Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος, Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 142 Ν 4548/2018 ισχύει από 01.01.2019 (ΦΕΚ Α’ 104/13.06.2018...
Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος, Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 142 Ν 4548/2018 ισχύει από 01.01.2019 (ΦΕΚ Α’ 104/13.06.2018): «1. Δικαίωμα να ζητήσουν έκτακτο έλεγχο της εταιρείας από το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχουν: α) Μέτοχοι της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου, β) [...]. 2. Ο έλεγχος κατά την παράγραφο 1 διατάσσεται, αν πιθανολογούνται πράξεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση ελέγχου πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε τρία (3) έτη από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας τελέστηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις. 3. Μέτοχοι της εταιρείας, που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο (1/5) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον από την όλη πορεία αυτής, αλλά και με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. [...]». 4. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι η εκπροσώπηση των στο διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 79 ή την αίτηση των μετόχων με βάση το παρόν άρθρο». Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 143 Ν 4548/2018: «1. Το δικαστήριο αναθέτει τη διενέργεια του έκτακτου ελέγχου σε έναν τουλάχιστον ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία. 2. [...]. 3. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του δικαστηρίου ορίζει και την αμοιβή των ελεγκτών, η οποία καταβάλλεται από τον αιτούντα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου. Το δικαστήριο όμως μπορεί να επιρρίψει στην εταιρεία το σύνολο ή μέρος της αμοιβής των ελεγκτών ή να ορίσει ότι ο αιτών θα την προκαταβάλει και θα την αναζητήσει από την εταιρεία. Η αμοιβή υπόκειται σε αναθεώρηση μετά τη διενέργεια του ελέγχου, με αίτηση του ελεγκτή ή του βαρυνόμενου με την καταβολή της. 4. [...]. 5. Το δικαστήριο μπορεί να τάξει προθεσμία για τη διενέργεια του ελέγχου, καθώς και να αντικαταστήσει, τους ελεγκτές που διορίσθηκαν». Με την ανωτέρω διάταξη του άρθ. 142 Ν 4548/2018, η οποία αντικατέστησε την παρόμοιας διατύπωσης και περιεχομένου προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 40 του κ.ν. 2190/1920, καθιερώνεται το δικαίωμα των μετόχων που αντιπροσωπεύουν τη μειοψηφία του 1/20 και του 1/5 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας, με τις ειδικότερες διακρίσεις που κατωτέρω εκτίθενται, να ζητήσουν από τo αρμόδιο δικαστήριο της έδρας της εταιρείας να διαταχθεί ο έκτακτος έλεγχος της εταιρείας, δικαίωμα το οποίο αποβλέπει καταρχήν στη συγκέντρωση στοιχείων για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά εταιρικών οργάνων, στην αναζήτηση τυχόν ευθυνών τους, αλλά και γενικότερα στην ενημέρωση της γενικής συνέλευσης σχετικά με τον τρόπο άσκησης της διαχείρισης και η άσκηση του οποίου δεν εμποδίζεται από την έγκριση του ισολογισμού ή την απαλλαγή του διοικητικού συμβουλίου από την ευθύνη του με απόφαση στην οποία συμμετείχαν και οι αιτούντες. Ειδικότερα, προϋπόθεση ασκήσεως δικαιώματος ελέγχου από τη «μικρή μειοψηφία» (που αντιπροσωπεύει το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου) είναι η καταγγελία συγκεκριμένων πράξεων, από τις οποίες πιθανολογείται η παραβίαση διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, με σκοπό, κατά κύριο λόγο, την προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων. Ο έκτακτος έλεγχος, λοιπόν, της «μικρής μειοψηφίας» περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικές προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρείας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες. Η αξιούμενη πιθανολόγηση στην περίπτωση αυτή δεν έχει ως αντικείμενο τον νομικό χαρακτηρισμό των επικαλούμενων γεγονότων ως παράβασης. Ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται από το δικαστήριο κατά την υπαγωγική μέθοδο και δεν υπόκειται στην αξιολογική εκτίμηση του πιθανού, διότι αντικείμενο της πιθανολόγησης είναι μόνο πραγματικά γεγονότα. Αντίστοιχα, για την άσκηση του δικαιώματος ελέγχου που ζητείται από τη «μεγάλη μειοψηφία» (που αντιπροσωπεύει το 1/5 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου), δεν απαιτείται να γίνει επίκληση πράξης που πιθανολογεί παράβαση νόμου, του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, αλλά αρκεί να προταθεί ότι κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης «καθίσταται πιστευτόν εκ της όλης πορείας των εταιρικών υποθέσεων ότι η διοίκηση της εταιρίας δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διοίκηση». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δηλαδή, πρέπει να γίνεται επίκληση και απόδειξη πραγματικών γεγονότων που συνιστούν μη χρηστή και ασύνετη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων που αναφέρονται στις συναλλαγές της εταιρίας με τρίτους ή στη διοίκηση του νομικού προσώπου της. Ο έκτακτος έλεγχος, λοιπόν, της μεγάλης μειοψηφίας δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρίας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας (συνέσεως), ήτοι επεκτείνεται στην εξακρίβωση του εάν οι διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, δηλαδή εάν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, έλεγχος της ανώνυμης εταιρίας από τη «μικρή μειοψηφία» διατάσσεται, αν το δικαστήριο πιθανολογήσει ότι έχουν τελεστεί οι καταγγελλόμενες πράξεις που αποτελούν παράβαση του νόμου, του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης. Αντίθετα, έλεγχος ανώνυμης εταιρείας από τη «μεγάλη μειοψηφία» διατάσσεται μόνο, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν πλήρως τα περιστατικά που αφορούν τη μη χρηστή και συνετή διαχείριση, την κακή οικονομική πορεία της εταιρίας και την αιτιώδη σύνδεση της κακής πορείας με την κακή διοίκηση. Μόνη αρνητική προϋπόθεση του ελέγχου της «μεγάλης μειοψηφίας» είναι να μην εκπροσωπείται αυτή στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας δι’ εκπροσώπων της, πολλώ δε μάλλον να μην συμμετέχει κάποιο μέλος της στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση δεν ισχύει για τον έλεγχο από τη «μικρή μειοψηφία», αφού ούτε από το γράμμα αλλά ούτε και από το πνεύμα του νόμου διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να επιβάλει τέτοια προϋπόθεση στην άσκηση του δικαιώματος ελέγχου της «μικρής μειοψηφίας». Η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοικήσεως, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνη (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (βλ. ΑΠ 1484/2019, ΑΠ 289/1999, ΕφΘεσ 2360/2019 με περαιτέρω παραπομπές).
ΙΙ. Σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 99 του Ν 4548/2008 «με την επιφύλαξη των διατάξεων που εκάστοτε διέπουν τις συναλλαγές πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με πρόσωπα τα οποία έχουν ειδική σχέση με αυτά, καθώς και της παραγράφου 3 του άρθρου 51 του παρόντος νόμου, απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε συμβάσεων της εταιρείας με πρόσωπα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και η παροχή ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ των προσώπων αυτών, χωρίς ειδική άδεια παρεχόμενη με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή, με τους όρους του άρθρου 100, της γενικής συνέλευσης των μετόχων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 100 παρ. 5 του ιδίως ως άνω νόμου «Στην περίπτωση που η συναλλαγή αφορά μέτοχο της εταιρείας, ο συγκεκριμένος μέτοχος δεν μετέχει στην ψηφοφορία της γενικής συνέλευσης και δεν υπολογίζεται για το σχηματισμό της απαρτίας και της πλειοψηφίας. Ομοίως δεν μετέχουν στην ψηφοφορία άλλοι μέτοχοι, με τους οποίους ο αντισυμβαλλόμενος συνδέεται με σχέση υπαγόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 99».
ΙΙΙ. Η ένδικη αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το αίτημα της για τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου και για κάθε άλλη μη ειδικά μνημονευόμενη στην ένδικη αίτηση διαχειριστική πράξη για τις οικονομικές χρήσεις των ετών 2020, 2021 και 2022 καθώς και για την τρέχουσα χρήση, αφού, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, ο έλεγχος νομιμότητας της μικρής πλειοψηφίας περιορίζεται αποκλειστικά στις πράξεις που καταγγέλλονται. Περαιτέρω, απαράδεκτη λόγω αοριστίας είναι η αίτηση ως προς την υπό στοιχεία (β) καταγγελλόμενη πράξη, ήτοι ότι δεν τηρήθηκε η νομιμότητα κατά τη σύνταξη των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, καθόσον, δεν εξειδικεύεται σε ποιες οικονομικές χρήσεις αφορά, ενώ σχετικά, με την καταγγελλόμενη πράξη της εσφαλμένης, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, αποτίμησης της αξίας των ακινήτων της…………., αυτή είναι μη νόμιμη, καθόσον ο αιτούμενος έλεγχος αφορά σε χρηστή και συνετή διοίκηση, δηλαδή εάν η συγκεκριμένη πράξη επαύξησε το ενεργητικό της καθ' ης ή όχι και συνεπώς, αφορά σε έλεγχο σκοπιμότητας, ενώ με το ποσοστό το οποίο οι αιτούντες κατέχουν, μπορούν να αιτηθούν μόνο τον έλεγχο νομιμότητας, ήτοι τον έλεγχο συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του ΔΒ με τις οποίες παραβιάστηκε συγκεκριμένη διάταξη νόμου ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρείας. Για τον ίδιο λόγο τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη η αίτηση, ως προς την υπό στοιχεία (γ) καταγγελλόμενη πράξη, καθ’ ο μέρος της αφορά στο ότι το ΔΣ δεν έλαβε ως αντάλλαγμα την βιώσιμη αναδιάρθρωση των δανείων της θυγατρικής της …… προς την Τράπεζα………... Εξάλλου, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει η αίτηση ως προς την υπό στοιχεία (στ) καταγγελλόμενη πράξη, διότι οι αιτούντες παραθέτουν τα ερωτήματα που έθεσαν κατά τη γενική συνέλευση της 6.2.2023 και τις απαντήσεις που έλαβαν και συνεπώς δεν προκύπτει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα πληροφόρησης για την πορεία των εταιρικών πραγμάτων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 8 του Ν 4548/2018, παράβαση του δικαιώματος πληροφόρησης συνιστά η άρνηση εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου παροχής των πληροφοριών, τέτοια δε άρνηση δεν προκύπτει από τα ιστορούμενα στην κρινόμενη αίτηση. Κατά τα λοιπά, η αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης περί αοριστίας αυτής και νόμιμη, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 142 παρ. 1 περ. α και 2 και 143 του Ν 4548/2018 και αυτή του άρθρου 746 ΚΠολΔ.
IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 § 3, 753 § 1 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του Δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (ΑΠ 41/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔ/νη 1996, σελ. 638, ΕφΑθ 171/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 752 ΚΠολΔ, στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, η μεν κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο, η δε πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς προδικασία. Σε οποιοδήποτε πάντως είδος παρέμβασης, ο παρεμβαίνων πρέπει να ήταν ως το χρονικό σημείο της παρέμβασης του τρίτος σε σχέση με την εκκρεμή δίκη. Επομένως, είναι απαράδεκτη η κύρια παρέμβαση που ασκεί εκείνος του οποίου την κλήτευση είχε διατάξει ο Δικαστής κατά την κατάθεση της αρχικής αίτησης, καθόσον αυτός ήταν έκτοτε διάδικος της δίκης της κύριας αίτησης και όχι τρίτος σε σχέση με αυτήν, ώστε να υπάρχει περιθώριο για την άσκηση παρέμβασης (βλ. ΜΠρΑθ 3235/2007 ΝοΒ 2007, σελ. 1358, ΜΠρΑθ 11439/2001 ΕλλΔνη 6, σελ. 616, Κ. Μπέη, Εκούσια Δικαιοδοσία, εκδ. 1991, άρθρο 752, σελ. 280-281). Στην προκείμενη περίπτωση, η κυρίως παρεμβαίνουσα με την παρέμβαση της ζητεί την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αιτούντων στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Ωστόσο, η παρέμβαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης η παρεμβαίνουσα δεν ήταν τρίτη σε σχέση με την εκκρεμή δίκη, αλλά διάδικος αυτής, καθώς, όπως προεκτέθηκε και προκύπτει σαφώς από την έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξης ορισμού συζήτησης της εν λόγω αίτησης, κατά την κατάθεση της, είχε διαταχθεί από το Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού η κλήτευσή της. Διάταξη δε περί επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος της δεν τίθεται ελλείψει σχετικού αιτήματος (ΜΠρΑθ 1787/2023 [Εκουσ], ΤΝΠ QUALEX).