επιμέλεια: Δημήτριος Βαρελάς,

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

Την νομολογία έχει απασχολήσει και η έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την έκδοση της, διορθώθηκε με μεταγενέστερη απόφαση παραδεκτά σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 145 ΚΠΔ. 

               Με την ΑΠ 746/2018 (σε συμβούλιο κατά το 476 ΚΠΔ) έκρινε την άσκηση αναίρεσης κατ’ αποφάσεως που, μεταγενέστερα, διορθώθηκε με άλλη απόφαση.

               Τα πραγματικά περιστατικά: «Η κρίση του ΑΠ αφορούσε «αίτηση αναιρέσεως των ..... κατοίκου ... και ..... κατοίκου ..., κατά της 203/16-5-2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 22-6-2017, και εκθέτω τα ακόλουθα: II. Με την παραπάνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δ. Μακεδονίας καταδικάστηκαν : α) ο πρώτος από αυτούς ... για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως εξακολουθητική και απάτη εξακολουθητική σε συνολική φυλάκιση δέκα μηνών με τριετή αναστολή και β) ο δεύτερος από αυτούς ... για εξακολουθητική ψευδή βεβαίωση και απλή συνέργεια σε εξακολουθητική απάτη σε συνολική φυλάκιση δεκατριών μηνών με τριετή αναστολή, Η απόφαση αυτή συμπληρώθηκε με την 271/2017 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ στις 3-11-2017, που διέταξε την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του δευτέρου κατηγορουμένου ... για ένα έτος»

               Νομική θεμελίωση του ΑΠ: «Σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ. όπως αντικ. με το άρθρο 2 παρ.18 και Ν.2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο, ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που είχε προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο Εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του (24) τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της Εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς ή τηλεφωνικώς στην αναφερόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας (ΑΠ 1885/2009).

               Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ.1, 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι είκοσι (20) ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Τέλος, κατά της απόφασης που δέχεται ή απορρίπτει αίτηση διόρθωσης ή συμπλήρωσης απόφασης (άρθρο 145 ΚΠοινΔ) δεν προβλέπεται από τη διάταξη αυτή ή κάποια άλλη διάταξη του ΚΠοινΔ το ένδικο μέσο της αυτοτελούς αναίρεσης από τον κατηγορούμενο, αλλά αυτή προσβάλλεται μαζί με την απόφαση που συμπληρώθηκε (Ολ.ΑΠ 1/2000). Κατά συνέπεια, η προθεσμία αναίρεσης στην περίπτωση αυτή αρχίζει από την επομένη της καταχώρησης στο παραπάνω ειδικό βιβλίο της αρχικής απόφασης και όχι από την ημέρα που καταχωρήθηκε σε αυτό η συμπληρωματική απόφαση (Ολ.ΑΠ 1/2000, ΑΠ 670/2010).»

               Κρίση του ΑΠ. «Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτά επισκοπούνται για την άσκηση του αναιρετικού ελέγχου προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμό 203/16-5-2017 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτ.Μακεδονίας οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες: 1) ... του ... και 2) ... του ..., καταδικάστηκαν θεωρούμενοι παρόντες (εκπροσωπούμενοι από συνήγορο), ο μεν πρώτος τούτων για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και για απάτη κατ’ εξακολούθηση σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ο δε δεύτερος για ψευδή βεβαίωση κατ’ εξακολούθηση και για απλή συνέργεια σε απάτη κατ’ εξακολούθηση σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα τριών (13) μηνών η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη επί τριετία. Η εν λόγω απόφαση συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 271/2017 απόφαση του ίδιου ως άνω δικαστηρίου η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. στις 3.11.2017 και με την οποία διατάχθηκε η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του δεύτερου κατηγορουμένου, Ε. Δ. για ένα (1) έτος. Κατά της άνω υπ’ αριθμό 203/16.5.2017 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτ. Μακεδονίας η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. στις 22.6.2017 οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν την κρινόμενη από 22.11.2017, (κοινή) αίτηση αναίρεσης (με αριθμό πρωτ. .../2017) η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23.11.2017, εκπροθέσμως, δηλαδή μετά την παρέλευση της εικοσαήμερης προθεσμίας (άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠοινΔ) από την κατά τα άνω καταχώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο που προβλέπεται από την άνω διάταξη (άρθρο 473 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ.), χωρίς ωστόσο να επικαλούνται λόγο ανώτερης βίας που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση αυτής. Η κατά τα άνω συμπλήρωση της απόφασης αυτής όσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ... και η καταχώρηση αυτής στο ειδικό βιβλίο στις 3.11.2017 δεν μεταβάλει την έναρξη της προθεσμίας αναίρεσης που είναι σε κάθε περίπτωση η επομένη της καταχώρησης (23.6.2017) της αρχικής καταδικαστικής απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού προκύπτει από την επισημείωση στο φάκελο της δικογραφίας ότι ειδοποιήθηκε από τον Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ο αντίκλητος δικηγόρος των αναιρεσειόντων να προσέλθει ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (σε συμβούλιο) για να εκθέσει τις απόψεις του, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη (κοινή) αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ).»

Αναρτήθηκε: Νοεμβρίου 22, 2022