ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ...,

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 27,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18849
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 216
  • ISBN: 978-618-08-0151-4

Το βιβλίο  "Διαδικαστικές συγκλίσεις & αποκλίσεις της νομιμοποίησης και της ικανότητας δικαστικής παράστασης διαδίκου και η επίδραση στο κύρος των διαδικαστικών πράξεων" εξετάζει το δικονομικό θεσμό της ικανότητας δικαστικής παράστασης του διαδίκου σε συνδυασμό με αυτόν της νομιμοποίησης και εστιάζει σε σημεία σύγκλισης και απόκλισης, ενώ τονίζει και την επίδραση της ελλείψεως των διαδικαστικών αυτών προϋποθέσεων στο κύρος των διαδικαστικών πράξεων των διαδίκων. Εκτενές τμήμα του έργου καλύπτει το πρόσφατο ζήτημα της εξαιρετικής νομιμοποίησης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Περαιτέρω αναλύεται το ζήτημα της ικανότητας δικαστικής παράστασης στα εξής πεδία:

 

  • Ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα
  • Διαφορές οικογενειακού δικαίου
  • Πτώχευση – αναγκαστική διαχείριση
  • Δικαστική συμπαράσταση
  • Νομικά πρόσωπα
  • Αλλοδαπά φυσικά και νομικά πρόσωπα

 

Στο έργο γίνονται αναφορές στην επίδραση του ουσιαστικού δικαίου στο δικονομικό θεσμό της ικανότητας δικαστικής παράστασης και διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και, ως εκ τούτου το παρόν βιβλίο μπορεί να φανεί χρήσιμο όχι μόνο στους θεωρητικούς της νομικής επιστήμης, αλλά και στους εφαρμοστές του δικαίου δικαστές, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές.  

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΙΧ

1. Η ιστορικότητα της λειτουργικής συσχέτισης ανάμεσα στην ικανότητα δικαστικής παράστασης και τη νομιμοποίηση διαδίκου 1

1.α. Ουσιαστική διάσταση της έννοιας του διαδίκου 2

2. Εννοιολογική και λειτουργική οριοθέτηση της ικανότητας
δικαστικής παράστασης και της νομιμοποίησης διαδίκου 4

2.α. Τυπική διάσταση της έννοιας του διαδίκου 4

2.β. Η νομιμοποίηση διαδίκου υπό τη στενή της έννοια ως εξουσία
προσώπου προς διεξαγωγή δίκης 6

2.γ. Η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση στην πολιτική δίκη ως ειδική έκφανση
του διαδίκου υπό στενή έννοια 7

2.δ. Σύντομο πόρισμα 10

3. Η διασύνδεση της ικανότητας δικαστικής παράστασης
ως δικονομικού θεσμού με το ουσιαστικό δίκαιο 11

4. Θεμελιακή οριοθέτηση των προϋποθέσεων της ικανότητας προς δικαστική παράσταση και προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων 13

4.α. Πόρισμα 16

5. Η θεώρηση της δίκης ως δικονομικής έννομης σχέσης και, συνεπώς,
ως έννομης σχέσης υπαγόμενης στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου,
ως έρεισμα για τη λειτουργική σύγκλιση της ικανότητας προς δικαστική παράσταση και της νομιμοποίησης διαδίκου 17

5α. Η πολιτική δίκη ως έννομη σχέση και ως θεσμός του δημοσίου δικαίου 18

5β. Αποσαφήνιση της έννοιας της έννομης σχέσης 23

5γ. Διαδικαστικές πράξεις των διαδίκων ως δικαιοπραξίες 24

5.δ. Πόρισμα 30

6. Το διαχρονικό ζήτημα της συμβατικής θεμελίωσης της νομιμοποίησης
ως προέκταση του ευρύτερου ζητήματος του καθορισμού
του προσώπου του όντως διαδίκου 32

6.α. Εισαγωγικά 32

6.β. Περί του θεσμού της τιτλοποίησης απαιτήσεων και της διαχείρισής τους 33

6.γ. Η θέση περί της αποδοχής της συμβατικής θεμελίωσης της νομιμοποίησης 35

6.δ. Η γενικότερη προσέγγιση των δικαστηρίων της ουσίας 36

6.ε. Η γραμματική ερμηνεία των διατάξεων από την πλευρά της επιστήμης 38

6.στ. Κριτική θεώρηση 39

6.ζ. Η εξέλιξη του διαλόγου στον Άρειο Πάγο 40

6.η. Η διχοστασία στα δικαστήρια της ουσίας 45

6.θ. Η διάσταση απόψεων στη θεωρία 49

6.ι. Πόρισμα 52

7. Η απαγόρευση της εκούσιας αντιπροσώπευσης στην πολιτική δίκη 56

7.α. Σύντομο πόρισμα 62

8. Λειτουργικές συγκλίσεις και αποκλίσεις των διαδικαστικών
προϋποθέσεων της ικανότητας δικαστικής παράστασης
και της νομιμοποίησης στην πτωχευτική διαδικασία 63

8.α. Πόρισμα 70

9. Λειτουργικές συγκλίσεις και αποκλίσεις των διαδικαστικών
προϋποθέσεων της ικανότητας δικαστικής παράστασης
και της νομιμοποίησης στην αναγκαστική διαχείριση 71

10. Λειτουργικές συγκλίσεις και αποκλίσεις της ικανότητας δικαστικής παράστασης και της νομιμοποίησης διαδίκου στις εταιρίες
χωρίς νομική προσωπικότητα 74

10.α. Η ειδικότερη περίπτωση της ενώσεως των συνιδιοκτητών 78

10.β. Ο διαχειριστής πολυκατοικίας ως νομιμοποιούμενος διάδικος
στις διαφορές από τη σχέση της συνιδιοκτησίας 78

10.γ. Ο διαχειριστής πολυκατοικίας ως νόμιμος εκπρόσωπος της ένωσης συνιδιοκτητών 80

10.δ. Η περίπτωση της κοινοπραξίας 82

11. Λειτουργικές συγκλίσεις και αποκλίσεις της ικανότητας δικαστικής παράστασης και της νομιμοποίησης στην περίπτωση άσκησης
της γονικής μέριμνας 84

11.α. Εννοιολογικό περιεχόμενο της γονικής μέριμνας 84

11.β. Ικανότητα δικαστικής παράστασης και νομιμοποίηση – Διαδικαστικές συγκλίσεις και αποκλίσεις στις υποθέσεις ανηλίκων 95

11.γ. Όψεις του εργατικού δικονομικού δικαίου 101

11.δ. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις του νομοθέτη σε σχέση με την άσκηση
της γονικής μέριμνας 102

11.ε. Ειδικότερα ζητήματα ικανότητας και δικαστικής παράστασης
στο πεδίο των οικογενειακών διαφορών 104

11.στ. Το ειδικότερο ζήτημα της ικανότητας δικαστικής παραστάσεως
στις δίκες του άρθρου 592 ΚΠολΔ 111

11.ζ. Πόρισμα 116

12. Μεταβολή της ικανότητας δικαστικής παραστάσεως ανήλικου
διαδίκου και διακοπή της δίκης 117

12.α. Η γενικότερη προβληματική 117

12.β. Το ζήτημα ειδικότερα 117

13. Ικανότητα δικαστικής παράστασης και νομιμοποίηση στο πεδίο
της δικαστικής συμπαράστασης 127

14. Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως νομικών προσώπων 144

15. Η περίπτωση της μαρτυρικής κατάθεσης νόμιμου εκπροσώπου 155

15.α. Πόρισμα 158

16. Η ικανότητα προς δικαστική παράσταση αλλοδαπών προσώπων 159

17. Δικαιοδοσία δικαστηρίων για το διορισμό επιτρόπου
αλλοδαπού ανηλίκου 165

18. Ικανότητα δικαστικής παράστασης και νομιμοποίηση
ενοριακών ναών 166

19. Συμπλήρωση ελλείψεων ως προς την ικανότητα δικαστικής
παράστασης κατά τη διάταξη του άρθρου 67 ΚΠολΔ 168

20. Κύρος διαδικαστικών πράξεων, οι οποίες επιχειρούνται
κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 63 ΚΠολΔ 173

Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία 189

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ 199

Σελ. 1

1. Η ιστορικότητα της λειτουργικής συσχέτισης ανάμεσα στην ικανότητα δικαστικής παράστασης και τη νομιμοποίηση διαδίκου

Σημειώθηκε, πρόσφατα, ότι η συσχέτιση της ικανότητας προς δικαστική παράσταση με τη νομιμοποίηση διαδίκου προέκυπτε, ήδη, από το Σχέδιο Πολιτικής Δικονομίας, αν και, εν τέλει, επελέγη η διακριτή ρύθμισή τους ως διαδικαστικών προϋποθέσεων. Αξίζει να ερευνηθεί, περαιτέρω, η διασύνδεση των δύο αυτών διαδικαστικών προϋποθέσεων, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις δείχνουν να συγκλίνουν, αν και, εν τέλει, διαφοροποιούνται. Ορισμένες, μάλιστα, φορές συγχέονται. Η ικανότητα δικαστικής παράστασης και επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων και η νομική εκπροσώπηση του προσώπου, το οποίο δεν έχει την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελούν διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση αυτής, ενώ στο πλαίσιο αυτό αποτελούν και προνομιακούς ισχυρισμούς του εναγόμενου σε περίπτωση

Σελ. 2

ελλείψεώς τους. Η ικανότητα προς δικαστική παράσταση και η νομιμοποίηση, ως διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης θα πρέπει να υφίστανται κατά το χρόνο διενέργειας κάθε επιμέρους διαδικαστικής πράξης.

1.α. Ουσιαστική διάσταση της έννοιας του διαδίκου

Η νομιμοποίηση του διαδίκου, ως δικονομική απεικόνιση του προσώπου, το οποίο είναι φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, που απορρέουν από την ουσιαστική έννομη σχέση και, το οποίο κατ’ αποτέλεσμα διαθέτει την σχετική εξουσία να διεξαγάγει την οικεία δίκη, καθορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ το ίδιο ισχύει και για την ικανότητα προς δικαστική παράσταση, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Πρόκειται για την ουσιαστική διάσταση της έννοιας του διαδίκου, η οποία αντανακλάται στο ουσιαστικό δίκαιο. Και η ικανότητα δικαίου συνδέεται με το ουσιαστικό δίκαιο, δεν σημαίνει αυτό όμως ότι συνδέεται με τη νομιμοποίηση. Τούτο δεν σημαίνει, εξάλλου, ότι η νομιμοποίηση και η ικανότητα δικαστικής παράστασης δεν διαθέτουν αμιγώς δικονομικό χαρακτήρα.

Ως ενεργητική νομιμοποίηση ορίζεται, έτσι, η εξουσία κάποιου προσώπου προς διεξαγωγή ορισμένης δίκης, αναφορικά με συγκεκριμένη έννομη σχέση ή το συγκε-

Σελ. 3

κριμένο δικαίωμα, που καθορίζεται, κατά βάση, από το ουσιαστικό δίκαιο. Η μετοχή στην ένδικη έννομη σχέση και η σύνδεση με το ουσιαστικό δικαίωμα αποτελούν τα συνθετικά ουσιώδη στοιχεία της νομιμοποίησης, τα οποία παρέχουν την ανάλογη εξουσία προς διεξαγωγή της δίκης.

Τέλος, και το έννομο συμφέρον, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ως προϋπόθεση κάθε δικαστικής ενέργειας, διαφοροποιείται από τη νομιμοποίηση και την ικανότητα δικαστικής παράστασης και επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων, καθώς ως θεσμός αποσκοπεί στο να περιορίσει κάθε δικαστική ενέργεια αποκλειστικά σε εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες η έκδοση δικαστικής απόφασης είναι απαραίτητη και ικανή να συμβάλει στην προστασία προσβαλλόμενου δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον μπορεί να λειτουργεί σε ορισμένες περιπτώσεις αναπληρωματικά στη θέση της ελλείπουσας νομιμοποίησης, αλλά αυτός δεν είναι ο κανόνας, καθώς οι δύο αυτές διαδικαστικές προϋποθέσεις επίσης δεν ταυτίζονται.

Σελ. 4

2. Εννοιολογική και λειτουργική οριοθέτηση της ικανότητας δικαστικής παράστασης και της νομιμοποίησης διαδίκου

Ως ενεργητική νομιμοποίηση ορίζεται, περαιτέρω, η δικαιολόγηση ότι το ένδικο δικαίωμα ανήκει στον ενάγοντα και ότι η αντίστοιχη υποχρέωση επιβαρύνει τον εναγόμενο στο επίπεδο της παθητικής νομιμοποίησης. Ουσιαστικά, η ενεργητική νομιμοποίηση συνιστά τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του ουσιαστικού δικαιώματος και, πιο συγκεκριμένα, η νομιμοποίηση θεμελιώνεται, καταρχάς, με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος και με τον παράλληλο ισχυρισμό ότι ο εναγόμενος είναι ο φορέας της υποχρέωσης, χωρίς, μάλιστα, να απαιτείται ειδική μνεία στο δικόγραφο της αγωγής.

2.α. Τυπική διάσταση της έννοιας του διαδίκου

Πρόκειται για την τυπική θεώρηση της έννοιας του διαδίκου. Θα πρέπει να προκύπτει, σε κάθε περίπτωση, από το περιεχόμενο του δικογράφου. Στο πεδίο της έφεσης, αντίστοιχα, διάδικοι είναι εκείνοι οι οποίοι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δικάσθηκαν με αυτήν, ενώ σε περίπτωση, κατά την οποία η έφεση ασκήθηκε κατά μη διαδίκου ή από μη διάδικο απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, στο πλαίσιο του βασικού συστήματος των δύο διαδίκων.

Η, ενεργητική και παθητική, νομιμοποίηση δεν καθορίζεται ρητά στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αλλά υπονοείται στο άρθρο 68 ΚΠολΔ. Αν η νομιμοποίηση ελλείπει,

Σελ. 5

ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, τότε η αγωγή – και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα ή μέσο - απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αλλά εάν η σχετική έλλειψη συμπληρωθεί έως την συζήτηση της αγωγής, τότε κρίσιμος χρόνος για την εξέταση της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης είναι ο χρόνος συζήτησης της αγωγής.

Από την άλλη πλευρά, έχει γίνει δεκτό ότι η συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας δικαστικής παράστασης ελέγχεται κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, αλλά και εδώ θα πρέπει να δεχθεί κανείς ότι το ένδικο βοήθημα ή μέσο δεν θα απορριφθεί ως απαράδεκτο, εάν οι ελλείψεις στην ικανότητα προς δικαστική παράσταση έχουν αναπληρωθεί έως την συζήτησή του. Αυτό ενισχύεται και από την σκοπιμότητα που εξυπηρετεί η διάταξη του άρθρου 67 ΚΠολΔ.

Βέβαια, η έννοια «της πρώτης συζήτησης» συνιστά, πλέον, κατάλοιπο του παλαιότερου συστήματος των περισσότερων συζητήσεων, η οποία, με τις μεταρρυθμίσεις των νόμων 4335/2015 και 4842/2021, έχει απωλέσει, ουσιαστικά, τη σημασία της, εξαιτίας της ενίσχυσης της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας και του, κατά βάση, πέρατος της προφορικής διαδικασίας με την πραγματοποίηση μίας συζήτησης ιδίως στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών, αλλά ακόμα και με την πλήρη απουσία προφορικής συζήτησης με την επέκταση της εφαρμογής της διάταξης του 242§2 ΚΠολΔ στις τελευταίες, όπως και στη διαδικασία των μικροδιαφορών, αλλά και σε αυτή των ασφαλιστικών μέτρων.

Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως διαθέτουν, καταρχάς, τα πρόσωπα, τα οποία μπορούν να συμβάλλονται και να αναλαμβάνουν τις σχετικές συμβατικές υποχρεώσεις και για το λόγο αυτό η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως αποτελεί το δικονομικό αντίστοιχο της ικανότητας προς δικαιοπραξία. Όσοι είναι ικανοί προς δικαιοπραξία είναι και ικανοί προς δικαστική παράσταση και διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και το

Σελ. 6

αντίστροφο. Η ικανότητα δικαστικής παράστασης συνοψίζεται στην ικανότητα του διαδίκου να «εμφανίζεται» και να «στέκεται» ενώπιον του δικαστηρίου.

Και η ικανότητα δικαστικής παράστασης δεν προϋποθέτει, αντίστοιχα, ειδική αναφορά στο δικόγραφο, καθώς απαιτείται, απλά, η αναφορά του προσώπου, το οποίο αναπληρώνει την απουσία ικανότητας του διαδίκου προς δικαστική παράσταση. Έτσι απαραίτητη, για παράδειγμα, είναι η αναγραφή των στοιχείων του δικαστικού συμπαραστάτη και του προσώπου, το οποίο ετέθη υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και εκπροσωπείται από το δικαστικό συμπαραστάτη, ενώ τυχόν παράλειψη ή εσφαλμένη αναγραφή των ανωτέρω στοιχείων, εφόσον δεν προκαλούν αμφιβολία για την ταυτότητα του διαδίκου, δεν άγουν σε ακυρότητα του δικογράφου, τούτο δε προς όφελος των διαδίκων και προκειμένου να αποφεύγεται η απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων για τυπικούς λόγους.

Το ίδιο ισχύει και όταν στην επικεφαλίδα του δικογράφου δεν αναγράφονται το όνομα του αντιπροσωπευόμενου ανίκανου προσώπου και η ιδιότητα του νομιμοποιούμενου ενάγοντος ως νόμιμου εκπροσώπου αυτού, εφόσον τούτο προκύπτει από το περιεχόμενο και το αιτητικό του δικογράφου. Έχει κριθεί ότι παραδεκτά συμπληρώνεται με τις προτάσεις κατά την συζήτηση της αγωγής η χρονολογία γεννήσεως του ανηλίκου τέκνου, προκειμένου να δικαιολογηθεί η εκπροσώπησή του από τους γονείς του. Ομοίως, δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο δικόγραφο των ονομάτων των φυσικών προσώπων, που εκπροσωπούν τα νομικά πρόσωπα.

2.β. Η νομιμοποίηση διαδίκου υπό τη στενή της έννοια ως εξουσία προσώπου προς διεξαγωγή δίκης

Η νομιμοποίηση με τη στενή της έννοια, συνίσταται στην ύπαρξη του δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης, στην οποία κάποιο πρόσωπο δικάζεται με την ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγόμενου ή στην εξουσία για τη διεξαγωγή της δίκης, η οποία αναφέρεται σε συγκεκριμένο ουσιαστικό δικαίωμα ή σε έννομη σχέση και συμπίπτει, στις περισσότερες, αν και όχι σε όλες, τις περιπτώσεις με την ιδιότητα του υποκειμέ-

Σελ. 7

νου του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης με την εξαίρεση του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου. Πρόκειται για την εξουσία του προσώπου να διεξαγάγει μία δίκη ως ο όντως διάδικος στο δικό του όνομα. Χαρακτηριστικό της στοιχείο είναι ότι η εξουσία διεξαγωγής της δίκης μπορεί να αφορά και σε αλλότριο ουσιαστικό δικαίωμα και, άρα, δεν αποτελεί αποκλειστική ατομική ιδιότητα του διάδικου μέρους. Ως ιδιότητα διακρίνεται από τη νομιμοποίηση του διαδίκου, στο βαθμό που η τελευταία απορρέει από τη σύνδεση με το ουσιαστικό δικαίωμα. Με την έννοια αυτή του διαδίκου συνδέεται ο ως άνω ειδικός δικονομικός θεσμός του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, ο οποίος νομιμοποιείται κατ’ εξαίρεση στη διεξαγωγή της δίκης ανεξάρτητα από το υποκειμενικό πλαίσιο της ουσιαστικής έννομης σχέσης. Η νομιμοποίηση με τη στενή της έννοια ως έκφανση εξουσίας διεξαγωγής δίκης ενεργεί ως ανάχωμα στη λαϊκή αγωγή (Popularklage).

2.γ. Η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση στην πολιτική δίκη ως ειδική έκφανση του διαδίκου υπό στενή έννοια

Ο μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος είναι πρόσωπο, το οποίο, παρά το γεγονός ότι δεν είναι φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης ή του ουσιαστικού δικαιώματος, έχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης στο όνομά του για αλλότριο δικαίωμα βάσει, καταρχάς, ειδικής νομοθετικής διάταξης τουλάχιστον στο ελληνικό δίκαιο, καθώς το γερμανικό δίκαιο αναγνωρίζει και την συμβατική θεμελίωση της νομιμοποίησης, πέραν της νόμιμης. Αποτελεί ειδικότερη έκφανση της εξουσίας διεξαγωγής της δίκης. Ο μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος, με τη βούληση του νομοθέτη κατά κανόνα, ασκεί αγωγή για δικαίωμα τρίτου, αιτούμενος έννομη προστασία στο όνομά του, οπότε γίνεται λόγος για εξαιρετική ενεργητική νομιμοποίηση ή, αντιστρόφως, η δίκη διεξάγεται, ομοίως με τη βούληση του νομοθέτη, εναντίον μη υπόχρεου διαδίκου, οπότε και γίνεται λόγος για εξαιρετική παθητική νομιμοποίηση.

Σελ. 8

Θεμέλιο, όπως αναφέρθηκε, της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης αποτελεί ρητή, συγκεκριμένη και ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει ρητά σε πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου. Ο νομοθέτης με συγκεκριμένη διάταξη επιτρέπει στο μη δικαιούχο διάδικο να ασκήσει αγωγή για δικαίωμα τρίτου και να αιτηθεί την παροχή έννομης προστασίας στο όνομά του – στην περίπτωση της κατ’ εξαίρεση ενεργητικής νομιμοποίησης – ή επιτρέπει τη διεξαγωγή της δίκης κατά προσώπου, βάσει νομοθετικής διάταξης, ο οποίος δεν υποχρεούται έναντι του ενάγοντος – στην περίπτωση της κατ’ εξαίρεση παθητικής νομιμοποίησης -.

Δεν υφίσταται συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, η οποία να ρυθμίζει ειδικά την περίπτωση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων και να καθορίζει τα κριτήρια και τα εννοιολογικά στοιχεία του προσδιορισμού τους, αλλά υφίστανται διάσπαρτες στη νομοθεσία περιπτώσεις με ad hoc ρυθμίσεις δεν αποκλείεται, δε, η ύπαρξη μη ρυθμισμένων περιπτώσεων.

Έτσι, ως εξαιρετικά ενεργητικώς νομιμοποιούμενοι διάδικοι λογίζονται ο ενάγων, ο οποίος διέθεσε το επίδικο αντικείμενο κατά τη διάρκεια της δίκης, ο σύνδικος της πτώχευσης, όταν ασκεί αγωγές σχετικά με την πτωχευτική περιουσία, ο εκκαθαριστής κληρονομίας, όταν ασκεί τις σχετικές αγωγές, ο εκτελεστής της διαθήκης, όταν, ομοίως, ασκεί τις σχετικές αγωγές, ο διαχειριστής στην αναγκαστική διαχείριση, ο πλαγιαστικώς ενάγων δανειστής, η ενάγουσα μητέρα, η οποία επιδιώκει τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του εκτός γάμου γεννημένου τέκνου της, ο εισαγγελέας, όταν ασκεί αγωγή ακυρώσεως του γάμου, οι ενώσεις καταναλωτών, όταν ασκούν συλλογική αγωγή, ο εντολέας, όταν στρέφεται κατά του υποκατάστατού του, ο εκμισθωτής που ασκεί αγωγή κατά του υπομισθωτή, ο Υπουργός Οικονομικών, ενώ περιπτώσεις εξαιρετικής παθητικής νομιμοποίησης θεωρούνται αυτές του αρχικώς εναγόμενου, που διέθεσε το επίδικο δικαίωμα κατά τη διάρκεια της δίκης, του σύνδικου της πτώχευσης, του εκκαθαριστή της κληρονομίας, του εκτελεστή της διαθήκης, του Υπουργός Οικονομικών, κ.λπ.. Είναι, βέβαια, αυτονόητο ότι και οι μη υπόχρεοι και μη δικαιούχοι διάδικοι θα πρέπει να διαθέτουν αυτοτελώς ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και τέλεσης διαδικαστικών πράξεων, προκειμένου να διεξάγουν τις σχετικές δίκες.

Η ιδιότητα του εξαιρετικά νομιμοποιούμενου διάδικου δεν μπορεί να αποδοθεί βάσει αναλογικής ερμηνείας και εφαρμογής άλλης νομοθετικής διάταξης, ούτε και βάσει συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, η δε ερμηνεία των διατάξεων που καθιδρύουν την εξαιρετική νομιμοποίηση θα πρέπει να είναι αυστηρή και στενή (singularia

Σελ. 9

non sunt extendenda). Βέβαια, όπως αναφέρεται ειδικότερα κατωτέρω, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε, πρόσφατα, προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η εξαιρετική νομιμοποίηση διακρίνεται σε αποκλειστική και συντρέχουσα και η διάκριση αυτή καθορίζεται νομοθετικά. Στην πρώτη περίπτωση, αυτήν της αποκλειστικής νομιμοποίησης η εξουσία διεξαγωγής της δίκης αφαιρείται από το υποκείμενο της έννομης σχέσης και ασκείται αποκλειστικά από το μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο. Αντιθέτως, στην περίπτωση της συντρέχουσας εξαιρετικής νομιμοποίησης ο μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος νομιμοποιούνται παράλληλα με το φορέα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης στη διεξαγωγή της δίκης. Σε περίπτωση αμφιβολίας ενεργοποιείται τεκμήριο υπέρ της συντρέχουσας νομιμοποίησης, προκειμένου να μην εγείρονται ζητήματα προσβολής του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως του - εκ της εννόμου σχέσεως - διαδίκου σύμφωνα με το άρθρο 20§1 Σ και το άρθρο 6§1 Ε.Σ.Δ.Α..

Η μη απόδειξη της συνδρομής της ενεργητικής νομιμοποίησης και η, ακόλουθη, απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Έχει γίνει, εντούτοις, δεκτή και άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία η μη απόδειξη του ισχυρισμού διαδίκου περί ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης, οδηγεί σε απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, καθώς δεν αποδεικνύεται η σύνδεση του ενάγοντος με το ένδικο ουσιαστικό δικαίωμα ή την ουσιαστική έννομη σχέση ή δεν αποδεικνύεται η συσχέτιση του φερόμενου ως εναγόμενου με την επικαλούμενη υποχρέωση. Δηλαδή, εάν αποδειχθεί αναληθής ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος, η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη ουσιαστικά και όχι ως ανομιμοποίητη, ακριβώς επειδή ελλείπει το στοιχείο της σύνδεσης των προσώπων των διαδίκων με το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα ή την έννομη σχέση και, ουσιαστικά ο ενάγων δεν διαθέτει το ουσιαστικό δικαίωμα.

Το ζήτημα έχει και πρακτική σημασία, καθώς, εάν γίνει αποδεκτή η πρώτη άποψη, ο ενάγων διαθέτει τη δυνατότητα να επανέλθει με νέα αγωγή, καθώς η πρώτη θα έχει απορριφθεί για τυπικό λόγο, διορθώνοντας τις ελλείψεις στο επίπεδο της νομιμοποίησης, ενώ εάν γίνει δεκτή η δεύτερη άποψη, η απόρριψη της αγωγής για ουσιαστικό λόγο και η ενεργοποίηση των θεσμών της εκκρεμοδικίας και του δεδικασμένου, κω-

Σελ. 10

λύουν την ορθή επαναφορά του ισχυρισμού της νομιμοποίησης από τον ενάγοντα με την κατάθεση νέας αγωγής. Η θέση της μειοψηφίας, προφανώς, βασίζει την επιχειρηματολογία της στην παραδοχή ότι το δικονομικό αντικείμενο της δίκης δεν διαθέτει αυτοτέλεια έναντι του ουσιαστικού αντικειμένου αυτής και εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με το τελευταίο. Η διάσταση αυτή σχετίζεται, δηλαδή, και με το ζήτημα της (μερικής) αυτονομίας του δικονομικού δεδικασμένου. Αντίθετα, η ορθότερη θέση κινείται στο πλαίσιο της παραδοχής ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης αποτελούν τον αναγκαίο όρο για την εκφορά κρίσης επί της ουσίας της διαφοράς εκ μέρους του δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, πρώτα ελέγχεται εάν, τυπικά, ο ενάγων φέρει την ιδιότητα αυτή και σε δεύτερο επίπεδο εάν, όντως, αυτός είναι και ο φορέας του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος.

2.δ. Σύντομο πόρισμα

Διαπιστώνεται η πολυδιάστατη έννοια του διαδίκου, αρχικά υπό την τυπική και ουσιαστική της έννοια, δηλαδή υπό το πρίσμα του προσώπου, που, κατ’ ισχυρισμό, αναφέρεται ως διάδικος στο δικόγραφο, καθώς και υπό το πρίσμα του φορέα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, ως δικαιούχου και ενεχόμενου, η οποία αποκλίνει από την έννοια του όντως διαδίκου, ο οποίος διαθέτει την πραγματική εξουσία διεξαγωγής της δίκης στο όνομά του, όπου απαντάται και η διάκριση ανάμεσα στο δικαιούχο και μη δικαιούχο διάδικο.

Αποτυπώνονται εννοιολογικοί προσδιορισμοί ήδη γνωστοί στη γερμανική δικονομική επιστήμη (Prozessführungsbegugnis, Prozeßstandschaft). Τούτο συνεπάγεται ότι o διάδικος ως φορέας ή ως υπόχρεος αναφορικά με την ουσιαστική έννομη σχέση ενδέχεται να μη διαθέτει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης, για ποικίλους λόγους, όπως η πτώχευση, η θέση σε αναγκαστική διαχείριση ή ανικανότητα προς δικαιοπραξία, η μεταβίβαση της απαίτησης, με συνέπεια η δίκη να διεξάγεται στο όνομα τρίτου προσώπου, ο οποίος και αποκτά την εξουσία αυτή δυνάμει του νόμου. Περαιτέρω, η εξουσία διεξαγωγής της δίκης συνδέεται αναπόσπαστα με την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων, καθώς δε νοείται πρόσωπο να διαθέτει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, αλλά να μη διαθέτει ικανότητα δικαστικής παραστάσεως. Τέλος, επισημαίνεται η εννοιολογική διαφοροποίηση των δύο αυτών δικονομικών θεσμών.

Σελ. 11

3. Η διασύνδεση της ικανότητας δικαστικής παράστασης ως δικονομικού θεσμού με το ουσιαστικό δίκαιο

Η έλλειψη ικανότητας προς παράσταση στο δικαστήριο και προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων καλύπτεται από τη δικονομική έννομη τάξη μέσα από τον ορισμό εκπροσώπου, ο οποίος και διενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις όχι επ’ ονόματί του αλλά στο όνομα του ανίκανου προς δικαιοπραξία, ο οποίος και διατηρεί την ιδιότητα του διαδίκου.

H ικανότητα προς παράσταση στο δικαστήριο και προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων συνιστά, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ένα αμιγώς δικονομικό ζήτημα, το οποίο στις διαφορές με στοιχεία αλλοδαπότητας ρυθμίζεται από τη lex fori σε αντίθεση με το ζήτημα της νομικής εκπροσώπησης του ανίκανου (π.χ. ανήλικου), το οποίο ρυθμίζεται από τους κανόνες συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κατά τα άρθρα 4 επ. Α.Κ.. Υποστηρίζεται ότι η πλήρης στέρηση της ικανότητας προς δικαιοπραξία στο επίπεδο του ουσιαστικού δικαίου ή η μερική στέρηση αποκλείουν την ικανότητα προς τη διεξαγωγή της δίκης και την τέλεση διαδικαστικών πράξεων. Αντίστοιχα υποστηρίζονται και στο πεδίο του γερμανικού δικονομικού δικαίου, όπου δεν αναγνωρίζεται μερική ικανότητα προς δικαστική παράσταση ως αντίκρισμα μερικής ικανότητας προς δικαιοπραξία. Η επιλογή, βέβαια, του Έλληνα νομοθέτη είναι εν μέρει διαφορετική, όπως καταδεικνύεται κατωτέρω.

Η ικανότητα προς δικαστική παράσταση και τέλεση δικαστικών και εξώδικων διαδικαστικών πράξεων συνδέεται αντιστοίχως με το ουσιαστικό δίκαιο και εξισώνεται με την ικανότητα προς δικαιοπραξία και ρυθμίζεται με βάση αυτήν. Όπως η ικανότη-

Σελ. 12

τα διαδίκου αντιστοιχεί στην ικανότητα δικαίου και ταυτίζεται, όπως υποστηρίζεται, με την προσωπικότητα του φυσικού και νομικού προσώπου, έτσι και η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων αντιστοιχεί στην ικανότητα προς δικαιοπραξία, είναι το δικονομικό της αντίστοιχο, όπως σημειώθηκε, και, βέβαια, προϋποθέτει την ιδιότητα του προσώπου να είναι υποκείμενο και φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα προσώπου προς δικαστική παράσταση, ως αντίκρισμα της ικανότητας προς δικαιοπραξία, επίσης, συνδέεται και με γενικότερες δικονομικές αρχές, όπως η αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας, καθώς η ικανότητα προς δικαστική παράσταση συνεπάγεται την υπεύθυνη εμφάνιση του διαδίκου στο δικαστήριο. Οι διατάξεις του ΚΠολΔ αναφορικά με την ικανότητα δικαστικής παράστασης εφαρμόζονται και στο πεδίο της εκούσιας δικαιοδοσίας, παρά την, καταρχάς, απουσία αντιδικίας. Η ικανότητα δικαστικής παράστασης συνιστά περαιτέρω λειτουργική προϋπόθεση κάθε ενεργούμενης διαδικαστικής πράξης.

Σελ. 13

4. Θεμελιακή οριοθέτηση των προϋποθέσεων της ικανότητας προς δικαστική παράσταση και προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων

Στο πεδίο των υποκειμένων της δίκης το δικονομικό και το ουσιαστικό δίκαιο αναμφίβολα διασυνδέονται. Επιστήμη και νομολογία στο πλαίσιο των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου οριοθετούν, περιπτωσιολογικά, την ικανότητα δικαστικής παράστασης και διενέργειας διαδικαστικών πράξεων.

Πλήρως, καταρχάς, ικανός για δικαιοπραξία και, συνεπώς, προς δικαστική παράσταση και διενέργεια διαδικαστικών πράξεων είναι ο ενήλικος, το πρόσωπο, δηλαδή, το οποίο έχει συμπληρώσει τα δεκαοκτώ (18) έτη της ηλικίας του και έχει πλήρη συνείδηση των πράξεων του και δεν πάσχει από κάποιου είδους πνευματική ή ψυχική διαταραχή, η οποία να επηρεάζει τον σχηματισμό της βουλήσεώς του. Εξαίρεση στον συγκεκριμένο κανόνα προβλέπεται για τους περιορισμένα ικανούς προς δικαιοπραξία, οι οποίοι, εντούτοις, έχουν απεριόριστη ικανότητα προς δικαστική παράσταση ιδίως δε σε σχέση με τις δίκες που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες, τις οποίες αυτοί είναι ικανοί να τελέσουν, όπως ο ανήλικος, ο οποίος έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) έτη της ηλικίας του, αναφορικά με δίκη, που απορρέει από την παροχή της εργασίας του ή ο έγγαμος ανήλικος σε σχέση με τις δίκες που σχετίζονται με την έγγαμη διαβίωση και τις οικογενειακές ανάγκες.

Η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων έχει προσωποπαγή χαρακτήρα και παύει να υφίσταται με το θάνατο του φυσικού προσώπου, ενώ και η έλλειψή της δεν επηρεάζει την εξέλιξη της δίκης αν δεν διαπιστωθεί στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστηρίου. Κρίθηκε, έτσι, σε επίπεδο παλαιότερης νομολογίας, ότι επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως κατά αποφάσεως που εκδόθηκε εις βάρος προσώπου στερούμενου της ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, εφόσον δεν έχει αμφισβητηθεί η ικανότητά του προς δικαστική παράσταση

Σελ. 14

και εφόσον το δικαστήριο δεν έκρινε σχετικά στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξουσίας του. Εν προκειμένω, ενεργοποιείται και η αρχή της συζητήσεως, καθώς εάν το δικαστήριο δεν ελέγξει αυτεπάγγελτα την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως του διαδίκου ή δεν προταθεί ο σχετικός ισχυρισμός από τον αντίδικο του παριστάμενου ανίκανου οι διαδικαστικές πράξεις του παραμένουν παραδεκτές και έγκυρες, καθώς η ικανότητα προς δικαστική παράσταση, όπως και η ικανότητα διαδίκου και η νομιμοποίηση, αφορούν σε κάθε διαδικασία και, άρα, και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Τα πρόσωπα, τα οποία είναι ανίκανα προς δικαστική παράσταση και τέλεση διαδικαστικών πράξεων, μεταξύ των οποίων οι κάτω των δεκαοκτώ (18) ανήλικοι ή τα πρόσωπα εκείνα που έχουν υποβληθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, κατά τη διάταξη των άρθρων 1666 επ. Α.Κ., διατηρούν την ιδιότητα του διαδίκου και, απλά, εκπροσωπούνται από το νόμιμο αντιπρόσωπό τους, ο οποίος αναπληρώνει την ελλείπουσα ικανότητα δικαστικής παράστασης, όπως οι γονείς του ανηλίκου ή στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο έχει τεθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, από το δικαστικό συμπαραστάτη, ο οποίος αντιπροσωπεύει το υπό συμπαράσταση πρόσωπο στο πλαίσιο των ειδικών καθηκόντων του, που του ανατέθηκαν με την τελεσίδικη, περί διορισμού δικαστικού συμπαραστάτη, δικαστική απόφαση. Ο ανίκανος προς δικαιοπραξία έχει απωλέσει, περαιτέρω, και την εξουσία διεξαγωγής της δίκης, οπότε ο νόμιμος εκπρόσωπος είναι αυτός, ο οποίος νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά στην οικεία δίκη, όπως οι γονείς ως τα πρόσωπα που ασκούν, κατά κανόνα, τη γονική μέριμνα από κοινού.

Ως εξαίρεση στις προαναφερόμενες οριοθετήσεις της ικανότητας προς δικαστική παράσταση και της έλλειψής της λογίζεται και η διάταξη του άρθρου 802 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία ο δικαστικά συμπαραστατούμενος διαθέτει δικαίωμα παράστασης ενώπιον του δικαστηρίου στη δίκη που αφορά το ζήτημα της θέσης του σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, καθώς και το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που τον θέτει σε δικαστική συμπαράσταση, εφόσον έχει συμπληρώσει τα δεκαέξι (16) έτη της ηλικίας του. Υπό την τελευταία αυτή προϋπόθεση αναγνωρίζεται η ικανότητα δικαστικής παράστασης του συμπαραστατούμενου.

Ανάλογα ορίζει για τον ανήλικο που έχει συμπληρώσει τα δεκαέξι (16) έτη της ηλικίας του το άρθρο 742 ΚΠολΔ και την ικανότητα παράστασής του σε δίκες που αφορούν

Σελ. 15

την προσωπική του κατάσταση και, επομένως, ανήλικοι κάτω των δεκαέξι (16) ετών θα πρέπει να παρίστανται υποχρεωτικά στις σχετικές δίκες με νόμιμο εκπρόσωπο. Ο ουσιαστικός και δικονομικός νομοθέτης αναγνωρίζουν μια ευρύτερη δυνατότητα στον ανήλικο άνω των δεκαέξι ετών να παρίσταται με το όνομά του σε δίκες, οι οποίες αφορούν την προσωπική του κατάσταση χωρίς την ανάγκη διορισμού ειδικού δικαστικού συμπαραστάτη. Γυναίκα, η οποία είχε συμπληρώσει τα δεκαέξι (16) της ηλικίας της κρίθηκε ότι νομίμως παραστάθηκε σε δίκη χορηγήσεως άδειας γάμου, ενώ νομίμως υποβλήθηκε, εκ μέρους της, και η σχετική αίτηση.

Εξάλλου, διάδικος, ο οποίος αιτείται τη δικαστική ακύρωση δικαιοπραξίας, επικαλούμενος ακυρότητα αυτής εξαιτίας είτε έλλειψης συνειδήσεως των πραττομένων του, είτε στέρησης της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής νόσου, νομίμως ασκεί την αγωγή και παρίσταται στο δικαστήριο προς υποστήριξη αυτής, εκτός εάν έχει ήδη τεθεί σε δικαστική απαγόρευση, σε δικαστική αντίληψη (πλέον σε δικαστική συμπαράσταση) ή έχει ορισθεί προσωρινός διαχειριστής για τη διαχείριση της περιουσίας του, οπότε και μόνο τότε περιορίζεται η απεριόριστη δικονομική εξουσία του.

Εξάλλου, θα απορριφθεί ως απαράδεκτη αγωγή διατροφής τέκνου λόγω ελλείψεως αντιπροσωπευτικής εξουσίας στο πρόσωπο της μητέρας, εάν συν-ομολογείται από αμφότερους τους γονείς του ότι το ανήλικο τέκνο πάσχει από πνευματική νόσο και δεν έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Η έλλειψη ικανότητας προς δικαστική παράσταση στην συγκεκριμένη περίπτωση, θεμελιώνεται στην απουσία δικαστικού συμπαραστάτη, ο οποίος θα αναπληρώσει την απούσα ικανότητα του πάσχοντος ανηλίκου να παρίσταται στο όνομά του και να διενεργεί διαδικαστικές πράξεις. Η εν λόγω αγωγή θα πάσχει, όμως, εκτός από την ελαττωματική αναπλήρωση της ελλείπουσας ικανότητας προς δικαστική παράσταση και από έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, καθώς ο δικαστικός συμπαραστάτης είναι το πρόσωπο, το οποίο νομίμως θα διαθέτει και την εξουσία διεξαγωγής της δίκης.

Η έλλειψη ικανότητας προς δικαστική παράσταση, εξαιτίας τη μη θέσης ανηλίκου σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, δεν μπορεί να αναπληρωθεί ούτε στο πλαίσιο της ως άνω διάταξης του άρθρου 67 ΚΠολΔ, το οποίο, όπως και το άρθρο 105 ΚΠολΔ εισάγουν ένα δικονομικό πλαίσιο επιείκειας προς το διάδικο, ο οποίος δεν θα πρέπει να επιβαρύνεται με την επανάληψη διαδικαστικών πράξεων για τυπικούς λόγους με αποτέλεσμα την πρόκληση καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύ-

Σελ. 16

νης. Η δυσχέρεια στην εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται, βέβαια, στον απαιτούμενο χρόνο για τη θέση του προσώπου σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και τον καθορισμό των προσώπων του προσωρινού και του οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη.

Κατ’ εξαίρεση, πάντως, ο δικαιοπρακτικά ανίκανος διαθέτει την ικανότητα δικαστικής παράστασης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προς τον σκοπό αποτροπής επικείμενου κινδύνου. Η δογματική θεώρηση της ικανότητας δικαστικής παράστασης ως αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, η έλλειψη της οποίας κωλύει το δικαστήριο από την εκφορά κρίσης για την ουσία της διαφοράς κάμπτεται γενικότερα στις περιπτώσεις λήψης επειγόντων μέτρων, όπως θα εξετασθεί και στην περίπτωση της πτωχεύσεως. Έτσι, αίτηση επίδειξης εγγράφων παραδεκτά και νόμιμα υποβάλλεται και από τον δικαστικά συμπαραστατούμενο.

4.α. Πόρισμα

Παρά την εννοιολογική και δογματική διαφοροποίησή της νομιμοποίησης και της ικανότητας δικαστικής παράστασης μπορεί να αναφερθούν οι περιπτώσεις της διαδικαστικής τους συγκλίσεως, καθώς το πρόσωπο, το οποίο αναπληρώνει την ικανότητα δικαστικής παράστασης του ανίκανου διαθέτει, κατά κανόνα, και την αντίστοιχη εξουσία διεξαγωγής της δίκης. Είναι παρεμφερές, αλλά διαφορετικό το ζήτημα ότι ο νομιμοποιούμενος διάδικος θα πρέπει να διαθέτει, αυτοτελώς, ικανότητα δικαστικής παράστασης.

Σελ. 17

5. Η θεώρηση της δίκης ως δικονομικής έννομης σχέσης και, συνεπώς, ως έννομης σχέσης υπαγόμενης στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, ως έρεισμα για τη λειτουργική σύγκλιση της ικανότητας προς δικαστική παράσταση και της νομιμοποίησης διαδίκου

Η εννοιολογική διασύνδεση της ικανότητας δικαστικής παράστασης με την ικανότητα προς δικαιοπραξία φυσικά διαθέτει έρεισμα στη νομική φύση της δίκης. Η εννοιολογική αυτή συσχέτιση θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της νομικής φύσης της δίκης ως έννομης σχέσης.

Είχε διατυπωθεί, κατά το παρελθόν, η θέση ότι η δίκη αποτελεί μία έννομη κατάσταση. Νεότερες απόψεις δεν αποδέχονται τη συγκεκριμένη θέση και υποστηρίζουν ότι η δίκη συνιστά μία έννομη σχέση, υπό την έννοια ότι η δίκη αποτελεί σύνολο και ακολουθία επιμέρους – διαδικαστικών - πράξεων τριμερούς χαρακτήρα μεταξύ των διαδίκων και ανάμεσα στους διαδίκους και στο δικαστήριο. Η ακολουθία αυτή έννομων καταστάσεων στο πλαίσιο της δίκης σε τούτο καταλήγει, ότι, δηλαδή, τελικά, η δίκη αποτελεί μία έννομη σχέση και όχι μία νομική κατάσταση.

Αλλά και κατά τα παραδεδεγμένα στην ελληνική θεωρία του αστικού δικονομικού δικαίου, η πολιτική δίκη αποτελεί μία πολυμερή έννομη σχέση, η οποία απαρτίζεται από περισσότερες επιμέρους διμερείς έννομες σχέσεις ανάμεσα στο δικαστήριο και τον ενάγοντα, το δικαστήριο και τον εναγόμενο και ανάμεσα στον ενάγοντα και τον εναγόμενο.

Σελ. 18

Η πολιτική δίκη συνιστά, δηλαδή, μία ακολουθία αποφάσεων και νομικών καταστάσεων, η οποία εμφανίζει μία ενότητα.

5α. Η πολιτική δίκη ως έννομη σχέση και ως θεσμός του δημοσίου δικαίου

Η δίκη αποτελεί ένα σύστημα έννομων σχέσεων, το οποίο καθορίζεται και διέπεται από το δημόσιο δίκαιο. Η διάπλαση της έννομης σχέσης της δίκης κατατείνει στον θεμελιώδη σκοπό της, ο οποίος είναι η επίλυση της διαφοράς, η οποία δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την επίλυση μίας συγκεκριμένης διαφοράς του ιδιωτικού δικαίου, αλλά και με την ικανοποίηση ευρύτερων στόχων, όπως η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και του δημοσίου συμφέροντος.

Η θεώρηση αυτή δεν υπήρξε, παρά ταύτα, αναντίρρητη, καθώς έχει αποδοθεί στην έννομη αυτή σχέση ένας, κατά βάση, διμερής χαρακτήρας, υπό την έννοια ότι από τη μία πλευρά το δικαστήριο, ως φορέας δημόσιας εξουσίας, αναλαμβάνει τη δημοσίου δικαίου υποχρέωση να εκδώσει απόφαση επί μίας αιτήσεως, ως προς τη διάγνωση, όμως, μίας μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικής έννομης σχέσης.

Είναι αμφίβολο κατά πόσον η θέση αυτή έτυχε αποδοχής με δεδομένο ότι έως και σήμερα κρατεί η έποψη της δίκης ως εννόμου σχέσεως πολυμερoύς χαρακτήρα, καθώς η σχέση αναπτύσσεται μεταξύ του Δικαστηρίου και των διαδίκων, αλλά και των διαδίκων μεταξύ τους στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου, καθώς το κράτος είναι αυτό που ρυθμίζει και διασφαλίζει την εξέταση των αξιώσεων των ιδιωτών. Η εκδοθείσα δικαστική απόφαση ως ύψιστη έκφανση κρατικής κυριαρχίας ακόμα και σφάλματα να περιλαμβάνει δεν μπορεί να μεταρρυθμισθεί αυτοδικαίως παρά μόνο μέσω της

Σελ. 19

δικονομικής οδού των ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων όπως η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση.

Η αμφισβήτηση της θέσεως αυτής, είναι προφανές ότι ερείδεται σε ποικίλες βάσεις. Καταρχάς, η αίτηση παροχής έννομης προστασίας αφορά τον ενάγοντα και όχι αμφότερους τους διαδίκους, καθώς η συγκεκριμένη αίτηση διαθέτει το στοιχείο της εκκίνησης της δίκης. Το αίτημα του εναγόμενου προς απόρριψη της αγωγής και οι υποστηρικτικοί του ισχυρισμοί έχουν, ουσιαστικά, παρεπόμενο χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι αποτελούν την άμυνα του εναγόμενου στους αγωγικούς ισχυρισμούς. Η ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης ως αναγκαίων προϋποθέσεων για την έκδοση της δικαστικής απόφασης (όπως, για παράδειγμα, η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και τέλεσης διαδικαστικών πράξεων ή η νομιμοποίηση) δεν αλλοιώνει τον πυρήνα του φαινομένου της δίκης ως έννομης σχέσης. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης δεν συνιστούν ένα ιδιαίτερο, αυτοτελές αντικείμενο της δίκης, ούτε κείνται έξω από το πλαίσιο διάγνωσης της επίδικης διαφοράς. Για το λόγο αυτό εξετάζονται πάντοτε σε σχέση με το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης. Δεν μπορεί, καταρχάς, να υπάρξει επί αυτών ιδιαίτερη οριστική και πολύ περισσότερο τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία να δημιουργεί αυτοτελές δεδικασμένο ανεξάρτητο από το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης.

Αποτυπώνεται εν προκειμένω η σχετική συζήτηση και διχογνωμία στην επιστήμη, καθώς, από τη μία πλευρά, υποστηρίζεται ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης αποτελούν συνθετικό οντολογικό στοιχείο της όλης έννομης σχέσης της δίκης, με συνέπεια να μην είναι νοητή έκδοση απόφασης αποκλειστικά επί της ουσίας της υπόθεσης, ούτε, δε, και νοείται συνέχιση της δίκης εν τη απουσία τους, ενώ από την άλλη πλευρά, γίνεται αποδεκτό ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης είναι οντολογικά ανεξάρτητες από τη δίκη ως έννομη σχέση υπό την έννοια ότι η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης επιτρέπει στο δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ η έλλειψή τους άγει σε απόρριψη της αγωγής σε τυπικό πεδίο υπό την έννοια ότι η δικαστική διάγνωση διέρχεται από δύο επάλληλες φάσεις τον έλεγχο, δηλαδή, του παραδεκτού αρχικά και, κατόπιν, του βάσιμου των προβαλλόμενων ισχυρισμών, διαδικασία μέσω της οποίας επιδιώκεται

Σελ. 20

η πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού μέσα από την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων και τη διασφάλιση τόσο των θεμελιωδών δικαιωμάτων όσο και της ευρυθμίας της κοινωνικής ζωής.

Γίνεται αντιληπτή, στο πλαίσιο αυτό, η διάκριση ανάμεσα στο παραδεκτό και το βάσιμο της αγωγής, η διάκριση ανάμεσα στο δικονομικό και ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης. Ανακύπτει η εννοιολογική θεώρηση της δίκης ως δικονομικής έννομης σχέσης. Δικονομική δημοσίου δικαίου φύση δεν διαθέτει μόνο η έννομη σχέση μεταξύ δικαστηρίου και διαδίκου υπό την έννοια ότι το δικαστήριο ως φορέας δημόσιας εξουσίας, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά, φέρει δημόσιο καθήκον προς έκδοση απόφασης, κατόπιν της αιτήσεως του ενάγοντος ή του ανακόπτοντος (και παρεπόμενα και του εναγόμενου) αλλά και οι έννομες σχέσεις των διαδίκων μεταξύ τους, καθώς ρυθμίζονται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όπως αυτές για την καλόπιστη διεξαγωγή της δίκης (116 ΚΠολΔ) ή τη σαφή διατύπωση των ισχυρισμών (261 ΚΠολΔ).

Και η ίδια η δικαστική απόφαση συνιστά αυτοτελώς μια διαδικαστική πράξη, καθώς συμβάλει στην διάπλαση και στην εξέλιξη της δίκης ως διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας. Ως διαδικαστική πράξη, η δικαστική απόφαση ενδέχεται να πάσχει και αυτή από ελαττώματα, που, ανάλογα με τις περιστάσεις άγουν σε ακυρωσία, αυτοδίκαιη ακυρότητα ή ανυπόστατο αυτής. Η ακυρότητα μίας αποφάσεως συνδέεται αναπόσπαστα με τα σφάλματα κατά τη διάρθρωση του νομικού συλλογισμού, οπότε και η ακυρότητα κηρύσσεται με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης κατόπιν αποδοχής ενδίκου μέσου. Με την έκδοσή της επέρχονται οι έννομες συνέπειές της, με τις οποίες διαπλάθεται περαιτέρω η έννομη σχέση της δίκης.

Ως εκ τούτου, η ικανότητα προς τέλεση νομικών πράξεων, πράξεων δηλαδή που παράγουν έννομες συνέπειες, έχει την αντανάκλασή της στο δικονομικό πεδίο στην ικανότητα προς παράσταση στα δικαστήρια και προς τέλεση διαδικαστικών πράξεων. Συνιστά το δικονομικό της αντίκρισμα και αντίστοιχο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.

Back to Top