Επιμέλεια: Δημήτριος Βαρελάς, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

          Κατά το άρθρο 474  ΚΠΔ, «Έκθεση και λόγοι άσκησης του ενδίκου μέσου.

  1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 466 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την άσκηση του ενδίκου μέσου και με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονική αλληλογραφία, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την αποδεδειγμένη αποστολή τους.
  2. Το ένδικο μέσο μπορεί επίσης να ασκηθεί και με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρισης.
  3. Αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλον γραμματέα ή στον διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
  4. Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο.»

            Η ως άνω διάταξη του νέου ΚΠΔ είχε την σημαντική τροποποίηση, με την πρόβλεψη για άσκηση ενδίκου μέσου με δικόγραφο για το οποίο έχουμε αναφερθεί σε προγενέστερο άρθρο (βλ. https://www.nb.org/blog/post/tropos-askisis-endikou-mesou-dikografo-neo-kwdika-poinikis-dikonomias )

            Η άσκηση του ενδίκου μέσου έχει ένα οριοθετημένο διαδικαστικό πλαίσιο  το οποίο, αν δεν τηρηθεί, απορρίπτεται το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Συνέπεια του απαράδεκτου είναι να στερείται ο ασκών το ένδικο μέσο τους δεύτερου βαθμού κρίσης. Οι τυπικές παραλείψεις στην άσκηση του ενδίκου μέσου απασχόλησαν την νομολογία επί πολλά έτη. Η παγιωμένη θέση της νομολογίας είναι η αυστηρή τήρηση του εκάστοτε νομοθετημένου τρόπου άσκησης των ενδίκων μέσων, μερικές φορές μέχρι σημείου υπερβολής.

            Είχε κριθεί απαράδεκτο το ένδικο μέσο ενώπιον του Διευθυντή των φυλακών χωρίς σύνταξη εκθέσεως καταθέσεως  (βλ.ενδεικτικά ΑΠ 1681/1987,  ΑΠ 2548/2008). Υπήρχαν και αποφάσεις που έκριναν για το παραδεκτό σε ειδικές περιπτώσεις κρατουμένων. Ειδικότερα κρίθηκε παραδεκτή η άσκηση ενδίκου μέσου :  ΑΠ 911/1978 ΠΧ 1979/68   ενώπιον του Διευθυντή Σανατορίου κρατουμένων,  ΑΠ 156/1979   στον διοικητή των στρατιωτικών φυλακών ΑΠ 415/1984 στον διευθυντή ψυχιατρείου κρατουμένων.

            Το ζήτημα των τυπικών διαδικαστικών παραλείψεων στην άσκηση του ενδίκου μέσου είχε φτάσει μέχρι την Ολομέλεια του ΑΠ, ο οποίος με την ΟλΑΠ 2/2008 απόφασή του έδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές, κάτω από τις οποίες πρέπει να κρίνονται για το παραδεκτό τους τα ένδικα μέσα. Ειδικότερα κρίθηκε ότι : «Οι επιβαλλόμενες ως άνω διατυπώσεις από τον Έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, ενώ διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου και την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης, κατ’ ουδέν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρ. 20 § 1 και 25 § 1 εδ. β΄ του Συντάγματος. Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, αφού απαιτείται από τη φύση του η ρύθμισή του από το κράτος, το οποίο έχει τη διακριτική ευχέρεια, αρκεί μόνον οι τιθέμενοι περιορισμοί και προϋποθέσεις να μην περιορίζουν την πρόσβαση του διαδίκου κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο να πλήττεται στον ίδιο τον πυρήνα του

            Κρίσιμη για το υπό εξέταση θέμα είναι και η απόφαση του ΕΔΔΑ της 27-5-2004 στην υπόθεση «Μ…κατά Ελλάδος) (βλ. ΠοινΔ 2004/960)

            « I. Τα πραγματικά περιστατικά

  1. Οι ειδικές περιστάσεις
  2. Ο προσφεύγων γεννήθηκε το έτος 1942 και κατοικεί στην Εύβοια.
  3. Στις 29 Ιουλίου 1999, το Πλημμελειοδικείο της Χαλκίδας κήρυξε τον προσφεύγοντα ένοχο για το ότι είχε κτίσει παράνομα ένα περίπτερο μέσα σε μία δασική περιοχή και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 1.500 δραχμές ημερησίως, και χρηματική ποινή 200.000 δραχμών (απόφαση υπ' αριθμ. 3712/1999).
  4. Στις 15 Οκτωβρίου 1999, ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Ο νομικός σύμβουλός του υπέγραψε το έγγραφο της αναιρέσεως, το οποίο εγχείρισε στον αρμόδιο γραμματέα του Πλημμελειοδικείου. Ο τελευταίος συνέταξε και υπέγραψε την έκθεση αναιρέσεως, εντός της οποίας όρισε ρητά ότι οι λόγοι αναιρέσεως αναφέρονται στο έγγραφο της αναιρέσεως, αλλά παρέλειψε να υπογράψει το προαναφερθέν έγγραφο. Απ' ό,τι φαίνεται, ούτε ο προσφεύγων ούτε ο νομικός σύμβουλός του είχαν λάβει ακριβές αντίγραφο του εγγράφου της αναιρέσεως, ώστε να μπορέσουν να αντιληφθούν εν ευθέτω χρόνω την παράλειψη του γραμματέα.
  5. Η συζήτηση της αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου έλαβε χώρα στις 10 Οκτωβρίου 2000. Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της αναιρέσεως ως απαράδεκτης.
  6. Στις 12 Οκτωβρίου 2000, ο νομικός σύμβουλος του προσφεύγοντος υπέβαλε ένα υπόμνημα με το οποίο, επικαλούμενος το δικαίωμα της προσβάσεως σε ένα Δικαστήριο που εγγυάται το άρθρο 6 της Σύμβασης, ζητούσε από τον Άρειο Πάγο να κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναιρέσεώς του, παρά την παράλειψη του γραμματέα να υπογράψει το έγγραφο της αναιρέσεως.
  7. Στις 14 Νοεμβρίου 2000, ο Άρειος Πάγος κήρυξε απαράδεκτο το ένδικο μέσο με το σκεπτικό ότι δεν στηριζόταν πουθενά. Ειδικότερα, επισήμανε ότι η έκθεση αναιρέσεως δεν περιλάμβανε κανένα λόγο αναιρέσεως. Θεώρησε, λοιπόν, ότι εξαιτίας της ελλείψεως υπογραφής του γραμματέα του Πλημμελειοδικείου, το έγγραφο της αναιρέσεως -το οποίο περιείχε τους λόγους αναιρέσεως-, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.

Β. Το εξωτερικό νομοθετικό πλαίσιο και η πρακτική

  1. Σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το πρόσωπο που παραλαμβάνει την αίτηση αναιρέσεως και ο νομικός σύμβουλος του ενδιαφερομένου πρέπει να θέσουν την υπογραφή τους στην έκθεση αναιρέσεως. Σ' αυτήν πρέπει να περιληφθούν οι λόγοι αναιρέσεως. Εάν οι λόγοι αναιρέσεως αναφέρονται σ' ένα ξεχωριστό έγγραφο, το τελευταίο αυτό πρέπει επίσης να υπογραφεί από το πρόσωπο, ενώπιον του οποίου ασκείται η αναίρεση και από το νομικό σύμβουλο του ενδιαφερομένου.

ΙΙ. Τα νομικά ζητήματα

Α. Σχετικά με την προβαλλόμενη παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης

  1. Ο προσφεύγων παραπονείται ότι η απόρριψη της αναιρέσεώς του ως απαράδεκτης από τον Άρειο Πάγο ισοδυναμεί με άρνηση προσβάσεως σ' αυτή τη δικαιοδοσία. Τούτο δε, πολύ περισσότερο ενόψει του ότι το λάθος, που αποτέλεσε την αρχή της καταστάσεως αυτής, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στον ίδιο. Επικαλείται το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης, το οποίο, στα επίμαχα σημεία του, έχει ως εξής:

«Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως (...) υπό ενός Δικαστηρίου (...), το οποίον θα αποφασίση (...) επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως (...)».

  1. Ο προσφεύγων θεωρεί ότι με την απόρριψη της αναιρέσεώς του ως απαράδεκτης, το Ακυρωτικό Δικαστήριο επέδειξε έναν υπερβολικό φορμαλισμό. Προσθέτει ότι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δεν προβλέπει τη χορήγηση αντιγράφου της αναιρέσεως στον ενδιαφερόμενο ή το νομικό σύμβουλό του μετά την άσκησή της, κάτι το οποίο και θα του επέτρεπε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αντιληφθεί το λάθος που έγινε από το γραμματέα. Ο προσφεύγων παραδέχεται σ' αυτό το σημείο ότι θα μπορούσε βέβαια να ζητήσει και να λάβει αντίγραφο της ασκηθείσας αναιρέσεως, αλλά δηλώνει ότι δεν είχε κανένα λόγο να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο, αφού οι διάδικοι σε μια διαδικασία δεν είναι ικανοί να εποπτεύσουν την εργασία του γραμματέα.
  2. Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι ο προσφεύγων δεν έχει στερηθεί του δικαιώματος της προσβάσεώς του στο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Προς το συμφέρον της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης, πρέπει να γίνει αποδεκτή η ύπαρξη ορισμένων διατυπώσεων, που πρέπει να τηρούνται, προκειμένου να προσφύγει κανείς εγκύρως σ' ένα εθνικό Δικαστήριο. Αυτές οι διατυπώσεις, οι οποίες είναι συγκεκριμένες και μπορούν εύκολα να τηρηθούν, δεν αποσκοπούν στον περιορισμό, αλλά στη διευθέτηση της προσβάσεως στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ο νομικός σύμβουλος, που αντιπροσώπευσε τον προσφεύγοντα, ήταν σε θέση να γνωρίζει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την άσκηση μιας αναιρέσεως. Συνεπώς, η απόρριψη του ενδίκου μέσου από το Ακυρωτικό Δικαστήριο ήταν μόνο η προβλεπόμενη συνέπεια του λάθους που εμφιλοχώρησε κατά τη διάρκεια της ασκήσεώς του.
  3. Η κυβέρνηση προσθέτει ότι ο προσφεύγων ή ο νομικός σύμβουλός του θα μπορούσε να επιδείξει επιμέλεια και να ζητήσει αντίγραφο της ασκηθείσας αναιρέσεώς του, κάτι το οποίο θα τους είχε επιτρέψει να επισημάνουν και ενδεχομένως να διορθώσουν το λάθος που έγινε από το γραμματέα. Επιπλέον, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η κύρια υποχρέωση του τελευταίου είναι να υπογράφει τα έγγραφα που συντάσσει ο ίδιος, δηλαδή την έκθεση ασκήσεως. Στον ενδιαφερόμενο ή στο νομικό σύμβουλό του αρμόζει να εξασφαλίσουν ότι ο γραμματέας υπέγραψε δεόντως τα υπόλοιπα έγγραφα που επισυνάπτονται στην αίτηση αναιρέσεως.
  4. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6 παρ. 1 εγγυάται στον καθένα το δικαίωμα να αποφαίνεται ένα Δικαστήριο για κάθε αμφισβήτηση που αφορά σε δικαιώματα ή υποχρεώσεις του αστικής φύσεως. Αυτό το «δικαίωμα στο Δικαστήριο», έκφανση του οποίου αποτελεί το δικαίωμα προσβάσεως στο Δικαστήριο, μπορεί να το επικαλεστεί καθένας που έχει σοβαρούς λόγους να θεωρεί παράνομη μια προσβολή στα δικαιώματά του αστικής φύσεως και παραπονείται ότι δεν είχε την ευκαιρία να υποβάλει παρόμοια αμφισβήτηση σε ένα Δικαστήριο που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 (βλ. ιδίως Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 21 Φεβρουαρίου 1975, s?rie A no 18, σελ. 18, παρ. 36).
  5. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα προσβάσεως στο Δικαστήριο δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, διότι απαιτείται από τη φύση του η ρύθμισή του από το Κράτος, το οποίο διαθέτει, από την άποψη αυτή, κάποια διακριτική ευχέρεια. Εντούτοις, οι περιορισμοί αυτοί δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την πρόσβαση ενός προσώπου κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσβάλλεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος. Επιπλέον, οι τιθέμενοι περιορισμοί συμβιβάζονται με το άρθρο 6 παρ. 1 μόνο όταν εξυπηρετούν ένα νόμιμο σκοπό, καθώς και όταν υφίσταται μία εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. μεταξύ άλλων, Levages Prestations Services κατά Γαλλίας, απόφαση της 23 Οκτωβρίου 1996, Recueil des arr?ts et d?cisions 1996-V, σελ. 1543, παρ. 40).
  6. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι δεν περιείχε κανένα λόγο αναιρέσεως. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι ένα σφάλμα καθαρά τεχνικής φύσεως είχε ως συνέπεια να στερηθεί του δικαιώματός του να εξεταστεί η αναίρεσή του από το Ακυρωτικό Δικαστήριο.
  7. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι δεν ανήκει στα καθήκοντά του η υποκατάσταση των εσωτερικών δικαιοδοσιών. Η επίλυση των προβλημάτων ερμηνείας της εσωτερικής νομοθεσίας ανήκει καταρχήν στα καθήκοντα των εθνικών αρχών, και ιδίως των Δικαστηρίων (Edificaciones March Gallego S.A. κατά Ισπανίας, απόφαση της 19 Φεβρουαρίου 1998, Recueil 1998-I, p. 290, παρ. 33). Η αρχή αυτή ισχύει ειδικά όταν πρόκειται για την ερμηνεία από τα Δικαστήρια των κανόνων δικονομικής φύσεως, όπως οι τύποι και οι προθεσμίες που αφορούν την άσκηση ενός ενδίκου μέσου (P?rez de Rada Cavanilles κατά Ισπανίας, απόφαση της 28 Οκτωβρίου 1998, Recueil 1998-VIII, σελ. 3255, παρ. 43). Ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της συμβατότητας με τη Σύμβαση των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας ερμηνείας.
  8. Εξάλλου, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν Εφετεία ή Ακυρωτικά Δικαστήρια. Ωστόσο, το Κράτος που δημιουργεί τέτοια Δικαστήρια έχει την υποχρέωση να επιβλέπει ότι οι διάδικοι θα απολαμβάνουν τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 (βλ., μεταξύ άλλων, Delcourt κατά Βελγίου, απόφαση της 17 Ιανουαρίου 1970, s?rie A nο 11, σελ. 13-15, παρ. 25).
  9. Ο τρόπος εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της επίδικης υπόθεσης. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της διαδικασίας που έλαβε χώρα στην εθνική έννομη τάξη και ο ρόλος που έπαιξε το Ακυρωτικό Δικαστήριο, αφού οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως μπορεί να είναι πιο αυστηρές από τις αντίστοιχες της εφέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, Brualla Gomez de la Torre κατά Ισπανίας, απόφαση της 19 Δεκεμβρίου 1997, Recueil 1997-VIII, σελ. 2956, παρ. 37^ Mohr κατά Λουξεμβούργου (d?c.), no 29236/95, 20 Απριλίου 1999).
  10. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, αλλά μόνο προκειμένου να δει την αίτησή του να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι το έγγραφο της αναιρέσεως που περιείχε τους αναιρετικούς λόγους δεν είχε υπογραφεί από τον αρμόδιο για την άσκησή της γραμματέα του Πλημμελειοδικείου (βλ. παρ. 9 και 13, ανωτέρω). Όμως η πρόσβαση αυτή, από μόνη της, δεν ικανοποιεί αναπόφευκτα τις επιταγές του άρθρου 6 παρ. 1^ πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο βαθμός προσβάσεως που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία αρκούσε για να εξασφαλίσει στον προσφεύγοντα το «δικαίωμα στο Δικαστήριο», ενόψει της αρχής του Κράτους Δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία (Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου, παραπάνω, σελ. 16-18, παρ. 34-35).
  11. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η νομοθεσία, η οποία σχετίζεται με τους τύπους που πρέπει να τηρούνται κατά την κατάθεση ενός ενδίκου μέσου, αποσκοπεί ασφαλώς στην εξασφάλιση της ορθής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Οι διάδικοι πρέπει να προσέχουν να τηρούν τους ισχύοντες αυτούς κανόνες. Πάντως, η επίδικη νομοθεσία ή ο τρόπος εφαρμογής της, δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους διαδίκους να κάνουν χρήση ενός υφιστάμενου ενδίκου μέσου.
  12. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, η κήρυξη του απαράδεκτου από τον Άρειο Πάγο είχε ως συνέπεια να τιμωρήσει τον προσφεύγοντα για ένα λάθος που έγινε κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου. Όμως το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για το εν λόγω λάθος. Πράγματι, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, αφού το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι το πρόσωπο ενώπιον του οποίου ασκείται η αίτηση αναιρέσεως πρέπει επίσης να θέσει την υπογραφή του στο έγγραφο που περιέχει τους λόγους της αναιρέσεως, για την τήρηση αυτών των προϋποθέσεων ευθύνεται κυρίως το πρόσωπο που έχει την αρμοδιότητα να παραλαμβάνει τις αιτήσεις αυτές, εν προκειμένω δε ο γραμματέας του Πλημμελειοδικείου. Τούτο δε πολύ περισσότερο ισχύει ενόψει του ότι η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει τη χορήγηση σ' όλες τις περιστάσεις αντιγράφου του εγγράφου της αναιρέσεως στον αναιρεσείοντα ή το νομικό σύμβουλό του, κάτι το οποίο θα μείωνε τις πιθανότητες των λαθών, που ενδεχομένως γίνονται από τις αρμόδιες για την άσκηση των ενδίκων μέσων δημόσιες αρχές. Βεβαίως, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν αντίγραφο του προαναφερθέντος εγγράφου, αλλά, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτή η δυνατότητα δεν καθιερώνει υποχρέωση για τους διαδίκους μιας διαδικασίας να ελέγχουν εάν η δημόσια Αρχή, που παρέλαβε την αίτηση, έχει εκτελέσει εγκύρως όλες τις διαδικαστικές ενέργειες που ανήκουν στα καθήκοντά της.
  13. Υπό αυτούς τους όρους, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να παραδεχθεί ότι ένας τόσο άκαμπτος φορμαλισμός ταιριάζει με τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του Ακυρωτικού δικαστηρίου (βλ., τηρουμένων των αναλογικών, Sotiris et Nikos Koutras ATTEE κατά Ελλάδος, nο 39442/98, παρ. 22, CEDH 2000-XII). Συμπερασματικά, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο προσφεύγων έχει υποβληθεί σ' ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της προσβάσεώς του σ' ένα Δικαστήριο και ότι, συνεπώς, υπήρξε προσβολή του δικαιώματός του σ' ένα Δικαστήριο. Υπήρξε, επομένως, παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης.»

            Μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του ΕΔΔΑ με την ΑΠ 1789/2010 κρίθηκαν τα ακόλουθα σε παρόμοια περίπτωση, επικαιροποιώντας την παλαιότερη νομολογία του Αρείου Πάγου για τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να ασκηθεί το ένδικο μέσο, σε ορισμένες περιπτώσεις : «Επειδή, κατά το άρθρο 474 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠΔ, η άσκηση του ένδικου μέσου γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στην φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σε εκείνο που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του (άρθρο 465 παρ. 1) και εκείνον προς τον οποίο γίνεται η δήλωση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 148 του ίδιου Κώδικα, έκθεση ονομάζεται το έγγραφο που συντάσσει, κατά τις διατυπώσεις και με το περιεχόμενο που ορίζουν τα άρθρα 149 επ. του Κώδικα αυτού, δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία, για να βεβαιώσει πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων προσώπων προς αυτόν. Οι πιο πάνω διατυπώσεις ασκήσεως ενδίκου μέσου, που προβλέπονται από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του ΚΠΔ, συνιστούν συστατικό τύπο, η παραβίαση του οποίου συνεπάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα το απαράδεκτο του ένδικου μέσου, που κηρύσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο (ως συμβούλιο) αλλά και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου και ειδικότερα από τη με χρονολογία 1 Μαρτίου 2010 έκθεση αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, κατά της υπ’ αριθμό 2883/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκαν οι αντιρρήσεις του, κατά της υπ’ αριθμό 40427/9-8-1996 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διατάχθηκε η απέλαση του, άσκησε την υπό την αυτή χρονολογία αίτηση αναιρέσεως. Την αίτηση αυτή, ο αναιρεσείων, όντας κρατούμενος στην Αστυνομική Διεύθυνση Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, σε εκτέλεση της αποφάσεως που διέταξε την απέλαση του, την άσκησε με δήλωση του, ενώπιον του αστυνομικού διευθυντή της πιο πάνω Διευθύνσεως, όπου συντάχθηκε και η σχετική έκθεση και η οποία υπογράφεται τόσο από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, όσο και από το Διευθυντή της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης. Η κατά τον ως άνω τρόπο άσκηση της αναιρέσεως, είναι σύμφωνη με τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.1 του Κ.Π.Δ., και ως εκ τούτου είναι τυπικά παραδεκτή, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων κατά την ως άνω χρονολογία που την άσκησε, (1-3-2010), ήταν κρατούμενος στο οικείο Κατάστημα της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, και δεν ήταν πλέον εφικτή από μέρους του η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο άσκηση του ενδίκου τούτου μέσου, και μάλιστα ενώπιον των προσώπων εκείνων που διαλαμβάνονται στη διάταξη του πιο πάνω άρθρου και συγκεκριμένα ενώπιον του Γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε ή ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας η της προσωρινής διαμονής του. Τούτο γιατί, ανάλογη δυνατότητα θα είχε αυτός μόνο στην περίπτωση, που η οικεία Αστυνομική Διεύθυνση, του επέτρεπε με τη συνοδεία φρουράς, να μεταβεί αυτοπροσώπως ο ίδιος στην έδρα των πιο πάνω υπηρεσιών (γραμματέα του δικαστηρίου ή γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή του προϊσταμένου της προξενικής Αρχής), δυνατότητα η οποία δεν προκύπτει ότι του παρασχέθηκε. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε δυσμενή για τον αιτούντα αποτελέσματα, αφού θα στερούνταν ο ίδιος της δυνατότητας να ασκήσει ένδικο μέσο που του παρέχει ο νόμος, όπως και της πρόσβασης του στον Άρειο Πάγο, χωρίς μάλιστα ο ίδιος να ευθύνεται γι’ αυτή την αδυναμία του. (Βλέπετε σχετική και την από 2 Απριλίου 2009 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης-υπόθεση ... κατά Ελλάδος-αριθμός προσφυγής 37349/2007). Συνεπώς, είναι τυπικά παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Διευθυντή της Αστυνομικής Διευθύνσεως Θεσσαλονίκης, κατά της υπ’ αριθμό 2883/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και πρέπει μετά ταύτα να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της

            Τέλος, με την ισχύ και του νέου ΚΠΔ εκδόθηκε η  ΑΠ 1377/2020 η οποία έκρινε τα ακόλουθα : «από 15.1.2020 αίτηση του Κ. Μ. του Μ., κατοίκου ... και νυν κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χανίων, που ασκήθηκε με δικόγραφο που εγχειρίστηκε στο Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Χανίων, όπου κρατείτο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 70α και 1453/2.7.2019 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ……..Τέλος, όσον αφορά στην αίτηση αναιρέσεως του δεύτερου αναιρεσείοντος Κ. Μ. αυτή, ως προελέχθη, ασκήθηκε µε δικόγραφο που εγχειρίστηκε στο Διευθυντή του καταστήματος κράτησης Χανίων, όπου εκρατείτο ο αναιρεσείων, όμως δεν συντάχθηκε έκθεση εγχείρισης του. Επειδή όμως η μη σύνταξη έκθεσης ή έκθεσης εγχείρισης της αίτησης αναιρέσεως (άρθρ. 474 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), η οποία προφανώς ανάγεται στην ευθύνη του διευθυντή και του αρμόδιου υπαλλήλου του καταστήματος κράτησης, έχει κριθεί ότι, με βάση τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, που υπερτερούν έναντι των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου (άρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος) και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, η ευθύνη και οι κυρώσεις για τη μη τήρηση του τύπου αυτού αφορούν μόνο τον υπάλληλο και όχι τον ασκούντα το ένδικο μέσο, ο οποίος άλλως υφίσταται δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός του να προσφύγει στο Δικαστήριο (ΑΠ 848/2010), ουδεμία επιρροή ασκεί στο παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, καθόσον υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα στον Διευθυντή του καταστήματος κράτησης και είναι εμπρόθεσμη»

 

Ενημερωθείτε για το Νέο Τμήμα Προετοιμασίας Εθνικής Σχολής Δικαστών Κατεύθυνση Πολιτική-Ποινική Δικαιοσύνη & Εισαγγελείς Διά Ζώσης ή και Εξ Αποστάσεως  Παρακολούθηση.

Αναρτήθηκε: Αυγούστου 26, 2021