Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος

Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc

 

1.- Σύμφωνα  με τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επομ. και 713 επομ. ΑΚ. Από το συνδυασμό των τελευταίων αυτών διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ) υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για την κύρια σύμβαση δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης. Όμως, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό αλλά και σε ένσταση ή αντένσταση, με τις οποίες γίνεται επίκληση τέτοιας σύμβασης για τη θεμελίωση του περιεχόμενου σ’ αυτές αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο ή ενήργησαν ως αντιπρόσωποι αυτού, κατά τη σύναψη της σύμβασης καθώς και τα στοιχεία της νόμιμης εκπροσώπησής του, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση, αλλά έχει σχέση με την ύπαρξη συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Αν όμως αμφισβητείται η σύναψη της σύμβασης ή το κύρος της λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος τη σύμβαση, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ή αν πρόκειται για ένσταση ή αντένσταση, με την προσθήκη των προτάσεων, το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο ή ήταν αντιπρόσωπός του και δήλωσε κατά το νόμιμο τούτο τρόπο τη σχετική βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο από το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησε την εξουσία εκπροσώπησης, ή αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (ΑΠ 1342/2017, Ε7 2018/1133, ΑΠ 1150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2064/2014, Αρμ. 2015/1524). Η παροχή της εξουσίας αυτής είναι δυνατόν να γίνει και σιωπηρά, να μην είναι δηλαδή ρητή αλλά να συνάγεται συμπερασματικά με βάση και τις συντρέχουσες περιστάσεις. Τέτοια (σιωπηρή) εξουσιοδότηση διαπιστώνεται ιδίως αν προϋπάρχει ήδη έννομη σχέση, λ.χ. εργασιακή, μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του εξουσιοδοτούμενου. Σε κάθε περίπτωση, η σιωπηρή εξουσιοδότηση είναι δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως του εξουσιοδοτούντος και το επιδιωκόμενο με αυτήν έννομο αποτέλεσμα στηρίζεται στην ιδιωτική αυτονομία του δηλούντος καθ’ όμοιο τρόπο όπως και επί ρητής εξουσιοδοτήσεως. Αντιθέτως, περί φαινομενικής πληρεξουσιότητας γίνεται λόγος όταν η δέσμευση του κυρίου της υπόθεσης δεν απορρέει από την (έστω σιωπηρώς δηλωθείσα) βούλησή του αλλά στηρίζεται στη γενικότερη αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης στις συναλλαγές, που δικαιολογεί τον καταλογισμό στον «αντιπροσωπευόμενο» των οικονομικών αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας στην οποία προέβη προς όφελός του τρίτος, προς τον οποίο δεν είχε παράσχει μεν πληρεξουσιότητα και ούτε ανέχθηκε ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του, θα μπορούσε όμως να τη γνωρίζει και να την εμποδίσει αν επεδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια. Σε παρόμοιες περιπτώσεις ο συναλλαχθείς με τον στερούμενο πληρεξουσιότητας τρίτο δικαιούται σύμφωνα με την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών να πιστεύει ευλόγως ότι ο τρίτος ενήργησε δυνάμει πληρεξουσιότητας, με αποτέλεσμα να διατηρεί τις αξιώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση έναντι του κυρίου της υποθέσεως, μολονότι αυτός δεν συμβλήθηκε μαζί του ούτε εξουσιοδότηση προς σύναψη συμβάσεως είχε παράσχει (ΑΠ 683/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/2013, ΧρΙΔ 2013/574, ΑΠ 939/2004, Δνη 2004/1673, Φ. Δωρής, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρα 216 – 217, αρ. 41 – 43, σελ. 1074 – 1076, Ζ. Τσολακίδης, Ευθύνη για ενέργειες βοηθών εκπλήρωσης και προστηθέντων, 2008, σελ. 242, Δ. Κλαβανίδου, Έλλειψη πληρεξουσιότητας, 2004, 3 Β.1, σελ. 89 επομ.). Σιωπηρή και φαινόμενη πληρεξουσιότητα τελούν σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού, υπό την έννοια ότι λόγος για τη δεύτερη μπορεί να γίνει μόνον όταν ελλείπει η πρώτη, αφού το φαινόμενο δικαίου αποτελεί νόμιμη αιτία καταλογισμού της συμπεριφοράς του χωρίς εξουσιοδότηση ενεργήσαντος τρίτου στο φερόμενο ως υπ’ αυτού αντιπροσωπευθέντα, μόνον όταν η ευθύνη του τελευταίου για την εκπλήρωση της συναφθείσας από τον τρίτο συμβάσεως δεν έχει ιδρυθεί δικαιοπρακτικά δια της παροχής έγκυρης, έστω σιωπηρής, εξουσιοδότησης στον τρίτο να συμβληθεί στο όνομα και για λογαριασμό του (Α. Γαζής, Γνωμοδοτήσεις 1956 – 1994, 1995, [40], σελ. 347 – 349, Φ. Δωρής, ο.π., βλ. όμως και Γ. Μεντή, Σιωπηρή πληρεξουσιότητα, 2005, σελ. 155 – 158). Πάντως, η καλή πίστη του συναλλασσόμενου με τον άνευ εξουσιοδοτήσεως ενεργούντα τρίτο και η πεποίθησή του ότι συναλλάσσεται με γνήσιο αντιπρόσωπο, δικαιολογούνται μόνον όταν αυτός είτε δεν γνώριζε είτε δεν αγνοούσε από αμέλειά του την έλλειψη της πληρεξουσιότητας (ΑΠ 274/2013, ΧρηΔικ 2013/303  ΧρΙΔ 2014/421, ΑΠ 554/2013, ΕπισκΕΔ 2013/386  ΝοΒ  2013/2428, ΕφΑθ. 5543/2010, Δνη 2012/250, Ε. Νεζερίτη, Η φαινόμενη και κατ’ ανοχήν πληρεξουσιότητα υπό το φως της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, Digesta 2006/35 επομ., έτσι και ο Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 475 επομ.). Όπως ορθώς επιλέγεται (Α. Καλαβρός, Η έλλειψη πληρεξουσιότητας κατά την κατάρτιση σύμβασης, 2018, σελ. 63), για τη συναγωγή φαινόμενης πληρεξουσιότητας κρίσιμο αποβαίνει το εάν η συμπεριφορά του εμφανιζόμενου ως πληρεξούσιου και η στάση του εμφανιζόμενου ως αντιπροσωπευόμενου συγκροτούν μια συναλλακτική εικόνα ικανή κατά το κοινωνικώς αναμενόμενο να δικαιολογήσει την πίστη του συναλλασσόμενου με τον πρώτο ότι εν προκειμένω έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα από τον δεύτερο (κύριο της υποθέσεως). Τέτοια εντύπωση, όμως, δεν σχηματίζεται όταν ο κύριος της υποθέσεως δεν έχει ενεργήσει προς την κατεύθυνση της σύναψης της δικαιοπραξίας, αφού τότε δε συνδέεται η στάση του με τη δράση του φερόμενου ως αντιπροσώπου του. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να κριθεί ως υπόχρεος σε αυξημένη επιμέλεια εκείνος που απευθύνεται σ’ αυτόν για τον οποίο θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει τον κύριο της υποθέσεως, με τον οποίο επιθυμεί να συμβληθεί για την ικανοποίηση δικού του οικονομικού συμφέροντος. Αν την επιμέλεια αυτή δεν επιδείξει ο συναλλαγείς με πρόσωπο για το οποίο τελεί σε γνώση του ότι δεν είναι εφοδιασμένο με ρητή πληρεξουσιότητα, τότε δε δικαιούται προστασίας έναντι του κυρίου της υποθέσεως. Ομοίως δεν είναι προστατεύσιμος εκείνος που έχει προαποφασίσει την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, χωρίς στη διαμόρφωση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς να έχει επιδράσει η εμπιστοσύνη του σε ένα φαινόμενο δικαίου, αφού αν παραβλεφθούν τα κίνητρά του η έννομη προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και σ’ εκείνον που, έστω καλόπιστα, ασκεί πάντως αυθαίρετα τη συμβατική του ελευθερία, ενδεχόμενο που δε συνάδει με το ρόλο της εμπιστοσύνης σε φαινόμενο δικαίου ως αυτόνομης δικαιϊκής αρχής (Ε. Νεζερίτη, Η προστασία της εμπιστοσύνης των καλόπιστων συναλλασσομένων, 2016, § 6, σελ. 122 – 123).

2.-  Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι,  εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, όταν η αγωγή ασκείται με μόνη βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, πρέπει για την κατ’ άρθρο 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ πληρότητα του περιεχομένου της να γίνεται στο δικόγραφό της μνεία των περιστατικών που συνεπάγονται την ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας της περιουσιακής μετακίνησης. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής (λ.χ. από σύμβαση), είναι αρκετή η απλή επίκληση της ανυπαρξίας ή της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς αναφορά των λόγων αυτής, αφού τότε η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου. Αν, επομένως, η κύρια (συμβατική) βάση της αγωγής αποδικαστεί, επειδή η κατάρτιση συμβάσεως έμεινε αναπόδεικτη, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού θα ερευνηθεί, για να διαπιστωθεί αν η περιουσιακή μετακίνηση έγινε αχρεωστήτως (ΟλΑΠ 2/2019, ΕφΑΔ 2019/534 ΧρΙΔ 2019/504, ΑΠ 1319/2013, ΕΠολΔ 2013/703, ΑΠ 680/2011, ΕΠολΔ 2012/96, ΑΠ 412/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 16, αρ. 24, σελ. 1060 επομ., Στ. Ματθίας, Η έννοια της «επικουρικότητας» των απαιτήσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού και η επικουρική άσκησή τους, σε Δνη 1990/497, Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, § 7, σελ. 163 επομ.) ΠΠρ.Πειρ. 2464/2020 Αρχειο Πρωτ. Πειρ.

Αναρτήθηκε: Μαρτίου 03, 2023