ΔΙΕΘΝΕΣ & ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Εκδοση: 3η 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 592
- ISBN: 978-960-654-156-8
- ISBN: 978-960-654-156-8
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Διεθνές & Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο» παρέχει μία συστηματική εισαγωγή στο πολύπλοκο δίκαιο των τοπικών ορίων των ελληνικών ποινικών νόμων και στο ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο. Ζητήματα όπως η εφαρμογή αλλοδαπού κανόνα δικαίου, η νομιμότητα αποδείξεων που αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, ο τόπος τέλεσης του διαδικτυακού εγκλήματος, η ποινική δικαιοδοσία επί ξένων πλοίων, το ευρωπαϊκό ne bis in idem και τα οικονομικά εγκλήματα κατά της ΕΕ αναλύονται κατά τρόπο ευσύνοπτο και κατανοητό. Απευθύνεται σε δικηγόρους, εισαγγελείς, δικαστές, φορείς του Δημοσίου, ναυτιλιακές εταιρίες και γενικότερα σε κάθε ενασχολούμενο με το αντικείμενο.
Πρόλογος | Σελ. VII |
Συντομογραφίες | Σελ. XXXI |
Βασική βιβλιογραφία | Σελ. XXXVII |
Εισαγωγή | Σελ. 1 |
Ι. Τι είναι το διεθνές ποινικό δίκαιο; | Σελ. 2 |
ΙΙ.Το δίκαιο των τοπικών ορίων των ποινικών νόμων (διεθνές ποινικό δίκαιο stricto sensu) | Σελ. 4 |
ΙΙΙ. Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο | Σελ. 7 |
Το δικονομικό ποινικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 8 |
ΙV. Το δίκαιο της δικαστικής αρωγής σε ποινικές υποθέσεις | Σελ. 9 |
V. Παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνής έννομη τάξη | Σελ. 10 |
VΙ. Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων (delicta juris gentium) | Σελ. 12 |
1. Έννοια | Σελ. 12 |
2. Τα «μη γνήσια» διεθνή εγκλήματα | Σελ. 13 |
3. Η ορολογία | Σελ. 14 |
4. Τα κύρια χαρακτηριστικά του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων | Σελ. 15 |
5. Ποινική ευθύνη κρατών; | Σελ. 16 |
6. Πηγές του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων | Σελ. 17 |
7. Η δίωξη των διεθνών εγκλημάτων. Διεθνή και υβριδικά δικαστήρια | Σελ. 20 |
8. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο | Σελ. 20 |
VΙI.Η νέα εικόνα της διεθνούς ποινικής καταστολής και η περιστολή της εθνικής κυριαρχίας των επιμέρους κρατών | Σελ. 21 |
1. Απεμπόληση της αρχής του διπλού αξιοποίνου | Σελ. 21 |
2. Ποινική νομοθέτηση απ’ ευθείας από την Ευρωπαϊκή Ένωση | Σελ. 22 |
3. Περιορισμοί της εθνικής κυριαρχίας χάριν της ποινικής προστασίας αρχαιοτήτων | Σελ. 22 |
4. Αυτογνώμων ενάσκηση διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας | Σελ. 23 |
5. Η θεωρία του duty to govern | Σελ. 24 |
6. Μale captus bene judicatus και κάμψη της εθνικής κυριαρχίας | Σελ. 24 |
7. Κριτική αποτίμηση | Σελ. 25 |
VIII. Το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου | Σελ. 26 |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | |
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ | |
Κεφάλαιο 1 Νομική φύση των Κανόνων του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου Stricto Sensu | |
Ι.Οι κανόνες του διεθνούς ποινικού δικαίου stricto sensu ως εσωτερικοί κανόνες ουσιαστικού δικαίου | Σελ. 29 |
1. Γενικά | Σελ. 29 |
2. Το δ.π.δ. stricto sensu ως δίκαιο εφαρμογής των ποινικών κανόνων. Η θεωρία των δύο βαθμίδων | Σελ. 31 |
3. Το δίκαιο των τοπικών ορίων και το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο | Σελ. 32 |
3.1. Οι κανόνες του δ.π.δ. stricto sensu ως μονομερείς κανόνες | Σελ. 32 |
3.2. Οι κανόνες του δ.π.δ. stricto sensu ως κανόνες δημοσίου δικαίου | Σελ. 33 |
4. Το πρωτείο των ημεδαπών ποινικών κανόνων | Σελ. 33 |
5. Οι κανόνες δ.π.δ. stricto sensu και οι πρωτεύοντες ποινικοί κανόνες | Σελ. 35 |
6. Κριτική και συμπεράσματα | Σελ. 37 |
6.1. Τη σκοπιμότητα απειλής ποινής εκφράζουν οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου | Σελ. 37 |
6.2. Η ισχύς των αξιολογικών κανόνων είναι ευρύτερη από εκείνη των πρωτευόντων | Σελ. 37 |
6.3. Ο όρος της αμοιβαιότητας ως παράγων περιστολής της διευρυμένης ισχύος των αξιολογικών ποινικών κανόνων | Σελ. 38 |
6.4. Οι πρωτεύοντες κανόνες δεν ισχύουν απεριόριστα | Σελ. 39 |
6.5. Οι κανόνες του δ.π.δ. θέτουν εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου | Σελ. 39 |
II. Γενικοί και ειδικοί κανόνες έκτασης της ποινικής εξουσίας | Σελ. 41 |
III. Ημεδαπά και αλλοδαπά έννομα αγαθά | Σελ. 44 |
1. Εννοιολογικές διευκρινίσεις | Σελ. 45 |
2. Ενδιάμεσο συμπέρασμα | Σελ. 48 |
3. Τα κυριότερα αποκλειστικώς ημεδαπά έννομα αγαθά | Σελ. 48 |
3.1. Τελωνειακές και φορολογικές διατάξεις | Σελ. 48 |
3.2. Προσβολές του Πολιτεύματος και προδοσία της χώρας | Σελ. 49 |
3.3. Εγκλήματα κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων και κατά του εκλογικού σώματος | Σελ. 50 |
3.4. Εγκλήματα κατά της πολιτειακής εξουσίας και δημόσιας τάξης | Σελ. 51 |
3.5. Εγκλήματα περί την υπηρεσία | Σελ. 52 |
3.6. Εγκλήματα περί την απονομή της δικαιοσύνης | Σελ. 53 |
3.7. Εγκλήματα κατά των τηλεπικοινωνιών και κοινωφελών εγκαταστάσεων | Σελ. 54 |
3.8. Βιομηχανική ιδιοκτησία | Σελ. 54 |
3.9. Παράνομη είσοδος στη χώρα και συναφή εγκλήματα | Σελ. 55 |
4. Εξαιρετικές περιπτώσεις προστασίας αλλοδαπών εννόμων αγαθών | Σελ. 55 |
5. Η θέση της νομολογίας, ιδίως επί φοροδιαφυγής | Σελ. 59 |
6. Πρακτική σημασία της διάκρισης | Σελ. 61 |
7. H σημασία της διάκρισης για τη θέση των κανόνων του δ.π.δ. stricto sensu στην τεχνική-πρακτική έννοια του εγκλήματος | Σελ. 62 |
Κεφάλαιο 2 Ποινική κυριαρχία και δικονομικός καταναγκασμός | |
Ι. Ποινική εξουσία και πράξεις κυριαρχίας | Σελ. 64 |
ΙΙ. Male captus bene judicatus? | Σελ. 65 |
1. Το πρόβλημα και το γενικό πλαίσιο αντιμετώπισής του | Σελ. 65 |
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ | Σελ. 68 |
3. Η νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΙΚΤΥ) στην υπόθεση Nicolic | Σελ. 70 |
4. H Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen. Διασυνοριακή παρακολούθηση και διασυνοριακή καταδίωξη | Σελ. 70 |
4.1. Η διασυνοριακή παρακολούθηση | Σελ. 71 |
4.2. Η διασυνοριακή καταδίωξη | Σελ. 72 |
ΙΙΙ. Ποινική εξουσία και ποινική δικαιοδοσία | Σελ. 73 |
ΙV. Τα όρια της ποινικής εξουσίας | Σελ. 74 |
1. Η θεωρία της διακριτικής ευχέρειας | Σελ. 74 |
2. Περιορισμοί της κρατικής ποινικής εξουσίας | Σελ. 76 |
3. Η αρχή της μη επέμβασης | Σελ. 77 |
4. Η θεωρία της κατάχρησης δικαιώματος | Σελ. 79 |
5. Η αρχή n. c.n.p.s.l. ως παράγων περιορισμού της ποινικής εξουσίας | Σελ. 82 |
6. Η θεωρία της πολιτικά πρόσφορης συμπεριφοράς | Σελ. 82 |
7. Όρια του διεθνούς δικαίου και όρια εσωτερικής νομοθεσίας | Σελ. 83 |
Κεφάλαιο 3 Κανόνες εφαρμογής των ημεδαπών ποινικών κανόνων | |
Ι. Οι Αρχές του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου | Σελ. 84 |
1. Γενικά | Σελ. 84 |
2. Οι επιμέρους αρχές του δ.π.δ. stricto sensu | Σελ. 85 |
3. Η ανάγκη μιας θεωρίας του διεθνούς ποινικού δικαίου | Σελ. 88 |
II. Εφαρμογή αλλοδαπού ποινικού δικαίου | Σελ. 89 |
1. Ισχύς, εφαρμογή και λήψη υπόψη του (αλλοδαπού) κανόνα δικαίου | Σελ. 90 |
1.1. Οι έννοιες | Σελ. 90 |
1.2. Ο ακυρωτικός έλεγχος της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου | Σελ. 91 |
1.3. Συμπέρασμα | Σελ. 93 |
2. Η απαγόρευση εφαρμογής αλλοδαπού ποινικού δικαίου | Σελ. 93 |
2.1. Δικαιολογική βάση της απαγόρευσης | Σελ. 93 |
2.2. Επιχειρήματα κατά της απαγόρευσης εφαρμογής αλλοδαπού ποινικού δικαίου | Σελ. 94 |
2.3. Ιδιαίτεροι λόγοι που συνηγορούν για την εφαρμογή αλλοδαπού ποινικού δικαίου | Σελ. 96 |
3. Εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου κατά την επίλυση δικονομικών ζητημάτων | Σελ. 99 |
4. Νομιμότητα αποδείξεων που αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή | Σελ. 99 |
5. Συμπεράσματα | Σελ. 101 |
6. Επίμετρο: Αλλοδαπό ποινικό δίκαιο και επιμέτρηση της ποινής | Σελ. 103 |
III. Ζητήματα εφαρμογής αλλοδαπού ιδιωτικού και διοικητικού δικαίου | Σελ. 104 |
1. Γενικά | Σελ. 104 |
2. Ρητή, σιωπηρή και έμμεση εξάρτηση | Σελ. 105 |
3. Εφαρμογή αλλοδαπού ιδιωτικού δικαίου | Σελ. 107 |
3.1. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας | Σελ. 109 |
4. Εφαρμογή αλλοδαπού διοικητικού δικαίου | Σελ. 109 |
5. Λήψη υπ’ όψη αλλοδαπού δικαίου σε περίπτωση λευκών ποινικών νόμων | Σελ. 111 |
6. Εγκλήματα από αμέλεια | Σελ. 111 |
7. Λόγοι άρσης του αδίκου και λόγοι αποκλεισμού του καταλογισμού | Σελ. 112 |
8. Λόγοι αποκλείοντες την ποινική δίωξη (άρθρ. 9 ΠΚ) | Σελ. 113 |
9. Συμπέρασμα | Σελ. 114 |
Κεφάλαιο 4 Ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος | |
Ι. Ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος ως νομικό – θεωρητικό ζήτημα | Σελ. 116 |
1. H θεωρία της συμπεριφοράς | Σελ. 117 |
2. Η θεωρία του ενδιάμεσου αποτελέσματος | Σελ. 118 |
3. Η θεωρία του αποτελέσματος | Σελ. 119 |
4. Η θεωρία της ενότητας | Σελ. 120 |
5. Η υπόθεση Lotus | Σελ. 121 |
ΙΙ. Το ελληνικό δίκαιο | Σελ. 122 |
1. Το γενικό πλαίσιο | Σελ. 122 |
2. Τέλεση στην ημεδαπή τμήματος της εγκληματικής συμπεριφοράς | Σελ. 123 |
2.1. Η γενική θέση | Σελ. 123 |
2.2. Συναυτουργία | Σελ. 123 |
2.3. Επί μέρους περιπτώσεις | Σελ. 124 |
2.3.1. Φυσική ενότητα της πράξης | Σελ. 124 |
2.3.2. Εγκλήματα αποστάσεως | Σελ. 124 |
2.3.3. Συναφή ή εξαρτημένα εγκλήματα | Σελ. 125 |
2.3.4. Υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα | Σελ. 126 |
2.3.5. Εγκλήματα κατ’ εξακολούθηση | Σελ. 127 |
2.3.6. Διαρκή εγκλήματα | Σελ. 129 |
2.3.7. Σύνθετα εγκλήματα | Σελ. 129 |
2.3.8. Εγκλήματα εξωτερίκευσης | Σελ. 130 |
2.3.9. Αθροιστικό έγκλημα. Κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση | Σελ. 130 |
3. Το αξιόποινο αποτέλεσμα | Σελ. 132 |
3.1. Το αποτέλεσμα ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης | Σελ. 132 |
3.2. Ενδιάμεσα αποτελέσματα | Σελ. 133 |
3.3. Εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου | Σελ. 134 |
3.4. Ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος | Σελ. 135 |
4. Εγκλήματα διακινδύνευσης | Σελ. 137 |
5. Εγκλήματα παράλειψης | Σελ. 137 |
5.1. Γνήσια εγκλήματα παράλειψης | Σελ. 137 |
5.2. Μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης | Σελ. 138 |
6. Εγκλήματα transit | Σελ. 140 |
ΙΙΙ. Ο τόπος τέλεσης επί αποπείρας | Σελ. 142 |
1. Γενικά | Σελ. 142 |
2. Ειδικά ζητήματα | Σελ. 144 |
3. Προπαρασκευαστικές πράξεις | Σελ. 145 |
IV. Ζητήματα συμμετοχής | Σελ. 146 |
1. Γενικά | Σελ. 146 |
2. Ο τόπος τέλεσης της συμμετοχής υπό στενή έννοια | Σελ. 147 |
3. Ο τόπος τέλεσης της έμμεσης αυτουργίας | Σελ. 148 |
4. Ειδικά θέματα συμμετοχής | Σελ. 149 |
4.1. Ο τόπος της συμμετοχικής δράσης στην απόπειρα | Σελ. 149 |
4.2. Η σημασία του τόπου όπου κατά την πρόθεση του αυτουργού απόπειρας και του συμμετόχου θα επερχόταν το αποτέλεσμα | Σελ. 150 |
4.3. Συμμετοχή από την ημεδαπή σε κυρία πράξη τελούμενη στην αλλοδαπή | Σελ. 151 |
4.3.1. Όταν η κυρία πράξη δεν υπόκειται στην ημεδαπή ποινική εξουσία | Σελ. 152 |
4.3.1.1. Ειδικότερα: Η διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 εδάφ. β΄ ΠΚ | Σελ. 152 |
4.3.1.2. Η υπόθεση Salem | Σελ. 153 |
4.3.2. Όταν η κυρία πράξη δεν είναι αξιόποινη κατά το αλλοδαπό δίκαιο (του τόπου τέλεσης) | Σελ. 155 |
4.4.Κυρία πράξη τελεσθείσα σε πολιτειακώς ασύντακτη χώρα | Σελ. 157 |
V. Το πρόβλημα του δόλου ως προς τον τόπο τέλεσης | Σελ. 158 |
1. Η κρατούσα γνώμη και η κριτική της | Σελ. 158 |
2. Διακρίνουσα θέση | Σελ. 161 |
VI. Ο τόπος τέλεσης του διαδικτυακού εγκλήματος | Σελ. 162 |
VII. Ειδικά ζητήματα | Σελ. 166 |
1. Ο τόπος τέλεσης ρατσιστικού εγκλήματος μέσω διαδικτύου | Σελ. 166 |
2. Πλασματικός τόπος τέλεσης | Σελ. 166 |
3. Ο τόπος τέλεσης επί κατ’ ιδέαν συρροής | Σελ. 167 |
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
ΟΙ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΡΘΡΑ 5-11 ΠΚ) | |
Κεφάλαιο 1 Η Αρχή της εδαφικότητας (άρθρ. 5 παρ. 1 ΠΚ) | |
Ι.Η αρχή της εδαφικότητας ως βασική αρχή ενάσκησης της ποινικής εξουσίας του κράτους | Σελ. 172 |
1. Η αρχή της εδαφικότητας στο ελληνικό δίκαιο. Το άρθρ. 5 παρ. 1 ΠΚ | Σελ. 172 |
2. Η απαγόρευση της εκδόσεως ημεδαπών και η σημασία της για την αρχή της εδαφικότητας | Σελ. 175 |
3. Δικαιολογική βάση της αρχής | Σελ. 176 |
4. Καταχρηστική διεύρυνση της ποινικής δικαιοδοσίας. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρ. 5 προϊσχύσαντος ΠΚ | Σελ. 178 |
ΙΙ. Η επικράτεια | Σελ. 179 |
1. Ορισμός | Σελ. 179 |
2. Τα εσωτερικά ύδατα | Σελ. 180 |
2.1. Έννοια | Σελ. 180 |
2.2. Κόλποι | Σελ. 181 |
2.3. Ιστορικοί κόλποι | Σελ. 181 |
2.4. Αγκυροβόλια | Σελ. 182 |
2.5.Σκόπελοι | Σελ. 182 |
2.6. Διώρυγες | Σελ. 182 |
2.7. Λίμνες, ποταμοί, γέφυρες κ.λπ. | Σελ. 183 |
3. Λιμένες | Σελ. 184 |
4. Τα πλοία | Σελ. 184 |
4.1. Η έννοια του πλοίου | Σελ. 184 |
4.2. Εθνικότητα του πλοίου | Σελ. 185 |
4.3. Ποινική εξουσία και ποινική δικαιοδοσία επί πράξεων που τελούνται σε ξένα ιδιωτικά πλοία ναυλοχούντα σε ημεδαπό λιμένα | Σελ. 187 |
5. Κριτήρια περιορισμού της ποινικής δικαιοδοσίας του παράκτιου κράτους | Σελ. 189 |
5.1. Αγγλικό σύστημα | Σελ. 189 |
5.2. Γαλλικό σύστημα | Σελ. 190 |
5.3. Γερμανικό σύστημα | Σελ. 190 |
5.4. Το ελληνικό δίκαιο | Σελ. 191 |
5.4.1. Η συνθήκη φιλίας, εμπορίου και ναυτιλίας με την Ιαπωνία | Σελ. 191 |
5.4.2. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Προξενικά Καθήκοντα | Σελ. 191 |
5.4.3. Οι διμερείς προξενικές συμβάσεις | Σελ. 192 |
5.5. Το εσωτερικό δίκαιο | Σελ. 193 |
5.6. Ερμηνευτικά προβλήματα από τις ρυθμίσεις των άρθρ. 161 επ. ΚΔΝΔ και των συμβάσεων | Σελ. 196 |
6. Αιγιαλίτιδα ζώνη | Σελ. 199 |
6.1. Ορισμός | Σελ. 199 |
6.2. Στόμια ποταμών | Σελ. 200 |
6.3. Ύφαλοι | Σελ. 201 |
6.4. Νήσοι | Σελ. 201 |
6.5. Χωρικά ύδατα μεταξύ κρατών με αντικριστές ακτές | Σελ. 201 |
6.6. Φάροι | Σελ. 201 |
6.7. Τεχνητές νησίδες | Σελ. 201 |
6.8.Το δικαίωμα αβλαβούς διελεύσεως | Σελ. 203 |
6.8.1. Έννοια | Σελ. 203 |
6.8.2. Πότε δεν είναι αβλαβής η διέλευση | Σελ. 204 |
6.8.3. Ποινική δικαιοδοσία του παρακτίου κράτους επί ξένου πλοίου διερχόμενου από την αιγιαλίτιδα ζώνη | Σελ. 205 |
6.8.4. Εξαίρεση επί πλοίων προερχομένων από τα εσωτερικά ύδατα του παρακτίου κράτους | Σελ. 209 |
6.8.5. Αίτημα του πλοιάρχου | Σελ. 210 |
6.8.6. Πλοία προερχόμενα από ξένο λιμένα | Σελ. 210 |
6.8.7. Ποινική δικαιοδοσία επί πράξεων σε πλοίο διερχόμενο αβλαβώς | Σελ. 212 |
6.8.8. Η περίπτωση McRuby και τα εξ αυτής ζητήματα | Σελ. 212 |
ΙΙΙ. Ύδατα επέκεινα της αιγιαλίτιδας ζώνης | Σελ. 213 |
1. Η Συνορεύουσα ζώνη | Σελ. 213 |
2. Η Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη | Σελ. 214 |
3. Ποινική δικαιοδοσία επί πράξεων τελουμένων στη συνορεύουσα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα ή την ΑΟΖ | Σελ. 216 |
IV. Ανοικτή θάλασσα | Σελ. 216 |
1. Έννοια | Σελ. 216 |
2. Η ελευθερία της ανοικτής θάλασσας | Σελ. 216 |
3. Ανυπαρξία ποινικής δικαιοδοσίας οιουδήποτε κράτους επί της ανοιχτής θάλασσας | Σελ. 217 |
4. Διεύρυνση της ποινικής δικαιοδοσίας των παρακτίων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ανοιχτή θάλασσα. Η Οδηγία 2005/35/Ε15 | Σελ. 218 |
5. Δικαιώματα του κράτους στην ανοικτή θάλασσα | Σελ. 218 |
5.1. Κατάσχεση πειρατικού πλοίου ή αεροσκάφους | Σελ. 218 |
5.2. Καταστολή εμπορίας ναρκωτικών | Σελ. 219 |
5.3. Σύλληψη για παράνομες εκπομπές από ανοικτή θάλασσα | Σελ. 219 |
5.4. Επίσκεψη και νηοψία | Σελ. 219 |
5.5. Η περίπτωση του «Μαβή Μαρμαρά» | Σελ. 221 |
5.6. Ανιθαγενή πλοία. Ανάκληση εγγράφων εθνικότητας | Σελ. 222 |
5.7. Το δικαίωμα συνεχούς καταδίωξης (άρθρ. 111 ΣΔΘ) | Σελ. 223 |
5.8. Ποινική εξουσία του παρακτίου κράτους επί φθοράς υποβρυχίων καλωδίων και σωληναγωγών | Σελ. 225 |
5.9. Ποινική δικαιοδοσία επί συγκρούσεως πλοίων | Σελ. 226 |
5.9.1. Το άρθρο 97 παρ. 1 ΣΔΘ | Σελ. 226 |
5.9.2. Η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1952 | Σελ. 227 |
V. Ο εναέριος χώρος | Σελ. 228 |
1. Έννοια | Σελ. 228 |
2. Εναέριος χώρος και F.I.R. | Σελ. 229 |
3. Το διάστημα | Σελ. 230 |
VI. Τα κτίρια των πρεσβειών και διπλωματικών αποστολών | Σελ. 232 |
1. Το κατ’ αρχήν απαραβίαστο των διπλωματικών αποστολών και οι εξαιρέσεις του | Σελ. 232 |
2. Σύλληψη σε πρεσβείες και προξενεία. Η χορήγηση ασύλου για ανθρωπιστικούς λόγους και η περίπτωση του Julian Assange | Σελ. 233 |
VII. Η Ετεροδικία | Σελ. 234 |
1. Προσωπική ετεροδικία και ετεροδικία κρατών | Σελ. 234 |
2. Νομική φύση της ετεροδικίας | Σελ. 238 |
3. Μέλη αλλοδαπών ενόπλων δυνάμεων | Σελ. 240 |
4. Τα όρια του ακαταδίωκτου κρατικών αξιωματούχων | Σελ. 242 |
5. Ετεροδικία ενώπιον εθνικών ποινικών δικαστηρίων | Σελ. 242 |
5.1. Η υπόθεση Pinochet | Σελ. 242 |
5.2. Νομολογία επί αστικών υποθέσεων και η σημασία τους | Σελ. 243 |
5.2.1. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (McElhinney και Al-Adsani) | Σελ. 243 |
5.2.2. Η απόφαση Jones and Οthers του Δικαστηρίου των Λόρδων | Σελ. 243 |
5.3. Η απόφαση Yerodia («υπόθεση του εντάλματος σύλληψης της 11.4.2000») | Σελ. 244 |
5.4. Η νομολογία του Αρείου Πάγου και του ΑΕΔ επί αστικών αξιώσεων στηριζομένων σε αδικοπραξία λόγω διεθνών εγκλημάτων | Σελ. 245 |
6. Ετεροδικία ενώπιον διεθνών δικαστηρίων | Σελ. 246 |
7. Περιορισμοί της ποινικής δικαιοδοσίας επί ξένων πολεμικών πλοίων και κρατικών πλοίων που χρησιμοποιούνται για μη εμπορικούς σκοπούς | Σελ. 247 |
7.1. Πολεμικά και γενικώς δημόσια πλοία | Σελ. 247 |
7.2. Ετεροδικία πολεμικών πλοίων | Σελ. 248 |
8. Πολεμικά αεροσκάφη | Σελ. 251 |
VIII.Επί της αποκλειστικής αρμοδιότητας των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών Πειραιά για ναυτικά αδικήματα | Σελ. 251 |
Κεφάλαιο 2 Η Αρχή της σημαίας (άρθρ. 5 παρ. 2 ΠΚ) | |
Ι. Έννοια και δικαιολογική βάση | Σελ. 254 |
1. Η διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 2 ΠΚ | Σελ. 254 |
2. Δικαιολογική βάση της αρχής | Σελ. 255 |
ΙΙ.Η εφαρμογή της αρχής της σημαίας επί εγκλημάτων τελουμένων σε ελληνικά ιδιωτικά πλοία | Σελ. 256 |
1. Εγκλήματα στην ανοιχτή θάλασσα | Σελ. 256 |
2. Ετεροχθονία των πλοίων; | Σελ. 256 |
3. Η επιφύλαξη του «αλλοδαπού νόμου» | Σελ. 257 |
4. Ο πρωτογενής χαρακτήρας της αρχής της σημαίας. Δυνατότητα παράλληλης ισχύος της αρχής | Σελ. 259 |
5. Ποινική δικαιοδοσία επί πράξεων τελεσθεισών σε ελληνικό πλοίο που ναυλοχεί σε αλλοδαπό λιμένα | Σελ. 261 |
5.1. Πρώτη άποψη: Εξάρτηση του αξιοποίνου από το δίκαιο του παράκτιου κράτους | Σελ. 261 |
5.2. Δεύτερη άποψη: Η δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας του πλοίου ισχύει επάλληλα | Σελ. 262 |
5.3. Αιτιολόγηση της θεωρίας για την επάλληλη δικαιοδοσία | Σελ. 263 |
5.4. Τα επιχειρήματα της αντίθετης άποψης και η αντίκρουσή τους | Σελ. 268 |
5.4.1. Ατιμωρησία | Σελ. 268 |
5.4.2. Ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητος | Σελ. 269 |
5.4.3. Τόπος τέλεσης είναι η αλλοδαπή | Σελ. 269 |
5.4.4. Συνεχής εναλλαγή status του πλοίου | Σελ. 270 |
5.4.5. Παραβίαση του άρθρ. 9 ΠΚ | Σελ. 271 |
5.4.6. Αντίθεση προς το Σύνταγμα | Σελ. 271 |
5.4.7. Δικονομικά ζητήματα | Σελ. 272 |
6. Συμπεράσματα | Σελ. 273 |
ΙΙΙ. Εγκλήματα επί ελληνικών αεροσκαφών | Σελ. 276 |
1. Έννοια Αεροσκάφους. Εθνικότητα των αεροσκαφών | Σελ. 276 |
2. Ποινική δικαιοδοσία επί πράξεων που τελούνται σε ιδιωτικό αεροσκάφος | Σελ. 278 |
3. Η σύμβαση του Τόκιο της 14.9.1963 | Σελ. 278 |
Κεφάλαιο 3 Η Αρχή της ενεργητικής προσωπικότητας (άρθρ. 6 ΠΚ) | |
Ι. Περιεχόμενο και δικαιολογική βάση | Σελ. 281 |
ΙΙ. Έκταση εφαρμογής του άρθρ. 6 ΠΚ | Σελ. 283 |
1. Αυτουργοί και συμμέτοχοι | Σελ. 283 |
2. Πλοία υπό ξένη σημαία στην ανοικτή θάλασσα | Σελ. 284 |
3. Εγκλήματα ημεδαπών ναυτικών επί πλοίου υπό ξένη σημαία | Σελ. 284 |
4. Πλοία υπό ελληνική σημαία σε αλλοδαπό λιμένα | Σελ. 284 |
5. Αεροσκάφη και διαστημικά οχήματα εγγεγραμμένα σε μητρώα ξένων κρατών | Σελ. 285 |
ΙΙΙ.Η αρχή του διπλού αξιοποίνου κατά το άρθρ. 6 ΠΚ. Το αξιόποινο της πράξης κατά το δίκαιο του τόπου τελέσεως | Σελ. 285 |
1. Περιεχόμενο της αρχής κατά το άρθρ. 6 παρ. 1 ΠΚ | Σελ. 285 |
2. Έκταση εφαρμογής της αρχής | Σελ. 288 |
3. Πολιτειακώς ασύντακτη χώρα | Σελ. 290 |
4. Διπλό αξιόποινο και αλλοδαπά έννομα αγαθά | Σελ. 290 |
5. Διπλό αξιόποινο επί μεταγενέστερης νομοθετικής μεταβολής; | Σελ. 290 |
6. Παρέμβλημα: Ζητήματα αναντιστοιχίας | Σελ. 291 |
IV. Ημεδαπός - αλλοδαπός | Σελ. 292 |
V. Η έγκληση ως προϋπόθεση του διωκτού | Σελ. 293 |
1. Η ρύθμιση του άρθρ. 6 παρ. 3 ΠΚ | Σελ. 293 |
2. Έννοια και λειτουργία της έγκλησης του άρθρ. 6 παρ. 3 ΠΚ | Σελ. 294 |
2.1. Η έγκληση του άρθρ. 6 παρ. 3 ΠΚ ως κανονική έγκληση | Σελ. 294 |
2.2. Πεδίο εφαρμογής της έγκλησης του άρθρ. 6 παρ. 3 ΠΚ | Σελ. 296 |
2.3. Έννομες συνέπειες προς τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα πλημμελήματα | Σελ. 297 |
2.4. Έννομες συνέπειες ως προς τα κατ’ έγκληση διωκόμενα πλημμελήματα | Σελ. 298 |
2.5. Η έγκληση του άρθρ. 6 παρ. 3 ΠΚ αφορά στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα | Σελ. 299 |
3. Νομική φύση και λοιπές προϋποθέσεις της έγκλησης του άρθρ. 6 παρ. 3 ΠΚ | Σελ. 300 |
4. Δικαιούχοι της έγκλησης | Σελ. 301 |
5. Ανάκληση της έγκλησης | Σελ. 302 |
6. Έγκληση και κακουργήματα | Σελ. 303 |
7. Αναστολή της προθεσμίας υποβολής της έγκλησης; | Σελ. 303 |
VI. Η αίτηση της ξένης κυβερνήσεως | Σελ. 304 |
1. Νομική φύση και λειτουργία της αίτησης | Σελ. 304 |
2. Η σχέση έγκλησης-αίτησης | Σελ. 306 |
2.1. Ως προς τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα πλημμελήματα | Σελ. 306 |
2.2. Ως προς τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα | Σελ. 307 |
VII.Δικονομικά. Η κατά τόπον αρμοδιότητα για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό | Σελ. 307 |
Κεφάλαιο 4 Εξαιρέσεις από την Αρχή του διπλού αξιοποίνου | |
Ι. Η αρχή της απόλυτης ενεργητικής προσωπικότητας | Σελ. 309 |
ΙΙ. Εγκλήματα διαφθοράς | Σελ. 310 |
1. Ποινική δικαιοδοσία επί εγκλημάτων δωροληψίας εκ μέρους υπαλλήλων (άρθρ. 235 ΠΚ) τελεσθέντων στην αλλοδαπή | Σελ. 311 |
2. Ποινική δικαιοδοσία επί εγκλημάτων δωροληψίας εκ μέρους πολιτικών προσώπων (άρθρ. 159 ΠΚ) τελεσθέντων στην αλλοδαπή | Σελ. 313 |
3. Ποινική δικαιοδοσία επί εγκλημάτων δωροδοκίας (δεκασμού: άρθρ. 236 ΠΚ) τελεσθέντων στην αλλοδαπή | Σελ. 314 |
4. Ποινική δικαιοδοσία επί εγκλημάτων δωροδοκίας (δεκασμού: άρθρ. 159Α ΠΚ) πολιτικών προσώπων τελεσθέντων στην αλλοδαπή | Σελ. 317 |
5. Ποινική δικαιοδοσία επί δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικών λειτουργών (άρθρ. 237 ΠΚ) | Σελ. 318 |
6. Η εξαίρεση: Εμπορία επιρροής και εγκλήματα διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα | Σελ. 318 |
7. Εγκλήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 319 |
ΙΙΙ. Εγκληματική οργάνωση | Σελ. 319 |
IV. Εγκλήματα κατά ανηλίκων | Σελ. 320 |
V. Εγκλήματα ημεδαπών ναυτικών επί πλοίου υπό ξένη σημαία | Σελ. 320 |
VI. Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας και Σύμβαση Έκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 323 |
1. Το άρθρ. 10 παρ. 2 Ν 3251/2004 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης | Σελ. 323 |
2. Το άρθρ. 13 παρ. 1 Ν 4489/2017 για την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας | Σελ. 324 |
3. Άλλες Αποφάσεις-πλαίσια | Σελ. 325 |
4. Το άρθρ. 4 της σύμβασης έκδοσης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ | Σελ. 325 |
VII. Απόρρητες πληροφορίες ΝΑΤΟ | Σελ. 326 |
VIII.Επίμετρο: Δυνατότητα forum shopping λόγω αποκλίσεων των εθνικών νομοθεσιών και ισχύος του ευρωπαϊκού ne bis in idem | Σελ. 326 |
Κεφάλαιο 5 Η Αρχή της παθητικής προσωπικότητας (άρθρ. 7 ΠΚ) | |
Ι. Η διάταξη του άρθρ. 7 ΠΚ | Σελ. 329 |
ΙΙ. Προστατευόμενα έννομα αγαθά και υλικά αντικείμενα | Σελ. 330 |
1. «Έλληνας πολίτης» | Σελ. 330 |
2. Ο κυοφορούμενος | Σελ. 332 |
3. Νομικά πρόσωπα | Σελ. 332 |
ΙΙΙ. Η αρχή του διπλού αξιοποίνου κατά το άρθρ. 7 ΠΚ | Σελ. 333 |
IV. Ειδικά ζητήματα | Σελ. 334 |
V.Η έδρα του νομικού προσώπου κατά την έννοια του άρθρ. 7 ΠΚ: καταστατική ή και πραγματική; | Σελ. 335 |
Κεφάλαιο 6 H (κρατική) προστατευτική Αρχή και η Αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης (άρθρ. 8 ΠΚ) | |
Ι. Η ρύθμιση του άρθρ. 8 ΠΚ. Γενική επισκόπηση | Σελ. 340 |
ΙΙ. Οι επί μέρους διατάξεις του άρθρ. 8 ΠΚ | Σελ. 342 |
1. Περίπτ. α΄: Εσχάτη προδοσία ή προδοσία της χώρας σε βάρος του ελληνικού κράτους; | Σελ. 342 |
2. Περίπτ. β΄: Εγκλήματα που αφορούν τη στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης στην Ελλάδα | Σελ. 344 |
2.1. Μια διάταξη κενή περιεχομένου | Σελ. 344 |
2.2. Το άρθρο 2 του στρατιωτικού ποινικού κώδικα | Σελ. 345 |
3. Περίπτ γ΄: Αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως υπάλληλοι του ελληνικού κράτους ή οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα | Σελ. 346 |
4. Περίπτ. δ΄: Πράξη που στρέφεται εναντίον ή απευθύνεται προς υπάλληλο του ελληνικού κράτους ή Έλληνα υπάλληλο οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την άσκηση της υπηρεσίας τους ή σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους | Σελ. 347 |
5. Περίπτ. ε΄: «Ψευδορκία» σε διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές | Σελ. 347 |
6. Περίπτ. στ΄: Τρομοκρατικές πράξεις | Σελ. 348 |
7. Περίπτ. ζ΄: Πειρατεία | Σελ. 349 |
7.1. Η πειρατεία ως διεθνές έγκλημα | Σελ. 349 |
7.2. Η δια της βίας κατάληψη πλοίου. Η Σύμβαση για την Καταστολή των Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας | Σελ. 352 |
7.3. Οι εφαρμοστέες διατάξεις και η εμβέλεια αυτών | Σελ. 353 |
7.4. Η παροχή υπηρεσιών ασφαλείας σε εμπορικά πλοία (Ν 4058/2012) | Σελ. 355 |
7.5. Πειρατεία υπό μορφή κυβερνοεπίθεσης (cyber-attack) | Σελ. 355 |
8. Περίπτ. η΄: Εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα | Σελ. 356 |
9. Περίπτ. θ΄: Παράνομη εμπορία ναρκωτικών | Σελ. 357 |
9.1. Ναρκωτικά φάρμακα | Σελ. 357 |
9.2. Η έννοια της εμπορίας | Σελ. 358 |
9.3. Η εμπορία ναρκωτικών ως διεθνές έγκλημα | Σελ. 361 |
9.4. Δικονομικά | Σελ. 362 |
10. Περίπτ. ι΄: Εμπορία ανθρώπων | Σελ. 362 |
11. Περίπτ. ια΄: Ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις | Σελ. 363 |
11.1. Το άρθρ. 2 ΣΠΚ | Σελ. 363 |
11.2. Οι διατάξεις του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου | Σελ. 363 |
11.3. Αρχαιότητες | Σελ. 365 |
12. Το άρθ. 8 ΠΚ και το κώλυμα της ετεροδικίας | Σελ. 366 |
13. Καταργηθείσες περιπτώσεις | Σελ. 366 |
13.1. Εμπορία δούλων | Σελ. 366 |
13.2. Κυκλοφορία και εμπορία ασέμνων δημοσιευμάτων | Σελ. 367 |
13.3. Πράξεις στρεφόμενες κατά ανηλίκων | Σελ. 367 |
Κεφάλαιο 7 Είναι η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες «διεθνές έγκλημα»; | Σελ. 369 |
Κεφάλαιο 8 Η Αρχή της διευθέτησης. Ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή και «Ευρωπαϊκό ne bis in idem» (άρθρ. 9 ΠΚ) | |
Ι. Οι διατάξεις του άρθρ. 9 ΠΚ. Γενική επισκόπηση | Σελ. 375 |
ΙΙ. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της παρ. 1 | Σελ. 376 |
1. «Έγκλημα» τελεσθέν στην αλλοδαπή | Σελ. 376 |
2. Αλλοδαπή αθωωτική απόφαση | Σελ. 377 |
3. Αλλοδαπή καταδικαστική απόφαση | Σελ. 378 |
4. Έκτιση ποινής | Σελ. 378 |
5. Παραγραφή-έγκληση | Σελ. 380 |
6. Χάρη-αμνηστία | Σελ. 381 |
7. Τόπος τέλεσης της κρινόμενης πράξης | Σελ. 381 |
8. Αλλοδαπός νόμος. Ζητήματα εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου | Σελ. 381 |
9. Εξαιρέσεις. Το άρθρο 8 ΠΚ | Σελ. 382 |
ΙΙΙ.Το άρθρ. 14 παρ. 4 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα δεν θεμελιώνει διεθνές ne bis in idem | Σελ. 383 |
IV. Το ευρωπαϊκό ne bis in idem | Σελ. 387 |
1. Η Σύμβαση για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν (ΣΕΣΣ) | Σελ. 387 |
2. Η Συνθήκη της Λισαβόνας και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 388 |
3. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ως μεταγενέστερος επιεικέστερος νόμος | Σελ. 390 |
4. Αποχή από την ποινική δίωξη για πράξη διωκόμενη σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 391 |
5. Συγκριτικές παρατηρήσεις | Σελ. 391 |
V.Το «ευρωπαϊκό δεδικασμένο» στον ελληνικό ΠΚ. Η αρχή ne bis in idem και η διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 9 ΠΚ | Σελ. 393 |
1. Η έννοια της «οριστικής απόφασης» κατ’ άρθρ. 9 παρ. 3 ΠΚ | Σελ. 394 |
1.1. Το Σύμφωνο Εφαρμογής της Συνθήκης Σένγκεν | Σελ. 394 |
1.2. Η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις υποθέσεις Gözütok και Brügge (απόφ. της 11.2.2003) | Σελ. 394 |
1.3. H «αρχή» της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ | Σελ. 397 |
1.4. Επί της σχέσεως του άρθρ. 54 ΣΕΣΣ και του άρθρ. 50 του Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ. Αποκλείει, τελικά, τις εισαγγελικές «διαταγές» η διάταξη του άρθρ. 9 παρ. 3 ΠΚ; | Σελ. 397 |
1.5. Ένα παράδειγμα από την πράξη: Αποτελεί κώλυμα προς δίωξη στην Ελλάδα η παύση της ποινικής διαδικασίας στη Γερμανία (παρ. 153a 1.1. συνδ 1.3.5. του γερμανικού ΚΠΔ); | Σελ. 399 |
2. Η ταυτότης πράξεως («για την ίδια πράξη») | Σελ. 402 |
2.1. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 402 |
2.1.3. Άλλες περιπτώσεις | Σελ. 403 |
2.1.4. H νομολογία του Ακυρωτικού της Ομ. Δημοκρατίας της Γερμανίας | Σελ. 403 |
2.1.5. Η νομολογία του ΕΔΔΑ | Σελ. 403 |
2.1.6. Ένα παράδειγμα από την πράξη. Κωλύει τη δίωξη των προπαρασκευαστικών πράξεων η αθώωση για την απόπειρα; | Σελ. 403 |
3. Ποινικές και φορολογικές κυρώσεις υπό το πρίσμα του άρθρ. 50 του Χάρτη | Σελ. 404 |
4. Συμπέρασμα | Σελ. 404 |
Κεφάλαιο 9 Οι Αρχές του συνυπολογισμού και της αντιπροσώπευσης και η επιβολή παρεπόμενων ποινών και μέτρων ασφαλείας | |
Ι. Η αρχή του συνυπολογισμού (άρθρ. 10 ΠΚ) | Σελ. 405 |
II. Επιβολή παρεπομένων ποινών και μέτρων ασφαλείας (άρθρ. 11 ΠΚ) | Σελ. 408 |
ΙΙΙ. Η αρχή της αντιπροσώπευσης | Σελ. 409 |
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ | |
ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ | |
Κεφάλαιο 1 Τα βασικά χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου | |
Ι. Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο πριν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας | Σελ. 417 |
ΙΙ. Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας | Σελ. 420 |
1. Γενικά | Σελ. 420 |
2. Η εξουσιοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ποινική νομοθέτηση – Το νομικό πλαίσιο και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της | Σελ. 421 |
2.1. Η θέσπιση ελάχιστων κανόνων για την πρόβλεψη εγκλημάτων μέσω Οδηγιών (άρθρ. 83 παρ. 1 εδ. α΄ ΣΛΕΕ) | Σελ. 421 |
2.2. Ένα παράδειγμα: Η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 | Σελ. 423 |
2.3. Θέσπιση ποινικών διατάξεων για «άλλους τομείς εγκληματικότητας» (άρθρ. 83 παρ. 1 εδ. γ΄ ΣΛΕΕ) | Σελ. 424 |
3. Ποινικές διατάξεις χάριν προσέγγισης των εθνικών νομοθεσιών (άρθρ. 83 παρ. 2 ΣΛΕΕ) | Σελ. 425 |
4. Άμεση θέσπιση ποινικών διατάξεων με Κανονισμούς (άρθρ. 325 παρ. 4 ΣΛΕΕ) | Σελ. 425 |
5. Λαθρομετανάστευση και εμπορία ανθρώπων (άρθρ. 79 παρ. 2 εδ. γ΄ και δ΄ ΣΛΕΕ) | Σελ. 426 |
6. Διοικητικά μέτρα προς καταπολέμηση της τρομοκρατίας και συναφών δραστηριοτήτων (άρθρ. 75 ΣΛΕΕ) | Σελ. 427 |
ΙΙΙ.Η περιστολή του «δημοκρατικού ελλείμματος» στη Συνθήκη της Λισαβόνας και η σημασία των σχετικών ρυθμίσεων για την ποινική νομοθέτηση | Σελ. 428 |
1. H συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Σελ. 428 |
2. Η έκτακτη αναστολή της νομοθετικής διαδικασίας (emergency brake) | Σελ. 428 |
3. Η επίκληση της αρχής της επικουρικότητας από τα εθνικά κοινοβούλια | Σελ. 429 |
IV. Το ποινικό δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας | Σελ. 430 |
1. Η Συνθήκη της Λισαβόνας και η σημασία της για το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο | Σελ. 430 |
2. Η ουσιαστική νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου | Σελ. 432 |
V. Οι Γενικές Αρχές του Ποινικού Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 434 |
1. Γενικές Αρχές του Δικαίου και κανόνες δικαίου στο Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο | Σελ. 434 |
2. Η αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών | Σελ. 436 |
3. Οι αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας | Σελ. 436 |
4. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου (legal certainty) | Σελ. 437 |
5. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών | Σελ. 438 |
6. Η αρχή της ενοχής | Σελ. 438 |
7. Oι παραδοσιακές αντιλήψεις των κρατών-μελών για το Ποινικό Δίκαιο | Σελ. 439 |
VI. Κανόνες ποινικής νομοθέτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Σελ. 440 |
1. Κυρώσεις «αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές» | Σελ. 440 |
2. Η απαγόρευση αοριστίας στο Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο ως θεμέλιο της εγγυητικής λειτουργίας των ειδικών υποστάσεων | Σελ. 442 |
3. Τα κριτήρια ποινικοποίησης | Σελ. 445 |
4. Προβλήματα εναρμόνισης των διατάξεων | Σελ. 448 |
5. Ειδικά για το αξιόποινο των νομικών προσώπων | Σελ. 448 |
Κεφάλαιο 2 Η Αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης | |
Ι. Έννοια και λειτουργία της αρχής | Σελ. 450 |
ΙΙ. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη ως θεμέλιο της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης | Σελ. 454 |
ΙΙΙ. Συμπέρασμα | Σελ. 456 |
IV. Η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης | Σελ. 456 |
1. Το Ευρωπαϊκό ne bis in idem | Σελ. 456 |
2. Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης | Σελ. 456 |
3. Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας | Σελ. 457 |
4. Ανακριτική δράση αλλοδαπών υπαλλήλων στην ημεδαπή. Οι κοινές ομάδες έρευνας | Σελ. 458 |
5. Αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης μέσων και προϊόντων εγκλήματος | Σελ. 459 |
6. Η αμοιβαία αναγνώριση ποινικών αποφάσεων που επιβάλλουν στερητικές της ελευθερίας ποινές ή διατάσσουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή την απόλυση υπό όρους | Σελ. 459 |
7. Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Επιτήρησης | Σελ. 460 |
8. Αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων με τις οποίες επιβλήθηκαν χρηματικές ποινές | Σελ. 461 |
9. Άλλες περιπτώσεις | Σελ. 461 |
V. Το έλλειμμα συνοχής στο Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο | Σελ. 461 |
VI.Αποστολή της ποινικής δογματικής στο Ποινικό Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 464 |
VII. Επίμετρο. Οι μεταβατικές διατάξεις της Συνθήκης | Σελ. 465 |
Κεφάλαιο 3 Οικονομικά εγκλήματα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Ι. Ο προϊσχύσας Ν 2803/2000 και τα εξ αυτού προβλήματα | Σελ. 466 |
ΙΙ. Τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 468 |
ΙΙΙ. Οι επί μέρους διατάξεις | Σελ. 470 |
1. Δωροληψία και δωροδοκία (άρθρο 22 Ν 4689/2020) | Σελ. 470 |
2. Διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον ΦΠΑ (άρθρ. 23 Ν 4689/2020) | Σελ. 472 |
3. Οι επικουρικές διατάξεις για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρ. 24 Ν 4689/2020) | Σελ. 474 |
3.1. Η παράνομη απόκτηση ή παρακράτηση επιχορηγήσεων που δεν συνδέονται άμεσα με ισάξιες αντιπαροχές (άρθρ. 24 παρ. 1 Ν 4689/2020) | Σελ. 475 |
3.2. Λήψη παροχών από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και συνδεόμενων με αντιπαροχές (άρθρ. 24 παρ. 2 Ν 4689/2020) | Σελ. 476 |
3.3. H παράνομη μείωση εσόδων (άρθρ. 24 παρ. 3 Ν 4689/2020) | Σελ. 477 |
3.4. Πλημμελής διαχείριση, ιδιοποίηση και κατ’ απόκλιση χρησιμοποίηση πόρων της Ένωσης (άρθρ. 24 παρ. 4 Ν 4689/2020) | Σελ. 478 |
3.5. Λοιπά εγκλήματα | Σελ. 479 |
IV. Γενικές ρυθμίσεις | Σελ. 480 |
1. Επιβαρυντικές περιστάσεις (άρθρ. 26 παρ. 3 Ν 4689/2020) | Σελ. 480 |
2. Ελαφρυντικές περιστάσεις | Σελ. 481 |
3. Ζητήματα συρροής | Σελ. 481 |
4. Έμπρακτη μετάνοια και απαλλαγή από την ποινή (άρθρ. 24 παρ. 5 Ν 4689/2020) | Σελ. 482 |
5. Αυτεπάγγελτη δίωξη (άρθρ. 26 Ν 4689/2020) | Σελ. 483 |
6. Ποινική δικαιοδοσία (άρθρ. 26 παρ. 2 Ν 4689/2020) | Σελ. 484 |
7. Παραγραφή των κακουργημάτων κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 484 |
8. Διαχρονικό δίκαιο (άρθρ. 28 Ν 4689/2020) | Σελ. 484 |
Επίμετρο. Tο Corpus Juris | Σελ. 485 |
Κεφάλαιο 4 Άλλες περιπτώσεις βαρειάς εγκληματικότητας | |
Ι. Τα εγκλήματα τρομοκρατίας (άρθρ. 29-40 Ν 4689/2020) | Σελ. 486 |
ΙΙ. Οι επί μέρους πράξεις τρομοκρατίας βάσει του Ν 4689/2020 | Σελ. 488 |
1. Η διοργάνωση ταξιδιών με σκοπό την τρομοκρατία (άρθρ. 32 Ν 4689/2020) | Σελ. 488 |
2. Διακεκριμένη κλοπή, εκβίαση και πλαστογραφία σχετιζόμενη με τρομοκρατική δραστηριότητα (άρθρ. 33, 34 και 35 Ν 4689/2020) | Σελ. 489 |
3. Ευθύνη νομικού προσώπου (άρθρ. 36 Ν 4689/2020) | Σελ. 490 |
4. Ποινική δικαιοδοσία (άρθρ. 31 Ν 4689/2020) | Σελ. 491 |
4.1. Η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων | Σελ. 491 |
4.2. Συγκέντρωση των ποινικών διαδικασιών επί συρρεουσών δικαιοδοσιών | Σελ. 491 |
5. Διεθνής Συνεργασία (άρθρο 22 της Οδηγίας) | Σελ. 492 |
6. Στήριξη και προστασία των θυμάτων της τρομοκρατίας (άρθρα 24, 25 και 26 της Οδηγίας) | Σελ. 492 |
ΙΙΙ.Εγκλήματα σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλεπόμενα στον ποινικό κώδικα | Σελ. 493 |
1. Γενικά | Σελ. 493 |
2. Οι παραβάσεις κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 142Α ΠΚ | Σελ. 493 |
IV. Οι επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών (Οδηγία 2013/40/ΕΕ) | Σελ. 495 |
1. Η επικινδυνότητα των επιθέσεων κατά των πληροφοριακών συστημάτων | Σελ. 495 |
2. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας στον ποινικό κώδικα | Σελ. 495 |
3. Κλοπή ταυτότητας: Άλλη μια χαμένη ευκαιρία | Σελ. 499 |
4. Δικαιοδοσία | Σελ. 499 |
5. Ευθύνη νομικών προσώπων | Σελ. 500 |
V.Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 25 Ν 4689/2020) | Σελ. 500 |
Κεφάλαιο 5 Η επίδραση του ενωσιακού δικαίου στο εσωτερικό ποινικό δίκαιο. Περιστολή και θεμελίωση αξιοποίνου βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Ι.Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως φραγμός εφαρμογής αντίθετων εθνικών ποινικών διατάξεων | Σελ. 501 |
ΙΙ. Ποινικοποιήσεις προς εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 503 |
1. Ο εφαρμοστικός νόμος 1338/1983 | Σελ. 503 |
2. Εγκλήματα ενώπιον του ΔΕΕ και παραβίαση απορρήτων της ΕΕ | Σελ. 505 |
2.1. Η ψευδορκία μάρτυρα και πραγματογνώμονα ενώπιον του ΔΕΕ | Σελ. 505 |
2.2. Η ποινική προστασία του απορρήτου στην ΕΕ | Σελ. 506 |
Κεφάλαιο 6 Ο κανονισμός συντρεχουσών δικαιοδοσιών σε ποινικές υποθέσεις | |
I. Το πρόβλημα και οι προταθείσες λύσεις | Σελ. 507 |
II. Κανονισμός δικαιοδοσιών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 508 |
III. Η περίπτωση του Norman Atlantic | Σελ. 510 |
IV.Ρύθμιση δικαιοδοσίας επί υποθέσεων αρμοδιότητος του Ευρωπαίου Εισαγγελέα | Σελ. 511 |
V.Μια ειδική περίπτωση υπερεθνικής ρύθμισης ποινικής δικαιοδοσίας: το άρθρ. 97 ΣΔΘ για τη σύγκρουση πλοίων στην ανοιχτή θάλασσα | Σελ. 511 |
Κεφάλαιο 7 Τα θεμελιώδη δικαιώματα στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Ι.Η αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο δίκαιο της ΕΕ. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων | Σελ. 512 |
ΙΙ.Η σχέση του δικαίου της ΕΕ με τις παρεχόμενες από το Σύνταγμα των κρατών μελών εγγυήσεις | Σελ. 513 |
1. Ο έλεγχος της συνταγματικής ταυτότητας (Solange III) | Σελ. 513 |
2. Η «απόφαση της Λισαβόνας» (Lissabon Urteil) του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου | Σελ. 515 |
3. Η θέση του ΔΕΕ | Σελ. 515 |
3.1. Η απόφαση ¹kerberg-Fransson | Σελ. 515 |
3.2. Η απόφαση Aranyosi και Căldăraru | Σελ. 516 |
ΙΙΙ.Τα όρια της σύμφωνης προς τη ΣΕΕ ερμηνείας των ποινικών κανόνων. Παρέμβαση του ΔΕΕ στην εθνική νομοθεσία περί παραγραφής; | Σελ. 517 |
1. Η απόφαση του ΔΕΕ Taricco Ι και τα εξ αυτής προβλήματα | Σελ. 517 |
2. Η απόφαση Taricco II | Σελ. 519 |
IV. Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΣΔΑ | Σελ. 520 |
1. Η προσχώρηση στην ΕΣΔΑ (άρθρ. 6 παρ. 2 ΣΕΕ) και οι συναφείς διατάξεις | Σελ. 520 |
2. Η Δήλωση για το άρθρ. 6 παρ. 2 ΣΕΕ | Σελ. 521 |
3. Η νομολογία του ΔΕΕ σε σχέση προς εκείνη του ΕΔΔΑ | Σελ. 522 |
4. Η διάκριση ποινικού και διοικητικού αδίκου κατά τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ | Σελ. 524 |
Κεφάλαιο 8 Ευρωπαϊκοί θεσμοί δικαστικής συνεργασίας | |
Ι. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία | Σελ. 526 |
1. Η νομική φύση και ο σκοπός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας | Σελ. 526 |
2. Οργάνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας | Σελ. 526 |
3. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας | Σελ. 528 |
4. Η κατά τόπο και έναντι προσώπων αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας | Σελ. 529 |
5. Άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας | Σελ. 529 |
6. Ανακριτικές πράξεις | Σελ. 529 |
7. Παραπομπή της υπόθεσης προς εκδίκαση | Σελ. 530 |
8. Λοιπές διατάξεις | Σελ. 530 |
9. Ο Ν 4596/2019 | Σελ. 531 |
ΙΙ. Η Eurojust | Σελ. 531 |
1. Σύσταση, σκοπός και δομή | Σελ. 531 |
2. Επιχειρησιακές αρμοδιότητες της Eurojust | Σελ. 533 |
ΙΙΙ. H Europol | Σελ. 533 |
IV. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) | Σελ. 535 |
V.Τα συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών και συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Σελ. 535 |
1. Η «αρχή» της διαθεσιμότητας των πληροφοριών | Σελ. 535 |
2. Τα επί μέρους συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών | Σελ. 536 |
3. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) | Σελ. 538 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 539 |
Σελ. 1
Εισαγωγή
Βιβλιογραφία (Γενικά Έργα Διεθνούς Ποινικού Δικαίου)
Ελληνική: Eser, Διεθνής και Παγκόσμια Εθνική Ποινική Δικαιοδοσία. Η γένεση του καταστατικού της Ρώμης για ένα Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και οι επιδράσεις του στο εθνικό ποινικό δίκαιο, Αθήνα 2003 • Γιόκαρη-Παζαρτζή, Εθνική και διεθνής καταστολή των διεθνών εγκλημάτων, Αθήνα 2012 • Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, Τα Εγκλήματα Πολέμου. Οι διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας και τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής, Αθήνα 2006 • Μαγκάκη, Εισαγωγή εις το Δημόσιον Διεθνές Ποινικόν Δίκαιον, Αθήναι 1958 • Μυλωνόπουλου (επιμ. εκδ.), Διεθνές Ποινικό Δίκαιο και Σύγχρονη Πραγματικότητα, Προκλήσεις και Προοπτικές, 1ο Διεθνές Συνέδριο, Αθήνα, 3-5 Ιουνίου 2016, Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, Αθήνα 2017 • Παζαρτζή, Η ποινική καταστολή στο διεθνές δίκαιο. Η διεθνής ποινική δικαιοσύνη στη σύγχρονη εποχή, Αθήνα-Κομοτηνή 2007
Αλλοδαπή: Ahlbrecht H./Böhm K.M./Esser R./Hugger H./Kirsch S./Rosenthal M., Internationales Strafrecht in der Praxis, Heidelberg 2008 • Ambos, Der Allgemeine Teil des Völkerstrafrechts. Ansätze einer Dogmatisierung, Berlin 2002 • Bantekas-Nash, International Criminal Law, 2nd ed. London 2003 • v. Bar, Ludwig: Das internationale Privat- und Strafrecht, Hannover 1862 • Bassiouni, Note explicative sur le Statut de la Cour Pénale Internationale, Révue Internationale de droit pénal 2000, σελ. 1 επ. • Bassiouni, International Criminal Law and International Protection of Human Rights, σε: Jescheck - FS τ. II (1985) 145 επ. • του ιδίου (ed.): International Criminal Law τ. I-II, New York 1986 • του ιδίου (ed.): A Draft International Criminal Code and Draft Statute for an International Criminal Tribunal, Dordrecht 1987 • Bassiouni-Nanda, Ved (ed.): International Criminal Law τ. I-II, Springfield 1973 • Beling, Die strafrechtliche Bedeutung der Exterritorialität 1986 • Cassese A., The Oxford Companion to International Criminal Justice Oxford 2009 • του ιδίου, International Criminal Law, Oxford 2003 • Chilstein, Droit pénal international et lois de police, Paris 2003 • Cryer-Friman-Robinson-Wilmshurst, An Introduction to International Criminal Law and Procedure, 2nd ed., Cambridge 2010 • David, Eléments de Droit pénal international et européen, Bruxelles 2009 • De Schutter, Bibliography on international Criminal Law, Leiden 1972 • Donnedieu de Vabres, Les principes modernes du droit pénal international, Paris 1928 • Eser, Die Entwicklung des internationalen Strafrechts, Jescheck - FS τ. II (1985) σελ. 1353 επ. • Glaser, Stefan: Introduction à l’étude du droit international pénal, 1954 • του ιδίου, Infraction internationale. Ses éléments constitutifs et ses aspects juridiques, Paris 1957 • του ιδίου, Droit international pénal conventionnel, τ. I 1970, τ. II 1978 • Henzelin-Roth, Le droit pénal à l’ épreuve de l‘ internationalisation, Bruxelles 2002 • Hegler, Prinzipien des internationalen Strafrechts, Breslau 1906, Jescheck, Hans-Heinrich, Zur Reform der Vorschriften über das internationale Strafrecht, σε: IRuD 1956, 75 επ. • του ιδίου, Gegenstand und neueste Entwicklung des internationalen Strafrechts, Maurach - FS (1972) 579 επ. • του ιδίου, Entwicklung, gegenwärtiger Stand und Zukunftsaussichten des internationalen Strafrechts, GA 1981, 49 επ. • Jones & Powles, International Criminal Practice, 3rd ed., Oxford 2003 • Juristes Sans Frontières, Le Tribunal Pénal International de la Haye, Paris 2000 • Kielwein, Zum gegenwärtigen Stande einer internationalen Kriminalpolitik, Rittler - FS (1957) 95 επ. • Kittichisaree, International Criminal Law, Oxford 2001 • Kohler: Internationales Strafrecht, 1917 • Levi, Diritto penale internazi-
Σελ. 2
onale, 1949 • La Rosa, Juridictions pénales internationales: La procédure et la preuve, Genève 2003 • Lombois, Droit pénal international, 2η έκδ. 1979 • May-Hoskins, International Criminal Law and Philosophy, Cambridge 2010 • Meili, Lehrbuch des internationalen Strafrechts und Strafprozeßrechts, Zürich 1910 • Mendelssohn Bartholdy, Das räumliche Herrschaftsgebiet des Strafgesetzes, VDA Bd VI Berlin 1909, σελ. 85 επ. • Mueller- Wise (ed.): International Criminal Law, A Guide to US, Practice and Procedure, New York 1987 • Mylonopoulos C., Dogmática penal en un contexto internacional, Montevideo/Buenos Aires 2017 • Neuner (ed.), National Legislation Incorporating Interational Crimes, Berlin 2003 • Oehler, Internationales Strafrecht, 2n έκδ., Köln 1983 • Quintano Ripollès, Tratado de Derecho penal internacional e Internacional Penal, τ. 1, 1955, τ. 2, 1957 • v. Rohland: Das internationale Strafrecht, Leipzig 1877 • Safferling, Internationales Strafrecht, 2011 • Tanguay-Renaud-Stribopoulos (eds.), Rethinking Criminal Law Theory. New Canadian Perspectives in the Philosophy of Domestic, Transnational and International Criminal Law, Oxford and Portland, Oregon, 2012 • Travers, Le droit pénal international et sa mise en oeuvre en temps de paix et en temps de guerre, τ. I 1920 • Triffterer (ed.) Commentary on the Rome Statute of the International Criminal Court, Baden Baden 1999 • του ίδιου, Völkerstrafrecht im Wandel? Jescheck - FS τ. II (1985) 1477 επ. • του ίδιου, Entwicklungstendenzen im internationalen Strafrecht, Maurach - FS (1972) 595 επ. • Werle, Völkerstrafrecht, Tübingen 2003 • Zieher, Das sog. internationale Strafrecht nach der Reform, Berlin 1977.
Ι. Τι είναι το διεθνές ποινικό δίκαιο;
Μολονότι τα εγκλήματα με «διεθνείς όψεις» προβληματίζουν τη νομική επιστήμη ήδη από την εποχή των μεταγλωσσογράφων, ως προς το ακριβές νόημα του όρου «διεθνές ποινικό δίκαιο» επικρατεί αμφιγνωμία και αβεβαιότητα. Ενώ, π.χ., για τους νομικούς της ηπειρωτικής Ευρώπης ο όρος χαρακτηρίζει συνήθως κανόνες εσωτερικού δικαίου που ρυθμίζουν τα «τοπικά όρια ισχύος» των ποινικών νόμων (πρβλ. άρθρ. 5 επ. ΠΚ), άλλοι συγγραφείς, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των αγγλοσαξονικών δικαίων, εννοούν κατά κύριο λόγο (αν και όχι αποκλειστικά) τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που ανάγουν σε εγκλήματα σοβαρές προσβολές οικουμενικών
Σελ. 3
εννόμων αγαθών. Η έννοια, ωστόσο, του δ.π.δ., όπως μάλιστα έχει διαμορφωθεί από την κρατούσα γνώμη, έχει περιεχόμενο πολύ ευρύτερο: Περιλαμβάνει όλους εκείνους τους κανόνες ποινικού χαρακτήρα, στη διαμόρφωση των οποίων η σχέση του κράτους με την αλλοδαπή διαδραματίζει κάποιο ρόλο. Υπ’ αυτή την ευρεία έννοια στο δ.π.δ. υπάγονται:
1. Οι κανόνες που οριοθετούν την ποινική εξουσία ενός κράτους σε σχέση με την αλλοδαπή (δίκαιο των τοπικών ορίων των ποινικών νόμων).
2. Το ποινικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο).
3. Το δίκαιο της έκδοσης και της διεθνούς δικαστικής αρωγής σε ποινικές υποθέσεις.
4. Το δίκαιο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.
5. Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων («ουσιαστικό» ή «δημόσιο» ποινικό διεθνές δίκαιο).
Οι ανωτέρω κλάδοι του διεθνούς ποινικού δικαίου υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνουν κατά μεγάλο μέρος όχι μόνον ουσιαστικούς αλλά και δικονομικούς κανόνες. Έτσι δικονομικό χαρακτήρα έχουν οι διατάξεις σχετικές με:
– το δίκαιο της έκδοσης και της δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις,
– το δίκαιο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, όπως έχει διαμορφωθεί βάσει των διεθνών και περιφερειακών συμβάσεων, κυρίως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα καθώς και της νομολογίας, αντίστοιχα, του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ,
– το δικονομικό ποινικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως δε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (Ν 3251/2004) και η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις ποινικές υποθέσεις (Ν 4489/2017) καίτοι οι σχετικές διατάξεις συστηματικά ανήκουν στο δίκαιο της έκδοσης και δικαστικής αρωγής υπό ευρεία έννοια, καθώς και η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την συνεργασία μεταξύ των κρατών
Σελ. 4
μελών της Ένωσης στην καταπολέμηση του εγκλήματος, την ανταλλαγή πληροφοριών και τους ελάχιστους κανόνες προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου,
– την οριοθέτηση της ημεδαπής ποινικής εξουσίας απέναντι σε πρόσωπα που απολαύουν ασυλίας,
– το ειδικό καθεστώς των κτηρίων των ξένων πρεσβειών και διπλωματικών αντιπροσωπειών,
– την αναγνώριση των αποφάσεων αλλοδαπών ποινικών δικαστηρίων,
– τη δικονομία ενώπιον των διεθνών ποινικών δικαστηρίων.
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς οι παραπάνω κανόνες δικονομικού δικαίου συγκροτούν ιδιαίτερο κλάδο του δ.π.δ., το δικονομικό διεθνές ποινικό δίκαιο (international criminal procedure, internationales Strafprozeßrecht).
Ως «διεθνές ποινικό δίκαιο» υπό ευρεία έννοια χαρακτηρίζεται, επομένως, το σύνολο των κανόνων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου που θεμελιώνουν ή αποκλείουν μια ποινική αξίωση ή καθιστούν δυνατή την πραγματοποίησή της και οι οποίοι είτε πηγάζουν από διακρατικές σχέσεις είτε συνδέονται μ’ αυτές. Εφόσον οι κανόνες αυτοί μπορεί να είναι όχι μόνον του εσωτερικού αλλά και του διεθνούς ή του ευρωπαϊκού δικαίου, το δ.π.δ. υπό ευρεία έννοια ορθά χαρακτηρίζεται ως «σύνθετος» κλάδος του δικαίου (komplexer Rechtszweig).
ΙΙ. Το δίκαιο των τοπικών ορίων των ποινικών νόμων (διεθνές ποινικό δίκαιο stricto sensu)
Αν ανατρέξουμε στο ειδικό μέρος του ΠΚ, θα δούμε ότι ο νομοθέτης κατά την περιγραφή των περισσοτέρων εγκλημάτων δεν διατυπώνει περιορισμούς ως προς τον τόπο τέλεσης της πράξης ή την ιθαγένεια του δράστη ή του παθόντος. Έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι οι περισσότερες ειδικές υποστάσεις έχουν οικουμενικό χαρακτήρα. Από το γράμμα, π.χ., του άρθρ. 299 ΠΚ, προκύπτει, τουλάχιστον prima facie, ότι η ποινική αξίωση της ελληνικής Πολιτείας δεν προϋποθέτει παρά την πλήρωση της ειδικής υπόστασης της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ανεξάρτητα από το αν η πράξη πραγματώθηκε στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή και από το αν ο υπαίτιος ή ο παθών ήταν Έλληνας ή όχι. Αλλά από την άλλη πλευρά θα μπορούσε να υποστηριχθεί και η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη: αφού οι ποινικοί νόμοι είναι προϊόν αξιολογήσεων ορισμένης και μόνον κοινωνίας και μάλιστα σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, πώς
Σελ. 5
μπορούν να εφαρμόζονται σε πράξεις που τελέσθηκαν έξω από τα όρια της επικράτειας, την έννομη τάξη της οποίας επιδιώκουν να διασφαλίσουν;
Ούτε η μία άποψη ωστόσο είναι αυτονόητη, ούτε η άλλη: ήδη η ύπαρξη πλειόνων κυριάρχων κρατών καθιστά προφανές ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει το δικαίωμα να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των ποινικών νόμων πέρα από ορισμένα όρια. Η αξίωση ενός κράτους να εφαρμόζει τους ποινικούς του κανόνες σε πράξεις που τελέστηκαν σε όλη την υδρόγειο δύσκολα συμβιβάζεται με τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη συνύπαρξη των εθνών. Αλλά και η αντίθετη αντίληψη δεν μπορεί να γίνει άνευ ετέρου αποδεκτή. Πράγματι, το ημεδαπό ποινικό δίκαιο δεν μπορεί ν’ αδιαφορήσει τουλάχιστον για ορισμένες πράξεις που τελούνται έξω από τα όρια της επικράτειας, όπως π.χ. για αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ημεδαπούς ή εναντίον ημεδαπών.
Όλα δείχνουν, επομένως, ότι όταν από μια ποινική διάταξη δεν προκύπτει η έκταση της κατά τόπον εφαρμογής της, η προσφυγή σε κανόνες που καθορίζουν τα τοπικά όριά της είναι απαραίτητη. Ποια είναι όμως τα όρια αυτά; Και με ποια κριτήρια διαγράφονται; Την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα επιχειρεί να δώσει το διεθνές ποινικό δίκαιο νοούμενο stricto sensu ως δίκαιο των τοπικών ορίων των ποινικών νόμων. Υπ’ αυτή την έννοια με τον όρο «διεθνές ποινικό δίκαιο» (droit pénal international, internationales Strafrecht) χαρακτηρίζεται, κυρίως στο πλαίσιο των δικαίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα τοπικά όρια εφαρμογής του εθνικού ποινικού δικαίου (και επομένως τις πράξεις που υπάγονται σ’ αυτό), δηλ. την κατά τόπο έκταση της ποινικής εξουσίας του κράτους και συνεπώς, την έκταση της ποινικής δικαιοδοσίας του. Πρόκειται για τους κανόνες βάσει των οποίων κρίνεται αν μια πράξη που προσβάλλει μεν την ημεδαπή έννομη τάξη, έχει όμως ταυτόχρονα και «διεθνείς όψεις» (ή, όπως συχνά λέγεται, ένα τουλάχιστον «στοιχείο αλλοδαπότητος»), υπάγεται στην ημεδαπή ποινική εξουσία. Αντικείμενο των σχετικών διατάξεων του ελληνικού ΠΚ (άρθρ. 5 επ.) είναι π.χ. το ερώτημα αν οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν ένα έγκλημα τελέστηκε στην αλλοδαπή από ή εναντίον Έλληνα πολίτη, ή σε πλοίο ελληνικό στην ανοιχτή θάλασσα ή σε ξένο λιμένα κλπ.
Όπως θα δούμε παρακάτω οι κανόνες του δ.π.δ. stricto sensu είναι κανόνες εσωτερικού δικαίου (δεν υπάρχει ένα υπερκρατικό δ.π.δ. stricto sensu, αλλά τόσα, όσες οι κυρίαρχες Πολιτείες). Γι’ αυτό και ο όρος «διεθνές ποινικό δίκαιο» στο μέτρο που χαρακτηρίζει το δίκαιο των
Σελ. 6
τοπικών ορίων ορθά επικρίνεται ως παραπλανητικός. Εξ ίσου αντιφατική είναι και η έκφραση «ελληνικό διεθνές ποινικό δίκαιο». Προς αποφυγή, ωστόσο, ορολογικών νεωτερισμών και για λόγους εναρμόνισης προς την παραδοσιακή χρήση του, ο όρος «διεθνές ποινικό δίκαιο» έχει καθιερωθεί για να δηλώνει, χρησιμοποιούμενος stricto sensu, το δίκαιο των τοπικών ορίων της ποινικής εξουσίας ενός κράτους.
Ορισμένοι συγγραφείς αντί του εδώ προτιμώμενου όρου «διεθνές ποινικό δίκαιο stricto sensu» (δίκαιο των τοπικών ορίων των ποινικών νόμων) επιμένουν στον όρο «ποινικό διεθνές δίκαιο», με το επιχείρημα ότι αυτός «σημειολογικά λειτουργεί καλύτερα ενόψει του καθιερωμένου αντίστοιχου όρου «ιδιωτικό διεθνές δίκαιο». Όμως το διεθνές ποινικό δίκαιο που είναι δημόσιο δίκαιο, δυσχερώς αντιστοιχείται με το άσχετο προς αυτό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Έπειτα, σημασία δεν έχει το πώς λειτουργεί σημειολογικά ένας αμφισβητούμενος όρος, αλλά το τι είναι γραμματικά σωστό. Η αναφορά στους αντίστοιχους ξένους όρους γίνεται για να δειχτεί ότι σ’ αυτούς η χρήση των λέξεων γίνεται κατά γραμματικά ορθό τρόπο: Πράγματι, εφόσον πρόκειται για εσωτερικούς κανόνες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, η έκφραση: «ποινικό δίκαιο» αποτελεί το ονοματικό σύνολο, η δε «διεθνής όψη» των κανόνων αποδίδεται με τον επιθετικό προσδιορισμό: «διεθνές». Γι’ αυτό και ο Χωραφάς, μολονότι θεωρεί τον όρο άστοχο για τους λόγους που αναφέραμε, σημειώνει: «Από το διεθνές Π.Δ. πρέπει να διακριθεί το ποινικόν διεθνές δίκαιον, όπερ αποτελεί τμήμα του δημοσίου διεθνούς δικαίου...». Οι χαρακτηριστικές υπογραμμίσεις είναι του συγγραφέα, ο οποίος ευλόγως έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινίσει περαιτέρω γιατί προτίμησε τον όρο αυτό. Ώστε η ορολογία που χρησιμοποιείται εδώ είναι η μόνη εναρμονισμένη με τη φύση των κανόνων των άρθρ. 5 επ. ΠΚ.
Από όσα προηγήθηκαν θα μπορούσε να συναχθεί, ότι αποστολή του δ.π.δ., είναι να περιορίσει την υπερβολικά ευρεία αξίωση ισχύος των ημεδαπών νόμων, οι οποίοι αλλιώς θα διεκδικούσαν οικουμενική εφαρμογή. Η θεώρηση αυτή, ωστόσο, θα είχε νόημα μόνον αν η οικουμενική ισχύς του ποινικού δικαίου κάθε χώρας ήταν δεδομένη. Εφόσον, όμως, η έκταση εφαρμογής του ημεδαπού ποινικού δικαίου δεν συνάγεται άμεσα από τον εκάστοτε ειδικό κανόνα, απαιτούνται διατάξεις που καθορίζουν τα όριά της και αίρουν τη σχετική αβεβαιότητα. Ώστε αποστολή των κανόνων του δ.π.δ., δεν είναι, κατ’ ακριβολογία, ο περιορισμός αλλά ο προσδιορισμός των ορίων της ποινικής εξουσίας του κράτους.
Σελ. 7
ΙΙΙ. Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο
Αντικείμενο του ουσιαστικού Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου είναι αφενός μεν η προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αφετέρου δε ο καθορισμός ελάχιστων κανόνων ποινικοποίησης σε τομείς βαριάς εγκληματικότητας, κοινών στα κράτη μέλη της ΕΕ. Τέτοιοι τομείς είναι κυρίως του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και άλλων, ανάλογης βαρύτητας περιπτώσεων. Ακόμη όμως το ενωσιακό ποινικό δίκαιο αποβλέπει στη θέσπιση ή προσέγγιση ποινικών διατάξεων που άπτονται του κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών. Όπως θα δούμε στον οικείο τόπο, σημαντικό πεδίο προβληματικής του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου αποτελούν τα ζητήματα που προκύπτουν από την επίδραση του ενωσιακού δικαίου στο εσωτερικό ποινικό δίκαιο των κρατών μελών. Η επίδραση αυτή εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις: οι μεν εσωτερικοί ποινικοί κανόνες των κρατών μελών δεν εφαρμόζονται αν αντιτίθενται προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δε εθνικός νομοθέτης οφείλει να προβεί σε νέες ποινικοποιήσεις αν αυτές απαιτούνται για να συμμορφωθεί προς αυτό. Όπως μάλιστα είχε υποστηριχτεί, προκειμένου για οικονομικά εγκλήματα συναπτόμενα προς το πεδίο εφαρμογής της τότε ΣυνθΕΟΚ, οι πολίτες κάθε κράτους μέλους της ΕΕ θεωρούνται «ημεδαποί» (πρβλ. άρθρ. 18 ΣΛΕΕ που απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω ιθαγένειας εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών).
Βλέπουμε λοιπόν, ότι το ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο δεν είναι τμήμα του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων, αφού απλώς προστατεύει έννομα αγαθά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αγαθά για την προστασία των οποίων ενδιαφέρεται το σύνολο των κρατών μελών και όχι οικουμενικές αξίες. Αλλά ούτε και στο δίκαιο των τοπικών ορίων της ποινικής εξουσίας εντάσσεται συστηματικά, μολονότι κατά ορισμένες αναφορές συνδέεται μ’ αυτό. Αντίθετα, η πολυπλοκότητα και οι ιδιαιτερότητές του, καθώς και η πολυεδρικότητα των ποινικών προβλημάτων που πηγάζουν από το ποινικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το καθιστούν αυτοτελή κλάδο του διεθνούς ποινικού δικαίου.
Σελ. 8
Το δικονομικό ποινικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου έχουν διαμορφωθεί και ορισμένοι θεσμοί δικονομικού ποινικού δικαίου, που συστηματικά ανήκουν στο δίκαιο της δικαστικής αρωγής, έχουν όμως αποκτήσει αυτονομία λόγω της ιδιαιτερότητάς των αλλά και του μεγάλου όγκου των σχετικών νομοθετημάτων. Πρόκειται για ρυθμίσεις που απλοποιούν τη δικαστική και αστυνομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιταχύνουν τις κοινές δράσεις στην καταπολέμηση του εγκλήματος και ανήκουν στο δικονομικό ποινικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημαντικότερα εξ αυτών είναι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, και η λεγόμενη αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών μεταξύ των κρατών της Ένωσης. Για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδιαίτερη σημασία έχει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (Ν 3251/2004). Πρόκειται για διάταξη δικαστικής αρχής ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, ευρισκόμενου στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, και το οποίο ζητείται από τις αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος προκειμένου είτε να διωχθεί ποινικά, είτε να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας. Αποτελεί δε απλουστευμένη διαδικασία που αποσκοπεί στην παράδοση του διωκόμενου προσώπου κατά παράκαμψη των χρονοβόρων διαδικασιών της έκδοσης. Στο πεδίο, τώρα, της δικαστικής συνδρομής κεντρική θέση κατέχει η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, ήτοι απόφαση εκδιδόμενη από δικαστική αρχή κράτους-μέλους της ΕΕ («κράτος έκδοσης») με σκοπό τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων και γενικότερα τη διενέργεια ερευνητικών μέτρων από άλλο κράτος-μέλος.
Εδώ ανήκουν επίσης και άλλα νομικά εργαλεία αμοιβαίας συνεργασίας αλλά και πληροφόρησης μεταξύ των κρατών της ΕΕ, όπως η Eυρωπαϊκή Σύμβαση Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής επί Ποινικών Υποθέσεων του 1959 (κυρ. ΝΔ 4218/1961) και τα πρωτόκολλα αυτής, η Σύμβαση για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση προϊόντων (κυρ. Ν 2655/1998), το ΠΔ 135/2013 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την απόφαση πλαίσιο 2006 /960/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των Αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Απόφαση Πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην ΕΕ, το Ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης (Απόφ. πλ. 2009/829 ΔΕΥ), η Ευρωπαϊκή Εντολή προστασίας (Οδηγία 2011/1/99 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13.12.2011 - Ν 4360/2016) και ο εξαγγελθείς Κανονισμός για την Ευρωπαϊκή Εντολή Παραγωγής και Διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών μέσων σε ποινικές διαδικασίες (e-evidence Regulation), που ακόμη είναι εν Σχεδίω. Τέλος, εδώ ανήκουν τα συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών της ΕΕ βάσει της λεγόμενης «αρχής της διαθεσιμότητος των πληροφοριών»,
Σελ. 9
σημαντικότερο των οποίων είναι το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (Schengen Information System ή SIS).
ΙV. Το δίκαιο της δικαστικής αρωγής σε ποινικές υποθέσεις
Το δίκαιο της δικαστικής αρωγής περιλαμβάνει τους διακρατικούς συμβατικούς κανόνες που αποσκοπούν στην αμοιβαία υποστήριξη και αλληλοβοήθεια των συμβαλλομένων κρατών για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Οι σχετικοί κανόνες αναφέρονται αφενός μεν στις διαδικασίες σύλληψης και παράδοσης σε άλλο κράτος διωκόμενων προσώπων, προκειμένου αυτά είτε να δικαστούν είτε να εκτίσουν επιβληθείσα ποινή, αφετέρου δε σε θέματα ανταλλαγής πληροφοριών και απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων που είναι χρήσιμα στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι συμβάσεις για την έκδοση ενώ στη δεύτερη οι συμβάσεις δικαστικής συνδρομής και άλλες παρεμφερείς συμβάσεις. Εδώ ανήκουν συστηματικά, όπως είπαμε, και τα σχετικά νομικά εργαλεία που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.
Τα θέματα της έκδοσης ρυθμίζονται κατά το ελληνικό δίκαιο κυρίως από τα άρθρ. 436 επ. ΚΠΔ., την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957 (με δυο πρόσθετα πρωτόκολλα του 1975 και 1978) καθώς και από διμερείς Συνθήκες. Πέραν αυτών σημαντικές είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαστικής Συνδρομής σε Ποινικά Θέματα του 1959 με το πρόσθετο πρωτόκολλο του 1978 και άλλες επιμέρους συμφωνίες, όπως η Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας για τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, της οργανωμένης εγκληματικότητας και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών (Ν 1706/1987) που προβλέπει συνεχή «ανταλλαγή πληροφοριών, ειδήσεων και στοιχείων σχετικών με τις οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, ανταλλαγή πραγματογνωμόνων» κ.λπ. Τμήμα του δικαίου δικαστικής αρωγής είναι ακόμη διεθνείς συμβάσεις αντεγκληματικής πολιτικής όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη μεταφορά καταδίκων (1982) που κυρώθηκε με το Ν 1708/1987, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη διεθνή ισχύ των καταδικαστικών αποφάσεων (1970) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη μεταφορά των ποινικών διαδικασιών (1972), που αποβλέπουν στην προώθηση κοινών σκοπών αντεγκληματικής πολιτικής. Η μεταφορά π.χ. των κρατουμένων από τις φυλακές του τόπου όπου καταδικάσθηκαν στις φυλακές της πατρίδας τους προετοιμάζει λυσιτελέστερα την κοινωνική τους επανένταξη, αφού οι συνθήκες κράτησης καθίστανται πολύ λιγότερο απρόσφορες («δυνατότητα γλωσσικής επικοινωνίας, γνώριμο πολιτιστικό και οικογενειακό περιβάλλον, βαθύτερη γνώση και κατανόηση θεσμών και μέτρων») ενώ ταυτόχρονα αποφεύγεται άσκοπη επιβάρυνση του δεινού της ποινής από την έκτισή της σε ξένο περιβάλλον.
Σελ. 10
V. Παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνής έννομη τάξη
Σ’ αυτή την αλληλουχία θα πρέπει να τονισθεί ότι και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσβάλλει κατά τρόπο ανυπόφορο υπερεθνικά έννομα αγαθά της διεθνούς κοινότητας. Γι’ αυτό και οι περιλαμβανόμενοι σε διεθνείς συμβάσεις κανόνες δικαίου που αναφέρονται στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αποτελούν αυτοτελή κλάδο του διεθνούς ποινικού δικαίου lato sensu.
Μεταξύ των κανόνων αυτών πρωτεύουσα θέση κατέχουν: η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 1950 (κυρ. ΝΔ 53/1974), το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τέθηκε σε ισχύ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007 που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρ. 28 § 1 του Συντάγματος.
Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει σειρά εγγυήσεων, τόσο δικονομικών όσο και ουσιαστικού δικαίου, κρίσιμων για την δίκαιη εφαρμογή των ουσιαστικών και δικονομικών ποινικών κανόνων καθώς και γενικότερης φύσεως δικαιώματα, είναι δε ισόκυρος με τις Συνθήκες.
Η επίδραση της ΕΣΔΑ στη διαμόρφωση του εσωτερικού ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου των συμβεβλημένων κρατών υπήρξεν αποφασιστική. Με τη σύμβαση απαγορεύονται οι απάνθρωπες και ταπεινωτικές ποινές και τα βασανιστήρια (άρθρ. 3), αναγνωρίζεται
Σελ. 11
η αρχή n.c.n.p.s.l. (άρθρ. 7) και καθιερώνονται οι ελάχιστοι όροι (εγγυήσεις) διεξαγωγής έντιμης δίκης (fair trial) σε κάθε περίπτωση «ποινικής κατηγορίας» (accusation en matière pénale). Τέτοιες εγγυήσεις είναι το δικαίωμα για δημόσια και δίκαιη εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογη προθεσμία (délai raisonnable) από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ιδρύθηκε νόμιμα, το τεκμήριο της αθωότητας, η γνώση της κατηγορίας, η παροχή χρόνου και διευκολύνσεων για την προετοιμασία της υπεράσπισης, η δυνατότητα του κατηγορουμένου να υπερασπίζεται τον εαυτό του μόνος του ή με συνήγορο της επιλογής του, η δωρεάν παράσταση διερμηνέα, η εξέταση μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και η δημόσια έκδοση της αποφάσεως (άρθρ. 6). Κατοχυρώνεται ακόμη το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρ. 5).
Η δυνατότητα ελέγχου που καθιερώνει η Σύμβαση εκτείνεται και σε ζητήματα κεντρικής σημασίας για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, όπως για την έννοια της ποινικής κατηγορίας που απολαύει των εγγυήσεων της σύμβασης. Έτσι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διαμόρφωσε στην υπόθεση Engel στοιχειώδη κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας πράξης ως ποινικού αδικήματος. Συγκεκριμένα απέβλεψε:
1. Στο χαρακτηρισμό της πράξης από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους ως αξιόποινης πράξης ή όχι.
2. Στη φύση του αδικήματος και
3. Στη βαρύτητα της ποινής που απειλείται.
Τα κριτήρια αυτά, που το Δικαστήριο επεξεργάστηκε σε περαιτέρω αποφάσεις (αποφ. Lutz της 25 Αυγ. 1987, Campbell και Fell της 28 Ιουνίου 1984, Deweer της 27 Φεβρ. 1980 και κυρίως Öztürk της 21ης Φεβρ. 1984) έχουν, όπως είναι προφανές, κεφαλαιώδη σημασία για τη διαμόρφωση της ουσιαστικής ποινικής νομοθεσίας των κρατών - μελών, ώστε αυτή να είναι σύμφωνη με τις ανωτέρω αποφάσεις.
Αξίζει, ακόμη, να σημειωθεί, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει επιβάλει και υποχρέωση ποινικοποιήσεως στον εθνικό νομοθέτη, εκεί όπου η παροχή άλλου είδους κυρώσεων είναι ανεπαρκής για την αποτελεσματική προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Έτσι, στην υπόθεση Χ και Υ κατά Ολλανδίας (αποφ. της 25ης Μαρτίου 1985) έκρινε ότι η αστική προστασία που παρείχε το Κράτος-Μέλος σε ανίκανη προς αντίσταση ανήλικη, η οποία είχε πέσει θύμα κατάχρησης ήταν ανεπαρκής και καθιστούσε απαραίτητη την ποινική καταστολή της πράξης. Ομοίως στην υπόθεση Siliadin κατά Γαλλίας το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι διατάξεις της γαλλικής νομοθεσίας δεν παρείχαν επαρκή προστασία στην προσφεύγουσα, που είχε πέσει θύμα ειλωτείας και υποχρέωσε τη Γαλλία να θεσπίσει ποινικές διατάξεις επαρκώς αποτρεπτικές του ως άνω εγκλήματος.
Σελ. 12
Η σημασία της ΕΣΔΑ για το εσωτερικό ποινικό δίκαιο καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη αφενός μεν ενόψει του ότι επιτρέπεται ατομική προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και αφετέρου επειδή, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας δηλώθηκε η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ. Η ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίζονται οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναδείχθηκε και στα χρόνια της δικτατορίας του 1967, όταν η παράλειψη επιβολής διεθνών ποινικών κυρώσεων εκ μέρους άλλων κρατών για τις προσβολές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα θεωρήθηκε ως μορφή συμμετοχής.
VΙ. Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων (delicta juris gentium)
1. Έννοια
Μετά τον πρώτο, κυρίως όμως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έγινε φανερό ότι ορισμένες πράξεις, όπως η γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου δηλ. πράξεις που προσβάλλουν κατά τρόπο ανυπόφορο θεμελιώδεις αξίες της ανθρωπότητας, θα έπρεπε να επισύρουν ποινική ευθύνη των δραστών τους απέναντι στη διεθνή κοινότητα και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν οι πράξεις αυτές ήταν αξιόποινες κατά το δίκαιο του κράτους των υπαιτίων. Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών, ιδίως δε μετά τις Δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο (1945-46) επιχειρήθηκε και η διαμόρφωση ενός ποινικού δικαίου με διεθνή χαρακτήρα. Το σύνολο των κανόνων του διεθνούς δικαίου που έχουν ως αντικείμενο πράξεις, οι οποίες προσβάλλουν τόσο σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη, ώστε να θεωρούνται άξιες ποινικού κολασμού, απαρτίζει, σύμφωνα με τα παραπάνω, το «δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων» ή «ποινικό διεθνές δίκαιο». Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων έχει επομένως ως αποστολή την προστασία πανανθρώπινων εννόμων αγαθών και αφορά σε πράξεις που συνιστούν
Σελ. 13
ένα «οξύ κίνδυνο για την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των κρατών ανεξάρτητα από την κοινωνική και πολιτική δομή τους» και τα οποία, γι’ αυτό το λόγο, χαρακτηρίζονται συχνά ως «γνήσια» διεθνή εγκλήματα ή διεθνή εγκλήματα stricto sensu.
Την τελευταία αυτή ορολογία υιοθέτησε και η Association Internationale de Droit Pénal στο 14ο Διεθνές Συνέδριο Ποινικού Δικαίου (Βιέννη 1989) που διέκρινε τα διεθνή εγκλήματα σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
(α) Διεθνή εγκλήματα stricto sensu είναι μόνον εκείνες οι πράξεις που συνιστούν «προσβολές των υψίστων αξιών της διεθνούς κοινωνίας». Πρόκειται για εγκλήματα που «αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου» και τα οποία θεμελιώνουν άμεση ποινική ευθύνη του ατόμου απέναντι στη διεθνή κοινότητα. Αυτά κατά το δίκαιο της Νυρεμβέργης και σύμφωνα με το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου («καταστατικό της Ρώμης») είναι η γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου και το έγκλημα της επίθεσης. Είναι «τα σοβαρότερα εγκλήματα που ενδιαφέρουν τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της» (άρθρ. 5 παρ. 1 Καταστατικού της Ρώμης) και συγκροτούν τον πυρήνα των διεθνών εγκλημάτων αποκαλούμενα γι’ αυτό core crimes.
(β) Αντίθετα, ως διεθνή εγκλήματα lato sensu θεωρούνται μόνον πράξεις που αναγνωρίζονται βάσει κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι δεν είναι κατ’ ανάγκη διεθνώς παραδεδεγμένοι αλλ’ αναφέρονται σε προσβολές αξιών, η προστασία των οποίων απαιτεί τη συνεργασία των κρατών.
2. Τα «μη γνήσια» διεθνή εγκλήματα
Έτσι, εκτός από τα «γνήσια» ή «εκ φύσεως» διεθνή εγκλήματα (infractions internationales par nature) υπάρχουν και τα «μη γνήσια» διεθνή εγκλήματα, εκείνα δηλ., που κατέστησαν διεθνή επειδή οι ανάγκες αποτελεσματικότερης καταπολέμησής τους οδήγησαν στη σύναψη διεθνών συμβάσεων. Γι’ αυτό και αυτά αποκαλούνται treaty crimes ή crimes of international concern. Στην τελευταία αυτή περίπτωση όπως εύστοχα παρατηρεί ο Lombois, το κριτήριο χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως διεθνούς δεν είναι ουσιαστικό, όπως στην πρώτη, αλλά τυπικό, συνίσταται δε στον τρόπο ποινικοποίησης (infractions internationales par le seul mode d’incrimination). Τα μη γνήσια διεθνή εγκλήματα στρέφονται κατά εννόμων αγαθών τα οποία δεν ανήκουν στη διεθνή έννομη τάξη αλλά είναι κοινά στα συμβαλλόμενα κράτη που οργανώνουν κοινές μεθόδους αντίδρασης μέσω διακρατικών συμβάσεων. Τέτοιες διεθνείς συμβάσεις θεωρούνται π.χ. η Σύμβαση των Ην. Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 20.12.88 και
Σελ. 14
κυρώθηκε με το Ν 1990/1991, η σύμβαση του 1929 για την παραχάραξη και κιβδηλεία, η σύμβαση του ΟΗΕ του 1949 για τη σωματεμπορία, η σύμβαση της Γενεύης του 1923 για την καταπολέμηση της εμπορίας και κυκλοφορίας ασέμνων εντύπων κλπ. Τα όρια, πάντως, μεταξύ αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων και των «γνησίων» διεθνών είναι ρευστά. Έτσι π.χ., ενώ ο Jescheck θεωρεί ότι η εμπορία δούλων ή η μόλυνση των θαλασσών προσβάλλουν έννομα αγαθά της διεθνούς κοινότητας, ο Karpets αντίθετα διευρύνει την έννοια των (μη γνησίων) εγκλημάτων με διεθνή χαρακτήρα και υπάγει σ’ αυτά όλες τις πράξεις που προσβάλλουν: (α) την αρμονική συνύπαρξη των κρατών (τρομοκρατία, αεροπειρατεία, πειρατικές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές), (β) την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξή τους (μόλυνση περιβάλλοντος, προσβολές πολιτιστικής κληρονομιάς, εμπόριο ναρκωτικών, παράνομη μετανάστευση) και (γ) πρόσωπα και ηθικές αξίες (εμπορία δούλων και ασέμνων, πειρατεία). Γι’ αυτό και η παραπάνω διάκριση προκαλεί αβεβαιότητα, και αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, μέχρι σημείου μάλιστα να χαρακτηρίζεται και ως επικίνδυνη.
3. Η ορολογία
Σε αντίθεση με το δίκαιο των τοπικών ορίων, το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων είναι δίκαιο διεθνές. Οι κανόνες του ανήκουν συστηματικά στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, έστω και αν κατά περιεχόμενο είναι κανόνες ποινικοί. Γι’ αυτό και ο όρος ποινικό διεθνές δίκαιο (droit international pénal), αντιτιθέμενος προς τον όρο διεθνές ποινικό δίκαιο (droit pénal international) είναι ακριβής, όπως άλλωστε και η προτεινόμενη από το Bassiouni έκφραση «penal aspects of international law», σε αντίθεση προς τον όρο «international aspects of municipal law» που επιφυλάσσεται για το δίκαιο των τοπικών ορίων. Την ουσία όμως του πράγματος αποδίδει, νομίζω, καλύτερα, ο όρος «δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων» (droit des infractions internationales) που προκρίνει ο Lombois για να υπογραμμίσει ότι και εδώ υπάρχει ανάγκη να τηρηθεί η αρχή της νομιμότητας (n.c.n.p.s.l.), έτσι ώστε δεν υπάρχει διεθνές έγκλημα αν δεν υπάρχει και κανόνας του διεθνούς δικαίου που το προβλέπει.
Σελ. 15
Αντίθετα δεν ικανοποιούν οι όροι υπερεθνικό ποινικό δίκαιο (droit pénal supranational) και διακρατικό ποινικό δίκαιο (droit pénal interétatique) αφού τα χαρακτηριστικά αυτά έχει και το ποινικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς ωστόσο ν’ αναφέρεται σε εγκλήματα που θίγουν οικουμενικά έννομα αγαθά. Από την άλλη πλευρά ο όρος ουσιαστικό διεθνές ποινικό δίκαιο (materielles internationales Strafrecht) δεν διαστέλλεται σαφώς από το δίκαιο των τοπικών ορίων που κι αυτό είναι ουσιαστικό (δημιουργώντας έτσι και την εντύπωση ότι αντιτίθεται προς το δικονομικό διεθνές ποινικό δίκαιο), ενώ ο όρος δημόσιο διεθνές ποινικό δίκαιο (droit international pénal public, Völkerstrafrecht) παρουσιάζει διπλό πρόβλημα: Αφενός αντιτίθεται προς τον όρο «ιδιωτικό διεθνές ποινικό δίκαιο» (droit pénal international privé) που χρησιμοποιείται τελείως αδόκιμα για να χαρακτηρίσει το (εθνικό) δίκαιο των τοπικών ορίων (μολονότι και αυτό το τελευταίο είναι δίκαιο δημόσιο). Αφετέρου είναι παραπλανητικός αφού ποινικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου με ενιαίο περιεχόμενο και οικουμενική δεσμευτικότητα δεν υπάρχουν.
4. Τα κύρια χαρακτηριστικά του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων
Χαρακτηριστικό του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων είναι ότι καθιερώνει άμεση ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων απέναντι στη διεθνή έννομη τάξη. Οι κανόνες του απευθύνουν απειλή ποινής κατ’ ευθείαν στα άτομα και τίθενται για να εφαρμοσθούν αμέσως, χωρίς ν’ απαιτείται η μετατροπή τους σε εσωτερικό δίκαιο. Αυτό βεβαίως δεν ήταν ανέκαθεν αυτονόητο. Κατά την κλασική θεωρία του διεθνούς δικαίου («doctrine traditionelle») υποκείμενα του διεθνούς δικαίου μπορούσαν να είναι μόνο κράτη και όχι άτομα. Το άτομο μπορούσε να υπέχει ποινική ευθύνη μόνον απέναντι στο κράτος, την υπέρτατη αρχή πάνω στη γη, και όχι σε κάποια υπερκείμενη του κράτους διεθνή έννομη τάξη. Για το λόγο αυτό και τα κρατικά όργανα που προσέβαλλαν σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη ενεργώντας για λογαριασμό του κυρίαρχου κράτους δεν μπορούσαν να τιμωρηθούν από κάποια διεθνή ή αλλοδαπή αρχή, σύμφωνα με τον κανόνα par in parem non habet jurisdictionem (θεωρία των πράξεων κυριαρχίας).
Οι σύγχρονες απόψεις, ωστόσο, σύμφωνα με τις οποίες το διεθνές δίκαιο υπερέχει του εσωτερικού, εδραίωσαν την αντίληψη, ότι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου μπορεί να είναι και φυσικό πρόσωπο. Για το λόγο αυτό δεν αμφισβητείται πλέον ότι το φυσικό πρόσωπο μπορεί να τελέσει διεθνές έγκλημα.
Σελ. 16
5. Ποινική ευθύνη κρατών;
Σήμερα, μάλιστα, το πρόβλημα εμφανίζεται υπό την αντίστροφη ακριβώς μορφή. Ερωτάται, συγκεκριμένα, αν υποκείμενα διεθνών εγκλημάτων μπορούν να καταστούν τα κράτη. Πρόκειται για πράξεις με έντονο πολιτικό χαρακτήρα, τελούμενες με την προφανή συμμετοχή ενός κράτους (κρατικής δύναμης), οι οποίες καθιστούν αναγκαία λήψη αμυντικών μέτρων εκ μέρους των λοιπών κρατών. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα είδος μακροεγκληματικότητας (Makrokriminalität), όπου η εγκληματική δράση σε βάρος άλλων κρατών είναι αδύνατη χωρίς τη συμμετοχή ή στήριξη της δημόσιας δύναμης ενός άλλου κράτους. Για ορισμένους συγγραφείς τα ζητήματα της διεθνούς ποινικής ευθύνης των κρατών ρυθμίζονται από ιδιαίτερο κλάδο του ποινικού διεθνούς δικαίου, το διακρατικό ποινικό δίκαιο (droit pénal interétatique). Έτσι π.χ., για το Lauterpacht είναι ολωσδιόλου αδικαιολόγητη η σκέψη, ότι όταν τα άτομα ενώνονται σε κράτη μπορούν ν’ απολαύσουν ασυλίας για πράξεις για τις οποίες τιμωρούνται όταν τις τελούν μεμονωμένα. Αλλά και η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών (International Law Commission) αναγνωρίζει, στο άρθρ. 19 του Σχεδίου για την Κωδικοποίηση της Ποινικής Ευθύνης Κρατών, την ύπαρξη «διεθνών εγκλημάτων» κρατών (international crimes). Κατά την Επιτροπή τέτοιο διεθνές έγκλημα είναι κάθε «προσβολή μιας διεθνούς υποχρέωσης τόσο ουσιώδους για την προστασία θεμελιωδών συμφερόντων της διεθνούς κοινότητας, ώστε η παραβίασή τους αναγνωρίζεται ως έγκλημα» από την τελευταία. Τα διεθνή εγκλήματα των κρατών θεωρούνται έτσι ότι τελούνται erga omnes και ότι παρέχουν το δικαίωμα και σε κράτη μη βλαπτόμενα αμέσως να επιβάλλουν μονομερώς κυρώσεις (ειρηνικά αντίποινα). Στη θεωρία ως ποινικές κυρώσεις αναφέρονται σχετικά η μερική ή ολική κατάληψη του εδάφους, η καταστροφή πολεμικών εργοστασίων και αποθηκών, ο έλεγχος της βιομηχανικής δραστηριότητας, των επιστημονικών ερευνών ή των ενόπλων δυνάμεων του κράτους, η επιβολή πολιτικής κηδεμονίας (tutelle politique) κλπ. Η ορθότητα της άποψης αυτής, που συνάπτεται με την προβληματική της ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων, είναι στο πλαίσιο ενός ποινικού δικαίου της ενοχής (Schuldstrafrecht) αμφίβολη, αφού η αναγνώριση ποινικής ευθύνης των κρατών καταλήγει σε παραδοχή συλλογικής ευθύνης και επομένως παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή της ενοχής.
Σελ. 17
Την βασική αυτή αντίρρηση δε μπορεί να ξεπεράσει η σκέψη ότι τα κράτη δεν είναι πλάσματα δικαίου, όπως τα λοιπά νομικά πρόσωπα, αλλ’ αποτελούν ζωντανές πραγματικότητες των οποίων τα εγκλήματα (π.χ. επιθετικός πόλεμος) εκτελούνται από μάζες πολιτών. Διότι οι ποινικές κυρώσεις πλήττουν όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του «υπαίτιου», κράτους, και επομένως και εκείνους που ήταν ολωσδιόλου αμέτοχοι στην πράξη (π.χ. βρέφη, υπέργηρους κλπ.), πράγμα που είναι αντίθετο προς θεμελιώδεις αρχές των περισσότερων σύγχρονων ποινικών συστημάτων (καμμιά ποινή χωρίς πράξη, καμμιά ποινή χωρίς ενοχή). Για τον ίδιο λόγο δεν ευσταθεί το επιχείρημα του Schwarzenberger ότι ποινική ευθύνη κρατών είναι δυνατή όπως ήταν στο παρελθόν δυνατή η ποινική ευθύνη σκλάβων (καίτοι εθεωρούντο res) και ζώων.
6. Πηγές του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων
Στις πηγές του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων συγκαταλέγονται τόσο οι διεθνείς συμβάσεις όσο και τα διεθνή έθιμα και οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που αναγνωρίζουν τα πολιτισμένα έθνη. Τα εγκλήματα, επομένως, που τιμωρούνται κατά το διεθνές δίκαιο, είναι δυνατό να καθορίζονται όχι μόνο συμβατικά αλλά και εθιμικά. Έτσι, κατά το αγγλικό δίκαιο το αξιόποινο της πειρατείας πηγάζει άμεσα από το άγραφο διεθνές δίκαιο (piracy by the law of nations). Ομοίως το άρθρ. 7 § 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μολονότι αναγνωρίζει την αρχή n.c.n.p.s.l., επιτρέπει τη δίωξη και τιμώρηση πράξεων που κατά το χρόνο τέλεσής τους ήταν άξιες ποινικού κολασμού σύμφωνα με τις γενικές
Σελ. 18
αρχές του δικαίου, τις αναγνωρισμένες από τα πολιτισμένα έθνη. Όμοιες επιφυλάξεις περιλαμβάνουν στις διατάξεις που αναγνωρίζουν την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων πλείστα όσα διεθνή κείμενα, όπως: ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Η πρακτικά σπουδαιότερη όμως πηγή του «ποινικού διεθνούς δικαίου» είναι οι διεθνείς συμβάσεις. Μεταξύ αυτών η σημαντικότερη είναι το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που υιοθετήθηκε στη Ρώμη από τη Διεθνή Διάσκεψη του ΟΗΕ (κυρ. Ν 3003/2002) και το οποίο ορίζει ως εφαρμοστέο δίκαιο κατά σειρά ιεράρχησης τις διατάξεις αυτού, τις εφαρμοστέες συνθήκες και τους κανόνες διεθνούς δικαίου, ελλείψει δε αυτών τις γενικές αρχές του δικαίου, όπως αυτές προκύπτουν «από τις εθνικές νομοθεσίες διαφόρων νομικών συστημάτων του κόσμου», εφόσον αυτές δεν είναι ασυμβίβαστες με το Καταστατικό και το διεθνές δίκαιο. Το συμβατικό δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων περιλαμβάνει τη γενοκτονία (Σύμβαση της Γενεύης της 29.12.1948, που κυρώθηκε με το ΝΔ 3091/1954), το έγκλημα του apartheid (Διεθνής Σύμβαση για την καταστολή και τιμωρία του εγκλήματος του apartheid της 30.11.1973), τα βασανιστήρια (Διεθνής Σύμβαση στα πλαίσια του ΟΗΕ της 10.12.1984 [κυρ. Ν 1782/1988] και Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης που υπογράφηκε την 25.11.1987 και κυρώθηκε από τη Χώρα μας με το Ν 1949/1991), ορισμένα εγκλήματα πολέμου όπως π.χ. τα στρεφόμενα κατά αιχμαλώτων πολέμου (βλ. τις 4 Συμβάσεις της Γενεύης [«Συμβάσεις του Ερυθρού Σταυρού»] του 1949 και τα δύο πρόσθετα Πρωτόκολλα του 1977), αλλά και νεοπαγή διεθνή εγκλήματα όπως η τρομοκρατία (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας του 1977 [κυρ. Ν 1789/1988]), η σύλληψη ομήρων (βλ. Διεθνή Σύμβαση κατά της σύλληψης ομήρων της 18.12.1979 [κυρ. Ν 1688/1987] και Διεθνή Σύμβαση για την πρόληψη και τιμωρία των εγκλημάτων που στρέφονται κατά των διεθνώς προστατευομένων προσώπων κ.λπ. του 1973 [κυρ. Ν 1368/1983]) και η αεροπειρατεία (βλ. Σύμβαση του Τόκυο για παραβάσεις και ορισμένες άλλες πράξεις που τελούνται επί αεροσκαφών [1963], της Χάγης για την καταστολή της παράνομης κατάληψης αεροσκαφών [1970] και του Μόντρεαλ για την καταστολή παρανόμων πράξεων
Σελ. 19
στρεφομένων κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας [1971]). Oι διεθνείς, αυτές συμβάσεις καθιερώνoυν υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να ποινικοποιήσουν με διατάξεις εσωτερικού δικαίου τα προβλεπόμενα εγκλήματα.
Έτσι π.χ. το άρθρ. 4 της Διεθνούς Σύμβασης για τα βασανιστήρια προβλέπει ότι κάθε κράτος - μέρος «μεριμνά ώστε όλες οι πράξεις βασανιστηρίων να αποτελούν εγκλήματα σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο». Το ίδιο ισχύει για την απόπειρα, τη συνέργεια και κάθε μορφή συμμετοχής (§ 1). Ομοίως προβλέπεται ότι κάθε κράτος-μέρος «προβλέπει για τα εγκλήματα αυτά κατάλληλες ποινές, για τον καθορισμό των οποίων λαμβάνεται υπόψη ο σοβαρός χαρακτήρας αυτών των εγκλημάτων» (§ 2). Επίσης σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση κατά της σύλληψης ομήρων, «διαπράττει το έγκλημα της σύλληψης ομήρων οποιοσδήποτε συλλαμβάνει ένα πρόσωπο (“όμηρο”) ή το κρατά αιχμάλωτο και απειλεί ότι θα το σκοτώσει, θα το τραυματίσει ή ότι θα συνεχίσει να το κρατά αιχμάλωτο με σκοπό να εξαναγκάσει ένα τρίτο μέρος, δηλαδή ένα κράτος, μια διεθνή διακυβερνητική οργάνωση, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων, να προβεί σε μια οποιαδήποτε πράξη ή να την αποφύγει ως ρητή ή σιωπηρή προϋπόθεση της απελευθέρωσης του ομήρου» (άρθρ. πρώτο § 1). Κατά την § 2 του ίδιου άρθρου έγκλημα αποτελεί και η απόπειρα καθώς και η συμμετοχή. Σύμφωνα με το άρθρ. 2 της ίδιας σύμβασης κάθε κράτος τιμωρεί τα εγκλήματα που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο με τις κατάλληλες ποινές λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρή φύση των εγκλημάτων αυτών. Ανάλογες διατάξεις περιλαμβάνει και η Σύμβαση της Γενεύης για τη Γενοκτονία καθώς και το Πρωτόκολλο για την καταστολή πράξεων βίας σε αερολιμένες που εξυπηρετούν τη διεθνή πολιτική αεροπορία (κυρ. Ν 1913/1990) στο άρθρ. ΙΙ του οποίου περιγράφονται ειδικές υποστάσεις εγκλημάτων προς συμπλήρωση των προβλεπομένων από τη Σύμβαση του Μόντρεαλ του 1971. Πρόκειται δηλ. για επιταγές ποινικοποιήσεως (Pönalisierungsgebote) που δεσμεύουν τον κοινό νομοθέτη, αφού προέρχονται από κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Αυτό συμβαίνει επειδή η διεθνής κοινότητα μέχρι την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και των ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων δεν ήταν σε θέση να καταστείλει η ίδια τα διεθνή εγκλήματα, με αποτέλεσμα να μεταθέτει την ευθύνη για τη δίωξη και τιμωρία των διεθνών εγκλημάτων στα επιμέρους κράτη. Έτσι, πολλές φορές παρατηρείται αμοιβαία διείσδυση μεταξύ εθνικού και διεθνούς δικαίου, όταν η διεθνής έννομη τάξη αναγορεύει σε έγκλημα μια συμπεριφορά, την δίωξη της οποίας αναθέτει σε εθνικές έννομες τάξεις (οι οποίες ενίοτε αναλαμβάνουν το έργο αυτό αυτοβούλως -περίπτωση Eichmann). Χαρακτηριστικό αυτής της αμοιβαίας διείσδυσης είναι η αποσύνδεση του πρωτεύοντος (απαγορευτικού ή επιτακτικού) κανόνα από το δευτερεύοντα ή κυρωτικό. Ενώ ο πρώτος είναι κανόνας του διεθνούς δικαίου, ο δεύτερος είναι κανόνας του εσωτερικού.
Σελ. 20
7. Η δίωξη των διεθνών εγκλημάτων. Διεθνή και υβριδικά δικαστήρια
Η δίωξη των διεθνών εγκλημάτων επιτυγχάνεται κατά δύο τρόπους: είτε ευθέως δια των διεθνών δικαστηρίων, είτε εμμέσως δια των εθνικών δικαστηρίων.
Στην πρώτη περίπτωση όπου εφαρμόζεται το λεγόμενο direct enforcement model, η ποινική δίωξη ασκείται βάσει των διατάξεων του διεθνούς δικαίου, το δε διεθνές δικαστήριο εφαρμόζει τις διεθνείς (ουσιαστικές και δικονομικές) διατάξεις του Καταστατικού του. Τέτοια Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης βάσει του Καταστατικού της Ρώμης και τα ad hoc Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια για την πρώην Γιουγκοσλαβία (International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia –ICTY) και τη Ρουάντα (International Criminal Tribunal for Rwanda). Πλάι σ΄ αυτά έχουν λειτουργήσει ή λειτουργούν τα λεγόμενα υβριδικά διεθνή δικαστήρια, όπως τα δικαστήρια για το Τιμόρ-Λέστε (πρ. Ανατολικό Τιμόρ), τη Σιέρρα Λεόνε, την Καμπότζη, το Λίβανο, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο.
Στη δεύτερη περίπτωση, τώρα, του λεγόμενου indirect enforcement model, το εθνικό δικαστήριο εφαρμόζει εσωτερικές ποινικές διατάξεις οι οποίες έχουν ενσωματώσει διεθνείς ποινικούς κανόνες, κατά συμμόρφωση της εκάστοτε χώρας προς διεθνείς υποχρεώσεις της. Έτσι π.χ. ο Κlaus Barbie δικάστηκε στη Γαλλία βάσει του γαλλικού δικαίου για εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας που διέπραξε ως επικεφαλής της Gestapo κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Dusko Tadic στη Γερμανία βάσει του γερμανικού δικαίου για εγκλήματα γενοκτονίας και βασανιστηρίων τελεσθέντων το 1992 στη Βοσνία (αργότερα παραδόθηκε στο ICTY). Ομοίως ο Αφρικανός Onesphore Rwabukombe, που δικάστηκε στη Γερμανία για πράξεις γενοκτονίας τελεσθείσες στη Ρουάντα.
8. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
Την 17 Ιουλίου 1998 υιοθετήθηκε από τη Διπλωματική Διάσκεψη του ΟΗΕ στη Ρώμη το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που υπέγραψαν 120 κράτη (123 μέχρι το Νοέμβριο 2019) ενώ το καταψήφισαν επτά (Κίνα, ΗΠΑ, Ισραήλ, Ιράκ, Λιβύη, Υεμένη και Κατάρ) και το οποίο κυρώθηκε, όπως διορθώθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1998 και στις 12 Ιουλίου 1999, από τη χώρα μας με το Ν 3003/2002. Έδρα του Δικαστηρίου ορίστηκε η Χάγη της Ολλανδίας.