ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
- Εκδοση: 4η 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 600
- ISBN: 978-960-562-376-0
- Black friday εκδόσεις: 10%
Η τέταρτη έκδοση του έργου «Δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού» είναι εμπλουτισμένη με τα κεφάλαια για τις «συγκεντρώσεις επιχειρήσεων» και την προβληματική γύρω από την «κρατική παρέμβαση στη λειτουργία του ανταγωνισμού». Επίσης, το έργο περιλαμβάνει τις, επικαιροποιημένες νομολογιακά και βιβλιογραφικά, ενότητες για την «απαγόρευση των οριζόντιων συμπράξεων», τις «κάθετες συμπράξεις» και την «απαγόρευση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης». Καλύπτονται έτσι όλες οι βασικές πτυχές του δικαίου αυτού, που δεν είναι ένας κοινός κλάδος δικαίου˙ συνιστά τη Magna Charta της οικονομικής ελευθερίας και της ελεύθερης επιχειρηματικής δράσης, ρυθμίζοντας τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού (rules of the market game) και το πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό, εξάλλου, στο Παράρτημα παρατίθεται η βασική νομοθεσία που ρυθμίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην Ελλάδα, την ΕΕ, τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Οι σύνθετες «προδιαγραφές» του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού καθιστούν δυσχερή την κατανόηση της ύλης του, γι’ αυτό , και σε αυτήν την έκδοση, καταβλήθηκε η προσπάθεια με τη χρήση εποπτικών μέσων (πινάκων-διαγραμμάτων) να καταστεί πιο προσιτή στον χρήστη. Ειδική βοήθεια παρέχουν τα ευάριθμα πρακτικά (ειλημμένα από τη νομολογία και την πρακτική των Αρχών Ανταγωνισμού), τα οποία θα βοηθήσουν στην εμπέδωση της γνώσης.
Το έργο αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τόσο τον νομικό που θέλει να μελετήσει τον θεσμό του ανταγωνισμού ως την κεντρική οργανωτική αρχή της οικονομίας και να κατανοήσει τη βαθύτερη ουσία του οικονομικού γίγνεσθαι, όσο και για τον φοιτητή, που θέλει να καλύψει τις διδακτικές ανάγκες του και να οξύνει την κριτική του ικανότητα.
Πρόλογος 4ης έκδοσης | Σελ. VII |
Πρόλογος 3ης έκδοσης | Σελ. IX |
Συντομογραφίες | Σελ. XVII |
Ι. Θεμελιώδεις έννοιες | |
Α. Τα δύο βασικά συστήματα οικονομικής οργάνωσης των κοινωνιών | Σελ. 1 |
Β. Ο ανταγωνισμός ως ρυθμιστική αρχή της οικονομίας | |
1. Το πεδίο αναφοράς: Η αγορά | Σελ. 3 |
2. Έννοια, μορφή και λειτουργίες του ανταγωνισμού | Σελ. 5 |
2.1 Έννοια και μορφή | Σελ. 5 |
2.2. Λειτουργίες | Σελ. 8 |
3. Λόγοι προστασίας του ανταγωνισμού | Σελ. 11 |
3.1. Το παράδοξο της αυτοαναίρεσης του ανταγωνισμού | Σελ. 11 |
3.2. Η ανάσχεση της διαδικασίας συγκέντρωσης | Σελ. 12 |
3.2.1. Έννοια συγκέντρωσης | Σελ. 12 |
3.2.2. Είδη | Σελ. 12 |
3.2.3. Στόχος: Οι ανοικτές αγορές | Σελ. 12 |
3.3. Η ratio της προστασίας: οικονομικο-κοινωνικοπολιτική | Σελ. 13 |
4. Ο ρόλος του δικαίου του ανταγωνισμού | Σελ. 15 |
4.1. Η σημασία του δικαίου του ανταγωνισμού | Σελ. 15 |
4.2. Οι σκοποί | Σελ. 15 |
4.3. Η προέλευση: Αμερικανικό δίκαιο | Σελ. 16 |
4.4. Ευρωπαϊκό δίκαιο (γενικά) | Σελ. 17 |
4.5. Ελληνικό δίκαιο | Σελ. 18 |
4.6. Διάκριση από αθέμιτο ανταγωνισμό | Σελ. 19 |
Γ. Υπάρχει κάποιο πρότυπο ανταγωνισμού; | |
1. Ο ανταγωνισμός ως αυτοσκοπός | Σελ. 20 |
2. Ο βαθμός ανταγωνισμού | Σελ. 20 |
3. Οι διάφορες Σχολές | Σελ. 22 |
3.1. Τέλειος ανταγωνισμός (πολυπώλιο στην τέλεια αγορά, Νεοκλασσική Σχολή) | Σελ. 22 |
3.2. Η νεοαυστριακή Σχολή | Σελ. 25 |
3.3. Η Σχολή του Freiburg (Ordoliberalismus) | Σελ. 26 |
3.4. Ατελής - αποτελεσματικός ανταγωνισμός (workability concepts) | Σελ. 28 |
3.4.1. Η συμβολή του Schumpeter - η καινοτόμος επιχείρηση | Σελ. 28 |
3.4.2. Ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός (workable competition) | Σελ. 28 |
3.4.3. Η Σχολή του Harvard | Σελ. 29 |
3.4.4. Ο λειτουργικός ανταγωνισμός (Funktionsfähiger Wettbewerb) | Σελ. 31 |
3.5. Η Σχολή του ελεύθερου ανταγωνισμού (Konzept der Wettbewerbsfreiheit) | Σελ. 31 |
3.6. Η Σχολή του Chicago | Σελ. 32 |
3.6.1. Το ιδεολογικό υπόβαθρο | Σελ. 32 |
3.6.2. Σκοπός δικαίου ανταγωνισμού | Σελ. 33 |
3.6.3. Ιδιότητες/γνωρίσματα αγοράς | Σελ. 34 |
3.6.4. Πρακτικές συνέπειες σε επίπεδο πολιτικής ανταγωνισμού | Σελ. 34 |
3.6.5. Κριτική | Σελ. 36 |
3.7. Η Post-Chicago προσέγγιση: Η νέα κλαδική Οικονομική | Σελ. 36 |
4. Αποτίμηση - Προς μια (νομική) θεωρία περιορισμών του ανταγωνισμού; | Σελ. 37 |
Δ. Ιστορικά: Η πορεία προς τη δημιουργία ανταγωνιστικής αγοράς | Σελ. 45 |
1. Παράγοντες γένεσης | Σελ. 45 |
1.1. Η κοινωνική αποδοχή του κέρδους ως κινήτρου οικονομικής δράσης | Σελ. 46 |
1.2. Η «απελευθέρωση» των βασικών συντελεστών παραγωγής (γη-εργασία-κεφάλαιο) | Σελ. 49 |
1.3. Η επινόηση της μετοχικής επιχείρησης | Σελ. 50 |
1.4. Η ανάδειξη του ανταγωνισμού ως γενικής οργανωτικής αρχής της οικονομίας | Σελ. 51 |
2. Κατάληξη | Σελ. 52 |
ΙΙ. Απαγόρευση οριζόντιων συμπράξεων: Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές [άρθρο 101 §1 ΣΛΕΕ, άρθρο 1 Ν 3959/2011] | |
Α. Εισαγωγικά: καρτέλ-σύμπραξη-συνεργασία επιχειρήσεων | Σελ. 55 |
B. Η δομή του κανόνα | Σελ. 59 |
1. Η αλλαγή παραδείγματος: Η εκ του νόμου εξαίρεση άμεσης εφαρμογής | Σελ. 59 |
2. Αξιολόγηση σε 2 στάδια | Σελ. 60 |
3. Η θεμελιώδης αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 61 |
4. Πεδίο εφαρμογής: Οριζόντιες και κάθετες συμφωνίες | Σελ. 62 |
5. Η σχετική αγορά | Σελ. 63 |
Γ. Τα στοιχεία του πραγματικού | Σελ. 63 |
1. Γενικά | Σελ. 63 |
2. Παρεμπόδιση, περιορισμός ή νόθευση του ανταγωνισμού ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα της συμφωνίας, της απόφασης ή της εναρμονισμένης πρακτικής | Σελ. 64 |
2.1. Οι 3 εκφάνσεις των περιορισμών του ανταγωνισμού | Σελ. 64 |
2.2. Inter partes ή τριτενέργεια; | Σελ. 64 |
2.3. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα της σύμπραξης | Σελ. 68 |
2.4. Τελολογικός περιορισμός εφαρμογής του κανόνα απαγόρευσης | Σελ. 70 |
3. Υποκείμενα απαγόρευσης: επιχειρήσεις και ένωση επιχειρήσεων | Σελ. 72 |
3.1. Επιχείρηση | Σελ. 72 |
3.1.1. Στοιχεία της έννοιας | Σελ. 72 |
3.1.2. Η «υποκειμενικοποίηση» της επιχείρησης | Σελ. 73 |
3.1.3. Συμπέρασμα - Ορισμός | Σελ. 73 |
3.1.4. Περιπτωσιολογία: άρνηση και κατάφαση της ιδιότητας της επιχείρησης | Σελ. 73 |
3.2. Ενώσεις επιχειρήσεων | Σελ. 80 |
4. Αντικείμενα απαγόρευσης: τα μέσα υλοποίησης σύμπραξης (συμφωνία, απόφαση, εναρμονισμένη πρακτική) | Σελ. 80 |
4.1. Συμφωνία | Σελ. 80 |
4.1.1. Έννοια | Σελ. 80 |
4.1.2. Οι συμφωνίες κυρίων (gentlemen’s agreement) | Σελ. 82 |
4.1.3. Οι ex lege συμπράξεις | Σελ. 83 |
4.1.4. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας | Σελ. 83 |
4.1.5. Τυπολογία ανάλογα με τη φύση της συμφωνίας | Σελ. 84 |
4.2. Απόφαση ένωσης επιχειρήσεων | Σελ. 101 |
4.3. Εναρμονισμένες πρακτικές | Σελ. 102 |
4.3.1. Εννοιολογική προσέγγιση - οριοθέτηση | Σελ. 102 |
4.3.2. Ο προβληματισμός της διάκρισης προς την παράλληλη συμπεριφορά | Σελ. 104 |
4.3.3. Οριοθέτηση της απλής από την ενσυνείδητη παράλληλη συμπεριφορά | Σελ. 108 |
4.3.4. Η απόδειξη της εναρμόνισης | Σελ. 116 |
5. Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών-μελών | Σελ. 132 |
6. Έννομες συνέπειες των αντιανταγωνιστικών συμπράξεων | Σελ. 135 |
6.1 Αυτοδίκαιη ακυρότητα (ipso jure) | Σελ. 135 |
6.2. Αποζημίωση θιγόμενων από απαγορευμένες συμπράξεις | Σελ. 137 |
7. Η γενική ρήτρα της εκ του νόμου εξαίρεσης | Σελ. 138 |
7.1. Σύστημα αυτοαξιολόγησης | Σελ. 138 |
7.2. Η Μαύρη λίστα | Σελ. 139 |
7.3. Οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης | Σελ. 140 |
7.3.1. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 140 |
7.3.2. Οι κατ’ ιδίαν προϋποθέσεις | Σελ. 142 |
ΙΙΙ. Κάθετες συμπράξεις | |
Α. Η λογική της διακριτής αντιμετώπισής τους | Σελ. 149 |
Β. Έννοια - Διακρίσεις | Σελ. 150 |
Γ. Οικονομική - εμπορική λειτουργία και αξιολόγηση καθέτων συμφωνιών | Σελ. 152 |
Δ. Νομική αντιμετώπιση καθέτων συμπράξεων | Σελ. 155 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 155 |
2. Οι Κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής (block exemptions/regulations) για τις κάθετες συμπράξεις | Σελ. 157 |
2.1. Οι προϊσχύοντες Κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής | Σελ. 157 |
2.2. Ο ισχύων Καν. (ΕΕ) 330/2010 | Σελ. 158 |
2.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 158 |
2.2.2. Η απαλλαγή | Σελ. 160 |
2.2.3. Άρση απαλλαγής | Σελ. 162 |
3. Η αντιμετώπιση των καθέτων συμφωνιών εκτός πεδίου εφαρμογής του Καν. (ΕΕ) 330/2010 | Σελ. 165 |
3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 165 |
3.2. Στάδια αξιολόγησης μεμονωμένου κάθετου περιορισμού | Σελ. 166 |
4. Οι κάθετες συμφωνίες ήσσονος σημασίας (de minimis) | Σελ. 167 |
5. Τελική τυπολογική αξιολόγηση | Σελ. 169 |
Ε. Μορφές καθέτων περιορισμών του ανταγωνισμού | Σελ. 172 |
1. Αποκλειστική διανομή | Σελ. 172 |
2. Επιλεκτική διανομή | Σελ. 174 |
3. Αποκλειστική προμήθεια | Σελ. 180 |
4. Δικαιόχρηση/franchising | Σελ. 182 |
5. Εμπορική αντιπροσωπεία | Σελ. 184 |
ΙV. Έλεγχος μονομερούς αντιανταγωνιστικής (μονοπωλιακής) συμπεριφοράς: Απαγόρευση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 191 |
Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 191 |
Α. Η δομή του κανόνα (άρθρο 102 ΣΛΕΕ) | Σελ. 193 |
Β. Η έννοια της επιχείρησης | Σελ. 193 |
Γ. Η έννοια της δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 195 |
1. Γενικά στοιχεία | Σελ. 195 |
2. Συλλογική δεσπόζουσα θέση | Σελ. 198 |
Δ. Σχετική αγορά | Σελ. 199 |
1. Σχετική αγορά προϊόντων/υπηρεσιών | Σελ. 200 |
2. Σχετική γεωγραφική αγορά | Σελ. 202 |
3. Σχετική χρονική αγορά | Σελ. 203 |
4. Οριοθέτηση σχετικής αγοράς - SSNIP test | Σελ. 204 |
5. Μερίδια αγοράς | Σελ. 205 |
6. Δευτερoγενείς αγορές (aftermarkets) | Σελ. 207 |
Ε. Δεσπόζουσα θέση εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της | Σελ. 208 |
ΣΤ. Καταχρηστική εκμετάλλευση | Σελ. 209 |
1. Έννοια κατάχρησης | Σελ. 209 |
2. Εκφάνσεις καταχρηστικής εκμετάλλευσης | Σελ. 213 |
2.1. Συμφωνίες αποκλειστικότητας (exclusive dealing) | Σελ. 213 |
2.1.1. Υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς (exclusive purchasing) | Σελ. 214 |
2.1.2. Χορήγηση εκπτώσεων υπό προϋποθέσεις (conditional rebates) | Σελ. 216 |
2.2. Δέσμευση και δεσμοποίηση (tying & bundling) | Σελ. 221 |
2.3. Τακτική εξόντωσης (predation) | Σελ. 226 |
2.4. Άρνηση συναλλαγής (πώλησης/ προμήθειας, Refusal to Supply) και συμπίεση του περιθωρίου κέρδους (Margin squeeze) | Σελ. 230 |
2.5. Variae καταχρηστικές πρακτικές | Σελ. 240 |
2.5.1. Καταχρηστική (παρελκυστική) προσφυγή στο δικαστήριο | Σελ. 240 |
2.5.2. Επηρεασμός της νομοθετικής/εκτελεστικής εξουσίας | Σελ. 241 |
2.5.3. Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων | Σελ. 241 |
Ζ. Επηρεασμός ενωσιακού εμπορίου | Σελ. 242 |
1. Γενική θεώρηση | Σελ. 242 |
2. Ειδικές περιπτώσεις | Σελ. 244 |
2.1. Καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης που καλύπτουν ένα μόνο κράτος μέλος | Σελ. 244 |
2.2. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης που καλύπτει μέρος μόνο κράτους μέλους | Σελ. 245 |
V. Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων | |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις - Η προβληματική των συγκεντρώσεων | Σελ. 247 |
Β. Έννοια συγκέντρωσης – Διακρίσεις – Σχετική αγορά | Σελ. 250 |
1. Δημιουργία μίας ενιαίας οικονομικής μονάδας | Σελ. 250 |
2. Διακρίσεις | Σελ. 250 |
2.1. Συγχώνευση | Σελ. 252 |
2.2. Απόκτηση ελέγχου | Σελ. 253 |
2.2.1 Γενικά - Οι μορφές, οι τρόποι και το αντικείμενο του ελέγχου | Σελ. 253 |
2.2.2. Ειδικότερα: Η έννοια του ελέγχου στο δίκαιο των συγκεντρώσεων | Σελ. 255 |
3. Ορισμός της σχετικής αγοράς | Σελ. 265 |
3.1. Γενικά | Σελ. 265 |
3.1.1. Αγορά προϊόντων | Σελ. 265 |
3.1.2. Γεωγραφική αγορά | Σελ. 266 |
3.2. «Επηρεαζόμενες» αγορές | Σελ. 267 |
4. Εμπόδια εισόδου (entry barriers) | Σελ. 268 |
Γ. Αξιολόγηση συγκεντρώσεων | Σελ. 269 |
1. Κριτήρια απαγόρευσης | Σελ. 269 |
1.1. Η δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 269 |
1.2. Η δημιουργία ή ενίσχυση συλλογικής δεσπόζουσας θέσης (επιπτώσεις συντονισμένης συμπεριφοράς – tacit collusion) | Σελ. 271 |
1.3. Μονομερείς επιπτώσεις (μη συντονισμένες συμπεριφορές) | Σελ. 274 |
2. Επιτρεπτές συγκεντρώσεις. Δικαιολογητικοί λόγοι | Σελ. 277 |
2.1. Συγκεντρώσεις συνδεόμενες με βελτίωση αποτελεσματικότητας (efficiency defense) | Σελ. 277 |
2.2. Εξυγιαντικές συγχωνεύσεις (failing firm defense) | Σελ. 279 |
3. Πεδίο εφαρμογής | Σελ. 281 |
3.1. Οριζόντιες συγκεντρώσεις | Σελ. 281 |
3.2. Μη οριζόντιες συγκεντρώσεις | Σελ. 282 |
3.2.1. Κάθετες συγκεντρώσεις | Σελ. 285 |
3.2.2. Συγκεντρώσεις εταιριών ετερογενών δραστηριοτήτων | Σελ. 289 |
3.3. Συγκέντρωση με δυνητικό ανταγωνιστή | Σελ. 291 |
3.4. Συγκεντρώσεις ΜΜΕ | Σελ. 292 |
Δ. Δικαιοδοσία – Κριτήρια προσδιορισμού | Σελ. 294 |
1. Γενικά | Σελ. 294 |
2. Συγκεντρώσεις με ενωσιακή διάσταση | Σελ. 296 |
3. Συγκεντρώσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 297 |
4. Κύκλος εργασιών | Σελ. 298 |
5. Σύστημα παραπομπής υποθέσεων συγκέντρωσης – Ανακατανομή δικαιοδοσίας | Σελ. 299 |
5.1. Παραπομπές πριν τη γνωστοποίηση | Σελ. 300 |
5.2. Παραπομπές μετά τη γνωστοποίηση | Σελ. 303 |
Ε. Διαδικασία | Σελ. 306 |
1. Ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 306 |
1.1. Υποχρέωση προς γνωστοποίηση | Σελ. 306 |
1.2. Αναστολή πραγματοποίησης της συγκέντρωσης | Σελ. 307 |
1.3. Αρχική έρευνα (1η φάση) | Σελ. 308 |
1.4. Σε βάθος έρευνα (2η φάση) | Σελ. 309 |
2. Ενώπιον της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 311 |
2.1. Υποχρέωση προς γνωστοποίηση | Σελ. 311 |
2.2. Αναστολή πραγματοποίησης της συγκέντρωσης | Σελ. 313 |
2.3. Προκαταρκτική έρευνα (1η φάση) | Σελ. 314 |
2.4. Διαδικασία πλήρους διερεύνησης (2η φάση) | Σελ. 315 |
3. Δεσμεύσεις - Διορθωτικά μέτρα | Σελ. 317 |
ΣΤ. Δικαστικός έλεγχος αποφάσεων | Σελ. 318 |
1. Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 318 |
2. Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 320 |
VI. Η προβληματική της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία | Σελ. 323 |
Α. Οι ιδιαιτερότητες των δημοσίων επιχειρήσεων κατ’ άρθρο 106 ΣΛΕΕ | Σελ. 323 |
1. Γενικά | Σελ. 323 |
2. Δέσμευση των κρατών-μελών από το άρθρο 106 §1 ΣΛΕΕ | Σελ. 324 |
2.1. Τα υποκείμενα της απαγόρευσης | Σελ. 324 |
2.1.1. Οντότητες με οικονομική δραστηριότητα | Σελ. 324 |
2.1.2. Δημόσια επιχείρηση | Σελ. 325 |
3. Κρατικό μέτρο | Σελ. 326 |
4. Η εξαίρεση από τον κανόνα: Η εκπλήρωση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος | Σελ. 326 |
Β. Κρατικές ενισχύσεις | Σελ. 327 |
1. Γενικά | Σελ. 327 |
2. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 107 §1 ΣΛΕΕ | Σελ. 328 |
2.1. Χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος σε μία επιχείρηση ή κλάδο παραγωγής | Σελ. 328 |
2.2 Επιλεκτικότητα (selectivity) | Σελ. 329 |
2.3. Χρηματοδότηση του πλεονεκτήματος με κρατικούς πόρους | Σελ. 330 |
2.4. Πιθανότητα νόθευσης του ανταγωνισμού και διατάραξης των ενδοενωσιακών συναλλαγών | Σελ. 331 |
3. Απαλλασσόμενες ενισχύσεις | Σελ. 332 |
4. Ανακτήσεις | Σελ. 333 |
4.1. Γενικά | Σελ. 333 |
4.2. Έννοια - σκοπός | Σελ. 333 |
4.3. Διαδικασία | Σελ. 334 |
Παράρτημα Βασική νομοθεσία Δικαίου Ελεύθερου Ανταγωνισμού | Σελ. 337 |
1. Ν 3959/2011 | Σελ. 339 |
2. Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) | Σελ. 398 |
3. Κανονισµός (ΕΚ) 1/2003 του Συµβουλίου της 16ης Δεκεµβρίου 2002 | Σελ. 403 |
4. Κανονισµός (ΕΕ) 330/2010 της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2010 | Σελ. 436 |
5. Κανονισµός (ΕΚ) 139/2004 του Συµβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2004 | Σελ. 446 |
6. Sherman antitrust Act, 15 U.S.C. §§ 1-9 | Σελ. 486 |
7. Clayton Act, 15 U.S.C. §§ 12-18a | Σελ. 489 |
8. Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen (GWB) | Σελ. 507 |
9. Competition Act 1998 | Σελ. 542 |
10. Code de commerce | Σελ. 547 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 551 |
Σελ. 1
«Άνθρωποι από το ίδιο σινάφι (επάγγελμα) σπάνια συναντώνται, είτε για διασκέδαση είτε για ψυχαγωγία, και η συζήτηση μεταξύ τους να μην καταλήγει σε συνωμοσία εναντίον του κοινού συμφέροντος ή σε κάποιο τέχνασμα για να υψώσουν τις τιμές» (“People of the same trade seldom meet together, even for merriment and diversion, but the conversation ends in a conspiracy against the public, or in some contrivance to raise prices.”)
Adam Smith, An Inquiry into the Nature And Causes of the Wealth of Nations, 1776 (Part II).
Ι. Θεμελιώδεις έννοιες
Α. Τα δύο βασικά συστήματα οικονομικής οργάνωσης των κοινωνιών
Δύο δυνατότητες έχει κάθε κοινωνία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιβίωσης: είτε με κεντρικό συντονισμό (κάθετη διάσταση), μέσω δηλ. ενός σύνθετου συστήματος κρατικού προγραμματισμού και οργάνωσης της οικονομικής ζωής, στη βάση a priori ιεραρχήσεων των κοινωνικών αναγκών, είτε με αποκεντρωτικό τρόπο (οριζόντια διάσταση), μέσω της αναγωγής δηλ. του ανταγωνισμού σε γενική οργανωτική αρχή της οικονομίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση λειτουργεί ο μηχανισμός του ανταγωνισμού ως η κεντρομόλος δύναμη αυτόνομων οικονομικών μονάδων, επιτυγχάνοντας τη διευθέτηση των αντίθετων συμφερόντων με τον πιο αποδοτικό τρόπο, υποτίθεται, για όλη την οικονομία.
Σελ. 2
Μ΄ αυτά τα δύο συστήματα οργάνωσης της οικονομικής δράσης, και τις άπειρες παραλλαγές τους, συνδέεται άρρηκτα και το ζήτημα της ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων που απορρέουν απ’ αυτήν (property rights): έμφαση στην κρατική ή κοινωνική ιδιοκτησία στο πρώτο, ιδιωτική ιδιοκτησία στο δεύτερο. Η επιλογή αυτή είναι καθοριστική και για τη μορφή και το ρόλο του περιουσιακού (ιδιωτικού) δικαίου που ρυθμίζει τη συναλλακτική σχέση των ανθρώπων αναφορικά με την απόκτηση ή χρήση οικονομικών αγαθών.
Σήμερα στο σύνολο σχεδόν των κοινωνιών, έχει επικρατήσει, ως κύρια μορφή οργάνωσης της οικονομικής ζωής, το αποκεντρωτικό σύστημα (ανταγωνιστική οικονομία ή οικονομία της αγοράς (competitive ή market economy), με περισσότερο ή λιγότερο έντονα στοιχεία κρατικής παρέμβασης στην κοινωνία, προκειμένου να διασφαλιστούν και άλλοι στόχοι υψηλής κοινωνικής ιεράρχησης, πέραν της αποδοτικότητας-αποτελεσματικότητας του συστήματος.
Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι πέντε (5) είναι οι βασικές κοινωνικές αξίες στην εκπλήρωση των οποίων πρέπει να συντείνει ένα οικονομικό σύστημα: αποτελεσματικότητα, ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη, ασφάλεια, αειφόρος ανάπτυξη. Οι αξίες αυτές, που είναι και οι συνιστώσες της πολυσήμαντης έννοιας της «κοινωνικής ευημερίας», συνιστούν και τα κριτήρια αξιολόγησης του συστήματος.
1) Η αποτελεσματικότητα αφορά στο βαθμό αποδοτικής χρησιμοποίησης των διαθέσιμων κοινωνικών πόρων (για την παραγωγή ωφέλιμων αγαθών και υπηρεσιών).
2) Η κοινωνική δικαιοσύνη αξιολογεί το βαθμό δημιουργίας και διατήρησης ίσων αφετηριών (“in level playing field”) όπως επίσης και της δίκαιης κατανομής των βαρών και διανομής των ωφελειών εντός της κοινωνίας, δεδομένου ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία (άρθρα 2 και 4 Σ).
3) Η ατομική ελευθερία, αφορά στο βαθμό παροχής ευκαιριών ενεργού συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή που προϋποθέτει ευχέρεια επιλογών προκειμένου να αξιοποιηθούν δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου. Τα όριά της περιορίζονται τόσο από το κράτος όσο και από ιδιωτική δράση.
4) Η ασφάλεια καταδεικνύει το βαθμό κάλυψης από εξωτερικούς κινδύνους που απειλούν έννομα αγαθά των ατόμων (υγεία, ζωή, ανεργία, αξιοπρεπές επίπεδο ζωής κ.λπ.).
5) Η αειφόρος ανάπτυξη σχετίζεται με το βαθμό στον οποίο η κοινωνία επιτυγχάνει να ικανοποιήσει με βιώσιμο τρόπο τις ανάγκες, χωρίς να υποσκά
Σελ. 3
πτει τις ανάγκες μελλοντικών γενεών (συνεπάγεται δε την υπεύθυνη χρήση όλων των ανεπαρκών πόρων είτε της φύσης είτε της οικονομίας (sustainable development)).
Β. Ο ανταγωνισμός ως ρυθμιστική αρχή της οικονομίας
1. Το πεδίο αναφοράς: Η αγορά
Ο ανταγωνισμός, που συνιστά, όπως θα δούμε, το συνεκτικό ιστό συγκράτησης των αντιτιθέμενων ατομικών συμφερόντων σε λειτουργική συνοχή, δεν υφίσταται in vitro (εν κενώ): προϋποθέτει ένα περιβάλλον αγοράς, η οποία είναι ένα εκπληκτικό διαδραστικό μέσο αμφίδρομης επικοινωνίας των υποκειμένων της (επιχειρήσεις, καταναλωτές) μεταξύ τους και σε σχέση με τα αντικείμενα της οικονομίας (αγαθά, προϊόντα και υπηρεσίες). Η αγορά συλλέγει άπειρο πλήθος πληροφοριών, που αξιοποιεί μέσω της διαδικασίας σχηματισμού τιμών, κατευθύνοντας έτσι τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Η διενέργεια των συναλλαγών μέσω τιμών, συνιστά τον πιο αποτελεσματικό (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) τρόπο αμφίδρομης επικοινωνίας, δεδομένου ότι η υπερβολική προσφορά αγαθών οδηγεί σε χαμηλή τιμή και η υπερβολική ζήτηση σε ψηλότερες τιμές (εφαρμογή νόμων προσφοράς και ζήτησης). Χωρίς την αγορά δεν νοείται ανταγωνισμός, όπως και αντίθετα, χωρίς τον τελευταίο δε νομιμοποιείται η λειτουργία της, αφού συνιστά την πεμπτουσία της.
Η οικονομία της αγοράς για να υπάρξει και να λειτουργήσει έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση τη διασφάλιση της ελεύθερης οικονομικής δράσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 §1 του Συντάγματός μας, αλλά και στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Η οικονομική ελευθερία από την άλλη πλευρά θεμελιώνεται σε τρεις θεσμικούς πυλώνες:
α) την ιδιωτική αυτονομία - ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ), απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής ελευθερίας
β) την ιδιωτική ιδιοκτησία (εμπράγματα δικαιώματα, βιομηχανική ιδιοκτησία κ.λπ.), αναγκαία για την αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών
γ) τον ανταγωνισμό (Ν 3959/2011, Ν 146/1914), ως γενική οργανωτική αρχή του συστήματος.
Σελ. 5
2. Έννοια, μορφή και λειτουργίες του ανταγωνισμού
2.1 Έννοια και μορφή
Ο Adam Smith, ο πνευματικός πατέρας της φιλελεύθερης σκέψης, κατανοεί τον ανταγωνισμό ως φυσική έκφραση της ατομικιστικής συμπεριφοράς και στάσης του ανθρώπου, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή και το περιεχόμενο αντιπαλότητας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους κατά την επιδίωξή τους να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Η σκέψη του Adam Smith είναι χαρακτηριστική για το θεωρητικό εκείνο ρεύμα (φιλελεύθερη, - κλασσική σχολή), που αναζητεί το εννοιολογικό περιεχόμενο του ανταγωνισμού στην ίδια τη φύση και τα κίνητρα του ανθρώπου: «πηγάζει από μια τάση της φύσης του ανθρώπου να ανταλλάσσει και να παζαρεύει», αποτελώντας την ενεργότερη έκφραση του ατομικού δικαιώματος στην οικονομική ελευθερία. Μάλιστα ο Adam Smith, αντί να προσπαθήσει να τιθασεύσει την εγωιστική πλευρά του ανθρώπου, όπως έκαναν οι παλαιότεροι φιλόσοφοι, την έθεσε, μέσω του ανταγωνισμού, στην υπηρεσία του κοινού καλού: «Δεν περιμένουμε το φαγητό μας από την καλοσύνη του κρεοπώλη, του ζυθοποιού ή του αρτοποιού» έγραφε «αλλά από την προσήλωσή τους στα δικά τους συμφέροντα».
Αντλώντας περαιτέρω επιχείρημα ο Adam Smith από τη φυσικοδικαιική του θεωρία υποστηρίζει ότι στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, η φυσική συμπεριφορά του ανθρώπου, οριζόμενη από τα κίνητρα της επιθυμίας ελευθερίας και ιδιοκτησίας (αλλά και συμπάθειας και αλληλεγγύης προς τους άλλους), τον οδηγεί να γίνεται ο καλύτερος κριτής του συμφέροντός του και γι’ αυτό πρέπει να είναι ελεύθερος να επιδιώκει την ικανοποίησή του με τον τρόπο που θεωρεί πιο πρόσφορο. Αν ο άνθρωπος, επισημαίνει ο Adam Smith, αφεθεί ελεύθερος στο σύστημα καταμερισμού εργασίας, τότε η εξυπηρέτηση του ατομικού του συμφέροντος θα επιτυγχάνει ταυτόχρονα και την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος (“invisible hand” = «αόρατο χέρι»). Σε επίπεδο πρακτικής
Σελ. 6
πολιτικής o Adam Smith ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου (“laisser faire - laisser passer”) εχθρός κάθε μονοπωλίου.
Σήμερα δε θεωρούμε ότι ο ανταγωνισμός είναι έμφυτη τάση στον άνθρωπο, όπως θεωρούσαν οι φιλελεύθεροι του 18ου αιώνα, ούτε ότι ο ανταγωνισμός επιτρέπει οπωσδήποτε την πραγμάτωση όλων των στόχων της οικονομικής ζωής. Παρατηρείται έτσι μια ποιοτική μεταμόρφωση της έννοιας του ανταγωνισμού, η οποία κατανοείται τελικά ως μια χρήσιμη διαδικασία και όχι ως (φυσική) δομική κατάσταση των ανθρώπινων κοινωνιών.
Ιδιαίτερα σκόπιμη για μια πρώτη προσέγγιση της έννοιας είναι η ετυμολογία της λέξης που παραπέμπει σε διαδικασία αγώνα ή αγωνίσματος, μεταξύ αντιπάλων, που έχουν τις ίδιες ή παραπλήσιες επιδιώξεις, με σκοπό την επικράτηση, τη νίκη του ενός. Για να έχει επομένως κάποιο νόημα η έννοια αυτή, πρέπει απαραίτητα να υπάρχουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα, π.χ δύο δρομείς, όταν πρόκειται για αθλητικό αγώνισμα.
Στον οικονομικό χώρο συμβαίνει, mutatis mutandis, το ίδιο: Για να υπάρξει ανταγωνισμός αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση είναι, ανάλογα προς την πλευρά της αγοράς, η ύπαρξη τουλάχιστον δύο πωλητών ή δύο αγοραστών. Ο αριθμός των εμπλεκομένων πρέπει να θεωρηθεί επομένως ως αναγκαία, όχι όμως ως ικανή προϋπόθεση για την ύπαρξη ανταγωνιστικών σχέσεων, γιατί συμβαίνει συχνά οι επιχειρήσεις να ανακαλύπτουν ότι η συνεργασία (σύμπραξη) ανάμεσά τους είναι πιο συμφέρουσα λύση, απ’ ότι ο «αιματηρός» ανταγωνισμός.
Κατόπιν των ανωτέρω, μπορούμε να ορίσουμε τον ανταγωνισμό, ως την επιδίωξη μιας επιχείρησης να προτιμηθεί κατά τη διαδικασία της σύναψης συναλλακτικών σχέσεων έναντι άλλων επιχειρήσεων που δρουν στην ίδια αγορά. Ή με άλλα λόγια, απλοποιώντας το περιεχόμενο της έννοιας στο επίπεδο της
Σελ. 7
τιμής, ο ανταγωνισμός φαίνεται να είναι η προσπάθεια που κάνει κάποια επιχείρηση ενάντια σε κάποια άλλη, να επιτύχει να πουλήσει ή αγοράσει πρώτη, προσφέροντας αντίστοιχα ψηλότερη ή χαμηλότερη τιμή.
Εξάλλου, το λειτουργικό περιεχόμενο της φράσης «ελεύθερος ανταγωνισμός» (free competition) δεν στοιχειοθετεί μια συγκεκριμένη μορφή ανταγωνισμού π.χ. τέλειου ανταγωνισμού, αλλά έχει σαφώς πραξεολογικό περιεχόμενο, αναφερόμενο στην κατοχύρωση συνθηκών ανόθευτης, από ιδιωτικό ή κρατικό καταναγκασμό, άσκησης της επιχειρηματικής ελευθερίας όλων όσοι εμπλέκονται στην ανταγωνιστική διαδικασία, όπως επίσης και στη διασφάλιση δυνατότητας ελεύθερης εισόδου στην αγορά τρίτων που δεν βρίσκονται ήδη εγκατεστημένοι σ’ αυτήν.
Μία εικόνα για τις μορφές περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού δίνει το ακόλουθο διάγραμμα.
Σελ. 8
2.2. Λειτουργίες
Ο ανταγωνισμός επιτελεί σύμφωνα με το θεωρητικό οικοδόμημα της φιλελεύθερης και νεοκλασσικής σκέψης, μια σειρά από καίριες λειτουργίες στην οικονομία της αγοράς, οι οποίες διακρίνονται σε α) αμιγώς οικονομικές και β) κοινωνικές.
Οι οικονομικές του λειτουργίες μπορούν να συνοψιστούν σχηματικώς ως εξής:
1) Άριστη κατανομή των παραγωγικών μέσων, που επιτυγχάνεται με τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων χρήσης δεδομένων παραγωγικών συντελεστών ή την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής. Η αποδοτικότερη αυτή χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής είναι συνήθως το αποτέλεσμα της ταχείας και διαρκούς προσαρμογής του παραγωγικού δυναμικού των επιχειρήσεων σε όλα τα δεδομένα που μπορεί να επηρεάσουν την αγορά, όπως μεταβολή της ζήτησης ή της τεχνολογίας. Έτσι περιορίζεται η συνέχιση της λειτουργίας μη αποδοτικών μονάδων, ορθολογικοποιούνται οι επενδύσεις, και γενικώς μειώνεται σημαντικά το κόστος, είτε ιδιωτικό είτε ευρύτερα κοινωνικό, που προκαλείται από τη διαρθρωτική προσαρμογή της παραγωγής στα νέα δεδομένα της οικονομίας.
2) Κάλυψη των ατομικών και κοινωνικών αναγκών, ως αποτέλεσμα της ανάγκης των επιχειρήσεων, υπό τη συνεχή πίεση του ανταγωνισμού να προσαρμόσουν την τιμή, ποιότητα, ποσότητα της παραγωγής τους στις προτιμήσεις των νοικοκυριών και της κοινωνίας.
3) Εφαρμογή της τεχνικής προόδου (καινοτομίες κ.λπ.), στο χώρο των μεθόδων παραγωγής, όπως και των καταναλωτικών αγαθών, που έχει ως συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και την ανάπτυξη και ενσωμάτωση στην αγορά νέων προϊόντων ή βελτιωμένων μορφών τους, που ικανοποιούν πληρέστερα τις ανάγκες των καταναλωτών.
4) Άριστη διανομή εθνικού εισοδήματος. Ο μηχανισμός του ανταγωνισμού επιτυγχάνει, σύμφωνα με τη φιλελεύθερη αντίληψη, οι αμοιβές των παραγωγικών συντελεστών να αντιστοιχούν στην συνεισφορά τους στην παραγωγή. Με τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι αποκλείεται η άνιση μεταχείριση και εκμετάλλευση των παραγωγικών συντελεστών γενικά και της εργασίας (εργαζομένων) ειδικότερα, μια και τους καταβάλλεται δίκαιη τιμή. Η παραδοχή αυτή, ελέγχεται ιδιαίτερα κριτικά, ως προς την εγκυρότητά της, δεδομένου ότι κατανομή του εθνικού εισοδήματος που προκύπτει από το ελεύθερο παιχνίδι της προσφοράς και ζήτησης (δηλ. η λεγόμενη πρωτογενής λειτουργική διανομή) μακράν απέχει από το να χαρακτηρίζεται ως δίκαιη.
5) Μεγιστοποίηση του συνολικού εθνικού εισοδήματος, ως αποτέλεσμα των ανωτέρω λειτουργιών.
Σελ. 9
Οι κοινωνικές λειτουργίες αφορούν κυρίως στην αύξηση της οικονομικής ελευθερίας. Τούτο επιτυγχάνεται με την πραγματοποίηση, μέσω της λειτουργίας ανταγωνισμού, σχετικά ίσης κατανομής της οικονομικής δύναμης.
Για να μπορεί πράγματι να γίνει λόγος για ελευθερία του ατόμου, που αποτελεί, άλλωστε το διακηρυγμένο στόχο κάθε φιλελεύθερης και ανοικτής κοινωνίας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξασφάλιση της οικονομικής του ελευθερίας, χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης ανάμεσα στις επιχειρήσεις.
Τίθεται όμως το ερώτημα πώς θα εξασφαλισθεί αυτή, όχι σε γενικό, αφηρημένο επίπεδο, αλλά στην πραγματική ζωή, όταν είναι δεδομένο ότι η οικονομική ελευθερία ενός ατόμου τείνει να είναι τόσο πιο μεγάλη, όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομική του δύναμη. Η νομή όμως του ίδιου δικαιώματος (αύξησης της ελευθερίας) και οι από τους ισχυρούς και από τους αδύνατους, οδηγεί σε σχετική αύξηση της οικονομικής ελευθερίας (=οικονομικής δύναμης) για τους πρώτους, και αντίστοιχα σε σχετική μείωση της οικονομικής ελευθερίας (=οικονομικής δύναμης) για τους δεύτερους.
Το ζήτημα είναι κεφαλαιώδες για κάθε δημοκρατική κοινωνία και συναρτάται με τη θέληση και αποφασιστικότητά της, να αποτρέψει μέσω του δικαίου του ανταγωνισμού, τη δημιουργία τέτοιων συγκεντρώσεων οικονομικής δύναμης (μονοπώλια μόνιμης βάσης) που καθιστούν κενή περιεχομένου την έννοια της οικονομικής ελευθερίας για τους λοιπούς συμμετέχοντες στο οικονομικό παιχνίδι. Σ’ όσες περιπτώσεις υπάρχουν ήδη παγιωμένες καταστάσεις που απειλούν την «ίση ελευθερία» η λύση είναι, σύμφωνα με την σχετική εμπειρία που υπάρχει η θεσμοθέτηση διαδικασίας ανταγωνισμού στο σχετικό κλάδο, που θα επιτρέπει μια πιο ίση κατανομή οικονομικής δύναμης.
Κρίσιμη πάντοτε παραμένει και η άλλη όψη της οικονομικής ελευθερίας, η ευχέρεια δηλ. των καταναλωτών να επιλέγουν μεταξύ περισσότερων προσφορών. Αυτή υφίσταται όταν περισσότερες επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα μερίδιά τους στην αγορά και επομένως τα κέρδη τους, προσφέρουν στους καταναλωτές χαμηλότερη τιμή, καλύτερη ποιότητα προϊόντος κ.λπ. Η οικονομική ελευθερία (=οικονομική δύναμη) των καταναλωτών συναρτάται προς το βαθμό εναλλακτικής ευχέρειας που τους παρέχεται υπό τις δεδομένες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά.
Σελ. 10
Η παραπάνω προβληματική της «σχετικά» ίσης ελευθερίας έχει καθοριστική σημασία και γενικότερα για την έννομη τάξη μας. Ιδιαίτερα το ιδιωτικό δίκαιο είναι βασισμένο στην παραπάνω λογική, διότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο διατηρεί το σημασιολογικό και αξιολογικό της περιεχόμενο, η κορυφαία δογματική αρχή του, η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας που προϋποθέτει σχετική ισοτιμία, από πλευράς οικονομικής ισχύος, των συμβαλλομένων. Διαφορετικά ο άλλος κορυφαίος νομικός θεσμός, η σύμβαση, που προϋποθέτει και πραγματώνει την ιδιωτική αυτονομία και συνιστά τη βάση όλων των συναλλαγών, δεν θα μπορέσει να επιτελέσει την λειτουργία του -τη διασφάλιση δηλαδή της εξισορρόπησης των αντιτιθέμενων συμφερόντων- αλλά ούτε και να οδηγήσει σε «δίκαια» ή έστω κοινωνικώς αποδεκτά αποτελέσματα.
Από την πιο πάνω ανάλυση προκύπτει το συμπέρασμα, ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο άριστη λύση, όταν είναι πραγματικά σε θέση να επιτελέσει τόσο τις οικονομικές, όσο και τις κοινωνικές του λειτουργίες, οι οποίες δεν πρέπει να νοούνται ως αυτοτελείς διαδικασίες, αλλά ως έκφανση μιας ενιαίας και πολύμορφης διαλεκτικής κίνησης που καταλήγει να αυξάνουν την οικονομική ευημερία και να προάγουν το γενικό συμφέρον.
Το γεγονός ότι στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι συχνά διαφορετικά, σχετικοποιεί την ούτως ή άλλως σχηματοποιημένη επίδραση των λειτουργιών.
Παραμένει όμως η εγγενής δυναμική τους, που την εξέφρασε καλύτερα από οποιονδήποτε υμνητή του συστήματος, ο μεγαλύτερος κριτικός του, ο Κάρολος Μάρξ, ο οποίος επεσήμανε «το εσωτερικό κίνητρο για τη μόνιμη τάση του κεφαλαίου να ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας», έτσι ώστε η επενέργεια αυτής της δύναμης να μορφοποιείται στη συνεχή ανατροπή εκ βάθρων των μέσων παραγωγής, δηλ. στη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία. Όσο και αν ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν είναι για τον Μαρξ, παρά ένα «σύστημα περιορισμένης και όχι πλήρους απελευθέρωσης» (μόνο για το κεφάλαιο ...), τόσο από την άλλη πλευρά αναγνωρίζει ότι υπό συνθήκες ανταγωνισμού «η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί ολοένα τα εργαλεία της παραγωγής, επομένως και τις παραγωγικές σχέσεις, άρα όλες πέρα για πέρα τις κοινωνικές σχέσεις. Η διατήρηση απεναντίας των παλιών τρόπων ήταν για όλες τις προηγούμενες τάξεις, ο πρώτος όρος της ύπαρξής τους. Η ασταμάτητη αναστάτωση της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και η αιώνια κίνηση είναι εκείνα που κάνουν την αστική τάξη να ξεχωρίζει από όλες τις προηγούμενες».
Σελ. 11
Το ακόλουθο διάγραμμα αποτυπώνει συνοπτικά τις διάφορες λειτουργίες του ανταγωνισμού.
3. Λόγοι προστασίας του ανταγωνισμού
3.1. Το παράδοξο της αυτοαναίρεσης του ανταγωνισμού
Όσο αυτονόητη είναι η ύπαρξη του ανταγωνισμού σε μία οικονομία της αγοράς, τόσο από την άλλη πλευρά εμφανίζεται συχνά το «παράδοξο» της αυτοαναίρεσης του ανταγωνισμού από τις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς που υποτίθεται ότι τη στηρίζουν και τη συνθέτουν. Γι’ αυτό και ανακύπτει η ανάγκη ύπαρξης ενός μηχανισμού διασφάλισης του ανταγωνισμού με κρατική παρέμβαση (νομοθεσία ανταγωνισμού).
Η «αυτοκαταστροφική» δυναμική του ανταγωνισμού τίθεται σε κίνηση όταν αφεθούν να λειτουργήσουν ανεξέλεγκτα οι αυτόματοι μηχανισμοί της αγοράς και οφείλεται τούτο στην εγγενή τάση της για ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση των επιχειρήσεων (μονοπώληση αγοράς).
Σελ. 12
3.2. Η ανάσχεση της διαδικασίας συγκέντρωσης
3.2.1. Έννοια συγκέντρωσης
Ως συγκέντρωση εννοούμε τη διαδικασία εκείνη με την οποία συρρικνώνεται ο αριθμός των ανεξάρτητων (νομικά ή οικονομικά) επιχειρήσεων στην αγορά λόγω είτε του συνασπισμού τους (καρτέλ), είτε της συγχώνευσής τους (απορρόφηση κ.λπ.), είτε της περιελεύσεως υπό τον έλεγχο άλλων επιχειρήσεων (π.χ. με την απόκτηση πακέτου μετοχών, εμπραγμάτων ή ενοχικών δικαιωμάτων στο σύνολο ή σημαντικό μέρος της επιχείρησης, με την καθοριστική συμμετοχή στα όργανα της εταιρίας κ.λπ.).
3.2.2. Είδη
Η συγκέντρωση λαμβάνει διάφορες νομικές μορφές κυρίως όμως ίδρυση εταιρίας ή ενοχικών συμβάσεων. Τα κυριότερα είδη συγκέντρωσης είναι:
1. Συνεργασία για την από κοινού εκτέλεση έργου ή εκπλήρωση αποστολής.
2. Κάθετη ολοκλήρωση: Ρήτρες αποκλειστικότητας, δέσμευση κατά την πώληση κ.λπ.
3. Απαγορευμένες Συμπράξεις (καρτέλ): Συμφωνίες/πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες παραμένουν νομικά και οικονομικά αυτόνομες.
4. Όμιλοι επιχειρήσεων: Εξαγορές ή μετοχικές/διοικητικές διασυνδέσεις επιχειρήσεων με διατήρηση της νομικής αυτονομίας, όχι όμως και της οικονομικής.
5. Απορρόφηση επιχείρησης με απώλεια τόσο της νομικής όσο και της οικονομικής αυτοτέλειας.
6. Δεσπόζουσα επιχείρηση: Μονοπώλια, Ολιγοπώλια.
3.2.3. Στόχος: Οι ανοικτές αγορές
Οι κανόνες του δικαίου ανταγωνισμού αποσκοπούν στο να διατηρήσουν ανοικτές τις αγορές και να παράσχουν σχετικά ίσες ευκαιρίες εισόδου στην αγορά όλων των επιχειρήσεων, εξισορροπώντας έτσι τις δύο ασυμφιλίωτες στην απόλυτη έκφρασή τους θεμελιώδεις αρχές της πολιτειακής και κοινωνικής μας οργάνωσης, την ελευθερία και την ισότητα. Διαφορετικά είναι ορατός ο κίνδυνος της αυτοαναίρεσης του ανταγωνισμού από τη δράση των ιδίων των επιχειρήσεων, όταν π.χ. ανακαλύπτουν, με την πάροδο του χρόνου ότι η συνεργασία (σύμπραξη) μεταξύ τους αποτελεί την πιο συμφέρουσα λύση στα προβλήματά τους, απ’ ότι ο ανταγωνισμός.
Σελ. 13
3.3. Η ratio της προστασίας: οικονομικο-κοινωνικοπολιτική
Ενώ σε κάθε άλλο τομέα της κοινωνικής μας ζωής, η συνεργασία και η διαφάνεια είναι τα ζητούμενα, στην οικονομία και ειδικότερα στις αγορές που λειτουργούν με όρους ανταγωνισμού, η μεν σύμπραξη συνιστά, σοβαρό, κατά κανόνα, αδίκημα που παραβιάζει τους κανόνες του «παιχνιδιού», η δε διαφάνεια (π.χ με ανταλλαγή πληροφοριών, επικοινωνία, ακόμη και μονομερή γνωστοποίηση) ως προς τους όρους διαμόρφωσης επιχειρηματικής πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο συμπαιγνίας (λόγω μείωσης της στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των ανταγωνιστών).
Η μονοπώληση της αγοράς- που δεν σημαίνει μόνο έναν πωλητή, αλλά περιλαμβάνει και εκείνες τις επιχειρήσεις που μπορούν, με συνένωση των δυνάμεών τους να επηρεάζουν τους συναλλακτικούς όρους - αξιολογείται αρνητικά για δύο συνοπτικά εκτιθέμενους λόγους:
α) από οικονομικοπολιτική άποψη, γιατί τα μονοπώλια θεωρείται ότι «καταληστεύουν» τους καταναλωτές και στρεβλώνουν την άριστη κατανομή των παραγωγικών συντελεστών. Η ανάλυση των επιδράσεων που ασκεί η μονοπωλιακή δύναμη στην κοινωνική ευημερία αποτελεί παλαιά παράδοση στην οικονομική θεωρία. Ιδιαίτερα μάλιστα η νεοκλασσική προσέγγιση στο κρίσιμο αυτό θέμα της πολιτικής ανταγωνισμού κατέληξε στο ότι η απόκτηση δύναμης στην αγορά προκαλεί, όπως λέγεται, «επαχθές φορτίο για την κοινωνική ευημερία». Η απώλεια του πλεονάσματος του καταναλωτή καταδείχθηκε με βάση οικονομικές συναρτήσεις κοινωνικής ευημερίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ceteris paribus, παράγονται μικρότερες ποσότητες αγαθών απ’ ό,τι σε συνθήκες ανταγωνισμού και σε υψηλότερη τιμή. Όσο και αν αυτές οι παραδοχές της νεοκλασσικής θεωρίας δεν έγιναν απόλυτα δεκτές από όλους τους οικονομολόγους, εν τούτοις όμως επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη της (αντι)μονοπωλιακής πολιτικής στις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες (βλ. το λεγόμενο Μαρσαλλιανό Τρίγωνο, από το όνομα του μεγάλου Άγγλου οικονομολόγου Alfred Marsall).
Σελ. 14
Το AC παριστά το σταθερό κατά μονάδα κόστους, που υποτίθεται ταυτόσημο τόσο για τη μονοπωλιακή επιχείρηση, όσο και για το συνολικό ανταγωνιστικό κλάδο. Η DD’ την καμπύλη ζήτησης μονοπωλιακού και ανταγωνιστικού κλάδου, OQc το επίπεδο παραγωγής του ανταγωνιστικού κλάδου, του μονοπωλιακού OQm, ενώ η ανταγωνιστική τιμή είναι OPc και η τιμή μονοπωλητή OPm. Η απώλεια πλεονάσματος που οφείλεται στην ύπαρξη δύναμης στην αγορά (μονοπωλιακή) παρίσταται από την επιφάνεια PmACPc, από την οποία πρέπει να αφαιρεθεί το πλεόνασμα του παραγωγού που κερδίζει ο μονοπωλητής, οπότε παραμένει μια καθαρή απώλεια στο πλεόνασμα του καταναλωτή που μετράται κατά προσέγγιση από την επιφάνεια ABC.
β) από κοινωνικοπολιτική άποψη, γιατί με τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης σε λίγα χέρια, ελέγχεται αναπόφευκτα, όπως είναι ευνόητο, η λήψη των πολιτικών αποφάσεων σε μία χώρα και εμφανίζονται τα «φαινόμενα διαπλοκής» για τα οποία τόσος λόγος γίνεται στη χώρα μας και όχι μόνον. Το ζήτημα είναι σαφές ότι αφορά την ίδια την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι πολίτες πρέπει να έχουν σχετικά ίσους τρόπους συμμετοχής στη δημοκρατική διαδικασία και επομένως σχετική ίση επιρροή πάνω σ’ αυτή. Αν οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται «πίσω από κλειστές πόρτες». από ισχυρά οικονομικά κέντρα, που διαθέτουν πιθανόν και τον έλεγχο των ΜΜΕ, δεν υπάρχει παρά μόνον κατ’ επίφαση δημοκρατία.
Ενόψει των ανωτέρω λόγων ανακύπτει ανάγκη κανονιστικής ρύθμισης της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων.
Σελ. 15
4. Ο ρόλος του δικαίου του ανταγωνισμού
4.1. Η σημασία του δικαίου του ανταγωνισμού
Η σημασία του δικαίου ανταγωνισμού - ιδιαίτερα στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις Η.Π.Α. - είναι πολύ μεγάλη, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να επιφυλάσσεται στο δίκαιο αυτό ο χαρακτηρισμός του ως «καταστατικού χάρτη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επιχειρήσεων».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), ενώ δεν προδιαγράφει ένα συγκεκριμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς (ιδιωτικές, δημόσιες κ.λπ.) για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 345 ΣΛΕΕ), επιβάλλει εντούτοις με ιδιαίτερη έμφαση την άκρως ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς ως το σύστημα λειτουργίας της οικονομίας. Πυρήνας δε του συστήματος αυτού, όπως κατοχυρώνεται στη Συνθήκη, είναι οι διατάξεις ανταγωνισμού (άρθρα 101 επ. ΣΛΕΕ).
Ο ανταγωνισμός είναι επομένως όχι απλώς ένα συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ο σημαντικότερος θεσμός μέσω του οποίου προωθείται η ολοκλήρωσή της (Integrationsfaktor), γι’ αυτό και απολαύει κατοχύρωσης συνταγματικής ισχύος, ισότιμης με τις βασικές ελευθερίες (κυκλοφορίας εμπορευμάτων και προσώπων κ.λπ.).
4.2. Οι σκοποί
Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, σκοπεύει αφενός μεν στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού ως αποτελεσματικού συστήματος οργά
Σελ. 16
νωσης της οικονομίας (θεσμική προστασία), αφετέρου δε στην οικονομική ελευθερία των συμμετεχόντων στην αγορά (ατομική προστασία), ως προϋπόθεση για την επίτευξη του πρώτου στόχου. Οι δύο αυτοί σκοποί αποτελούν επομένως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Με τη διπλή αυτή στόχευση επιδιώκεται τόσον η ανάσχεση της προϊούσας συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης, με τις προφανείς συνέπειες στον κοινωνικο-πολιτικό τομέα, όσον και η βέλτιστη και πλέον αποδοτική κατανομή των πόρων στην αγορά (οικονομική αποτελεσματικότητα), και κατ’ αποτέλεσμα η κοινωνική ευημερία (social welfare). Επιπροσθέτως, και κατά έμμεσο τρόπο το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού συμβάλλει και στην προστασία των καταναλωτών, αφού κατοχυρώνοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, διασφαλίζει ανταγωνιστικές, δηλαδή «δίκαιες» τιμές για τους καταναλωτές. Εξάλλου, πολύ συχνά, το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού τίθεται στην υπηρεσία και άλλων επιδιώξεων, όπως η ευρωπαϊκή κοινοτική ολοκλήρωση, η προστασία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η πολιτική ελευθερία (π.χ. μέσω του πλουραλισμού στα ΜΜΕ, της αποτροπής φαινομένων «διαπλοκής») κ.ά. Εξ αυτού του λόγου, συχνά το δίκαιο του ανταγωνισμού αναγνωρίζεται με τον όρο «πολιτική ανταγωνισμού».
4.3. Η προέλευση: Αμερικανικό δίκαιο
Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού «γεννήθηκε» στις ΗΠΑ με κύριο στόχο τον έλεγχο των trusts (antitrust law) την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, με τη Sherman Act (1890), η οποία αποτελεί και σήμερα το ισχύον δίκαιο στις ΗΠΑ, μαζί με την Clayton Act (1914). Οι δύο μείζονες, αλλά αντίθετες, σχολές σκέψεις (τις οποίες θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια) που υποστήριξαν την βορειοαμερικανική, και όχι μόνο, πολιτική ανταγωνισμού είναι αφενός η Σχολή του Harvard, η οποία επικράτησε μεταπολεμικά (1950-1970), με κεντρικό δόγμα ότι η δομή της αγοράς επιδρά στη συμπεριφορά της αγοράς και ως εκ τούτου στην κοινωνική ευημερία (market structure>market conduct>market performance - SCP paradigm), αφετέρου η Σχολή του Chicago (Chicago paradigm), η οποία αποτελεί από τη δεκαετία του 1970 την επικρατούσα σχολή, και η οποία εισάγοντας εκτεταμένα την οικονομική ανάλυση του δικαίου (economic analysis of law/law & economics) αναγόρευσε την αποτελε-
Σελ. 17
σματικότητα της αγοράς (market efficiency) ως τη μοναδική νομιμοποιημένη στόχευση της πολιτικής ανταγωνισμού, η οποία έμμεσα θα τείνει να αυξάνει την κοινωνική ευημερία. Σήμερα, το δόγμα της Σχολής του Chicago, αμφισβητείται έντονα, όχι μόνο λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά και σε θεωρητικό επίπεδο, από τη νέα Σχολή της οικονομικής επιστήμης, την Κλαδική Οικονομική, η οποία εστιάζει στα στρατηγικά μέσα δια των οποίων η ισχύς μιας επιχείρησης στην αγορά ασκείται ή δημιουργείται.
4.4. Ευρωπαϊκό δίκαιο (γενικά)
Στην Ευρώπη το θεωρητικό υπόβαθρο του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού εντοπίζεται στη σκέψη της Σχολής του Freiburg και του ρεύματος που ονομάστηκε Ordoliberalismus (ταξι-φιλελευθερισμός ή ρυθμιζόμενος φιλελευθερισμός), το οποίο καθόρισε εξίσου και την σχεδόν ταυτόχρονη (1956) γερμανική νομοθεσία ανταγωνισμού (GwB). Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η πολιτική ανταγωνισμού χρησιμοποιήθηκε ως κύριο εργαλείο για την επίτευξη της κοινοτικής ολοκλήρωσης, δηλαδή μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς μέσω της άρσης των εθνικών στεγανών.
Η σύγχρονη, πάντως, πολιτική ανταγωνισμού επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό από το κρατούν την τελευταία 30ετία στις ΗΠΑ δόγμα της Σχολής του Chicago, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πρόσφατο «εκσυγχρονισμό» της ενωσιακής πολιτικής ανταγωνισμού, όπως κατεξοχήν επιχειρείται με τον Καν.(ΕΚ) 1/2003 (EE L 1/4.1.2003). Το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού είναι πρωτογενές, καθώς το Κεφάλαιο 1 του Τίτλου VII της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) περιλαμβάνει τους θεμελιώδεις κανόνες ανταγωνισμού (άρθρα 101-109 ΣΛΕΕ, πρώην 81-89 ΣυνθΕΚ, και αρχικά 85-94 ΣυνθΕΟΚ). Οι κανόνες ανταγωνισμού διακρίνονται σε δύο τμήματα, το πρώτο (άρθρα 101-106 ΣΛΕΕ) για τους κανόνες που εφαρμόζονται επί των επιχειρήσεων, το δεύτερο (άρθρα 107-109 ΣΛΕΕ) για τις κρατικές ενισχύσεις. Το πρωτογενές αυτό δίκαιο, που είναι άμεσης ισχύος, συμπληρώνεται από ένα μεγάλο σώμα παράγωγου δικαίου, ήτοι με Κανονισμούς, οι σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι ο Καν.(ΕΚ) 1/2003 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 ΣυνθΕΚ, ο Καν.
Σελ. 18
(ΕΚ) 773/2004 σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ, Καν. (ΕΚ) 19/65 περί εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, ο Καν.(ΕΚ) 139/2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ο Καν. (ΕΚ) 330/2010 για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, ο Καν.(ΕΕ) 316/2014 για την εφαρμογή του άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας κ.ά.
Με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας (13.12.2007), εισέρχεται στην ενωσιακή έννομη τάξη μια νέα οριζόντια κοινωνική ρήτρα, που διασφαλίζει παράλληλα προς την άκρως ανταγωνιστική υφή της Ένωσης και τον κοινωνικό χαρακτήρα της.
Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με οιονεί δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, που καταλήγουν στην έκδοση αποφάσεων. Ο δικαστικός έλεγχος αυτών των αποφάσεων διεξάγεται από τα ενωσιακά δικαστήρια, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Γενικό Δικαστήριο ΕΕ (πρώην ΔΕΚ και ΠΕΚ αντιστοίχως). Το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού υπερέχει των εθνικών δικαίων και σε ενδεχόμενη σύγκρουση υπερισχύει.
4.5. Ελληνικό δίκαιο
Στη χώρα μας ισχύει από το 1977 νόμος «περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας ελεύθερου ανταγωνισμού» (αρχικά Ν 703/1977, τώρα Ν 3959/2011, που υιοθετεί σχεδόν πλήρως το ενωσιακό πρότυπο (βλ. αναλυτικά π.κ), γι’ αυτό και η ανάπτυξη που θα ακολουθήσει στο κεφάλαιο ΙΙ, αφορά ταυτόχρονα τα άρθρα 101 επ. ΣΛΕΕ, όσο και τις διατάξεις του ελληνικού νόμου (3959/2011, στη θέση του προϊσχύσαντος Ν 703/1977).
Το ελληνικό δίκαιο, όπως και το ενωσιακό, περιλαμβάνει τρεις επιμέρους κεντρικούς άξονες προστασίας του ανταγωνισμού στην αγορά από πράξεις-συμπεριφορές ιδιωτικών (=όχι κρατικών) επιχειρήσεων:
α) συμπράξεις (=συντονισμός συμπεριφορών)
Σελ. 19
β) κατάχρηση οικονομικής ισχύος (=μονομερής συμπεριφορά δεσπόζουσας επιχείρησης)
γ) συγκέντρωση οικονομικής ισχύος
Το ακόλουθο διάγραμμα αποτυπώνει αυτή τη διάκριση:
Πίνακας 4
4.6. Διάκριση από αθέμιτο ανταγωνισμό
Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού διακρίνεται από το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, παρότι το προστατευτέο έννομο αγαθό είναι κοινό, στη μορφή του σκοπού: Αποτροπή του υποτονικού ανταγωνισμού το πρώτο (λόγω της συρρίκνωσης της οικονομικής ελευθερίας των συμμετεχόντων σ’ αυτόν), αποτροπή του υπερβολικού («άμετρου») ανταγωνισμού το δεύτερο (με την απαγόρευση αθέμιτων συμπεριφορών π.χ. παραπλανητική διαφήμιση.)
Πίνακας 5
Σελ. 20
Γ. Υπάρχει κάποιο πρότυπο ανταγωνισμού;
1. Ο ανταγωνισμός ως αυτοσκοπός
Ο ανταγωνισμός, όπως διαπιστώθηκε, είναι η ρυθμιστική αρχή της οικονομίας μας. Παρά την εξαιρετική του όμως σημασία για την οικονομική τάξη δεν είναι πανάκεια:
Υπάρχουν ανάγκες υψηλής κοινωνικής ιεράρχησης, όπως προστασία περιβάλλοντος, απασχόληση, επιστημονική έρευνα, κοινωνική πρόοδος (κοινωνικός αποκλεισμός-διακρίσεις, αλληλεγγύη γενεών) κ.λπ. που δεν καλύπτονται επαρκώς από την (ανταγωνιστική) οικονομία της αγοράς ή όπου αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί καθόλου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στο χώρο της υπερσυνταγματικής ευρωπαϊκής έννομης τάξης επήλθαν μεγάλες αλλαγές ήδη δε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπου στο άρθρο 3 ορίζονται ευρύτεροι κοινωνικοί στόχοι (κοινωνική ρήτρα), αναδιανεμητικού χαρακτήρα, που επιτρέπουν την παρέμβαση στην αγορά (βλ. άρθρο 2 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 2 ΣυνθΕΕ) μετατρέποντάς την, και ρητά πλέον, σε «άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς».
Τον κοινωνικό χαρακτήρα της αγοράς αναδεικνύει και το ελληνικό Σύνταγμα στο πολύ σημαντικό άρθρο 106 παρ. 2, σύμφωνα με το οποίο η ελεύθερη οικονομική πρωτοβουλία και η οικονομία της αγοράς δεν είναι αυτοσκοπός. Η ιδιωτική πρωτοβουλία (ανταγωνισμός κ.λπ.) δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.
2. Ο βαθμός ανταγωνισμού
Εξάλλου είναι γεγονός ότι η ένταση (βαθμός) ανταγωνισμού επηρεάζεται, κατ’ αρχήν από τον αριθμό και το μέγεθος των επιχειρήσεων στη σχετική αγορά, αλλά και από τη συμπεριφορά τους. Έτσι λοιπόν όταν σε μια αγορά υπάρχουν ελάχιστες επιχειρήσεις κάθε επιχείρηση είναι αναγκασμένη να παρακολουθεί τι κάνουν οι ανταγωνιστές της και πως αντιδρούν, π.χ. αν υπάρχουν δύο αεροπορικές εταιρίες που εξυπηρετούν την ίδια γραμμή και αυξήσει η μία την τιμή του εισιτηρίου, η άλλη θα προβληματιστεί αν κι αυτή θα αυξήσει το ίδιο την τιμή του εισιτηρίου της ή θα διατηρήσει την πάγια τιμή αποσπώντας έτσι μέρος της πελατείας της πρώτης εταιρίας. Αν επιλέξει το δεύτερο μπορεί να αναμένει ένα πόλεμο τιμών από την πρώτη εταιρία, η οποία μπορεί να επανέλθει στην παλαιά τιμή ή και ακόμη πιο κάτω. Η «στρατηγική αλληλεπίδραση» είναι ο όρος που περιγράφει πόσο εξαρτάται η στρατηγική κάθε επιχείρησης (και άρα ο βαθμός ανταγωνισμού) από τη μορφή της αγοράς (δυοπώ-
Σελ. 21
λιο, ολιγοπώλιο, πολυπώλιο) και τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών μεταξύ τους.
Για τα ανωτέρω φαίνεται να υπάρχει γενικό consensus. Οι διαφωνίες αρχίζουν από τη στιγμή που τίθεται το ερώτημα για την ιδανική οργάνωση (μορφή) του ανταγωνισμού, ή για τους συγκεκριμένους κανόνες του παιχνιδιού (Spielregeln), που πρέπει να ισχύουν στην ανταγωνιστική οικονομία (κανονιστική παρέμβαση του κράτους). Οι αντιθέσεις στις απόψεις οφείλονται όχι μόνον σε ιδεολογικούς παράγοντες, αλλά και σε διαφορετικές αντιλήψεις για τη λειτουργία και τις συνέπειες των διαφόρων μορφών ανταγωνισμού.