ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ & ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 6.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 15,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18170
Ζησάκου Σ.
Τσούκα Χ.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ
Τσούκα Χ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 152
  • ISBN: 978-960-654-342-5
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Διαδικασία Ασύλου & Σεξουαλικός Προσανατολισμός» αποτελεί ένα εύχρηστο και αναλυτικό εγχειρίδιο για τους εφαρμοστές και μελετητές του προσφυγικού δικαίου. Καταγράφοντας τις προκλήσεις που ανακύπτουν κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων ασύλου που σχετίζονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό τόσο κατά το στάδιο αξιολόγησης της αξιοπιστίας (Α μέρος) όσο και κατά το στάδιο αξιολόγησης του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου (Β μέρος) επιχειρεί να προτείνει εναλλακτικές που βασίζονται στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, τη νομολογία και τη βιβλιογραφία.
Περιεχόμενα
Πρόλογος Σελ. ΙΧ
Προλογικό Σημείωμα Σελ. XΙΙΙ
Συντομογραφίες Σελ. XV
1. Εισαγωγή Σελ. 1
1.1. Διατύπωση του προβλήματος Σελ. 1
1.2. Περιορισμοί Σελ. 8
1.3. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο Σελ. 10
1.3.1. Διεθνές Προσφυγικό Δίκαιο Σελ. 10
1.3.2. Κοινό Ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου Σελ. 12
1.3.3. Η σχέση του διεθνούς προσφυγικού και ευρωπαϊκού δικαίου και ο ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σελ. 17
ΜΕΡΟΣ a'
Αξιολόγηση της αξιοπιστίας
2. Η διαδικασία της συνέντευξης Σελ. 25
2.1. Τα προβλήματα που ανακύπτουν Σελ. 25
2.1.1. Ερωτήσεις που αφορούν τις σεξουαλικές πρακτικές των αιτούντων/αιτουσών Σελ. 25
2.1.2. Στερεοτυπικές αντιλήψεις Σελ. 26
2.1.2.1. Στερεότυπα πρώτης γενιάς Σελ. 27
2.1.2.2. Στερεότυπα δεύτερης γενιάς Σελ. 28
2.1.3. Αποδεικτικά μέσα, ιατρικά και ψυχολογικά τεστ Σελ. 30
2.2. Η θέση της UNHCR Σελ. 32
2.2.1. Ερωτήσεις που αφορούν τις σεξουαλικές πρακτικές των αιτούντων/αιτουσών Σελ. 33
2.2.2. Στερεοτυπικές αντιλήψεις Σελ. 33
2.2.2.1 Στερεότυπα πρώτης γενιάς Σελ. 33
2.2.2.2 Στερεότυπα δεύτερης γενιάς Σελ. 34
2.2.3. Αποδεικτικά μέσα, ιατρικές και ψυχολογικές εξετάσεις Σελ. 35
2.3. Κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου Σελ. 37
2.4. Νομολογία Σελ. 38
2.4.1. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός, αντικείμενο απόδειξης κατά τη νομολογία Σελ. 38
2.4.2. Ερωτήσεις που αφορούν τις σεξουαλικές πρακτικές των αιτούντων/αιτουσών Σελ. 39
2.4.3. Στερεοτυπικές αντιλήψεις Σελ. 40
2.4.4. Αποδεικτικά μέσα, διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, ιατρικές και ψυχολογικές εξετάσεις Σελ. 40
2.5. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός ως αντικείμενο απόδειξης Σελ. 43
2.5.1. Χρήσιμα στερεότυπα Σελ. 44
2.5.2. Βάρος στα συναισθήματα Σελ. 46
2.5.3. Το μοντέλο DSSH (Difference, Stigma, Shame, Harm) Σελ. 47
2.5.3.1. Σεξουαλικός προσανατολισμός: Ταυτότητα ή πρακτική; Σελ. 48
2.5.3.2. Η διαδικασία συνειδητοποίησης και αποδοχής του σεξουαλικού προσανατολισμού Σελ. 50
2.5.3.3. Είναι το μοντέλο κατάλληλο για την εξέταση αιτημάτων ασύλου γυναικών; Σελ. 51
2.5.3.4. Η έκφραση συναισθημάτων Σελ. 52
2.5.3.5. Ο παράγοντας εκπαίδευση Σελ. 53
2.6. Αποδιδόμενος σεξουαλικός προσανατολισμός: Είναι πάντοτε η απόδειξη του σεξουαλικού προσανατολισμού κρίσιμο στοιχείο για την πορεία της αίτησης; Σελ. 53
Η απόφαση ΔΕφΠειρ 401/2019 Σελ. 54
2.7. Είναι εφικτή μια εξωγενής αξιολόγηση του σεξουαλικού προσανατολισμού; Σελ. 55
Η απόφαση 13420/2019 της 16ης Επιτροπής Προσφυγών Σελ. 59
3. Εκ των υστέρων αποκάλυψη του σεξουαλικού προσανατολισμού Σελ. 64
3.1. Η θέση της UNHCR Σελ. 66
Αιτήματα sur place Σελ. 66
3.2. Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου Σελ. 67
3.2.1. Εκ των υστέρων προβαλλόμενοι ισχυρισμοί Σελ. 67
3.2.2. Αιτήσεις sur place Σελ. 67
3.2.3. Μεταγενέστερες αιτήσεις Σελ. 68
3.2.4. Ασφαλείς χώρες καταγωγής, ασφαλείς τρίτες χώρες και πρώτη χώρα ασύλου Σελ. 69
3.3. Νομολογία Σελ. 69
3.4. Ασφαλείς χώρες καταγωγής και ταχύρρυθμες διαδικασίες: Ακατάλληλες διαδικασίες εξέτασης Σελ. 71
ΜΕΡΟΣ Β'
Θεμελίωση του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης
4. Ποινικοποίηση των συναινετικών ομόφυλων πράξεων στα κράτη καταγωγής Σελ. 79
4.1. Η θέση της UNHCR Σελ. 80
4.1.1. Ύπαρξη διατάξεων που ποινικοποιούν τις ομόφυλες πράξεις Σελ. 80
4.1.2. Κατάργηση/Απουσία ποινικών διατάξεων Σελ. 81
4.1.3. Έλλειψη διαθέσιμων πληροφοριών Σελ. 81
4.1.4. Προσφυγή στις κρατικές/αστυνομικές αρχές Σελ. 81
4.2. Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου Σελ. 82
4.2.1. Ύπαρξη διατάξεων που ποινικοποιούν τις ομόφυλες πράξεις Σελ. 82
4.2.2. Προσφυγή στις κρατικές αρχές Σελ. 83
4.2.3. Πληροφορίες για τα κράτη καταγωγής Σελ. 83
4.3. Νομολογία Σελ. 83
4.4. Η απλή ποινικοποίηση ως μη σοβαρή απειλή: Η θέση που οδηγεί στη διακριτικότητα Σελ. 86
5. Η ρήτρα της διακριτικότητας Σελ. 93
5.1. Πρακτικές εφαρμογές Σελ. 93
5.1.1. Η παραδοσιακή εκδοχή Σελ. 93
5.1.2. Έμμεση διακριτικότητα Σελ. 94
5.2. Διεθνές προσφυγικό δίκαιο Σελ. 97
5.3. Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου Σελ. 98
5.4. Νομολογία Σελ. 99
5.5. Διακριτικότητα από την πίσω πόρτα: Συνέπειες και προκλήσεις Σελ. 102
6. Συνολική αποτίμηση Σελ. 108
6.1. Συμπεράσματα Σελ. 108
6.2. Προτάσεις Σελ. 111
Νομοθεσία - Κατευθυντήριες Οδηγίες Σελ. 115
Νομολογία Σελ. 120
Αρθρογραφία - Βιβλιογραφία Σελ. 123
Ευρετήριο Σελ. 128

Σελ. 1

1. Εισαγωγή

Με έδεσαν σε ένα δέντρο.
Μετά με κλείδωσαν σε ένα ζεστό δωμάτιο.
Δεν μου έδιναν φαγητό και νερό.
Μου φερόντουσαν σαν σκλάβα.
Έστειλαν άντρες να με βιάσουν.
Όλα αυτά για να ξεχάσω τις γυναίκες.

Αιτούσα Άσυλο από τη Νιγηρία

1.1. Διατύπωση του προβλήματος

Ήδη από το 1948, με την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ), διατυπώνεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι στην αξιοπρέπεια και στα δικαιώματα. Σήμερα 72 χρόνια μετά, η διατύπωση αυτή αποτελεί ακόμα ένα μακρινό όνειρο που απέχει ριζικά από την πραγματικότητα για ένα σύνολο λεσβιών, γκέι και μπάι ατόμων (LGB), που πέφτουν θύματα σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους σε διαφορετικές γωνιές του πλανήτη. Η κατάργηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και η προστασία των LGB+ ατόμων είναι σχετικά πρόσφατη κατάκτηση, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι τα παραδοσιακά συμβατικά κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) δε συμπεριλαμβάνουν το σεξουαλικό προσανατολισμό στους απαγορευτικούς λόγους διακρίσεων. Η ερμηνευτι-

Σελ. 2

κή συμπερίληψή του από τα δικαιοδοτικά όργανα και τα οιονεί δικαιοδοτικά όργανα (treaty bodies) επήλθε ως απάντηση στις κοινωνικές εξελίξεις, η οποία πλέον αποτυπώνεται στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών και τα μεταγενέστερα διεθνή και περιφερειακά συμβατικά κείμενα. Έτσι και σύμφωνα με το άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔ), απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω «γενετήσιου προσανατολισμού». Σημειωτέο, πως μόλις το 2016 θεσπίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ) ειδικός μηχανισμός προστασίας κατά των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή/και ταυτότητας φύλου.

Ωστόσο, και παρά τις ως άνω προσπάθειες, σε ένα μεγάλο αριθμό κρατών τα LGB+ άτομα εξακολουθούν να διώκονται και να υφίστανται διακρίσεις. Για το λόγο αυτό εγκαταλείπουν τα κράτη καταγωγής τους αναζητώντας προστασία υπό το φως της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των προσφύγων

Σελ. 3

(Σύμβαση) και του Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967. Τα τελευταία χρόνια όπως έχει διαπιστώσει και η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), σημειώνεται σημαντική αύξηση των αιτημάτων που σχετίζονται με το σεξουαλικό προσανατολισμό.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως το επίπεδο των παραβιάσεων, στις χώρες καταγωγής δεν είναι παντού το ίδιο, ωστόσο οι παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα κράτη για τα οποία γίνεται λόγος είναι τέτοιας φύσης, ώστε αγγίζουν το επίπεδο της δίωξης που ορίζεται σύμφωνα με τη Σύμβαση, και ενεργοποιούν την προστασία που παρέχεται από αυτή. Σκιαγραφώντας την κατάσταση στα κράτη καταγωγής, και χωρίς πρόθεση να υποτιμήσουμε την πολυπλοκότητα του φαινομένου, για λόγους μεθοδολογικούς μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές κατηγορίες παραβιάσεων ανάλογα με τη βαρύτητά τους: Α) Τα κράτη στα οποία οι συναινετικές ομόφυλες πράξεις τιμωρούνται με θανατική ποινή, τα οποία ανέρχονται σε έξι (Ιράν, Μπρουνέι, Μαυριτανία, Σαουδική Αραβία, Υεμένη και Νιγηρία), ενώ σε άλλα πέντε (Σομαλία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ, Πακιστάν και Αφγανιστάν) η θανατική ποινή είναι πιθανή τιμωρία. Β) Τα κράτη όπου ποινικοποιούνται οι συναινετικές ομόφυλες σχέσεις, τα οποία ανέρχονται σε 69. Οι ποινές μπορεί να κυμαίνονται από χρηματικές μέχρι στέρηση της ελευθερίας. Από αυτά τα 67 ποινικοποιούν την ομοφυλοφιλία με ρητή διάταξη νόμου ενώ τα δύο de facto. Ανεξαρτήτως του αν τα κράτη αυτά εφαρμόζουν την ποινική νομοθεσία, αυτή καθίσταται αυτοτελώς διακριτική και γενεσιουργός αιτία της κρατικής ατιμωρησίας και της ομοφοβικής και τρανσφοβικής βίας και επιθέσεων. Γ) Τέλος, τα κράτη στα οποία μολονότι η ποινική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει τιμωρητικές διατάξεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, η ομοφοβική και τρανσφοβική βία που

Σελ. 4

ασκείται είναι διάχυτη και αγνοείται από τους κρατικούς φορείς. Στην προσπάθειά τους τα LGB+ άτομα να διαφύγουν την παραπάνω πραγματικότητα που απειλεί τη ζωή, τη σωματική και πνευματική τους ακεραιότητα και ελευθερία και προκειμένου να διεκδικήσουν το βασικό δικαίωμά τους στη ζωή και την αξιοπρέπεια, εγκαταλείπουν τα κράτη καταγωγής τους.

Ωστόσο αντίστοιχα και τα Δυτικά κράτη στα οποία συνήθως διαφεύγουν, μολονότι ταυτισμένα με τη γέννηση και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν παρέχουν πλήρη και ίδιου επιπέδου προστασία στα LGB+ άτομα, ενώ πολλά από αυτά, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχουν καταδικαστεί από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα για εφαρμογή διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και για παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των LGB+ ατόμων. Ενδεικτικά, ενώ 81 κράτη εφαρμόζουν μη διακριτική νομοθεσία λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, μόνο 28 κράτη αναγνωρίζουν δικαίωμα γάμου, 34 δικαίωμα σύναψης συμφώνου συμβίωσης και 28 αντίστοιχα δικαίωμα υιοθεσίας στα LGB+ άτομα διαφοροποιώντας και διαβαθμίζοντας ουσιαστικά την παρεχόμενη προστασία Στην έκθεσή του για το 2018, ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) σημειώνει πως παρά τα βήματα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού που έχουν σημειωθεί, αυτές εξακολουθούν να υφίστανται. Σε ορισμένα μάλιστα Κράτη-Μέλη (ΚΜ), παρατηρείται σημαντική έλλειψη καταγραφής δεδομένων και στατιστικών στοιχείων και προτρέπει τα κράτη σ’ αυτή θεωρώντας την καταλυτική για την αντιμετώπιση των παραπάνω φαινομένων.

Στη διαθεματική αυτή ανάλυση πρέπει να προστεθεί ως παράμετρος πως στα κράτη υποδοχής, οι LGB+ αιτούντες/αιτούσες πέρα από το σεξουαλικό τους προσανατολισμό φέρουν και την ιδιότητα του πολίτη τρίτης χώρας, του πρόσφυγα και του μετανάστη. Αμφότερες οι παραπάνω ταυτότητες συνιστούν γενεσιουργούς λόγους διακρίσεων για τους/τις LGB+ αιτούντες/αιτούσες, που πέφτουν συχνά θύματα βίας και ρατσισμού είτε για κάποια από τις παραπάνω

Σελ. 5

ιδιότητες ξεχωριστά είτε συνδυαστικά. Ως άμεση συνέπεια ένας μεγάλος αριθμός LGB+ ατόμων συνεχίζει να αποκρύπτει το σεξουαλικό του προσανατολισμό και στα κράτη υποδοχής. Θα πρέπει συνεπώς να έχουμε στο μυαλό μας πως το ενδεχόμενο υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των LGB+ ατόμων στα κράτη υποδοχής, δε συνεπάγεται αυτόματα το σεβασμό των δικαιωμάτων των LGB+ αιτούντων/αιτουσών κατά τις διαδικασίες εξέτασης των αιτημάτων τους.

Βεβαίως από το 1981, όταν για πρώτη φορά ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτέλεσε ερμηνευτικά λόγω δίωξης και υπαγωγής στη Σύμβαση της Γενεύης έχουν αλλάξει πολλά. Τόσο οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR, όσο και οι σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αλλά και λοιπές κατευθυντήριες οδηγίες αποτελούν σημαντική πηγή καθοδήγησης. Ωστόσο και σε αντίθεση με την έννοια της θρησκείας, της εθνικότητας ή των πολιτικών πεποιθήσεων η έννοια του σεξουαλικού προσανατολισμού, της σεξουαλικότητας και η έκφρασή τους είναι έννοιες που δε νοηματοδοτούνται με ενιαίο τρόπο. Διαπιστώνεται μεγάλος βαθμός αμηχανίας στην προσέγγισή τους από τις αποφαινόμενες αρχές καταλήγοντας συχνά σε παράλογες απαιτήσεις εκ μέρους των χειριστών/χειριστριών των υποθέσεων ασύλου. Στην προσπάθειά τους να αξιολογήσουν αντικειμενικά έννοιες που εγγενώς είναι συνδεδεμένες με την υποκειμενικότητα όπως διαμορφώνεται με βάση το πολιτισμικό υπόβαθρο και την κουλτούρα του ατόμου, συχνά οι χειριστές/χειρίστριες προσλαμβάνουν το σεξουαλικό προσανατολισμό και τις σεξουαλικές μειονότητες με τρόπο στερεοτυπικό που σε ορισμένες περιπτώσεις καταλήγει σε άδικες κρίσεις και σε αποκλεισμό αιτούντων/αιτουσών που χρήζουν προστασίας. Ακριβώς αυτή η απαίτηση πρόσληψης και έκφρασης του σεξουαλικού

Σελ. 6

προσανατολισμού των αιτούντων/αιτουσών με τους ίδιους όρους που θα εκφραζόταν και θα προσλάμβανε τη σεξουαλική του ταυτότητα ένας γκέι δυτικός άντρας, αποτελεί, όπως αποδεικνύει και η κρατική πρακτική ένα από τα βασικότερα σύγχρονα προβλήματα κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων ασύλου που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό.

Στόχος του έργου είναι η καταγραφή των βασικότερων προκλήσεων που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των αιτημάτων ασύλου που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό και αφορούν είτε τη διαδικασία είτε την κατ’ ουσία εξέταση των αιτημάτων, η παρουσίαση του σχετικού νομικού πλαισίου και της νομολογίας ως εργαλεία για την διαχείρισή τους και η πρόταση εναλλακτικών πρακτικών με βάση τη βιβλιογραφία, όταν το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, όπως έχει ερμηνευτεί δεν είναι ικανό να παράσχει επαρκή προστασία.

Στο Α μέρος του έργου αναλύονται τα προβλήματα που εντοπίζονται κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των LGB+ αιτούντων/αιτουσών άσυλο. Στις συγκεκριμένες αιτήσεις ασύλου, η διαδικασία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας διενεργείται σχεδόν αποκλειστικά κατά τον α’ βαθμό εξέτασης των αιτημάτων καθώς οι αιτούντες/αιτούσες στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν έχουν στη διάθεσή τους άλλα αποδεικτικά μέσα πέρα από τις δηλώσεις τους. Συνεπώς η κρίση ερείδεται στην υποκειμενική αξιολόγηση της αφήγησης των ισχυρισμών του/της αιτούντος/αιτούσας. Η διαπίστωση αυτή σε συνδυασμό με την έγγραφη διαδικασία που ακολουθείται σε πολλά συστήματα ασύλου κατά τη β’ βάθμια εξέταση, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό, η οποία δεν περιλαμβάνει την υποχρεωτική ακρόαση των αιτούντων/αιτουσών, τους στερεί μια πραγματική και αποτελεσματική δυνατότητα επαναξιολόγησης της υπόθεσής τους.

Σελ. 7

Οι κακές πρακτικές οι οποίες αναλύονται μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Αφενός, στις πρακτικές οι οποίες έχουν απαγορευτεί από το ΔΕΕ και θεωρούνται αντίθετες με τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την UNHCR, ωστόσο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται. Mεταξύ των πρακτικών συγκαταλέγονται οι ερωτήσεις σχετικά με τις σεξουαλικές πρακτικές, τα στερεότυπα που σχετίζονται με την εμφάνιση, τη συμπεριφορά και τις γνώσεις των αιτούντων/αιτουσών ή η υποβολή σε ιατρικές και ψυχολογικές εξετάσεις. Αφετέρου, στις πρακτικές οι οποίες, μολονότι δεν απαγορεύονται, βασίζονται σε στερεοτυπικές, δυτικοκεντρικές αντιλήψεις περί σεξουαλικού προσανατολισμού, που οδηγούν στον άδικο αποκλεισμό αιτούντων/αιτουσών, που δε συμμορφώνονται με αυτές, από την προστασία που δικαιούνται. Η ανάλυση των εφαρμοζόμενων μεθόδων αξιολόγησης διέπεται από τον γενικότερο προβληματισμό πως η εύρεση μίας συμπεριληπτικής και αρκούντως προστατευτικής μεθόδου αξιολόγησης της αξιοπιστίας ισχυρισμών σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση, καθώς τόσο η εμπειρία όσο και η σχετική επιστημονική θεωρία συνηγορούν πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί ζήτημα αυτοπροσδιορισμού του ατόμου.

Στο Β μέρος του έργου αναλύονται ζητήματα που αφορούν τη θεμελίωση του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης και ειδικότερα εάν το άτομο μπορεί να επιστρέψει σε κράτος όπου όπου οι συναινετικές ομόφυλες πράξεις ποινικοποιούνται αλλά η διάταξη «φαίνεται» να μην εφαρμόζεται καθώς επίσης και αν η απαίτηση απόκρυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού είναι εύλογη. Η κρίση περί της κατάστασης των LGB+ ατόμων στα κράτη καταγωγής ανήκει στην αρχή εξέτασης η οποία αξιολογεί την εφαρμογή ή όχι του ποινικού πλαισίου. Ωστόσο ένα από τα βασικότερα προβλήματα κατά την κρίση των αιτήσεων ασύλου που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό το οποίο επεσήμανε και το ΕΔΔΑ στην πρόσφατη απόφασή του B και C, είναι η έλλειψη καταγεγραμμένων πληροφοριών αναφορικά με τη βία και τις επιθέσεις που δέχονται τα LGBTI άτομα.

Κατά την αξιολόγηση των ζητημάτων αυτών ο σεξουαλικός προσανατολισμός προσεγγίζεται διαφορετικά από ότι κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας.

Σελ. 8

Ενώ δηλαδή κατά την εξέταση της αξιοπιστίας ο σεξουαλικός προσανατολισμός προσλαμβάνεται ως θεμελιώδες στοιχείο ταυτότητας που προσδιορίζει το άτομο και η έκφρασή του προστατεύεται σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο, όταν οι αρχές εξέτασης αξιολογούν ότι ο/η αιτών/αιτούσα μπορεί να επιστρέψει στο κράτος καταγωγής γιατί η απειλούμενη δίωξη δεν είναι αρκετά σοβαρή γίνεται αποδεκτό το ενδεχόμενο μη πλήρους πρόσβασης στα δικαιώματα που σχετίζονται με το σεξουαλικό προσανατολισμό ιδίως σε επίπεδο δημόσιας έκφρασης, η επίδειξη προσεκτικής συμπεριφοράς και η αποχή από ορισμένες πράξεις.

1.2. Περιορισμοί

Ένα από τα βασικά εμπόδια που ανακύπτει σε όποια απόπειρα εξέτασης της κατάστασης των LGB+ αιτούντων/αιτουσών άσυλο, είναι η έλλειψη στατιστικών δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό των αιτήσεων, την πορεία της εξέτασης, τις πρακτικές που εφαρμόζονται και την τελική έκβαση, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο εναρμόνισης μεταξύ των ΚΜ και τις αυθαίρετες και υποκειμενικές κρίσεις, που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα απόκλισης. Ενδεικτικά τα περισσότερα ΚΜ μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, δεν διαθέτουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες για την εξέταση αιτημάτων ασύλου που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό. Για τις ανάγκες του έργου οι βασικότερες πηγές για την καταγραφή των προβλημάτων που ανακύπτουν κατά τις διαδικασίες εξέτασης είναι οι έρευνες Fleeing Homophobia των Sabine Jansen και Thomas Spijkerboer (2011), η οποία παρά τα χρόνια τα οποία έχουν μεσολαβήσει αποτελεί μία ενδελεχή καταγραφή των πρακτικών αξιολόγησης στην Ευρώπη, η έρευνα Pride or Shame της Sabine Jansen (2018) αναφορικά με τις πρακτικές των Ολλανδικών αρχών, η έκθεση Still Falling Short της οργάνωσης για την υποστήριξη LGBTI αιτούντων/αιτουσών άσυλο UKLGIG (2018) αναφορικά με τις πρακτικές των Βρετανικών αρχών, το άρθρο της Andrea Gustafsson Grønningsæter (2017) αναφορικά με τις πρακτικές των Νορβηγικών αρχών, η έρευνα της Aino Gröndahl που παρουσιαστηκε στο συνέδριο SOGICA final conference (2020) και η αντίστοιχη έρευνα της συγγραφέα αναφορικά με τις μεθόδους αξιολόγησης της αξιοπιστίας που

Σελ. 9

εφαρμόζει η Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου που παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο. Η τελευταία βασίζεται στην ανάλυση 60 υποθέσεων ασύλου, που εξετάστηκαν μεταξύ Ιουλίου 2016 και Φεβρουαρίου 2020 τόσο στην κανονική όσο και στη διαδικασία συνόρων στα πέντε ελληνικά νησιά. Όλες οι υποθέσεις που μελετήθηκαν απορρίφθηκαν σε α΄βαθμό από την Υπηρεσία Ασύλου λόγω μη θεμελίωσης της αξιοπιστίας των αιτούντων/αιτουσών.

Η έκδοση αυτή θα επικεντρωθεί περισσότερο σε μία μελέτη και αξιολόγηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου όπως αυτό ερμηνεύεται από τα διεθνή και ευρωπαϊκά δικαιοδοτικά -και οιονεί δικαιοδοτικά- όργανα, με ιδιαίτερη βαρύτητα στη νομολογία του ΔΕΕ, προκειμένου να εξετάσει την επάρκεια και την προσφορότητά του στα επιμέρους προβλήματα που ανακύπτουν μέσα από την πρακτική. Η ΕΕ διακρίνεται άλλωστε από μία μακρά παράδοση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και αποτελεί μαζί με την Αυστραλία τον Καναδά και τις ΗΠΑ τον βασικό προορισμό για τους/τις LGB+ αιτούντες/αιτούσες. Στόχος της ΕΕ είναι η σταδιακή εναρμόνιση των επιμέρους κρατικών συστημάτων ασύλου, μέσω της υιοθέτησης ενός Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ), του οποίου η Ελλάδα αποτελεί μέρος, ως βασικότερο σημείο εισόδου στην Ευρώπη. Ωστόσο σε διάφορα σημεία, και για λόγους πρακτικής χρησιμότητας καθώς η συγκεκριμένη έκδοση απευθύνεται κυρίως σε Έλληνες/ίδες εφαρμοστές του δικαίου, θα γίνει επίκληση ημεδαπών αποφάσεων, κυρίως των διοικητικών δικαστηρίων και της Αρχής Προσφυγών, αναδεικνύοντας τις καλές πρακτικές που εφαρμόστηκαν κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων.

Το έργο επικεντρώνεται αποκλειστικά στη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου και στα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, αφήνοντας εκτός τις διαδικασίες υποδοχής, κράτησης και οικογενειακής επανένωσης. Παρότι το σύνολο της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το Άσυλο στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ, όπως διαμορφώνεται μέσω των σχετικών κανονισμών και οδηγιών αφορά και επηρεάζει τους/τις LGB+ αιτούντες/αιτούσες και το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, για τις ανάγκες του έργου, η παρουσίαση θα περιοριστεί στην νομοθεσία σχετικά με

Σελ. 10

τις προϋποθέσεις καθορισμού του καθεστώτος των δικαιούχων διεθνούς προστασίας και της σχετικής με τις διαδικασίες χορήγησης αυτού.

Τέλος, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που ανακύπτουν κατά την εξέταση αιτημάτων ασύλου, τρανς και ίντερσεξ ατόμων, οι οποίες συχνά διαφέρουν από αυτές των LGB+ αιτούντων/αιτουσών και χρήζουν ειδικής διερεύνησης, διευκρινίζεται ότι η μελέτη επικεντρώνεται στα ζητήματα που αφορούν το σεξουαλικό προσανατολισμό, και λιγότερο την ταυτότητα φύλου.

1.3. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο

1.3.1. Διεθνές Προσφυγικό Δίκαιο

Το Διεθνές Δίκαιο, που εφαρμόζεται επί του συνόλου των αιτήσεων ασύλου απαρτίζεται από το Δίκαιο των Συνθηκών και το Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο. Το βασικό συμβατικό κείμενο που ρυθμίζει το καθεστώς των προσφύγων είναι η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967 που έχουν υιοθετηθεί από 147 κράτη, τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη είτε στο ένα εκ των δύο ή και στα δύο συμβατικά κείμενα. Η Σύμβαση της Γενεύης κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ΝΔ 3989/1959 ενώ το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967 με τον ΑΝ 389/1968. Η αρχή της μη επαναπροώθησης αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 33 της Σύμβασης και έχει αναγνωριστεί και ως διεθνές έθιμο. Περαιτέρω βασική υποχρέωση που απορρέει από τη Σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτής είναι η απαγόρευση των διακρίσεων για λόγους φυλής, θρησκείας και εθνικότητας. Σημειωτέο πως στη Σύμβαση δεν ορίζεται η διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, η ρύθμιση της οποίας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μερών, με αποτέλεσμα οι σχετικές διαδικασίες να ποικίλλουν, με υψηλά επίπεδα απόκλισης.

Στη Σύμβαση δεν περιέχονται συγκεκριμένες διατάξεις για τη δίωξη λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνεται αυτούσια στους λόγους δίωξης. Σύμφωνα με τα όσα επιτάσσει το άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (ΣΒΔΣ) για την ερμηνεία των συνθηκών, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με καλή πίστη, στο σύνολό της και υπό το

Σελ. 11

φως του αντικειμένου και του σκοπού της, ενώ για την ερμηνεία της σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η μεταγενέστερη πρακτική, η οποία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και οι σχετικοί κανόνες διεθνούς δικαίου (συστημική ερμηνεία). Σήμερα τα αιτήματα ασύλου που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό, ως επί το πλείστο εξετάζονται υπό το πρίσμα της δίωξης λόγω ένταξης σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, χωρίς αυτό να αποκλείει την υπαγωγή τους σε άλλους λόγους της Σύμβασης.

Περαιτέρω και σύμφωνα με το άρθρο 35 της Σύμβασης τα κράτη έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται με την UNHCR, στόχος της οποίας, όπως ορίζεται και στο προοίμιο της Σύμβασης, είναι να επιβλέπει την εφαρμογή της, να υιοθετεί μέτρα απαραίτητα για την εκπλήρωση του σκοπού και του αντικειμένου της, να συνδράμει τις κυβερνήσεις στην εκπλήρωση των απορρεόντων από το Διεθνές προσφυγικό Δίκαιο καθηκόντων τους, και να παρέχει η ίδια διεθνή προστασία υπό την εντολή των HE. Όσον αφορά τα αιτήματα ασύλου που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό η UNHCR το 2012, εξέδωσε σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες, προκειμένου να καθοδηγήσει τα κράτη μέρη της Σύμβασης στην παροχή πληρέστερης προστασίας στους/στις LGBTI αιτούντες/αιτούσες. Οι οδηγίες αυτές αντικατέστησαν το πρώτο ερμηνευτικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2008. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, αυτές λειτουργούν συμπληρωματικά με τις οδηγίες της UNHCR για τη δίωξη λόγω φύλου. Στις οδηγίες της η UNHCR διατυπώνει, ότι στα υπό εξέταση αιτήματα, ο ορισμός του πρόσφυγα παραμένει «ασυνεπής» και χρήζει εναρμόνισης. Η συμπερίληψη στις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR ρυθμίσεων

Σελ. 12

που αφορούν ζητήματα διαδικασίας, δεδομένης της απουσίας σχετικών ρυθμίσεων από τη Σύμβαση, τις καθιστούν εξέχουσας σημασίας στην εκπλήρωση του ρόλου της ως εποπτικό όργανο της Σύμβασης.

Βεβαίως οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Η νομική τους αξία παραμένει στο επίπεδο του ήπιου δικαίου, και εξαρτάται από τη βαρύτητα που θα προσδώσουν οι εκάστοτε διοικητικές και δικαστικές αρχές εξέτασης. Ωστόσο, η ερμηνευτική συμβολή της UNHCR αναγνωρίζεται τόσο στην ευρωπαϊκή Οδηγία για την Αναγνώριση, όσο από τις σχετικές αποφάσεις του ΔΕΕ. Περαιτέρω, η UNHCR συχνά τοποθετείται επί συναφών ζητημάτων μέσω γραπτών παρατηρήσεων ή προφορικών παρεμβάσεων ενώπιον του ΔΕΕ, παρέχοντας έτσι καθοδήγηση στην ερμηνεία της Σύμβασης αλλά και των κατευθυντήριων οδηγιών της.

1.3.2. Κοινό Ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου

Στην Ευρώπη αρχικά τα σχετικά ζητήματα με τη μετανάστευση και το άσυλο, ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ΚΜ, και ρυθμίζονταν με διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ τους. Η πραγματικότητα αυτή ανετράπη το 1986 με την υιοθέτηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, με την οποία πρωτοεισήχθη ο όρος «εσωτερική αγορά» άμεσο επακόλουθο της οποίας ήταν η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων μεταξύ των ΚΜ. Για την υλοποίηση του στόχου αυτού υπεγράφησαν σταδιακά η Συμφωνία Schengen και η Σύμβαση εφαρμογής της, το 1985 και 1990 αντίστοιχα. Επί τη βάσει αυτή οι αιτούντες/αιτούσες άσυλο μπορούσαν να μετακινούνται στα ευρωπαϊκά κράτη και συνεπώς να υποβάλλουν περισσότερα του ενός αιτήματα ασύλου. Σε αυτό το πλαίσιο, τα ΚΜ, ένιωσαν επιτακτική την ανάγκη συνεργασίας στους τομείς του ασύλου και της μετανάστευσης. Ωστόσο δεν ήταν παρά το 1997, όταν με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (βλ. πρώην άρθρο 63 της Συνθήκης του Άμστερνταμ) εντάχθηκε στις αρμοδιότητες της ΕΕ, η υιοθέτηση δεσμευτικών μέτρων στον τομέα της μετανάστευσης και του ασύλου. Έκτοτε και προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν γίνει σημαντικά βήματα, με στόχο τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, όπως πρωτοεκφράστηκε στη σύνοδο

Σελ. 13

κορυφής στου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Τάμπερε το 1999, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η Σύμβαση.

Προς εκπλήρωση του στόχου αυτού υιοθετήθηκε σταδιακά από την ΕΕ ένα σύνολο Κανονισμών και Οδηγιών. Η εγκαθίδρυση του ΚΕΣΑ μπορεί να διακριθεί σε τρεις επιμέρους φάσεις. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από τη θέσπιση νομοθετικών κειμένων που θέτουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις και προδιαγραφές, στον τομέα της διεθνούς προστασίας, και περιλαμβάνει τον Κανονισμό 343/2003/ΕΚ (Δουβλίνο ΙΙ), τον Κανονισμό 2725/2000/ΕΚ (Eurodac), την Οδηγία για την Αναγνώριση 83/2004/ΕΚ, την Οδηγία για τις Διαδικασίες Εξέτασης 85/2005/ΕΚ και την Οδηγία για τις Συνθήκες Υποδοχής 2003/9/EK. Η δεύτερη, που διαδέχτηκε την πρώτη περίοδο εξοικείωσης, είχε ως στόχο να περιορίσει τη διακριτική ευχέρεια των ΚΜ προκειμένου οι σχετικές διαδικασίες να φτάσουν σε ένα επαρκές επίπεδο εναρμόνισης και περιλαμβάνει τον Κανονισμό 604/2013/EE (Δουβλίνο ΙΙΙ), τον Κανονισμό 603/2013/EE (Eurodac), την (αναδιατυπωμένη) Οδηγία για την Αναγνώριση 2011/95/ΕΕ, την (αναδιατυπωμένη) Οδηγία για τις Διαδικασίες Εξέτασης 2013/32/ΕΕ και την (αναδιατυπωμένη) Οδηγία για τις Συνθήκες Υποδοχής 2013/33/ΕΕ. Η νομοθεσία αυτή είναι το πλαίσιο που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα. Η τρίτη φάση αφορά πλέον σε ένα τελικό στάδιο εναρμόνισης με κοινά κριτήρια και ομοιόμορφες διαδικασίες για τα ΚΜ, στοχεύοντας στην τελική μορφή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος. Το Σεπτέμβριο του 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την πρόταση για ένα Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο το οποίο βασίζεται εν μέρει στις προτάσεις που είχε υποβάλλει το 2016 και 2018 για την αναθεώρηση του ΚΕΣΑ και εν μέρει σε νέες προτάσεις.

Όσον αφορά την Οδηγία για την Αναγνώριση του 2004, είχε ως στόχο την καταγραφή των ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση του προσφυγικού

Σελ. 14

καθεστώτος και του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, με σκοπό να εξασφαλίσει ότι τα κράτη θα εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για την χορήγηση καθεστώτος στους/στις αιτούντες/αιτούσες που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί, ότι με την Οδηγία για την Αναγνώριση του 2004, η οποία αποτελεί την καρδιά του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου, πέραν από την εξειδίκευση και καθοδήγηση των ΚΜ κατά την εφαρμογή της Σύμβασης εισάγεται και μία μορφή επικουρικής προστασίας, όταν για τον/την αιτούντα/αιτούσα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Σύμβασης για την αναγνώρισή του/της ως πρόσφυγα, ήτοι ο/η αιτών/αιτούσα δεν διώκεται ατομικά στο κράτος καταγωγής του/της, ωστόσο σε περίπτωση επιστροφής κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη. Με την επικουρική προστασία διαρθρώνεται ουσιαστικά ένα νέο σύστημα διεθνούς προστασίας πέρα από τις εγγυήσεις της Σύμβασης. Σε αντίθεση με τη Σύμβαση, η Οδηγία για την Αναγνώριση του 2004, περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρυθμίσεις, και αναγνωρίζει το σεξουαλικό προσανατολισμό ως λόγω δίωξης. Περαιτέρω στην αναδιατυπωμένη Οδηγία για την Αναγνώριση, στόχος της οποίας είναι να διαφυλάξει την εφαρμογή κοινών κριτηρίων από τα ΚΜ κατά την αναγνώριση των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, προστίθεται και η ταυτότητα φύλου ως λόγος δίωξης.

Σελ. 15

Η ίδια αυτή διατύπωση του άρθρου 10(1δ) διατηρήθηκε και στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2016 για το νέο Κανονισμό.

Η Οδηγία του 2005 για τις Διαδικασίες Εξέτασης, αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο νομικά δεσμευτικό κείμενο που ορίζει τις διαδικασίες ασύλου, οι οποίες με βάση τα όσα εξαγγέλθηκαν στη Σύνοδο κορυφής του Τάμπερε, πρέπει να είναι δίκαιες και αντικειμενικές. Σύμφωνα με την πρώτη Οδηγία για τις Διαδικασίες, τα ΚΜ οφείλουν να εξετάζουν τις αιτήσεις ασύλου με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, ενώ μεταξύ άλλων η Οδηγία εγγυάται το δικαίωμα πρόσβασης σε προσωπική συνέντευξη. Βέβαια η Οδηγία καταλείπει ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης στα ΚΜ, ενώ επιτρέπει τη θέσπιση ειδικών διαδικασιών ακόμη και αν αυτές είναι κάτω του επιπέδου των εγγυήσεων της Οδηγίας. Αντίθετα κατά τη δεύτερη φάση του ΚΕΣΑ και την υιοθέτηση της αναδιατυπωμένης Οδηγίας το 2013 θεσπίζονται υψηλότερες εγγυήσεις. Υιοθετούνται μάλιστα ειδικές διατάξεις που αναφέρονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό, μεταξύ των οποίων η αιτιολογική σκέψη (29) της Οδηγίας σύμφωνα με την οποία ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου εντάσσονται στους λόγους για τους οποίους ο/η αιτών/αιτούσα δύναται να χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων.

Αμφότερες οι Οδηγίες έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με το Ν 4636/2019. Η αναδιατυπωμένη Οδηγία για την Αναγνώριση είναι ενσωματωμένη στο πρώτο μέρος του, ενώ η αναδιατυπωμένη Οδηγία για τις διαδικασίες στο τρίτο.

Με βάση τη νέα πρόταση της Επιτροπής για το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, οι Οδηγίες για τις Διαδικασίες και για την Αναγνώριση αντικαθίστανται από νομικά δεσμευτικούς Κανονισμούς, οι οποίοι δε χρήζουν ενσωμάτωσης. Παρότι το υψηλό επίπεδο εναρμόνισης αποτελεί βασική επιδίωξη όσον αφορά την υιοθέτηση ενός κοινού συστήματος χωρίς επιμέρους αποκλίσεις,

Σελ. 16

που θα εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων/αιτουσών και θα διαφυλάσσει το δικαίωμά τους στο άσυλο κατά το άρθρο 18 του ΧΘΔ, θα πρέπει να επισημανθεί πως η αντικατάσταση των Οδηγιών από δεσμευτικά νομικά κείμενα, θα έχει ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων, τη στέρηση από τους/τις αιτούντες/αιτούσες οποιουδήποτε υψηλότερου επίπεδο προστασίας εισήγαγαν τα ΚΜ στη σχετική νομοθεσία που ενσωμάτωνε τις παραπάνω Οδηγίες. Η πρόταση της Επιτροπής αναφορικά με τον Κανονισμό για την Αναγνώριση παραμένει η ίδια. Αντίθετα όσον αφορά τον Κανονισμό για τις Διαδικασίες, η Επιτροπή κατέθεσε τροποποιημένη πρόταση.

Μεταξύ των βασικότερων σημείων που τροποποιήθηκαν στην πρόταση του Κανονισμού για τις Διαδικασίες είναι η εισαγωγή, κατά το άρθρο 41α, της διαδικασίας των συνόρων στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, η οποία είναι υποχρεωτική και όχι προαιρετική για τα ΚΜ όταν οι αιτούντες/αιτούσες προέρχονται από κράτη καταγωγής με ποσοστό αναγνωρισιμότητας χαμηλότερο του 20%. Κατά την αιτιολογική σκέψη (40b) η διαδικασία μπορεί να είναι προαιρετική για τα ΚΜ όταν εφαρμόζουν την έννοια της ασφαλούς χώρας καταγωγής. Από την διαδικασία των συνόρων εξαιρούνται οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι οικογένειες με παιδιά κάτω των 12 ετών. Η εξέταση της αίτησης ασύλου κατά το άρθρο 41α και την αιτιολογική σκέψη (40e) στον α΄ και β΄ βαθμό, στη διαδικασία των συνόρων δε μπορεί να υπερβαίνει χρονικά τις 12 εβδομάδες. Βεβαίως η εισαγωγή της παραπάνω διαδικασίας γεννά πολλαπλά προβλήματα στην περίπτωση που ο/η αιτών/αιτούσα διώκεται στο κράτος καταγωγής του λόγω του σεξουαλικού του/της προσανατολισμού. Πολύ συχνά τα κράτη καταγωγής των LGB+ αιτούντων/αιτουσών εντάσσονται στους καταλόγους ασφαλών χωρών καταγωγής, όπως ενδεικτικά συμβαίνει και στην περίπτωση της Ελλάδας.

Σελ. 17

Περαιτέρω οι LGB+ αιτούντες/αιτούσες δεν είναι σε θέση να αποκαλύψουν το σεξουαλικό τους προσανατολισμό, είτε λόγω του φόβου που συχνά σχετίζεται με τις συνθήκες διαβίωσης στο κράτος καταγωγής, ειδικά όταν οι αιτούντες/αιτούσες βρίσκονται υπό κράτηση ή διαβιούν σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, είτε διότι δε γνωρίζουν ότι ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός συνιστά λόγω υποβολής αιτήματος ασύλου. Τα ζητήματα αυτά επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα ορθής αξιολόγησης των αιτήσεων ασύλου που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό και πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

1.3.3. Η σχέση του διεθνούς προσφυγικού και ευρωπαϊκού δικαίου και ο ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 78 της ΣΛΕΕ όπως ισχύει σήμερα,

«η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η πολιτική αυτή πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και με το Πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και με άλλες συναφείς συμβάσεις».

Αναφορικά με τη νομική δεσμευτικότητα της Σύμβασης στην ΕΕ θα πρέπει να σημειωθεί πως η διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της διάταξης του άρθρου 78 της ΣΛΕΕ διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της, καθώς ούτε η ΕΕ, ούτε οι θεσμοί της είναι μέλη της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 και του Πρωτοκόλλου του 1967, μολονότι τα ίδια τα ΚΜ της έχουν υπογράψει τη Σύμβαση. Η αντίστοιχη δέσμευση της ΕΕ από τη Σύμβαση της Γενεύης, διατυπώνεται και στο άρθρο 18 του ΧΘΔ, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη (4) της Οδηγίας για

Σελ. 18

την Αναγνώριση. Με βάση τα ανωτέρω θεμελιώνεται πως η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το πρωτόκολλο του 1967, είναι κείμενα νομικά δεσμευτικά όχι μόνο για τα ΚΜ αλλά και για την ίδια την ΕΕ και η νομοθεσία της, στο πλαίσιο άσκησης κοινής πολιτικής ασύλου, πρέπει να είναι σε συμφωνία με τα όσα επιτάσσουν.

Ως προς την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου μέρος του οποίου είναι το ΚΕΣΑ, αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο καθίσταται το ΔΕΕ. Ο λόγος για τον οποίο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη νομολογία του είναι πως μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ που κατέστησε την πολιτική επί του ασύλου, αρμοδιότητα της Ένωσης, και λόγω του υπερεθνικού χαρακτήρα του ΔΕΕ, η σχετική νομολογία επηρεάζει άμεσα την εξέλιξη και την ερμηνεία εν γένει του προσφυγικού δικαίου. Με τη μορφή προδικαστικών παραπομπών τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, υποβάλλουν τα ερωτήματά τους σχετικά με την ερμηνεία των σχετικών Κανονισμών και Οδηγιών στο ΔΕΕ. Επιλαμβανόμενο ενός προδικαστικού ερωτήματος, το ΔΕΕ αποβλέπει στην εναρμόνιση της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας στα κράτη μέλη. Στόχος της διαδικασίας αυτής δεν είναι η επίλυση μίας συγκεκριμένης διαφοράς. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ επί των προδικαστικών ερωτημάτων δεν επιβάλλουν ποινές, είναι δεσμευτικές κατά τη λήψη επόμενων αποφάσεων από τα εθνικά δικαστήρια των ΚΜ και περιβάλλονται από την ισχύ δεδικασμένου. Το ΔΕΕ μπορεί να διατηρήσει ή να παραλλάξει τη μορφή και το περιεχόμενο του ερωτήματος, έτσι ώστε να παρέχει πληρέστερη και καθολικότερη κάλυψη του ζητήματος που εγείρεται, μολονότι στα ζητήματα που αφορούν την επί του ασύλου πολιτική σπάνια προβαίνει στη διεύρυνση αυτή. Σημειωτέο πως το ΔΕΕ δεν έχει καμία δικαιοδοσία επί της Σύμβασης, μοναδικό αρμόδιο δικαστήριο το οποίο μπορεί να την ερμηνεύσει μέσω της νομολογίας τους είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), σύμφωνα με το άρθρο 38 αυτής, το οποίο όμως ποτέ δεν έχει επιληφθεί διαφοράς απορρέουσας από τη Σύμβαση. Ωστόσο, και εφόσον η ΕΕ αναγνωρίζει τη Σύμβαση ως νομικά δεσμευτικό πλαίσιο για την άσκηση της

Σελ. 19

ευρωπαϊκής πολιτικής επί του ασύλου, ουσιαστικά το ΔΕΕ ερμηνεύει έμμεσα τη Σύμβαση της Γενεύης, και συνεπώς η νομολογία του καθίσταται καταλυτική για τη διαμόρφωση του προσφυγικού δικαίου όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός των ορίων της ΕΕ.

 

Σελ. 21

ΜΕΡΟΣ Α'

Αξιολόγηση της αξιοπιστίας

Back to Top