Επιμέλεια: Δημήτριος Βαρελάς, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

            Σχετικές διατάξεις. Άρθρο 321 παρ.1,2.4 ΚΠΔ- Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Παραμονή δικογραφιών στα γραφεία. 1. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα που εξέδωσε το θέσπισμα. 2. Η κλήση για την εμφάνιση (άρθρο 320) ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά τα λοιπά πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. Η ερήμην εκδίκαση ως συνέπεια της μη εμφάνισης του κατηγορουμένου πρέπει να αναγράφεται τόσο στο κλητήριο θέσπισμα όσο και στην κλήση. 3…. 4. Η τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 εδάφιο α΄ και β΄ επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Η μη τήρηση του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης.

Άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ Πότε καλύπτεται η ακυρότητα. Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 167 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της, μέχρι να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. «Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να παραβιαστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας.»

Άρθρο 468 παρ. 2 ΚΠΔ Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση το συμβούλιο ή το δικαστήριο που κρίνει το ένδικο μέσο, έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του βουλεύματος ή της απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι λόγοι.

Άρθρο 500 εδ. στ,ζ  ΚΠΔ Προπαρασκευαστική διαδικασία. Επίσης εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 321, 325, 326 και 328. Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή αυτής συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη.

Άρθρο 502 παρ. 4 ΚΠΔ Κύρια συζήτηση. β) Όταν εμφανιστεί ο εκκαλών Αν στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει ακυρότητα (άρθρα 171 και 172), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ακυρώνει και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της ανέκκλητα.

            Ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η ακυρότητα του κλητηρίου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προβαλλόμενη νομότυπα (βλ. ανωτέρω διατάξεις), αν κριθεί βάσιμη έχει σαν συνέπεια τη διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες (είτε να συντάξει νέο κλητήριο θέσπισμα, είτε να οδηγήσει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο με απαλλακτική πρόταση κ.λπ).

            Ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η ακυρότητα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρουσιάζει διαδικαστικά ζητήματα. Για να επιληφθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αυτό μπορεί να γίνει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

            - όταν ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, οπότε μπορεί να προτείνει, κατά νόμο (βλ. ανωτέρω σχετικές διατάξεις) την ακυρότητα για πρώτη φορά πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, έχοντας προβάλει, σε κάθε περίπτωση, την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με ειδικό λόγο έφεσης (ΑΠ 779/2019, ΑΠ 453/2006)  και

            - όταν ο κατηγορούμενος, αφού προέβαλε νομότυπα την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ο ισχυρισμός του απορρίφθηκε, επαναφέρει τον ισχυρισμό του, με αυτοτελή λόγο έφεσης, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προς επανάκριση. (Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σε αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλαμβάνοντας στην έφεσή του ειδικό λόγο περί τούτου. Τούτο αποτελεί την προϋπόθεση για να μπορεί να προτείνει παραδεκτά στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισμό και τούτο θα γίνει πριν την ανάπτυξη της εφέσεως από τον εισαγγελέα ή την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ.2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β` ΚΠοινΔ λόγος για έλλειψη ακροάσεως. Τούτο όμως προϋποθέτει ότι οι λόγοι εφέσεως προβάλλονται παραδεκτά, περίπτωση δε απαράδεκτης υποβολής τους συνιστά, όπως θα λεχθεί κατωτέρω, και η αοριστία αυτών, διαφορετικά δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει τον οικείο λόγο της εφέσεως ΑΠ 142/2010).

            Παράλειψη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να αποφανθεί επί της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που προτάθηκε νόμιμα, συνιστά αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΑΠ 779/2019, ΑΠ 914/2017, ΑΠ 435/2017)

            Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτό τον ισχυρισμό του εκκαλούντος, κατά παλαιότερη νομολογία του Αρείου Πάγου, εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 502 παρ. 4 ΚΠΔ (Επειδή, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ ως λόγος αναίρεσης της απόφασης μπορεί να προταθεί η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ.1 εδ. δ', 173 παρ.2 και 174 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η ακυρότητα από τη μη έγκυρη επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καλύπτεται αν δεν προταθεί από τον κατηγορούμενο κατά την έναρξη της πρωτόδικης δίκης. Εφόσον, όμως, κατ' αυτή δεν εμφανίστηκε και δικάστηκε ερήμην μπορεί να προταθεί στο Εφετείο με λόγο εφέσεως κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το Εφετείο οφείλει να εξετάσει τον προβαλλόμενο με την έφεση λόγο ακυρότητας της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αν είναι βάσιμος να ακυρώσει την εκκαλούμενη απόφαση και να χωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρο 502 παρ.4 ΚΠΔ)ΑΠ 549/2004.

                Σύμφωνα με νεότερες αποφάσεις (ΑΠ 1717/2006 κρίθηκε ότι: Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170173 παρ. 1, 174 παρ. 1, 175176320 παρ. 2, 321 παρ. 1 και 4 και 502 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ συνάγεται ότι, αν στην πρωτόδικη απόφαση εμφιλοχώρησε ακυρότητα, σχετική ή απόλυτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον υπάρχει περί τούτου σχετικός λόγος εφέσεως, την ακυρώνει και δικάζει την υπόθεση ανέκκλητα κατ´ ουσίαν, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως δεν είναι ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που δεν έχει καλυφθεί, και πολύ περισσότερο ότι δεν προέρχεται από ανυπαρξία κλητηρίου θεσπίσματος, εξαιτίας ακυρώσεώς του και μη επιδόσεως νέου τοιούτου, διότι τότε η συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έστω και κατ´ εφαρμογή του άρθρου 502 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ, δεν είναι νόμιμη, λόγω ελλείψεως προδικασίας, αφού δεν υφίσταται πλέον εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο, η εν λόγω δε ανυπαρξία έχει ως αποτέλεσμα και την ακυρότητα της πρωτοδίκως εκδοθείσας αποφάσεως. Ενόψει τούτων και εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακυρώνει την πρωτόδικη απόφαση, συνεπεία της ανυπαρξίας κλητηρίου θεσπίσματος, τούτο δε, λόγω προηγούμενης ακυρώσεώς του και μη συντάξεως και κοινοποιήσεως νέου, θα πρέπει να διατάξει τη διαβίβαση της υποθέσεως στον αρμόδιο Εισαγγελέα προς σύνταξη και επίδοση νέου κλητηρίου θεσπίσματος, γιατί διαφορετικά, αν προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως, καίτοι δεν καταρτίσθηκε και δεν κοινοποιήθηκε νέο κλητήριο θέσπισμα, λόγω της πρότερης ακυρώσεώς του, υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η´ του ΚΠΔ πλημμέλεια, καθόσον στερείται δικαιοδοσίας προς συζήτηση της υποθέσεως.) Ομοίως η ΑΠ 2415/2003, ΤρΕφετΑθηνων 2634/2019.

            Η ανωτέρω, δεύτερη, άποψη είναι δογματικά ορθότερη, διότι η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος αποδομεί την ποινική δίκη αφού δεν υπάρχει έγκυρη απόδοση της κατηγορίας και θα πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στο καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο (εισαγγελέα) για τις δικές του ενέργειες. Η άποψη ότι, μετά την ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 4 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και θα δικάσει στην ουσία την υπόθεση ανέκκλητα, δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί ακυρώσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, που αποτελεί το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Χωρίς έγκυρο κλητήριο θέσπισμα δεν υπάρχει κατηγορία, συνεπώς ουδεμία δίκη μπορεί να συνεχιστεί, χωρίς εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.

            Ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στον Άρειο Πάγο. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίψει και πάλι την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, ο κατηγορούμενος μπορεί να απευθυνθεί και στον Άρειο Πάγο, κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προβάλλοντας τη σχετική ακυρότητα ως λόγο αναίρεσης (510 παρ. 1 στοιχ. β).

               Αν ο Άρειος Πάγος κάνει δεκτή αναίρεση για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος τότε, κατά στην ορθότερη άποψη, παραπέμπει την υπόθεση στο δικάσαν δικαστήριο προκειμένου να κηρύξει την ακυρότητα(η εμφιλοχωρίσασα σχετική ακυρότης του κλητηρίου θεσπίσματος προτάθηκε εγκαίρως προ πάσης ενάρξεως της επ` ακροατηρίου διαδικασίας από την εμφανισθείσα κατηγορουμένη η οποία προέβαλε αντίρρηση ως προς την πρόοδο της δίκης εντεύθεν δε η ακυρότης δεν καλύφθηκε (άρθρ. 174 παρ. 2 ΚΠΔ). Συνεπώς έσφαλε το δικαστήριο και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατ` άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο ΒΚΠΔ κατά τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο προς κήρυξη της ακυρότητας κατ` άρθρο 176 παρ. 1 ΚΠΔ. ΑΠ 1791/1994). Η άποψη αυτή έχει νομοθετικό έρεισμα και στο άρθρο 519 ΚΠΔ:  Αναίρεση για άλλους λόγους. Αν η αναίρεση έγινε για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Β’, Γ’, Δ’, Η΄ και Θ’, ο Άρειος Πάγος αποφασίζει μόνο για την αναίρεση, και, αν συντρέχει περίπτωση, παραπέμπει έπειτα τη δίκη για νέα συζήτηση σε ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, άλλο από εκείνο του οποίου η απόφαση προσβλήθηκε με αναίρεση, ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση.

            Στην περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο έχει υποπέσει σε παραγραφή, αφού με το κριθέν ως άκυρο κλητήριο θέσπισμα δεν επήλθε αναστολή παραγραφής, τότε ο Άρειος Πάγος παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. (ΑΠ 770/2019, ΑΠ 914/2017, ΑΠ 1465/2016)

 

Ενημερωθείτε για το Νέο Τμήμα Προετοιμασίας Εθνικής Σχολής Δικαστών Κατεύθυνση Πολιτική-Ποινική Δικαιοσύνη & Εισαγγελείς Διά Ζώσης ή και Εξ Αποστάσεως Παρακολούθηση

Αναρτήθηκε: Μαϊ 24, 2021