατικό δίκαιο με την αρχή της προστασίας, που διασφαλίζει στον εργαζόμενο ένα κατώτατο όριο προστασίας, η παραβίαση του οποίου απαγορεύεται. Η ιεραρχία, λοιπόν, των παραπάνω πηγών δεν διέπεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από την αρχή της επικράτησης του ιεραρχικά ανώτερου κανόνα, αλλά από την αρχή της εύνοιας, δηλαδή από την επικράτηση του ευνοϊκότερου κανόνα για τον εργαζόμενο, έστω και αν είναι ιεραρχικά κατώτερος.

1. Το Σύνταγμα

Το Σύνταγμα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της όλης έννομης τάξης. Οι διατάξεις του, παραδοσιακά, αφορούν την οργάνωση της κρατικής λειτουργίας και τις σχέσεις Κράτους – πολίτη. Το Σύνταγμα, όμως, του 1975, με διευρυμένη αντίληψη, περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν και τη λειτουργία της οικονομίας, έχοντας συγκεκριμένο κοινωνικό προσανατολισμό. Στο πλαίσιο αυτό, περιέλαβε διατάξεις, οι οποίες αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, και το Εργατικό Δίκαιο.

Α. Οι διατάξεις που αφορούν άμεσα το εργατικό δίκαιο

Χαρακτηριστικό του Συντάγματος του 1975 και συνέπεια του κοινωνικού του προσανατολισμού, στο πλαίσιο, βεβαίως, πάντοτε του κρατούντος κοινωνικο-πολιτικού συστήματος, είναι ότι πλέον περιλαμβάνει και διατάξεις, οι οποίες αφορούν ευθέως την εργασία και το εργατικό δίκαιο. Ορισμένες από αυτές στρέφονται προς το άτομο, όπως το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία, η ελευθερία της εργασίας, η αρχή της ισότητας, ενώ άλλες αναγνωρίζουν θεμελιώδη συλλογικά δικαιώματα

Σελ. 9

των εργαζομένων, όπως τη συνδικαλιστική ελευθερία, τη συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα της απεργίας.

α) Το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία

Το δικαίωμα στην εργασία αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως εκδήλωση του σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Η δυνατότητα απασχόλησης αποτελεί άλλωστε προϋπόθεση για την απόλαυση σειράς άλλων δικαιωμάτων και την ομαλή κοινωνική ένταξη και ανάπτυξη του ατόμου. Δικαιολογημένα έτσι το δικαίωμα στην απασχόληση ως κοινωνικό δικαίωμα θεωρείται ως η πεμπτουσία της αρχής του κοινωνικού κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Σ, «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».

H παραπάνω διάταξη περιέχει, κατ’ αρχάς, κατευθυντήρια αρχή: το κράτος οφείλει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα με τα οποία θα διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς εργασίας. Οφείλει να οργανώσει τις κατάλληλες συνθήκες οι οποίες στη συνέχεια αναμένεται να επιτρέψουν την απόλαυση του δικαιώματος στην απασχόληση, χωρίς όμως να μεταφράζεται σε αγώγιμη αξίωση του πολίτη προς το κράτος να του εξασφαλίσει μία θέση εργασίας στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Αντιστοίχως το κράτος οφείλει να οργανώσει ένα σύστημα καταβολής παροχών ανεργίας, έστω και αν δεν υποχρεούται να εξασφαλίσει στους πολίτες, οπωσδήποτε και υπό οιεσδήποτε συνθήκες, ένα εισόδημα υποκατάστασης.

Περαιτέρω, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 αναπτύσσει κανονιστική εμβέλεια με συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία του «κοινωνικού κεκτημένου», από τη στιγμή που ο νομοθέτης, στα πλαίσια της συνταγματικής υποχρέωσής του, υλοποίησε ένα συνταγματικό δικαίωμα, δεν μπορεί πλέον να το καταργήσει ή να υποβαθμίσει ριζικά την παρεχόμενη προστασία. Η ενδεχόμενη άμβλυνση της προστατευτικής νομοθεσίας, η οποία, κατ’ αρχήν,

Σελ. 10

δεν αποκλείεται, θα πρέπει να μην είναι αυθαίρετη και να αιτιολογείται συγκεκριμένα με βάση τις νέες συνθήκες.

Η κανονιστική εμβέλεια του δικαιώματος στην εργασία εκδηλώνεται, επίσης, με τη θεμελίωση περιορισμών άλλων, επίσης άξιων προστασίας, συνταγματικών δικαιωμάτων. Η νομοθετική παρέμβαση με στόχο την υλοποίηση του δικαιώματος στην απασχόληση «νομιμοποιείται», ακόμη και αν συνεπάγεται συγκεκριμένους περιορισμούς της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Το δικαίωμα στην εργασία λειτουργεί ως αντίπαλο δικαίωμα απέναντι στην επιχειρηματική δράση του επιχειρηματία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του, όταν είναι ιδιοκτήτης των ακινήτων που χρησιμοποιούνται για την επιχειρηματική δράση.

Πολλές εκδηλώσεις του δικαιώματος εργασίας, υπό την εκδοχή, αυτή θεωρούνται προστατευτέες, όπως η αξίωση του εργαζομένου να απασχολείται πραγματικά, η αξίωσή του να απασχολείται υπό συνθήκες υγείας και ασφάλειας, η αξίωση για ομαλή εξέλιξη της εργασιακής σχέσεως, η αξίωση για το σεβασμό της προσωπικότητάς του κατά την εκτέλεση της εργασίας του, η αξίωση για ένα αξιοπρεπή κατώτατο μισθό και η αξίωση για ίση μεταχείριση. Επίσης διασφαλίζεται η αναγνώριση συμμετοχικών δικαιωμάτων του προσωπικού στη λειτουργία της επιχείρησης. Δικαιολογούνται παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, ακόμη και με τη μορφή μειώσεως του χρόνου εργασίας. Η εν λόγω συνταγματική διάταξη προσφέρει, λοιπόν, τη νομική-συνταγματική βάση για τη διασφάλιση των συμφερόντων των εργαζομένων απέναντι στην εργοδοτική εξουσία και τα στενά συμφέροντα της επιχείρησης. Βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται ο πυρήνας της επιχειρηματικής ελευθερίας.

β) Η ελευθερία εργασίας

Η ελευθερία εργασίας, με τη θετική μορφή της, δηλαδή τη δυνατότητα του ατόμου να επιλέγει, όπως και να μεταβάλλει το είδος, τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο ασκήσεως κάποιου επαγγέλματος, κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ ως θεμελιώδης έκφραση της προσωπικότητάς του.

Εξ ίσου, όμως, σημαντική είναι και η ελευθερία της εργασίας με την αρνητική της μορφή, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 4 Σ. Η ελευθερία αυτή σημαίνει

Σελ. 11

ότι κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε αναγκαστική εργασία. Ένας τέτοιος εξαναγκασμός είναι δυνατόν να προκύπτει και εμμέσως, όταν κάποιος εξαναγκάζεται να εργασθεί υπό την απειλή ποινής. Στο συλλογικό επίπεδο η αρνητική ελευθερία της εργασίας συγκεκριμενοποιείται στην απαγόρευση επιστράτευσης απεργών και στον περιορισμό της μόνο στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα περιπτώσεις.

γ) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης

Η κατοχύρωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην εργασία αποτελεί ζήτημα μείζονος σημασίας και συνδέεται με την ευρύτερη αναζήτηση της ανεμπόδιστης άσκησης των ατομικών ελευθεριών σε μια σύγχρονη δημοκρατία.

Όσο και αν οι διακρίσεις λόγω φύλου αποτελούν τη συνηθέστερη μορφή διακρίσεως και για το λόγο αυτό αναφέρονται συγκεκριμένα στη συνταγματική διάταξη, η απαγόρευση διακρίσεως δεν αφορά μόνο το φύλο, αλλά και κάθε άλλης μορφής αδικαιολόγητη διάκριση. Τέτοιες «άλλες διακρίσεις» είναι εκείνες που συνδέονται με τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, θρησκευτικές, πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, αναπηρία, ηλικία κλπ.

Γίνεται επίσης δεκτό ότι η εν λόγω συνταγματική διάταξη, έστω και αν αναφέρεται μόνο στην αμοιβή, εισάγει την ευρύτερη αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, δηλαδή και για άλλα ζητήματα. Προϋπόθεση της εφαρμογής της εν λόγω αρχής είναι οι εργαζόμενοι να απασχολούνται, βεβαίως, στον ίδιο εργοδότη και να πρόκειται για εργασία ίσης αξίας.

Η νομολογία συνδυάζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας αμοιβής με την επεκτατική αρχή, δηλαδή τη χορήγηση της μεγαλύτερης αμοιβής και σε εκείνον που εξαιρέθηκε αδικαιολόγητα.

δ) Η συνδικαλιστική ελευθερία

Η συνδικαλιστική ελευθερία, ως δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας συνδικαλιστικών οργανώσεων με σκοπό τη διαφύλαξη και την προαγωγή των εν γένει συμφερόντων των εργαζομένων, αποτελεί σήμερα ασφαλώς συστατικό του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κοινωνικού κράτους. Αποτελεί το θεσμικό αντίβαρο για την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων εργαζομένων απέναντι τόσο στην κρατική εξουσία, όσο και, κυρίως, απέναντι στην ισχυρότερη εργοδοτική πλευρά. Η πορεία όμως προς αυτήν την αναγνώριση, συνταγματική και διεθνή, υπήρξε μακρά.

Η συνδικαλιστική ελευθερία αποτελεί γενική έννοια στην οποία περιλαμβάνονται περισσότερα επί μέρους δικαιώματα και ελευθερίες, όπως και το δικαίωμα της απεργίας ή η συλλογική αυτονομία.

Σελ. 12

Στο πλαίσιο της συνταγματικής προστασίας το Κράτος οφείλει όχι μόνο να απέχει από δραστηριότητες που παρακωλύουν τη συνδικαλιστική δραστηριότητα, αλλά και να κινητοποιείται θετικά, «λαμβάνοντας τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας», διαμορφώνοντας μάλιστα και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, με άλλα λόγια κατοχυρώνοντας το συνδικαλισμό ως θεσμό.

Η συνδικαλιστική ελευθερία είναι δυνατόν να νοηθεί ως ατομική, αλλά και ως συλλογική ελευθερία, ενώ ως ατομική ελευθερία διακρίνεται περαιτέρω σε θετική και αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία. Κατοχυρώνεται έτσι ως ελευθερία τόσο του ατόμου, όσο και της συνδικαλιστικής οργάνωσης, αλλά και ως θεσμική εγγύηση.

ε) Η συλλογική αυτονομία

Συλλογική αυτονομία είναι η νομική ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων να ρυθμίζουν με συλλογικές συμβάσεις εργασίας τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των μισθωτών, όπως και τις μεταξύ τους σχέσεις.

Η συλλογική αυτονομία με τη μορφή της σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί διάσπαση στην αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης. Το κανονιστικό μέρος των συλλογικών συμβάσεων έχει προορισμό να αποτελέσει μέρος και των ατομικών συμβάσεων των εργαζομένων, οι οποίοι υπάγονται στο πεδίο της ισχύος τους, εφ’ όσον βεβαίως είναι ευνοϊκότερο.

Από την άλλη μεριά, η δυνατότητα αυτορρύθμισης των συνδικαλιστικών οργανώσεων αποτελεί έκφραση της σύγχρονης δημοκρατίας μέσω της ανάδειξης των συλλογικών επαγγελματικών συμφερόντων.

Όσο και αν το Σύνταγμα αναγνωρίζει τη ρυθμιστική εξουσία της Πολιτείας στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, όσον αφορά τη θέσπιση κατώτατων ορίων προστασίας, ταυτόχρονα η συλλογική αυτονομία θέτει φραγμό στην κρατική παντοδυναμία. Οι συλλογικές εργασιακές σχέσεις πρέπει να μπορούν να ρυθμίζονται ελεύθερα από εκπροσώπους των αμοιβαίων συλλογικών συμφερόντων χωρίς παρέμβαση από την κρατική εξουσία. Το κράτος οφείλει να περιορίζει τη ρυθμιστική του αρμοδιότητα έναντι της ανάπτυξης της αντίστοιχης αρμοδιότητας των συλλογικών εκπροσώπων. Θεσμοθετείται, λοιπόν, ένα σημαντικό ρήγμα στο μονοπώλιο του κρατικού νομοθέτη με αντίστοιχη νομιμοποίηση της κανονιστικής αρμοδιότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Σελ. 13

στ) Το δικαίωμα της απεργίας

Το δικαίωμα της απεργίας συνδέεται στενά με τη συνδικαλιστική ελευθερία αποτελώντας αναγκαίο συμπλήρωμά της. Η συνδικαλιστική ελευθερία, το δικαίωμα της απεργίας, αλλά και η συλλογική αυτονομία αποτελούν αλληλεξαρτώμενα και αλληλοσυμπληρούμενα ατομικά δικαιώματα, εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου, δηλαδή της αντιπαράθεσης συμφερόντων στο πλαίσιο της δημοκρατικής έννομης τάξης. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το γεγονός ότι το δικαίωμα της απεργίας έχει πλέον κατακτήσει τη δική του, αυτοτελή, συνταγματική κατοχύρωση, δεν παύει να εξυπηρετεί λειτουργικά και να αποτελεί εγγύηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας.

Η απεργία είναι η σημαντικότερη μορφή εργασιακού αγώνα και το μέσο με το οποίο οι εργαζόμενοι, αρνούμενοι να προσφέρουν την εργασία τους, επιδιώκουν αγωνιστικά και συλλογικά να βελτιώσουν τις οικονομικές και κοινωνικές τους συνθήκες, ασκώντας πίεση στην, κατά βάση, ισχυρότερη εργοδοτική πλευρά, έτσι ώστε να δημιουργήσουν ευνοϊκό γι’ αυτούς συσχετισμό δυνάμεων. Σκοπός της απεργίας, όπως ρητά αναφέρεται στη συνταγματική διάταξη, είναι «η διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων».

Το δικαίωμα απεργίας αποτελεί δικαίωμα, το οποίο ασκείται μόνο από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις, έστω και αν φορείς του δικαιώματος είναι τα άτομα-εργαζόμενοι.

B. Οι διατάξεις που αφορούν έμμεσα το εργατικό δίκαιο

Πέραν όμως από τις παραπάνω διατάξεις, ορισμένες άλλες επηρεάζουν, έστω έμμεσα, το εργατικό δίκαιο. Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ, αναφερόμενη ρητά στο σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, αναβιβάζοντάς τον σε κορυφαία αξία της έννομης τάξης, έχει ιδιαίτερη σημασία και για το εργατικό δίκαιο, όπως και η αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 Σ, απευθυνόμενη βέβαια στο νομοθέτη (και στο συλλογικό). Ομοίως, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Σ, κατοχυρώνοντας την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και ανάγοντάς την σε κεντρικό άξονά του θεμελιώδους αυτού νόμου, προστατεύει την προσωπικότητα του ατόμου ως εργαζομένου, αλλά και την προσωπικότητα του εργαζομένου ως ατόμου, εγγυώμενη την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του στη επιχείρηση, πράγμα που ενισχύεται άλλωστε και με τη νέα διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 Σ, στην οποία ορίζεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Συνεπώς, ο εργαζόμενος διατηρεί τη δυνατότητα να ασκεί, έστω και με περιορισμούς, και μέσα στην επιχείρηση, θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, όπως την ελευθερία έκφρασης, επιλογής εμφανίσεως, πληροφοριακού αυτοπροσδιορισμού κλπ.

Σελ. 14

Επίσης, η αρχή του κοινωνικού κράτους που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 Σ, αποτελεί το εφαλτήριο για γόνιμους προβληματισμούς και συμπεράσματα. Κατοχυρώνει ειδικά την αρχή της αναλογικότητας, η οποία διαχέει όλο το συναλλακτικό βίο και ασφαλώς βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε εκείνες τις σχέσεις στις οποίες προκύπτει ανισοτιμία των μερών, όπως οι εργασιακές σχέσεις.

Ομοίως, το Σύνταγμα οργανώνει την οικονομική και κοινωνική ζωή και κατά συνέπεια και τις εργασιακές σχέσεις, ισορροπώντας ανάμεσα στα δικαιώματα των εργαζομένων και στα δικαιώματα των εργοδοτών, όπως την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, τονίζοντας, όμως, το λειτουργικό χαρακτήρα τους και την κοινωνική διάστασή τους (άρθρο 106 Σ).

2. Το Διεθνές Εργατικό Δίκαιο

Οι υπερεθνικοί κανόνες οι οποίοι αφορούν το εργατικό δίκαιο, προέρχονται κυρίως από τρεις διεθνείς οργανισμούς, την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 28 Σ, οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις από την κύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ, υπερισχύουν από κάθε αντίθετη νομοθετική διάταξη, γίνεται αντιληπτό ότι οι κανόνες που συμφωνούνται στο πλαίσιο των παραπάνω διεθνών οργανισμών και αφορούν την εργασία, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού δικαίου. Πάντως, δεν είναι άνευ αξίας και οι κανόνες που περιέχονται σε άλλες διεθνείς συμβάσεις, όπως αυτές που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε..

Μάλιστα, οι διεθνούς χαρακτήρα κανόνες αποκτούν σήμερα ιδιαίτερη αξία, αν ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη διεθνοποίηση των εμπορικών συναλλαγών, η οποία καθιστά αναγκαίο να υπάρξουν συγκεκριμένα πλαίσια λειτουργίας των εργασιακών σχέσεων σε υπερεθνικό, αν όχι και σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο. Η διεθνοποίηση της οικονομίας θα πρέπει τελικά να ακολουθείται, προκειμένου να αποφεύγονται σημαντικές κοινωνικές στρεβλώσεις, από την ένταση της διεθνοποίησης και του εργατικού δικαίου.

A. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) δημιουργήθηκε το 1919, ακριβώς μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Λειτούργησε στο πλαίσιο του προδρόμου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), της Κοινωνίας των Εθνών, και

Σελ. 15

ήταν το μόνο τμήμα της, το οποίο επιβίωσε μετά τη διάλυσή της. Εντάχθηκε πλέον, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στον Ο.Η.Ε., αποτελώντας εξειδικευμένη οργάνωσή του με πλήρη, όμως, αυτονομία. Στη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας της Δ.Ο.Ε. του 1944 αναφέρεται, μάλιστα, με έμφαση ότι «η εργασία δεν είναι ένα εμπόρευμα», φράση που σηματοδοτεί την όλη λειτουργία της.

Η Δ.Ο.Ε. αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο στο οποίο χαρακτηριστική είναι η τριμερής συγκρότηση, δηλαδή η εμπλοκή στη λειτουργία των οργάνων της, όχι μόνο κρατικών εκπροσώπων, αλλά και εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων. Έτσι, στη Διεθνή Συνδιάσκεψη Εργασίας που αποτελεί το σημαντικότερο όργανό της και συγκαλείται μια φορά το χρόνο, μετέχουν δύο εκπρόσωποι της κυβέρνησης, ένας εκπρόσωπος εργαζομένων και ένας εκπρόσωπος εργοδοτών, από κάθε ένα από τα 187 κράτη-μέλη της.

Στο πλαίσιο της Δ.Ο.Ε. λειτουργεί το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (Δ.Γ.Ε.), το οποίο αποτελεί τη μόνιμη γραμματεία της Οργάνωσης και με επικεφαλής το Γενικό Γραμματέα, εξασφαλίζει περαιτέρω την συνεχή εξυπηρέτηση των σκοπών της Οργάνωσης και την οργάνωση των εργασιών της σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέλος, εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων της Διεθνούς Συνδιάσκεψης αποτελεί το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο έχοντας και την ευθύνη της λειτουργίας του Δ.Γ.Ε., αποτελείται από 56 μέλη με τριμερή και πάλι σύνθεση.

Η Δ.Ο.Ε. συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός διεθνούς κανονιστικού πλαισίου, το οποίο αποβλέπει στο να εγγυάται ότι η οικονομική πρόοδος και ανάπτυξη θα συμβαδίζουν με τη δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων απασχόλησης, τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και τη διασφάλιση της αξιοπρέπειάς τους. Οι κανόνες που υιοθετούνται στο πλαίσιο της Δ.Ο.Ε. είναι οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας (Δ.Σ.Ε.) και οι Συστάσεις. Οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας (Δ.Σ.Ε.) ψηφίζονται από τη Διεθνή Συνδιάσκεψη Εργασίας με αυξημένη πλειοψηφία 2/3. Ως διεθνούς χαρακτήρα κανόνες πρέπει, όμως, στη συνέχεια να επικυρωθούν από τα κατ’ ιδίαν αρμόδια κρατικά όργανα, προκειμένου να αποκτήσουν ισχύ στην εθνική έννομη τάξη. Η χώρα μας, από τις 188 Δ.Σ.Ε., έχει, μέχρι σήμερα, επικυρώσει 72, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι σημαντικότερες από αυτές.

Τα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο των Δ.Σ.Ε. είναι ποικίλα και αφορούν σχεδόν όλα τα θέματα που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τον κόσμο της εργασίας. Μια μεγάλη κατηγορία αποτελούν οι Δ.Σ.Ε. που αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα, όπως τη συνδικαλιστική ελευθερία (αρ. 88, αρ. 97), την απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας (αρ. 29, αρ. 105), την καταπολέμηση των δυσμενών διακρίσεων (αρ. 156), αλλά και οι Δ.Σ.Ε. που αφορούν τους όρους εργασίας, την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων, την κοινωνική ασφάλιση και την προστασία ορισμένων ευάλωτων κατηγοριών εργαζομένων.

Σελ. 16

Οι Συστάσεις, οι οποίες επίσης υιοθετούνται από τη Διεθνή Συνδιάσκεψη Εργασίας, περιλαμβάνουν τους ευρύτερους προσανατολισμούς της Οργάνωσης και δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, αποβλέποντας, όμως, στο να αποτελέσουν σημαντική πηγή έμπνευσης για τους εθνικούς νομοθέτες.

Κρίσιμο στοιχείο της λειτουργίας της Δ.Ο.Ε. είναι η καθιέρωση ενός συστήματος ελέγχου της εφαρμογής των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας από τα κράτη μέλη. Αυτός ο έλεγχος εξασφαλίζεται αφ’ ενός με την υποχρεωτική περιοδική αποστολή Εκθέσεων από τα κράτη μέλη σχετικά με την εθνική τους νομοθεσία και αφ’ ετέρου με τη δυνατότητα υποβολής προσφυγών και καταγγελιών.

Έτσι, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων εξετάζει τις Εκθέσεις των μελών, οι οποίες αφορούν στην εφαρμογή των επικυρωθεισών Δ.Σ.Ε. στη χώρα, αλλά και την ενδεχόμενη πορεία των υπό επικύρωση Δ.Σ.Ε., όπως και στη συνέχεια που δίνεται στην εθνική έννομη τάξη σχετικά με τις μη επικυρωθείσες Δ.Σ.Ε. και τις Συστάσεις. Διατηρεί τη δυνατότητα να απευθύνει Παρατηρήσεις στις κυβερνήσεις των κρατών, εφ’ όσον διαπιστώνεται κάποιου είδους παραβίαση των διεθνών υποχρεώσεων. Μετά την τεχνική εξέταση των Εκθέσεων ανά κράτος, υποβάλλει τη δική της Έκθεση. Σε περίπτωση σοβαρών παραβάσεων η συνέχεια μπορεί να δοθεί ενώπιον μιας Τριμερούς Επιτροπής και στη συνέχεια, σπανιότερα, με Παρατηρήσεις στις κυβερνήσεις των κρατών ενώπιον της Διεθνούς Συνδιάσκεψης. Το σύστημα ελέγχου ενισχύεται με τη δυνατότητα καταγγελιών και προσφυγών.

Με τις προσφυγές οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων απευθύνονται στο Δ.Γ.Ε. σχετικά με τη μη εφαρμογή ή την κακή εφαρμογή μιας επικυρωθείσας Δ.Σ.Ε. Η προσφυγή εξετάζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Γ.Ε., το οποίο ορίζει προς το σκοπό αυτό, μια τριμερή Επιτροπή. Στη συνέχεια το Δ.Σ. μπορεί να αποφασίσει να υποβάλει καταγγελία, όπως επίσης καταγγελία μπορεί να υποβάλει και οποιοδήποτε κράτος για την παραβίαση από κάποιο άλλο κράτος μέλος μιας κυρωθείσας και από το ίδιο Δ.Σ.Ε. Και, εν προκειμένω, συγκαλείται μια εξεταστική επιτροπή, η οποία υποβάλλει την έκθεσή της και, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως, μπορούν να επιβληθούν μέτρα.

Τέλος, ιδιαίτερου χαρακτήρα είναι ο έλεγχος που ασκείται από την τριμερή Επιτροπή Συνδικαλιστικής Ελευθερίας, η οποία εξετάζει τις προσφυγές που ασκούνται σχετικά με ζητήματα συνδικαλιστικής ελευθερίας και δράσης. Στην περίπτωση μιας τέτοιας προσφυγής, η Επιτροπή ασκεί εξεταστικό ρόλο, ο οποίος μπορεί να καταλήξει σε πρόταση προς το τη Δ.Ο.Ε. να υποβάλει υποδείξεις προς το κράτος μέλος ή να διαβιβάσει την προσφυγή προς την Επιτροπή Διερεύνησης και Συμφιλίωσης. Το έργο της Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό, έχει διαμορφώσει σημαντική «νομολογία» σχετικά με τις αντίστοιχες Δ.Σ.Ε. και έχει συμβάλει στη βελτίωση του καθεστώτος συνδικαλιστικής προστασίας σε ορισμένες χώρες, οι οποίες δίσταζαν σχετικά.

Σελ. 17

B. Το Συμβούλιο της Ευρώπης

Η δραστηριότητα του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο μετέχουν 47 ευρωπαϊκές χώρες, ασφαλώς επικεντρώνεται στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι σημαντική και η δράση του στο πεδίο των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εργατικό δίκαιο έχουν δύο διεθνή κείμενα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία υπεγράφη στη Ρώμη το 1950 και, κυρίως, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, ο οποίος υπεγράφη το 1961 στο Τορίνο και αναθεωρήθηκε το 1998.

α) Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.)

Η Σύμβαση αυτή, η κύρωσή της οποίας είναι υποχρεωτική για κάθε κράτος που επιθυμεί να γίνει μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, κυρώθηκε από τη χώρα μας αρχικά με το ν. 2329/1953 και, μετά τη πτώση της δικτατορίας, με το ν.δ. 53/1974. Αφορά, ασφαλώς, κατά κύριο λόγο τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, όμως ορισμένες διατάξεις της έχουν ιδιαίτερη σημασία για το εργατικό δίκαιο. Έτσι, το άρθρο 4 της Ε.Σ.Δ.Α. απαγορεύει την αναγκαστική εργασία, το άρθρο 11 αναφέρεται στη συνδικαλιστική ελευθερία, στην οποία θεωρείται ότι περιλαμβάνεται και το δικαίωμα στην απεργία, το άρθρο 14 αφορά στην απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων, και το άρθρο 8 προστατεύει ναι μεν, γενικά, την ιδιωτική ζωή, αλλά αποτελεί τη βάση και για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων στην επιχείρηση.

Εκείνο το οποίο πρέπει να επισημανθεί, εν προκειμένω, είναι το ιδιαίτερο σύστημα ελέγχου των παραβιάσεων της Ε.Σ.Δ.Α., ο οποίος ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), στο οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε πολίτης μετά την εξάντληση των εθνικών δικαιοδοτικών διαδικασιών.

β) Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης

Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης επικυρώθηκε στη χώρα μας με το ν.1426/1984,

Σελ. 18

 ενώ ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, ο οποίος επέκτεινε την εμβέλεια του αρχικού κειμένου, κυρώθηκε με το ν. 4359/2016. Σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ, αποτελεί ένα κείμενο που ασχολείται αποκλειστικά με την προστασία των κoινωνικών δικαιωμάτων.

Τα δεκαεννέα δικαιώματα που προστατεύονται από το αρχικό κείμενο, αφορούν ένα ευρύ πλαίσιο στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα στην εργασία και στην επαγγελματική επιμόρφωση, το δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή και δίκαιες συνθήκες εργασίας, το συνδικαλιστικό δικαίωμα, το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και το δικαίωμα σε κοινωνική προστασία. Επίσης, με τον Αναθεωρημένο Κοινωνικό Χάρτη κατοχυρώνεται η προστασία σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η προστασία σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως και το δικαίωμα σε πληροφόρηση και διαβούλευση σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το νέο σύστημα ελέγχου των παραβιάσεων του Χάρτη. Ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων μπορούν να ασκήσουν συλλογική προσφυγή εθνικές και διεθνείς επαγγελματικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων και ορισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η Επιτροπή μπορεί στη συνέχεια να υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο Υπουργών και στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση. Το Συμβούλιο Υπουργών με πλειοψηφία 2/3 των παρόντων μπορεί να υποβάλει Σύσταση στο κράτος μέλος, η οποία όμως περιορίζεται στη διαπίστωση της παραβίασης.

Παρά το γεγονός ότι ο Ε.Κ.Χ. δεν διαθέτει αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, αποτελεί πηγή έμπνευσης για τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α, ενώ το ευρύ πλαίσιο δικαιωμάτων τα οποία προστατεύει, αφήνει σημαντικές προοπτικές για ενίσχυση της επίδρασής του στη διαμόρφωση του εν ευρεία εννοία κοινωνικού δικαίου.

Σελ. 19

— Βιβλιογραφία —

S. Hennion, M. Le Barbier-Le Bris, M. Del Sol, Droit Social européen et international, Paris, PUF, 2013

Ι. Ληξουριώτη, Διεθνές Εργατικό Δίκαιο, ΝΒ, 2005

F. Dorssemont, K. Lörche, I. Schöman, European Convention on Human Rights and the employment relation, Hart, 2013.

3. Eυρωπαϊκό (ενωσιακό) Eργατικό Δίκαιο

Α. Eισαγωγικά

Tο Eυρωπαϊκό Eργατικό Δίκαιο αποτελεί ασφαλώς έναν από τους κλάδους του ευρωπαϊκού δικαίου, ο οποίος γνώρισε ιδιαίτερα δυναμική εξέλιξη. Tα τελευταία, ειδικά, έτη, χωρίς δυσκολία, διαπιστώνει κανείς ότι ένα μεγάλο τμήμα εννόμων σχέσεων, που αφορούν τη σύμβαση εργασίας, εντάσσεται στο ρυθμιστικό πλαίσιο κοινοτικών (ενωσιακών) διατάξεων. Πολλές ρυθμίσεις, ειδικά του ελληνικού εργατικού δικαίου, προέρχονται άλλωστε από την ανάγκη συμμορφώσεώς του προς τις «κοινοτικές» διατάξεις. Βρισκόμαστε, έτσι, ενώπιον της δημιουργίας μιας νέας έννομης τάξης, η οποία στηρίζεται στην αντίληψη ότι η κοινωνική πολιτική αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της οικονομικής ανάπτυξης και προόδου.

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μια ύφεση στην παραγωγή κανόνων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και μια έμφαση στην ενίσχυση εκ μέρους των οργάνων της ΕΕ των οικονομικών ελευθεριών και γενικότερα του οικονομικού παράγοντα έναντι του κοινωνικού, διαπιστώνεται και πάλι μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την ισόρροπη ανάπτυξη της ΕΕ και για την ενίσχυση, έστω και λιγότερο εμφατικά απ’ ότι παλαιότερα, των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, συχνότατα γίνεται λόγος για θεμελιώδη δικαιώματα είτε γενικότερα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ) είτε των εργαζομένων (Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων - 2017).

Σελ. 20

O σκοπός της Συνθήκης της E.O.K., και γενικότερα οι στόχοι της Eυρωπαϊκής Οικονομικής Γυμνότητας, είχαν αρχικά οικονομικό χαρακτήρα, όσο και αν μερικές διατάξεις της συνδέονταν με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Έτσι, π.χ. το αρχικό άρθρο 117 Συνθ. E.O.K. (ήδη άρθρο 151 Συνθ. ΛΕΕ) προέβλεπε ότι “τα κράτη μέλη συμφωνούν περί της ανάγκης να προαγάγουν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και εργασίας του εργατικού δυναμικού κατά τρόπο που να επιτρέπει την εναρμόνισή τους με στόχο την πρόοδο”. Το αρχικό άρθρο 118 Συνθ. E.O.K. (ήδη άρθρο 156 ΣΛΕΕ) ανέφερε επίσης ότι η Επιτροπή έχει ως αποστολή να προωθήσει “τη στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών στον κοινωνικό τομέα και ιδίως σε θέματα που αφορούν την απασχόληση, το εργατικό δίκαιο και τους όρους εργασίας, την επαγγελματική εκπαίδευση και επιμόρφωση, την κοινωνική ασφάλιση, την προστασία κατά των επαγγελματικών ατυχημάτων και ασθενειών, την υγιεινή της εργασίας, το συνδικαλιστικό δικαίωμα και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων”. Επίσης, το αρχικό άρθρο 119 (ήδη 157 Συνθ. ΛEE) εξασφάλιζε “την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών”, ενώ το αρχικό άρθρο 120 (ήδη 158 Συνθ. ΛEE) αναφερόταν στην εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων για τις άδειες με αποδοχές.

H κοινωνική πολιτική, πάντως, παρέμενε κατά βάση στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Γενικότερα το «κοινοτικό δίκαιο» χαρακτηριζόταν από την αντίληψη ότι η κοινωνική πρόοδος θα επέλθει ως φυσιολογική συνέπεια της οικονομικής προόδου, βασικού στόχου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Kοινότητας.

Β. H ανάδειξη της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής

Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 μεταβάλλονται οι αντιλήψεις ως προς το ρόλο της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Παρατηρούνται έτσι σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της χάραξης μιας κοινής ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, ούτως ώστε, παρά τις επί μέρους δυσκολίες, να πραγματοποιείται, σταδιακά, αλλά σε σημαντικό βαθμό, σύγκλιση των διαφόρων εθνικών εργατικών
δικαίων των χωρών μελών της Kοινότητας.

 

Back to Top