ΔΙΚΑΙΟ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ - ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.4€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 30,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18733
Κυριαζής Δ.
Γκόρτσος Χ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Γκόρτσος Χ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 288
  • ISBN: 978-960-654-931-1
​Η μονογραφία «Δίκαιο Βιώσιμης Χρηματοδότησης: Εξέλιξη και Νομικό Πλαίσιο» πραγματεύεται την εξέλιξη της βιώσιμης χρηματοδότησης και το νομικό πλαίσιο το οποίο την πλαισιώνει.

 

Ειδικότερα, παρουσιάζονται και αναλύονται:

  • Η έννοια και η εξέλιξη της βιώσιμης ανάπτυξης σε διεθνές και ενωσιακό επίπεδο
  • Η έννοια και η εξέλιξη της βιώσιμης χρηματοδότησης στο διεθνές και ενωσιακό δίκαιο (και ήπιο δίκαιο)
  • Το δίκαιο βιώσιμης χρηματοδότησης στο πλαίσιο του σύγχρονου Δημόσιου Οικονομικού Δικαίου
  • Το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο το οποίο περιβάλλει και οριοθετεί το δίκαιο βιώσιμης χρηματοδότησης
  • Τα «πράσινα» ομόλογα
  • Η «πράσινη» νομισματική πολιτική της ΕΚΤκαι κατά πόσον αυτή είναι επιτρεπτή ή και επιβεβλημένη   
  • Κανονισμός Ταξινομίας, Κανονισμός SFDR, Κανονισμός 2019/2089, Οδηγία CSRDΠρόταση Κανονισμού για «Πράσινα» Ομόλογα

Τα θέματα προσεγγίζονται με μία αξιολογική και συγχρόνως κριτική επισκόπηση της συναφούς νομοθεσίας και νομολογίας, ενώ συγχρόνως παρουσιάζεται και το ιστορικό τους πλαίσιο.

 

Το έργο απευθύνεται στον ερευνητή και εφαρμοστή του δημόσιου οικονομικού δικαίου, ο οποίος επιθυμεί να εντρυφήσει στα επίκαιρα ζητήματα του δικαίου βιώσιμης χρηματοδότησης, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η σύζευξη περιβαλλοντικής προστασίας και οικονομικής ανάπτυξης είναι πιο στενή από ποτέ. Καθώς το δίκαιο βιώσιμης χρηματοδότησης ωριμάζει και αναπτύσσεται, η κατανόησή του καθίσταται ολοένα πιο αναγκαία, ιδίως στο πλαίσιο του δικαίου νομισματικής πολιτικής, του δημοσίου δικαίου κεφαλαιαγοράς, και του δημοσίου τραπεζικού δικαίου.

Πρόλογος IX

Σημείωμα συγγραφέα XIII

Συντομογραφίες XXI

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Προλογικές Σκέψεις - Ερευνητικά Ερωτήματα
- Δομή Μονογραφίας

1. Βιωσιμότητα, Βιώσιμη Ανάπτυξη και Βιώσιμη Χρηματοδότηση 1

1.1. Βιωσιμότητα και Βιώσιμη Ανάπτυξη 3

1.2. Βιώσιμη Χρηματοδότηση 7

2. Βιώσιμη Χρηματοδότηση και Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο 15

2.1. Βιώσιμη Χρηματοδότηση και Δίκαιο Νομισματικής Πολιτικής 18

2.2. Βιώσιμη Χρηματοδότηση και Δίκαιο Κρατικών Ενισχύσεων 21

3. Ερευνητικά Ερωτήματα και Δομή Μονογραφίας 22

3.1. Ερευνητικά Ερωτήματα 22

3.2. Δομή Μονογραφίας 25

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η Εξέλιξη της Βιώσιμης Ανάπτυξης και της Βιώσιμης
Χρηματοδότησης σε Διεθνές και Ενωσιακό Επίπεδο

1. Η εξέλιξη των συζητήσεων σχετικά με την βιώσιμη ανάπτυξη
σε διεθνές και ενωσιακό επίπεδο 27

1.1. Η εξέλιξη των συζητήσεων σχετικά με την βιώσιμη ανάπτυξη
σε διεθνές επίπεδο 27

1.2. Η εξέλιξη των συζητήσεων σχετικά με την βιώσιμη ανάπτυξη
σε ενωσιακό επίπεδο 40

XVI

2. Η εξέλιξη της έννοιας και της ρύθμισης της βιώσιμης
χρηματοδότησης σε διεθνές και ενωσιακό επίπεδο 55

2.1. Η εξέλιξη της έννοιας και της ρύθμισης της βιώσιμης
χρηματοδότησης σε διεθνές επίπεδο 55

2.2. Η εξέλιξη της έννοιας και της ρύθμισης της βιώσιμης
χρηματοδότησης σε ενωσιακό επίπεδο 82

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Το Νομικό «Περιβάλλον»
του Πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου

1. Άρθρα 3 και 4 ΣΛΕΕ – Η περιβαλλοντική αρμοδιότητα της ΕΕ 110

1.1. Η αποκλειστική αρμοδιότητα του Άρθρου 3 ΣΛΕΕ 111

1.2. Η συντρέχουσα αρμοδιότητα του Άρθρου 4 ΣΛΕΕ 113

2. Άρθρο 11 ΣΛΕΕ – Περιβαλλοντική προστασία και βιώσιμη ανάπτυξη 116

2.1. Οι τέσσερις ειδικές αρχές περιβαλλοντικής προστασίας 117

2.2. Οι δύο γενικές αρχές περιβαλλοντικής προστασίας:
ενσωμάτωση και βιώσιμη ανάπτυξη 121

2.2.1. Η αρχή της ενσωμάτωσης και η βιώσιμη ανάπτυξη
στο άρθρο 11 ΣΛΕΕ 121

2.2.1.1. Το παράδειγμα της πολιτικής προϊόντων 122

2.2.1.2. Το παράδειγμα των κρατικών ενισχύσεων 123

2.2.1.2.1. Ενισχύσεις ήσσονος σημασίας και ο Γενικός Κανονισμός
Απαλλαγής κατά Κατηγορία 124

2.2.1.2.2. Περιβαλλοντικοί φόροι και κρατικές ενισχύσεις 126

2.2.1.3. Ενδιάμεσα συμπεράσματα 131

2.2.2. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξη στο άρθρο 11 ΣΛΕΕ 132

3. Άρθρα 191 έως 193 ΣΛΕΕ – Η πολιτική της Ένωσης
στον τομέα του περιβάλλοντος 134

4. Άρθρο 37 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ –
Προστασία του περιβάλλοντος 140

5. Περιβαλλοντική Προστασία και Πράσινη (;) Νομισματική Πολιτική 143

5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 143

5.2. Η στοχοθεσία της ΕΚΤ 148

5.2.1. Η σταθερότητα των τιμών 148

XVII

5.2.2. Η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών της ΕΕ 148

5.2.3. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα 150

5.3. Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής και η ενσωμάτωση
περιβαλλοντικών παραγόντων στην νομισματική πολιτική της ΕΚΤ 152

5.3.1. Η κλιματική αλλαγή ως απειλή για τη σταθερότητα των τιμών
και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα 152

5.3.2. Πράσινη νομισματική πολιτική ως επιταγή (;) του πρωτογενούς
ενωσιακού δικαίου 154

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Το Ισχύον Νομικό Πλαίσιο
του Δευτερογενούς Ενωσιακού Δικαίου

1. Ο Κανονισμός 2019/2088 περί γνωστοποιήσεων αειφορίας
στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών 165

1.1. Γενικό πλαίσιο 165

1.1.1. Νομική Βάση 165

1.1.2. Προοίμιο Κανονισμού 2019/2088 167

1.2. Σημαντικές διατάξεις Κανονισμού 2019/2088 171

1.2.1. Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής 171

1.2.2. Σημαντικοί ορισμοί 172

1.2.3. Διαφάνεια πολιτικών κινδύνου βιωσιμότητας 173

1.2.4. Διαφάνεια των δυσμενών επιπτώσεων στη βιωσιμότητα
σε επίπεδο οντότητας 173

1.2.5. Διαφάνεια στις πολιτικές αμοιβών όσον αφορά την ενσωμάτωση
των κινδύνων βιωσιμότητας 174

1.2.6. Διαφάνεια στην ενσωμάτωση των κινδύνων βιωσιμότητας 175

1.2.7. Διαφάνεια των δυσμενών επιπτώσεων στη βιωσιμότητα
σε επίπεδο χρηματοπιστωτικού προϊόντος 175

1.2.8. Διαφάνεια όσον αφορά την προώθηση των περιβαλλοντικών ή
κοινωνικών χαρακτηριστικών σε προσυμβατικές γνωστοποιήσεις 176

1.2.9. Διαφάνεια των αειφόρων επενδύσεων στις προσυμβατικές
γνωστοποιήσεις 176

1.2.10. Διαφάνεια όσον αφορά την προώθηση των περιβαλλοντικών
ή κοινωνικών χαρακτηριστικών και των αειφόρων επενδύσεων
σε δικτυακούς τόπους 177

1.2.11. Διαφάνεια όσον αφορά την προώθηση των περιβαλλοντικών
ή κοινωνικών χαρακτηριστικών και των αειφόρων επενδύσεων
στις περιοδικές εκθέσεις 178

XVIII

1.2.12. Λοιπές διατάξεις (άρθρα 12 έως 20) 179

1.3. Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα 180

1.4. Αξιολόγηση Κανονισμού 2019/2088 182

2. Ο Κανονισμός 2019/2089 188

2.1. Γενικό πλαίσιο 188

2.2. Σημαντικές διατάξεις 190

2.2.1. Προσθήκη νέων ορισμών 190

2.2.2. Διαφάνεια μεθοδολογίας 191

2.2.3. Προσθήκη νέου κεφαλαίου σχετικά με τους δείκτες αναφοράς 192

2.2.3.1. Νέο Άρθρο 19α 192

2.2.3.2. Νέο Άρθρο 19β 192

2.2.3.3. Νέο Άρθρο 19γ 193

2.2.3.4. Νέο Άρθρο 19δ 193

2.2.3.5. Τροποποίηση Άρθρου 27 193

2.2.4. Τροποποιήσεις αναφορικά με την άσκηση της εξουσιοδότησης
από την Επιτροπή 195

2.2.5. Προσθήκη Παραρτήματος ΙΙΙ 195

2.2.6. Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμοί 196

2.3. Αξιολόγηση 197

3. Ο Κανονισμός Ταξινομίας της ΕΕ (Κανονισμός (ΕΕ) 2020/852) 200

3.1. Γενικό πλαίσιο 200

3.2. Σημαντικές διατάξεις 203

3.2.1. Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής 204

3.2.2. Σημαντικοί ορισμοί 205

3.2.3. Κριτήρια περιβαλλοντικά βιώσιμων δραστηριοτήτων 206

3.2.4. Υποχρεώσεις διαφάνειας και σχετικές κυρώσεις 207

3.2.5. Περιβαλλοντικοί στόχοι (Επισκόπηση) 211

3.2.6. Σημαντική επιβάρυνση για τους περιβαλλοντικούς στόχους 213

3.2.7. Ελάχιστες διασφαλίσεις και απαιτήσεις σχετικά
με τα τεχνικά κριτήρια ελέγχου 214

3.2.8. Λοιπές διατάξεις (άρθρα 20 έως 24) 216

3.3. Αξιολόγηση 217

3.4. Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει του Κανονισμού Ταξινομίας 224

3.4.1. Γενικό πλαίσιο 224

XIX

3.4.2. Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για τον μετριασμό της κλιματικής
αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν – “EU Taxonomy
Climate Delegated Act” 225

3.4.3. Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για τις γνωστοποιήσεις
- Disclosures Delegated Act 226

3.4.4. Συμπληρωματική κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για το κλίμα
- Complementary Climate Delegated Act 227

4. Ευρωπαϊκή Οδηγία για τις Εκθέσεις Εταιρικής Βιωσιμότητας (CSRD) 228

5. Πρόταση Κανονισμού σχετικά με τα Ευρωπαϊκά Πράσινα Ομόλογα 231

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Επίλογος

Συμπεράσματα 235

Βιβλιογραφία 241

Ευρετήριο 263

1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Προλογικές Σκέψεις - Ερευνητικά Ερωτήματα
- Δομή Μονογραφίας

Στο παρόν κεφάλαιο θα ορισθεί η έννοια τη βιώσιμης χρηματοδότησης και ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται στη διαδικασία λήψης υπόψη πολιτικών Περιβάλλοντος, Κοινωνικής Ευθύνης και Διακυβέρνησης (Environmental, Social and Governance - ESG) κατά την διαμόρφωση επενδυτικών αποφάσεων (υποκεφάλαιο 1). Επιπλέον, θα εξηγηθεί η σημασία της βιώσιμης χρηματοδότησης στο πλαίσιο του σύγχρονου Δημόσιου Οικονομικού Δικαίου, ενώ θα αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους η θεματική άπτεται του δημόσιου τραπεζικού δικαίου και του δικαίου της νομισματικής πολιτικής (υποκεφάλαιο 2). Τέλος, θα παρατεθούν τα ερευνητικά ερωτήματα τα οποία επιχειρεί να απαντήσει η παρούσα μονογραφία, καθώς και η συνολική της δομή (υποκεφάλαιο 3).

1. Βιωσιμότητα, Βιώσιμη Ανάπτυξη και Βιώσιμη Χρηματοδότηση

Οι προκλήσεις βιωσιμότητας τις οποίες αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα είναι μεγαλύτερες από κάθε άλλη στιγμή στο παρελθόν. Κάθε χρόνο καταστρέφονται τεράστιες δασικές εκτάσεις, εξαφανίζονται χιλιάδες διαφορετικά είδη ζώων και φυτών και μολύνεται περαιτέρω η ατμόσφαιρα. Επίσης, και κρισιμότερα, η κλιματική αλλαγή μοιάζει να επιταχύνεται, κάτι το οποίο θα έχει σαρωτικές επιπτώσεις στα θαλάσσια και χερσαία οικοσυστήματα, καθώς και στις καιρικές συνθήκες, με ακραία φαινόμενα να παρατηρούνται διαρκώς. Η ρύπανση του εδάφους, της ατμόσφαιρας, του γλυκού νερού και των θαλασσών απειλεί έτι περαιτέρω το φυσικό περιβάλλον.

Οι προκλήσεις αυτές έχουν άμεσες επιπτώσεις στην ανθρώπινη ευημερία. Η ακραία φτώχεια και πείνα, η λειψυδρία, η έλλειψη υγιεινής και οι βίαιες συγκρούσεις μπορούν πολλές φορές να συνδεθούν με περιβαλλοντικά προβλήματα. Η επίτευξη ενός βιώσιμου μέλλοντος είναι, συνεπώς, μια από τις πιο επείγουσες προκλήσεις της εποχής μας. Απαιτούνται ριζικές βελτιώσεις στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα οικοσυστήματα και τους φυσικούς μας πόρους για να αντιμετωπίσουμε το τρίπτυχο της ανισότητας, της φτώχειας και των συγκρούσεων και να ενισχύσουμε την ανθρώπινη ευημερία. Οι στόχοι είναι φιλόδοξοι αλλά η επίτευξή τους μοιάζει μονόδρομος.

Η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή στην επιδίωξη της Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ), αγγλιστί Sustainable Development Goals (SDGs). Λόγω της παγκόσμιας πανδημίας και της απώλειας εκατομμυρίων ζωών, οι ΣΒΑ

2

αναγκαία ήρθαν σε δεύτερη μοίρα όσο τα κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο επεδίωκαν πρωτίστως τον περιορισμό του κορωνοϊού. Σε ένα περιβάλλον τρόπον τινά πολεμικό (έστω και με «αόρατο εχθρό»[1]), η καραντίνα και το μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων οδήγησαν σε περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων[2] και σε οικονομική ύφεση άνευ προηγουμένου. Μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι προσπάθειες ανάκαμψης μέχρι στιγμής ήταν σχετικά άνισες και ανεπαρκώς προσανατολισμένες προς την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης. Η τρέχουσα πανδημική κρίση, σε συνδυασμό με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, απείλησε δεκαετίες αναπτυξιακών κεκτημένων, καθυστερώντας περαιτέρω την επείγουσα μετάβαση σε πιο πράσινες και γενικότερα βιώσιμες οικονομίες.

Δυστυχώς, όπως εμφατικά επισημαίνει η έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του 2021[3], αυτοί ήταν ήδη εκτός τροχιάς ακόμη και πριν εμφανιστεί ο κορωνοϊός. Μπορεί να είχε σημειωθεί πρόοδος στον τομέα της μείωσης της φτώχειας, την υγεία της μητέρας και του παιδιού, την πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια και την ισότητα των φύλων, αλλά όχι στους υπόλοιπους τομείς - και σε κάθε περίπτωση όχι αρκετή πρόοδος ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι μέχρι το 2030. Σε έτερους τομείς ζωτικής σημασίας, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ανισότητας, της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της αντιμετώπισης της πείνας, η πρόοδος είτε είχε σταματήσει είτε είχε αντιστραφεί, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία τα οποία παραθέτει η έκθεση του ΟΗΕ.

Ειδικότερα, παρά την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, οι ποσότητες του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα συνεχίζουν να αυξάνονται. Με τον παγκόσμιο μέσο όρο θερμοκρασίας να φτάνει περίπου 1,2°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης γίνονται αισθητές σε όλο τον κόσμο. Η πανδημία έχει επίσης δημιουργήσει τεράστιες οικονομικές προκλήσεις, ιδίως για τις αναπτυσσόμενες χώρες, με σημαντική αύξηση της ανεργίας και δραματική μείωση των ξένων επενδύσεων και του εμπορίου.

Ωστόσο, αν υπάρξει η απαραίτητη πολιτική βούληση, οι χώρες μπορούν ακόμη να υλοποιήσουν την Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ και τη συμφωνία του Παρισιού του 2015 για την κλιματική αλλαγή. Μια νέα σημαντική δέσμευση από τις κυβερνήσεις, σε διακυβερνητικό ή υπερεθνικό επίπεδο, καθώς και τις ίδιες και τις επιχειρήσεις,

3

θα ήταν ένα κρίσιμο βήμα προόδου. Φυσικά, το δυσκολότερο εγχείρημα εν προκειμένω δεν είναι η λήψη της ίδιας της απόφασης, όσο η υιοθέτηση λεπτομερών και αυστηρών κανόνων και η αποτελεσματική τους εφαρμογή. Πλην αυτών, αναγκαία είναι και η διοχέτευση πόρων ικανών να αλλάξουν το επενδυτικό τοπίο και να το στρέψουν προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης. Βιώσιμη ανάπτυξη δίχως (και) βιώσιμη χρηματοδότηση είναι φενάκη.

Σε αυτό το πλαίσιο, το δίκαιο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κάθε λύσης. Μπορεί να μην αποτελεί πανάκεια – καθώς εμπλέκεται ένα πολύπλοκο σύστημα κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών και σχέσεων – αλλά είναι ένα αυτονόητα αναγκαία «συστατικό». Για την επίτευξη των στόχων της βιωσιμότητας απαιτείται η ύπαρξη κατάλληλου νομικού πλαισίου και η αποτελεσματική του επιβολή. Όπως θα δούμε, δεν αρκεί να έχει θεσπιστεί η σχετική νομοθεσία σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο, αλλά και να εφαρμόζεται πλήρως. Για να διαπιστωθεί εάν οι νόμοι λειτουργούν αποτελεσματικά, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τη σχετική στοχοθεσία, ήτοι τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης και της βιώσιμης χρηματοδότησης, η οποία αποτελεί και το κεντρικό ζήτημα το οποίο πραγματεύεται η παρούσα μονογραφία.

1.1. Βιωσιμότητα και Βιώσιμη Ανάπτυξη

Η κλιματική αλλαγή και η προστασία του περιβάλλοντος αποτελούν, όπως προελέχθη, τις καθοριστικές παγκόσμιες προκλήσεις της εποχής μας. Ποικίλες χώρες ανά τον κόσμο αναγνωρίζουν την επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης των εν λόγω προκλήσεων, όπως καταδεικνύεται από την υποστήριξή τους στη Συμφωνία του Παρισιού και στην Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη και θέτουν φιλόδοξους στόχους. Με βάση την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η ΕΕ έχει αναλάβει σειρά φιλόδοξων δεσμεύσεων, ιδίως να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050 και να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55 % έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Η ΕΕ στοχεύει επίσης να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της στην κλιματική αλλαγή, να αντιστρέψει την απώλεια βιοποικιλότητας και την ευρύτερη υποβάθμιση του περιβάλλοντος και να μην αφήσει κανέναν πολίτη της στο περιθώριο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, απαιτείται η «ευθυγράμμιση» και ο συντονισμός όλων των πηγών χρηματοδότησης, δημόσιων και ιδιωτικών, εθνικών και υπερεθνικών. Σε αυτή την ενότητα θα εξετάσουμε και θα ορίσουμε τις έννοιες της βιώσιμης ανάπτυξης και της βιώσιμης χρηματοδότησης, ώστε να μπορέσουμε εναργέστερα να κατανοήσουμε τους στόχους της Ε.Ε. και των Κρατών Μελών, αλλά και τα μέσα τα οποία διαθέτουν για να τους πετύχουν.

4

Ο επιθετικός προσδιορισμός “βιώσιμη” (και οι παράγοντες ESG[4]) απαντά ολοένα και συχνότερα στην ατζέντα των διεθνών[5], ενωσιακών[6] και εθνικών[7] fora και οργάνων. Τελευταία, βιώσιμη (ή αειφόρος[8]) τείνει να αποκαλείται οιαδήποτε τρόπον τινά «ευκταία» ανάπτυξη αλλά και ανάκαμψη, όπως και συγκεκριμένες οικονομικές και επενδυτικές δραστηριότητες. Προτού επιχειρηθεί η προσέγγιση της έννοιας της βιώσιμης χρηματοδότησης (sustainable finance), αναγκαίος είναι ο ορισμός της έννοιας της βιωσιμότητας (sustainability) και της βιώσιμης ανάπτυξης (sustainable development) εν γένει. Τι ακριβώς συνεπάγεται η “βιωσιμότητα” ορισμένων πολιτικών ή αποφάσεων;

Εκκινώντας από το κυριολεκτικό νόημα του όρου, η βιωσιμότητα lato sensu αναφέρεται στην ικανότητα ενός αντικειμένου, περιβάλλοντος, οντότητας ή θεσμού να διατηρείται ή να «συντηρείται» με την πάροδο του χρόνου. Με άλλα λόγια, η βιωσιμότητα σχετίζεται με τρόπους ανάπτυξης και εξέλιξης, λ.χ. τεχνολογικών εξελίξεων, θεσμών και πολιτικών επιλογών, οι οποίοι εξασφαλίζουν το βέλτιστο δυνατό μέλλον, κυρίως μέσω της μη υπονόμευσης της μελλοντικής ανάπτυξης και εξέλιξης.

Κατ’ ουσίαν, βιώσιμη είναι η ανάπτυξη η οποία παρέχει ένα πλαίσιο για τους ανθρώπους να ζουν και να ευημερούν σε αρμονία με τη φύση και όχι εις βάρος της φύσης. Αν θέλουμε να σημειώσουμε σημαντική πρόοδο προς μια βιώσιμη κοινωνία, θα πρέπει να αναπτύξουμε και να εφαρμόσουμε νόμους και θεσμούς οι οποίοι είτε δεν υπάρχουν ακόμα, είτε υπολειτουργούν είτε βρίσκονται σε πολύ αρχικό στάδιο.

5

Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι, ενώ το δίκαιο της βιωσιμότητας εν ευρεία εννοία αποτελεί κλειδί για οιαδήποτε μελλοντική πρόοδο, είναι μόνο ένα μέρος του σχετικού νομικού οπλοστασίου. Άλλα νομικά «όπλα» είναι οι νόμοι περί χρήσης γης και περιορισμών της ιδιοκτησίας, η φορολογική νομοθεσία[9], οι νόμοι οι οποίοι αφορούν τη ρύθμιση της αγοράς, το δίκαιο κρατικών ενισχύσεων και ποικίλοι άλλοι δικαιϊκοί κλάδοι.

Ως τι μπορεί να ορισθεί, ωστόσο, η βιώσιμη ανάπτυξη; Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό της; Παρότι στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας μονογραφίας θα εξερευνηθούν αναλυτικά οι σημαντικότεροι σταθμοί στην πορεία της διεθνούς κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, μπορούμε ήδη εδώ να προστρέξουμε σε ορισμένες ιστορικές στιγμές για να κατανοήσουμε την έννοια της βιωσιμότητας και ιδίως της βιώσιμης ανάπτυξης. Κλειδί για την κατανόηση αποτελεί το έργο της UNESCO, της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης (International Union for Conservation of Nature – εφεξής «IUCN») και της Επιτροπής Brundtland των Ηνωμένων Εθνών.

Ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος ορισμός στη διεθνή βιβλιογραφία προέρχεται από την έκθεση Brundtland του 1987 της Παγκόσμιας Επιτροπής του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη: «βιώσιμη ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες»[10]. Αυτός ο ορισμός, ως ευρύτατα πλέον αποδεκτός, θα χρησιμοποιηθεί και στο παρόν έργο. Σημειωτεόν ότι η ευρύτητα του συγκεκριμένου ορισμού έχει “επιτρέψει” στην έννοια της βιωσιμότητας να εξαπλωθεί ραγδαία και να διεισδύσει σε ποικίλους τομείς των κοινωνικών επιστημών, αλλά και σε πολυάριθμους κλάδους της νομικής επιστήμης.

Είναι πρόδηλο ότι, για να επιτευχθεί ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης, απαιτείται η κατάλληλη εξισορρόπηση των οικονομικών, οικολογικών και κοινωνικών στόχων και πόρων. Η λέξη «κλειδί» εδώ είναι η λέξη «εξισορρόπηση». Μια λίαν «άπληστη» και σπάταλη σημερινή πολιτική θα έχει επιπτώσεις στη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να χρηματοδοτήσουν βιώσιμα την δική τους ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, μια ιδιαίτερα φειδωλή πολιτική θα μειώσει δραστικά τους

6

σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπονομεύοντας, συνεπώς, έμμεσα πάλι το μέλλον και την οικονομική «αφετηρία» των επόμενων γενεών.

Η αναζήτηση της κατάλληλης ισορροπίας γίνεται ακόμα πολυπλοκότερη όταν κανείς αναλογίζεται τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης. Ως βιώσιμη δεν ορίζεται μόνο η «πράσινη» ανάπτυξη, παρότι συχνά οι δύο έννοιες συγχέονται, ιδίως στο πλαίσιο της σχετικής δημοσιογραφικής κάλυψης. Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι έννοια γένους, και η πράσινη ανάπτυξη ένα από τρία υποσύνολά της, ήτοι το αναφερόμενο στην περιβαλλοντική της διάσταση.

Συνελόντι ειπείν, η έννοια της βιωσιμότητας ανατέμνεται σε τρεις πυλώνες: τον περιβαλλοντικό (ή οικολογικό), τον κοινωνικό και την εταιρική διακυβέρνηση.

Η έννοια της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας[11] δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης στο φυσικό περιβάλλον. Αποτελεί την πιο «κυριολεκτική» πλευρά της βιωσιμότητας, και εκείνη στην οποία αναφέρονται κατά κόρον οι περισσότερες σχετικές θεωρητικές προσεγγίσεις. Είναι εύλογα η οπτική γωνία η οποία προηγείται καθώς αναφέρεται στα συστήματα υποστήριξης της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, όπως το νερό, ή ατμόσφαιρα ή το έδαφος, τα οποία πρέπει να συντηρηθούν για να ευημερήσει η οικονομική παραγωγή αλλά και η ίδια η ανθρώπινη ζωή. Αυτή η πλευρά αποτελεί, συνεπώς, την conditio sine qua non της βιώσιμης ανάπτυξης.

Από την άλλη πλευρά, η κοινωνική βιωσιμότητα επικεντρώνεται στις «ανθρώπινες» συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης. Θα μπορούσε βασίμως να υποστηριχθεί ότι παλαιότερα η σχετική κατηγορία ήταν σχετικώς «παραμελημένη» επιστημονικά. Ωστόσο, η πρόσφατη έκρηξη της σχετικής βιβλιογραφίας και του ενδιαφέροντος υπερεθνικών οργανισμών έχει τοποθετήσει την κοινωνική βιωσιμότητα στο επίκεντρο του ερευνητικού χάρτη. Σημειωτέον ότι κατηγορία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ πολλών άλλων, ζητήματα προσπάθειας εξάλειψης της φτώχειας και της πείνας, την ανάγκη καταπολέμησης της ανισότητας στο χώρο εργασίας αλλά και θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων. Αυτονόητο είναι, συνεπώς, ότι είναι πλούσιο το πλέγμα νομικών διατάξεων το οποίο ρυθμίζει αυστηρά ποικίλες πτυχές της κοινωνικής βιωσιμότητας.

Τέλος, η εταιρική διάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης αναφέρεται κυρίως στην αποτελεσματικότητα της διοίκησης των εταιρίων, την λειτουργία προσηκόντων μηχανισμών λογοδοσίας και την ύπαρξη διαφάνειας. Καίτοι η προσέγγιση των ζητημάτων εκ των έσω της εταιρίας άπτεται κυρίως του εταιρικού δικαίου (και άρα κατ’ αρχήν του ιδιωτικού δικαίου), η εποπτεία αποτελεί κατ’ εξοχήν ζήτημα

7

δημόσιου (οικονομικού) δικαίου[12]. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν εδώ ανεξάρτητες διοικητικές αρχές σε εθνικό αλλά και ενωσιακό επίπεδο, όπως λ.χ. η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Παρότι η βιωσιμότητα δύναται, φυσικά, ad hoc, να “αφορά” περισσότερο λ.χ. την κοινωνική ή οικονομική σκοπιά[13] μιας οικονομικής δραστηριότητας, είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστεί ότι ευκταία είναι μια ολιστική προσέγγιση των σχετικών ζητημάτων. Εξεταστέα, τώρα, είναι η έννοια της βιώσιμης χρηματοδότησης.

1.2. Βιώσιμη Χρηματοδότηση

Βιώσιμη ανάπτυξη άνευ βιώσιμης χρηματοδότησης δεν νοείται. Για την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, είτε αυτοί αφορούν το περιβάλλον, την κοινωνία ή την εταιρική διακυβέρνηση, η μόνη βεβαιότητα είναι ότι απαιτούνται πόροι. Οι πόροι αυτοί θα είναι είτε κρατικοί, είτε υπερεθνικοί (λ.χ. ενωσιακοί) είτε ιδιωτικοί. Σε περίπτωση που οι πόροι είναι κρατικοί, ή και υπό περιπτώσεις ενωσιακοί, το δίκαιο κρατικών ενισχύσεων θα δράσει ως πρώτος φραγμός και ως ελεγκτικός μηχανισμός. Ωστόσο, περισσότερο ενδιαφέρον, για τους σκοπούς του παρόντος, παρουσιάζει η διοχέτευση ιδιωτικών πόρων σε έργα τα οποία υπηρετούν τους ΣΒΑ.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ομάδας Μελέτης Βιώσιμης Χρηματοδότησης των G20 που δημοσιεύθηκε το 2018[14], ως «βιώσιμη χρηματοδότηση» ορίζεται το σύνολο της χρηματοδότησης και των συναφών θεσμικών ρυθμίσεων (και ρυθμίσεων της αγοράς) που συμβάλλουν στην επίτευξη ισχυρής, βιώσιμης, ισόρροπης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, υποστηρίζοντας άμεσα και έμμεσα το πλαίσιο των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ).

8

Η κρισιμότητα της βιώσιμης χρηματοδότησης, και συνεπώς και του δικαίου που την διέπει, έχει τονισθεί πολλάκις, και στο ανώτατο δυνατό επίπεδο[15]. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, António Guterres, προλογίζοντας την έκθεση για το 2021 της Διυπηρεσιακής Ομάδας Δράσης για τη Χρηματοδότηση της Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, κάλεσε κατά τρόπο επιτακτικό όλες τις κυβερνήσεις και τους λοιπούς ενδιαφερόμενους φορείς να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης και να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των πολιτών με ενότητα, αλληλεγγύη και συντονισμένη πολυμερή δράση[16]. Τόνισε, επίσης, ότι η χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Ή θα καλυφθεί το χάσμα που υφίσταται μεταξύ πολιτικής φιλοδοξίας και χρηματοδότησης της βιώσιμης ανάπτυξης, ή δε θα επιτευχθούν οι σχετικοί ΣΒΑ μέχρι την προθεσμία του 2030. Tertium non datur. Η επιλογή είναι μεταξύ βιώσιμης χρηματοδότησης και αποτυχίας. Η σημασία της βιώσιμης χρηματοδότησης δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί κατά τρόπο πιο εμφατικό.

Ο διάλογος γύρω από τη βιώσιμη χρηματοδότηση έχει, όπως είναι φυσικό, περάσει από διάφορα στάδια κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με το επίκεντρο να μετατοπίζεται σταδιακά από το βραχυπρόθεσμο κέρδος προς τη μακροπρόθεσμη δημιουργία αξίας. Μια σημαντική αλλαγή νοοτροπίας η οποία συνετελέσθη, όπως ορθώς έχει επισημανθεί[17], είναι η μετάβαση από την έμφαση στον κίνδυνο στην έμφαση στην ευκαιρία. Ενώ οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εν γένει ξεκίνησαν με το να αποφεύγουν τις μη βιώσιμες εταιρείες από την άποψη του κινδύνου, οι πρωτοπόροι κατόπιν άρχισαν να επενδύουν όλο και περισσότερο σε βιώσιμες εταιρείες και έργα.

Σημειωτέον ότι, λόγω της εκτεταμένης προσοχής που δίνεται τα τελευταία χρόνια στην εταιρική κοινωνική ευθύνη και τη βιώσιμη χρηματοδότηση από τις εταιρεί

9

ες και τους επενδυτές[18], οι τομείς αυτοί αναδύονται δυναμικά στην επιστημονική βιβλιογραφία ακαδημαϊκή έρευνα. Παρά τη σχετικά “αργοπορημένη εμφάνισή” της, η σχετική βιβλιογραφία αναπτύσσεται εκθετικά και εξελίσσεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως φαίνεται και από τις σχετικές επισκοπήσεις της βιβλιογραφίας (literature reviews)[19].

Επιστρέφοντας στην ευρύτερη εικόνα, αξίζει εδώ να τονισθεί ότι, όπως αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από την προαναφερθείσα έκθεση του ΟΗΕ, η πανδημία του COVID-19 έχει ανακόψει δραματικά την πρόοδο όσον αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη, εκθέτοντας και επιδεινώνοντας λ.χ. τις ανισότητες μεταξύ λαών και χωρών. Εκκινώντας από την κοινωνική διάσταση, οι γυναίκες έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τις απώλειες θέσεων εργασίας και από τα επιπρόσθετα οικογενειακά βάρη, για παράδειγμα αναλαμβάνοντας την φροντίδα των παιδιών τα οποία φοιτούσαν στο σχολείο εξ αποστάσεως. Η πανδημία επίσης δεν βοήθησε να αντιμετωπίσουμε τις υπαρξιακές απειλές που θέτουν η κλιματική κρίση και η κρίση της βιοποικιλότητας. Οι σχετικές επιπτώσεις δεν οφείλονται φυσικά μόνο στην πανδημία COVID-19, αλλά είναι αποτέλεσμα προϋπαρχουσών αδυναμιών, ανισοτήτων και αδικιών που απλώς οξύνθηκαν λόγω του κορωνοϊού. Δρώσα, τρόπον τινά, ως επιταχυντής εξελίξεων, η πανδημική κρίσης απογύμνωσε τις παθογένειες και κατέστησε ακόμα πιο πρόδηλη την ανάγκη επείγουσας συλλογικής δράσης.

Το αποτέλεσμα είναι εμφανές όταν αντικρίζει κανείς τους αριθμούς. Το ακαθάριστο παγκόσμιο προϊόν συρρικνώθηκε κατά 4,3% το 2020, χρονιά κατά την οποία ξέσπασε η πανδημική κρίση, σηματοδοτώντας την πιο απότομη μείωση της παγκόσμιας παραγωγής από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Πρωτοφανείς παρεμβάσεις από κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις απέτρεψαν μια ακόμη βαθύτερη οικονομική καταστροφή[20]. Ωστόσο, καθώς η ανάκαμψη ξεκινά, διαφαίνονται τεράστια χάσματα μεταξύ των χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο, τα οποία απαιτούν

10

και άμεση δράση και νομοθέτηση, ει δυνατόν σε παγκόσμιο επίπεδο[21]. Εδώ, η βιώσιμη χρηματοδότηση έρχεται στο επίκεντρο, καθώς οι χρηματοδοτικοί περιορισμοί είναι ένας κρίσιμος παράγοντας και εξηγεί τα σχετικά χάσματα: το 80% των μέτρων στήριξης υιοθετήθηκαν στον οικονομικά «ανεπτυγμένο» κόσμο, ενώ πολλές αναπτυσσόμενες χώρες βρέθηκαν ή και βρίσκονται στα πρόθυρα κρίσεων χρέους. Αυτό απειλεί να δημιουργήσει έναν έντονα άνισο μεταπανδημικό κόσμο.

Συνεπώς, τα παγκόσμια μέτρα ανάκαμψης θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην πρόληψη αυτών των ανισοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο, κεφάλαια πρέπει να επενδυθούν σε μια βιώσιμη, «ανθεκτική» και δίκαιη ανάκαμψη από την παγκόσμια οικονομική κρίση που έφερε αρχικά ο κορωνοιός και κατόπιν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Θα χαθεί, ωστόσο, μια τεράστια ευκαιρία εάν οι πόροι αυτοί, ήτοι τα ποικίλα πακέτα χρηματοδότησης/ανάκαμψης κλπ. δεν ευθυγραμμιστούν με τους ΣΒΑ και τους αντίστοιχους κλιματικούς στόχους. Η έξοδος από τις κρίσεις δε θα πρέπει να λάβει χώρα με το βλέμμα στο χθες. Αντιθέτως, βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι όπου κάθε επιλογή δύναται να έχει τεράστιες συνέπειες για το μέλλον. Κατά συμπέρασμα, αντί να προσπαθούν να αποκαταστήσουν την οικονομία του χθες, οι κυβερνήσεις θα πρέπει πλέον να επενδύσουν σε μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία των πολιτών τους από τη φτώχεια, ενώ παράλληλα να μοιράζονται πιο ισότιμα τους «καρπούς» της παγκοσμιοποίησης. Νέες μορφές χρηματοδότησης, με κύριο όπλο την βιώσιμη χρηματοδότηση, είναι στη διάθεσή τους. Καίριο ρόλο εδώ θα διαδραματίσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις (40-50 χρόνια κατά μέσο όρο), οι οποίες θα απαιτήσουν επενδυτική υπομονή και στρατηγική.

Ωστόσο, οι επενδύσεις από κάθε κράτος ως μονάδα δεν αρκούν[22]. Για να αντιμετωπιστεί η συστημική φύση των παγκόσμιων κινδύνων, δέον είναι να δημιουργηθούν νέες πλατφόρμες και δίκτυα για παγκόσμια συνεργασία. Τα Ηνωμένα Έθνη διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην κινητοποίηση πόρων για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την προβολή των σχετικών ζητημάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Ισχυροί περιφερειακοί «παίκτες», όπως κατ’ εξοχήν η Ε.Ε., έχουν επίσης ήδη αναλάβει ηγετικό ρόλο.

Η σχετική προσπάθεια δεν είναι εύκολη ούτε θα έχει άμεσα αποτελέσματα. Συνεπώς, πέραν των επενδυτών, υπομονή θα πρέπει να επιδείξουν και οι κυβερνήσεις αλλά και οι εκλογείς, ήτοι οι πολίτες. Οι μακροοικονομικές πολιτικές των

11

κρατών απαιτούν πλέον ιδιαίτερα προσεκτική εξισορρόπηση για να διασφαλιστεί μια δίκαιη και βιώσιμη ανάκαμψη. Ευκταίο είναι η παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και τα επακόλουθά της να αποτελέσουν πολύτιμα διδάγματα για τους υπεύθυνους χάραξης μακροοικονομικής πολιτικής. Η νομισματική πολιτική είναι, επίσης, τεράστιας σημασίας σε αυτό το πλαίσιο. Η άνευ προηγουμένου «χαλάρωση» των νομισματικών πολιτικών των κεντρικών τραπεζών - μαζί με παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας - ήταν ζωτικής σημασίας για την αποτροπή μιας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης στις αρχές του 2020, αλλά οι παρατεταμένες συνθήκες εύκολης ρευστότητας μπορεί να εγείρουν ανησυχίες για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και τον πληθωρισμό. Τα σημάδια διαφαίνονται ήδη και ο υψηλός πληθωρισμός μάλλον ήρθε για να μείνει για τα επόμενα έτη.

Τα ήδη υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε πολλές οικονομίες μπορεί να καταστούν μη βιώσιμα μόλις τα επιτόκια αυξηθούν και πάλι. Σημειωτεόν ότι, ακόμη και όταν τα επίπεδα του δημόσιου χρέους μπορεί να θεωρούνται «βιώσιμα», οι υψηλές πληρωμές για την εξυπηρέτηση του χρέους θα περιορίσουν το δημοσιονομικό χώρο των κρατών και την δυνατότητά τους να ανταποκριθούν σε μελλοντικές κρίσεις. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει, συνεπώς, να διαχειριστούν προσεκτικά αυτούς τους κινδύνους για να στηρίξουν μια βιώσιμη ανάκαμψη. Όπως προελέχθη, βιώσιμη ανάπτυξη άνευ βιώσιμη χρηματοδότησης είναι φενάκη.

Η τριάδα στόχων της βιώσιμης χρηματοδότησης (περιβάλλον/κοινωνία/εταιρική διακυβέρνηση) αντικατοπτρίζει, προδήλως, την αντίστοιχη τριχοτόμηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες της χρηματοδότησης περιλαμβάνουν τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης ή τη χρήση βιώσιμων πόρων. Οι κοινωνικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα (και υπό όρους και τα δικαιώματα των ζώων), καθώς και την προστασία των καταναλωτών και τις ποικίλες πρακτικές πρόσληψης. Οι παράγοντες διακυβέρνησης, τέλος, αναφέρονται στη διοίκηση εταιρικών μορφωμάτων, και, inter alia, τις σχέσεις με τους εργαζομένους και τις πρακτικές αποζημίωσης τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών οργανισμών.

Στο πλαίσιο της Ε.Ε., η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (η οποία αναλύεται εκτενώς στο δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος) κατέστησε σαφές ότι απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις σε όλους τους οικονομικούς τομείς για τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία και την επίτευξη των στόχων περιβαλλοντικής βιωσιμότητας της Ένωσης. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των χρηματοοικονομικών ροών θα πρέπει να προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα. Για την κάλυψη αυτού του επενδυτικού κενού θα πρέπει να αναπροσανατολιστούν οι ιδιωτικές ροές κεφαλαίων προς πιο περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις, ενώ παράλληλα απαιτείται μια συνολική επανεξέταση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου.

12

Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία υπογράμμισε την ανάγκη να καταστεί ευκολότερος για τους επενδυτές και τις επιχειρήσεις ο εντοπισμός περιβαλλοντικά βιώσιμων επενδύσεων και η διασφάλιση της αξιοπιστίας τους. Εν είδει παραδείγματος, τον Ιούλιο του 2021, η κ. Μαρέιντ Μαγκίνες - Ευρωπαϊκή Επίτροπος αρμόδια για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ένωση κεφαλαιαγορών - δήλωσε[23] ότι η ΕΕ διαθέτει έναν «φιλόδοξο χάρτη πορείας στον τομέα της βιώσιμης χρηματοδότησης για τα επόμενα χρόνια». Για να επιτύχει τους στόχους της για το κλίμα, «απαιτούνται συνεχείς προσπάθειες ώστε να εξασφαλίσουμε τη διοχέτευση περισσότερων χρηματικών ροών προς μια βιώσιμη οικονομία». Ειδικότερα, τόνισε ότι «απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις για την προώθηση της πράσινης οικονομίας και τη δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς, ώστε όλοι να μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο τους». Κλείνοντας, υπογράμμισε τον κρίσιμο ρόλο της διεθνούς συνεργασίας, λέγοντας ότι «πρέπει να εντείνουμε την παγκόσμια συνεργασία σε θέματα που αφορούν το κλίμα και το περιβάλλον, διότι η ΕΕ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της την κλιματική αλλαγή —ο συντονισμός και η ανάληψη δράσης σε διεθνές επίπεδο είναι ουσιαστικής σημασίας».

Από τα ως άνω, συνάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι ένα οικονομικό σύστημα το οποίο ευνοεί την βιώσιμη χρηματοδότηση αποτελεί κεντρικό πυλώνα ενός βιώσιμου μέλλοντος. Δεν τίθεται ζήτημα επιλογής μεταξύ οικονομικής αναπτύξεως και περιβάλλοντος υψηλής στάθμης, αλλά απλώς ζήτημα αναζητήσεως του άριστου βαθμού και ρυθμού οικονομικής αναπτύξεως, η οποία θα εξασφαλίζει την διατήρηση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας[24]. Αυτή είναι η επίσημη άποψη και της ΕΕ, και του ΟΗΕ αλλά και όλων των διεθνών fora. Οι πιθανές διαφορές στις προσεγγίσεις τους έγκεινται στο πώς θα επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος και όχι στην ίδια τη σκοπιμότητα της δημιουργίας του. Κανείς δεν αντιτίθεται, λ.χ. στη δημιουργία ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο συμβάλλει στη βιώσιμη ανάπτυξη και στη δημιουργία «αξίας» (value) από οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική άποψη. Ο λόγος είναι ότι αυτό το σύστημα θα εδύνατο να εξασφαλίζει και να βελτιώνει την οικονομική αποτελεσματικότητα, την ευημερία και την οικονομική ανταγωνιστικότητα τόσο σήμερα όσο και μακροπρόθεσμα, ενώ παράλληλα να συμβάλλει, inter alia, στην προστασία και την αποκατάσταση των οικολογικών συστημάτων και στην ενίσχυση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της κοινωνικής ευημερίας.

13

Σωστά τονίζεται[25] ότι εάν επιθυμούμε να επιτύχουμε τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, πρέπει να δοθεί έμφαση στα πράσινα έργα και να επεκταθεί η χρηματοδότηση των επενδύσεων που παρέχουν περιβαλλοντικά οφέλη, μέσω νέων χρηματοδοτικών μέσων και νέων πολιτικών, όπως τα πράσινα ομόλογα, οι πράσινες τράπεζες, η δημοσιονομική πολιτική, η πράσινη κεντρική τραπεζική, οι χρηματοοικονομικές τεχνολογίες κ.α., μέτρα τα οποία είναι συλλογικά γνωστά ως «πράσινη χρηματοδότηση». Ερχόμενοι, όλως αδρομερώς, σε μερικές λεπτομέρειες της βιώσιμης χρηματοδότησης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στην κατηγορία της βιώσιμης χρηματοδότησης, για να αναφέρουμε μερικές μόνο, περιλαμβάνουν επίσης τα λεγόμενα «βιώσιμα κεφάλαια», τα «πράσινα ομόλογα», τις επενδύσεις με θετικό αντίκτυπο ως προς τα κριτήρια ESG (impact investing), τις πιστώσεις για «βιώσιμα έργα» και γενικότερα την ανάπτυξη ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά τρόπο πιο βιώσιμο. Αυτά, και άλλα πολλά παραδείγματα βιώσιμης χρηματοδότησης, θα ορισθούν λεπτομερώς και θα προσεγγισθούν κριτικά στο κεφάλαιο 4 του παρόντος.

Κρίσιμο ήδη, ωστόσο, είναι να κατανοηθεί η φιλοσοφία του σχετικού νομικού οικοδομήματος. Στο επίκεντρο του συστήματος βρίσκεται η αρχή της συνεισφοράς (contribution) της χρηματοδότησης στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης. Λογικά πρότερη, όμως, και συχνά παραμελημένη, είναι η αρχή του «μη βλάπτειν» (no harm principle). Η αρχή αυτή ορίζει ότι μια οικονομική δραστηριότητα η οποία δημιουργεί περισσότερες ζημιές στο περιβάλλον απ’ ό,τι οφέλη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιώσιμη. Οι περιβαλλοντικά βιώσιμες δραστηριότητες πρέπει, φυσικά, επίσης να σέβονται τα ανθρώπινα και τα εργασιακά δικαιώματα και να προωθούν την χρηστή εταιρική διακυβέρνηση. Συνεπώς, το ισοζύγιο θα πρέπει να είναι συνολικά θετικό και, σε κάθε περίπτωση, η ζημία που προκαλείται από την χρηματοδοτούμενη οικονομική δραστηριότητα να είναι είτε μηδαμινή είτε ελάχιστη. Ένα βιώσιμο σύστημα δημόσιων οικονομικών, καθώς και η σχετική φορολογική πολιτική και οι δημόσιες δαπάνες (στοιχεία τα οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε), θα πρέπει να στοχεύουν στη μείωση της ανισότητας, στην αλλαγή των μοτίβων κατανάλωσης, στο να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και τεχνολογίες που συμβάλλουν στην περιβαλλοντική προστασία, και στο να λάβουν μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των προώθηση της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς. Φορολογική πολιτική και περιβαλλοντική φορολογία αποτελούν σημαντικά μέσα για να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν τη στάση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη[26]. Επίσης,

14

κατά το σχεδιασμό ενός δημόσιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ένα θεμελιώδες ζήτημα είναι, μέσω της δανειοδότησης, να ευνοηθεί η εφαρμογή των περιβαλλοντικών στόχων.

Τα ως άνω μπορούν να εξηγηθούν εναργέστερα εάν επικεντρωθούμε στον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται η βιώσιμη χρηματοδότηση από την Ε.Ε. Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, κατ’ αρχήν, κάθε βιώσιμη πρωτοβουλία σε ενωσιακό επίπεδο είναι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι η αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρώπης, η οποία υπόσχεται να βελτιώσει την ευημερία και την υγεία των πολιτών, να καταστήσει την Ευρώπη κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 και να προστατεύσει το φυσικό κεφάλαιο και τη βιοποικιλότητα της ΕΕ. Όπως έχει πολλάκις τονίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή[27], «μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπων σημαίνει επίσης μια δίκαιη μετάβαση που δημιουργεί θέσεις εργασίας και δεν αφήνει κανέναν στο περιθώριο». Για την επίτευξη αυτών των στόχων, το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα χρειάζεται να καταστεί πιο βιώσιμο. Στο πλαίσιο αυτό θα απαιτηθεί τόσο μια ισχυρή χρηματοπιστωτική νομοθεσία όσο και μια σαφής πορεία μετάβασης για τις επιχειρήσεις[28]. Η κλίμακα των επενδύσεων που απαιτούνται για την επέλευση των αναγκαίων αλλαγών θα θέσει τον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα στο επίκεντρο, αφενός, μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάκαμψης από την πανδημία COVID-19 και, αφετέρου, της μακροπρόθεσμης βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης.

Η ΕΕ έχει ήδη λάβει σημαντικά μέτρα για τη δημιουργία ενός οικοσυστήματος βιώσιμης χρηματοδότησης, τα οποία θα αναλυθούν εκτενώς στο κεφάλαιο 4. Ο κανονισμός για την ταξινομία της ΕΕ, ο κανονισμός περί γνωστοποιήσεων αειφορίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και ο κανονισμός για τους δείκτες αναφοράς αποτελούν το θεμέλιο για την αύξηση της διαφάνειας και παρέχουν εργαλεία στους επενδυτές για να εντοπίζουν βιώσιμες επενδυτικές ευκαιρίες.

Η ταξινομία της ΕΕ αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ενωσιακού νομικού πλαισίου. Ειδικότερα, ο κανονισμός ταξινομίας είναι ένα ισχυρό και επιστημονικά τεκμηριωμένο εργαλείο διαφάνειας για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές. Κα

15

θιερώνει σαφή κριτήρια επιδόσεων για τον προσδιορισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων που συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας. Τα κριτήρια αυτά δημιουργούν μια «κοινή γλώσσα» για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές, επιτρέποντάς τους να επικοινωνούν σχετικά με πράσινες δραστηριότητες με αυξημένη αξιοπιστία, ενώ παράλληλα τους βοηθούν να «πλοηγούνται» στη μετάβαση που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

Ερχόμενοι, συνοπτικότατα, στα σχετικά κριτήρια, ο κανονισμός ταξινομίας καθορίζει έξι περιβαλλοντικούς στόχους. Προκειμένου να χαρακτηρίζονται περιβαλλοντικά βιώσιμες, οι οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να συμβάλλουν ουσιαστικά σε έναν τουλάχιστον από τους έξι στόχους και να μην θίγουν σημαντικά κανέναν από τους υπόλοιπους. Ακόμα μια φορά, συνεπώς, φαίνεται το πώς συνείρεται η αρχή του μη βλάπτειν (ουσιωδώς) με την αρχή της συνεισφοράς στην επίτευξη των ΣΒΑ.

Οι προαναφερθέντες περιβαλλοντικοί στόχοι έχουν ως εξής. Πρώτον, ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής (αποφυγή/μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου ή αύξηση της απορρόφησης αερίων θερμοκηπίου). Δεύτερον, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (μείωση ή αποτροπή δυσμενών επιπτώσεων στο τρέχον ή αναμενόμενο μελλοντικό κλίμα ή των κινδύνων που απορρέουν από τις δυσμενείς αυτές επιπτώσεις). Τρίτον, η βιώσιμη χρήση και η προστασία των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων. Τέταρτον, η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία (με επίκεντρο την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση των πόρων). Πέμπτον, η πρόληψη και ο έλεγχος της ρύπανσης. Έκτον και τελευταίο, η προστασία και η αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, η χρηματοδότηση, λ.χ. δανειοδότηση ή επένδυση, προς χρηματοδοτεί έργα τα οποία συνδέονται με οικονομική δραστηριότητα η οποία συμβάλλει ουσιαστικά σε έναν τουλάχιστον από τους ως άνω στόχους και δε θίγει σημαντικά κανέναν από τους υπόλοιπους θα κρίνεται, κατ’ αρχήν, ως βιώσιμη χρηματοδότηση.

Έχοντας προβεί σε μια αρχική και περιληπτική προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης εν γένει και της βιώσιμης χρηματοδότησης ειδικότερα, στο επόμενο υποκεφάλαιο θα εξετασθεί η σημασία του δικαίου βιώσιμης χρηματοδότησης στο πλαίσιο του σύγχρονου Δημόσιου Οικονομικού Δικαίου.

Back to Top