ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΗΛΙΚΩΝ

Θεωρία και πράξη 

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 21€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 51,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21118
Κοσμάτος Κ.
  • Εκδοση: 3η 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 552
  • ISBN: 978-618-08-0546-8
Η 3η έκδοση του έργου «Δίκαιο Ανηλίκων» αφορά στο δίκαιο των ανήλικων δραστών, όπως διαμορφώθηκε μετά τους Ν 5090/2024 και Ν 5172/2025.
Η εγκληματικότητα των ανηλίκων αναλύεται σε τρία επίπεδα: α) στην προσέγγισή της υπό το πρίσμα των εγκληματολογικών θεωριών, β) στην ανάλυση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, αναφορικά με τη μεταχείριση του ανήλικου δράστη και γ) στην παρουσίαση της αντιμετώπισής της από τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Καθοριστικό ρόλο αποτέλεσε η θέσπιση των νέων ΠΚ και ΚΠΔ, όπως ισχύουν μετά τον Ν 5090/2024, οι οποίοι διαμόρφωσαν ένα νέο νομοθετικό status για τον ανήλικο δράστη. Η έκδοση συμπληρώνεται με πλούσια βιβλιογραφία, χρηστικά παραρτήματα και αλφαβητικό ευρετήριο.
Απευθύνεται σε κάθε ενασχολούμενο με το δίκαιο των ανήλικων δραστών.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ VII

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η εγκληματικότητα των ανηλίκων και η αντιμετώπισή της

1. Οι προσεγγίσεις για την εγκληματικότητα των ανηλίκων:
από το παρελθόν στο παρόν 1

1.1. Εισαγωγικά 1

1.2. Οι «κλασικές» και «θετικιστικές» θεωρίες για την ποινή 3

1.3. Οι οργανικές θεωρίες 7

1.4. Οι ψυχολογικές και ψυχαναλυτικές θεωρίες 9

1.5. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες 12

1.5.1. Η Οικολογική Σχολή του Σικάγο 13

1.5.2. Η θεωρία της πολιτισμικής σύγκρουσης των κανόνων 14

1.5.3. Η θεωρία των διαφορικών συναναστροφών 15

1.5.4. Η θεωρία της ουδετεροποίησης 16

1.5.5. Η θεωρία της ανομίας 17

1.5.6. Οι θεωρίες για τις υποπολιτισμικές ομάδες 18

1.6. Οι μαρξιστικές προσεγγίσεις 19

1.7. Η κριτική εγκληματολογία 21

1.8. Η εγκληματικότητα και η αντιμετώπισή της στο περιβάλλον
της παγκοσμιοποίησης 26

2. Πρότυπα απονομής δικαιοσύνης για ανήλικους 37

2.1. Το τιμωρητικό πρότυπο 37

2.2. Το αναμορφωτικό/προνοιακό πρότυπο 39

2.3. Το δικαιικό πρότυπο 48

3. Η προστασία των ανηλίκων στο Σύνταγμα και τα Διεθνή Κείμενα 52

3.1. Στο ελληνικό Σύνταγμα 52

3.2. Σε διεθνή κείμενα συμβατικού χαρακτήρα 54

3.2.1. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 54

3.2.2. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού 55

3.2.3. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων
των παιδιών 57

3.2.4. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα 58

3.2.5. Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα
του Παιδιού σε σχέση με την ανάμιξη παιδιών σε ένοπλη σύρραξη 58

3.2.6. Η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας Νο. 182 59

3.2.7. Διεθνή κείμενα συμβατικού χαρακτήρα με άξονα την προστασία
των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης 60

3.2.8. Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα
του Παιδιού σε σχέση με την εμπορία παιδιών, την παιδική
πορνεία και παιδική πορνογραφία 60

3.2.9. H Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία
των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης 61

3.2.10. Η Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου και η Απόφαση-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ
του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2003
«για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης
παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας» 62

3.2.11. Η Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2016 σχετικά με
τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι
ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών 63

3.3. Σε διεθνή κείμενα μη συμβατικού χαρακτήρα 63

3.3.1. Οι «ελάχιστοι ή στοιχειώδεις κανόνες για την απονομή
δικαιοσύνης σε ανηλίκους του ΟΗΕ» 64

3.3.2. Οι «κατευθυντήριες γραμμές για την πρόληψη
της παραβατικότητας των ανηλίκων» 65

3.3.3. Οι «κανόνες για την προστασία των ανήλικων που έχουν
στερηθεί την ελευθερία τους» 65

3.3.4. Κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης 66

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ισχύουσα ποινική μεταχείριση των ανηλίκων στην Ελλάδα

4. Η ιδιαίτερη μεταχείριση των ανηλίκων δραστών στην ποινική δίκη 71

4.1. Σύντομη ιστορική αναδρομή 71

4.2. Ισχύον δίκαιο: οι προβλέψεις του νέου Ποινικού Κώδικα
(Ν 4619/2019, μετά την τροποποίησή του με τους
Ν 4855/2021 και Ν 5090/2024) για τους ανηλίκους -
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 74

4.3. Οι βασικές αρχές για τη μεταχείριση των ανηλίκων δραστών 76

4.4. Οι ιδιαιτερότητες της δίκης των ανηλίκων 78

4.5. Το πλάσμα δικαίου του άρθρου 18 ΠΚ 79

4.6. Ηλικιακή διάκριση των ανηλίκων 80

4.6.1. Ανήλικοι ποινικά αδιάφοροι (άρθρο 121 παρ. 1 ΠΚ) 82

4.6.2. Ανήλικοι ποινικά ανεύθυνοι (άρθρο 126 παρ. 1 ΠΚ) 83

4.6.3. Ανήλικοι ποινικά υπεύθυνοι (άρθρα 126 παρ. 2 και 127 ΠΚ) 84

5. Αναμορφωτικά μέτρα (άρθρο 122 ΠΚ) 86

5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 86

5.2. Τα προβλεπόμενα αναμορφωτικά μέτρα στον Ποινικό Κώδικα 90

5.2.1. Η επίπληξη του ανηλίκου 90

5.2.2. Η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς
ή στους επιτρόπους του 90

5.2.3. Η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου
σε ανάδοχη οικογένεια 92

5.2.4. Η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές
εταιρίες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων 93

5.2.5. Η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για
έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση
των συνεπειών της πράξης 96

5.2.6. Η αποζημίωση του θύματος ή η κατ’ άλλον τρόπο άρση ή μείωση
των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο 103

5.2.7. Η παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών
και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς,
κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς 105

5.2.8. Η φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης
εκπαίδευσης ή κατάρτισης 106

5.2.9. Η παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικών προγραμμάτων
κυκλοφοριακής αγωγής 107

5.2.10. Η παρακολούθηση ειδικών εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή
πολιτιστικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς ή
ιδιωτικούς φορείς 108

5.2.11. Η παρακολούθηση προγραμμάτων αθλητισμού και η συμμετοχή
σε αθλητικά σωματεία 109

5.2.12. Η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο 109

5.2.13. Η ανάθεση της επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου
σε προστατευτικές εταιρίες ή σε επιμελητές ανηλίκων 115

5.2.14. Η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό,
κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής 115

5.3. Πρόσθετα αναμορφωτικά μέτρα 120

5.4. Η διάρκεια και η λήξη των αναμορφωτικών μέτρων 121

5.5. Μεταβολή - Αντικατάσταση και άρση των αναμορφωτικών μέτρων 123

5.5.1. Αντικατάσταση των αναμορφωτικών μέτρων 123

5.5.2. Άρση των αναμορφωτικών μέτρων 130

5.6. Επιβολή αναμορφωτικών μέτρων ως περιοριστικών όρων
στην προδικασία 130

6. Θεραπευτικά μέτρα (άρθρο 123 ΠΚ) 131

6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις - Προϋποθέσεις επιβολής 131

6.2. Διάγνωση 134

6.3. Πολλαπλά θεραπευτικά μέτρα 139

6.4. Η διάρκεια και η λήξη των θεραπευτικών μέτρων 140

6.5. Αντικατάσταση και άρση των θεραπευτικών μέτρων 140

6.5.1. Αντικατάσταση των θεραπευτικών μέτρων 140

6.5.2. Άρση των θεραπευτικών μέτρων 141

7. Περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων 141

7.1. Η ρύθμιση του άρθρου 127 ΠΚ - Εισαγωγικές παρατηρήσεις 141

7.2. Η προϊσχύσασα νομοθεσία για τον περιορισμό σε Ειδικό
Κατάστημα Κράτησης Νέων 143

7.3. Ισχύον δίκαιο. Προϋποθέσεις επιβολής του περιορισμού
σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων 147

7.3.1. Η τροποποίηση του άρθρου 127 ΠΚ με το Ν 5090/2024 147

7.3.2. Η ηλικία του δράστη 150

7.3.3. Το είδος του εγκλήματος που τελέστηκε 151

7.3.4. Κρίση για την αναγκαιότητα επιβολής του περιορισμού
σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων 152

7.4. Ειδική αιτιολογία για την επιβολή του περιορισμού σε Ειδικό
Κατάστημα Κράτησης Νέων 154

7.5. Ο περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων ως ποινή
με ειδικά χαρακτηριστικά 155

7.6. Η διάρκεια του περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα
Κράτησης Νέων 156

7.7. Η επιμέτρηση του περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα
Κράτησης Νέων 159

7.8. Συρροή μετά την επιβολή περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα
Κράτησης Νέων 165

7.9. Εκδίκαση πράξης ανηλίκου μετά την ενηλικίωσή του 167

7.10. Έναρξη της εκτέλεσης της απόφασης μετά την ενηλικίωση 170

7.11. Η έκτιση του περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης
Νέων – Ζητήματα σωφρονιστικού δικαίου 171

7.12. Η αντικατάσταση του περιορισμού σε κατ’ οίκον έκτιση
της ποινής (άρθρο 127 παρ. 1, εδ. τελευταίο ΠΚ) 198

7.13. Η αντικατάσταση του περιορισμού σε παροχή κοινωφελούς
εργασίας (άρθρο 127 παρ. 1, εδ. τελευταίο ΠΚ) 202

7.14. Απόλυση υπό όρο (άρθρο 129 ΠΚ) 203

7.15. Απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού
με ηλεκτρονική επιτήρηση (άρθρο 129 Α ΠΚ) 211

7.16. Τελικές παρατηρήσεις 214

8. Νεαροί ενήλικες (άρθρο 133 ΠΚ) 221

9. Δικονομικά ζητήματα 227

9.1. Ειδική δικαιοδοσία 227

9.2. Συγκρότηση δικαστηρίων ανηλίκων 229

9.2.1. Ειδικός δικαστής ανηλίκων 229

9.2.2. Ειδικός ανακριτής ανηλίκων 231

9.2.3. Ειδικός εισαγγελέας ανηλίκων 232

9.3. Αρμοδιότητα δικαστηρίων ανηλίκων 233

9.3.1.Υλική αρμοδιότητα 233

9.3.2. Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής και συνάφειας 235

9.4. Ζητήματα που ανακύπτουν στην προδικασία 238

9.4.1. Η αποχή από την ποινική δίωξη (άρθρο 46 ΚΠΔ) 238

9.4.2. Η άσκηση ποινικής δίωξης 240

9.4.3. Ανάκριση 240

9.4.3.1. Παραγγελία για ανάκριση 240

9.4.3.2. Η ατομική αξιολόγηση του ανηλίκου 241

9.4.3.3. Ο τρόπος εξέτασης του κατηγορουμένου ανηλίκου 244

9.4.4. Μέτρα δικονομικού καταναγκασμού: Προσωρινή κράτηση -
περιοριστικοί όροι 245

9.4.4.1. Προσωρινή κράτηση 245

9.4.4.2. Περιοριστικοί όροι 249

9.4.4.3. Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση 252

9.4.5. Περάτωση ανάκρισης - Παραπομπή στο ακροατήριο 254

9.4.6. Ποινική διαπραγμάτευση - Ποινική συνδιαλλαγή 255

9.4.7. Τα δικαιώματα του ανηλίκου στην προδικασία 256

9.5. Ζητήματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο 261

9.5.1. Μη δημοσιότητα της δίκης 261

9.5.2. Συνήγορος υπεράσπισης 262

9.5.3. Απαγόρευση της αυτόφωρης διαδικασίας 263

9.5.4. Δικαστικά έξοδα 264

9.6. Ένδικα μέσα 264

9.7. Ποινικό μητρώο 267

9.8. Δεδικασμένο 268

9.9. Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης κατά ανηλίκου 269

10. Επιμελητές ανηλίκων 269

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Η εγκληματικότητα των ανηλίκων στην Ελλάδα

11. Η «μεταφορά» των αρμοδιοτήτων που αφορούν τον ανήλικο
δράστη
στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη 279

12. Διαχείριση και πρόληψη της εγκληματικότητας των ανηλίκων:
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο 284

12.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 284

12.2. Κεντρικές διοικητικές δομές στο Υπουργείο Δικαιοσύνης 285

12.3. Κεντρικές διοικητικές δομές στο Υπουργείο Προστασίας
του Πολίτη 288

12.4. Τοπική αυτοδιοίκηση: Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης
της Εγκληματικότητας 296

12.5. Διαπιστώσεις 297

13. Η στατιστική απεικόνιση της αντιμετώπισης
της εγκληματικότητας των ανηλίκων
στην Ελλάδα 298

13.1. Η εγκληματικότητα και η ανάγνωσή της 298

13.2. Η εγκληματικότητα των ανηλίκων στην Ελλάδα: δήλη,
δικαστικά διαπιστούμενη και σωφρονιστική στατιστική 305

13.2.1. Δήλη εγκληματικότητα 305

13.2.2. Δικαστικά διαπιστούμενη εγκληματικότητα 330

13.2.3. Σωφρονιστική στατιστική 353

13.3. Βασικές διαπιστώσεις 356

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 359

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

I. Ποινικός Κώδικας (Ν 4619/2019, όπως ισχύει μετά το Ν 5090/2024) 403

II. Έκθεση Επίσκεψης - Αυτοψίας Συνηγόρου του Πολίτη
στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κορίνθου 411

III. ΥΑ 62367/2005 (ΦΕΚ Β΄ 889) «Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας
Ειδικών Καταστημάτων Κράτησης Νέων» 431

IV. N 4689/2020 (ΦΕΚ A΄ 103/27.5.2020) «Ενσωμάτωση στην ελληνική
νομοθεσία των Οδηγιών (ΕΕ) 2016/800, 2017/1371, 2017/541,
2016/1919, 2014/57/ΕΕ, κύρωση του Μνημονίου Διοικητικής
Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ελληνικής
Δημοκρατίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας
Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, τροποποιήσεις
του ν. 3663/2008 (Α΄ 99) προς εφαρμογή του Κανονισμού
(ΕΕ) 2018/1727 και άλλες διατάξεις» 489

V. ΚΥΑ 73461/2017 (ΦΕΚ Β΄ 3647/16.10.2017) «Πλαίσιο εφαρμογής
του αναμορφωτικού μέτρου της παροχής κοινωφελούς εργασίας
ανηλίκων και πίνακας φορέων που συμμετέχουν
στην εφαρμογή του μέτρου» 505

VI. ΚΥΑ 6288/2024 (ΦΕΚ Β΄ 6831/13.12.2024) «Πλαίσιο εφαρμογής
του αναμορφωτικού μέτρου» 513

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 531

Σελ. 1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η εγκληματικότητα των ανηλίκων και η αντιμετώπισή της

1. Οι προσεγγίσεις για την εγκληματικότητα των ανηλίκων: από το παρελθόν στο παρόν

1.1. Εισαγωγικά

Η ανήλικη εγκληματικότητα και ιδιαίτερα η μεταχείριση του ανηλίκου που παραβαίνει τον ποινικό νόμο βρίσκεται σταθερά σε διεθνές επίπεδο στο επίκεντρο του κοινωνικού ενδιαφέροντος. Είναι χαρακτηριστική η εισαγωγή που περιλαμβάνεται στην 2006/C 110/13 Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας, οι τρόποι αντιμετώπισής της και ο ρόλος της δικαιοσύνης των ανηλίκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», στην οποία σημειώνονται τα εξής: «Η εγκληματικότητα των νέων είναι σήμερα ένα από τα φαινόμενα που απασχολούν όλο και περισσότερο τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και αποτελεί, από τον περασμένο αιώνα, ένα από τα εγκληματολογικά προβλήματα που υφίστανται διεθνώς συνεχή παρατήρηση. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι οι συμπεριφορές των νέων συχνά αποκτούν μεγαλύτερη κοινωνική σημασία από τις συμπεριφορές των ενηλίκων, ιδίως εάν είναι αρνητικές, και έτσι δημιουργείται μια ιδιαίτερα αρνητική κοινωνική αντίληψη για τους ανήλικους παραβάτες. Είναι επίσης σκόπιμο να επισημανθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα της νεανικής εγκληματικότητας είναι οι ίδιοι οι νέοι. Η σημασία αυτή που αποδίδει η ευρωπαϊκή κοινωνία στο φαινόμενο της νεανικής εγκληματικότητας επιβάλλει να αναπτυχθούν αποτελεσματικές απαντήσεις, οι οποίες θα πρέπει να οικοδομηθούν κυρίως γύρω από τρεις πυλώνες ή γραμμές δράσης: πρόληψη, ποινικά/παιδαγωγικά μέτρα και κοινωνική επανένταξη ενσωμάτωση των ανήλικων και των νεαρών παραβατών».

Αντίστοιχο ενδιαφέρον και με τέτοια έμφαση, πάντως, δεν φαίνεται ότι επιδείχθηκε διαχρονικά. Μέχρι και την εποχή του Διαφωτισμού η μεταχείριση των ανηλίκων δεν διέφερε ουσιαστικά από αυτήν των ενηλίκων, ούτε θεσπίστηκε ιδιαίτερο σύστημα απονομής δικαιοσύνης για ανηλίκους. Το ζήτημα της εγκληματικότητας των ανηλίκων αυτοτελώς απασχόλησε ουσιαστικά την εγκληματολογική σκέψη τον 19ο αιώνα, μέσα από τις αντιλήψεις και θέσεις που εκφράστηκαν στα πλαίσια του θετικισμού. Από τότε και έπειτα, οι προσεγγίσεις για την αιτιολογία του εγκλήματος εντάσσουν στο ερευνητικό τους πεδίο –διακριτά πλέον- και την εγκληματικότητα των ανηλίκων. Άλλωστε, η διαχείριση της συνολικής εγκληματικότητας δεν θα μπορούσε να μην περιλάβει -ως προτεραιότητά της- τον ανήλικο, ο οποίος αποτελεί «το μέλλον» της κοινωνίας.

Σελ. 2

Η εξέταση της εγκληματικότητας των ανηλίκων και η διαχείρισή της, ως διακριτά μεγέθη από αυτά των ενηλίκων, συνδέονται άμεσα, όπως εύστοχα υπογραμμίζεται, με τις ιστορικές, πολιτικές και πολιτισμικές συγκυρίες της εποχής της εκβιομηχάνισης: η μετακίνηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα δημιούργησε ένα δυσανάλογα μεγάλο εργατικό δυναμικό που μεγάλο μέρος του πληττόταν από την ανεργία και τη φτώχεια. Οι συνθήκες αυτές συνέβαλαν ώστε (ιδίως) οι πολυάριθμοι φτωχοί ανήλικοι της εποχής να συνδεθούν με την επαιτεία, την αλητεία και τη διάπραξη μικροκλοπών, με αποτέλεσμα να αποτελούν έναν δημόσιο ορατό κίνδυνο, ικανό να διασαλεύσει την κοινωνική ειρήνη. Με τον τρόπο αυτό οι ανήλικοι περιλήφθηκαν στον κατάλογο των «επικίνδυνων ομάδων». Αυτή η παρατήρηση φαίνεται ότι αποτελεί κατά βάση την αφετηρία του οργανωμένου ενδιαφέροντος για την ενασχόληση με την εγκληματικότητα των ανηλίκων κατά την εποχή εκείνη. Η αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας από τον κίνδυνο διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής εκ μέρους της «επικίνδυνης ομάδας» απαιτούσε τη δραστική ενεργοποίηση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, προκειμένου να περιοριστεί και να αντιμετωπιστεί ο νέος κίνδυνος. Υπό τα δεδομένα αυτά η αντιμετώπιση της νεανικής εγκληματικότητας έλαβε χαρακτηριστικά είτε πρόληψης για τους «παραστρατημένους» ανηλίκους, με προνοιακό προσανατολισμό, είτε καταστολής. Έτσι, την εποχή εκείνη δημιουργούνται τα πρώτα άσυλα και ορφανοτροφεία στο πλαίσιο της ηθικής αναμόρφωσης των παιδιών. Στη συνέχεια ο έλεγχος αυτός θα λάβει εντονότερα στοιχεία άτυπου κοινωνικού ελέγχου, κυρίως μέσω της θέσπισης του υποχρεωτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Από τότε μέχρι σήμερα οι έρευνες (σε ποσοτικό και ποιοτικό επίπεδο) για την εγκληματικότητα των ανηλίκων αυξάνουν και δίκαια υποστηρίζεται ότι η κοινωνική αυτή ομάδα αποτελεί προνομιακό ερευνητικό πεδίο σε όλο το φάσμα των κοινωνικών επιστημών.

Στο πέρασμα των χρόνων εκφράστηκαν διάφορες θεωρίες που προσπάθησαν να προσεγγίσουν την αιτιολογία της εγκληματικότητας και να απαντήσουν στο ειδικότερο ερώτημα «γιατί οι ανήλικοι εγκληματούν», προκειμένου να προτείνουν, στη συνέχεια, τις ενδεδειγμένες λύσεις αντεγκληματικής πολιτικής για την κατηγορία αυτή.

Στην παρούσα (εισαγωγική) ενότητα θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε με συντομία τις βασικές θέσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με το έγκλημα, τον εγκλημα-

Σελ. 3

τία και την εγκληματικότητα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο πεδίο της εγκληματικότητας των ανηλίκων.

1.2. Οι «κλασικές» και «θετικιστικές» θεωρίες για την ποινή

Στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο ευρέως αποδεκτή γίνεται η θέση ότι ο βασικός σκοπός της ποινής είναι η προστασία των εννόμων αγαθών και η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Ο σκοπός αυτός λαμβάνει σε κάθε ιστορική περίοδο ξεχωριστά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι επηρεασμένα από τις εκάστοτε ιστορικές, πολιτικές και φιλοσοφικές συνθήκες που επικρατούν. Οι θέσεις που ακόμα και στις μέρες μας φαίνεται να έχουν απήχηση, οι οποίες γεννήθηκαν μέσα στα πλαίσια του Διαφωτισμού, δημιούργησαν τις λεγόμενες «κλασικές» και «θετικιστικές» θεωρίες για την ποινή. Το ιστορικό και φιλοσοφικό περίγραμμα των Διαφωτιστών επηρέασε τόσο το ζήτημα των νομικών εγγυήσεων της ποινικής διαδικασίας, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, τα είδη των προβλεπόμενων ποινών και τους τρόπους έκτισής τους.

Σε γενικές γραμμές, οι κλασικές αντιλήψεις για την ποινή θεμελιώθηκαν στη βάση ενός ανθρωπιστικού προσανατολισμού του ποινικού συστήματος, με θέσεις που αμφισβήτησαν την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής, που τάχθηκαν υπέρ ενός συστήματος ποινών που να επιτρέπει τη δίκαιη και ανάλογη τιμωρία του ατόμου που παραβίασε τον ποινικό νόμο, έτσι ώστε να αντιστοιχεί η βαρύτητα της ποινής στη βαρύτητα του εγκλήματος.

Αντίστοιχα, οι θετικιστικές απόψεις, οι οποίες εστίασαν το ενδιαφέρον τους από το έγκλημα στον εγκληματία, αντιμετωπίζουν την ποινή ως μέσο για την αναμόρφωση και βελτίωση του εγκληματία. Υπό την παραδοχή ότι ο πυρήνας της «νοσηρότητας» του εγκλήματος είναι η αναζήτηση των αιτίων του, ερευνώντας την προσωπικότητα του εγκληματία, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα που οδηγούν στη «θεραπεία» του και στην αποτροπή της υποτροπής του.

Η Κλασική Σχολή αποτελεί καρπό της επίδρασης των ιδεών των Διαφωτιστών (Cesare Beccaria, 1738-1794, Jeremy Bentham 1748-1832) για ανθρώπινη μεταχείριση των εγκληματιών και πάντως επηρεάζεται από τις ιστορικές και πολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη.

Η μέχρι τότε ποινική διαδικασία είχε έντονα χαρακτηριστικά αυθαιρεσίας (μέσω του απόλυτου δικαιώματος του Μονάρχη), με βασανισμούς των εγκληματιών για την απόσπαση της ομολογίας τους και επιβολή απάνθρωπων ποινών, η εκτέλεση των οποίων αποτελούσε δημόσιο θέαμα: με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η επιβεβαίωση της αδιαφιλονίκητης εξουσίας του Μονάρχη. Η θέση, λοιπόν, ότι το έγκλημα απο-

Σελ. 4

τελεί ουσιαστικά πράξη που στρέφεται κατά του Μονάρχη, με την άνοδο της αστικής τάξης, μεταβάλλεται σε πράξη που πλήττει τα κοινωνικά αγαθά και κατ’ επέκταση όλους τους πολίτες. Έτσι, η απάντηση στο έγκλημα από την οργανωμένη κοινωνία δεν μπορεί να έχει απάνθρωπα χαρακτηριστικά: η παραβίαση των κανόνων που έχουν θεσπιστεί για το καλό όλων των πολιτών θα πρέπει να προβλέπει μια δίκαιη διαδικασία με σαφείς κανόνες και αντίστοιχη μεταχείριση με ανθρώπινο προσανατολισμό.

Οι Διαφωτιστές, λοιπόν, πρότειναν αλλαγές που οδήγησαν ιστορικά στη θεμελίωση του τεκμηρίου της αθωότητας, στην ύπαρξη μιας δικαιοκρατικής διαδικασίας με εγγυήσεις για τον κατηγορούμενο, επηρεάζοντας, περαιτέρω, καταλυτικά το είδος των επιβαλλόμενων ποινών και την εκτέλεσή τους: από τη θανατική ποινή και τις σωματικές ποινές μεταβαίνουμε στις στερητικές της ελευθερίας ποινές. Βασικό επίσης χαρακτηριστικό αποτέλεσε η θεμελίωση της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή η αναλογία της βαρύτητας του εγκλήματος που τελέστηκε με την βαρύτητα της ποινής που επιλέγεται να επιβληθεί. Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό έχουμε μια πρώτη μετάβαση στο Κράτος Δικαίου, που διέπεται από νόμους, οι οποίοι δεσμεύουν εξίσου τους πολίτες και την κρατική εξουσία, εφαρμόζονται αμερόληπτα προς όλες τις κατευθύνσεις και αποσκοπούν πρώτιστα στην προστασία του πολίτη από την κρατική αυθαιρεσία.

Το άτομο, λοιπόν, αναγνωρίζεται ως υποκείμενο δικαίου (δηλαδή φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων), συνεπώς η κρατική εξουσία θα πρέπει να προβλέπει διαδικασίες για την τυποποίηση του εγκλήματος και τη δίκαιη τιμώρηση του δράστη, διασφαλίζοντας δικαιώματα και ελευθερίες, με εγγυητή το Κράτος: με τον τρόπο αυτό ο παραβάτης του ποινικού νόμου (με εξαίρεση τους διανοητικά άρρωστους και τα παιδιά) θεωρείται ότι, έχοντας ελεύθερη βούληση, είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του. Έτσι, η Κλασική Σχολή έδωσε έμφαση όχι στον εγκληματία, αλλά στην εγκληματική πράξη που διέπραξε και στη δίκαιη και ανάλογη τιμωρία του, με στόχο την αποτροπή του, μέσω της λειτουργίας της απειλούμενης ποινής. Έτσι και στο ζήτημα των ανηλίκων δραστών, η ιδιαιτερότητα της μεταχείρισής τους έγκειται μόνο στην δυνατότητα αναγνώρισης του «μειωμένου καταλογισμού».

Η Ιταλική Θετική Σχολή αντέστρεψε την παραπάνω προσέγγιση και μετέθεσε το κέντρο βάρους από το έγκλημα στον εγκληματία, ενώ περαιτέρω, προσπάθησε να διερευνήσει τα αίτια που τον οδήγησαν στην εγκληματική πράξη. Σε αντίστιξη με όσα αναφέρθηκαν κατά τις θέσεις της κλασσικής σχολής, θεωρήθηκε ότι η εγκληματική συμπεριφορά δεν εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του δράστη, αλλά επηρεάζεται από μια σειρά παράγοντες οι οποίοι (συν)λειτουργούν έξω από τον έλεγχό του.

Σελ. 5

Για τη θετικιστική προσέγγιση η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι προβλέψιμη και ως αποτέλεσμα αιτιακών σχέσεων μπορεί να μελετηθεί και να εξηγηθεί. Περαιτέρω, βασική θέση αποτέλεσε ότι η συμπεριφορά των εγκληματιών είναι διαφορετική από αυτή των μη εγκληματιών, άρα μπορεί να εντοπισθεί. Η βαρύτητα, λοιπόν, μετατοπίζεται στη μελέτη των αιτίων που οδήγησαν στο έγκλημα και στη βελτίωση του εγκληματία με την κατάλληλη μεταχείρισή του. Με τον τρόπο αυτό, στο κέντρο του εγκληματολογικού ενδιαφέροντος αναπτύχθηκε η έννοια της αιτιότητας του εγκλήματος (γιατί;), με ερμηνευτικές προσεγγίσεις είτε στο βιολογικό, είτε στο ψυχολογικό, είτε στο κοινωνιολογικό επίπεδο. Αυτή η μετάβαση ουσιαστικά πηγάζει από την αντίληψη για την «ιδιαιτερότητα» του εγκληματία και οδηγεί στην ισοδυναμία εγκληματία = επικίνδυνου ή εγκληματία = ψυχικά ασθενή = επικίνδυνου. Η «ορθή», ωστόσο, αντιμετώπιση του εγκληματία προϋποθέτει την πλήρη γνώση για τον εγκληματία: η συνεχής παρατήρηση και η μελέτη της προσωπικότητάς του, σε συνδυασμό με τα αίτια που τον οδήγησαν στο έγκλημα αποτελούν θεμέλιο λίθο για τους ιταλούς θετικιστές. Σημειώνεται ότι για την ανάγκη παρατήρησης και μελέτης του εγκληματία προσανατολίστηκαν στην μεταχείρισή του και άλλες επιστήμες, όπως η στατιστική ανάλυση και η ψυχιατρική. Τον ρόλο δε του «παρατηρητηρίου»

Σελ. 6

ανέλαβαν δομές με βασικό χαρακτηριστικό τους την στέρηση της ελευθερίας, όπως είναι οι φυλακές και τα ψυχιατρικά ιδρύματα.

Ιστορικά μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι η στάση της κοινότητας απέναντι στο διαφορετικό, στο ξένο, στο μη «φυσιολογικό», στο «ανώμαλο», στο «αποκλίνον» είναι αμυντική, αρνητική έως και εχθρική. Η Κοινότητα σκιαγραφώντας κάθε εποχή τον «μέσο κοινωνικό τύπο» τείνει να διαχωρίσει και να περιθωριοποιήσει όποια κατάσταση την διαφοροποιεί. Δημιουργώντας τον φόβο δείχνει να εξασφαλίζει την κατοχύρωση των υπολοίπων, αλλά αυξάνει την αλληλεγγύη της κοινωνικής ομάδας απέναντι στο «άλλο». Η συντήρηση των στερεοτύπων του «στυγερού δολοφόνου», του «αδίστακτου ληστή», του «επικίνδυνου βιαστή» έχει πολλαπλό περιεχόμενο και αποτέλεσμα: κατασκευάζει στο κοινωνικό σύνολο παραστάσεις προσώπων που ισοδυναμούν πάντοτε με το στερεότυπο, πείθοντας παράλληλα ότι η θέση που τους αρμόζει βρίσκεται πάντοτε εκτός των κόλπων της. Παράλληλα μέσα από αυτή την διαδικασία το πρόσωπο της ομάδας με το στερεότυπο βιώνει τον ρόλο που του δόθηκε, της απομόνωσης δηλαδή, χωρίς περιθώρια αντίδρασης.

Μια αρχική προσέγγιση των παραπάνω θέσεων ήταν η θεωρία του Lombroso για τον «εγκληματία άνθρωπο», τον οποίο ορίζει ως ένα κατώτερο είδος και ιδιαίτερο «εγκληματικό τύπο», χωρίς ομαλή βιολογική εξέλιξη. Οι απόψεις αυτές στην ιστορική τους διαδρομή θα συνδέσουν το έγκλημα με την ψυχική ασθένεια και θα θέσουν τη διεπιστημονική έρευνα ως βάση για την πολυπαραγοντική ερμηνεία του εγκλήματος.

Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν απόψεις για την μεταχείριση του εγκληματία και επιχειρήθηκαν μοντέλα παρέμβασης στη βάση αντιλήψεων που είχαν σχέση είτε με την ουσιαστική εξόντωσή του, είτε με την αναμόρφωσή του, είτε με την πρόληψη της εγκληματικής συμπεριφοράς.

Στο πεδίο της ανήλικης εγκληματικότητας, οι θετικιστικές αιτιοκρατικές προσεγγίσεις που επικράτησαν σε κάθε ιστορική συγκυρία, οδήγησαν στην εξατομίκευση της μεταχείρισης των ανηλίκων δραστών, στην λήψη «προνοιακών μέτρων», μεταβάλλοντας το τιμωρητικό μοντέλο της Κλασσικής Σχολής σε «θεραπευτικό».

Η συμβολή, πάντως, της Ιταλικής Θετικής Σχολής στο πεδίο της αιτιολογίας του εγκλήματος ήταν ιδιαίτερη και αποτέλεσε την αφετηρία για προσεγγίσεις και ερ-

Σελ. 7

μηνείες της εγκληματικής συμπεριφοράς, στο πλαίσιο των οποίων αναπτύχθηκαν οι οργανικές, οι ψυχολογικές, οι κοινωνιολογικές θεωρίες (ως μονοπαραγοντικές, που αποδίδουν δηλαδή το έγκλημα σε ενιαία/ομοιογενή αίτια), καθώς και οι πολυπαραγοντικές θεωρίες, οι οποίες δέχονται για την ερμηνεία της εγκληματικότητας την πολλαπλότητα των αιτίων. Περαιτέρω αναπτύχθηκαν από την δεκαετία του 1970 άλλες απόψεις, οι οποίες μετατόπισαν το ενδιαφέρον για την αιτιολογία του εγκλήματος όπου επικέντρωνε η θετικιστική εγκληματολογία, στην έρευνα και ανάλυση των διαδικασιών εγκληματοποίησης. Για όλα αυτά θα επιχειρήσουμε μια σύντομη περιγραφή, με ιδιαίτερες αναφορές στην εγκληματικότητα των ανηλίκων, στις ενότητες που ακολουθούν.

1.3. Οι οργανικές θεωρίες

Οι οργανικές θεωρίες, σε γενικές γραμμές, απέδωσαν την εγκληματική συμπεριφορά σε οργανικές δυσλειτουργίες του ατόμου και στην κληρονομικότητα. Εγκαινιάστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, από τον Cesare Lombroso, ο οποίος συμπύκνωσε στη θεωρία του ότι η εγκληματική συμπεριφορά οφείλεται αμιγώς σε βιολογικά αίτια και διατύπωσε την θέση για τον εκ γενετής εγκληματία: ο εγκληματίας είναι ένα ιδιαίτερο -αλλά πάντα κατώτερο- ανθρώπινο είδος, χωρίς ομαλή βιολογική εξέλιξη, συνεπώς το έγκλημα οφείλεται σε αταβισμό. Μάλιστα, ο Lombroso συνέδεσε την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς με βάση φυσικά/σωματικά χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. το σχήμα του κρανίου, της μύτης, των ματιών, των χεριών, προσδιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τον «τύπο» του ανθρωποκτόνου, του κλέφτη, του βιαστή κλπ.

Σελ. 8

Οι απόψεις για τη σχέση σωματικής κατασκευής και τέλεσης του εγκλήματος εξελίχθηκαν στη συνέχεια από τον Ernst Kretschmer, ο οποίος συνέδεσε το σωματότυπο του εγκληματία με συγκεκριμένες ψυχικές ασθένειες. Περαιτέρω, οι παραπάνω θέσεις βρέθηκαν σε άνθιση, όταν ενισχύθηκαν από δεδομένα που προέκυψαν από έρευνες σε δίδυμους αδελφούς, σε υιοθετημένα παιδιά, ή άλλες που διαπίστωναν την άμεση σχέση του εγκλήματος με χρωμοσωμικές γενετικές ανωμαλίες και επιβεβαίωναν τις θέσεις για την άμεση σχέση των βιολογικών παραγόντων και της κληρονομικότητας με το έγκλημα.

Οι οργανικές θεωρίες αποτέλεσαν βασικό αγωγό της εγκληματολογικής σκέψης της εποχής και στο πεδίο της αιτιολογίας της εγκληματικότητας των ανηλίκων. Μάλιστα ο Lombroso αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στο έργο του για τους ανηλίκους, υποστηρίζοντας ότι η εγκληματική συμπεριφορά («ηθική φρενοβλάβεια»), η οποία έχει κληρονομηθεί, υφίσταται ήδη από την εμβρυακή ακόμα ηλικία και εξελίσσεται στην παιδική του ηλικία και στην ενήλικη ζωή του.

Εκτός από τον Lombroso, ο William Sheldon, στα πλαίσια της τυπολογίας των εγκληματιών με βάση τη σωματική τους κατασκευή, σε έρευνά του σε αναμορφωτήριο ανηλίκων (με ομάδα ελέγχου φοιτητές) καταλήγει ότι οι μυώδεις και αθλητικοί ανήλικοι (μεσόμορφοι) αποτελούν τον «τύπο» που έχει περισσότερες πιθανότητες να εγκληματήσει από τους λοιπούς «τύπους» ανηλίκων (όπως είναι οι ευτραφείς/ενδόμορφοι και οι λεπτοί/εξώμορφοι ανήλικοι). Άλλες έρευνες, όπως αυτές που διενερ-

Σελ. 9

γήθηκαν από τον Richard Dugdale, επεξέτειναν την κληρονομικότητα, πέρα από το βιολογικό, στο επίπεδο των επίκτητων χαρακτηριστικών, δηλαδή αυτών που αποκτώνται κατά την κοινωνικοποίηση του ατόμου.

1.4. Οι ψυχολογικές και ψυχαναλυτικές θεωρίες

Οι ψυχολογικές θεωρίες προσεγγίζουν την έρευνα για την διαμόρφωση της αντικοινωνικής προσωπικότητας και το πέρασμα στην εγκληματική πράξη υπό το πρίσμα ψυχολογικών και ψυχαναλυτικών αρχών. Στο πλαίσιο των ψυχολογικών θεωριών αναπτύχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι θεωρίες της μειωμένης διανοητικής ικανότητας, οι ψυχαναλυτικές και συμπεριφορικές θεωρίες.

Οι έρευνες των Richard Dugdale και Henry Goddard, με αντικείμενο μελέτης τα «γενεαλογικά δέντρα» εγκληματιών, σε άτομα που πάσχουν από (ανίατη) νοητική στέρηση, με σαφή επίδραση από τις βιολογικές προσεγγίσεις (τις οποίες ουσιαστικά ενστερνίστηκαν και εξέλιξαν), κατέτειναν στην άμεση σύνδεση της εγκληματικότητας με τη μειωμένη διανοητική ικανότητα και την κληρονομικότητα της νοητικής στέρησης. Στο πλαίσιο αυτό -και για τις ανάγκες μέτρησης της διανοητικής ικανότητας- αναπτύχθηκαν οι κλίμακες Binet-Simon και Wechsel, γνωστές και ως δείκτες νοημοσύνης. Περαιτέρω, προσδιορίστηκαν ως «κλίμακες» της νοητικής στέρησης η ιδιωτεία (νοημοσύνη παιδιού 1-3 ετών), η ηλιθιότητα (νοημοσύνη παιδιού 3-6 ετών), και η μικρόνοια (νοημοσύνη παιδιού 6-12 ετών).

Σελ. 10

Για τις ψυχαναλυτικές θεωρίες καθοριστική ήταν η συμβολή του Sigmund Freud. Η γνωστή φροϋδική τριμερής διάκριση της ανθρώπινης ψυχής αναλύεται στο «Εγώ», το «Υπερεγώ» και το «Εκείνο», από τα οποία τα δύο πρώτα λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα του συνειδητού, ενώ το «Εκείνο» αποκλειστικά στο ασυνείδητο επίπεδο. Έμφαση δόθηκε στη μελέτη του ασυνείδητου, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις ενορμήσεις του ανθρώπου από τη γέννησή του, καθώς και κάθε απωθημένο του και λειτουργεί αποκλειστικά στη βάση της άμεσης (και ανεξάρτητα από το εφικτό) εκπλήρωσης των επιθυμιών, αγνοώντας κάθε έννοια αντικειμενικής πραγματικότητας. Για την προσαρμογή στην αντικειμενική πραγματικότητα η υλοποίηση των επιθυμιών του «Εκείνο» πραγματοποιείται μέσω του «Εγώ». Επίσης, το «Υπερεγώ» αποτελεί το ηθικό μέρος του ψυχισμού, το ιδεώδες, μπολιασμένο από τις παραδοσιακές αξίες κάθε κοινωνίας που ενσωματώνονται στη συνείδηση κάθε ατόμου από τη γέννησή του. Η συγκρουσιακή, λοιπόν, σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των τριών μερών για την επιλογή υπακοής ή μη σε ένα κανόνα, αποτελεί τη βάση για το πέρασμα στο έγκλημα: η τέλεση του εγκλήματος, ως προϊόν της παραπάνω σύγκρουσης προκύπτει όταν δεν μπορεί το «Υπερεγώ» να ελέγξει το «Εκείνο» που δρα με βάση το ένστικτο, μέσω του «Εγώ», ενώ ο έλεγχος των παρορμήσεων οδηγεί το άτομο σε ισορροπία. Για τις ψυχαναλυτικές θέσεις κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η παιδική ηλικία του ατόμου, κατά την οποία διάφορες παρορμήσεις και επιθυμίες (με προνομιακή έμφαση στο πεδίο της γενετήσιας σφαίρας - libido) παραμένουν ως παραστάσεις στο ασυνείδητο.

Τομή σε σχέση με τις οργανικές θεωρίες αποτέλεσε η θέση των ψυχαναλυτικών θεωριών ότι ικανός να εγκληματήσει είναι ο κάθε άνθρωπος, εφόσον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι απόψεις αυτές προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ «περιστασιακών» (τέλεση εγκλήματος υπό ορισμένες μόνο συνθήκες) και «χρονίων» εγκληματιών. Οι χρόνιοι, περαιτέρω, διακρίνονται σε ομαλούς (προσαρμοσμένους κοινωνικά, οι οποίοι ταυτοποιούνται με εγκληματικά πρότυπα, με κύριο παράδειγμα τους οικονομικούς εγκληματίες), σε οργανικά ασθενείς (με βασική τους αιτία την ύπαρξη βιολογικών παραγόντων) και σε νευρωτικούς εγκληματίες.

Με δεδομένο ότι, όπως προαναφέρθηκε, προνομιακό πεδίο έρευνας των ψυχαναλυτών αποτέλεσε η παιδική ηλικία του ατόμου, οι προσπάθειες για την αιτιολογία της ανήλικης εγκληματικότητας εστιάστηκαν στις συγκρούσεις που παράγονται ήδη από τη γέννησή του από τις ασυνείδητες ενστικτώδεις παρορμήσεις του παιδιού και το συνειδητό. Στο πλαίσιο αυτό, δόθηκε έμφαση στη σχέση του παιδιού με τους γονείς του και ιδίως με τη μητέρα του, ώστε το παιδί να αναπτύξει μηχανισμούς («Υπερεγώ») που να είναι σε θέση να συγκρατούν (αλλά και να ελέγχουν) τις παρορμήσεις του. Συνεπώς, η εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τις παραπάνω θέσεις, εμφανίζεται ως απόρροια της αδυναμίας ισορροπίας ασυνείδητου και συνειδητού, η οποία προέρχεται από την κακή σχέση του παιδιού (πρώτιστα) με τη

Σελ. 11

μητέρα του (λόγω στέρησης, εγκατάλειψης, απόρριψης, αλλά και υπερπροστασίας) και οδηγεί σε δυσλειτουργίες στην ομαλή ανάπτυξη του ανηλίκου και σε αδυναμία προσαρμογής του στο κοινωνικό περιβάλλον: πρώτιστη σημασία έχει για τον ανήλικο η ικανοποίηση των ατομικών του παρορμήσεων και αναγκών, χωρίς αναστολές, αδιαφορώντας για τους τρίτους.

Στις ψυχαναλυτικές θεωρίες για την προσέγγιση της αιτιολογίας του εγκλήματος εντάσσονται επιπλέον και οι θέσεις του Alfred Adler, θεμελιωτή της ατομικής ψυχολογίας. Βασική αναζήτηση στη θεωρία αυτή αποτελεί το δίπολο που δημιουργείται μεταξύ του συναισθήματος μειονεκτικότητας που βιώνει το άτομο από τη γέννησή του και της έμφυτης τάσης του για δύναμη και υπεροχή. Η καταπολέμηση, λοιπόν, του αισθήματος μειονεκτικότητας, το οποίο μπορεί να πηγάζει είτε από τη σχέση εξάρτησης που έχει δομήσει το παιδί με τους γονείς του, είτε από σωματικό του «ελάττωμα», και η προσπάθεια για αναπλήρωση και αντιστάθμισή του αποτελούν κυρίαρχα ζητήματα, προκειμένου το άτομο να εξελιχθεί και να τελειοποιηθεί. Οι τρόποι, λοιπόν, που επιλέγει το άτομο για την αναπλήρωση της μειονεκτικότητάς του αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξή του. Έτσι, η επιλογή κοινωνικά ωφέλιμων τρόπων οδηγεί σε μια κοινωνικά ομαλή προσωπικότητα, ενώ σε διαφορετική περίπτωση είναι πιθανό και το πέρασμά του σε εγκληματικές πράξεις. Μάλιστα ο Adler κατηγοριοποίησε τέσσερις τύπους προσωπικότητας, τον κυριαρχικό, τον δεκτικό, τον αποφευκτικό και τον κοινωνικά χρήσιμο.

Περαιτέρω, ο Carl Jung, θεμελιωτής της αναλυτικής ψυχολογίας, εστίασε την έρευνά του στο «συλλογικό ασυνείδητο», δηλαδή σε στοιχεία που το κάθε άτομο, μολονότι δεν έχει βιώσει το ίδιο, «κληρονομεί» στο διάβα του χρόνου ως ασυνείδητες συλλογικές θετικές και αρνητικές αντιδράσεις/προδιαθέσεις («αρχέτυπα») που συνυπάρχουν σε κάθε άτομο και βρίσκονται σε συνεχή διαπάλη. Η ψυχική ισορροπία κάθε ατόμου, λοιπόν, προϋποθέτει την επικράτηση των θετικών προδιαθέσεων. Αντίθετα, εάν επικρατήσουν οι αρνητικές προδιαθέσεις από την παιδική ηλικία, με την εκδήλωση αντικοινωνικών δράσεων, τότε προκύπτει το πέρασμα του ατόμου στο έγκλημα. Κατηγοριοποιώντας, επίσης, ο Jung τον άνθρωπο σε εσωστρεφή και εξωστρεφή, και στο πεδίο του περάσματος στο έγκλημα, θεωρεί ότι ο εσωστρεφής ψυχολογικός τύπος είναι πιο πιθανόν να προβεί σε εγκληματική ενέργεια.

Στο πεδίο των ψυχολογικών θεωριών αναπτύχθηκαν παράλληλα θέσεις, οι οποίες μετέφεραν το κέντρο βάρους της έρευνάς τους για την αιτιολογία του εγκλήματος στην «εξαρτημένη μάθηση». Πρόκειται για τις λεγόμενες συμπεριφορικές θεωρίες, οι οποίες εξετάζουν τη σύνδεση ενός καθόλα ουδέτερου ερεθίσματος με ένα σημα-

Σελ. 12

ντικό ερέθισμα. Στο πλαίσιο αυτό (με άξονα το γνωστό πείραμα του Ivan Petrovich Pavlov), διατυπώθηκε ότι η διαδικασία της μάθησης και της συνήθειας είναι θεμελιακή και ότι ένα ουδέτερο εξωτερικό ερέθισμα μπορεί να συνδεθεί σε τέτοιο βαθμό με ένα σημαντικό, έτσι ώστε συνειρμικά η ύπαρξη του ουδέτερου ερεθίσματος, μέσω της επαναληπτικότητάς του, να οδηγεί με βεβαιότητα στην υλοποίηση του σημαντικού. Με αφετηρία το γεγονός ότι ο άνθρωπος μαθαίνει (και συνηθίζει, μέσω συνειρμών) να αντιδρά αυτοματοποιημένα με συγκεκριμένο τρόπο στα εξωτερικά ερεθίσματα, οι συμπεριφοριστές κατέτειναν στο ότι η βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στις διαδικασίες μάθησης προτύπων συμπεριφοράς, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου. Έμφαση, περαιτέρω, δόθηκε στην επιδοκιμασία και στην αποδοκιμασία των μαθησιακών διαδικασιών, με στόχο να ενθαρρύνεται και να επιβραβεύεται η μίμηση των θετικών προτύπων (προκειμένου να παγιωθούν), ενώ των αρνητικών προτύπων όχι μόνο να αποθαρρύνεται, αλλά και να τιμωρείται. Στο σημείο αυτό οι συμπεριφορικές θεωρίες διεύρυναν το πεδίο άντλησης των προτύπων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικοποίησης του ατόμου: έτσι λ.χ. η παρακολούθηση σκηνών βίας στην οικογένεια, στο σχολείο, στη γειτονιά, αλλά και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποτελεί βασικό πυλώνα αναπαραγωγής του προτύπου της βίας. Με τον τρόπο αυτό επιχειρήθηκε να προσεγγιστεί η αιτιολόγηση της ανήλικης εγκληματικότητας στους κόλπους των θεωριών αυτών. Είναι εμφανές ότι οι διαδικασίες μάθησης και η καταλυτική επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στο πέρασμα στην εγκληματική πράξη θα αποτελέσει τη γέφυρα των ψυχολογικών θεωριών με τις κοινωνιολογικές θεωρίες που θα περιγράψουμε στη συνέχεια.

1.5. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες

Με τον γενικότερο όρο κοινωνιολογικές θεωρίες εννοούμε εκείνες τις προσεγγίσεις αιτιολόγησης του εγκλήματος, οι οποίες θέτουν ως πρωταρχικό αντικείμενο ερμηνείας της εγκληματικότητας τους κοινωνικούς παράγοντες. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις βασικότερες προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των κοινωνιολογικών θεωριών. Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του εγκλήματος πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ, καθώς οι ανάγκες για γρήγορη εκβιομηχάνιση δημιούργησαν ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης, το οποίο δημιούργησε κοινωνικές συγκρούσεις.

Σελ. 13

1.5.1. Η Οικολογική Σχολή του Σικάγο

Ο ερευνητής που έθεσε τις βάσεις της Σχολής του Σικάγο, είναι ο Robert Park, με αφετηρία τις παρατηρήσεις του αναφορικά με την κατανομή του εγκλήματος σε διάφορες περιοχές της πόλης του Σικάγο, καθώς διαπίστωνε ότι υπήρχαν (υπό)περιοχές με ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά εγκληματικότητας. Ο Park προβαίνει σε ένα παραλληλισμό των φυτικών και ζωικών οργανισμών στο οικοσύστημα με τη δομή των ανθρώπινων κοινωνιών. Σε έρευνες, λοιπόν, για την εγκληματικότητα των νεαρών ατόμων παρατήρησε ότι αυτή παρουσιάζει «φυσικά όρια» στο χώρο συνοικιών του Σικάγο, σε βιομηχανικές περιοχές, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη φτώχεια και τη δράση συμμοριών (περιοχές υψηλής εγκληματικότητας). Στα πλαίσια της έρευνάς του χαρτογραφήθηκαν, σε γενικές γραμμές, τέσσερις ζώνες του Σικάγο:

i. η πρώτη ζώνη, η οποία αφορά στο εμπορικό κέντρο της πόλης,

ii. η δεύτερη ζώνη, η οποία περιλαμβάνει τη βιομηχανική περιοχή στην οποία ζουν, κυρίως, μετανάστες και κοινωνικές ομάδες χαμηλού εισοδήματος,

iii. η τρίτη ζώνη, η οποία είναι ο τόπος διαμονής του ντόπιου εργατικού δυναμικού και

iv. η τέταρτη ζώνη στην οποία διαμένουν τα ευπορότερα και ανώτερα κοινωνικά στρώματα της περιοχής.

Η δεύτερη από τις παραπάνω, ζώνες, η οποία είναι η πιο υποβαθμισμένη, χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από φαινόμενα κοινωνικής αποδιοργάνωσης, παρουσιάζοντας πλήθος κοινωνικών προβλημάτων, όπως αυτό (το ερευνώμενο) της εγκληματικότητας.

Σε συνέχεια των παραπάνω θέσεων, οι έρευνες των Clifford Shaw και Henry McKay έδειξαν ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας των περιοχών της δεύτερης ζώνης σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος που ζουν τα άτομα και όχι με τα χαρακτηριστικά των ατόμων ή των ομάδων που κατοικούν στη ζώνη αυτή. Έτσι, τα χαρακτηριστικά των «εγκληματικών περιοχών» αφορούν περιοχές που βρίσκονταν κοντά στο κέντρο του Σικάγο και τα άτομα που εγκληματούν είναι χαμηλού οικονομικού επιπέδου, μετανάστες και έγχρωμοι. Περαιτέρω, αναφορικά με τους μετανάστες, προέκυψε ότι εμφάνιζαν μεγαλύτερα ποσοστά εγκληματικότητας, υψηλότερα από τους ντόπιους, αλλά όχι υψηλότερα από αυτά των ντόπιων που ζούσαν στις ίδιες συνθήκες με τους μετανάστες. Άρα η βασική παράμετρος που πρέπει να ερευνηθεί δεν είναι η μετανάστευση, αλλά οι συνθήκες που ζει κάποιο άτομο, το κοινωνικό του περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό οι θέσεις της Σχολής του Σικάγο

Σελ. 14

προσπάθησαν να αποδομήσουν τις απόψεις ότι το έγκλημα οφείλεται στους «φύσει κατώτερους μετανάστες».

Το περιβάλλον, λοιπόν, που διαβιώνουν οι νέοι αποτελεί τη βασική αιτία για το πέρασμά τους στο έγκλημα. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η ελλιπής εκπαίδευση, οι λιγοστές (έως μηδενικές) ευκαιρίες για καλύτερη ζωή, η διαβίωση σε οικισμούς «γκέτο», δημιουργούν αντιδράσεις που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη της εγκληματικότητας, κατατάσσοντάς την σε υψηλό σημείο του ηθικού τους κώδικα. Οι συμπεριφορές αυτές, μέσω της διαδικασίας της μάθησης και της αφομοίωσης δράσης, περνούν από γενιά σε γενιά, δημιουργώντας μια «συνεχή ροή παρέκκλισης».

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη βάση των πορισμάτων της Οικολογικής Σχολής του Σικάγο, έλαβε χώρα το πρώτο πρόγραμμα κοινωνικής πρόληψης σε υποβαθμισμένες περιοχές του Σικάγο (Chicago Area Project, υπό την εποπτεία μάλιστα του Clifford Shaw), με άξονα την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και βασικό στόχο την ενσωμάτωση των ατόμων που ζούσαν σε αυτές και την παροχή ίσων ευκαιριών στους νέους.

1.5.2. Η θεωρία της πολιτισμικής σύγκρουσης των κανόνων

Κατά τον Thorsten Sellin, το έγκλημα αποδίδεται σε συγκρούσεις που προκαλούνται στον ψυχικό κόσμο του ατόμου, από το γεγονός ότι, ήδη από την πρώτη κοινωνικοποίησή του, διάφορες ομάδες στις οποίες αυτό ανήκει αξιώνουν για τις ίδιες περιστάσεις την τήρηση από αυτό διαφορετικών κανόνων συμπεριφοράς: πρόκειται για ομάδες με διαφορετικά πολιτισμικά συστήματα.

Έχοντας ως βάση ότι το άτομο αποτελεί μέρος περισσότερων κοινωνικών ομάδων (οικογένεια, φίλοι, επάγγελμα, θρησκεία), παρατηρείται ότι η κάθε ομάδα εμφυτεύει τους δικούς της κανόνες που συνδιαμορφώνουν την προσωπικότητα του ατόμου, συνεπώς είναι αναπόφευκτη η σύγκρουση των κανόνων συμπεριφοράς. Σημειώνεται ότι στο ιστορικό πεδίο που διαμορφώνονται οι απόψεις αυτές προκύπτουν εμφανείς συγκρούσεις μεταξύ κανόνων συμπεριφοράς παλαιού και νέου τρόπου ζωής και κοινωνικών αξιών, ως αποτέλεσμα μετακίνησης από αγροτικό σε αστικό περιβάλλον ή ως αποτέλεσμα μετακίνησης σε άλλη κοινωνία, όπως συμβαίνει με τη μετανάστευση. Η θέση, λοιπόν, που επιλέγει τελικά το άτομο εξαρτάται όχι μόνο από τη γνώση του νομικού κανόνα και τη συμμόρφωσή του σε αυτόν, αλλά (και κυρίως) από το κατά πόσο υπολογίζει την αντίδραση και την πίεση της κάθε ομάδας που ανήκει για την τήρηση του δικού της κανόνα συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται ότι, τέσσερις καταστάσεις είναι πιθανόν να συμβούν:

i. το άτομο που ο κανόνας δεν αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς του να μην υπολογίζει την αντίδραση της ομάδας,

ii. η αντίδραση της ομάδας δεν λαμβάνεται υπόψη από το άτομο που παραβιάζει ένα κανόνα τυχαία,

Σελ. 15

iii. η αντίδραση της ομάδας γίνεται αισθητή σε μικρό βαθμό από το άτομο που ο κανόνας αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς του, αλλά, παράλληλα, υπάρχει και αντίθετος κανόνας που αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς του,

iv. η αντίδραση της ομάδας γίνεται αισθητή έντονα από το άτομο που δεν νιώθει παρά μόνο ένα κανόνα συμπεριφοράς.

Συνεπώς, η διάπραξη εγκλήματος σε περίπτωση σύγκρουσης εξαρτάται από το πώς νιώθει το άτομο και πόσο υπολογίζει την αντίδραση της αντίστοιχης ομάδας (και των κανόνων της) και τη θέση που θα αναγκασθεί τελικά να υιοθετήσει.

Το παράδειγμα που αναφέρει ο Sellin για την ενίσχυση της θεωρίας του αφορά σε περίπτωση ενός Σικελού μετανάστη στο New Jersey, ο οποίος σκότωσε έναν ανήλικο που διέφθειρε την κόρη του: ο δράστης ενήργησε σύμφωνα με τις αρχές που του υπαγόρευε η (ομάδα) προέλευσή(ς) του προκειμένου να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειας.

1.5.3. Η θεωρία των διαφορικών συναναστροφών

Ο Edwin Sutherland, ήταν αυτός που έφερε ουσιαστική ρήξη με το δόγμα των οργανικών ότι «ο εγκληματίας γεννιέται» και υποστήριξε ότι η εγκληματική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα μάθησης στο πλαίσιο των συναναστροφών. Κατά τη θεωρία που ανέπτυξε, περί διαφορικών συναναστροφών (Differential Associations), υποστήριξε ότι κυρίαρχες είναι οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των κοινωνικών ομάδων. Έτσι, το 1934 ο Sutherland παρουσίασε τις εννέα (9) θέσεις του για τη σημασία των κοινωνικών παραγόντων:

i. Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται και δεν είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητας ή οργανικής δυσλειτουργίας.

ii. Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται στη συναναστροφή με άλλα πρόσωπα, μέσω προφορικής επικοινωνίας ή και με χειρονομίες.

iii. Το κύριο μέρος της εγκληματικής συμπεριφοράς συμβαίνει σε κλειστές ομάδες που αναπτύσσονται προσωπικοί δεσμοί μεταξύ των ατόμων που ανήκουν σε αυτές.

iv. Η εκμάθηση περιλαμβάνει τεχνικές και κατεύθυνση κινήτρων.

v. Η υποκειμενική αξία ή απαξία της κατεύθυνσης κινήτρων μαθαίνεται από τους ορισμούς των κανόνων του νόμου και έχει σχέση με τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην ομάδα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μάθηση υπακοής αλλά και ανυπακοής στους κανόνες.

Σελ. 16

vi. Το άτομο γίνεται εγκληματίας επειδή οι αντιλήψεις που μαθαίνει για μη εφαρμογή του νόμου κυριαρχούν των αντιθέτων για εφαρμογή του, στοιχείο που κυριαρχεί στις συναναστροφές του: η έντονη επίδραση της συμπεριφοράς του ατόμου από τις εγκληματικές ομάδες (έναντι των μη εγκληματικών) που συναναστρέφεται αποτελεί την καταλυτική αιτία για την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς.

vii. Η συναναστροφή μπορεί να διαφέρει σε συχνότητα, διάρκεια, προτεραιότητα και ένταση.

viii. Η διαδικασία της εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει όλους τους μηχανισμούς της μάθησης.

ix. Η εγκληματική συμπεριφορά είναι έκφραση γενικών αναγκών και αξιών.

Περαιτέρω, ο Sutherland, στην έρευνά του το 1949 για την εγκληματικότητα του «λευκού περιλαιμίου», της εγκληματικότητας των ανώτερων δηλαδή κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων που δεν εμπίπτει συνήθως στις ρυθμίσεις του ποινικού δικαίου και στις επίσημες στατιστικές (αφανής εγκληματικότητα), επιβεβαίωσε τη θεωρία του περί διαφορικών συναναστροφών, ως «το έγκλημα που διαπράττεται από άτομα κύρους και υψηλού κοινωνικού status στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας». Μολονότι το ερευνητικό αυτό πεδίο βρίσκεται εκτός του χώρου μελέτης της ανήλικης εγκληματικότητας, θεωρήσαμε χρήσιμο να αναφερθεί, καθώς η εν λόγω θεώρηση εκθεμελιώνει το στερεότυπο ότι η εγκληματικότητα αποτελεί χαρακτηριστικό των χαμηλών κοινωνικών και οικονομικών τάξεων.

Η συμβολή της θεωρίας του Sutherland στο πεδίο της εξήγησης της ανήλικης εγκληματικότητας είναι μεγάλη, καθώς η προσέγγισή του περιέχει ένα σταθερό (και συχνό) σημείο αναφοράς για τους ανηλίκους: την ένταξή τους σε (κλειστές κυρίως) ομάδες. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύει την επίδραση που μπορούν να έχουν στον ανήλικο οι σχέσεις που αναπτύσσει εντός μιας στενής ομάδας συνομηλίκων του και κατ’ επέκταση η υιοθέτηση των θέσεων για παράβαση των κανόνων του νόμου, μέσα από μια διαδικασία μάθησης.

1.5.4. Η θεωρία της ουδετεροποίησης

Η θεωρία της ουδετεροποίησης αποτελεί παρακλάδι της θεωρίας συναναστροφής, με κύριους εκφραστές της τους Gresham Sykes και David Matza, με επικέντρωση στην ανήλικη εγκληματικότητα.

Αφετηρία της προσέγγισης αυτής αποτελεί η παρατήρηση ότι στο ποινικό σύστημα υπάρχει ελαστικότητα, καθώς μπορεί να μειωθεί η απαξία της εγκληματικής πράξης ή ακόμα να αποβληθεί ο εγκληματικός χαρακτήρας σε κάποιες περιπτώσεις (όπως με τη συνδρομή λόγων άρσης του αδίκου ή με τη συνδρομή λόγων μείωσης του κα-

Σελ. 17

ταλογισμού ή εξάλειψης του αξιοποίνου). Το πέρασμα, λοιπόν, στην εγκληματική πράξη νομιμοποιείται μέσα από τεχνικές ουδετεροποίησης, οι οποίοι έχουν σχέση με:

i. την άρνηση της ευθύνης και της πρόθεσης για την πράξη που διαπράχθηκε (δεν το ήθελα) και τη μετατόπιση της ευθύνης στις διαμορφωμένες συνθήκες ζωής και στο κοινωνικό περιβάλλον,

ii. την άρνηση (με την έννοια της «αποηθικοποίησης) της βλάβης που προξένησε η πράξη (δεν έβλαψα ουσιαστικά, καθώς π.χ. η αφαίρεση ενός μικρού χρηματικού ποσού δεν αποτελεί ουσιαστική βλάβη για το πάμπλουτο θύμα),

iii. την άρνηση ύπαρξης θύματος, όταν ο δράστης εμφανίζεται ως θύμα (η εν γένει συμπεριφορά του θύματος απέναντι στον δράστη ή σε τρίτους, σηματοδοτεί ότι το θύμα έπαθε αυτό που του άξιζε),

iv. την κατηγορία σε βάρος του θύματος (η καταγγελία είναι ψευδής, καθώς το θύμα έχει κίνητρα σε βάρος του δράστη και έχει προσωπική έχθρα μαζί του) ή των κατηγόρων του (η στοχοποίηση του δράστη από τις διωκτικές αρχές),

v. την επίκληση ανώτερης αξίας που οδήγησε στην τέλεση της πράξης (η πράξη τελέστηκε για την τιμή της οικογένειας του δράστη ή για λόγους απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης).

Σημειώνεται ότι, κατά τις απόψεις της θεωρίας της ουδετεροποίησης, οι παραπάνω τεχνικές ουδετεροποίησης δεν αποτελούν απλά δικαιολογίες προς τρίτους, αλλά αναγκαία στοιχεία για την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς, καθώς με αυτές διευκολύνεται η εκδήλωσή της και η «νομιμοποίηση» της συμπεριφοράς του δράστη, έστω κι αν αυτή κινείται εκτός του νόμου. Ο ανήλικος, λοιπόν, ουδετεροποιεί τη συμβατική ηθική και όταν μάθει και ενσωματώσει αυτές τις τεχνικές είναι έτοιμος για εγκληματική δραστηριότητα.

1.5.5. Η θεωρία της ανομίας

Η θεωρία της ανομίας του Robert Merton διακηρύσσει αρχικά ότι το έγκλημα συνιστά ένα φυσιολογικό φαινόμενο, παρόν σε κάθε κοινωνία. Αφετηρία των σκέψεών του αποτελεί το έργο του Emile Durkheim, στο οποίο μελετώνται οι παράγοντες της αυτοκτονίας. Στο πλαίσιο αυτό παρατηρείται ότι η αύξηση των ποσοστών αυτοκτονίας εμφανίζεται τόσο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, αλλά και σε περιόδους αιφνίδιας οικονομικής ευμάρειας, ως αποτέλεσμα ανισορροπίας μεταξύ των στόχων που θέτουν τα άτομα και των προσδιορισμένων και αποδεκτών μοντέλων για την επίτευξή τους. Έτσι, η οικονομική επιτυχία, το κέρδος, ο πλούτος και η κοινωνική καταξίωση αποτελούν στοιχεία που καθορίζουν τις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Για την επίτευξη αυτών των σκοπών περιλαμβάνονται τα νόμιμα μέσα, αλλά και τα

Σελ. 18

παράνομα, τα οποία ενεργοποιούνται όταν δεν είναι εφικτό να κατακτηθούν από τα νόμιμα μέσα: η κοινωνική ανισότητα, η άνιση κατανομή των ευκαιριών στα νόμιμα μέσα οδηγεί στην επίτευξη των στόχων με παράνομα μέσα. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η αντίφαση: η κοινωνία, όχι μόνο δεν αποθαρρύνει, αλλά αντίθετα «ενθαρρύνει» το άτομο να εμπλακεί στην παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, καθώς διαψεύδει τις προσδοκίες που η ίδια του καλλιέργησε, με την αποθέωση της επιτυχίας και την παράλληλη αδυναμία κατάκτησή της με νόμιμα μέσα.

Ο Merton περιγράφει πέντε πιθανούς τρόπους προσαρμογής των ατόμων απέναντι στην παραπάνω αντίφαση:

i. τη «συμμόρφωση», δηλαδή την αποδοχή του ισχύοντος συστήματος,

ii. την «καινοτομία», κατά την οποία το άτομο αποδέχεται μεν τους πολιτισμικά καθορισμένους στόχους, αλλά απορρίπτει την κατάκτησή τους με νόμιμα μέσα, σηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό το πέρασμά του στο έγκλημα,

iii. την «τυπολατρεία», η οποία περιλαμβάνει τον περιορισμό των φιλοδοξιών του ατόμου σε χαμηλό επίπεδο και την εγκατάλειψη των μεγάλων στόχων,

iv. τον «αναχωρητισμό», ο οποίος συναντάται σε άτομα του περιθωρίου, όπως αλκοολικούς, εξαρτημένους και

v. την «εξέγερση», δηλαδή την ενεργή συμμετοχή του ατόμου στην ανατροπή του ισχύοντος συστήματος.

Η «καινοτομία» λοιπόν, αποτελεί τη βασική συνιστώσα στην επιλογή του ατόμου για την κατάκτηση, με παράνομο τρόπο, των αγαθών που στερείται. Οι θέσεις αυτές αντιμετώπισαν το πέρασμα στο έγκλημα ως πρόβλημα κοινωνικής δομής και ως απόρριψη των νόμιμων μέσων για την επίτευξη των στόχων της κοινωνικής επιτυχίας, του πλούτου και της ευμάρειας: οι κοινωνικά αποδεκτοί στόχοι που δεν μπορεί να ικανοποιηθούν με νόμιμα μέσα λόγω των ανισοτήτων, θα ικανοποιηθούν με παράνομα μέσα. Η ανάλυση αυτή έχει ουσιαστική εφαρμογή στην εξήγηση της ανήλικης εγκληματικότητας, δεδομένης της «ματαίωσης» που νιώθουν οι τελευταίοι που δεν έχουν ευκαιρίες για την επίτευξη των κοινωνικά αποδεκτών στόχων με νόμιμα μέσα. Σημειώνεται ότι η θεωρία της ανομίας έχει αποτελέσει βασικό εργαλείο κατά τη μελέτη της εγκληματικότητας στις περιπτώσεις της δεύτερης γενιάς μεταναστών.

1.5.6. Οι θεωρίες για τις υποπολιτισμικές ομάδες

Οι θεωρίες για τις υποπολιτισμικές ομάδες, οι οποίες συμπληρώνουν και εξελίσσουν τη θεωρία του Merton, εκφράστηκαν κυρίως από τους Albert Cohen, Richard Cloward και Lloyd Ohlin, οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην ανήλικη εγκληματικότητα και μάλιστα αυτή που εμφανίζεται σε ομαδικό επίπεδο (συμμορίες ανηλίκων).

Σελ. 19

Ο Albert Cohen, εξηγεί την εγκληματική υποκουλτούρα ως ένα αντεστραμμένο σύστημα ενσωμάτωσης για τους νέους που δεν έχουν τις ευκαιρίες για ισότιμη συμμετοχή στα κοινωνικά αγαθά και στους στόχους της επιτυχίας, τα οποία και αποκτούν όχι μέσω των κυρίαρχων προτύπων (δηλαδή της εργασίας και της εκπαίδευσης), αλλά μέσω του εγκλήματος. Πρόκειται για μια συλλογική έκφραση αντίδρασης στην κυρίαρχη κουλτούρα (ως αρνητική απάντηση στην κυρίαρχη κουλτούρα), με συνειδητή άρνηση των κοινωνικά αποδεκτών τρόπων υλοποίησης της επιτυχίας (π.χ. με εγκατάλειψη του σχολείου). Αντίθετα, αυτό που ενδιαφέρει (ως κυρίαρχος στόχος) τους νέους που ενσωματώνονται με τον τρόπο αυτό είναι η αποδοχή και καταξίωσή τους στα μέλη της ομάδας που ανήκουν, στοιχείο που τους ανατροφοδοτεί καθοριστικά. Με τον τρόπο αυτό, οι νέοι που ανήκουν στα κατώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, γίνονται αποδεκτοί, αποκτούν καταξίωση και κύρος και αποκτούν την θέση τους (status) στην ομάδα τους. Για τους λόγους αυτούς άλλωστε δρούν συλλογικά, με τη συμμετοχή τους σε συμμορίες, προβαίνοντας σε πράξεις (πχ βανδαλισμούς, εμπρησμούς) που δεν έχουν άμεσα ωφελιμιστικό σκοπό, αλλά έχουν ως βάση τους της την αντίδραση και τον αρνητισμό.

Μικρή διαφοροποίηση της θέσης αυτής, αναφορικά με το γεγονός ότι η επιτυχία ως στόχος αναφέρεται κυρίαρχα στην απόκτηση του πλούτου και όχι στην αποδοχή και καταξίωση, αναπτύχθηκε από τους Cloward και Ohlin: η ένταξη σε συμμορίες ανηλίκων αποτελεί την «παράνομη ευκαιρία» και έχει ως βασικό άξονα την απόκτηση υλικών αγαθών, για εύκολο, άκοπο και γρήγορο πλουτισμό.

Όπως είναι εμφανές, η διαφορά των θεωριών για τις υποπολιτισμικές ομάδες με τη θεωρία της ανομίας συνίσταται στο ότι η εγκληματική συμπεριφορά για τις πρώτες δεν αποτελεί αποτέλεσμα ατομικής προσαρμογής, αλλά αποτέλεσμα μιας υποκουλτούρας που αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας ομάδας.

1.6. Οι μαρξιστικές προσεγγίσεις

Βασική αρχή των μαρξιστικών θεωριών αποτέλεσε η θέση ότι το έγκλημα είναι προϊόν και δομικό στοιχείο του αστικού καπιταλιστικού συστήματος. Καταλυτικό κριτήριο για το πέρασμα στο έγκλημα αποτελούν οι ανταγωνιστικές σχέσεις που γεννά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η κοινωνική ανισότητα. Έτσι, το έγκλημα προκύπτει από την ηθική και οικονομική εξαθλίωση των κατώτατων κοινωνικών

Σελ. 20

στρωμάτων, καθώς η καπιταλιστική κοινωνία εκμεταλλεύεται και οδηγεί στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση τα κατώτερα στρώματά της, με αποτέλεσμα αυτά να αντιδρούν εκδηλώνοντας εγκληματική συμπεριφορά.

Το έργο και οι αναλύσεις των μαρξιστών επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη πολλών θεωρητικών της εγκληματολογικής επιστήμης, όπως των τάσεων που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της κριτικής εγκληματολογίας (όπως θα δούμε στη συνέχεια), αναδεικνύοντας παράλληλα το στοιχείο της διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ ατόμων διαφορετικών κοινωνικών τάξεων τόσο στο πεδίο της νομοθέτησης, όσο και της μεταχείρισής τους.

Χαρακτηριστικές παραμένουν οι απόψεις του Karl Marx για τη συντήρηση και την ανατροφοδότηση του συστήματος ποινικής καταστολής μέσω της διάπραξης του εγκλήματος: «Ένας φιλόσοφος παράγει ιδέες, ένας ποιητής ποιήματα, ένας κληρικός κηρύγματα, ένας καθηγητής συγγράμματα, κ.ο.κ. Ένας εγκληματίας παράγει εγκλήματα... Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα αλλά και το ποινικό δίκαιο καθώς και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και μαζί με αυτό αναπόφευκτα το σύγγραμμα στο οποίο αυτός ο ίδιος ο καθηγητής ρίχνει τις παραδόσεις του στην αγορά ως «εμπόρευμα»... Επιπλέον ο εγκληματίας παράγει ολόκληρο το μηχανισμό της αστυνομίας και της ποινικής δικαιοσύνης, αστυνομικούς, δικαστές, δήμιους, ενόρκους κλπ. ...».

 
Back to Top