ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Θεωρητική ανάλυση - Πρακτική Εφαρμογή - Υποδείγματα

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 138,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 138,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18410
Αποστολόπουλος Χ., Βαγενά Ε., Βαρελά Μ., Βενιέρης Ι., Βερβεσός Ν., Γεροντίδης Ι., Δασμάνογλου Α., Διβριώτη Ά., Κοριατοπούλου Π., Κορτέσης Α., Κουνάδης Γ., Κυπρούλη Κ., Κωστάκης Δ., Μαργαρίτης Ε., Μήτσου Α. Ο., Πανίτσας Γ., Σπυρίδωνος Α., Σταυρίδου Σ., Τζάκας Δ. Π., Τσιαφούτης Β., Φλάμπουρας Δ., Φράγκος Ν., Μανταλάρα Γ., Ντζούφα Κ., Παπαθανασοπούλου Α., Ρούσσου Ά., Σερδάρης Κ., Φέλκελ Χ.
Βενιέρης Ι., Βερβεσός Ν.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 1264
  • ISBN: 978-960-654-398-2
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το πρωτότυπο συλλογικό έργο «Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων» αποτελεί μία πρώτη προσπάθεια παρουσίασης και ανάλυσης των βασικότερων εμπορικών συμβάσεων, όπως αυτές εμφανίζονται στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές, από αξιόλογους και διακεκριμένους νομικούς με ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο.
Προτεραιότητα δόθηκε τόσο στη θεωρητική (βιβλιογραφική και νομολογιακή) όσο και στην πρακτική προσέγγιση, με παράθεση στις περισσότερες περιπτώσεις σχετικού υποδείγματος της αντίστοιχης εμπορικής σύμβασης, ενώ δεν λείπουν και οι προσωπικές απόψεις, κρίσεις και προσεγγίσεις των συγγραφέων.
Στο γενικό μέρος του συγγράμματος αναλύονται η έννοια της εμπορικής σύμβασης, οι εφαρμοστέες διατάξεις και οι πηγές δικαίου. Ακολουθούν το προσυμβατικό στάδιο, η σχέση των εμπορικών συμβάσεων με την προστασία του καταναλωτή, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τέλος η εκπλήρωση των εμπορικών συμβάσεων και τα νομικά ζητήματα εξ αυτής.
Στο ειδικό μέρος αναλύονται οι επιμέρους εμπορικές συμβάσεις οι οποίες χωρίζονται σε υποκατηγορίες με βάση το αντικείμενο τους: ήτοι συμβάσεις

  • επί ακινήτων (μεσιτεία, εμπορική μίσθωση)
  • εκμετάλλευσης επιχείρησης με κύρια βάση ακίνητα (μίσθωση και διαχείριση ξενοδοχείου, allotment)
  • εμπορικής διαμεσολάβησης (εμπορική αντιπροσωπεία, διανομή, δικαιόχρηση)
  • πώλησης (εμπορική, ρήτρες διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου, μεταβίβαση επιχείρησης και μετοχών)
  • επενδυτικές (παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, αναδοχής)
  • τραπεζικές (αλληλόχρεος λογαριασμός, σύσταση ενεχύρου επί απαιτήσεων, τραπεζική ενέγγυα πίστωση, εγγυητική επιστολή, δήλωση πατρωνίας, χρηματοδοτική μίσθωση, πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, μεταβίβασης τραπεζικών απαιτήσεων)
  • ασφαλιστικές (ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, ασφαλιστική διαμεσολάβηση)
  • επί άυλων αγαθών (εκδοτική, ανάπτυξη λογισμικού, παροχή εμπορικών πληροφοριών, παροχή τεχνογνωσίας, παραχώρηση χρήσης σήματος και ένδειξης, εκμετάλλευση ευρεσιτεχνίας, υπηρεσιακή-εξαρτημένη εφεύρεση, μεταβίβαση πνευματικού έργου – σήματος – ευρεσιτεχνίας, συνύπαρξη, ανάθεση διαχείρισης πνευματικών/συγγενικών δικαιωμάτων)
  • χερσαίας μεταφοράς
  • παροχής συμβουλών
  • ταξιδιωτικές

Το έργο αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για μάχιμους δικηγόρους, συμβούλους επιχειρήσεων, δικαστές, ακαδημαϊκούς, αλλά και σπουδαστές νομικών σχολών, υποψήφιους ΕΣΔΙ κ.λπ.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σελ. VII
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
Ι. Εισαγωγή Σελ. 3
ΙΙ. Εμπορική σύμβαση
Α. Χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως εμπορικής σύμβασης Σελ. 4
Β. Τύποι εμπορικών συμβάσεων Σελ. 16
Γ. Κατάρτιση, περιεχόμενο και λήξη εμπορικής σύμβασης Σελ. 23
ΙI. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ (ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς και δικαιοδοσίας)
I. Πηγές δικαίου Σελ. 30
II. Διεθνής δικαιοδοσία Σελ. 32
A. Συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση συμβατικών ενοχών Σελ. 33
B. Συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση αδικοπρακτικών ενοχών Σελ. 34
Γ. Συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση του υποκαταστήματος Σελ. 34
Δ. Συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση επί ομοδικίας Σελ. 35
III. Εφαρμοστέο δίκαιο Σελ. 38
ιιι. Προσυμβατικό στάδιο
1. ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ Η Επιστολή Προθέσεων (Letter of Intent) και το Μνημόνιο Συνεννόησης (MoU)
I. Εισαγωγή στο ζήτημα: Pennzoil Co. v. Texaco Inc. Σελ. 42
ΙΙ. Έννοια, χαρακτηριστικά, συναλλακτική χρησιμότητα και προβληματική
Α. Εισαγωγικά Σελ. 44
Β. Επιστολή προθέσεων - Έννοια, περιεχόμενο και λειτουργίες Σελ. 45
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Γ. Μνημόνιο συνεννόησης - Περιεχόμενο και λειτουργίες Σελ. 47
Δ. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα Σελ. 49
III. Η νομική φύση της επιστολής προθέσεων και του MoU
Α. Η πρακτική σημασία της σχετικής αναζήτησης Σελ. 51
Β. Προϋποθέσεις κατάφασης καταρτισμένης σύμβασης Σελ. 51
IV. Έννομες συνέπειες από την παραβίαση των συμφωνηθέντων στην επιστολή προθέσεων και το MoU
Α. Ευθύνη λόγω αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης Σελ. 56
Β. Ευθύνη από διαπραγματεύσεις Σελ. 57
V. Συμπεράσματα Σελ. 65
2. Σύμβαση Εμπιστευτικότητας (non-disclosure, confidentiality agreement)
I. Εισαγωγικά Σελ. 68
ΙI. Το περιεχόμενο των συμβάσεων εμπιστευτικότητας
Α. Τύποι συμβάσεων εμπιστευτικότητας Σελ. 70
Β. Κύριο περιεχόμενο Σελ. 71
Γ. Ζημία από την παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας Σελ. 71
Υπόδειγμα σύμβασης εμπιστευτικότητας Σελ. 73
iV. Εμπορική σύμβαση και δίκαιο καταναλωτή
I. Εισαγωγή Σελ. 77
II. Η έννοια του καταναλωτή
A. Η εξέλιξη του ορισμού στο Ν 2251/1994 και η προστασία του εμπόρου ως καταναλωτή Σελ. 78
B. Η στενή έννοια του καταναλωτή μετά τις τροποποιήσεις του N 4512/2018 Σελ. 82
Γ. Η προστασία του εγγυητή σε επαγγελματικές συμβάσεις ως καταναλωτή Σελ. 84
ΙΙΙ. Ο προμηθευτής προϊόντων και υπηρεσιών Σελ. 86
ΙV. Γενικοί Όροι Συναλλαγών
A. Συμβάσεις προσχώρησης και αποκατάσταση της συμβατικής ισορροπίας Σελ. 87
B. Η έννοια των ΓΟΣ Σελ. 89
Γ. Η αρχή της διαφάνειας Σελ. 92
Δ. Ο έλεγχος των ΓΟΣ στις συμβάσεις επαγγελματιών - μη καταναλωτών Σελ. 93
Ε. Η ένταξη των ΓΟΣ στη σύμβαση Σελ. 95
ΣΤ. Ο έλεγχος των ΓΟΣ μέσω της ερμηνείας τους Σελ. 97
Ζ. Ο έλεγχος κύρους των ΓΟΣ Σελ. 98
v. Εκπλήρωση και Ανώμαλη εξέλιξη των Εμπορικών Συμβάσεων
I. Γενικά Σελ. 106
II. Εκπλήρωση των υποχρεώσεων και απόσβεση των ενοχών Σελ. 106
III. Ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης
A. Γενικά Σελ. 107
B. Ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης κατ’ ιδίαν Σελ. 109
Vi. Εμπορικές συμβάσεις και ηλεκτρονικό εμπόριο
Εισαγωγή Σελ. 123
Ι. Ηλεκτρονικό εμπόριο: έννοια και είδη
Α. Εννοιολογική οριοθέτηση του ηλεκτρονικού εμπορίου Σελ. 126
Β. Τα είδη του ηλεκτρονικού εμπορίου και η νομική τους σημασία Σελ. 128
ΙΙ. Η λειτουργία ενός ηλεκτρονικού καταστήματος ως παροχή υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας Σελ. 132
Α. Οι Υπηρεσίες της Κοινωνίας της Πληροφορία ως κομβική έννοια του ηλεκτρονικού εμπορίου Σελ. 133
Β. Η αρχή του κράτους εγκατάστασης Σελ. 135
Γ. Παρεκκλίσεις από την αρχή του κράτους εγκατάστασης Σελ. 139
Δ. Ο Κανόνας της απαγόρευσης επιβολής προηγούμενης άδειας Σελ. 140
ΙΙΙ. Το βασικό περιεχόμενο των «Όρων Χρήσης» ενός ηλεκτρονικού καταστήματος
Α. Προσυμβατική ενημέρωση εκ του ΠΔ 131/2003 Σελ. 140
Β. Προσυμβατική ενημέρωση από το δίκαιο του καταναλωτή Σελ. 143
Γ. «Όροι Χρήσης» ιστοσελίδας ως Γενικοί Όροι Συναλλαγών Σελ. 145
IV. Ηλεκτρονική κατάρτιση συμβάσεων
A. Διαδικασία κατάρτισης ηλεκτρονικής σύμβασης Σελ. 147
V. Προστασία προσωπικών δεδομένων στο ηλεκτρονικό εμπόριο
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 151
Β. Πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού GDPR Σελ. 154
Γ. Νόμιμες βάσεις για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων Σελ. 155
Δ. Περιεχόμενο της «Πολιτικής Απορρήτου» Σελ. 161
Ε. Τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων Σελ. 164
ΣΤ. Προστασία προσωπικών δεδομένων στα πλαίσια του N 3471/2006 Σελ. 165
VI. Αντί Επιλόγου Σελ. 169
Yπόδειγμα των Όρων Χρήσης της ιστοσελίδας Σελ. 172
Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
1. ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΣΙΤΕΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Ι. Έννοια και νομική ρύθμιση
Α. Γενικά Σελ. 179
Β. Μεσιτεία ακινήτων Σελ. 180
ΙΙ. Η κατάρτιση και το υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης
Α. Κατάρτιση - Τύπος Σελ. 181
Β. Υποχρεωτικό περιεχόμενο Σελ. 182
Γ. Αποκλειστική μεσιτεία Σελ. 183
IΙΙ. Παροχές και υποχρεώσεις των μερών
Α. Παροχές και υποχρεώσεις του μεσίτη Σελ. 184
Β. Υποχρεώσεις του εντολέα και ιδίως η υποχρέωση για καταβολή της μεσιτικής αμοιβής Σελ. 186
IV. Λύση της σύμβασης Σελ. 192
Υπόδειγμα μεσιτικής εντολής Σελ. 194
2. ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ Σελ. 197
Ι. Διαχωρισμός εμπορικών μισθώσεων σε νέες και παλαιές με κρίσιμη ημερομηνία την 28.2.2014 Σελ. 197
ΙΙ. Εφαρμοστέες και μη διατάξεις εμπορικών μισθώσεων που συνήφθησαν μετά την 28.2.2014 (άρθρο 13 Ν 4242/2014) - Τομές
Α. Εφαρμοστέες διατάξεις του ΠΔ 34/1995 (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α' Ν 4242/2014). Σελ. 197
Β. Μη εφαρμοστέες διατάξεις του ΠΔ 34/1995 Σελ. 198
Γ. Συμβατική πρόβλεψη εφαρμογής μη εφαρμοστέων διατάξεων Σελ. 199
Δ. Τομές Σελ. 200
Ε. Το μέλλον - Έξυπνα συμβόλαια μίσθωσης (smart contracts) Σελ. 201
ΙΙΙ. Εφαρμοστέες διατάξεις παλαιών εμπορικών μισθώσεων που συνήφθησαν πριν την 28.2.2014 (άρθρο 13 Ν 4242/2014)
Α. Νομοθετική οριοθέτηση έννοιας παλαιών μισθώσεων Σελ. 201
Β. Τροποποιήσεις και κατάργηση παλαιών διατάξεων για τις παλαιές μισθώσεις Σελ. 201
Γ. Διατήρηση σε ισχύ λοιπών διατάξεων ΠΔ 34/1995 Σελ. 202
IV. Πεδίο εφαρμογής ειδικού δικαίου εμπορικών μισθώσεων
Α. Προστατευόμενες εμπορικές μισθώσεις Σελ. 202
Β. Μίσθωση ακινήτου με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού με βραχυχρόνιες μισθώσεις μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας τύπου AirBnB Σελ. 203
Γ. Μεικτή χρήση (άρθρο 1 παρ. 2 ΠΔ 34/1995) Σελ. 204
Δ. Νομικός χαρακτηρισμός μίσθωσης Σελ. 204
V. Τύπος Σελ. 205
VI. Διάρκεια
Α. Ελάχιστη κατά νόμον διάρκεια (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α΄ Ν 4242/2014) - Ανανέωση και μετατροπή μίσθωσης σε αορίστου χρόνου (άρθρο 611 ΑΚ σε συνδυασμό προς άρθρα 608 παρ. 2 και 609 ΑΚ) Σελ. 205
Β. Δεσμευτικός χαρακτήρας ελάχιστης κατά νόμον διάρκειας Σελ. 206
VII. Έναρξη μίσθωσης και παράδοση μισθίου Σελ. 206
VIII. Μίσθωμα και αναπροσαρμογή
Α. Ελεύθερος καθορισμός μισθώματος από σύμβαση (άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α' ΠΔ 34/1995) Σελ. 206
Β. Αναπροσαρμογή μισθώματος Σελ. 207
Γ. Χρόνος ως δήλη ημέρα καταβολής μισθώματος Σελ. 210
Δ. Απόδειξη καταβολής μισθώματος Σελ. 210
Ε. Εκχώρηση μισθώματος Σελ. 210
ΣΤ. Ένσταση εξόφλησης ή συμψηφισμού του μισθωτή εναγόμενου για οφειλές από τη μίσθωση κατά του ενάγοντος εκμισθωτή Σελ. 211
IX. Καταβολή εφάπαξ ποσού «αέρα» στον εκμισθωτή Σελ. 212
X. Εγγύηση τρίτου για τήρηση υποχρεώσεων μισθωτή Σελ. 212
XI. Καταβολή χρηματικού ποσού εγγυοδοσίας στον εκμισθωτή καλούμενης ως εγγύησης
Α. Συνήθης συμβατικός όρος και βασικά στοιχεία αυτού Σελ. 212
Β. Νομικό θεμέλιο η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων Σελ. 213
Γ. Νομική φύση εγγύησης Σελ. 213
Δ. Νομική φύση αξιώσεων των μερών σχετικά με την εγγύηση μετά τη λήξη της μίσθωσης Σελ. 213
XII. Χρήση μισθίου
Α. Συμβατική συμφωνία για την επιτρεπόμενη χρήση Σελ. 214
Β. Ανάληψη συμβατικής δέσμευσης τήρησης κανονισμού οικοδομής Σελ. 214
Γ. Υποχρέωση εκμισθωτή προς παράδοση μισθίου και διατήρηση αυτού κατάλληλου για τη συμφωνηθείσα χρήση (άρθρα 574επ. ΑΚ) Σελ. 214
Δ. Ελαττώματα και έλλειψη συμφωνηθεισών ιδιοτήτων Σελ. 214
Ε. Απώλεια δικαιωμάτων μισθωτή λόγω γνώσης ή άγνοιας εκ βαρείας αμελείας των ελαττωμάτων ή της έλλειψης συμφωνηθεισών ιδιοτήτων Σελ. 215
ΣΤ. Δαπάνες και κατασκευάσματα μισθωτή στο μίσθιο (άρθρο 591 ΑΚ) Σελ. 215
Ζ. Φθορές ή μεταβολές Σελ. 216
Η. Γενική υποχρέωση μισθωτή για επιμελή μεταχείριση του μισθίου (άρθρα 592, 594, 599 ΑΚ) Σελ. 217
Θ. Σιωπηρή συναίνεση εκμισθωτή σε επεμβάσεις μισθωτή στο μίσθιο. Σελ. 218
Ι. Υπερημερία δανειστή-εκμισθωτή αρνούμενου να παραλάβει μίσθιο με φθορές Σελ. 218
XIII. Αφάλιση μισθίου Σελ. 218
XIV. Όροι μίσθωσης σύμφωνοι με τον νόμο και τα χρηστά ήθη Σελ. 218
XV. Παραχώρηση χρήσης
Α. Παραχώρηση χρήσης μισθίου σε τρίτον με συμφωνία των μερών (άρθρο 11 ΠΔ 34/1995). Σελ. 219
Β. Υπομίσθωση Σελ. 219
Γ. Ευθύνη μισθωτή έναντι του εκμισθωτή για το πταίσμα του τρίτου (άρθρο 593 ΑΚ) Σελ. 220
Δ. Μεταβίβαση μισθωτικής σχέσης εν ζωή, Σελ. 220
Ε. Κληρονομική διαδοχή Σελ. 221
XVI. Λύση (άρθρο 13 Ν 4242/2014)
Α. Συμβατική λύση με νεότερη συμφωνία με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. β' Ν 4242/2014) Σελ. 222
Β. Λύση με έγγραφη καταγγελία (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. γ' Ν 4242/2014). Σελ. 222
Γ. Καταγγελία μίσθωσης που έχει λήξει λογιζόμενη ως εναντίωση στη σιωπηρή αναμίσθωση Σελ. 224
Δ. Εσφαλμένος προσδιορισμός χρόνου λήξης μίσθωσης από τον ενάγοντα - Αίτημα απόδοσης μισθίου σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου λήξης της μίσθωσης (άρθρο 48 παρ. 2 ΠΔ 34/1995 και άρθρο 69 ΚΠολΔ) Σελ. 224
Ε. Γενική διάταξη περί καταγγελίας (άρθρο 15 ΠΔ 34/1995 και άρθρο 66 ΕισΝΚΠολΔ) Σελ. 224
ΣΤ. Συμβατικό δικαίωμα καταγγελίας λόγω μεταμέλειας. Σελ. 225
Ζ. Μετατροπή καταγγελίας επί μιας βάσεως σε καταγγελία επί άλλης βάσεως Σελ. 225
Η. Καταγγελία από τον καταγγέλλοντα άλλως από πληρεξούσιο Σελ. 225
Θ. Λύση μίσθωσης με καταγγελία ακόμη και επί μη προσφοράς της τυχόν συμφωνηθείσας αποζημίωσης Σελ. 226
Ι. Ανάρτηση πινακίδων - Επισκέψεις του μισθίου Σελ. 226
XVII. Παραίτηση από δικαιώματα (άρθρο 45 ΠΔ 34/1995) Σελ. 226
XVIII. Απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων εκμισθωτή και μισθωτή (ΑΚ 281) Σελ. 226
Υπόδειγμα σύμβασης εμπορικής μίσθωσης Σελ. 228
3. Σύμβαση μίσθωσης ξενοδοχείου
I. Έννοια και ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης μίσθωσης ξενοδοχείου Σελ. 235
II. Διάκριση της σύμβασης μίσθωσης ξενοδοχείου από τη σύμβαση διαχείρισης ξενοδοχείου Σελ. 236
III. Υποχρεώσεις των μερών
Α. Υποχρεώσεις εκμισθωτή Σελ. 238
Β. Υποχρεώσεις μισθωτή Σελ. 239
IV. Νομική φύση της σύμβασης μίσθωσης ξενοδοχείου Σελ. 241
V. Κατάρτιση και διάρκεια της συμβάσεως μίσθωσης ξενοδοχείου Σελ. 242
VI. Εκποίηση μισθίου Σελ. 244
VII. Διαδικασία επίλυσης των διαφορών από τη σύμβαση μίσθωσης ξενοδοχείου Σελ. 245
VIII. Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα εκδίκασης των διαφορών εκ της συμβάσεως μίσθωσης ξενοδοχείου Σελ. 246
Υπόδειγμα σύμβασης μίσθωσης ξενοδοχείου Σελ. 249
4. Σύμβαση διαχείρισης ξενοδοχείου Σελ. 254
I. Έννοια και ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης διαχείρισης ξενοδοχείου Σελ. 254
II. Υποχρεώσεις των μερών Σελ. 256
III. Νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης ξενοδοχείου Σελ. 258
IV. Κατάρτιση και διάρκεια της σύμβασης διαχείρισης ξενοδοχείου Σελ. 258
V. Οικονομική λειτουργία της σύμβασης διαχείρισης ξενοδοχείου Σελ. 259
VI. Θέματα πωλήσεων του ξενοδοχείου Σελ. 260
VII. Θέματα διαχείρισης προσωπικού Σελ. 262
VIII. Προμήθειες Σελ. 262
IX. Ευθύνη του διαχειριστή έναντι τρίτων Σελ. 263
X. Σύμβαση διαχείρισης και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο Σελ. 264
Υπόδειγμα σύμβασης διαχείρισης ξενοδοχείου Σελ. 265
5. Σύμβαση allotment Σελ. 271
I. Έννοια και ουσιώδη στοιχεία της ξενοδοχειακής συμβάσεως Σελ. 271
II. Μορφές εμφάνισης της ξενοδοχειακής σύμβασης με βάση τον Κανονισμό των σχέσεων ξενοδόχων και πελατών αυτών Σελ. 272
III. Η νομοθετική ρύθμιση της ξενοδοχειακής σύμβασης Σελ. 274
IV. Νομική φύση της ξενοδοχειακής σύμβασης Σελ. 276
V. Ο εμπορικός χαρακτήρας της ξενοδοχειακής σύμβασης Σελ. 277
VI. Νομικός χαρακτηρισμός της τριμερούς σχέσεως μεταξύ ξενοδόχου, τουριστικού πράκτορα και πελάτη αυτού Σελ. 278
VII. Νομικός χαρακτηρισμός του δικαιώματος ακύρωσης των 21 ημερών που παρέχει ο Κανονισμός των σχέσεων ξενοδόχων και πελατών αυτών Σελ. 280
VIII. Καθ’ ύλην, κατά τόπον αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων και ακολουθητέα διαδικασία Σελ. 281
IX. Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και παρέκταση της τοπικής αρμοδιότητας Σελ. 282
Υπόδειγμα ξενοδοχειακής σύμβασης Σελ. 285
ΙΙ. Συμβάσεις εμπορικής διαμεσολάβησης
1. ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ Σελ. 290
Ι. Ορισμός εμπορικής αντιπροσωπείας - Διάκριση από άλλους τύπους συμβάσεων
Α. Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας Σελ. 290
Β. Σύμβαση εμπορικής διανομής Σελ. 292
Γ. Σύμβαση παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας Σελ. 292
Δ. Σύμβαση μεσιτείας Σελ. 293
ΙΙ. Νομική φύση σύμβασης Σελ. 294
ΙΙΙ. Εφαρμοστέο δίκαιο - Κατάρτιση της σύμβασης Σελ. 294
IV. Τύποι εμπορικών αντιπροσώπων Σελ. 295
V. Υποχρεώσεις εμπορικού αντιπροσώπου Σελ. 296
VI. Υποχρεώσεις αντιπροσωπευόμενου Σελ. 298
VII. Ειδικά η προμήθεια του εμπορικού αντιπροσώπου Σελ. 299
VIII. Ειδικά η ρήτρα del credere Σελ. 303
ΙΧ. Διάρκεια εμπορικής αντιπροσωπείας
Α. Σύμβαση ορισμένου χρόνου και αορίστου χρόνου Σελ. 303
Β. Λήξη της σύμβασης Σελ. 304
Χ. Έννομες συνέπειες λήξης σύμβασης
Α. Χρηματικές αξιώσεις Σελ. 306
Β. Μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού Σελ. 311
Γ. Μη χρηματικές αξιώσεις Σελ. 312
Υπόδειγμα σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας Σελ. 314
2. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΈΝΟΥ ΜΕΤΑΠΩΛΗΤΗ-ΔΙΑΝΟΜΕΑ (ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗ, ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗ) Σελ. 321
Ι. Εισαγωγή Σελ. 321
II. Α. Έννοια και ρυθμιστικό πλαίσιο Σελ. 322
II. Β. Διάκριση από σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας Σελ. 324
III. Βασικοί όροι της σύμβασης διανομής (είτε αυτή είναι απλή ή αποκλειστική) Σελ. 325
ΙV. Ειδικά επί της σύμβασης επιλεκτικής διανομής Σελ. 329
V. Ειδικά επί της σύμβασης αποκλειστικής διανομής Σελ. 331
VI. Αξίωση για καταβολή αποζημίωσης πελατείας μετά τη λύση της σύμβασης αποκλειστικής διανομής. Σελ. 334
VII. Λύση της σύμβασης διανομής Σελ. 337
VIII. Συμβάσεις διανομής και ανωτέρα βία Σελ. 338
Υπόδειγμα σύμβασης διανομής Σελ. 342
3. Σύμβαση Δικαιόχρησης (franchise) Σελ. 350
I. Εισαγωγικά Σελ. 350
ΙΙ. Το περιεχόμενο των συμβάσεων franchise
Α. Η σημασία της συναλλακτικής πρακτικής Σελ. 352
Β. Η τυπολογική προσέγγιση της σύμβασης franchise Σελ. 352
Γ. Οι κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις των μερών Σελ. 354
ΙΙΙ. Η λύση της σύμβασης
Α. Γενικά Σελ. 358
Β. Η λύση της σύμβασης με έκτακτη καταγγελία Σελ. 358
Υπόδειγμα σύμβασης δικαιόχρησης (franchise) Σελ. 363
III. Συμβάσεις πώλησης
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΗ (ΕΝΝΟΙΑ, ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΩΛΗΣΗ, ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΠΩΛΗΣΗΣ, ΠΩΛΗΣΗ ΜΕ ΑΠΟΣΤΟΛΗ)
Ι. Η έννοια της πώλησης στο εσωτερικό δίκαιο (αστική πώληση-εμπορική πώληση) Σελ. 397
ΙΙ. Έννοια διεθνούς εμπορικής πώλησης - Σχέση με CISG - Ρήτρες του διεθνούς εμπορίου Σελ. 398
ΙΙΙ. Διεθνής πώληση - Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων (Convention for the International Sale of Goods, CISG)
Α. Εισαγωγικά - Νομική φύση - Περιεχόμενο Σελ. 399
Β. Πεδίο εφαρμογής της CISG - Η CISG ως «soft law» Σελ. 401
Γ. Ζητήματα ερμηνείας Σελ. 405
Δ. Τύπος Σελ. 409
Ε. Σύναψη της σύμβασης πώλησης - Τροποποίηση της σύμβασης πώλησης Σελ. 410
ΣΤ. Υποχρεώσεις πωλητή Σελ. 412
Ζ. Υποχρεώσεις αγοραστή Σελ. 420
Η. Έννομα βοηθήματα των μερών σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης Σελ. 423
Θ. Μερική εκπλήρωση της σύμβασης Σελ. 447
Ι. Αναστολή εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων Σελ. 447
ΙΑ. Δικαίωμα πωλητή για θεραπεία συμβατικής αθέτησης (μετεκπλήρωση) Σελ. 448
ΙΒ. Μη εκπλήρωση οφειλόμενη σε πράξη ή παράλειψη του δανειστή της παροχής Σελ. 450
ΙΓ. Η μετάθεση του κινδύνου Σελ. 451
ΙΔ. Αξίωση τόκων στην CISG Σελ. 456
ΙΕ. Υποχρέωση συντήρησης των κινητών πραγμάτων Σελ. 458
ΙΣΤ. Ζητήματα Δημοσίου διεθνούς δικαίου Σελ. 458
ΙV. Παραγγελία πώλησης Σελ. 458
V. Πώληση με αποστολή υπό τον ΑΚ
Α. Εισαγωγικά Σελ. 461
Β. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 524 Σελ. 462
Γ. Συνέπειες της ΑΚ 524 στην πώληση γένους Σελ. 465
Δ. Ενδοτικό δίκαιο Σελ. 465
2. ΟΙ ΡΗΤΡΕΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ (INCOTERMS)
I. Εισαγωγή Σελ. 470
II. Οι Incoterms ως ερμηνευτικό της βούλησης των μερών κριτήριο (όχι πηγή δικαίου) Σελ. 470
III. Δομή των Incoterms Σελ. 471
IV. Χαρακτηριστικά των επιμέρους εμπορικών ρητρών
A. Ex Works (EXW) (named place of delivery) [Eκ του Εργοστασίου (κατονομαζόμενος τόπος παράδοσης)] Σελ. 471
B. Free Carrier (FCA) (named place) [Ελεύθερο σε Μεταφορέα (κατονομαζόμενος τόπος)] Σελ. 472
Γ. Free On Board (FOB) (named port of shipment) [Ελεύθερο Επί του Πλοίου (κατονομαζόμενος λιμένας φόρτωσης)] Σελ. 473
Δ. Free Alongside Ship (FAS) (named port of shipment) [Ελεύθερο Επί της Προκυμαίας (κατονομαζόμενος λιμένας φόρτωσης)] Σελ. 474
Ε. Cost Insurance Freight (CIF) (named port of destination) [Αξία, Ασφάλιση, Ναύλος (κατονομαζόμενος λιμένας προορισμού)] Σελ. 475
ΣΤ. Cost & Freight (C&F) (named port of destination) [Αξία, Ναύλος (κατονομαζόμενος λιμένας προορισμού)] Σελ. 477
Ζ. Carriage Paid To (named place of destination) (CPT) [Ναύλος Πληρωτέος (κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)] Σελ. 477
Η. Carriage and Insurance Paid To (CIP) (named place of destination) [Ναύλος, Ασφάλιση Πληρωτέα (κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)] Σελ. 478
Θ. Delivered at Place (DAP) (named place of destination) [Παράδοση σε Τόπο (κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)] Σελ. 478
Ι. Delivered at Place Unloaded (DPU) (named place of destination) [Παράδοση Εκφορτωμένο σε Τόπο (κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)] Σελ. 479
ΙΑ. Delivered Duty Paid (DDP) (named place of destination) [Παράδοση, Φόροι/Τέλη Εισαγωγής Πληρωτέα (κατονομαζόμενος τόπος προορισμού)] Σελ. 480
Υπόδειγμα Διεθνούς Σύμβασης πώλησης κινητών διεπομένης από τη Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Ν 2532/1997) (CISG) Σελ. 481
3. ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΟΧΩΝ
Ι. Η σύμβαση μεταβίβασης επιχείρησης και η σύμβαση μεταβίβασης μετοχών
Α. Η έννοια της επιχείρησης Σελ. 510
Β. Η σύμβαση μεταβίβασης επιχείρησης Σελ. 511
Γ. Η σύμβαση μεταβίβασης μετοχών Σελ. 512
ΙΙ. Η έναντι τρίτων ευθύνη από τη σύμβαση μεταβίβασης επιχείρησης
Α. Εισαγωγικά Σελ. 513
Β. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης. Σελ. 513
Γ. Συνέπειες Σελ. 516
ΙΙΙ. Ζητήματα ενδοσυμβατικής ευθύνης από την πώλησης επιχείρησης και από την πώληση μετοχών
Α. Ανώμαλη εξέλιξη στη σύμβαση πώλησης επιχείρησης Σελ. 518
Β. Ανώμαλη εξέλιξη στη σύμβαση πώλησης μετοχών Σελ. 521
Γ. Τα δικαιώματα του αγοραστή Σελ. 522
Υπόδειγμα σύμβασης για την πώληση και μεταβίβαση μη εισηγμένων μετοχών ανώνυμης εταιρείας Σελ. 525
IV. ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ συμβάσεις
1. ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (ΛΗΨΗΣ-ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ)
Ι. Εισαγωγικά Σελ. 540
Α. Από την έννοια των «χρηματιστηριακών συναλλαγών» στην έννοια των συναλλαγών εντός ρυθμιζόμενης αγοράς Σελ. 541
Β. Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας Σελ. 543
ΙΙ. Το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
Α. Η σημασία της συναλλακτικής πρακτικής Σελ. 545
Β. Η τυπολογική προσέγγιση της ΣΠΕΥ Σελ. 547
Γ. Οι κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις των μερών Σελ. 550
III. Η λύση της ΣΠΕΥ
Α. Γενικά Σελ. 569
Β. Η καταγγελία Σελ. 570
Γ. Ο θάνατος του παραγγελέα Σελ. 571
Δ. Εκκαθάριση Σελ. 571
Υπόδειγμα σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών Σελ. 574
2. Σύμβαση Αναδοχής (χωρίς δέσμευση ανάληψης κινητών αξιών)
I. Εισαγωγικά Σελ. 600
II. Το περιεχόμενο των συμβάσεων αναδοχής
Α. Είδη σύμβασης αναδοχής Σελ. 602
Β. Η τυπολογική προσέγγιση της σύμβασης αναδοχής Σελ. 603
Γ. Οι κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις των μερών Σελ. 605
III. Η λύση της σύμβασης
Α. Γενικά Σελ. 619
Β. Η καταγγελία Σελ. 620
Υπόδειγμα σύμβασης αναδοχής χωρίς δέσμευση ανάληψης κινητών αξιών Σελ. 622
V. ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ συμβάσεις
1. Αλληλόχρεος λογαριασμός Σελ. 654
I. Εισαγωγικά
Α. Έννοια και νομική φύση Σελ. 654
Β. Διάκριση από συγγενείς έννοιες Σελ. 656
IΙ. Ανατοκισμός Σελ. 657
ΙΙΙ. Συμβατικοί όροι περί εισφοράς του Ν 128/1975 και υπολογισμού τόκων σε έτος 360 ημερών
Α. Μετακύλιση στον πιστούχο της εισφοράς του Ν 128/1975 Σελ. 658
Β. Υπολογισμός τόκων σε έτος 360 ημερών Σελ. 659
IV. Εισαγωγή στον λογαριασμό απαιτήσεων από πιστωτικούς τίτλους Σελ. 660
V. Η τύχη της ασφάλειας απαίτησης μετά την εισαγωγή της στον αλληλόχρεο λογαριασμό Σελ. 661
VΙ. Ευθύνη του εγγυητή Σελ. 661
VΙI. Ευθύνη του ομορρύθμου εταίρου ΟΕ / ΕΕ Σελ. 662
VIII. Καταδολίευση δανειστών Σελ. 663
ΙΧ. Κλείσιμο του λογαριασμού
Α. Το πέρας του αλληλόχρεου λογαριασμού Σελ. 664
Β. Οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού Σελ. 665
Γ. Προσωρινό (περιοδικό) κλείσιμο του λογαριασμού Σελ. 665
Δ. Αναγνώριση του καταλοίπου Σελ. 666
Χ. Καταγγελία Σελ. 667
ΧΙ. Παραγραφή απαίτησης από αλληλόχρεο λογαριασμό Σελ. 667
ΧΙΙ. Αγωγή και Διαταγή Πληρωμής Σελ. 668
Υπόδειγμα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού Σελ. 671
2. Σύμβαση σύστασης ενεχύρου επί απαιτήσεων (σύμφωνα με το ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών»)
I. Εισαγωγικά Σελ. 679
Α. Ενεχύραση τραπεζικών καταθέσεων Σελ. 680
Β. Ενεχύραση απαίτησης από αξιόγραφα Σελ. 680
Γ. Ενεχύραση μετοχών Σελ. 682
ΙI. Διαφορές του ενεχύρου απαίτησης των άρθρων 35επ. ΝΔ της 17.7/13.8.1923 από το ενέχυρο απαίτησης των άρθρων 1248επ. ΑΚ Σελ. 683
ΙΙΙ. Η έκταση των εξουσιών της πιστώτριας τράπεζας Σελ. 684
Υπόδειγμα σύμβασης σύστασης ενεχύρου επί απαιτήσεων (ή μετοχών) Σελ. 686
3. Τραπεζική ενέγγυα πίστωση
I. Έννοια και βασικά είδη ενέγγυας πίστωσης
Α. Έννοια και νομικό πλαίσιο Σελ. 691
Β. Βασικά είδη ενέγγυας πίστωσης Σελ. 692
ΙI. Κατάρτιση και λύση της σύμβασης
Α. Κατάρτιση της σύμβασης Σελ. 693
Β. Λύση της σύμβασης Σελ. 694
ΙIΙ. Οι σχέσεις μεταξύ των μερών
Α. Η αυτονομία των επιμέρους εννόμων σχέσεων Σελ. 694
B. Σχέση οφειλέτη και δικαιούχου Σελ. 695
Γ. Σχέση πιστώτριας τράπεζας και οφειλέτη Σελ. 695
Δ. Σχέση πιστώτριας τράπεζας και δικαιούχου Σελ. 695
Ε. Σχέσεις της διαμεσολαβούσας τράπεζας με την πιστώτρια τράπεζα, τον οφειλέτη και τον δικαιούχο Σελ. 697
Υπόδειγμα σύμβασης τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης Σελ. 699
4. ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Ι. Έννοια και νομική ρύθμιση Σελ. 711
ΙΙ. Σύμβαση - Αίτηση έκδοσης εγγυητικής επιστολής Σελ. 713
ΙΙΙ. Σχέσεις μεταξύ των μερών Σελ. 715
ΙV. Κατάπτωση της εγγυητικής και επιμέρους ζητήματα Σελ. 718
Υπόδειγμα αίτησης έκδοσης εγγυητικών επιστολών Σελ. 724
5. ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΑΤΡΩΝΙΑΣ ΩΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Ι. Έννοια και μορφές της δήλωσης πατρωνίας στην πράξη Σελ. 732
ΙΙ. Οριοθέτησή της δήλωσης πατρωνίας από συγγενείς έννοιες Σελ. 735
ΙΙΙ. Κίνητρα για την χρησιμοποίηση της δήλωσης πατρωνίας ως μηχανισμού εξασφάλισης πιστώσεων Σελ. 735
ΙV. Η διάκριση ανάμεσα στην σκληρή και την ήπια δήλωση πατρωνίας Σελ. 737
V. Η σκληρή δήλωση πατρωνίας (Harte Patronatserklärung)
A. Γενικά χαρακτηριστικά της κλασικής διατύπωσης της σκληρής δήλωσης πατρωνίας Σελ. 739
B. Η σύμβαση πατρωνίας Σελ. 741
Γ. Νομική φύση της σκληρής δήλωσης πατρωνίας Σελ. 743
Δ. Εγγυοδοτική σύμβαση Σελ. 747
Ε. Σύμβαση υπέρ τρίτου Σελ. 750
VI. Ήπια δήλωση πατρωνίας (Weiche Patronatserklärung)
Α. Εννοιολογική και συστηματική οριοθέτηση της ήπιας δήλωσης πατρωνίας Σελ. 752
Β. Νομική αξιολόγηση διάφορων τύπων ήπιας δήλωσης πατρωνίας Σελ. 754
VII. Επίλογος Σελ. 763
6. ΣΥΜΒΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ
Ι. Έννοια και νομική ρύθμιση Σελ. 766
ΙΙ. Μορφές εμφάνισης Σελ. 767
ΙΙΙ. Η κατάρτιση και το περιεχόμενο της σύμβασης
Α. Κατάρτιση - Τύπος Σελ. 769
Β. Περιεχόμενο της σύμβασης - Υποχρεώσεις των μερών Σελ. 771
IV. Λήξη της σύμβασης Σελ. 776
V. Επιμέρους ζητήματα Σελ. 777
Υπόδειγμα σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης Σελ. 783
7. Πρακτορεία Επιχειρηματικών Απαιτήσεων
Ι. Έννοια και νομική ρύθμιση Σελ. 800
ΙΙ. Είδη πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων Σελ. 802
ΙΙΙ. Κατάρτιση, περιεχόμενο και λειτουργία της σύμβασης Σελ. 803
IV. Λήξη της σύμβασης Σελ. 807
V. Περαιτέρω ζητήματα Σελ. 808
Υπόδειγμα σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (με δικαίωμα αναγωγής) Σελ. 811
8. ΑΓΟΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (Forfaiting)
Ι. Εισαγωγή Σελ. 826
ΙΙ. Η σύμβαση forfaiting Σελ. 826
III. Διάκριση της σύμβασης forfaiting από τη σύμβαση factoring Σελ. 828
ΙV. Η νομική φύση της σύμβασης forfaiting Σελ. 829
Υπόδειγμα σύμβασης πώλησης επιχειρηματικής απαίτησης (forfaiting) Σελ. 832
9. Μεταβίβαση Τραπεζικών Απαιτήσεων με το Ν 4354/2015
Ι. H δευτερογενής αγορά δανειακών απαιτήσεων
Α. Εισαγωγικά Σελ. 834
Β. Δομή συναλλαγών μεταβίβασης τραπεζικού χρέους Σελ. 835
ΙΙ. Ειδικότερα η μεταβίβαση τραπεζικών δανείων με το Ν 4354/2015 Σελ. 837
Α. Ζητήματα σχετικά με την απόκτηση τραπεζικών απαιτήσεων Σελ. 838
Β. Αντικείμενο μεταβίβασης Σελ. 839
Γ. Ειδικές προϋποθέσεις μεταβιβαστού Σελ. 842
Δ. Περιορισμοί εξουσίας διάθεσης εκχωρητή Σελ. 846
Ε. Συμβατική προστασία αγοραστή Σελ. 847
ΣΤ. Ζητήματα διαχείρισης μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων Σελ. 850
Υπόδειγμα σύμβασης πώλησης και αγοράς πιστωτικών απαιτήσεων Σελ. 854
10. Ο ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΜΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΜΕΝΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΙΔΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Ι. Εισαγωγή Σελ. 865
ΙΙ. Πεδίο εφαρμογής Σελ. 866
ΙΙΙ. Στρατηγική, πολιτικές, διαδικασίες και οργανωτικές δομές ιδρυμάτων - Πολιτική και διαδικασίες επικοινωνίας Σελ. 868
IV. Η διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων (ΔΕΚ)
Α. Έννοια συνεργάσιμου δανειολήπτη Σελ. 869
Β. Στάδια της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) Σελ. 870
V. Επίδειξη συμμόρφωσης εκ μέρους των ιδρυμάτων - Ζητήματα εποπτείας Σελ. 882
VI. Συνέπειες από τη μη τήρηση της ΔΕΚ στο κύρος της καταγγελίας Σελ. 883
VI. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
1. ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης
I. Εισαγωγικά Σελ. 885
II. Προαιρετική (επαγγελματική) ασφάλιση αστικής ευθύνης
Α. Έννοια - Νομική φύση Σελ. 886
Β. Ασφαλιστικός κίνδυνος Σελ. 888
Γ. Ασφαλιστική κάλυψη Σελ. 889
Δ. Η ασφαλιστική περίπτωση Σελ. 892
Ε. Οι ρήτρες “claims-made” Σελ. 895
ΣΤ. Η καταβολή του ασφαλίσματος Σελ. 898
Ζ. Η νομική θέση του ζημιωθέντος τρίτου Σελ. 898
III. Υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης Σελ. 899
Υπόδειγμα σύμβασης ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης Σελ. 901
2. ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
I. Οι κατηγορίες των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και η σχέση τους με την ασφαλιστική επιχείρηση
Α. Το νέο πλαίσιο για τη ρύθμιση της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης Σελ. 912
Β. Τα είδη ασφαλιστικών διαμεσολαβητών Σελ. 913
ΙΙ. Η λύση της σύμβασης της ασφαλιστικής επιχείρησης με τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή Σελ. 915
ΙΙΙ. Yποχρεώσεις των διαμεσολαβητών κατά τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων Σελ. 917
Υπόδειγμα σύμβασης ασφαλιστικής διαμεσολάβησης Σελ. 920
VII. Συμβάσεις άυλων αγαθών
1. Εκδοτική σύμβαση
I. Εισαγωγικά Σελ. 926
II. Αντικείμενο Σελ. 926
III. Εφαρμοστέες διατάξεις Σελ. 928
IV. Βασικά χαρακτηριστικά σύμβασης έκδοσης
Α. Έγγραφος τύπος Σελ. 928
Β. Αποκλειστικός ή μη χαρακτήρας Σελ. 929
V. Υποχρεώσεις συμβαλλομένων Σελ. 929
A. Μεταβίβαση εξουσιών περιουσιακού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας
Β. Άσκηση ηθικού δικαιώματος Σελ. 931
Γ. Αμοιβή Σελ. 931
VI. Διάρκεια - Λήξη σύμβασης Σελ. 933
Υπόδειγμα εκδοτικής σύμβασης Σελ. 936
2. ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ
Ι. Εισαγωγικά Σελ. 940
ΙΙ. Σύμβαση ανάπτυξης λογισμικού
Α. Φύση και κύρια στοιχεία αυτής Σελ. 946
Β. Περιεχόμενο/υποχρεώσεις των μερών Σελ. 947
Γ. Λύση της συμβάσεως Σελ. 949
Δ. Πλημμελής εκπλήρωση υποχρεώσεων παραγγελιοδόχου προγραμματιστή Σελ. 950
Ε. Ηθικό δικαίωμα Σελ. 951
ΣΤ. Οι εξουσίες του πνευματικού δικαιώματος, οι περιορισμοί αυτών και η επίδρασή τους στη σύμβαση Σελ. 952
ΙΙΙ. Δίκαιο ανταγωνισμού Σελ. 956
Υπόδειγμα σύμβασης ανάπτυξης και παραχώρησης άδειας χρήσης λογισμικού Σελ. 958
3. ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ (EΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ) ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
I. Eισαγωγικά Σελ. 965
II. Το περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής εμπορικών πληροφοριών Σελ. 966
Α. Μία υπό διαμόρφωση επώνυμη σύμβαση και η διάκριση από την σύμβαση παροχής συμβουλών - Η διάδραση με την προστασία των προσωπικών δεδομένων Σελ. 966
Β. Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων παροχής εμπορικών πληροφοριών Σελ. 968
III. Οι κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις των μερών
Α. Οι υποχρεώσεις του παρόχου των πληροφοριών Σελ. 969
Β. Οι υποχρεώσεις του λήπτη των πληροφοριών Σελ. 976
ΙV. Η λύση της σύμβασης Σελ. 977
Υπόδειγμα σύμβασης παροχής επιχειρηματικών πληροφοριών Σελ. 979
4. Σύμβαση Παροχής Τεχνογνωσίας (know-how)
Ι. Εισαγωγικά Σελ. 986
II. To περιεχόμενο των συμβάσεων παροχής τεχνογνωσίας (know-how)
Α. Τα είδη των συμβάσεων παροχής know-how και η διάσπαρτη ατελής προστασία του έως σήμερα Σελ. 988
Β. Tυπολογία των συμβάσεων know-how Σελ. 991
Γ. Οι κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις των μερών Σελ. 992
ΙΙΙ. Η ανώμαλη εξέλιξη και η λύση της σύμβασης Σελ. 997
ΙV. Η αναβάθμιση της προστασίας του know-how με το Ν 4605/2019 για την προστασία του εμπορικού απορρήτου
Α. Το γενικό πλαίσιο Σελ. 999
Β. Τα επιμέρους δικαιώματα του κατόχου-δικαιούχου του know-how με το Ν 4605/2019 Σελ. 1001
Γ. Η συρροή διατάξεων για την προστασία του know-how και η ιδιαιτερότητα των συμβάσεων μεταφοράς τεχνολογίας Σελ. 1004
Υπόδειγμα σύμβασης παροχής άδειας εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας (know- how) Σελ. 1006
5. ΑΔΕΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΔΕΙΞΗΣ
I. Εισαγωγικά
Α. Ορισμός Σελ. 1013
Β. Χρησιμότητα Σελ. 1014
Γ. Δομή - Περιεχόμενο Σελ. 1015
II. Επιμέρους προβλέψεις
Α. Εδαφική έκταση Σελ. 1016
Β. Προϊόντα/υπηρεσίες που καλύπτει η σύμβαση Σελ. 1016
Γ. Αποκλειστικός ή μη χαρακτήρας της άδειας χρήσης Σελ. 1017
Δ. Διάρκεια - Ανανέωση Σελ. 1018
Ε. Δυνατότητα ή μη του αδειούχου για παροχή υπο-άδειας ή μεταβίβαση της άδειας χρήσης Σελ. 1018
ΣΤ. Κατάρτιση και καταχώρηση της άδειας χρήσης στo μητρώο σημάτων Σελ. 1019
Ζ. Αναγνώριση της κυριότητας του σηματούχου στο σήμα Σελ. 1020
Η. Χρήση του σήματος από τον αδειούχο Σελ. 1020
Θ. Οικονομικές υποχρεώσεις των μερών Σελ. 1022
Ι. Άλλες υποχρεώσεις των μερών Σελ. 1022
ΙΑ. Λύση της σύμβασης Σελ. 1025
ΙΒ. Εφαρμοστέο δίκαιο / Διαμεσολάβηση Σελ. 1025
Υπόδειγμα σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης σήματος Σελ. 1027
6. ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ
Ι. Σημασία της διάταξης Σελ. 1034
ΙΙ. Σύμβαση παραχώρησης άδειας Σελ. 1034
ΙΙΙ. Aποκλειστική και απλή άδεια Σελ. 1035
ΙV. Επικαρπία Σελ. 1036
V. Έγγραφος τύπος Σελ. 1037
VI. Mορφή και περιεχόμενο της άδειας και περιορισμοί Σελ. 1037
VII. Υποχρεώσεις και ευθύνη δικαιοπαρόχου Σελ. 1038
VIII. Υποχρεώσεις του δικαιοδόχου
Α. Καταβολή των τελών της άδειας Σελ. 1039
Β. Υποχρέωση άσκησης, μη επιθετικότητας και λογοδοσίας Σελ. 1039
ΙΧ. Λήξη της σύμβασης Σελ. 1039
Χ. Παραγραφή Σελ. 1040
ΧΙ. Ενεργητική νομιμοποίηση Σελ. 1040
ΧΙΙ. Επιτρεπτές και μη ρήτρες βάσει δικαίου ανταγωνισμού Σελ. 1040
Υπόδειγμα συμφωνητικού παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας Σελ. 1042
7. YΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΕΦΕΥΡΕΣΗ
I. Eισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 1049
II. Προϋποθέσεις Σελ. 1049
III. Ορισμοί Σελ. 1049
IV. Οι σχετικές διατάξεις νόμου και η κατηγοριοποίηση Σελ. 1050
V. Σχετική νομολογία Σελ. 1052
Υπόδειγμα ιδιωτικού συμφωνητικού υπηρεσιακής εφεύρεσης Σελ. 1057
8. ΣΥμβαση μεταβΙβασης πνευματικοΥ Εργου
Ι. Εισαγωγικά
Α. Διάκριση μεταξύ περιουσιακού και ηθικού δικαιώματος Σελ. 1061
Β. Η αρχή της αυτοτέλειας και του μερισμού των εξουσιών Σελ. 1062
ΙΙ. Νομική φύση της σύμβασης μεταβίβασης
Α. Διάκριση μεταξύ υποσχετικής-εκποιητικής δικαιοπραξίας Σελ. 1063
Β. Εφαρμοστέες διατάξεις Σελ. 1063
ΙΙΙ. Ειδικές ρυθμίσεις για τη μεταβίβαση (και εκμετάλλευση) του περιουσιακού δικαιώματος
Α. Αρχή του σκοπού της μεταβίβασης Σελ. 1064
Β. Τύπος δικαιοπραξίας Σελ. 1065
Γ. Μελλοντικά έργα Σελ. 1066
Δ. Μεταβίβαση υλικού φορέα Σελ. 1067
IV. Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων
A. Υποχρεώσεις του δημιουργού Σελ. 1067
Β. Υποχρεώσεις αντισυμβαλλόμενου Σελ. 1069
Υπόδειγμα σύμβασης μεταβίβασης πνευματικού έργου Σελ. 1072
9. Σyμβαση μεταβiβασης σhματος
Ι. Το σήμα ως περιουσιακό αγαθό Σελ. 1076
ΙΙ. Νομική φύση της σύμβασης μεταβίβασης
Α. Διάκριση μεταξύ υποσχετικής-εκποιητικής δικαιοπραξίας Σελ. 1077
Β. Η κατ’ ιδίαν σύμβαση μεταβίβασης Σελ. 1078
Γ. Ιδίως ως προς την ευθύνη του μεταβιβάζοντος σηματούχου Σελ. 1079
Δ. Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων Σελ. 1082
Υπόδειγμα σύμβασης μεταβίβασης σήματος Σελ. 1083
10. Σύμβαση μεταβίβασης ευρεσιτεχνίας
Ι. Η ευρεσιτεχνία ως περιουσιακό αγαθό Σελ. 1087
ΙΙ. Νομική φύση της σύμβασης μεταβίβασης
Α. Διάκριση μεταξύ υποσχετικής-εκποιητικής δικαιοπραξίας Σελ. 1088
Β. Η κατ’ ιδίαν σύμβαση μεταβίβασης Σελ. 1089
Γ. Ιδίως ως προς την ευθύνη του μεταβιβάζοντος Σελ. 1090
Δ. Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων Σελ. 1093
Υπόδειγμα σύμβασης μεταβίβασης εφεύρεσης Σελ. 1095
Υπόδειγμα σύμβασης μεταβίβασης ευρεσιτεχνίας Σελ. 1099
11. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ
I. Εισαγωγικά Σελ. 1103
ΙΙ. Πότε είναι σκόπιμη η σύμβαση συν-ύπαρξης Σελ. 1104
ΙII. Το περιεχόμενο των συμβάσεων συν-ύπαρξης
A. Τα πραγματικά περιστατικά Σελ. 1105
B. Ο τερματισμός της τυχόν δικαστικής διαφοράς Σελ. 1106
Γ. Η μελλοντική διάκριση μεταξύ των ενδείξεων Σελ. 1107
Δ. Άλλα θέματα Σελ. 1108
Υπόδειγμα σύμβασης συνύπαρξης Σελ. 1111
12. Σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων
Ι. Εισαγωγικά Σελ. 1115
ΙΙ. Συμβαλλόμενα μέρη
Α. Διαχειριστικοί φορείς Σελ. 1116
Β. Δικαιούχοι (μέλη - μη μέλη) Σελ. 1118
ΙΙΙ. Περιεχόμενο της σύμβασης
Α. Γενικά Σελ. 1119
Β. Τυπολογικά Χαρακτηριστικά Σελ. 1120
Γ. Διάρκεια της σύμβασης - Δυνατότητα μερικής ανάκλησης εξουσιών Σελ. 1123
IV. Υποχρεώσεις των μερών Σελ. 1124
A. Υποχρεώσεις του διαχειριστικού φορέα Σελ. 1124
B. Υποχρεώσεις των δικαιούχων Σελ. 1127
V. Λύση της σύμβασης Σελ. 1129
Υπόδειγμα σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων Σελ. 1132
VIIi. Λοιπές συμβάσεις
1. σύμβαση χερσαίας μεταφοράς
I. Εισαγωγή Σελ. 1138
II. Νομική φύση και βασικά χαρακτηριστικά της σύμβασης μεταφοράς
Α. Έννοια - Εμπλεκόμενα πρόσωπα - Νομική φύση Σελ. 1139
Β. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σύμβασης μεταφοράς Σελ. 1140
Γ. Σύμβαση μεταφοράς και σύμβαση μετακίνησης Σελ. 1141
ΙΙΙ. Διακρίσεις της σύμβασης χερσαίας μεταφοράς
Α. Γενικά Σελ. 1142
Β. Διάκριση μεταξύ εθνικής και διεθνούς μεταφοράς με βάση το κριτήριο του γεωγραφικού χώρου, στον οποίο διεξάγεται η μεταφορά Σελ. 1143
Γ. Διάκριση με βάση το κριτήριο της εκτέλεσης της σύμβασης μεταφοράς από περισσότερους μεταφορείς Σελ. 1143
Δ. Διάκριση με βάση το κριτήριο της εκτέλεσης της σύμβασης μεταφοράς από περισσότερα μεταφορικά μέσα Σελ. 1146
Ε. Συμπέρασμα Σελ. 1148
ΙV. Η διάκριση της σύμβασης χερσαίας μεταφοράς από την παραγγελία χερσαίας μεταφοράς πραγμάτων Σελ. 1149
V. Ειδικά ζητήματα από τη Διεθνή Σύμβαση CMR
A. Πεδίο εφαρμογής της ΔΣ CMR Σελ. 1152
B. Η λειτουργία του δελτίου παραδόσεως Σελ. 1153
Γ. Οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών Σελ. 1155
Δ. Η ρύθμιση της ευθύνης Σελ. 1159
Ε. Απαλλακτικές αιτίες Σελ. 1164
ΣΤ. Επάνοδος στη ρύθμιση του κοινού δικαίου (άρθρο 29 - ηθελημένη κακή διαχείριση) Σελ. 1167
Ζ. Η αποκατάσταση της ζημίας Σελ. 1168
Η. Η ευθύνη του αποστολέα Σελ. 1170
Θ. Ζητήματα γύρω από την άσκηση αγωγής αποζημίωσης Σελ. 1171
Yπόδειγμα σύμβασης χερσαίας μεταφοράς Σελ. 1174
2. ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ
Ι. Εισαγωγή
Α. Έννοια Σελ. 1178
Β. Η νομική φύση της σύμβασης consulting Σελ. 1178
ΙI. To περιεχόμενο της σύμβασης consulting
Α. Οι κύριες υποχρεώσεις των μερών Σελ. 1179
B. Παρεπόμενες υποχρεώσεις των μερών Σελ. 1180
III. Λύση και ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης consulting
A. Λύση της σύμβασης Σελ. 1181
B. Ανώμαλη εξέλιξη Σελ. 1183
IV. Το πλέγμα ευθύνης του συμβούλου
A. Ενδοσυμβατική ευθύνη του συμβούλου προς αποζημίωση Σελ. 1184
Υπόδειγμα σύμβασης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Σελ. 1187
3. ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
I. Έννοια και ουσιώδη στοιχεία της ταξιδιωτικής συμβάσεως Σελ. 1191
II. Συμβαλλόμενα μέρη Σελ. 1193
III. Νομική φύση της ταξιδιωτικής σύμβασης Σελ. 1194
IV. Υποχρέωση ενημέρωσης του ταξιδιώτη κατά το προσυμβατικό στάδιο Σελ. 1195
V. Τύπος, διάρκεια και περιεχόμενο της ταξιδιωτικής συμβάσεως
Α. Τύπος Σελ. 1196
Β. Διάρκεια Σελ. 1197
Γ. Περιεχόμενο Σελ. 1197
VI. Ανώμαλη εξέλιξη της ταξιδιωτικής συμβάσεως Σελ. 1198
Α. Αλλαγή των τιμών Σελ. 1199
Β. Τροποποίηση άλλων όρων της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού Σελ. 1199
Γ. «Καταγγελία» της ταξιδιωτικής σύμβασης πριν από την έναρξη του πακέτου Σελ. 1200
Δ. Δικαιώματα ταξιδιώτη μετά την έναρξη εκτέλεσης του οργανωμένου ταξιδιού Σελ. 1202
Υπόδειγμα σύμβασης συμμετοχής σε οργανωμένο ταξίδι Σελ. 1206
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Σελ. 1213

Σελ. 1

Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Σελ. 3

Ι. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

Ι. Εισαγωγή

Στο Γενικό Μέρος του παρόντος θα αναλυθούν νομικά ζητήματα που άπτονται όλων των εμπορικών συμβάσεων συνεπώς καταλαμβάνουν όλες τις εμπορικές συμβάσεις χωρίς να γίνεται διάκριση αναλόγως του τύπου της σύμβασης.

Προς αυτήν την κατεύθυνση αναλύονται η εμπορική σύμβαση δηλαδή ο ορισμός αυτής και ο χαρακτηρισμός της ως εμπορικής σύμβασης, οι συνέπειες χαρακτηρισμού της ως εμπορικής σύμβασης, οι μορφές εμφάνισης, η διαμόρφωση του περιεχομένου, η ερμηνεία της αλλά και η διάρκεια και η λήξη της (τρόπο λήξης και συνέπειες). Σε συνέχεια παρουσιάζονται οι εφαρμοστέες διατάξεις και οι πηγές δικαίου που διέπουν τις εμπορικές συμβάσεις και τις σχηματιζόμενες έννομες σχέσεις.

Έπειτα προσεγγίζονται ζητήματα εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εξ εμπορικής σύμβασης και οι συνέπειες πλημμελούς εκπλήρωσης. Αναγκαστική είναι και η ανάλυση του προσυμβατικού πεδίου των εμπορικών συμβάσεων δηλαδή των προσυμβατικών κειμένων που λειτουργούν προπαρασκευαστικά για την τελική εμπορική σύμβαση. Σε αυτές συγκαταλέγονται οι επιστολή προθέσεων (letter of intent), η υποσχετική επιστολή (promissory letter) και η σύμβαση εμπιστευτικότητας (non-disclosure, confidentiality agreement).

Τέλος το Γενικό Μέρος του παρόντος τελειώνει με την παράθεση κάποιων νομικών ζητημάτων εκ του δικαίου του καταναλωτή σε σχέση με τις εμπορικές συμβάσεις. Αυτό γίνεται ενόψει του γεγονότος ότι οι έμποροι είναι οι προμηθευτές των καταναλωτών με υπηρεσίες και προϊόντα και αρκετές εμπορικές συμβάσεις καταρτίζονται με αντισυμβαλλόμενο κάποιον καταναλωτή. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ενόψει του νέου άρθρου 2 παρ. 9 N 2251/1994 πλέον τα ισχύοντα περί ΓΟΣ εφαρμόζονται και όταν ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι καταναλωτής συνεπώς μπορεί να εφαρμοστούν και στις εμπορικές συμβάσεις.

 

Σελ. 4

ΙΙ. Εμπορική σύμβαση

Α. Χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως εμπορικής σύμβασης

Εμπορική σύμβαση είναι η συμφωνία, η οποία καταρτίζεται μεταξύ τουλάχιστον δύο προσώπων, στα οποία τουλάχιστον το ένα έχει την εμπορική ιδιότητα. Αυτός ο ορισμός εξαρτά τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως εμπορικής από την εμπορική ή μη ιδιότητα του ενός τουλάχιστον συμβαλλόμενου. Σε αυτήν την περίπτωση η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως εμπορική, επειδή είναι παραγώγως εξ υποκειμένου εμπορική η πράξη δηλαδή επειδή συνδέεται με έμπορο και όχι επειδή η ίδια είναι εμπορική πράξη. Με άλλη διατύπωση, εμπορική είναι η σύμβαση, όταν για το ένα τουλάχιστον συμβαλλόμενο μέρος αυτή η σύμβαση συνιστά αντικειμενικά ή υποκειμενικά εμπορική πράξη. Η εμπορική σύμβαση κατά αυτήν την έννοια μπορεί να είναι εμπορική πράξη και για τα δύο μέρη (ετερομερής εμπορική σύμβαση) ή μόνο για το ένα μέρος (αμφιμερώς εμπορική σύμβαση).

Ο δεύτερος εννοιολογικός προσδιορισμός είναι ευρύτερος, καθώς επιτρέπει τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως εμπορικής, ακόμα και αν κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει την εμπορική ιδιότητα, αλλά σε αυτήν το δίκαιο διακρίνει στοιχεία εμπορικότητας. Ουσιαστικά το ζήτημα του χαρακτηρισμού της σύμβασης ως εμπορικής ανάγεται στο νομικό ζήτημα της απόδοσης της εμπορικότητας σε μία πράξη κατά τα ισχύοντα συστήματα στο ελληνικό δίκαιο.

Καταρχάς πρέπει να τονιστεί, ότι από νομικής σκοπιάς δεν είναι καθόλου δεσμευτικός ο χαρακτηρισμός που προσδίδουν τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβασή τους. Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένα των συμβατικών όρων αλλά (και κυρίως) της εκτέλεσής τους από τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσδώσει τον χαρακτηρισμό της εμπορικότητας ή μη στη συγκεκριμένη σύμβαση.

Η εμπορικότητα στο ελληνικό δίκαιο αποδίδεται ως χαρακτηρισμός

– με βάση το αντικειμενικό σύστημα (πρωτότυπα εμπορική πράξη κατά το ΒΔ 1835, το νόμο ή το εθιμικό δίκαιο) ή

Σελ. 5

– με βάση το υποκειμενικό σύστημα (παράγωγη εξ υποκειμένου, εξ εμπορικής ιδιότητας πράττοντα) ή

– με βάση την εξάρτηση/σύνδεση της πράξης από εμπορική πράξη, που χαρακτηρίστηκε ως εμπορική παραγώγως εξ αντικειμένου (σύνδεση με άλλη εμπορική πράξη)

– ή με βάση το σύστημα της οργανωμένης επιχείρησης, δηλαδή όταν προέρχεται η πράξη από μία επιχείρηση που δρα με σκοπό το κέρδος μέσω οργανωμένης υποδομής ή και μέσω εκμετάλλευσης της εργασίας τρίτων προσώπων.

Με βάση τα παραπάνω, ο χαρακτηρισμός της εμπορικότητας σε μία σύμβαση (εμπορική σύμβαση) ως πράξης (εμπορική πράξη) ορθότερο είναι να αποδίδεται

α) είτε πρωτότυπα, επειδή η ίδια η σύμβαση ταυτόχρονα είναι και εμπορική πράξη,

β) είτε παράγωγα, επειδή η σύμβαση συνδέεται με άλλη πρωτότυπα εμπορική πράξη (εμπορικότητα παράγωγη εξ αντικειμένου)

γ) είτε παράγωγα, επειδή η σύμβαση καταρτίζεται από πρόσωπο που έχει εμπορική ιδιότητα (εμπορικότητα παράγωγη ή εξ υποκειμένου),

δ) είτε και κατά διασταλτική ερμηνεία, ανεξαρτήτως των παραπάνω, επειδή χαρακτηρίζεται η σύμβαση ως εμπορική (βάσει κριτηρίων της νομολογίας και της θεωρίας περί ανάλογης εμπορικότητας) ως προερχόμενης από οργανωμένη εμπορική επιχείρηση.

Συνεπώς, χωρίς να χρειάζεται να γίνει τέτοια ανάλυση που να καθιστά το παρόν σύγγραμμα εγχειρίδιο Γενικού Μέρους του Εμπορικού Δικαίου, πρέπει να αναλυθούν οι περιπτώσεις εκείνες που προσδίδουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την εμπορικότητα στην εμπορική σύμβαση.

1. Πρωτότυπη εμπορικότητα της σύμβασης - Σύμβαση ως εμπορική πράξη

Το άρθρο 2 του ΒΔ 2/14.5.1835 καταγράφει τις εμπορικές πράξεις, οι οποίες γίνονται με σκοπό το κέρδος. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η αγορά προς μεταπώληση, καθώς είναι η βασικότερη πράξη διανομής αγαθών και υπηρεσιών. Η εμπορικότητα της πράξης/σύμβασης προϋποθέτει την απόκτηση ενός πράγματος, με επαχθή αιτία, κατά

Σελ. 6

παράγωγο και όχι πρωτότυπο τρόπο, με σκοπό την μεταπώληση ή και την εκμίσθωση και εν γένει την περαιτέρω διάθεση.

Η επόμενη εμπορική πράξη, η εμπορική πράξη της χειροτεχνίας, είναι αυτή που έχει ως αντικείμενο τη μετατροπή ή την επεξεργασία πρώτης ύλης σε χρηστικά πράγματα, ακόμα και επισκευής/επέμβασης επί ήδη δημιουργηθέντων πραγμάτων (π.χ. βιομηχανική παραγωγή, οικοδομικές/κατασκευαστικές εργασίες). Σκοπός η παραγωγή νέου πράγματος ή η αύξηση αξίας υπάρχοντος πράγματος. Αυτές οι πράξεις/συμβάσεις ουσιαστικά καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα της εμπορικής δράσης με αποτέλεσμα να αφορούν σε όλες τις πράξεις παραγωγής στην βιοτεχνία, στη μεταποίηση και στην βιομηχανία.

Η εμπορική πράξη της προμήθειας αφορά στην συμβατική υποχρέωση παροχής κινητού πράγματος, που ο προμηθευτής θα αποκτήσει και μετά τη συμφωνία θα παραδώσει. Κατά αντεστραμμένη πορεία της αγοράς προς μεταπώληση, εν προκειμένω ο προμηθευτής αναλαμβάνει να προμηθεύσει ένα πράγμα, αν και πρώτα δεν το έχει αποκτήσει, ενώ στην αγορά προς μεταπώληση το έχει αποκτήσει και ενδιαφέρεται να το μεταπωλήσει. Σημασία έχει επαναλαμβανόμενη ή εφάπαξ, αλλά σε μεγάλες ποσότητες, κάλυψη αναγκών του αντισυμβαλλόμενου σε αγαθά.

Η εμπορική πράξη της μεταφοράς (μετακομίσεως δια γής και ύδατος) έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά με οποιοσδήποτε μέσο (πλοίο, αυτοκίνητο, αεροπλάνο, τρένο κ.λπ.), και οποιονδήποτε τρόπο ή διαδρομή, προσώπων ή πραγμάτων έναντι ανταλλάγματος. Σε αυτήν μπορεί να εμπλακούν μέχρι και τέσσερα πρόσωπα (αποστολέας, φορτωτής, μεταφορέας, παραγγελιοδόχος μεταφοράς).

Σελ. 7

Η εμπορική πράξη της παραγγελίας είναι η εμπορική πράξη, κατά την οποία κάποιος αναλαμβάνει να συνάψει μία δικαιοπραξία για λογαριασμό τρίτου, αλλά στο δικό του όνομα, με σκοπό την κερδοσκοπική του αμοιβή. Ουσιαστικά αποτελεί έμμεση αντιπροσωπεία του άρθρου 212 ΑΚ με υποχρέωση μεταβίβασης των αποκτηθέντων στον τρίτο, για λογαριασμό του οποίου αποκτήθηκαν αυτά. Εμπορική πράξη είναι τόσο η ανάθεση της παραγγελίας όσο και η εκτέλεσή της. Παρεμφερής εμπορική πράξη είναι η μεσιτεία με περιεχόμενο τη μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας έναντι αμοιβής, με σκοπό τη σύναψη σύμβασης.

Η πρακτορεία είναι εμπορική πράξη και αφορά κάθε μορφή (διαρκούς) επιμέλειας ιδιωτικών υποθέσεων τρίτων προσώπων και παροχής υπηρεσιών προς τρίτους και ουσιαστικά αφορά στην εμπορική αντιπροσωπεία. Είναι η κατ’ εξοχήν πράξη παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών, ως διεκπεραίωση αλλότριων υποθέσεων. Δεν είναι όμως εμπορική πράξη η μεμονωμένη πράξη αντιπροσώπευσης, καθώς απαιτείται διαρκής έννομη σχέση προμηθευτή και αντιπροσώπου, ενώ και των δύο προσώπων οι πράξεις είναι εμπορικές.

Εμπορικές πράξεις κατά το ΒΔ 1835 είναι και οι πράξεις που σχετίζονται με την οργάνωση διαγωνισμού πώλησης ή αγοράς πραγμάτων (πλειστηρίαση), ενώ το ίδιο ισχύει και για κάθε είδος πράξεων τραπεζικών δηλαδή πράξεων εκ πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος κατά το άρθρο 11 N 3601/2007. Τέλος, εμπορικές πράξεις είναι και αυτές που σχετίζονται με τα δημόσια

Σελ. 8

θεάματα δηλαδή με κάθε είδους ψυχαγωγία έναντι αμοιβής (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, ραδιόφωνο, ίντερνετ, άθληση). Το θέαμα αρκεί να είναι ψυχαγωγικό ή καλλιτεχνικό, μορφωτικό, ενημερωτικό, αθλητικό, πολιτικό κ.λπ..

Οι παραπάνω πρωτότυπα εμπορικές πράξεις προβλέπονται στο άρθρο 2 του ΒΔ 2/14.5.1835 ενώ το άρθρο 3 αναφέρεται στο θαλάσσιο εμπόριο και στις εξ αυτού πρωτότυπα εμπορικές πράξεις. Σε αυτές, τις ενδεικτικώς αναφερόμενες πράξεις, συγκαταλέγονται πράξεις ναυπήγησης, πώλησης και μεταβίβασης πλοίου, θαλασσίων μεταφορών (κάθε είδος ναύλωσης), θαλασσίων αποστολών, ναυτικών δανείων ή ασφαλειών.

Οι εμπορικές πράξεις δεν είναι μόνο οι παραπάνω καθώς τελικά ο κατάλογος του ΒΔ 1835 έχει καταστεί μη περιοριστικός. Είναι κάθε πράξη της σύγχρονης οικονομίας και των σύγχρονων συναλλαγών που ενέχουν εμπορικότητα είτε με χαρακτηρισμό κάποιου ειδικού νόμου (πέραν του ΒΔ 1835), είτε με χαρακτηρισμό εθιμικώς, είτε αναλογικώς επειδή παρατηρούνται τα στοιχεία της εμπορικότητας στην πράξη.

2. Παράγωγη εμπορικότητα της σύμβασης

α) Παράγωγη εξ υποκειμένου εμπορικότητα της σύμβασης (συμβαλλόμενος έμπορος)

Η σύμβαση θα χαρακτηρισθεί εμπορική, αν ένα εκ των συμβαλλομένων μερών έχει την εμπορική ιδιότητα και την συνάπτει στο πλαίσιο της ιδιότητάς του αυτής (χάρη της εμπορίας του). Αυτό ισχύει, ακόμα και αν εξ αυτής της σύμβασης ο έμπορος αυτός δεν αποσκοπεί στο κέρδος, και φυσικά ισχύει ακόμα και αν η σύμβαση θα χαρακτηριζόταν

Σελ. 9

διαφορετικώς ως αστική. Το τεκμήριο ισχύει υπέρ της εμπορικότητας της σύμβασης κατά το άρθρο 8 παρ. 2 του ΒΔ 1835, αλλά μπορεί να ανατραπεί, εφόσον ο ενδιαφερόμενος αποδείξει το αντίθετο ήτοι δεν τη σύναψε χάρη της εμπορίας του.

Σύμφωνα με το ΒΔ του 1835, αποκτά κάποιο πρόσωπο την εμπορική ιδιότητα κατά το αντικειμενικό σύστημα, αν ασκεί κατά σύνηθες (και όχι απαραιτήτως κατά κύριο) επάγγελμα πρωτότυπα εμπορικές πράξεις. Η έννοια του επαγγέλματος προϋποθέτει το βιοπορισμό, δηλαδή την επιδίωξη κέρδους. Συνεπώς, αποκτά την εμπορική ιδιότητα το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε άσκηση των παραπάνω εμπορικών πράξεων κατά σύνηθες επάγγελμα, δηλαδή α) με σειρά ομοειδών πράξεων και β) με σκοπό τον βιοπορισμό/κέρδος.

Δεν αποκτάται η εμπορική ιδιότητα, αν γίνονται από το πρόσωπο αυτό εμπορικές πράξεις κατ’ επάγγελμα αλλά είναι «εις μικράν κλίμακαν» ή σε περιορισμένη έκταση ή με διακεκομμένη δραστηριότητα και σε μακρά χρονικά διαστήματα και δεν αποφέρουν αξιόλογο αποτέλεσμα. Συνεπώς, απαιτείται συστηματική και τακτική απασχόληση με εμπορικές πράξεις, και όχι απλώς περιστασιακή ή ευκαιριακή απασχόληση ή συμπτωματική απασχόληση. Ευκαιριακή-περιστασιακή είναι η απασχόληση κυρίως, αν δεν υπάρχει σταθερή οργανωτική δομή της δραστηριότητας αυτής. Πάντως η δράση αυτή μπορεί να γίνεται και με διακοπές, δηλαδή περιοδικά ή εποχιακά.

Δεν έχει σημασία για την εμπορική ιδιότητα του προσώπου αυτού, αν εκτός από την εμπορική δραστηριότητά του προβαίνει και σε άσκηση άλλου μη εμπορικού επαγγέλματος.

Σελ. 10

Το γεγονός ότι κάποιο πρόσωπο είναι και π.χ. δημόσιος υπάλληλος ή δικηγόρος, δεν σημαίνει αυτοδικαίως, ότι απαγορεύεται να αποκτήσει και την εμπορική ιδιότητα, αν κατ’ επάγγελμα διενεργεί εμπορικές πράξεις. Συνεπώς, τα ασυμβίβαστα προς την εμπορική ιδιότητα δεν απαγορεύουν την απόκτησή της και δεν απαγορεύει τον χαρακτηρισμό μίας σύμβασης ως εμπορικής το γεγονός, ότι συμβάλλεται σε αυτή πρόσωπο με ασυμβίβαστη ιδιότητα προς την εμπορική ιδιότητα. Και δεν έχουν σημασία ο χαρακτηρισμός του προσώπου ως εμπόρου από το φορολογικό δίκαιο ή η ένταξή του σε συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα ή η δηλωτική αναγγελία του σε κάποιο εμπορικό ή άλλο επιμελητήριο. Ούτε βέβαια η ηθικότητα ή η νομιμότητα των εμπορικών πράξεών του έχουν σημασία για την απόκτηση της εμπορικής ιδιότητάς του. Για αυτό και είναι έμπορος και αυτός που διενεργεί εμπορικές πράξεις κατά σύνηθες επάγγελμα και συνάπτει σχετικές συμβάσεις, ακόμα και αν το κάνει χωρίς να έχει λάβει την απαραίτητη κρατική άδεια, π.χ. χρηματιστής, μεσίτης.

Διευκρινίζεται πάντως, ότι η εμπορική ιδιότητα αποκτάται από αυτόν, στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου διενεργούνται οι εμπορικές πράξεις και όχι από τον υπάλληλό του ή το νόμιμο εκπρόσωπό του. Συνεπώς, ο διευθύνων σύμβουλος ΑΕ, ο διαχειριστής ΕΠΕ, ΙΚΕ, ΟΕ, ΕΕ δεν αποκτούν εμπορική ιδιότητα, καθώς διενεργούν εμπορικές πράξεις στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας (η οποία είναι ο έμπορος). Ωστόσο, οι εταίροι σε ΕΠΕ ή ΑΕ ή τα μέλη διοίκησης γίνονται έμποροι, αν, παράλληλα με την παραπάνω ιδιότητά τους, διενεργούν στο όνομά τους και για δικό τους λογαριασμό εμπορικές πράξεις.

Επίσης, είναι έμπορος το τρίτο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ως αχυράνθρωπος ή παρένθετο πρόσωπο, που συγκαλύπτει με τις ενέργειές του την εμπορική δραστηριότητα

Σελ. 11

άλλου προσώπου. Τότε έμποροι είναι αμφότεροι και με την ιδιότητά τους αυτή προσδίδουν τον χαρακτηρισμό της εμπορικής σύμβασης στις συμβάσεις που καταρτίζουν εντός της εμπορικής τους δράσης. Έμπορος είναι και ο φαινόμενος έμπορος, ο οποίος δεν ασκεί κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις, αλλά δημιουργεί την απατηλή εντύπωση στους τρίτους ότι πράγματι είναι έμπορος. Αυτό ισχύει, αν οι καλόπιστοι τρίτοι έχουν δικαιολογημένες προσδοκίες από την φαινομενική εμπορική ιδιότητα του προσώπου αυτού και πρέπει να προστατευθούν.

Τα παραπάνω πρόσωπα έχουν αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα κατά το αντικειμενικό/ουσιαστικό σύστημα, δηλαδή επειδή διενεργούν πρωτότυπα εμπορικές πράξεις. Και με αυτόν τον τρόπο παραγώγως δίνουν την εμπορικότητα και στις εμπορικές συμβάσεις που συνάπτουν χάρη της εμπορίας τους. Όμως μπορεί να αποκτήσουν την εμπορική ιδιότητα με βάση το υποκειμενικό/τυπικό σύστημα, δηλαδή έχουν την εμπορική ιδιότητα, επειδή συμμετέχουν ως ομόρρυθμοι σε εταιρεία που είναι εμπορική κατά το ουσιαστικό σύστημα (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη), χωρίς ν’ απαιτείται άσκηση απ’ αυτόν προσωπικώς εμπορικών πράξεων. Τονίζεται όμως, ότι αυτό ισχύει μόνο για τις ΟΕ και ΕΕ, καθώς δεν είναι έμπορος ο εταίρος μίας ΙΚΕ, ΕΠΕ ή ΑΕ μόνο και μόνο επειδή αυτές έχουν αυτόν ως μοναδικό εταίρο (μονομετοχική ΑΕ, μονοπρόσωπη ΕΠΕ). Εν γένει, η συμμετοχή ενός εταίρου σε εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία δεν αρκεί, για να του προσδώσει την εμπορική ιδιότητα

β) Παράγωγη εξ αντικειμένου εμπορικότητα της σύμβασης (σύνδεση με εμπορική πράξη ή σύμβαση)

Εμπορική χαρακτηρίζεται μία πράξη (και μία σύμβαση), αν και αστική, εφόσον συνδέεται οικονομικά με κάποια άλλη πράξη ή σύμβαση που είναι εμπορική. Αυτός ο χαρακτηρισμός προκύπτει με βάση την αρχή του παρεπομένου που διέπει το αστικό δίκαιο. Συνεπώς, αν κάποιος συνάψει σύμβαση μίσθωσης, επειδή θέλει να αποθηκεύσει προϊόντα που έχει αγοράσει με σκοπό τη μεταπώληση, τότε η σύμβαση μίσθωσης χαρακτηρίζεται ως εμπορική.

Ο χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως εμπορικής παραγώγως εξ αντικειμένου μπορεί να βασίζεται, επειδή συνδέεται με άλλη πράξη ή σύμβαση που είναι εμπορικές, ακόμα

Σελ. 12

και αν δεν καταρτίζονται από το ίδιο πρόσωπο ή ακόμα και αν συνδέεται με γενικότερη δραστηριότητα εμπορικής επιχείρησης και όχι μόνο με μία συγκεκριμένη εμπορική πράξη ή σύμβαση. Η απόδοση της εμπορικότητας σε μία σύμβαση με αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνει σε δεύτερο ή και σε πολλαπλό βαθμό, δηλαδή να υπάρχει αλυσίδα σύνδεσης της σύμβασης με άλλη, που με τη σειρά της συνδέεται με άλλη εμπορική σύμβαση ή πράξη κ.λπ. Όριο τίθεται στις αστικές συμβάσεις που εξ ορισμού δεν μπορούν με βάση την αρχή του παρεπομένου και της σύνδεσης να αποχαρακτηρισθούν και να θεωρηθούν εμπορικές, π.χ. ο γάμος, η υιοθεσία, η γονική παροχή, οι κληρονομικές δικαιοπραξίες κ.λπ..

Τέλος σημειώνεται και η αντίστροφη πορεία του αποχαρακτηρισμού μίας σύμβασης και της απώλειας της εμπορικότητάς της, ακόμα και αν θεωρείται εμπορική πράξη, αν αυτή συνδέεται άρρηκτα με μία αστική πράξη ως παρεπόμενη αυτής.

3. Αναλογική επέκταση της εμπορικότητας - Σύστημα οργανωμένης επιχείρησης

Κάποιες πράξεις ρητώς εκ του ΒΔ 1835, εξ άλλων νομοθετημάτων και εκ των εθίμων εξαιρούνται από την εμπορικότητα και δεν μπορούν να προσδώσουν τον ίδιο χαρακτηρισμό σε συμβάσεις που σχετίζονται με αυτές τις πράξεις. Εξαιρούνται της εμπορικότητας πράξεις (και συμβάσεις) που αφορούν σε γεωργικές εργασίες, στην κτηνοτροφία, στη δασοκομία, στην αλιεία ή με μεταλλευτικές εργασίες. Το ίδιο συμβαίνει με πράξεις που αφορούν στην πρωτογενή παραγωγή και διάθεση, δηλαδή στα θηράματα, αλιεύματα, ζωικά προϊόντα ή στη μελισσοκομία, εξόρυξη μεταλλευμάτων. Το ίδιο ισχύει για πράξεις που σχετίζονται με τα ακίνητα καθώς ο νόμος αναφέρεται μόνο σε κινητά πράγματα (προϊόντα γης ή τέχνης).

Σελ. 13

Ομοίως εξαιρούνται από την εμπορικότητα πράξεις (και συμβάσεις) που διενεργούνται εξ ελευθέρων επαγγελματιών (όπως ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές, δημοσιογράφοι) ή αυτοαπασχολούμενων (όπως π.χ. ο μεταφραστής ή ο διαφημιστής, ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός, καθηγητής ιδιαίτερων μαθημάτων, ο σύμβουλος επιχειρήσεων και ο ξεναγός). Το ίδιο ισχύει για πράξεις (και συμβάσεις) που σχετίζονται με καλλιτεχνικές δράσεις, όπως π.χ. η αγορά υλικών ζωγραφικής από τον ζωγράφο, ακόμα και αν προτίθεται να μεταπωλήσει τους πίνακες που θα φτιάξει.

Συνεπώς, οι συμβάσεις που σχετίζονται με αυτές τις δραστηριότητες δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβάσεις πρωτότυπα εμπορικές. Ωστόσο, και αυτές οι πράξεις ή συμβάσεις μπορεί να ενέχουν τον χαρακτηρισμό της εμπορικότητας, αν διενεργούνται εντός δραστηριότητας μίας οργανωμένης κερδοσκοπικής επιχείρησης, δηλαδή σε επιχείρηση με ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών ή με προσωπικό και διαμεσολάβηση στην εργασία τρίτων, με εγκαταστάσεις και εξοπλισμό ή/και χρήση κεφαλαίων, στοιχεία που προσδίδουν την εμπορικότητα.

Η επιχείρηση αυτή ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας, λόγω της οποίας υπάρχει κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων τρίτων προσώπων και των μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων. Για αυτό η επιχείρηση αυτή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) αποκτά την εμπορική ιδιότητα.

Σελ. 14

Συνεπώς, οι πράξεις και οι συμβάσεις αυτού του φορέα είναι εξ αντικειμένου ή εξ υποκειμένου παραγώγως εμπορικές, εφόσον διενεργούνται χάρη αυτής της (εμπορικής) δραστηριότητας. Είναι, κατά αυτήν την έννοια, εμπορικές οι συμβάσεις του προσώπου που τις συνάπτει χάρη της δραστηριότητάς του και π.χ. εκμεταλλεύεται αλιευτικά σκάφη ή διενεργεί εξορυκτικές εργασίες με μηχανήματα και σημαντικό προσωπικό, ή είναι ιατρός αλλά και ιδιοκτήτης οργανωμένης κλινικής ή λειτουργεί οργανωμένο λογιστικό γραφείο ή οργανωμένο κέντρο εκμάθησης (φροντιστήριο).

4. Συνέπειες χαρακτηρισμού μίας σύμβασης ως εμπορικής

Πέραν της υπαγωγής σε συγκεκριμένες διατάξεις εφαρμοστέου δικαίου, αναλόγως του ειδικότερου χαρακτηρισμού της εμπορικής σύμβασης, ο γενικότερος χαρτακτηρισμός της σύμβασης ως εμπορικής προκαλεί συνέπειες. Οι συνέπειες χαρακτηρισμού μίας σύμβασης ως εμπορικής διακρίνονται σε συνέπειες ουσιαστικού δικαίου και σε συνέπειες δικονομικού δικαίου. Και οι πρώτες, οι συνέπειες ουσιαστικού δικαίου, μπορεί να επιδρούν επί του συμβαλλομένου και να προκαλούν συνέπειες εν γένει για τη δική του νομική και πραγματική κατάσταση ή να επιδρούν μόνο κατά την εκτέλεση, ερμηνεία και ισχύ της εμπορικής σύμβασης.

Κάποιες από τις συνέπειες ουσιαστικού δικαίου που επιδρούν επί του ίδιου του συμβαλλομένου είναι η απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας, η πτώχευσή του με τον Ν 3588/2007 και η πιθανότητα προσωποκράτησης κατά αυτού. Η κατά σύνηθες επάγγελμα σύναψη εμπορικών συμβάσεων προσδίδει την εμπορική ιδιότητα στον συμβαλλόμενο κατά το ΒΔ 1835. Αυτό με τη σειρά του γεννά την υποχρέωσή του να εγγραφεί σε Επιμελητήριο και στο ΓΕΜΗ (άρθρο 86 παρ. 2 Ν 4635/2019). Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠτωχΚ για τον Ν 3588/2007 και πλέον με το άρθρο 76 παρ. 1 εδ. α' του Ν 4738/2020 ο έμπορος έχει πτωχευτική ικανότητα, ενώ μέχρι τον περιορισμό εκ του N 2462/1997 (άρθρο 11), τα άρθρα 1047επ. ΚΠολΔ προέβλεπαν ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης την προσωποκράτηση για εμπορικά μη ικανοποιηθέντα χρέη.

Υπάρχουν επίσης και συνέπειες ουσιαστικού δικαίου που επιδρούν επί της ίδιας της εμπορικής σύμβασης, της εκτέλεσής της και της ισχύος ή ερμηνείας της. Τέτοια είναι η εφαρμογή των ειδικών διατάξεων περί παραγραφής που διέπουν αρκετά νομοθετήματα (Ν 146/1914 άρθρο 19, ΚΙΝΔ 289επ., N 5325/1932 άρθρο 70 και N 5960/1933 άρθρο

Σελ. 15

52, ΕμπΝ άρθρο 107 κ.λπ.) αλλά και το γενικής ισχύος άρθρο 250 ΑΚ. Ομοίως τέτοια συνέπεια είναι και η τοκοφορία χωρίς όχληση κατά το άρθρο 111 παρ. 1 ΕισΝΑΚ. Επίσης, σε αρκετά νομοθετήματα επιφυλάσσονται η φορολογική ή άλλου είδους επιβάρυνση (τέλη), επί της συγκεκριμένης σύμβασης. Ο ανατοκισμός επίσης αποτελεί μία συνέπεια ουσιαστικού δικαίου, όποτε αυτή προβλέπεται για εμπορική σύμβαση. Τέλος, συνέπεια ουσιαστικού δικαίου αποτελεί και η εφαρμογή του δικαίου του ελεύθερου αλλά και του αθέμιτου ανταγωνισμού ως προς τις συμβατικές ρήτρες και την εκτέλεση των εμπορικών συμβάσεων.

Δικονομικής σημασίας συνέπειες προβλέπονται κυρίως εκ του ΚΠολΔ. Η πιο σημαντική είναι η αποδεικτική διευκόλυνση εκ του άρθρου 394 παρ. 1 περ. δ ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία στις εμπορικές συναλλαγές επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, χωρίς τη δικονομική απαίτηση της απόδειξης μόνο εξ εγγράφων, ακόμα και αν η αξία της σύμβασης υπερβαίνει κάποιο ποσό (κατά άρθρο 393 ΚΠολΔ). Η αποδεικτική αυτή διευκόλυνση ισχύει όχι μόνο για την κατάρτιση της εμπορικής σύμβασης, αλλά και για τις τροποποιήσεις, τη λήξη της, την ερμηνεία της και την εκτέλεσή της. Ομοίως σημαντική αποδεικτική διευκόλυνση παρέχουν οι εγγραφές των υποχρεώσεων ή των δικαιωμάτων εξ εμπορικών συμβάσεων στα εμπορικά βιβλία των εμπόρων. Αυτά κατά τα άρθρα 444 και 448 ΚΠολΔ έχουν αυξημένη αποδεικτική ισχύ.

Σημαντική δικονομική συνέπεια είναι η υπαγωγή της διαφοράς εξ εμπορικών συμβάσεων σε κάποιες περιπτώσεις σε ειδική διαδικασία ταχείας επίλυσης της διαφοράς. Κάτι τέτοιο προκύπτει για τις διαφορές που υπάγονται στα άρθρα 614 παρ. 8 και 622Β ΚΠολΔ. Ομοίως, σε κάποια Πρωτοδικεία και Εφετεία (π.χ. Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης) η εμπορικότητα της διαφοράς εξ εμπορικών συμβάσεων, οδηγεί στην υπαγωγή της υπόθεσης σε ειδικής λειτουργικής αρμοδιότητας τμήμα του δικαστηρίου (Εμπορικό Τμήμα, Ναυτικό Τμήμα, Τμήμα Κοινοτικών Σημάτων). Η προσωρινή εκτελεστότητα στις εμπορικές διαφορές εκ του άρθρου 908 περ. στ ΚΠολΔ παρέχει επίσης ιδιαίτερη διευκόλυνση στην είσπραξη των εμπορικών απαιτήσεων, όπως αυτές γεννώνται εκ των εμπορικών συμβάσεων.

 

Σελ. 16

Β. Τύποι εμπορικών συμβάσεων

1. Είδη τύπων εμπορικών συμβάσεων

Οι εμπορικές συμβάσεις μπορεί να είναι διαφορετικών τύπων και να υπάγονται σε διαφορετικούς κανόνες. Αυτή ακριβώς η διάκριση ενέχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ο χαρακτηρισμός και η υπαγωγή μίας εμπορικής σύμβασης σε συγκεκριμένο συμβατικό τύπο επιτρέπουν την υπαγωγή της σε συγκεκριμένους εφαρμοστέους κανόνες. Η υπαγωγή αυτή είναι και σημαντική και δύσκολη να γίνει ειδικά για τις εμπορικές συμβάσεις, λόγω της ποικιλίας, της διαφορετικότητας αλλά και της σύμμειξης μεταξύ τους, δηλαδή λόγω της συμβατικής ελευθερίας των μερών να εντάξουν στις σύννομες σχέσεις τους συμβατικές ρυθμίσεις από διαφορετικούς τύπους (εμπορικών) συμβάσεων.

α) Τυπικές/επώνυμες/ρυθμισμένες και άτυπες/ανώνυμες/μη ρυθμισμένες συμβάσεις

Ήδη από το ιδιωτικό δίκαιο των αστικών (ενοχικών) συμβάσεων, γίνεται λόγος για τις τυπικές/επώνυμες/ρυθμισμένες συμβάσεις και τις άτυπες/ανώνυμες/μη ρυθμισμένες συμβάσεις. Στην πρώτη κατηγορία συμβάσεων εμπίπτουν εκείνες, οι οποίες έχουν κριθεί ως αρκετά συνήθεις και σημαντικές και για αυτό έχουν ρυθμιστεί από το νομοθέτη σε συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποίες προσδιορίζουν επακριβώς τα ουσιώδη γνωρίσματά τους. Οι διατάξεις αυτές έχουν εισαχθεί στον ΑΚ ή και σε άλλα ειδικότερα νομοθετήματα (π.χ. ΕμπΝ).

Ωστόσο, η νομική επιστήμη και το δίκαιο, ανεξαρτήτως της σημασίας τους για την κοινωνία, την ελευθερία και την οικονομία, παραμένουν διαχειριστές των αναγκών και των οικονομικών και νομικών καταστάσεων που διέπουν την κοινωνία και τις συναλλαγές. Δεν αποτελούν ρυθμιστές των εξελίξεων ή διαμορφωτές των αναγκών. Το δίκαιο και η επιστήμη μόνο μπορούν να ακολουθούν τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις ρυθμίζοντάς τις με νέες ή με τις υπάρχουσες διατάξεις. Δεν μπορούν να τις προκαταλάβουν και δύσκολα μπορούν να τις καθορίσουν. Για αυτό υπάρχει και η συνήθης απόσταση μεταξύ των κανόνων του νομοθέτη και των αναγκών της συναλλακτικής, κοινωνικής, τεχνολογικής και οικονομικής πραγματικότητας.

Για αυτό και εμφανίζονται στις συναλλαγές οι άτυπες/ανώνυμες/μη ρυθμισμένες συμβάσεις, δηλαδή η δεύτερη κατηγορία συμβάσεων. Αυτές δεν θεωρούνται άκυρες ή παράνομες, καθώς στο ιδιωτικό δίκαιο με βάση την αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361) και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αυτονομίας ιδιωτικής βούλησης

Σελ. 17

και συμμετοχής στην οικονομία (Σ 5 παρ. 1,3 και 106 παρ. 2), δεν υπάρχει numerus clausus στα είδη των συμβάσεων. Όρια τίθενται μόνο από τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και ειδικότερα από τα άρθρα 3, 174, 178, 179, 281, 288 ΑΚ. Οι άτυπες/ανώνυμες/μη ρυθμισμένες συμβάσεις είναι αυτές, των οποίων τα ουσιώδη στοιχεία είναι τόσο ιδιόρρυθμα, ώστε να μην αντιστοιχούν στα ουσιώδη στοιχεία των ρυθμισμένων τύπων και να μην υπάγονται σε κάποιον τύπο εξ αυτών. Δεν είναι πάντως απαραίτητο οι μοντέρνοι συμβατικοί τύποι αυτομάτως να θεωρούνται και περίπτωση άτυπων συμβάσεων.

Τέτοιες περιπτώσεις συμβάσεων θεωρούνται π.χ. οι συμβάσεις παροχής τεχνογνωσίας, οι συμβάσεις άδειας εκμετάλλευσης ευρεσιτεχνίας ή χρήσης σήματος, οι συμβάσεις εγγυοδοσίας ή εγγυοδοτικές συμβάσεις κ.λπ. Χαρακτηριστικό αυτών των συμβάσεων δεν είναι η παντελής έλλειψη κάποιας ρυθμιστικής διάταξης, αλλά ο υψηλός βαθμός ιδιομορφίας των ουσιαστικών τους γνωρισμάτων. Το γεγονός ότι είναι πολύ συχνά εμφανιζόμενες οι συμβάσεις αυτές, σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι μέχρι και τυποποποιημένες στις συναλλαγές, δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν είναι επώνυμες.

β) Συνδυασμός συμβατικών τύπων

1) Ένωση/σώρευση συμβάσεων

Στην περίπτωση της ένωσης ή σώρευσης συμβάσεων έχουμε διάκριση έναντι της έννοιας της μεικτής σύμβασης, όπως παρακάτω αναλύεται. Στην περίπτωση της ένωσης ή σώρευσης συμβάσεων, οι συμβάσεις είναι μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, μπορεί να περιγράφονται σε ένα ενιαίο συμβατικό κείμενο ή σε σύνδεση συμβατικών κειμένων, αλλά πρόκειται για συμβάσεις αυτοτελείς και διακρίνονται μεταξύ τους. Μπορούν να χωρισθούν ήτοι να ερμηνευθούν και να εκτελεστούν διακριτά, ακόμα και αν έχουν αποτυπωθεί σε ένα ενιαίο συμβατικό κείμενο. Μπορούν ακόμα και να τροποποιηθούν ή να λήξουν διακριτά και αυτόνομα μεταξύ τους. Τέτοια περίπτωση μπορεί να αποτελεί το συμβατικό κείμενο στο οποίο π.χ. συμφωνείται η επαγγελματική μίσθωση ενός ακινήτου ενώ στο ίδιο ή άλλο κείμενο, την ίδια ημέρα οι ίδιοι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν την ανακατασκευή μηχανημάτων του εκμισθωτή που βρίσκονται αποθηκευμένα

Σελ. 18

στο μίσθιο. Ο σκοπός των συμβάσεων και η ερμηνεία των βουλήσεων των μερών αναδεικνύουν, αν υπάρχει ένωση συμβάσεων.

Οι εμπορικές συμβάσεις συνήθως είναι πολυμερείς και όχι απλώς διμερείς δικαιοπραξίες με δημιουργία τριμερών ή και πολυμερών έννομων σχέσεων. Αυτό επιτείνει το φαινόμενο της ένωσης ή σώρευσης συμβάσεων σε ένα συμβατικό κείμενο.

2) Συνδεδεμένες συμβάσεις

Οι συνδεδεμένες συμβάσεις περιγράφονται σε ένα ενιαίο συμβατικό κείμενο ή σε συναρτώμενα συμβατικά κείμενα, είναι νομικώς αυτοτελείς μεταξύ τους αλλά υπάρχει μεταξύ αυτών οικονομική ενότητα και σύνδεση. Δηλαδή η ερμηνεία, εκτέλεση και ισχύς των συνδεδεμένων συμβάσεων γίνονται και σε συνάρτηση με τις άλλες συμφωνίες με τις οποίες βρίσκονται σε οικονομική ενότητα. Αν παύσει να υπάρχει η μία, αυτομάτως παύει να υπάρχει και η άλλη, καθώς η μία αποτελεί δικαιοπρακτικό θεμέλιο της άλλης.

Εκ του σκοπού των συμβάσεων και της βουλήσεων των μερών προκύπτει ο βαθμός σύνδεσης. Η σχετική βούληση του ενός συμβαλλομένου για αυτή την ενότητα αρκεί, εφόσον έχει γνωστοποιηθεί στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Π.χ. τέτοια περίπτωση είναι η σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και διανομέα για την πώληση μηχανημάτων από τον προμηθευτή με σκοπό τη μεταπώλησή τους από το διανομέα, αλλά και η ταυτόχρονη συμφωνία εκπαίδευσης των υπαλλήλων του διανομέα από τον προμηθευτή και παροχής τεχνογνωσίας και αναλώσιμων προς το διανομέα για συντήρηση αυτών των μηχανημάτων.

3) Σύμβαση πλαίσιο

Πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση των παραπάνω με τη σύμβαση πλαίσιο. Η σύμβαση πλαίσιο (σύμβαση μανδύας) είναι μία ολοκληρωμένη τελική σύμβαση, στην οποία όμως δεν γεννώνται συνήθως οι τυπικές αξιώσεις για παροχή και αντιπαροχή. Αυτή εξυπηρετεί μία διαρκή συνεργασία και ουσιαστικά περιγράφει τη διαδικασία και το πλαίσιο εξέλιξης αυτής της συνεργασίας. Με αυτήν τίθενται οι όροι που θα διέπουν

Σελ. 19

τις μελλοντικές συμβάσεις των μερών βάσει της εξέλιξης της συνεργασίας τους, αν και εφόσον ακολουθήσουν τέτοιες συμβάσεις εντός της συγκεκριμένης συνεργασίας.

Κατά αυτήν την έννοια η σύμβαση-πλαίσιο αποτελεί μία προκαταρκτική σύμβαση ενός αριθμού συμβάσεων, που πρόκειται να καταρτιστούν στο μέλλον. Περιγράφει τις επιμέρους συμβάσεις που θα συναφθούν σε εκτέλεση της σύμβασης πλαίσιο (εκτελεστικές συμβάσεις). Συναφώς, η σύμβαση πλαίσιο δεν εισάγει δέσμευση ως προς την κατάρτισή των επιμέρους εκτελεστικών συμβάσεων, για αυτό η σύμβαση-πλαίσιο δεν αποτελεί ούτε και προσύμφωνο. Δεσμεύει όμως τα μέρη ως προς τον τρόπο σύναψης και το γενικότερο περιεχόμενο των επιμέρους συμβάσεων. Π.χ. σύμβαση πλαίσιο είναι αυτή που προβλέπει τη διαδικασία κατάρτισης επιμέρους εκτελεστικών συμβάσεων πώλησης μεταξύ προμηθευτή και διανομέα των προϊόντων σχετικώς με υπάρχοντα προϊόντα του προμηθευτή ή ακόμα και προϊόντα που θα κατασκευάζει στο μέλλον, στο πλαίσιο διαρκούς συνεργασίας, εφόσον αυτή τελικά ευοδωθεί. Σε αυτήν μπορεί να προβλέπεται και οι γενικότεροι όροι για την κατάρτιση σύμβασης παροχής τεχνογνωσίας ή σύμβασης παροχής αναλωσίμων και υπηρεσιών συντήρησης των προϊόντων μετά την πώληση κ.λπ.

4) Μεικτή σύμβαση

Διαφορετική των παραπάνω είναι η μεικτή εμπορική σύμβαση. Μεικτή εμπορική σύμβαση είναι εκείνη, στην οποία περιλαμβάνονται στοιχεία από διαφορετικούς τύπους συμβάσεων, είτε είναι επώνυμες είτε είναι ανώνυμες συμβάσεις. Παρά την ετερογένεια ή αντίθεση των υπαγόμενων συμβατικών τύπων ως προς τις παροχές, αυτή η εμπορική σύμβαση είναι μία ενιαία έννομη σχέση, μία νομικώς ενιαία σύμβαση, και όχι περισσότερες της μίας σύμβασης σε ένα συμβατικό κείμενο. Συνεπώς, η μεικτή σύμβαση αντιδιαστέλλεται από την ένωση ή σώρευση συμβάσεων σε ένα ενιαίο κείμενο, περίπτωση στην οποία έχουν περιγραφεί σε ένα ενιαίο κείμενο διαφορετικές αυτοτελείς συμβάσεις. Ομοίως αντιδιαστέλλεται και από τις συνδεδεμένες συμβάσεις που επίσης είναι περισσότερες της μίας αυτοτελείς συμβάσεις με οικονομική μεταξύ τους ενότητα. Μπορεί το περιεχόμενο της μεικτής σύμβασης να οδηγεί σε εφαρμογή διατάξεων για πέραν του ενός συμβατικού τύπου, αλλά η σύμβαση παραμένει μία.

Σελ. 20

Υπάρχουν διαφορετικά υποείδη μεικτών συμβάσεων. Στην πρώτη περίπτωση, το ένα συμβαλλόμενο μέρος οφείλει στο αντισυμβαλλόμενο μέρος περισσότερες της μίας παροχές και η κάθε μία εξ αυτών εμπίπτει σε διαφορετικό τύπο σύμβασης. Ωστόσο, η μία παροχή είναι η κύρια και οι άλλες που εμπίπτουν σε άλλον ή άλλους συμβατικούς τύπους είναι οι παρεπόμενες αυτής. Τέτοια περίπτωση είναι η εκμίσθωση δωματίου και η παροχή υπηρεσιών εστίασης ή παροχή θέρμανσης για το δωμάτιο αυτό, (μεικτή σύμβαση με παρεπόμενη παροχή άλλου συμβατικού τύπου).

Άλλη περίπτωση είναι η μεικτή σύμβαση, στην οποία το συμβαλλόμενο μέρος οφείλει διαφορετικές παροχές, χωρίς όμως σχέση κυρίας προς παρεπόμενης αλλά κάθε μία παροχή είναι κύρια και είναι ισοδύναμη. Τέτοια περίπτωση είναι η εκμίσθωση μηχανήματος και υποχρέωση προμήθειας ανταλλακτικών για το μηχάνημα έναντι ανταλλάγματος ή η οι παροχές υπηρεσιών σε γηροκομείο (παροχή μισθίου, παροχή σίτισης και ιατρικών υπηρεσιών) (μεικτή σύμβαση με κύριες παροχές άλλων συμβατικών τύπων).

Τρίτη περίπτωση είναι η μεικτή σύμβαση, στην οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος οφείλει κύρια παροχή ενός συμβατικού τύπου και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος οφείλει κύρια παροχή άλλου συμβατικού τύπου. Τέτοια περίπτωση είναι η παροχή κατοικίας στον αντισυμβαλλόμενο, με αντιπαροχή την εργασία του αντισυμβαλλόμενου στον ιδιοκτήτη της κατοικίας, ή η πώληση προϊόντων με αντάλλαγμα την μεταποίησή τους από τον λήπτη και με υποχρέωση μεταγενέστερης διάθεσης, π.χ. μέσω εκμίσθωσης

Σελ. 21

στον αρχικό πωλητή. Αυτές οι συμβάσεις ονομάζονται δίμορφες/ερμαφρόδιτες συμβάσεις.

Τέταρτη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία η παροχή ενός εκ των συμβαλλομένων αντιστοιχεί σε περισσότερους του ενός συμβατικούς τύπους. Τέτοια περίπτωση είναι η σύμβαση πώλησης με τίμημα μικρότερο της αξίας του καθώς για το υπόλοιπο υπάρχει δωρεά (μεικτή σύμβαση με μεικτή κύρια παροχή υπαγόμενη σε διάφορους συμβατικούς τύπους).

2. Υπαγωγή των συμβάσεων σε συμβατικό τύπο και σε εφαρμοστέους κανόνες

Η παραπάνω ανάλυση των πιθανών συμβατικών τύπων σε μία εμπορική σύμβαση έγινε, καθώς πρέπει σε κάθε εμπορική σύμβαση να αναζητούνται οι εφαρμοστέοι κανόνες. Και οι κανόνες αυτοί θα προκύψουν αναλόγως των συμβατικών όρων, των συμβατικών παροχών και της υπαγωγής κάθε ενός ή μίας εξ αυτών σε αντίστοιχο συμβατικό τύπο και νομοθετική διάταξη.

Για την περίπτωση της ένωσης ή σώρευσης συμβάσεων η λύση είναι απλή. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση των συνδεδεμένων συμβάσεων ή για τις εκτελεστικές επιμέρους συμβάσεις που ακολουθούν τη σύμβαση πλαίσιο. Η αυτοτέλεια κάθε σύμβασης επιτρέπει να υπαχθεί η κάθε μία στο συμβατικό τύπο που της αντιστοιχεί. Κάθε παροχή κάθε μίας σύμβασης θα ρυθμιστεί από τις διατάξεις του αντίστοιχου συμβατικού τύπου.

Η προβληματική περίπτωση είναι αυτή των μεικτών συμβάσεων. Υποστηρίζονται διάφορες θεωρίες για την εύρεση του κατάλληλου πλαισίου διατάξεων για τις περιπτώσεις αυτών. Η πρώτη, η θεωρία της απορροφήσεως ή αφομοιώσεως, οδηγεί στην αναζήτηση της κύριας (υπερέχουσας) παροχής στην μεικτή σύμβαση. Με βάση αυτήν και την υπαγωγή της σε κάποιο συμβατικό τύπο, διαπιστώνονται και οι κανόνες που διέπουν τη σύμβαση, καθώς ο συμβατικός τύπος στον οποίο υπάγεται η κύρια παροχή, απορροφά τις δευτερεύουσες/υποτελείς παροχές/συμβάσεις που συναπαρτίζουν τη μικτή σύμβαση.

Back to Top