Επιμέλεια: Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

Σύμφωνα με  το άρθρο   166 ν. 4548/2018 η ανώνυμη εταιρία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση μετά από αγωγή μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, εάν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρίας αδύνατη (παρ. 1).  Σπουδαίος λόγος κατά την παραγρ.1 υφίσταται ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρία, η εκλογή ΔΣ είναι αδύνατη ή η εταιρία δεν μπορεί να λειτουργήσει  (παρ.2) . Ο σπουδαίος λόγος λοιπόν οριοθετεί αυστηρά το δικαίωμα της λύσης της ΑΕ, καθώς το δικαίωμα αυτό δεν είναι ελεύθερα παρεχόμενο. Η έννοια του σπουδαίου λόγου περιλαμβάνει μη αναμενόμενα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν τη λύση της εταιρίας και που οδηγούν στην υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης με βάση την πραγματική κατάσταση, τις περιστάσεις και τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων, στοιχεία που καθιστούν μη ανεκτή μία έννομη σχέση (βλ. ΑΠ Ολ 17/1995 ΕλλΔνη 1995, 1531). Συνεπώς ο λόγος λύσης ως σπουδαίος, πρέπει να καθιστά τη λύση αναπόφευκτη και τη συνέχιση της ΑΕ δυσβάσταχτη. Εξάλλου από το περιεχόμενο της άνω διάταξης συνάγεται ότι αυτή εισάγει τρεις υποπροϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι ο σπουδαίος λόγος πρέπει να αποτρέπει τη λειτουργία της ΑΕ και να εμποδίζει ή να καθιστά άσκοπη τη συνέχισή της, ήτοι η ΑΕ πρέπει να βρίσκεται υπό καθεστώς που αποτρέπει την επιδίωξη των εταιρικών σκοπών, τη λειτουργία των οργάνων και την αποτελεσματική άσκηση των μετοχικών δικαιωμάτων. Η εκδήλωση του σπουδαίου λόγου στην αδυναμία της λειτουργίας της ΑΕ πρέπει όμως να είναι καθολική και δεν πρέπει να αφορά μόνο σε τμήματα της εταιρικής λειτουργίας και δραστηριότητας, χωρίς να αρκεί το γεγονός ότι δεν επιδιώκονται με επιτυχία οι εταιρικοί σκοποί ή ότι δεν είναι κερδοφόρα η διαχείριση. Η δεύτερη υποπροϋπόθεση είναι ότι ο σπουδαίος λόγος πρέπει να επιδρά προφανώς στη λειτουργία και στη συνέχιση της ΑΕ, συνεπώς απαιτείται η έντονη εξωτερίκευση της δυσμενούς θέσης στην οποία έχει περιέλθει η ΑΕ αλλά και ο μέτοχος ως μη ανεχόμενος την υπάρχουσα κατάσταση. Η πιθανολόγηση του σπουδαίου λόγου δεν αρκεί, καθώς ο σπουδαίος λόγος και οι συνέπειές του πρέπει να προκύπτουν προδήλως και να προκαλούν εντύπωση. Η κατάσταση αυτή πρέπει να είναι αδιαμφισβήτητη και ολοφάνερη κατά αναλογία προς το περιεχόμενο του άρθρου 281 ΑΚ (βλ. Παπαδρόσου - Αρχανιωτάκη, ΕπισκΕΔ 2008, 407). Η τρίτη υποπροϋπόθεση είναι η μονιμότητα του σπουδαίου λόγου (βλ. Μουζούλας σε ΔικΕΠΕ άρθρο 44, αριθ. 36), ήτοι η στιγμιαία ύπαρξή του δεν αρκεί για να οδηγήσει την ΑΕ σε λύση, με αποτέλεσμα η συγκυριακή αδράνεια της ΑΕ να μη δικαιολογεί τη λύση της (βλ. Περάκη, ΕΕμπΔ 1980, 362). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η νομοθετική βούληση είναι να αποτελεί ύστατη επιλογή η λύση της ΑΕ και μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατόπιν στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων και βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Περαιτέρω στη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου (166) ορίζεται ότι σπουδαίος λόγος υφίσταται, ιδίως εάν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Εδώ πρόκειται για την κατάσταση που συνίσταται σε «ίσες συμμετοχές στην εταιρία», δηλαδή σε ίσες συμμετοχές στο καταβεβλημένο κεφάλαιο, στις μετοχές και κατά βάση και στα δικαιώματα ψήφου. Η κατάσταση αυτή, που αποδίδεται συνήθως με τη διατύπωση «ανώνυμη εταιρία 50%-50%», μπορεί να υφίσταται από την αρχή, όπως όταν η εταιρία ιδρύθηκε ως εταιρία ίσων συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο,  είτε να προκύψει κατά τη λειτουργία της με τη μεταβίβαση μετοχών από τον ένα μέτοχο στον άλλο. Επίσης η αδυναμία λήψης αποφάσεων μπορεί να επισυμβεί όχι μόνον όταν δικαίωμα ψήφου έχουν δύο μέτοχοι καθένας από τους οποίους έχει 50% των ίσων μετοχών και ψήφων και αυτοί μονίμως δεν ομονοούν, αλλά μπορεί να οφείλεται και στην ύπαρξη και σύμπραξη συμπαγών ομάδων ή άλλων συσχετισμών - αναλογιών (βλ. Παπαδρόσου - Αρχανιωτάκη, ΕπισκΕΔ 2008, 408). Στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των μετόχων, επιφέρει εμπλοκή της εταιρίας και η λειτουργία της οδηγείται σε αδιέξοδο («deadlock»), καθόσον είναι αδύνατη η επίτευξη απλής πλειοψηφίας στη ΓΣ για τη λήψη αποφάσεων, με κορυφαίο αποτέλεσμά της την αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ, οπότε θεμελιώνεται η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου  166. Μάλιστα, τη στιγμή που επέρχεται η ρήξη των δύο αντιπάλων, μπορεί να υπάρχει ΔΣ, το οποίο θα εξακολουθήσει να διοικεί την εταιρία μέχρι τη λήξη της θητείας του και μπορεί αυτό το ΔΣ να είναι σε θέση να διοικεί την εταιρία, χωρίς καν να είναι πρακτικά εφικτή η ανάκλησή του, εκτός αν η εμπλοκή εκδηλωθεί και στους κόλπους του. Όμως, το οξύ πρόβλημα θα ανακύψει όταν λήξει η θητεία του ΔΣ αυτού, ή αν τούτο παραιτηθεί νωρίτερα και χρειαστεί εκλογή νέου, οπότε αυτό θα είναι αδύνατο χωρίς τη σύμπραξη των ομάδων και έτσι η εταιρία θα μείνει ακυβέρνητη, με φυσικό αποτέλεσμα την πλήρη παράλυσή της. Η υπερνίκηση αυτής της δυσχέρειας μπορεί τότε να επιλυθεί με τον διορισμό προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ, πλην όμως αυτό δεν μπορεί να καταλήξει σε μόνιμη δικαστική διαχείριση και δεν προσφέρει υπηρεσίες, αν η αδυναμία της ΓΣ να εκλέξει ΔΣ οφείλεται σε προβλήματα που δεν προβλέπεται ότι μπορούν να λυθούν σύντομα και υποδηλώνουν οριστική αδυναμία ανάδειξης διοίκησης. Και τούτο διότι, εφόσον η διαφωνία των μετόχων εξακολουθεί - και δεν διαβλέπει κανείς ότι οι μέτοχοι θα ομονοήσουν επειδή τη ΓΣ συγκάλεσε το διορισθέν προσωρινό ΔΣ - το πρακτικό αποτέλεσμα της εφαρμογής του άρθρου 69 ΑΚ θα είναι μηδενικό. Η αδυναμία λήψης άλλων αποφάσεων από τη ΓΣ - πλην της εκλογής ΔΣ- κατά κανόνα δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της παρ. 2 του άρθρου 166. Όμως η λέξη «ιδίως» σ’ αυτή και η παρ. 1 του εν λόγω άρθρου, επιτρέπουν εξαιρετικά να οδηγήσουν σε λύση της ΑΕ και περιπτώσεις αδυναμίας λήψης άλλων αποφάσεων από τη ΓΣ, αν αυτό το γεγονός καθιστά μονίμως αδύνατη τη λειτουργία της εταιρίας, ήτοι στις περιπτώσεις που η εταιρία αδυνατεί να λάβει τις βασικές για την ίδια την ύπαρξή της ή τη νομότυπη λειτουργία της αποφάσεις. Η αδυναμία, λοιπόν, λήψης αποφάσεων κατά το άρθρο  166 θα πρέπει να εκδηλώνεται στο επίπεδο της ΓΣ, διότι, αν η αδυναμία λήψης αποφάσεων τοποθετείται στο επίπεδο του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πραγματική έλλειψη διοίκησης, λόγω π.χ. θανάτου ή παραίτησης κάποιων ή όλων των μελών του ΔΣ, είτε επειδή έχει επέλθει πλασματική έλλειψη διοίκησης λόγω εξαετίας (βλ. ΕφΠειρ 285/1997 ΕλλΔνη 1997, 1664), σιωπηρής παραίτησης - αποχής από τη λήψη αποφάσεων (βλ. ΕφΚερκ 119/2000 ΔΕΕ 2001, 867), διαφωνιών των μελών με αδυναμία συγκρότησης της διοίκησης σε σώμα (βλ. ΕφΠειρ 285/1997 ό.π.), το πρόβλημα μπορεί να αρθεί ακόμη και με ανάκληση των μελών ΔΣ και το διορισμό νέων από τη ΓΣ, ύστερα από τον διορισμό προσωρινής διοίκησης που θα συγκαλέσει τη ΓΣ (βλ. Μούζουλα, σελ. 566). Συνεπώς οι τελευταίες αυτές περιπτώσεις -αδυναμίας λήψης αποφάσεων του ΔΣ-, οι οποίες ενδέχεται ακόμη και να βλάψουν την ΑΕ, δεν πρέπει να ιδωθούν ως περιπτώσεις που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση ή την εν γένει λειτουργία της εταιρίας, καθόσον σ’ αυτές το τυχόν πρόβλημα θεραπεύεται κατά τα ανωτέρω -με την ανάκληση των μελών του ΔΣ από τη ΓΣ και την εκλογή νέου ΔΣ-. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν υφίσταται παράλληλα εμπλοκή και στους κόλπους της ΓΣ. Η ασυμφωνία των μετόχων θα πρέπει δε να καταδεικνύεται μέσα από τα πρακτικά συνεδρίασης της ΓΣ, οι δε συσχετισμοί δυνάμεων μπορεί να προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως π.χ. από εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων. Εξάλλου, προσωπικοί λόγοι λύσης της ΑΕ αντίκειται στον απρόσωπο χαρακτήρα της δομής της ΑΕ και στα κεφαλαιουχικά χαρακτηριστικά της. Συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο λύσης, η έντονη διαταραχή των σχέσεων μεταξύ των μετόχων ή των διοικητικών οργάνων, η μακρά απουσία για προσωπικούς λόγους ενός εκ των διοικούντων ή μη συμμόρφωση μετόχου ή μέλους ΔΣ με τις υποχρεώσεις του. Το ίδιο ισχύει για την κακοδιαχείριση, την αύξηση του παθητικού ή τη μείωση του ενεργητικού και την αδυναμία εκπλήρωσης του εταιρικού σκοπού. Τέλος, η λύση της ΑΕ δυνάμει του άρθρου  166 δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε ως μέσο προστασίας της μειοψηφίας από την πλειοψηφία και σχετικός καταστατικός όρος θα ήταν άκυρος, καθόσον στην περίπτωση συνδρομής μιας τέτοιας κατάστασης, όπου η μειοψηφία καταπιέζεται από την πλειοψηφία, ο μέτοχος ενδέχεται να προστατευθεί από την εφαρμογή των άρθρων 45 επ. ή με απλή ρευστοποίηση της μετοχής του (βλ. Περάκη, Το δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, άρθρο 48α ν. 2190/1920, σελ. 1871 επ.). Όντως η κεφαλαιουχική δομή της ΑΕ και η μετοχική σύνδεση με αυτήν παρέχουν τη δυνατότητα της εύκολης αποεπένδυσης και απομάκρυνσης μέσω πώλησης των μετοχών, σε αντίθεση με τις προσωπικές εταιρίες. Ωστόσο το χαρακτηριστικό αυτό ακυρώνεται όταν τα ποσοστά των μετόχων είναι τέτοια που οδηγούν σε αδράνεια και αδυναμία λειτουργίας την ΑΕ, όπως στην περίπτωση που η διαμόρφωση των ποσοστών των μετόχων στην εταιρία ισούται με τις ίσες μετοχές (50%-50%). Διότι σε αυτή την περίπτωση η πώληση μετοχών σε τρίτο πρόσωπο είναι απίθανη ή θα γίνει σε απαξιωμένη τιμή, αν ο τρίτος γνωρίζει ότι εισέρχεται σε μία εταιρία, η λειτουργική κατάσταση της οποίας αποτέλεσε τον λόγο αποχώρησης του προηγούμενου μετόχου και συνεπώς η αδυναμία λειτουργίας της συγκεκριμένης ΑΕ ματαιώνει ή στην καλύτερη περίπτωση αποδυναμώνει καθοριστικά το δικαίωμα του μετόχου να μεταβιβάσει τη συμμετοχή του (βλ. Μαρίνο, Άκυρη εξωεταιρική συμφωνία μετόχων που προβλέπει μεταξύ άλλων ομοφωνία των εταιρικών οργάνων σε κάθε εταιρικό ζήτημα - Αντίθεση στα χρηστά ήθη  ΑΚ 178 ΧρΙΔ 2012, 693 επ.) ΠΠρΘεσ 4306/2020 ΤΝΠ Qualex.

 

Ενημερωθείτε για το Νέο Τμήμα Προετοιμασίας Εθνικής Σχολής Δικαστών Κατεύθυνση Πολιτική-Ποινική Δικαιοσύνη & Εισαγγελείς Διά Ζώσης ή και Εξ Αποστάσεως  Παρακολούθηση.

Αναρτήθηκε: Σεπτεμβρίου 21, 2021