Είναι εντυπωσιακό ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται να καταβάλουν έστω και τον ελάχιστο κόπο που απαιτείται για να πάνε τη σκέψη τους ένα βήµα παραπέρα. Για οποιαδήποτε απορία έχουν στην καθηµερινότητα, την εργασία, την τέχνη, την επιστήµη, τον αθλητισµό ή την επιχειρηµατικότητα, αρκούνται σε ό,τι γνωρίζουν ή νοµίζουν ότι γνωρίζουν.

Η επιδερµική επαφή µε τον κόσµο που µας περιβάλλει συνήθως συνδέεται µε την οκνηρία ως στάση ζωής και είναι ιδιαίτερα οδυνηρό όταν την παρατηρεί κανείς σε νέους οι οποίοι συνήθως την εκφράζουν µε την αφέλεια της συχνής χρήσης του ρήµατος «βαριέµαι».

Η κατηγορία «βαριέµαι» πάντως µεγαλώνοντας δεν µένει κατ’ ανάγκη στα αζήτητα. Πολλοί «βετεράνοι» της καταφέρνουν έτσι όπως λειτουργεί το σύστηµα να γίνουν κάποια στιγµή ελεύθεροι επαγγελµατίες αλλά και επιστήµονες, γιατροί, δικηγόροι, µηχανικοί κ.ά. άπαντες µε οδηγό το «τόσο όσο», τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια παντού. Με µοναδικό φρένο την κρίση της αγοράς, αφού δεν υπάρχει πουθενά αξιολόγηση, σφύζει ευρωστίας αυτό το είδος ελευθέρων επαγγελµατιών και επιστηµόνων λειτουργώντας «ως µπαρµπέρηδες στου κασίδη το κεφάλι».

Στον αντίποδα, µια άλλη κατηγορία επαγγελµατιών και επιστηµόνων υποφέρουν από γεννησιµιού τους -µάλλον λόγω DNA- µέχρι να «παραδώσουν» αυτό που πρέπει και όπως το θέλουν. Ταλαιπωρούν εαυτούς και τους γύρω τους ίσως και περισσότερο και από όσο αξίζει σε κάθε προσπάθεια, ενίοτε εις βάρος της ψυχικής και σωµατικής τους υγείας. Μια µικρή µειοψηφία εξ αυτών κατατάσσεται στους πρωτοπόρους που ανοίγουν δρόµους και κατακτούν νέα γνώση µέσα από τη συνεχή δοκιµή και πλάνη.

Μια ακόµη µικρότερη µειοψηφία εξ αυτών κατατάσσεται στους geniuses όλων των κλάδων και όλων των εποχών. Επειδή αυτή η κατηγορία κινείται στα όρια του µύθου συνήθως παραγνωρίζεται, τόσο από τους ειδικούς όσο και τον κόσµο, η βασική παράµετρος που τους οδήγησε στο πάνθεον της ιστορίας. Μελέτες έχουν αποδείξει ότι χωρίς την απίστευτη ποσότητα δουλειάς που έχει καταθέσει ο καθένας από αυτούς και µετά από συνεχόµενες και αποτυχηµένες προσπάθειες θα ήταν µάλλον απίθανο να γνωρίζαµε τα ονόµατά τους.

Όταν η φιλαρµονική ορχήστρα του Λονδίνου αποφάσισε να επιλέξει τα 50 πιο σηµαντικά έργα στην ιστορία της κλασικής µουσικής, δηµοσίευσε µια λίστα στην οποία περιλαµβάνονταν 6 µόνο συνθέσεις του Mozart, 5 του Beethoven και 3 του Bach. Ο Mozart ειρήσθω εν παρόδω, µέχρι την ηλικία των 35 ετών που απεβίωσε, είχε συνθέσει πάνω από 600 συνθέσεις, ο Beethoven 650 συνθέσεις και ο Bach περισσότερες από 1.000. Και οι τρεις ωστόσο, από το τεράστιο, άγνωστο, και όχι κατ’ ανάγκη της αξίας που τους συνοδεύει ως φήµη, έργο που παρήγαγαν, έµειναν γνωστοί στην ιστορία για συγκεκριµένες ελάχιστες µελωδίες που τους συνοδεύουν στην αιωνιότητα.

Ο κανόνας διασύνδεσης µεταξύ ποσότητας και ποιότητας παραγόµενου έργου -παρά το γεγονός ότι πιστεύεται το αντίθετο- φαίνεται ότι ισχύει παντού. Είναι ελάχιστα γνωστό ότι µαζί µε τη Guernica, έναν από τους πιο γνωστούς πίνακες όλων των εποχών, ο Picasso έχει φιλοτεχνήσει πάνω από 1.800 πίνακες, 1.200 γλυπτά, 2.800 κεραµικά και περίπου 12.000 επίσηµα προσχέδια για να µην αναφερθούµε στις εκατοντάδες λιθογραφίες και άλλα αντικείµενα που άφησε στο σύνολο του έργου του.

Αν η δηµοσίευση της µελέτης της θεωρίας της σχετικότητας υπήρξε το διαβατήριο του Albert Einstein για παγκόσµια αναγνώριση, δεν είναι τόσο γνωστό ότι είχε δηµοσιεύσει περισσότερες από 248 ολοκληρωµένες επιστηµονικές µελέτες επάνω σε διάφορα αντικείµενα οι οποίες ωστόσο έτυχαν ελάχιστης αναγνώρισης αλλά και δηµοσιότητας.

Αντίστοιχη πορεία είχε ο πολυεφευρέτης Thomas Edison ο οποίος ενώ είναι γνωστός για 3 εφευρέσεις, τον ηλεκτρικό λαµπτήρα, τον φωνόγραφο και το τηλέφωνο οι οποίες τον έκαναν γνωστό παγκοσµίως, είναι παντελώς άγνωστη η συντριπτική πλειοψηφία των 1093 πατεντών και εφευρέσεων που καταχωρήθηκαν στο όνοµά του για απίθανα πράγµατα κάποια εκ των οποίων µε ιδιαίτερη επιστηµονική και πρακτική αξία.

Καµιά µελέτη δεν µπορεί να αποδείξει αν τελικά ο Beethoven κατάφερνε από τύχη να συνθέσει την 5η συµφωνία εάν δεν είχε συνθέσει άλλες 650, ή αν ο Edison µπορούσε να αποφύγει αµέτρητες, κοπιώδεις και επώδυνες προσπάθειες για την ανακάλυψη του ηλεκτρικού λαµπτήρα, µιας εφεύρεσης που εκκίνησε τη βιοµηχανική επανάσταση.

Αυτό που είναι βέβαιο για τον τελευταίο είναι ότι όταν ρωτήθηκε πού οφείλεται η πληθώρα των καινοτοµιών και εφευρέσων που χάρισε στον κόσµο, απάντησε “99% ιδρώτας και 1% έµπνευση”. Προσωπικά, η ρήση αυτή µε καθοδηγεί από µικρό και αυτή η αναλογία του ιδρώτα µε την έµπνευση δεν λέει να ανατραπεί σε ό,τι ταπεινό έχω καταφέρει µέχρι σήµερα.           

 

Αντώνης Καρατζάς, LLB, MBA
                        adonik@nb.org

Αναρτήθηκε: Οκτωβρίου 21, 2020