ΔΑΣΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

Νομοθετικό πλαίσιο και Πρακτική εφαρμογή

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 14€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 34,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18865
Βολάκη E., Γκουντούφας E., Δημόπουλος K., Κολοβέντζου Ε., Κουκούτση Ρ., Μιχαλακέα Α., Ντουχάνης Χ., Πούλιος Γ., Τσακαλογιάννη Ι., Χατζηδάκης Μ., Χατζοπούλου Ι., Πυργάκης Δ.
Καρατσώλης Κ.
  • Εκδοση: 2η 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 256
  • ISBN: 978-618-08-0176-7

Η 2η έκδοση του συλλογικού έργου «Δασικοί Χάρτες: Νομοθετικό πλαίσιο και Πρακτική εφαρμογή» επιχειρεί να κωδικοποιήσει την ισχύουσα νομοθεσία περί Δασικών Χαρτών, με σκοπό τη δημιουργία ενός συγγράμματος – χρηστικού εργαλείου στην καθημερινότητα των επιστημόνων που θα ασχοληθούν με τις διαδικασίες εντός του πλαισίου των δασικών χαρτών, από την ανάρτηση έως και την κύρωσή τους. Το έργο δεν περιορίζεται σε θεωρητική προσέγγιση του θέματος, αλλά επιχειρεί την αποτύπωση της πρακτικής εφαρμογής του Δικαίου, αναδεικνύοντας τις επιμέρους διαδικασίες με στοχευμένη και συνεκτική ματιά. Επιχειρώντας την ανάδειξη σημείων σύγκλισης και παράλληλων πλαισίων δικαίου τα οποία έχουν στον πυρήνα τους το καίριο ζήτημα των Δασικών Χαρτών, αναδεικνύονται θέματα όπως:

  • Ιστορικό πλαίσιο
  • Ανάρτηση
  • Αντιρρήσεις
  • Κτηματολογικές εγγραφές
  • Δασωμένοι αγροί
  • Χορτολιβαδικές εκτάσεις
  • Οικιστικές πυκνώσεις

 

Το παρόν συλλογικό έργο επιδιώκει να υποβοηθήσει ουσιαστικά την ελληνική Πολιτεία, τη Διοίκηση και τον επιστημονικό κόσμο προς την ορθή ανάγνωση και κωδικοποίηση του νομικού πλαισίου ολοκλήρωσης και κύρωσης των Δασικών Χαρτών στη χώρα μας και προς την ανάδειξη της ανάγκης προστασίας του σπουδαίου δασικού της πλούτου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2ΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ VII

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ IX

I. Το ιστορικό και νοµοθετικό πλαίσιο των δασικών χαρτών

Α. Εισαγωγή - Η προστασία των δασών υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής
Πράσινης Συμφωνίας 1

Β. Η ιστορική εξέλιξη της Δασικής Νομοθεσίας: Βυζαντινή
και Οθωμανική Περίοδος 3

Γ. Το καθεστώς και η προστασία των Δασών στο νεοσύστατο
Ελληνικό Κράτος 4

Δ. Νομοθετικό πλαίσιο 8

1. Η συνταγματική προστασία των Δασών 8

2. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς
την δασική προστασία 10

3. Η υποχρέωση σύνταξης δασολογίου 10

4. Νόμος 998/1979 11

5. Οι δασικοί χάρτες. Θεσμοθέτηση - κατάρτιση - λειτουργία 15

6. Κατάρτιση και κύρωση Δασικών Χαρτών 16

7. Δικαίωμα αντιρρήσεων 17

8. Οι δασικοί χάρτες στον Ν 4685/2020 19

9. Οι αποφάσεις 1364 – 1365/2021 του ΣτΕ 20

Βιβλιογραφία 23

II. Η ανάρτηση των δασικών χαρτών: Συνέπειες, προθεσµίες,
εξέταση αντιρρήσεων

A. Διαδικασία ανάρτησης 25

Β. Περιεχόμενο αναρτημένου δασικού χάρτη 27

Γ. Περιπτώσεις εξαιρούμενες από την ανάρτηση 28

1. Μη οριοθετημένοι οικισμοί, μη εγκεκριμένα σχέδια πόλεων 28

2. Οικιστικές πυκνώσεις 29

Δ. Συνέπειες ανάρτησης 30

Ε. Δημοσιοποίηση της ανάρτησης 32

ΣΤ. Διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων κατά του αναρτημένου
δασικού χάρτη 34

Ζ. Προϋποθέσεις παραδεκτού των αντιρρήσεων 35

1. Εμπρόθεσμο 35

2. Καταβολή ειδικού τέλους 35

3. Αναφορά γεωγραφικών συντεταγμένων 38

4. Έννομο συμφέρον 38

Η. Λόγοι αντιρρήσεων 39

Θ. Διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων 40

1. Διαδικασία διόρθωσης προδήλων σφαλμάτων του αναρτημένου
δασικού χάρτη 42

2. Επεξεργασία αντιρρήσεων και μερική κύρωση δασικών χαρτών 45

Ι. Διαδικασία εξέτασης των αντιρρήσεων 47

1. Αρμοδιότητα 47

2. Σύνθεση των ΕΠ.Ε.Α. 47

3. Αποζημίωση μελών ΕΠ.Ε.Α. 49

4. Διαδικασία εξέτασης αντιρρήσεων από τις ΕΠ.Ε.Α. 50

ΙΑ. Οι διατάξεις του Ν 4685/2020 57

Βιβλιογραφία 60

III. Δασικοί Χάρτες και Περιβαλλοντική Αδειοδότηση

Α. Εισαγωγή – Η περιβαλλοντική αδειοδότηση υπό το πρίσμα
της αρχής της προφύλαξης 61

Β. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση εντός δασών και δασικών εκτάσεων 64

1. Η σημασία του δασικού περιβάλλοντος 64

2. Η αποτύπωση των εκτάσεων μέσω των δασικών χαρτών 65

Γ. Η έγκριση επέμβασης στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 66

1. Η ενσωμάτωση της έγκρισης επέμβασης 66

Δ. Η έκδοση πράξης χαρακτηρισμού μέχρι την ανάρτηση
των δασικών χαρτών 73

Ε. Οι δασικοί χάρτες στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 76

1. Επισκόπηση της διαδικασίας 76

ΣΤ. Η ισχύς του δασικού χάρτη – Τα προκύπτοντα ζητήματα αδειοδότησης 77

1. Προ της ανάρτησης του χάρτη 78

2. Η θεώρηση και ανάρτηση του χάρτη 79

3. Μετά την κύρωση του χάρτη 81

i. Γενικές ρυθμίσεις 81

ii. Τροποποίηση κυρωθέντος δασικού χάρτη 83

iii. Η περίπτωση των σχεδίων πόλης 85

Ζ. Επίλογος 87

Βιβλιογραφία 88

IV. Δασικοί Χάρτες και εμπράγματα δικαιώματα

Α. Συνέπειες κύρωσης του δασικού χάρτη 89

Β. Προβολή Δικαιωμάτων του Δημοσίου μετά την κύρωση
του δασικού χάρτη 89

Γ. Δικονομικό Τεκμήριο του Ελληνικού Δημοσίου – άρθρο 62 Ν 998/1979 90

Δ. Διοικητική αναγνώριση εκ μέρους του Δημοσίου της κυριότητας
ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιωτών ή νομικών προσώπων
δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου επί των δασών, των δασικών εκτάσεων
και των εκτάσεων των παρ. 5α και 5β του άρθρου 3 Ν 998/1979
που κείνται στις περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62
του Ν 998/1979 92

Ε. Έγγραφο του ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/115255/6217/02.12.2021 με τίτλο «Οδηγίες
εφαρμογής των διατάξεων της περίπτωσης IV της παρ. 1 του άρθρου
10 του Ν 3208/2003 και του άρθρου 8Α του Ν 998/1979,
το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 149 του Ν 4819/2021» 94

ΣΤ. Μη άσκηση ενδίκων μέσων στις εκτάσεις που κείνται στις περιοχές
του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62 του Ν 998/1979 97

Ζ. Ανάκληση Πρωτοκόλλων Διοικητικής Αποβολής 97

Η. Δασικές εκτάσεις κάτω των 100 τ.μ. 97

Θ. Άρθρο 10 παρ. 1 Ν 3208/2003 98

Ι. Άρθρο 10 παρ. 2 Ν 3208/2003 101

ΙΑ. Άρθρο 10 παρ. 3 Ν 3208/2003 101

ΙΒ. Αγροί που άλλαξαν μορφή – άρθρο 67 Ν 998/1979 102

ΙΓ. Μεταβίβαση εκτάσεων του δασικού χάρτη με δασικό χαρακτήρα
με δικαιοπραξία εν ζωή 104

1. Το Πιστοποιητικό Ακαΐας 105

2. Η δήλωση περί ανυπαρξίας δικαιωμάτων του Δημοσίου
επί της μεταβιβαζόμενης έκτασης 105

3. Πιστοποιητικό της παρ. 4 του άρθρου 20 Ν 3889/2010 106

4. Άδεια κατάτμησης από τον Υπουργό Γεωργίας 108

5. Η τήρηση των διαδικασιών για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης
από μέρους του Δημοσίου 108

ΙΔ. Μεταβίβαση εκτάσεων του δασικού χάρτη με μη δασικό χαρακτήρα 109

ΙΕ. Κτήση δάσους με έκτακτη χρησικτησία 110

V. Η σχέση μεταξύ Κτηματολογίου και Δασικών χαρτών

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 115

Β. Ιστορική αναδρομή 117

Γ. Σύγχρονη νομολογία ΣτΕ 121

Δ. Το ειδικότερο ζήτημα της δημόσιας δασικής ιδιοκτησίας 124

Βιβλιογραφία 127

VI. Δασωμένοι αγροί: παραδείγματα, μέσα και τεκμήρια απόδειξης

A. Εισαγωγή – Η σημασία των δασικών χαρτών και οι δασωμένοι αγροί 129

B. Νομοθετικό πλαίσιο 130

Γ. Νομολογία 138

Δ. Η νέα διάταξη του Ν 4915/2022 141

Βιβλιογραφία 144

VII. Χορτολιβαδικές εκτάσεις: χαρακτήρας και νομικές προεκτάσεις

Α. Το νομικό καθεστώς των χορτολιβαδικών εκτάσεων 147

1. Πεδίο Εφαρμογής – Διακρίσεις δασικών εκτάσεων 147

2. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις – Ειδικότερες ρυθμίσεις 149

Β. Αναγνώριση κυριότητας επί χορτολιβαδικών εκτάσεων 151

1. Συμβούλια Ιδιοκτησίας 151

2. Απόδειξη κυριότητας του Δημοσίου 152

Γ. Χορτολιβαδικές εκτάσεις και νόμιμες διοικητικές πράξεις 154

1. Η εξαίρεση λόγω διοικητικής πράξης με τεκμήριο νομιμότητας –
νόμιμες οικοδομικές άδειες 154

2. Η γνωμοδότηση 331/2011 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
περί οικοδομικών αδειών 157

Δ. Διαδικασία αναγνώρισης κυριότητας ιδιωτών επί χορτολιβαδικών
εκτάσεων 158

Ε. Το ζήτημα της φρυγανικής βλάστησης 158

ΣΤ. Συμπεράσματα 161

Βιβλιογραφία 161

VIII. Η αποτύπωση των διοικητικών πράξεων επί των δασικών χαρτών,
υπό το πρίσμα των 1364-5/2021 αποφάσεων της Ολομέλειας
του Συμβουλίου της Επικρατείας 163

IX. Οικιστικές πυκνώσεις

Α. Εισαγωγή 193

Β. Οικιστική αξιοποίηση και πολεοδόμηση δασών και δασικών εκτάσεων 194

Γ. Ο κανόνας: «Αποτύπωση νόμιμων ή «νομιμοφανών» οικισμών
και οικιστικών συνόλων στους δασικούς χάρτες 196

1. Αποτύπωση οικισμών με πορτοκαλί και κίτρινο χρώμα –
άρθρα 23 (παρ. 1, 2 και 3) και 24 του Ν 3889/2010, όπως ισχύει 196

Δ. Ερμηνεία των άρθρων 23 παρ. 1, 2 και 3, καθώς και 24
του Ν 3889/2010, όπως ισχύουν, από το Συμβούλιο
της Επικρατείας (ΣτΕ 685/2019 σκ. 7) 199

Ε. Νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις οικιστικές πυκνώσεις στην Ελλάδα 202

1. Η πρώτη εμφάνιση της έννοιας των οικιστικών πυκνώσεων 202

ΣΤ. Η κανονιστική απόφαση για τα κριτήρια προσδιορισμού
της οικιστικής πύκνωσης (34844/11.7.2016 κοινή απόφαση
του Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος
και Ενέργειας) 205

Ζ. Προσβολή της ως άνω κανονιστικής απόφασης στο Ε΄ Τμήμα
του Συμβουλίου της Επικρατείας 205

Η. Η δεύτερη απόπειρα νομιμοποίησης των «οικιστικών πυκνώσεων» 206

1. Η απόφαση 685/2019 της Ολομέλειας του ΣτΕ: Ο Ν 4489/2017
συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση σε εκκρεμή δίκη και δεν
εφαρμόζεται από το Δικαστήριο 208

Θ. Οι ουσιαστικές κρίσεις της 685/2019 επί της εξαίρεσης
των οικιστικών πυκνώσεων από την ανάρτηση των δασικών χαρτών 211

Ι. Συνέπειες της 685/2019 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας 213

ΙΑ. Η τρίτη νομοθετική προσπάθεια ρύθμισης των οικιστικών πυκνώσεων –
άρθρα 50 έως 55 του Ν 4685/2020 (Α΄ 92). Συμμόρφωση προς την ΟλΣτΕ
685/2019 αλλά και νέα απόπειρα «νομιμοποίησης» αυθαιρέτων; 215

ΙΒ. Άρθρο 50 του Ν 4685/2020 216

ΙΓ. Το άρθρο 51 του Ν 4685/2020 216

1. Ορισμοί 217

2. Προσωρινή εξαίρεση από κατεδάφιση και από διοικητικές κυρώσεις 217

3. Εξαιρέσεις – Απαγόρευση «νομιμοποίησης» – «τακτοποίησης»
ή «προσωρινής εξαίρεσης» 217

ΙΔ. Άρθρα 52 και 53 του Ν 4685/2020 – Διαδικασία και στάδια αυτής 221

ΙΕ. Άρθρο 54 του Ν 4685/2020 – εξουσιοδότηση για την έκδοση
προεδρικού διατάγματος 224

ΙΣΤ. Άρθρο 55 – η απόφαση υπαγωγής στις διατάξεις του Ν 4685/2020 226

ΙΖ. Κριτική επί των νέων ρυθμίσεων – Η θέση της Επιστημονικής
Υπηρεσίας της Βουλής στην έκθεσή της για τον Ν 4685/2020 227

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 231

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 235

Σελ. 1

I. Το ιστορικό και νοµοθετικό πλαίσιο των δασικών χαρτών

Α. Εισαγωγή - Η προστασία των δασών υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας

Στις 11 Δεκεμβρίου 2019 παρουσιάστηκε η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (Green New Deal), ένας χάρτης πορείας στον οποίο περιλαμβάνονται διάφορες δράσεις, μέσω των οποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση στοχεύει στο να καταστήσει βιώσιμη (sustainable) την οικονομία της. Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί κυρίως με τη μετατροπή των κλιματικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων σε ευκαιρίες σε όλους τους τομείς πολιτικής και να επιτύχει τη δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς, μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς περιβαλλοντικής και κλιματικής βιωσιμότητας.

Μακροπρόθεσμος σκοπός της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, ο οποίος ερείδεται στη σχετική δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της υπογραφής της Διεθνούς Συμφωνίας των Παρισίων για το κλίμα το 2015, είναι να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση κλιματικά ουδέτερη μέχρι το έτος 2050.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Υπηρεσία (European Environmental Agency) η οποία δημοσίευσε την υπ’ αριθμόν 1/2021 Έκθεση (Report) η οποία αφορά λύσεις που βασίζονται στην φύση (Nature-based Solutions). Οι λύσεις που βασίζονται στη φύση (NbS) είναι λύσεις για κοινωνικές προκλήσεις που περιλαμβάνουν τη συνεργασία με τη φύση για την παροχή ωφελειών για τους ανθρώπους και τη βιοποικιλότητα. Περιλαμβάνουν την προστασία, αποκατάσταση ή διαχείριση φυσικών και ημι-φυσικών οικοσυστημάτων. Τη βιώσιμη διαχείριση της παραγωγικής γης και των θαλασσών τοπίων ή τη δημιουργία νέων οικοσυστημάτων όπως η αστική «πράσινη υποδομή». Το καλά σχεδιασμένο NbS μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας βιοποικιλότητας, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πολλούς άλλους στόχους αειφόρου ανάπτυξης, αλλά τα κακώς σχεδιασμένα συστήματα μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις.

Οι βασικές επιλογές NbS για ανθεκτικές ευρωπαϊκές πόλεις περιλαμβάνουν τη συντήρηση, την αποκατάσταση και τη δημιουργία νέων πάρκων και αστικών δασών, τη φύτευση μεμονωμένων αστικών δέντρων, τη βελτίωση της διαχείρισης των αστικών υδάτων και την πρασινοποίηση κτιρίων. Το NbS εμφανίζεται ως αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση υψηλών θερμοκρασιών και πλημμυρών σε πόλεις και μπορεί ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει πολλαπλούς κινδύνους και να προσφέρει πολλαπλά οφέλη στο περιβάλλον και την κοινωνία (ΕΟΧ, 2020e). Η κλίμακα του αστικού NbS κυμαίνεται από επιμέρους NbS μικρής κλίμακας σε κτίρια ή δρόμους έως συστημικές υλοποιήσεις NbS μεγάλης κλίμακας σε μια αστική περιοχή, συνδέοντας με περιαστικές περιοχές και το ευρύτερο τοπίο.

Σελ. 2

Μεταξύ των διαφορετικών τύπων αστικών NbS, τα πάρκα και τα αστικά δάση αναγνωρίζονται για την ικανότητά τους να μειώσουν τις θερμοκρασίες του αέρα και της επιφάνειας, υπό την προϋπόθεση ότι επιλέγονται τα κατάλληλα είδη. Για παράδειγμα, οι επιφάνειες του γρασιδιού που εκτίθενται στον ήλιο μπορεί να είναι 2-4 ° C πιο κρύες από τις επιφάνειες από σκυρόδεμα και τα δέντρα μειώνουν τις θερμοκρασίες του αέρα κατά 5-7 ° C λόγω σκίασης και εξατμισοδιαπνοής. Τα αστικά πάρκα είναι κατά μέσο όρο 0,94 ° C πιο δροσερά κατά τη διάρκεια της ημέρας από τις κατοικημένες περιοχές, με μεγαλύτερα πάρκα και εκείνα με δέντρα που έχουν πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα ψύξης. Εκτός από τον μετριασμό του φαινομένου του αστικού νησιού και της θερμικής πίεσης, τα αστικά πάρκα και τα δάση μπορούν επίσης να ρυθμίσουν τα νερά της καταιγίδας και έτσι να μετριάσουν τους κινδύνους πλημμύρας παρεμποδίζοντας τις βροχοπτώσεις, οι οποίες στη συνέχεια εξατμίζονται, διεισδύουν στο έδαφος ή καθυστερούν με άλλο τρόπο να συμβάλουν στην απορροή. Για παράδειγμα, ενώ τα αστικά τοπία με αδιαπέραστη κάλυψη 50-90% χάνουν το 40-83% των βροχοπτώσεων στην απορροή της επιφάνειας, ένα δασικό τοπίο συνήθως χάνει περίπου το 13% των βροχοπτώσεων μετά από παρόμοια γεγονότα βροχόπτωσης.

Μελετώντας τα ανωτέρω καθίσταται αδήριτη η ανάγκη προστασίας των οικοσυστημάτων, των δασών και εν γένει του φυσικού περιβάλλοντος τόσο εντός της πόλεως όσο και έξω από αυτήν. Στα προσεχή χρόνια οι κλιματικές και αντιστοίχως νομοθετικές αλλαγές δεν καταλείπουν περιθώρια για μη συμμόρφωση με τα ευρωπαϊκά νομοθετήματα. Συνεπώς ο εκσυγχρονισμός της δασικής νομοθεσίας στη χώρα μας με ιδιαίτερη έμφαση στους δασικούς χάρτες, πρέπει να αποτελέσει πρωταρχικό στόχο για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εξελίξεων στον Ευρωπαϊκό χώρο, στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιαστεί η εξέλιξη της δασικής νομοθεσίας στη χώρα μας, με έμφαση στους δασικούς χάρτες. Θα εξεταστεί η σημασία τους, η συμβολή τους, καθώς και τα προβλήματα που έρχονται στην επιφάνεια υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων. Τα τελευταία πενήντα έτη έχουν γίνει εμφανείς οι επιπτώσεις της ραγδαίας εκβιομηχάνισης στο φυσικό περιβάλλον. Η πιθανή άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2 βαθμούς κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα θα επιφέρει περαιτέρω λιώσιμο των πάγων, αύξηση της στάθμης των ωκεανών και ολέθρια καιρικά φαινόμενα. Στην προσπάθεια αναχαίτησης της κλιματικής καταστροφής, έμφαση έχει δοθεί στη μείωση, ή, αποτελεσματικότερα, την εκμηδένιση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τα δασικά οικοσυστήματα αναμένεται να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή, δεδομένης της ικανότητας των δέντρων να απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα και να απελευθερώνουν οξυγόνο στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον, το καλοκαίρι που μας πέρασε, γίναμε μάρτυρες πυρκαγιών που κατέστρεψαν περίπου 1.200.000 στρέμματα δασικών εκτάσεων. Η καταστροφή των δασών αποτελεί, σε συλλογικό επίπεδο, ένα τραυματικό γεγονός, που ενισχύει τα αντανακλαστικά μας και την ευαισθησία μας σχετικά με το ζήτημα της προστασίας των δασών. Η κλιματική κρίση, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η φυσιολογία των μεσογειακών οικοσυστημάτων μπορεί πράγματι να αποτελούν πα-

Σελ. 3

ράγοντες επικινδυνότητας για τα δάση, η καταστροφή τους όμως δεν μπορεί να θεωρείται αναπόφευκτη. Στο πλαίσιο αυτό, η καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων, και συνακόλουθα η σύνταξη δασολογίου και κτηματολογίου, αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για τη διατήρηση και ανάδειξη των δασικών οικοσυστημάτων. Η δημιουργία των δασικών χαρτών είναι αναγκαία τόσο για την καταγραφή των ήδη υφιστάμενων δασών, όσο και για την αποφυγή της περαιτέρω υποβάθμισής τους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αποτελεί αναγκαίο βήμα για την πραγμάτωση του γενικού χωροταξικού σχεδιασμού της χώρας.

Β. Η ιστορική εξέλιξη της Δασικής Νομοθεσίας: Βυζαντινή και Οθωμανική Περίοδος

Ως Δασική Νομοθεσία ή Δασικό Δίκαιο ορίζεται το σύνολο των κανόνων δικαίου που θεσπίζει ένα κράτος για την προστασία του δασικού της πλούτου. Η ύπαρξη δασικής νομοθεσίας στον ελλαδικό χώρο γενεαλογείται ήδη από την ύστερη ρωμαϊκή-πρώιμη βυζαντινή περίοδο, οπότε και αυτοκρατορικά διατάγματα (χρυσόβουλα) όριζαν τους κανόνες υπό τους οποίους επιτρεπόταν η υλοτομία, αλλά και αναγνώριζαν ή σύστηναν εμπράγματα δικαιώματα είτε της εκκλησίας και εκπροσώπων της αριστοκρατίας, είτε και αγροτών, επί δασικών εκτάσεων. Γενικά, στο Βυζαντινό γαιοκτητικό σύστημα, εμφανίζονται ισχυροί γαιοκτήμονες με μεγάλες ιδιοκτησίες ταυτόχρονα με ελεύθερους αγρότες με δική τους -μικρή- ιδιοκτησία και τους πάροικους. Από το 1204, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, τα χρυσόβουλα καταργήθηκαν, και μαζί με αυτά και οι ιδιοκτησίες που αναγνώριζαν, και το Βυζάντιο πέρασε επισήμως στην περίοδο της Φεουδαρχίας. Τα φέουδα μοιράστηκαν σε ανώτερους άρχοντες (δούκες, βαρόνοι, κόμητες), ιππότες και κληρικούς, η περιουσία της Εκκλησίας στους Λατίνους επισκόπους, ενώ στους χωρικούς πλέον επιτρεπόταν ελεύθερα μόνο η υλοτομία ξηρών δέντρων για την κάλυψη των οικιακών τους αναγκών. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε μέχρι και το 1453.

Οι Οθωμανοί κατήργησαν το προϊσχύον φεουδαλικό σύστημα, επιβάλλοντας ένα τιμαριωτικό γαιοκτητικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η κυριότητα όλων των εδαφών ανήκε στον Σουλτάνο, ο οποίος και τις παραχωρούσε στους ιδιώτες. Το σύστημα αυτό παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με το προ του 1204 καθεστώς. Σταδιακά μέσα στον 17 αιώνα, εδραιώθηκε το σύστημα των τσιφλικιών, το οποίο παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με το φεουδαρχικό σύστημα του Βυζαντίου. Από τις κρατικές παραχωρημένες γαίες (τιμάρια), σημειώθηκε το πέρασμα στις ιδιωτικές κληρονομητέες εκτάσεις (τσιφλίκια), όπου οι καλλιεργητές έπρεπε να αποδίδουν μέρος της σοδειάς στον τσιφλικά/φεουδάρχη.

Σελ. 4

Γ. Το καθεστώς και η προστασία των Δασών στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος

Τα πρώτα νομοθετήματα που αφορούσαν ιδιοκτησιακά ζητήματα των δασών, εντοπίζονται ήδη από το 1833 με την έκδοση του ΝΔ «Περί των εις τα δάση ανομημάτων» της 10/18ης Ιουλίου 1836 (Α΄33), του ΒΔ για τα λιβάδια και του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” (Α΄69/1.12.1836). Το ελληνικό κράτος αποτελεί διάδοχη οντότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεπώς θεωρήθηκαν ιδιοκτησία του όλες οι εκτάσεις που προηγουμένως ανήκαν στον Σουλτάνο. Την περίοδο 1826 – 1832, σύμφωνα με Πρωτόκολλα και Συμβάσεις, τα δικαιώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί των «εθνικών γαιών» πέρασαν στην πλήρη κυριότητα του ελληνικού κράτους, ενώ τα δικαιώματα πολλών Οθωμανών υπηκόων πωλήθηκαν σε Έλληνες πολίτες το διάστημα 1830 – 1836. Αντίστοιχη διαδικασία ακολουθήθηκε και για τα εδάφη που προσαρτήθηκαν αργότερα. Ένα από τα ζητήματα που προέκυψαν τότε, σχετιζόταν με το γεγονός ότι τα ατομικά δικαιώματα επί της γης επεκτείνονταν και σε δάση. Συγκεκριμένα, αναγνωρίστηκε από το Βασίλειο της Ελλάδος δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε όσους διέθεταν οθωμανικά έγγραφα (χοτζέτια, φιρμάνια, ταπιά κ.ά.), που εμφανίζονταν ως επίσημα και νόμιμα, επεκτείνοντας έτσι ουσιαστικά τα δικαιώματα νομής και χρήσης. Η αναγνώριση αυτή εξασφάλιζε στους εκδιωκόμενους και αποχωρήσαντες Οθωμανούς το δικαίωμα να πουλήσουν εκτάσεις, τις οποίες αγόραζαν ευκατάστατοι Έλληνες. Ωστόσο, κατά κανόνα τα δάση παρέμειναν κρατικά, ενώ ήδη από τότε παρουσιάστηκε η ανάγκη σύστασης κτηματολογίου, ανάγκη η οποία δε θα υλοποιούνταν για τους επόμενους δύο αιώνες σχεδόν.

Το 1830 συστάθηκε η Δασική Υπηρεσία, η οποία θεσμοθετήθηκε επίσημα με το Βασιλικό Διάταγμα «Περί διοργανισμού των Δασονομείων» του Σεπτεμβρίου του 1836. Ανατρέχοντας στο βιβλίο «Δασική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» του Δασολόγου Πάνου Γρίσπου, Δασολόγου, διαβάζουμε: «Διαχείριση δασών με τη σύγχρονη επιστημονική έννοια δεν υπήρχε, ούτε υπήρξε μεταγενέστερα, μέχρι τη λήξη της τουρκοκρατίας (1922) … Υπ΄ αυτούς τους όρους τα δάση υποβαθμίζονταν ποιοτικά, ενώ απογυμνώνονταν αυτά που ήσαν κοντά στους οικισμούς και στους δρόμους μεταφοράς». Όσο για την Πολιτεία, αναφέρει: «Ωρίμαζε η σκέψη ότι το δασικό λεγόμενο προσωπικό ήτο εντελώς παρασιτικό και μάλλον επιζήμιο για το Δημόσιο. Επί πλέον καταπίεζε τον συναλλασσόμενο με τα δάση πολίτη και του προκαλούσε δυσανασχέτηση». Χαρακτηριστική είναι η 164/1883 απόφαση του Αρείου Πάγου σε συζήτηση για το αν επί βλάβη ή φθορά δάσους έχει εφαρμογή η ποινική νομοθεσία, οπότε το ανώτατο δικαστήριο απεφάνθη αρνητικά με την αιτιολογία ότι «η συντήρηση των Δασών δεν ενδιαφέρει το κράτος». Το

Σελ. 5

1893 ιδρύεται κεντρική Υπηρεσία Δασών, αποκαλούμενη Τμήμα Δασών, που υπαγόταν στο Υπουργείο Οικονομικών. Το 1896 ιδρύεται η Δασοκομική Σχολή Βυτίνας, οι απόφοιτοι της οποίας τοποθετούνταν στα Δασαρχεία, δίπλα στους Αξιωματικούς της Χωροφυλακής, ως δασοτεχνικοί εισηγητές. Το 1917 ιδρύεται πλέον ανεξάρτητη Δασολογική Σχολή, η οποία μία δεκαετία αργότερα μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη. Λίγα χρόνια αργότερα, με το ΠΔ της 9.9.1931 θεσμοθετείται και η εκπαίδευση των Δασοφυλάκων. Η Δασική Υπηρεσία θα αναπτυχθεί εκτενέστερα κυρίως μετά το 1957, ασχολούμενη πλέον και με ζητήματα όπως η διοίκηση και διαχείριση των δασών, η μελέτη και κατασκευή δασοτεχνικών έργων, η δασική οδοποιία, η δασική αναψυχή κ.ά.. Κοινή συνισταμένη όλων των επιμέρους αντικειμένων και αρμοδιοτήτων αποτελεί η προστασία των Δασών, των Δασικών Εκτάσεων και γενικά των δασικών εδαφών από καταπατήσεις, παράνομες εκχερσώσεις, λαθροϋλοτομίες, λαθροθηρία, επιδρομές εντόμων, μύκητες και προστασία από πυρκαγιές.

Με το άρθρο 1 του ΑΧΝ 1888 “περί διακρίσεως και οροθεσίας δασών (Α΄ 20/ 20.1.1888),όπως τροποποιήθηκε με το Ν ΒΛΠΖ΄/12.7.1903 (Α΄160) και τα ΒΔ 11.12.1889 και ΒΔ 19.7.1904 διατυπώνεται ο πρώτος νομικός ορισμός του δάσους και των λοιπών σχετικών εκτάσεων. Με δεδομένο δε ότι οι ρυθμίσεις αντανακλούν τις κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις που επικρατούν την χρονική περίοδο που ψηφίζονται, η έννοια του δάσους τους χρόνους εκείνους συνδέθηκε κυρίως με την οικονομική του αξία, θεωρήθηκε δε ως οικονομικό αγαθό με δασοπονική αξία. Η έντονη ανάγκη προστασίας του δασικού πλούτου οδήγησε στην ψήφιση του πρώτου δασικού κώδικα με το Ν 3077/19.5.1924 “Περί Δασικού Κώδικος” (Α΄113). Ακολούθησε το ΠΔ της 19.11.1928/30.11.1928 “Περί διαχειρίσεως δασών κ.λπ.” (Α΄252/30.11.1928) με αντικείμενο την αειφόρο διαχείριση των δασών.

Το πρώτο νομοθέτημα όμως που περιέχει συνολική ρύθμιση για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις είναι ο νόμος 4173/1929, με τον οποίο κυρώθηκε και τροποποιήθηκε το ΝΔ της της 11.5.1929 «Περί Δασικού Κώδικος». Με τον νόμο αυτόν, ορισμένα άρθρα του οποίου εξακολουθούν να ισχύουν, οι δασικού χαρακτήρα εκτάσεις κατετάγησαν σε τρεις κατηγορίες (δάση, δασικά εδάφη και δασικές εκτάσεις), επιχειρήθηκε μία συνολική ρύθμιση για τις επίμαχες εκτάσεις, ενώ καταργήθηκε ο προηγούμενος κώδικας. Συγκεκριμένα, οι εκτάσεις που έχουν δασικό χαρακτήρα αντιμετωπίζονται κατά βάση ως οικονομικό μέγεθος και διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες με κύριο κριτήριο τη δυνατότητα οικονομικής εκμετάλλευσής τους και, συγκεκριμένα, σε δάση, δασικά εδάφη και δασικές εκτάσεις. Το περιεχόμενο της προστασίας και οι επιτρεπόμενες, κατά το νόμο αυτόν του έτους 1929, επεμβάσεις αντανακλούσαν την αντίληψη του νομοθέτη της εποχής εκείνης για την χρησιμότητα και το σκοπό των δασών, αλλά και τη μέριμνά του να αντιμετωπίσει ανάγκες των πολιτών στο πλαίσιο μιας δυσμενούς κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, ο νόμος επέτρεπε, για την αγροτική εγκατάσταση προσφύγων, την παραχώρηση και εκχέρσωση δημόσιων δασών και δημόσιων

Σελ. 6

δασικών εκτάσεων που είχαν είτε υδροχαρή βλάστηση ή αραιή δασική βλάστηση είτε έδαφος επίπεδο ή με μικρή κλίση και ήταν κατάλληλα για μόνιμη γεωργική καλλιέργεια. Επίσης, ήταν επιτρεπτή η εκχέρσωση δημόσιων δασών και δημόσιων δασικών εκτάσεων για γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση, αν η χρήση αυτή ήταν αναμφισβητήτως πλέον συμφέρουσα της δασικής εκμετάλλευσης, ή και για την εκτέλεση ορισμένων έργων, όπως η κατασκευή οδών και ζωνών πυρασφαλείας, και δραστηριοτήτων, όπως η μεταλλευτική εκμετάλλευση, ή, ακόμη, για την εξυπηρέτηση μεγάλου αριθμού ιδιοκτησιών, για την οποία ήταν απαραίτητη η επέκταση των καλλιεργούμενων γαιών σε βάρος εδαφών υδροχαρών με αραιή δασική βλάστηση ή σε βάρος εδαφών με θαμνώδη βλάστηση, δεκτικών μόνον κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης.

Ο επόμενος γενικού περιεχομένου δασικός νόμος εκδόθηκε το έτος 1969, σε καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας. Πρόκειται για το νομοθετικό διάταγμα 86/1969 - «Περί Δασικού Κώδικος» (Α΄7/18.1.1969), οι διατάξεις του οποίου δεν απομακρύνονται από τις ρυθμίσεις του Ν 4173/1929. Πρόκειται για το μακροβιότερο, με δομή κώδικα, συστηματοποιημένο νομοθέτημα στο πεδίο προστασίας των δασών, που όμως δεν απομακρύνεται ριζικά από τις ρυθμίσεις του Ν 4173/1929, ως προς τον ορισμό και τις διακρίσεις των εκτάσεων που θεωρούνται δασικού χαρακτήρα και υπάγονται στο προστατευτικό του καθεστώς. Επιπλέον, δε θα ήταν άτοπο να υποστηριχθεί ότι με το νομοθέτημα αυτό το δάσος αντιμετωπιζόταν ως οικονομικός πόρος. Συγκεκριμένα, παρείχε δυνατότητες επεμβάσεων στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, επέτρεπε την παραχώρηση δημοσίων δασών ή δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων που δεν είχαν προστατευτικό χαρακτήρα ή μεγάλη δασοπονική σημασία και ήταν κατάλληλες για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση κ.λπ., επέτρεπε υπό προϋποθέσεις εκχέρσωση εκτάσεων που είχαν παραχωρηθεί, επιταχθεί ή απαλλοτριωθεί για τους σκοπούς που όριζε ο νόμος, και περιελάμβανε ρυθμίσεις για την αναδάσωση. Ως προς τις τελευταίες δε ρυθμίσεις επαναλάμβανε τις διατάξεις του Ν 4173/1929, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνει προβλέψεις για τη δάσωση τμήματος μεγάλων ιδιοκτησιών σε περιοχές στερούμενες δασικών εκτάσεων, υπό τις προϋποθέσεις, που έθετε ο προηγούμενος νόμος.

Τα νομοθετήματα αυτά εισήχθησαν σε χρονικές περιόδους κατά τις οποίες η γεωργία αποτελούσε βασικό οικονομικό τομέα και απασχολούσε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της χώρας, ενώ συγχρόνως η καταστροφή των δασικών οικοσυστημάτων δεν είχε λάβει την έκταση που δυστυχώς έλαβε τις τελευταίες δεκαετίες, ούτε και η μέριμνα για την προστασία των δασών είχε εμπεδωθεί ως προτεραιότητα για το ελληνικό κράτος και την κοινωνία.

Σελ. 7

Η εξέλιξη της Δασικής Νομοθεσίας στην Ελλάδα (με έμφαση στους δασικούς χάρτες)

Το Σύνταγμα του 1975

Άρθρο 24

Απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.

Άρθρο 117 παρ. 3

Μη αποβολή του δασικού χαρακτήρα από δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται. Υποχρεωτική κήρυξη των εκτάσεων ως αναδασωτέων και αποκλεισμός της διάθεσής τους για άλλο προορισμό.

Άρθρο 117 παρ. 4

Δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου μόνο υπέρ του Δημοσίου, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και με διατήρηση της μορφής τους αμετάβλητης ως δασική.

Ν 248/1976

Εφαρμογή της συνταγματικής ρύθμισης του άρθρου 24 περί λήψη προληπτικών μέτρων για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων. Προέβλεψε για πρώτη φορά την καταγραφή και οριοθέτηση δασικών εκτάσεων, την τήρηση φύλλου καταγραφής και μητρώου ιδιοκτησίας τους, με τη σύνταξη προσωρινού κτηματικού χάρτη και κτηματολογικού πίνακα.

Ν 998/1979

Εφαρμογή της συνταγματικής ρύθμισης του άρθρου 24 περί προστασίας των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων. Αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια συστηματικής θεσμοθέτησης Δασολογίου.

Αναθεώρηση του Συντάγματος (2001)

Άρθρο 24 παρ. 1 εδάφ. 4

Υποχρέωση σύνταξης Εθνικού Δασολογίου

Ν 2664/1998

Άρθρο 27

Θεσμοθέτηση δασικών χαρτών. Τα περί κατάρτισης και κύρωσης των δασικών χαρτών καθορίζονται στις διατάξεις μιας σειράς σχετικών νομοθετημάτων από το Ν 998/1979 ως το Ν 3889/2010.

Ν 3889/2010

Κεφάλαιο Β’

Καθορισμός των ρυθμίσεων απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας σύνταξης και κύρωσης των δασικών χαρτών για το σύνολο των περιοχών της ελληνικής επικράτειας.

Ν 4685/2020

Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ρυθμίσεις αντιμετώπισης του διοικητικού φόρτου που δημιούργησε η συμπερίληψη στους δασικούς χάρτες, μη δασικών περιοχών.

 

Σελ. 8

Πρέπει συγχρόνως να σημειωθεί πως από το 1938 ως το 1974 το ελληνικό κράτος προχώρησε στην ίδρυση Εθνικών Δρυμών. Με το Σύνταγμα του 1975 η υποχρέωση της προστασίας των Δασών αναβαθμίζεται, αφού πλέον ορίζεται ως ρητή συνταγματική επιταγή. Ακολούθησαν οι Ν 998/1979 και 1845/1989, και τα ΠΔ 1213/1981 και 402/1988 που αφορούσαν την οργάνωση των Δασικών Υπηρεσιών και κρίνονται ιδιαίτερα πρωτοποριακά για την εποχή τους. Με τον Ν 998/1979, οι εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα δεν διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, όπως προέβλεπε η κατάταξη των προηγούμενων νομοθετημάτων, αλλά κατά βάση σε δύο και, συγκεκριμένα, σε δάση και δασικές εκτάσεις, σε εναρμόνιση και με τι διάκριση που τίθεται από το ίδιο το Σύνταγμα. Θεσπίστηκε επιπλέον ο κανόνας ότι απαγορεύονται επεμβάσεις στα δάση και στις δασικές εκτάσεις, με εξαίρεση εκείνες που προβλέπονται ειδικώς από διάταξη νόμου και ότι οι προβλεπόμενες αυτές επεμβάσεις επιτρέπονται με την προϋπόθεση ότι δεν είναι δυνατή στη συγκεκριμένη περίπτωση η χρησιμοποίηση για τον ίδιο σκοπό εκτάσεων που δεν έχουν δασικό χαρακτήρα. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί πως το 1992 πραγματοποιήθηκε απογραφή Δασών, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό δασοκάλυψης της Χώρας ανερχόταν σε 49.3%, ποσοστό που μεταφράζεται σε 65 εκατομμύρια στρέμματα με 25,4% βιομηχανικά και 23,9% μη βιομηχανικά δάση.

Δ. Νομοθετικό πλαίσιο

1. Η συνταγματική προστασία των Δασών

Το Σύνταγμα του έτους 1975 είναι το πρώτο ελληνικό, και από τα πρώτα σε παγκόσμιο επίπεδο, συνταγματικό κείμενο που μεριμνά για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος με ρητές διατάξεις, οι οποίες έχουν περιληφθεί στο άρθρο 24. Για την προστασία, μάλιστα, των δασών και των δασικών εκτάσεων περιέλαβε, όπως είναι γνωστό, και ειδικότερες ρυθμίσεις στα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 και 4, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, αφενός θεσπίστηκε απαγόρευση μεταβολής της μορφής των δημόσιων δασών και δασικών εκτάσεων με εξαίρεση τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση επιβαλλόμενη για

Σελ. 9

λόγους δημοσίου συμφέροντος, και αφετέρου επιβλήθηκε η υποχρέωση κήρυξης ως αναδασωτέων των δασών και δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή αποψιλώνονται. Συγκεκριμένα, για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις , που αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα, ο συντακτικός νομοθέτης, εμφορούμενος από τις νεότερες αντιλήψεις για την ανάγκη διαφύλαξης του δασικού πλούτου, έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα εισάγοντας στο κείμενο του Συντάγματος ειδικές διατάξεις, με τις οποίες οι εκτάσεις με δασική βλάστηση υπάγονται, ως φυσικά αγαθά και ανεξάρτητα από την ειδικότερη ονομασία τους ή τη θέση τους σε σχέση με οικιστικές περιοχές, σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς για να διατηρηθεί η χρήση κατά τον προορισμό τους και να διαφυλαχθεί η οικολογική ισορροπία Καθίσταται, λοιπόν, σαφής η πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη για αναγνώριση της ουσιώδους οικολογικής λειτουργίας των δασών και της αδήριτης ανάγκης προστασίας τους αλλά και η δέσμευση των κρατικών οργάνων για αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών.

Κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 αναδιατυπώθηκε η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 24 που αφορούσε την απαγόρευση μεταβολής της μορφής των δασών και δασικών εκτάσεων ώστε να μη γίνεται ρητή αναφορά μόνο στα δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις. Επίσης, προστέθηκαν νέο εδάφιο στην παράγραφο αυτή, με το οποίο επιβάλλεται η σύνταξη δασολογίου, καθώς και ερμηνευτική δήλωση στο ίδιο άρθρο 24, στην οποία περιέχεται ορισμός της εννοίας του δάσους και της δασικής έκτασης, ώστε να αρθούν αμφιβολίες ως προς το πεδίο εφαρμογής των σχετικών συνταγματικών επιταγών.

Το συνταγματικό οπλοστάσιο της προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατάξεις :

• Άρθρο 24 του Συντάγματος παρ.1 «…Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Oικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.»

• Άρθρο 117 παρ. 3 «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό.»

• Άρθρο 117 παρ.4 «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου επιτρέπεται

Σελ. 10

μόνο υπέρ του Δημοσίου σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 17, για λόγους δημόσιας ωφέλειας· διατηρείται πάντως η μορφή τους αμετάβλητη ως δασική.

2. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς την δασική προστασία

Σύμφωνα με το ΣτΕ, οι διατάξεις του άρθρου 24 εισάγουν αυτοτελώς ειδικό σύστημα προστασίας και «θεσπίζουν αυστηρό προστατευτικό για το δασικό πλούτο της Χώρας καθεστώς, εν όψει της επιτακτικής ανάγκης διαφύλαξης του» αλλά και ότι «ο συντακτικός νομοθέτης εμφορούμενος από τις νεότερες αντιλήψεις για το περιβάλλον και έχοντας επίγνωση του οικολογικού προβλήματος, ανήγαγε σε αντικείμενο υποχρεωτικής κρατικής προστασίας το φυσικό περιβάλλον. Κινούμενος περαιτέρω από την ειδικότερη επιτακτική ανάγκη διαφυλάξεως του δασικού πλούτου της Χώρας που έχει υποστεί σημαντική καταστροφή, θέσπισε αυστηρό προστατευτικό καθεστώς των δασών και δασικών εκτάσεων, που από τη φύση τους αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα.» Επιπλέον, οι συνταγματικές αυτές διατάξεις κατ’ αρχήν μπορεί να απευθύνεται στο κοινό νομοθέτη ώστε να θεσπίσει τα κατάλληλα μέτρα κατά τη κρίση του για την εν γένει προστασία του περιβάλλοντος και ειδικά για την δασική προστασία «αλλά και όταν δεν υπάρχει τέτοιας φύσεως προστατευτική νομοθετική διάταξη, από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις πηγάζει ευθεία υποχρέωση της Διοίκησης να λαμβάνει υπόψη, κατά τη μόρφωση της κρίσης της για τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν ή έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, την ανάγκη προστασίας του και να παίρνει κατάλληλα για το σκοπό αυτό μέτρα ή να απέχει από την έκδοση δυσμενών για το περιβάλλον πράξεων, κινούμενη όμως πάντα μέσα στη δέσμη των πιο πάνω κριτηρίων που κατευθύνουν τη σχετική νομοθετική δράση.» Αξιοσημείωτο είναι δε ότι στην απόφαση ΣτΕ 4665/1996 υποστηρίχτηκε ότι η μη τήρηση της υποχρέωσης για περιβαλλοντική προστασία συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της διοίκησης.

3. Η υποχρέωση σύνταξης δασολογίου

Η υποχρέωση σύνταξης δασολογίου δεν προβλεπόταν ειδικά στο Σύνταγμα παρά μόνο εντάχθηκε σε αυτό με την αναθεώρηση του 2001 όπου προστέθηκε ως τέταρτο εδάφιο στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 24. Για τον λόγο αυτό η παρέμβαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν αρχικά αναγκαία αφού αποτελούσε την μόνη επίλυση στο ζήτημα της αδράνειας, επί πολλά έτη, κατάρτισης εθνικού δασολογίου. Η κατάρτιση εθνικού δασολογίου είναι απαραίτητη για την επιβεβλημένη βιώσιμη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων ήτοι την διαχείριση του δασικού πλούτου της χώρας και την αποτελεσματική προστασία του. Το δασολόγιο συντίθεται από τα δάση και τις δασι-

Σελ. 11

κές εκτάσεις τα οποία πρέπει να απογράφονται κατά τρόπο επιστημονικό και συστηματικό. Ως εκ τούτου απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη δασολογίου είναι οι δασικοί χάρτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία απογραφής και η σύνταξη δασολογίου είναι ανεξάρτητη από την διαδικασία κατάρτισης κτηματολογίου, το οποίο αφορά ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Επιπροσθέτως, νομολογιακά έχει κριθεί ότι αν η Διοίκηση αδρανεί ως προς την σύνταξη δασολογίου, τούτο θεωρείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.

Ειδικότερα, τη νομολογία έχει απασχολήσει η συσχέτιση Δασολογίου και εθνικού Κτηματολογίου. Το σκεπτικό της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας εκκινεί από τη σπουδαιότητα του άρθρου 24 παρ.1 του Συντάγματος όπου κατοχυρώνεται η δασική προστασία στην οποία περικλείεται η έννοια της τήρησης και σύνταξης δασολογίου υπό το πρίσμα της διαφύλαξης και διατήρησης του δασικού πλούτου της χώρας. Ο ρόλος της σύνταξης δασικών χαρτών ανάγεται σε σκοπό υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό η όλη διαδικασία τήρησης δασολογίου είναι άμεση και αυτοτελής σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.

Σε συνέχεια των ανωτέρω και η σύνταξη εθνικού Κτηματολογίου ανάγεται σε υπέρτατο σκοπό δημοσίου συμφέροντος αλλά και συνταγματική υποχρέωση του κράτους σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ως προς τις τελευταίες δε ρυθμίσεις επαναλάμβανε τις διατάξεις του Ν 4173/1929, ενώ παράλληλα περιείχε πρόβλεψη για τη δάσωση τμήματος μεγάλων ιδιοκτησιών σε περιοχές στερούμενες δασικών εκτάσεων, υπό τις προϋποθέσεις, που έθετε ο προηγούμενος νόμος εκ τούτου καθίσταται σαφές ότι οι ανωτέρω διαδικασίες συνδέονται άμεσα τόσο ως προς τον σκοπό αλλά και την διαδικασία. Την ίδια στιγμή όμως είναι ανεξάρτητες διότι η διαδικασία δασολογίου δεν βασίζεται στην εξέλιξη ή μη καταγραφής εθνικού Κτηματολογίου. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο. Για να περατωθεί η κτηματογράφηση κρίνεται απαραίτητη προϋπόθεση η προγενέστερη ολοκλήρωση Δασολογίου στην ενδιαφερόμενη περιοχή.

4. Νόμος 998/1979

Ο Ν 998/1979 - «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (ΦΕΚ 289Α’/29.12.70) αποτέλεσε την εφαρμογή της συνταγματικής ρύθμισης του α.24 εδάφιο γ’ σύμφωνα με το οποίο Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων. Αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια συστηματικής θεσμοθέτησης Δασολογίου. Προγενέστερα τούτου υπήρχε ο Ν 248/1976 (Α’), ο οποίος σε εκτέλεση της συνταγματικής ρύθμισης του αρ. 24 Σ 1975 για την λήψη προληπτικών μέτρων για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων προέβλεψε για πρώτη φορά την καταγραφή και οριοθέτηση δασικών εκτάσεων, την τήρηση φύλλου καταγραφής και μητρώου ιδιοκτησίας τους, με τη σύνταξη προσωρινού κτηματικού χάρτη και κτηματολογικού πίνακα. Έπειτα από την εκδίκαση των αντιρρήσεων που είχαν υποβληθεί στα πολιτικά δικαστήρια, θα καθίσταντο οριστικοί με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Εντούτοις τα βασικά μειονεκτήματα εκείνου το νομοθετήματος ήταν αφενός

Σελ. 12

ότι η υποβολή των αντιρρήσεων γινόταν ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων και όχι σε άλλες ειδικές προς τούτο δασικές αρχές και αφετέρου δεν προβλέπονταν ειδικότερα στοιχεία ώστε να ληφθούν υπόψη για τον σχηματισμό κρίσης εκ μέρους των δασολόγων για τον χαρακτηρισμό σε δασικό ή μη των εκτάσεων.

Αναλύοντας τον Ν 998/1979, στο άρθρο 3 ορίζονται τα δάση και οι δασικές εκτάσεις ως εξής «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)

Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι «Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.»

Επιπλέον, στα δάση και τις δασικές εκτάσεις υπάγονται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται, αντιστοίχως, από δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών. Οι εκτάσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις (παρ.3).

Στην παράγραφο 4 προβλέπεται ότι υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, το περιαστικό πράσινο, οι κηρυγμένες δασωτέες ή αναδασωτέες εκτάσεις αλλά και τμήματα πάρκου ή άλσους, τα οποία φέρουν μη δασική βλάστηση συνδέονται όμως οργανικά με το σύνολο του πάρκου ή άλσους υπό την έννοια ότι συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας του συνόλου.

Εξαιρουμένων των άρθρων 17 (Ανανέωση και βελτίωση δασών), 22 (Δασικού συνεταιρισμοί προστασίας), 63 (Συγκυριότητα δημοσίου), 64 (Ρητινευόμενα δάση) και 65 (Ειδική αναγνώριση κατατμήσεων) ,στον ανωτέρω νόμο υπάγονται και οι εκτάσεις των επόμενων περιπτώσεων α΄ και β΄ του παρόντος, που δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές με έναν από τους τρόπους του άρθρου 10 του Ν 3208/2003:

α) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση που δεν συνιστά δασοβιοκοινότητα.

β) Οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών.

γ) Οι εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του παρόντος δεν κηρύσσονται αναδασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του παρόντος νόμου, δύνανται όμως να κηρυχθούν δασωτέες, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του

Σελ. 13

ως άνω άρθρου 37. Σε περίπτωση καταστροφής τους από πυρκαγιά ή άλλη αιτία δεν αποβάλλουν το χαρακτήρα τους, αποκαθίστανται και προστατεύονται και διαχειρίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, όπως ισχύει, με εξαίρεση την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 και των περιπτώσεων α΄ και η΄ της παραγράφου 2 αυτού, εφαρμόζεται αναλόγως και επί των ανωτέρω εκτάσεων.

Η αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των εκτάσεων αυτών υπάγεται στην αρμοδιότητα των προβλεπομένων στο άρθρο 8 του παρόντος νόμου Συμβουλίων και των πολιτικών δικαστηρίων. Οι υποθέσεις που προσάγονται στα Συμβούλια, κρίνονται κατά τις διατάξεις του ΑΝ 1539/1938 (Α΄ 488), όπως ισχύει. Ειδικά η διοικητική αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των ανωτέρω εκτάσεων, που κείνται στις περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62, διενεργείται από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8Α συμβούλια, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 8Α. Επιπροσθέτως, Οι εκτάσεις των περιπτώσεων 5α και 5β του παρόντος χαρτογραφούνται και διατίθενται ιδίως για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος νόμου ή χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι ή για τη δημιουργία νέων δασών.

Τέλος, αποτελούν εξαίρεση από τις προστατευτικές διατάξεις του ανωτέρω νόμου τα εξής “α) Οι ανέκαθεν γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις.

β) Οι εκτάσεις που έχουν τη μορφή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του παρόντος, που στη λήψη Α/Φ έτους 1945 ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, εμφάνιζαν αγροτική μορφή.

γ) Οι τεχνητές δασικές φυτείες που δημιουργούνται από τους ιδιοκτήτες τους, ως και οι από αυτούς φυτεύσεις δένδρων, επί εκτάσεων που έχουν τη μορφή των ανωτέρω περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 ή των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου 6, είτε σε εφαρμογή εθνικών ή κοινοτικών προγραμμάτων είτε όχι, με σκοπό την παραγωγή και εμπορία δασικών προϊόντων ή την αναβάθμιση της αισθητικής του τοπίου.

δ) Οι αλυκές.

ε) Αμμώδεις εκτάσεις της παραλιακής ζώνης, που δεν καταλαμβάνονται από δασική βλάστηση και δεν υπάγονται στην κατηγορία των εκτάσεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του παρόντος.

στ) Τα πεδινά ρέματα που δεν φέρουν δασική βλάστηση.

ζ) Οι περιοχές για τις οποίες υφίστανται εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών, τα όρια των οποίων έχουν εγκριθεί με πράξεις της Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 21.11/1.12.1979 (Δ΄ 693), 2.3/13.3.1981 (Δ΄ 138) ή 24.4/3.5.1985 (Δ΄ 181) ή βρίσκονται εντός ορίων εγκεκριμένων πολεοδομικών

Σελ. 14

μελετών ή ρυμοτομικών σχεδίων και όπως τα όρια αυτά έχουν εφαρμοσθεί στο έδαφος ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του Ν 947/1979 ή αποτελούν εκτάσεις Οργανωμένων Υποδοχέων Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων, που οργανώθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 4458/1965, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 742/1977, καθώς και τις διατάξεις του Ν 2545/ 1997 και όπως ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 41 του Ν 3982/2011 (Α΄ 143) για τις οποίες έχει εγκριθεί η οριοθέτηση ή το ρυμοτομικό τους σχέδιο. η) Οι ζώνες των αποστραγγιστικών δικτύων, που φέρουν δασική βλάστηση φυσικώς ή τεχνητώς δημιουργημένη ή είναι περιοχές βιομηχανικών - βιοτεχνικών εγκαταστάσεων που περιλαμβάνονται σε ζώνες οικιστικού ελέγχου του άρθρου 29 του Ν 1337/1983 (Α΄ 33), ως προς τα ακίνητα επί των οποίων έχουν εγκατασταθεί επιχειρήσεις, κατόπιν ισχυουσών αδειών ή άλλων διοικητικών πράξεων που καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας ή βεβαιώσεων ή άλλων εγγράφων πληροφοριακού χαρακτήρα του αρμοδίου Δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών ότι δεν εμπίπτουν σε δάσος ή δασική έκταση.»

Εκτάσεις που έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν τις 11.6.1975 λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις «ή ως εκτάσεις των παραγράφων 5α ή 5β του άρθρου 3», κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 ή κατά τη διαδικασία κατάρτισης δασικού χάρτη ή αναμόρφωσης κυρωμένου δασικού χάρτη και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες εφόσον διατηρούν τη χρήση που τους αποδόθηκε. Διοικητικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου είναι ιδίως:

α. πράξεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της αγροτικής νομοθεσίας, όπως: αποφάσεις Επιτροπών Απαλλοτριώσεων για το σύνολο των εκτάσεων των οποίων επελήφθησαν (κληροτεμάχια, εξαιρεθείσες υπέρ ιδιοκτητών εκτάσεις, ιδιοκτησίες, διαθέσιμες και κοινόχρηστες εκτάσεις), διανομές και αναδασμοί για το σύνολο των εκτάσεων που αναφέρονται στα σχετικά κτηματολογικά διαγράμματα, άδειες ή αποφάσεις Υπουργού ή Νομάρχη για κάθε περίπτωση μεταβίβασης αγροτικών ακινήτων που έχουν αποδοθεί για γεωργική ή κτηνοτροφική χρήση, αμπελουργικά και ελαιουργικά κτηματολόγια και

β. πράξεις που εκδόθηκαν με σκοπό τη βιομηχανική και τουριστική ανάπτυξη της χώρας, όπως απαλλοτριώσεις με σκοπό την εγκατάσταση βιομηχανικής ή τουριστικής μονάδας ή άδειες εγκατάστασης ή/και λειτουργίας βιομηχανικής ή τουριστικής μονάδας».

Ως διατηρούμενη σήμερα αγροτική χρήση νοείται οποιαδήποτε από τις αποδωθείσες στο παρελθόν χρήσεις: γεωργική, κτηνοτροφική ή μικτή (γεωργοκτηνοτροφική).»

Στις περιπτώσεις ακινήτων εκτός σχεδίου, ως και εντός των περιοχών της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 23 του Ν 3889/2010, όπως ισχύει, για τα οποία εκδόθηκε νόμιμη οικοδομική άδεια προ της 11.6.1975, η οποία δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί, δεν χαρακτηρίζεται ως δάσος ή δασική έκταση, ή ως έκταση των παραγράφων 5α ή 5β του

Σελ. 15

άρθρου 3 κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του Ν 998/1979, και δεν κηρύσσεται αναδασωτέα επιφάνεια αυτών ίση με την απολύτως αναγκαία για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης - οικοδομικής άδειας και δεν απαιτείται βεβαίωση του δασαρχείου για κάθε έννομη συνέπεια.

Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται για ακίνητα ή τμήματα αυτών που πληρούν του όρους αρτιότητας σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας. Ως όρια αρτιότητας λαμβάνονται υπόψη και οι κατά παρέκκλιση όροι δόμησης για την εγκατάσταση λυομένων κατασκευών κατά τις ειδικότερες διατάξεις του ΒΔ 7.8.1967.

Για τις οικοδομικές άδειες οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος του Ν 4030/2011 (Α΄ 249), οι οποίες δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί, ακόμη και εάν δεν έχουν υλοποιηθεί, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παρούσας μόνον για ακίνητα ή τμήματα αυτών που πληρούν τους όρους αρτιότητας σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς κατά τον χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η εκ νέου έκδοση βεβαίωσης της οικείας δασικής αρχής για την έκδοση έγκρισης δόμησης και άδειας δόμησης κατά τις διατάξεις του Ν 4030/2011.

5. Οι δασικοί χάρτες. Θεσμοθέτηση - κατάρτιση - λειτουργία

Οι δασικοί χάρτες θεσμοθετήθηκαν πρώτη φορά με τον Ν 2664/1998 (άρθρο 27) «Εθνικό Κτηματολόγιο και Άλλες Διατάξεις». Ο σκοπός τους περιγράφεται ως «η διαχρονική αναγνώριση, οριοθέτηση και καταγραφή των δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων, που διέπονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, με σύγχρονες και ακριβείς μεθόδους». Το περιεχόμενό τους, τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία και υλικά και η μεθοδολογία σύνταξης των Δασικών Χαρτών ακολουθούν τα προβλεπόμενα στις τεχνικές προδιαγραφές (ΦΕΚ Β/1811/10-9-2007).

Οι δασικοί χάρτες, καταρτίζονται με την οριοθέτηση των δασικών εκτάσεων από τη φωτοερμηνεία ιστορικών και πρόσφατων αεροφωτογραφιών, σύμφωνα με τις διατάξεις τις δασικής νομοθεσίας. Τα αποτελέσματα της οριοθέτησης αυτής εμφανίζονται σε υπόβαθρα (ορθοφωτογραφίες) πρόσφατης απεικόνισης.

Στους δασικούς χάρτες εμφανίζονται οι δασικές και οι μη δασικές εκτάσεις δύο περιόδων: α] της ιστορικής – παλαιότερης περιόδου, (κατά κανόνα είναι του έτους 1945, όπου έγινε η πρώτη αεροφωτογράφιση της Ελλάδας) και β] της σημερινής – πρόσφατης περιόδου η οποία στηρίζεται στη φωτοερμηνεία των πλέον πρόσφατων αεροφωτογραφιών (οι τελευταίες μέχρι σήμερα, λήφθηκαν κατά τα έτη 2008 – 2009).

Εκτός από την οριοθέτηση των δασικών εκτάσεων, στους Δασικούς Χάρτες εμφανίζονται ακόμη:

Σελ. 16

1. Τα όρια των οριοθετημένων οικισμών και εγκεκριμένων πολεοδομικών μελετών και ρυμοτομικών σχεδίων

2. Τα όρια των οικισμών που δεν έχουν οριοθετηθεί με τις ισχύουσες διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, καθώς και των πολεοδομικών μελετών που δεν έχουν εγκριθεί για οποιονδήποτε λόγο.

3. Τα όρια των εποικιστικών εκτάσεων (διανομές)

4. Τα όρια των τελεσίδικων πράξεων χαρακτηρισμού, που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια Δασική Υπηρεσία της περιοχής και

5. Τα όρια των εκτάσεων που έχουν κηρυχθεί δασικές ή αναδασωτέες.

6. Κατάρτιση και κύρωση Δασικών Χαρτών

Οι βασικές διατάξεις περί σύνταξης και κύρωσης δασικών χαρτών βρίσκονται στον νόμο στα άρθρα 11-13 του Ν 998/79 και άρθρο 28 του Ν 2664/98 όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο 5 του Ν 3208/2003 και τα άρθρα 13-20 του Ν 3889/2010.

Ειδικότερα, στον Ν 3889/2010 περί Χρηματοδότησης Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις στο Κεφάλαιο Β’ αναλύεται η διαδικασία επιτάχυνσης και απλούστευσης των δασικών χαρτών γεγονός που παλαιότερα δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι η εν λόγω διαδικασία σύνταξης και δημοσιοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν 2664/1998, ήταν δυνατή μόνο επί χάρτου. Πλέον με την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας είναι απαραίτητη η ηλεκτρονική αποτύπωση των δασικών χαρτών ώστε να επιτευχθεί η διαδικασία σύνταξης και κύρωσης σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β κατατείνουν στην απλούστευση και την επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας για το σύνολο των περιοχών της ελληνικής επικράτειας που υπάγονται στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του Ν 998/1979, το περιεχόμενο των οποίων ερμηνεύεται με βάση τους κανόνες και τα διδάγματα της επιστήμης της δασολογίας.

Διαδικασία κατάρτισης και κύρωσης δασικών χαρτών

1

Οι δασικοί χάρτες καταρτίζονται από τη Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας στον νομό. Για τον προσδιορισμό των περιοχών με δασικό χαρακτήρα λαμβάνεται ως βάση, πλην της πλησιέστερης στο χρόνο κατάρτισης του δασικού χάρτη, η παλαιότερη αεροφωτογραφία (κατά βάση του έτους 1945) και, αν αυτή είναι απρόσφορη, η αεροφωτογραφία του έτους 1960, ενώ συνεκτιμώνται και όλα τα διαθέσιμα στοιχεία της δασικής υπηρεσίας.

2

Θεώρηση του δασικού χάρτη με απόφαση της οικείας Διεύθυνσης Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

3

Ανάρτηση του θεωρημένου δασικού χάρτη στον ειδικό διαδικτυακό τόπο ανάρτησης δασικών χαρτών και υποβολής αντιρρήσεων εντός 15 ημερών από τη θεώρησή του.

4

Υποβολή αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 105 ημερών από την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόκληση υποβολής αντιρρήσεων. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για 20 ημέρες για όσους κατοικούν μόνιμα ή διαμένουν στην αλλοδαπή.

 

Σελ. 17

Σύμφωνα με το άρθρο 13 οι δασικοί χάρτες καταρτίζονται από τη Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας στον νομό. Για τον προσδιορισμό των περιοχών με δασικό χαρακτήρα λαμβάνεται ως βάση, πλην της πλησιέστερης στο χρόνο κατάρτισης του δασικού χάρτη, η παλαιότερη αεροφωτογραφία (κατά βάση του έτους 1945) και, αν αυτή είναι απρόσφορη, η αεροφωτογραφία του έτους 1960, ενώ συνεκτιμώνται και όλα τα διαθέσιμα στοιχεία της δασικής υπηρεσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Διεύθυνση Δασών έχει τη δυνατότητα να συνεργαστεί με ιδιωτικά γραφεία μελετών ή και με το ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΕ χωρίς όμως να εκχωρεί τις σχετικές διοικητικές αρμοδιότητές της.

Εν συνεχεία, στο άρθρο 14 ορίζεται ότι δασικός χάρτης που έχει θεωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 αναρτάται με απόφαση της οικείας Διεύθυνσης Δασών εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατά την παράγραφο 9 του άρθρου 13 θεώρησή του στον ειδικό διαδικτυακό τόπο ανάρτησης δασικών χαρτών και υποβολής αντιρρήσεων της παραγράφου 11 του άρθρου 13. Η δημοσιοποίηση τους στο διαδίκτυο συμβάλλει στην διευκόλυνση της διαδικασίας κατά τρόπο έμπρακτο ώστε ο πολίτης να έχει εύκολη, γρήγορη και άμεση πρόσβαση στο περιεχόμενό τους. Ως εκ τούτου δεν καθίσταται αναγκαία η χρονοβόρα διαδικασία της μετάβασης στο οικείο Δασαρχείο ή στο αντίστοιχο δημοτικό κατάστημα για να λάβει την αναγκαία πληροφόρηση, αφού αυτή μπορεί να του παρέχεται ηλεκτρονικά.

7. Δικαίωμα αντιρρήσεων

Στο άρθρο 15 παράγραφος 1 υπογραμμίζεται η προθεσμία άσκησης των αντιρρήσεων «κατά του περιεχομένου του δασικού χάρτη που αναρτήθηκε επιτρέπεται η υποβολή αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εκατόν πέντε (105) ημερών από την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόκληση υποβολής αντιρρήσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για είκοσι (20) ημέρες για όσους κατοικούν μόνιμα ή διαμένουν στην αλλοδαπή. Για την υποβολή των αντιρρήσεων καταβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου των αντιρρήσεων ειδικό τέλος». Έπειτα ορίζεται το έννομο συμφέρον περί άσκησης των αντιρρήσεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αντιρρήσεις, όσον αφορά τις περιληφθείσες στον αναρτηθέντα δασικό χάρτη δασικές, χορτολιβαδικές και βραχώδεις ή πετρώδεις εκτά-

Σελ. 18

σεις, μπορούν να υποβάλουν φυσικά και νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, καθώς και το Ελληνικό Δημόσιο και οι οικείοι Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, εφόσον επικαλούνται για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος τους εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα στις ανωτέρω εκτάσεις, δεόντως αποδεδειγμένα (π.χ. τίτλοι ιδιοκτησίας, φορολογικές δηλώσεις, μισθωτήρια). Ειδικά για αντιρρήσεις κατά της παράλειψης να περιληφθεί στο δασικό χάρτη ορισμένη δασικού χαρακτήρα ή χορτολιβαδική ή βραχώδης ή πετρώδης έκταση μπορεί να υποβάλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και, ιδίως, το Ελληνικό Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού στα διοικητικά όρια των οποίων υπάγεται η έκταση, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στους σκοπούς των οποίων περιλαμβάνεται η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στις περιπτώσεις που ζητείται αύξηση των δασικών τμημάτων το δικαίωμα υποβολής αντιρρήσεων είναι διευρυμένο, ενόψει της συνταγματικής πρόβλεψης ότι «η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα καθενός» (άρθρο 24 παρ. 1 Συντ.).

Ο σκοπός επιτάχυνσης της διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων υπογραμμίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 καθώς είναι απαραίτητο ως προϋπόθεση του παραδεκτού των αντιρρήσεων η αναγραφή επ’ αυτών των συντεταγμένων των κορυφών της αντίστοιχης, κατά περίπτωση, έκτασης. Με το τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας, η διευκόλυνση εντοπισμού και εξέτασης των εν λόγω εκτάσεων καθώς η ΕΕΑ και οι δασικές υπηρεσίες επισημαίνουν αμέσως στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή όλες τις εκτάσεις του δασικού χάρτη των οποίων αμφισβητείται ο χαρακτήρας. Τέλος, ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα αν το επιθυμεί να ζητήσει εκπροσώπηση ενώπιον της ΕΕΑ από τεχνικό σύμβουλο για την επιστημονική τεκμηρίωση των απόψεών του (παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου).

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι οι αντιρρήσεις των άρθρων 15-16 Ν 3889/2010 δεν συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή. Στην απόφαση 1544/2017 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην σκέψη 7 τονίζεται ότι:

«αντιρρήσεις, οι οποίες δεν στρέφονται κατά διοικητικής πράξης, αλλά κατά αναρτηθέντων δασικών χαρτών που υπόκεινται σε κύρωση, δεν συνιστούν, προεχόντως για το λόγο αυτό, ενδικοφανή προσφυγή, κωλύουσα, κατά το άρθρο 45 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), την παραδεκτή άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της μερικής κύρωσης των χαρτών δυνάμει του άρθρου 17, η οποία, άλλωστε, κατά το σύστημα που καθιερώνει ο νόμος, χωρεί ακριβώς διότι το τμήμα του δασικού χάρτη στο οποίο αφορά, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και, επομένως, αντιρρήσεων. Κατά συνέπεια, και παρ’ ότι στο άρθρο 17 του Ν 3889/2010 δεν περιλαμβάνεται διάταξη αντίστοιχη με αυτή του άρθρο 19 παρ. 4 (ήδη 5) του ίδιου νόμου, προβλέπουσα και ρητώς την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, η πράξη μερικής κύρωσης δασικού χάρτη του άρθρου 17 του Ν 3889/2010, η οποία συνεπάγεται την οριστικοποίηση του

Σελ. 19

χάρτη κατά το μέρος αυτό και την πρόσδοση σε αυτόν πλήρους αποδεικτικής ισχύος, υπόκειται, για την ταυτότητα του λόγου και αυτή σε αίτηση ακυρώσεως, και μάλιστα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, τούτο δε κατά τις γενικές διατάξεις, αλλά και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 19 παρ. 4 (5) του ίδιου νόμου

8. Οι δασικοί χάρτες στον Ν 4685/2020

Ο νόμος υπ’ αριθμόν 4685/2020 περί εκσυγχρονισμού της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωσης στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) στις 7 Μαΐου 2020, αποτελεί ένα εργαλείο για τον νομικό και επενδυτικό κόσμο.

Στα άρθρα 48-55 του Ν 4685/2020 αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που κατά καιρούς έχουν ανακύψει αναφορικά με τους δασικούς χάρτες και τις οικιστικές πυκνώσεις. Η προϊσχύουσα διαδικασία για την ανάρτηση, κύρωση και αναμόρφωση των δασικών χαρτών θεωρήθηκε ότι είχε αρκετές ασάφειες, οι οποίες δημιουργούσαν διοικητικό φόρτο. Τούτο συνέβη, διότι η Διοίκηση παρέλειπε να περιλάβει στους δασικούς χάρτες πολλές πράξεις της Διοίκησης (ιδίως της αγροτικής/εποικιστικής νομοθεσίας), οι οποίες είχαν συννόμως μεταβάλει τον δασικό χαρακτήρα εκτάσεων πριν από το 1975, προκειμένου οι περιοχές αυτές να εξαιρεθούν από την ανάρτηση. Συνεπώς, αυτά οδήγησαν σε δασικούς χάρτες οι οποίοι περιλαμβάνουν μη δασικές περιοχές, με αποτέλεσμα, εκτός από την αμφισβήτηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των κυρίων, να εμφανιστούν προβλήματα σε σχέση με τη νόμιμη γεωργική τους εκμετάλλευση. Επιβαρυντικό στοιχείο αποτελούσαν και οι συνεχείς αντιρρήσεις και εναντιώσεις των διοικουμένων, αιτούντων διορθώσεις των δασικών χαρτών. Με τον Ν 4685/2020 αποσαφηνίστηκε και ορίστηκε ότι δεν θεωρούνται ως δασικές εκτάσεις οι γαίες οι οποίες έχουν θεωρηθεί επισήμως από το ίδιο το κράτος ως μη δασικές. Συγκεκριμένα, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των δασικών χαρτών οι περιοχές των οποίων ο χαρακτηρισμός άλλαξε νομίμως από «δασικής» σε άλλης μορφής πριν από το 1975 με ισχύουσες πράξεις της Διοίκησης. Εκ παραλλήλου, όλοι οι δασικοί χάρτες, ακόμα και εάν έχουν κυρωθεί και αναρτηθεί, ανανεώνονται, ώστε να περιλαμβάνουν όλες τις νέες εξελίξεις στις διοικητικές πράξεις. Κατά συνέπεια, θα υπάρξει και μείωση των αντιρρήσεων των διοικουμένων. Στην διευκόλυνση της διαδικασίας συμβάλλει το γεγονός ότι οι πολίτες δύνανται να εκμεταλλευτούν την περιουσία τους μετά την εξέταση των αντιρρήσεών τους, ενόσω εκκρεμούν τέτοια ζητήματα εν γένει στον νομό τους, κάτι το οποίο δεν εφαρμοζόταν προηγουμένως. Σχετικά με την παραπάνω εξέταση, αυτή πλέον λαμβάνει χώρα σε ομάδες ανά δήμους και όχι ανά περιφέρειες, όπως παλαιότερα, στοχεύοντας στην εξοικονόμηση χρόνου της διαδικασίας. Εν κατακλείδι, οι Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων ενισχύονται, ούτως ώστε να αποσυμφορηθεί το έργο τους και να είναι πιο αποτελεσματικές (αρ. 49).

Σελ. 20

9. Οι αποφάσεις 1364 – 1365/2021 του ΣτΕ

Τον Σεπτέμβριο του 2021, η μείζων Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με δύο αποφάσεις της, έκρινε ότι ο πυρήνας του νέου αναθεωρημένου-συστήματος για τη διαδικασία ανάρτησης, κύρωσης και αναμόρφωσης των δασικών χαρτών όλης της χώρας είναι συνταγματικός (άρθρα 24 παρ. 1,2 και 117 παρ. 3), ενώ ακύρωσε δύο διατάξεις της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης που αφορούν τις εκδοθείσες οικοδομικές άδειες εντός δασικών εκτάσεων οι οποίες δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί, και την εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία περιοχών εντός οικισμών. Οι αποφάσεις αυτές θα αναλυθούν εκτενώς στο αντίστοιχο κεφάλαιο, ωστόσο εδώ θα ακολουθήσει μια σύντομη παρουσίασή τους, χάριν της ολοκληρωμένης ιστορικής επισκόπησης του συστήματος των δασικών χαρτών.

Αναλυτικότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας τις υπ’ αριθμ. 1364 και 1365/2021 αποφάσεις της κατά πλειοψηφία (μειοψήφησαν 8 μέλη) έκρινε, το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 48 του Ν 4685/2020, σχετικά με τους υπό έγκριση δασικούς χάρτες όλης της χώρας.

Διευκρινίζεται καταρχάς ότι με τον Ν 4685/2020 οι δασικοί χάρτες καταρτίζονται, όχι μόνο βάσει αεροφωτογραφιών, που απεικονίζουν διαχρονικά τη δασική βλάστηση κάθε περιοχής, αλλά και βάσει διοικητικών πράξεων, οι οποίες καθόριζαν άλλες χρήσεις για ορισμένες εκτάσεις κατά το παρελθόν, ιδίως, μάλιστα, προ του Συντάγματος του 1975. Δηλαδή, το νέο σύστημα συνοψίζεται, στον εξής κανόνα: Δασικό είναι ό,τι καλύπτεται από δασική βλάστηση όχι μόνο σήμερα, αλλά και κατά το παρελθόν, αρκεί να μην έχει εκδοθεί διοικητική πράξη που να αλλάζει τη χρήση του, κατά βάση, πριν από το Σύνταγμα του 1975 και για όσο χρόνο συνεχίζεται η επιτραπείσα χρήση.

Συγκεκριμένα, προέβλεψε, ο εν λόγω νόμος ότι παρόμοιες εκτάσεις, οι οποίες έχουν αφιερωθεί, λόγου χάρη, στη γεωργική χρήση πριν από το Σύνταγμα του 1975, αποσυνδέονται από τη δασική νομοθεσία, εφόσον εξακολουθούν να καλλιεργούνται, όχι μόνο από τους διαδόχους όσων είχαν αποκατασταθεί, αλλά και από τους διαδόχους των τότε ιδιοκτητών. Προέβλεψε επίσης ο ίδιος νόμος ότι εξαιρούνται από τη δασική νομοθεσία και, άρα, δεν εμφανίζονται στους χάρτες ως δασικές, οι περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ακόμη και μετά το Σύνταγμα του 1975, μόνον, όμως, εφόσον η ίδρυσή τους έχει επιτραπεί βάσει διοικητικών πράξεων.

Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιέχει ο νόμος και για τις περιοχές που καταλαμβάνονται από εγκεκριμένα σχέδια πόλεων ή περιλαμβάνονται εντός οικισμών, τα όρια των οποίων έχουν καθορισθεί με διοικητικές πράξεις σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, έστω και μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975. Ακόμη, το σύστημα επεκτείνεται και στις οικοδομικές άδειες. Και οι εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή τους εξαιρούνται από τη δασική νομοθεσία, υπό προϋποθέσεις, ακόμη και αν εκδόθηκαν μετά το 1975 (πριν, όμως, από το Ν 4030/2011).

Back to Top