Back to Top
Αυτοτέλεια φορολογικής δίκης από την ποινική
ΣτΕ 2067/2011 Η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. (Περίληψη απόφασης)...
ΣτΕ 2067/2011
Η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία.
(Περίληψη απόφασης)
Το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του (με αντίθ. μειοψ.). Το ΕΔΔΑ προκειμένου να μην διαφεύγει κάθε κράτος των υποχρεώσεών του μεταμφιέζοντας καταδίκες και διώξεις που ως εκ της φύσεώς τους είναι πράγματι ποινικές σε άλλης μορφής κυρώσεις, χρησιμοποίησε τρία κριτήρια, τα γνωστά ως κριτήρια Engel: α) το εάν η σχετική νομοθετική διάταξη ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου, β) την φύση της παραβάσεως, και γ) τέλος την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος. Με βάση αυτά ενέταξε στις ποινικής φύσεως τις κυρώσεις που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις. Για το ΕΔΔΑ το σύστημα που έχει κατά νουν ο Έλληνας νομοθέτης, συντακτικός και κοινός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ελλείψει αντίστοιχης διατάξεως του 94 παρ. 3 στο μεν διοικητικό δικαστήριο ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα η επίλυση των διοικητικών διαφορών, στο δε ποινικό η των ποινικών υπό την έννοια που τους δίνει όχι το ΕΔΔΑ, αλλά η ελληνική έννομη τάξη. Η αρχή non bis in idem δεν έχει πεδίο εφαρμογής όταν ο πολίτης εξαρχής γνωρίζει, ότι λόγω του θεσπισμένου δικονομικού συστήματος, ένα μέρος της ευθύνης του θα κριθεί από ένα κλάδο δικαστηρίων και ένα άλλο από άλλο, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω γιατί θα αντέβαινε στα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 Συντ. Η ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλά της έχουν στο ελληνικό δίκαιο, όπως κάθε διεθνής σύμβαση την υπερνομοθετική ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντ . αυτό όμως ούτε ορίζει ούτε αφήνει να νοηθεί ότι έχουν υπερσυνταγματική ισχύ. Κατά την ειδικότερη γνώμη δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των άρθρων 89 παρ. 3 και 100 του ΤΚ προς την αρχή non bis in idem διότι δεν αντίκειται στην αρχή αυτή η σωρευτική επιβολή πλειόνων ποινών, ούτε η ανάθεση σε διαφορετικά όργανα της αρμοδιότητας για την επιβολή της κάθε μιας από τις ποινές αυτές. Τα πολλαπλά τέλη δεν αποσκοπούν αυτοτελώς στον ποινικό κολασμό του δράστη, αλλά είναι παρακολούθημα της καταλογιστικής πράξης και έχουν άλλη βαρύτητα, προϋποθέσεις επιβολής, που είναι να διασφαλίσουν τα δημοσιονομικά δικαιώματα του Δημοσίου και την τήρηση και ομαλή εφαρμογή των κανόνων της τελωνειακής διαδικασίας. (με αντιθ. μειοψ.)
[...] 2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2117/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. 1206/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. .../19.8.1997 πράξεως του ΣΤ΄ Τελωνείου Ε.Τ.Σ. Θεσσαλονίκης, με την οποία α) αποδόθηκε στον πρώτο των αναιρεσειόντων, Γ.Ε., συμμετοχή σε τέσσερις παραβάσεις λαθρεμπορίας υγρών καυσίμων με το τέχνασμα της εικονικής εξαγωγής, του καταλογίστηκαν διαφυγόντες φόροι συνολικού ύψους 17.968.436 δρχ., για την καταβολή των οποίων κηρύχθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος με τον Ε.Ι., και επιβλήθηκε στους συμμετέχοντες στις παραβάσεις αυτές, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υποχρέους, πολλαπλούν τέλος συνολικού ύψους 143.747.488 δρχ. και κατ’ επιμερισμό στον πρώτο αναιρεσείοντα πολλαπλό τέλος ποσού 64.686.370 δρχ., και β) κηρύχθηκε η δεύτερη των αναιρεσειόντων, εταιρία ... ΑΕΒΕ, αστικώς συνυπεύθυνη για την πληρωμή του συνόλου των καταλογισθέντων ποσών διαφυγόντων φόρων και πολλαπλού τέλους, ύψους 161.715.924 δρχ. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιορίστηκε στο ποσό των 158.196 ευρώ (53.905.308 δρχ.) το συνολικό ύψος του πολλαπλού τέλους για την καταβολή του οποίου κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνος ο πρώτος αναιρεσείων και αστικώς συνυπεύθυνη η δεύτερη αναιρεσείουσα, ήτοι στο τριπλάσιο των διαφυγόντων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, μειώθηκε στο ποσό των 71.188 ευρώ (24.257.389 δρχ.) το συνολικό ποσό του πολλαπλού τέλους που επιβλήθηκε ατομικώς σε βάρος του πρώτου των αναιρεσειόντων, ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά η έφεσή τους. [...]
5. Επειδή, με το Ν 2127/1993 «Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 48), ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: στο άρθρο 1 αυτού ότι «Επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και στα αλκοολούχα ποτά και στα βιομηχανοποιημένα καπνά» και ότι «καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου», στο άρθρο 2 ότι «1. Στον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπάγονται τα προϊόντα του άρθρου 1, τα οποία παράγονται στο εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό της χώρας. 2. Ως εισαγωγή νοείται η είσοδος των προϊόντων αυτών από τρίτες χώρες στο εσωτερικό της χώρας. Εάν όμως τα προϊόντα έχουν τεθεί υπό τελωνειακό καθεστώς κατά την είσοδό τους στο εσωτερικό της χώρας, η εισαγωγή τους λογίζεται ότι γίνεται τη στιγμή που εξέρχονται από αυτό το καθεστώς. Με την επιφύλαξη των εθνικών και κοινοτικών διατάξεων, όσον αφορά τα τελωνειακά καθεστώτα, όταν τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και προέρχονται ή προορίζονται για τρίτη χώρα... βρίσκονται α) υπό κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς διαφορετικό από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή β) έχουν τοποθετηθεί σε ελεύθερη ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη ... θεωρείται ότι βρίσκονται υπό καθεστώς αναστολής της επιβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης ... Επί των εισαγομένων και εξαγομένων προϊόντων του άρθρου 1 εφαρμόζονται οι διατάξεις της τελωνειακής και συναφούς νομοθεσίας», στο άρθρο 3 ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) ... γ) εγκεκριμένος αποθηκευτής: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές να παράγει, να μεταποιεί, να κατέχει, να παραλαμβάνει και να αποστέλλει κατά την άσκηση του επιτηδεύματός του προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και βρίσκονται σε φορολογική αποθήκη υπό καθεστώς αναστολής», στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ... Θεωρείται ως θέση σε ανάλωση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης: α) κάθε έξοδος, ακόμα και αντικανονική, από καθεστώς αναστολής ...», στο άρθρο 11 παρ. 3 ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος ο εγκεκριμένος αποθηκευτής α) ... β) επέχει ευθύνη έναντι του Δημοσίου για τους φόρους που αναλογούν στα προϊόντα», στο άρθρο 61 παρ. 3 ότι «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 67, η ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή, ο οποίος πραγματοποίησε την αποστολή και ενδεχομένως του μεταφορέα, λήγει μόνο με την απόδειξη της παραλαβής των προϊόντων από τον παραλήπτη, που γίνεται με την προσκόμιση του θεωρημένου αντιτύπου του συνοδευτικού εγγράφου που προβλέπεται από τα άρθρα 64 και επόμενα», στο άρθρο 65 ότι «1. Το καθεστώς αναστολής του εδαφίου α΄ του άρθρου 3 λήγει με τη θέση των προϊόντων που υπάγονται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης σε τελωνειακό καθεστώς της παραγράφου 2 του άρθρου 2 ... 2. Επίσης, το καθεστώς αναστολής λήγει όταν τα προϊόντα εξάγονται. Για την απόδειξη της πραγματοποίησης της εξαγωγής προσκομίζεται πιστοποιητικό που χορηγεί το τελωνείο εξόδου των προϊόντων από το κοινοτικό έδαφος. Το τελωνείο αυτό αποστέλλει στον αποστολέα επικυρωμένο το επιστρεπτέο αντίτυπο του συνοδευτικού εγγράφου που προορίζεται γι΄ αυτόν. 3. Σε περίπτωση μη τακτοποίησης του καθεστώτος αναστολής ο αποστολέας υποχρεούται εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία αποστολής των προϊόντων να ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του εσωτερικού της χώρας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί επί δίμηνο, εφόσον υπάρχει δικαιολογητικός λόγος». Και, τέλος, στο άρθρο 67 ότι «4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του παρόντος νόμου χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 89 και επόμενα του Τελωνειακού Κώδικα και επισύρει πρόστιμο μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δρχ. για κάθε παράβαση, δυνάμενο να αναπροσαρμόζεται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών. 5. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του Ν 1165/1918 περί Τελωνειακού Κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας».
6. Επειδή η ελληνική έννομη τάξη αντιμετώπιζε ανέκαθεν ιδιαίτερα αυστηρά την λαθρεμπορία, προκειμένου να την καταστήσει αποτρεπτική για τους ενδιαφερόμενους παρά τα τεράστια κέρδη που συνεπάγεται. Έτσι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 100 του Τελωνειακού Κώδικα (Ν 1165/1918 , ΦΕΚ Α΄ 73), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ΑΝ 2081/1939 (ΦΕΚ Α΄ 495), «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ΄ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ΄ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον», σύμφωνα δε με την περίπτωση θ΄ της επόμενης παρ. 2, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν 2096/1952 (ΦΕΚ Α΄ 113), ως λαθρεμπορία θεωρείται και «η αγορά, πώλησις και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας».
Εξ άλλου, με το άρθρο 3 του ΑΝ 1514/1950 (ΦΕΚ Α΄ 240) ο οποίος κυρώθηκε με τον Ν 1591/1950 (ΦΕΚ Α΄ 295), προστέθηκε παράγραφος 2 στο άρθρο 89 του Τελωνειακού Κώδικα, βάσει της οποίας το κατά το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα περιγραφόμενο (περιπτωσιολογικώς και εννοιολογικώς) αδίκημα της λαθρεμπορίας χαρακτηρίζεται νόμω και ως τελωνειακή παράβαση, ασχέτως του αν τούτο ήθελε κριθεί ή μη υπό των ποινικών δικαστηρίων αξιόποινο. Ούτω, σύμφωνα με την διάταξη αυτή της παρ. 2 του άρθρου 89 «Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται ... η καθ΄ οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουσι δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου, και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας».
Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του ΑΝ 1514/1950 προστέθηκαν παρ. 3 και 8 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα, στις οποίες, όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν 495/1976 (ΦΕΚ Α΄ 337), ορίζεται αντίστοιχα ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επ. του παρόντος ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενο ταύτης δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων εν συνόλω, διά πάντας τους συνυπαιτίους» και ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν».
Εν όψει του νομοθετικού αυτού καθεστώτος, καθώς το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 94 παρ. 1 ότι «στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει ...» και στο άρθρο 96 παρ. 1 ότι «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι», γίνεται παγίως και ανεξαιρέτως δεκτό ότι επί λαθρεμπορίας, το Σύνταγμα ανέθεσε λόγω εξειδικεύσεως την επίλυση των μεν διαφορών από πράξεις της τελωνειακής αρχής στα διοικητικά δικαστήρια, των δε ποινικών στα ποινικά. Ελλείψει, μάλιστα, διατάξεως αντίστοιχης του άρθρου 94 παρ. 3, που κατ’ εξαίρεση επιτρέπει, σε ειδικές περιπτώσεις να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών στα πολιτικά, η εν λόγω υπαγωγή των επιμάχων διαφορών στα διοικητικά και ποινικά δικαστήρια αντίστοιχα είναι αποκλειστική. Εξ άλλου, το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, Ν 2717/1999 , ΦΕΚ Α΄ 97), υπό τον τίτλο «Δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων», ορίζει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη».
7. Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό (βλ. ΣτΕ Ολ 990/2004 κ.λπ.), οι μνημονευθείσες διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, έχουν την έννοια ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του. Αν και κατά την γνώμη του Προέδρου, του Συμβούλου Εμμ. Κουσιουρή και του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, η ρητή διάταξη του άρθρου 97 παρ. 8 του Τελωνειακού Κώδικα, ως έχει μετά την μερική τροποποίησή της με το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, ενόσω δεν κρίνεται αντίθετη στο Σύνταγμα, απαγορεύει, πλην της περιπτώσεως της αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, τόσο στο διοικητικό, όσο και στο ποινικό δικαστήριο να λάβει υπ’ όψη ως νόμιμο στοιχείο κρίσεως απόφαση δικαστηρίου του άλλου κλάδου. Δεν τίθεται, συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, θέμα συνεκτιμήσεως μιας τέτοιας αποφάσεως.
8. Επειδή, αφετέρου, η Ελλάδα, η οποία είχε κυρώσει με το ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κύρωσε με τον Ν 1705/1987 (ΦΕΚ Α΄ 89) και το 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλό της, που, - με διάταξη ανάλογη του άρθρου 57 παρ. 1 του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας (ΠΔ 258/1986 , ΦΕΚ Α΄ 121), κατά το οποίο «Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός», - στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζει ότι «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού».
9. Επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο, κατά το άρθρο 19 της ΕΣΔΑ, έχει συσταθεί προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός των συμβαλλομένων Κρατών προς τις υποχρεώσεις τους και το οποίο έχει, κατά το άρθρο 32 της ΕΣΔΑ, δικαιοδοσία σε όλα τα θέματα που αφορούν την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, ερμηνεύει την διάταξη αυτή με τρόπο ανάλογο εκείνου του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται σε «κατηγορία ποινικής φύσεως». Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να μην διαφεύγει κάθε Κράτος των υποχρεώσεών του μεταμφιέζοντας καταδίκες και διώξεις που, ως εκ της φύσεώς τους, είναι πράγματι ποινικές σε άλλης μορφής κυρώσεις, όπως π.χ. σε διοικητικές, έκρινε ότι η ένταξη μιας κύρωσης στην ύλη του διοικητικού δικαίου κατά την εσωτερική έννομη τάξη, δεν αρκεί για να αποκλείσει την υπαγωγή της στις «κατηγορίες ποινικής φύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Προς τούτο χρησιμοποίησε τρία κριτήρια, τα γνωστά και ως «κριτήρια Engel» (από την απόφαση αρχής του ΕΔΔΑ της 8 Ιουνίου 1976, Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, σκ. 85, Series A no. 22), το αν η σχετική νομοθετική διάταξη ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου, την φύση της παραβάσεως και, τέλος, την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κυρώσεως που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος. Με βάση αυτά, ενέταξε στις ποινικής φύσεως τις κυρώσεις που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 24.9.1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, 93/1996/712/909), κάτι που αποδέχθηκε και η νομολογία του Δικαστηρίου τούτου (ΣτΕ 689/2009 επταμ.), έστω και αν τα πολλαπλά τέλη, ως απλές οικονομικές κυρώσεις, δεν έχουν, ανεξαρτήτως του ύψους τους, τον ατιμωτικό χαρακτήρα των στερητικών της ελευθερίας κυρώσεων που, πράγματι, δικαιολογεί μια τέτοια κρίση. Στην συνέχεια, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι η έννοια της ποινικής διώξεως ή καταδίκης στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου είναι αντίστοιχη της εννοίας της κατηγορίας ποινικής φύσεως του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και, συνεπώς, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή τα κριτήρια Engel, διευρυμένα ώστε να περιλαμβάνουν και το κατά πόσο ένα μέτρο επιβάλλεται ως επακόλουθο ποινικής καταδίκης και των διαδικασιών λήψεως και επιβολής του μέτρου (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού της 11.12.2007, Haarvig κατά Νορβηγίας, 11187/2005, υπό κεφ. Β’). Ένας ειδικότερος προβληματισμός που αναπτύχθηκε στους κόλπους του ΕΔΔΑ σε σχέση με το πότε συντρέχει η «ίδια παράβαση», κατέληξε με την απόφασή του σε μείζονα σύνθεση της 10.2.2009, Zolotukhin κατά Ρωσίας, 14939/2003, σκ. 82-84, καθώς και την απόφαση της 16.6.2009, Ruotsalainen κατά Φινλανδίας, 13079/2003, σκ. 49 επ., ότι υφίσταται ταυτότητα αδικημάτων, όταν πρόκειται για ταυτόσημα ή ουσιωδώς όμοια πραγματικά περιστατικά, στα οποία εμπλέκεται ο ίδιος δράστης και τα οποία έχουν ενότητα τόπου και χρόνου, ανεξάρτητα από το νομικό τους χαρακτηρισμό.
10. Επειδή, η εφαρμογή της νομολογίας αυτής του ΕΔΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη οδηγεί σε απροσδόκητα αποτελέσματα. Έτσι, όταν οι δυο διαδικασίες, διοικητική και ποινική, κινούνται η μια κατά νομικού προσώπου, και η άλλη κατά του νομίμου εκπροσώπου του, έστω και αν πρόκειται για την ίδια ουσιαστικά επιχείρηση, δεν υπάρχει για το ΕΔΔΑ κανένα απολύτως πρόβλημα, αφού τυπικά πρόκειται για δυο διακεκριμένα πρόσωπα (βλ. ΕΔΔΑ της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. & Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κ.λπ. κατά Ελλάδος, 29829/2005). Όταν, όμως, οι δυο διαδικασίες κινούνται κατά του αυτού φυσικού προσώπου, όπως εν προκειμένω, τότε, κατά το ΕΔΔΑ, τίθεται θέμα προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τούτου. Γιατί οι δυο διαδικασίες δεν εμποδίζονται μεν να κινηθούν παράλληλα, όμως, η πρώτη που οριστικοποιείται, οποιαδήποτε, καθιστά επιβεβλημένη την ακύρωση της άλλης λόγω παραβάσεως της αρχής non bis in idem.
Όταν, λοιπόν, το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υποχρεούται όχι να δεσμευθεί εν μέρει από αυτήν, είτε, έστω να την συνεκτιμήσει, αλλά, εκ τούτου και μόνο, να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές. Αντίστοιχα, όταν το ποινικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, οφείλει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, εκ τούτου και μόνο, να παύσει την ποινική δίωξη. Είναι προφανές ότι, για το ΕΔΔΑ, το σύστημα που έχει κατά νουν ο έλληνας νομοθέτης, συντακτικός και κοινός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Θα πρέπει, κατά την βούλησή του, να υπάρξει ένα εξ αρχής νέο, στο οποίο όλες οι κυρώσεις, διοικητικές και ποινικές, να επιβάλλονται από ένα μόνο δικαστήριο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό αφού, μάλιστα, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά το Σύνταγμα, ελλείψει διατάξεως αντίστοιχης εκείνης του 94 παρ. 3, στο μεν διοικητικό δικαστήριο ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα η επίλυση των διοικητικών διαφορών, στο δε ποινικό η των ποινικών υπό την έννοια που τους δίνει όχι το ΕΔΔΑ, αλλά η ελληνική έννομη τάξη.
11. Επειδή, είναι μεν αναμφισβήτητο ότι η αρχή του non bis in idem έχει πεδίο εφαρμογής όταν ο πολίτης, που εύλογα πιστεύει ότι κατόπιν μιας αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως έληξε οριστικά η δικαστική του εμπλοκή, βρίσκεται ξαφνικά και πάλι αντιμέτωπος με νέα, αυτό, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει, ώστε να τίθεται ζήτημα καταπατήσεως των ανθρώπινων δικαιωμάτων του, και όταν αυτός εξ αρχής γνωρίζει ότι, λόγω του θεσπισμένου δικονομικού συστήματος, ένα μέρος της ευθύνης του θα κριθεί από έναν κλάδο δικαστηρίων, και ένα άλλο από άλλον, όπως επί τόσες δεκαετίες συμβαίνει στην Ελλάδα. Περαιτέρω, εφ’ όσον το ρητό γράμμα του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αναφέρεται σε «ποινική» καταδίκη και δίωξη και σε «ποινική δικονομία» των Κρατών, η Ελλάδα, προσχωρώντας σε αυτό και αποβλέποντας στο γράμμα της σχετικής διατάξεως, ανάλογης, όπως αναφέρθηκε, της ρυθμίσεως του άρθρου 57 παρ. 1 της Ποινικής της Δικονομίας, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μέσω μιας συνεχώς σε βάθος χρόνου εξελισσομένης νομολογίας του ΕΔΔΑ, αναλάμβανε διεθνείς δεσμεύσεις αντίθετες σε πάγια ριζωμένες νομικές της παραδόσεις και στο ίδιο της το Σύνταγμα, όταν, μάλιστα, η διάταξη αυτή δεν έχει διατύπωση και σκοπό που συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με το αναφερόμενο στο δικαίωμα για χρηστή απονομή της δικαιοσύνης άρθρο 6 της ΕΣΔΑ η οποία θεσπίσθηκε σε άλλο χρονικό σημείο.
Έστω, λοιπόν, και αν η ΕΣΔΑ έχει αναθέσει στο ΕΔΔΑ την ερμηνεία της, δεν είναι προφανές ότι η, εξ αγαθής, ασφαλώς, προαιρέσεως τούτου, διορθωτική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως συνάδει με το γράμμα και τον σκοπό της, την στιγμή, μάλιστα, που η Ελλάδα, η οποία έχει θεσπίσει από το 1950 την νομοθεσία που αναφέρθηκε, ασφαλώς δεν την θέσπισε για να αποφύγει τις προς το 7ο πρόσθετο Πρωτόκολλο διεθνείς υποχρεώσεις της, το οποίο υπέγραψε 35 χρόνια μετά, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΕΔΔΑ ύστερα από 20 ακόμη χρόνια. Άλλωστε, η διατύπωση αποφάσεων του ίδιου του ΕΔΔΑ, όταν αυτό έχει ασχοληθεί με την ελληνική νομοθεσία και, ειδικότερα, η αποφυγή κάθε σχετικής επισημάνσεως αφήνουν να εννοηθεί ότι δεν υπάρχει σχετική αντίθεσή της προς την επίμαχη διάταξη (αποφάσεις της 11.1.1997, Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, 35533/04, σκ. 30 και της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κ.λπ. κατά Ελλάδος, σκ. 36).
Εν πάση περιπτώσει, και αν, ακόμη, είναι εφαρμοστέα η νομολογία του ΕΔΔΑ όπως διευκρινίσθηκε τελικά με την απόφαση Zolotukhin, πρέπει, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα στην εσωτερική έννομη τάξη βάσει της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, να θεωρηθεί ότι καταλαμβάνει τις υποθέσεις που δημιουργούνται μετά την διαμόρφωσή της, και όχι πριν από αυτήν. Και αυτό, αφ’ ενός για να δίνεται στα Κράτη η δυνατότητα προσαρμογής της νομοθεσίας, ενδεχομένως δε και του Συντάγματός τους προς την εκάστοτε εξελισσομένη νομολογία του ΕΔΔΑ που, στην προκειμένη περίπτωση, καταλύοντας το ερειδόμενο σε διαφορετικές αντιλήψεις σύστημα του Έλληνα νομοθέτη, καταστρέφει εντελώς τον αποτρεπτικό για την λαθρεμπορία στόχο του με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αφ’ ετέρου δε για να αποφευχθούν εντελώς συμπτωματικές, άνισες, λύσεις και να μην δίνεται σε ενδεχόμενους δράστες λαθρεμπορίας, η δυνατότητα, κατ’ επίκλησή της, να διαφεύγουν τις κυρώσεις που τους επιφυλάσσει μια νομοθεσία, την οποία από μακρού γνωρίζουν.
Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω γιατί θα αντέβαινε προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος . Πράγματι, εφ’ όσον, κατά τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το διοικητικό δικαστήριο που διαπιστώνει ότι έχει υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου υποχρεούται εκ τούτου και μόνο να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές, το δε ποινικό δικαστήριο, σε ανάλογη περίπτωση, να παύσει εκ τούτου και μόνο την ποινική δίωξη, η διάταξη αυτή του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, έτσι εφαρμοζομένη, καταλήγει κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό, της υποχρεώσεώς του να κρίνει την διαφορά, διοικητική ή ποινική, που του έχει αναθέσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται τους σχετικούς όρους με τον τρόπο που τους αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Και ναι μεν η ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλά της έχουν στο ελληνικό δίκαιο, όπως κάθε διεθνής σύμβαση, την υπερνομοθετική ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος , αυτό όμως ούτε ορίζει, ούτε αφήνει να νοηθεί ότι έχουν και υπερσυνταγματική ισχύ. Έτσι, μπορεί μεν εύλογα τα Κράτη που υπογράφουν μια διεθνή σύμβαση να περιμένουν την τήρησή της εκ μέρους των λοιπών συμβαλλομένων Κρατών υπό την έννοια ότι αυτά δεν θα μπορούν να αντιτάξουν τα συντάγματά τους, όμως, από καμία διάταξη του Συντάγματος δεν συνάγεται ότι ο Έλληνας δικαστής μπορεί να το παραμερίσει χωρίς να εξέρχεται του πλαισίου των υποχρεώσεων που του διαγράφουν τα άρθρα 87 παρ. 2 («Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος») και 93 παρ. 4 («Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα»), τούτο δε έστω και αν η στάση του έχει ως συνέπεια να τεθεί ζήτημα διεθνούς ευθύνης της Ελλάδας. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ εν προκειμένω.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η συγκλίνουσα γνώμη της Παρέδρου Κ. Λαζαράκη, μόνον, όμως, για τον λόγο της αντισυνταγματικότητας. Κατά την περαιτέρω γνώμη του Παρέδρου Ι. Σύμπλη, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των άρθρων 89 παρ. 3 και 100 του ΤΚ προς την αρχή non bis in idem, προεχόντως διότι δεν αντίκειται στην αρχή αυτή η σωρευτική επιβολή πλειόνων ποινών (πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 2.7.2002, Goktan κατά Γαλλίας, 33402/96, σκ. 44-50, της 14.9.1999, επί του παραδεκτού, Ponsetti και Chesnel κατά Γαλλίας, 36855/97 και 41731/98), ούτε η ανάθεση σε διαφορετικά όργανα της αρμοδιότητας για την επιβολή της κάθε μιάς από τις ποινές αυτές (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 21.9.2006, Maszni κατά Ρουμανίας, 59892/00 σκ. 66-70, της 13.12.2005, επί του παραδεκτού, Christoffer Nilsson κατά Σουηδίας, 73661/01). Εξ άλλου, στον εθνικό νομοθέτη απόκειται να επιλέξει αν η μία ποινή θα είναι απλώς παρεπόμενη (αν δηλαδή η καταδικαστική απόφαση της μιάς αρχής θα είναι δεσμευτική για την άλλη - πρβλ. Maszni κατά Ρουμανίας), ή αν οι δύο παράλληλες διαδικασίες θα είναι (όπως προβλέπουν τα άρθρα 89 και 100 του ΤΚ) ανεξάρτητες και αυτοτελείς, εφ’ όσον μάλιστα τούτο αποτελεί συνέπεια της συνταγματικά καθιερωμένης διάκρισης μεταξύ ποινικής και διοικητικής δικαιοδοσίας (αποφάσεις ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού της 11.1.2000, Andre Le Meignen κατά Γαλλίας, 41544/98, Ponsetti και Chesnel κατά Γαλλίας, της 24.6.2003, Bernard Gauthier κατά Γαλλίας, 61178/00, της 11.5.2010, Antoine Versini κατά Γαλλίας, 11898/00, σκ. 39-40, 49, 52, 57, 71-72).
Άλλωστε, τα πολλαπλά τέλη δεν αποσκοπούν αυτοτελώς στον ποινικό κολασμό του δράστη, αλλά είναι παρακολούθημα της καταλογιστικής πράξης και έχουν άλλη βαρύτητα (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού της 4.3.2008, Garretta κατά Γαλλίας, 2529/04, σκ. 79-92), προϋποθέσεις επιβολής (δεν προσαπαιτείται σκοπός περιουσιακής βλάβης του Δημοσίου - ΣτΕ 594/2011 , 522/2005 κ.ά.), και σκοπό (και αντίστοιχους κανόνες επιμέτρησης), που είναι να διασφαλίσουν τα δημοσιονομικά δικαιώματα του Δημοσίου, και την τήρηση και ομαλή εφαρμογή των κανόνων της τελωνειακής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 14.9.2004, επί του παραδεκτού, Rosenquist κατά Σουηδίας, 60619/00, βλ. και αποφάσεις ΕΔΔΑ της 8.6.1995, Jamil κατά Γαλλίας, 11/1994/458/539, σκ. 14, Goktan κατά Γαλλίας, σκ. 48, της 24.10.1986, Agosi κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 9118/80, σκ. 63-67), καθιστώντας την παράβαση οικονομικά ασύμφορη. Τον ίδιο σκοπό (τον εξαναγκασμό σε επιμέλεια κατά τις συναλλαγές) υπηρετεί και ο θεσμός της αστικής συνυπευθυνότητας.
Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ε. Νίκα, η οποία διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: εφ’ όσον επί λαθρεμπορίας προβλέπεται από το νομοθέτη η επιβολή κυρώσεων, αφ’ ενός μεν, από τα ποινικά δικαστήρια, αφ’ ετέρου δε, από την Διοίκηση, η δε διαδικασία ενώπιον της Διοικήσεως και περαιτέρω ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, απολήγουσα ή δυναμένη να απολήξει στην επιβολή πολλαπλού τέλους, έχει και αυτή, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων Engel, ποινικό χαρακτήρα, η όλη ρύθμιση, συνισταμένη σε δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες αλλήλων ποινικές διαδικασίες, εμπίπτει, σύμφωνα με την απόφαση Zolotukhin, που αναθεώρησε όλη την προγενέστερη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, στο πεδίο εφαρμογής της αρχής nοn bis in idem του άρθρου 4 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου αριθμ. 7 της ΕΣΔΑ, το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ, και, συνεπώς, κατά τα προαναφερθέντα, εφ’ όσον η μια διαδικασία καταλήξει σε κρίση καταδικαστική ή αθωωτική, η άλλη διαδικασία (δίωξη) πρέπει να παύσει. Υπογραμμίζεται ότι αυτή ακριβώς η διπλή διαδικασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής nοn bis in idem και όχι η δυνατότητα του κράτους να επιβάλει πλείονες κυρώσεις για την ίδια παράβαση, εφ’ όσον αυτές αποτελούν αντικείμενο αποφάσεως στο πλαίσιο μιας ενιαίας διαδικασίας (una via). Εξ άλλου, η δέσμευση των δικαστηρίων μιας δικαιοδοσίας από το δεδικασμένο των αποφάσεων των δικαστηρίων άλλης δικαιοδοσίας δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ, άρθρο 2 ΚΠολΔ), εφ’ όσον πρόκειται για απολύτως ταυτόσημη παράβαση, αντιθέτως εναρμονίζεται πλήρως προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος . Σημειωτέον δε, ότι στην περίπτωση της λαθρεμπορίας, η οποία, λόγω της σοβαρότητάς της έχει αναχθεί σε ποινική παράβαση, ήτοι αποτελεί «έγκλημα», κατά την διατύπωση του άρθρου 96 παρ. 1 του Συντάγματος , ο εν λόγω ποινικός χαρακτήρας της είναι παρών και στις δύο διαδικασίες και, συνεπώς, η πρόβλεψη επιβολής κυρώσεων για το εν λόγω ποινικό αδίκημα στα πλαίσια διοικητικής διαδικασίας, που δεν θα πληρούσε τους όρους της «δίκαιης», κατά την ΕΣΔΑ, ποινικής διαδικασίας, ως μη δεσμευομένη, μεταξύ άλλων, από την αρχή ne bis in idem, θα αντέκειτο, αυτή πλέον, στο άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος , αλλά και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Επιπροσθέτως, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στο σύστημα των κυρώσεων της λαθρεμπορίας δεν οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα, αναλόγως εάν οι δυο διαδικασίες κινηθούν κατά του ιδίου προσώπου ή η μια κατά νομικού προσώπου και η άλλη κατά του νομίμου εκπροσώπου του διότι, κατά την πάγια νομολογία, δεν μπορεί να καταλογισθεί λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο και, αποκλείεται, κατά νόμο, η επιβολή πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία σε νομικό πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπός του διέπραξε λαθρεμπορία, μόνον αλληλέγγυο αστική ευθύνη κατά τους όρους των άρθρων 108-110 ΤΚ μπορεί να έχει (ΣτΕ 671/2010 , 2803/2003, 2242/1997, 230/1931). Περαιτέρω, η επίκληση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την μη εφαρμογή της αρχής non bis in idem, ήτοι να δικαιολογήσει την στέρηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος προστατευομένου από την ΕΣΔΑ, δοθέντος μάλιστα ότι κατά το ΕΔΔΑ, η ελευθερία επιλογής ως προς τα μέσα συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από την Σύμβαση δεν μπορεί να διευρυνθεί ώστε να περιλάβει και την αναστολή εφαρμογής της Συμβάσεως και των Προσθέτων Πρωτοκόλλων της μέχρι την αναμόρφωση του εσωτερικού δικαίου (απόφαση EΔΔΑ της 29 Νοεμβρίου 1991, Vermeire κατά Βελγίου, 12849/87, σκ. 26, απόφαση Cour de cassation, assemblee pleniere, της 15 Απριλίου 2011, P 10- 17.049, F 10-30.313, J 10-30.316 και D 10-30.242). Τέλος, εν όψει του εφαρμοστέου στην προκειμένη υπόθεση Ν 2127/1993 που συνιστά εναρμόνιση του εθνικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος, μεταξύ άλλων, των πετρελαιοειδών προϊόντων και δεδομένου ότι η αρχή ne bis in idem αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/2004 P, SGL Carbon AG κατά Επιτρ
Αναρτήθηκε:
Δεκεβρίου 20, 2011