ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 384
- ISBN: 978-618-08-0424-9
Το παρόν βιβλίο «Δίκαιο Επιχειρήσεων» αποτελεί μια προσπάθεια συστηματικής παρουσίασης βασικών εννοιών του δικαίου των επιχειρήσεων.
Πρόκειται για μια προσπάθεια ιδιαίτερα φιλόδοξη, την οποία ενισχύουν νομοθετικές πρωτοβουλίες και εξελίξεις σε αλλοδαπές έννομες τάξεις. Εξάλλου, το δίκαιο των επιχειρήσεων είναι ένας κλάδος δικαίου με διεθνή προσανατολισμό και έντονη ενωσιακή διάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, στο εγχειρίδιο υπάρχουν αναφορές σε αλλοδαπές έννομες τάξεις αλλά και στη νομολογία αλλοδαπών δικαστηρίων. Τούτο γίνεται χωρίς να παραγνωρίζεται ότι το δίκαιο των επιχειρήσεων είναι ζωντανό δίκαιο, η εφαρμογή του οποίου συνδέεται άρρηκτα με μια συγκεκριμένη έννομη τάξη και τις ιδιαιτερότητές της.
Υπό αυτό το πρίσμα, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Προς διευκόλυνση, μάλιστα, του αναγνώστη στο εγχειρίδιο συχνά παρατίθενται αποσπάσματα αποφάσεων που είναι χρήσιμα για την πληρέστερη κατανόηση του εκάστοτε θέματος.
Η στόχευση είναι, πάντοτε, να αποτελέσει το παρόν εγχειρίδιο ένα χρηστικό εργαλείο όχι μόνο για το σπουδαστή αλλά και το θεωρητικό και εφαρμοστή του δικαίου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XVII
§ 1. Εισαγωγικά / Έννοια της επιχείρησης
Α. Το εμπορικό δίκαιο ως ειδικό δίκαιο των εμπόρων
και των εμπορικών πράξεων 3
Β. Από το εμπορικό δίκαιο στο δίκαιο της επιχείρησης. 7
Γ. Έννοια της επιχείρησης σε ειδικότερα νομοθετήματα 10
Ι. Η επιχείρηση στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού 11
ΙΙ. Η επιχείρηση στο λογιστικό δίκαιο 12
IΙΙ. Η επιχείρηση στους λοιπούς κλάδους του δικαίου 12
Δ. Προσπάθεια εννοιολογικής οριοθέτησης της έννοιας της επιχείρησης
και χρησιμότητά της 13
Ι. Οργάνωση μέσων 15
ΙΙ. Οικονομική δραστηριότητα 16
ΙΙΙ. Ελευθέρια επαγγέλματα ως επιχειρήσεις; 18
Ε. Η επιχείρηση υπό το πρίσμα σύγχρονων θεωριών 18
ΣΤ. Η επιχείρηση υπό το πρίσμα της πολιτικής επιστήμης 21
Ζ. Διάκριση των επιχειρήσεων 22
H. Διάρθρωση του εγχειριδίου 24
§ 2. Επιχείρηση ως υποκείμενο δικαίου
A. Εισαγωγικά / H επιχείρηση ως υποκείμενο δικαίου; 27
Β. Ικανότητα δικαίου και νομικά πρόσωπα 28
Γ. Έννοια νομικού προσώπου και θεωρίες περί της φύσης του 31
Δ. Χαρακτηριστικά νομικού προσώπου 34
Ι. Εξατομίκευση νομικού προσώπου 37
ΙI. Τι δεν μπορούν να κάνουν τα νομικά πρόσωπα 37
IΙI. Πρόσωπο και νομικό πρόσωπο 38
ΙV. Αρχή του κλειστού αριθμού 38
V. Νομικά πρόσωπα και Εταιρείες. 39
VI. Είδη νομικών προσώπων 40
Ε. Ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία νομικού προσώπου 41
ΣΤ. Δικαιώματα και προστασία νομικού προσώπου 43
Ι. Νομικά πρόσωπα ως φορείς ατομικών δικαιωμάτων 43
ΙΙ. Ηθική βλάβη νομικού προσώπου 46
ΙΙΙ. Ποινική προστασία της τιμής του νομικού προσώπου 46
Ζ. Νομική προσωπικότητα και ευθύνη 47
Ι. Νομική προσωπικότητα και περιορισμός της ευθύνης 47
ΙΙ. Αστική ευθύνη νομικών προσώπων 48
ΙΙΙ. Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων 48
Η. Σχετικοποίηση της έννοιας του νομικού προσώπου 49
Ι. Ομάδα προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα (;) αλλά με ικανότητα δικαίου 51
II. Ομάδα περιουσίας χωρίς νομική προσωπικότητα αλλά
με (περιορισμένη) ικανότητα δικαίου 53
ΙΙΙ. Νομικές οντότητες 53
ΙV. Παραμερισμός της νομικής προσωπικότητας 53
1. Αντίθετη άρση της αυτοτέλειας 58
2. Παραμερισμός της νομικής προσωπικότητας προς όφελος των μελών
του νομικού προσώπου 59
§ 3. Εξωτερική δράση της επιχείρησης - Εκπροσώπηση
και Αντιπροσώπευση
Α. Εισαγωγικά 63
Β. Εκπροσώπηση (νομικά πρόσωπα) 65
Ι. Μέλη εκπροσωπευτικών οργάνων και υποκατάσταση 65
ΙΙ. Έκταση εκπροσωπευτικής εξουσίας 69
1. O περιορισμός της δράσης με βάση τον καταστατικό σκοπό
(ultra vires doctrine) 69
2. Το απεριόριστο και μη περιορίσιμο της εκπροσωπευτικής δράσης 70
3. Ο περιορισμός της εκπροσωπευτικής δράσης στην ελληνική έννομη τάξη 72
Γ. Αντιπροσώπευση (φυσικά και νομικά πρόσωπα) 77
Ι. Έμμεση αντιπροσώπευση 77
ΙΙ. Άμεση αντιπροσώπευση 78
1. Πληρεξουσιότητα 79
2. Πληρεξουσιότητα ανοχής - Φαινόμενη πληρεξουσιότητα 80
3. Δράση ελλείψει πληρεξουσιότητας 81
4. Κατάχρηση πληρεξουσιότητας 81
5. Αυτοσυμβάσεις 83
Δ. Βοηθητικά πρόσωπα της επιχείρησης, αντιπροσωπευτική εξουσία
και ευθύνη της επιχείρησης για τη δράση τους 84
Ι. Ευθύνη από πράξεις του βοηθού εκπλήρωσης 86
ΙΙ. Ευθύνη από πράξεις του προστηθέντος 87
§ 4. Περιορισμός της ευθύνης της επιχείρησης
Α. Εισαγωγικά 91
Ι. Λόγοι που δικαιολογούν τον περιορισμό της ευθύνης 93
IΙ. Κίνδυνοι από τον περιορισμό της ευθύνης 93
ΙΙΙ. Μορφές και συστήματα περιορισμού ευθύνης 95
Β. Περιορισμός της ευθύνης (του φορέα της επιχείρησης) εκ του νόμου
με βάση τη νομική μορφή της επιχείρησης 97
Ι. Οι διατάξεις περί μετοχικού / εταιρικού κεφαλαίου 101
ΙΙ. Οι διατάξεις περί δημοσιότητας 102
III. Οργανωτική διάρθρωση επιχειρήσεων και περιορισμός της ευθύνης 103
Γ. Περιορισμός της ευθύνης εκ του νόμου με βάση τη δραστηριότητα
της επιχείρησης 105
Ι. Περιορισμός της ευθύνης με βάση την αξία συγκεκριμένου αντικειμένου 106
ΙΙ. Περιορισμός της ευθύνης με βάση συγκεκριμένο (ανώτατο) ποσό 107
Δ. Συμβατικός περιορισμός της ευθύνης μιας επιχείρησης 111
Ι. Όρια συμβατικού περιορισμού της ευθύνης με βάση τις γενικές διατάξεις του ΑΚ 113
ΙΙ. Όρια συμβατικού περιορισμού της ευθύνης με βάση
τις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή 114
§ 5. Χρηματοδότηση της επιχείρησης (ανώνυμης εταιρείας)
Α. Εισαγωγικά: Κεφάλαιο, Χρέος και Υβριδικά Μορφώματα 120
Β. Κεφαλαιακή διάρθρωση και έννομες συνέπειες 121
Γ. Η διάκριση κεφαλαίου - χρέους 122
Δ. Η διάκριση κεφαλαίου - χρέους στο εταιρικό δίκαιο 125
Ι. Τυπική διάκριση κεφαλαίου και χρέους 125
ΙΙ. Ουσιαστική διάκριση κεφαλαίου και χρέους 127
1. Διάρκεια περιουσιακής διάθεσης 127
2. Συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημίες 128
3. Συμμετοχή στη διοίκηση της επιχείρησης 128
4. Συμμετοχή στο επιχειρηματικό εγχείρημα και ανάληψη κινδύνου 128
5. Στάθμιση κριτηρίων 130
Ε. Υβριδικά μορφώματα χρηματοδότησης 130
Ι. Χαρακτηριστικά υβριδικών μορφών χρηματοδότησης 132
ΙΙ. Κατηγοριοποίηση υβριδικών μορφών χρηματοδότησης 133
1. Υβριδικά μορφώματα εκτός δικαίου Α.Ε. 134
1.1. Αφανής εταιρεία 134
1.2. Συμβάσεις δανείου 136
2. Υβριδικά μορφώματα με βάση το δίκαιο της Α.Ε. 146
2.1. Υβριδικές Ομολογίες 147
2.2. Υβριδικές Μετοχές 150
ΣΤ. Επίμετρο 151
§ 6. Διάθεση προϊόντων ή / και υπηρεσιών της επιχείρησης
Α. Διάθεση μέσω ανεξάρτητων χονδρεμπόρων ή μεμονωμένων εμπόρων
(Indirekter Vertrieb) 157
B. Διάθεση από την επιχείρηση μέσω οργανωμένου δικτύου (Direkter Vertrieb) 158
Ι. Άμεση διάθεση από την ίδια την επιχείρηση (Unmittelbarer Direktvertrieb) 158
ΙΙ. Διάθεση από την επιχείρηση μέσω βοηθητικών προσώπων που συνδέονται
με διαρκή σχέση με την επιχείρηση (Mittelbarer Direktvetrieb) 159
Γ. Βοηθητικά πρόσωπα 160
I. Εμπορικός αντιπρόσωπος (commercial agent / Handelsvertreter) 161
1. Βασικές υποχρεώσεις του εμπορικού αντιπροσώπου 163
2. Βασικές υποχρεώσεις του αντιπροσωπευόμενου εμπόρου 164
3. Λύση της εμπορικής αντιπροσωπείας - Καταγγελία 165
4. Αποζημίωση 168
5. Απαγόρευση μετασυμβατικού ανταγωνισμού 170
ΙI. Υβριδικές μορφές εμπορικής αντιπροσωπείας: παραγγελιοδοχικός (commission agent / Kommissionsagent) και διαμεσολαβητικός (μεσιτικός) αντιπρόσωπος 171
ΙII. Εμπορικός διανομέας 173
1. Βασικές υποχρεώσεις του διανομέα 176
2. Βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του παραγωγού 176
3. Αποζημίωση 176
ΙV. Ο δικαιοδόχος (franchisee) 177
1. Διαφορές από άλλα βοηθητικά πρόσωπα 181
2. Βασικές υποχρεώσεις και δικαιώματα του δότη και του λήπτη franchising 182
3. Διάρκεια της σύμβασης - Καταγγελία - Αποζημίωση 184
V. Παραγγελιοδόχος 185
VΙ. Πράκτορας 187
VIΙ. Μεσίτης 187
Δ. Δίκτυο διανομής, προστασία, ελεύθερος ανταγωνισμός
και εφαρμοστέο δίκαιο 188
Ι. Προστασία δικτύου διανομής και μελών αυτού 188
ΙΙ. Ζητήματα ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων 190
ΙΙΙ. Εφαρμοστέο δίκαιο - Κανονισμός Ρώμη I 193
§ 7. Όμιλοι επιχειρήσεων
Α. Εισαγωγικά - ορολογικές διευκρινίσεις 196
Β. Οικονομική σημασία των ομίλων επιχειρήσεων - διεθνώς 198
Γ. Οικονομική σημασία των ομίλων επιχειρήσεων - στην ελληνική
πραγματικότητα 199
Δ. Η σύνδεση ως βασικό στοιχείο της έννοιας του ομίλου 200
Ε. Νομικά ζητήματα που δημιουργεί η σύνδεση επιχειρήσεων 203
Ι. Η σύνδεση ως ειδικότερο ζήτημα εταιρικού δικαίου 204
1. Οι εσωτερικές σχέσεις στους ομίλους επιχειρήσεων 205
2. Οι εξωτερικές σχέσεις στους ομίλους επιχειρήσεων 210
ΙΙ. Η σύνδεση ως γενικότερο ζήτημα του δικαίου - Οι όμιλοι επιχειρήσεων
εκτός εταιρικού δικαίου 212
ΙΙΙ. Η σύνδεση επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε περισσότερες
έννομες τάξεις - Οι διεθνείς όμιλοι 217
ΣΤ. Η νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου της σύνδεσης 217
Ι. Η κωδικοποίηση του δικαίου των συνδεδεμένων επιχειρήσεων 218
ΙΙ. Η εφαρμογή των γενικών αρχών / ad hoc ρυθμίσεις εταιρικού δικαίου
σχετικά με ζητήματα της σύνδεσης επιχειρήσεων 219
ΙΙΙ. Η εναρμόνιση του δικαίου της σύνδεσης σε ενωσιακό επίπεδο 219
Ζ. Οι διεθνείς τάσεις του δικαίου της σύνδεσης 221
Ι. Αναγνώριση ομιλικού συμφέροντος 221
ΙΙ. Παροχή εντολών και ευθύνη της μητρικής 225
ΙΙΙ. Προληπτικά μέτρα προστασίας των δανειστών και μετόχων
μειοψηφίας / Διαφάνεια του ομίλου 226
Η. Οι διεθνείς τάσεις του δικαίου της σύνδεσης και η ελληνική
πραγματικότητα 227
Θ. Επίμετρο 228
§ 8. Εξατομίκευση και προστασία της επιχείρησης
και των προϊόντων / υπηρεσιών αυτής
Α. Εισαγωγικά 230
Β. Εξατομίκευση του φορέα της επιχείρησης (επωνυμία) 231
Ι. Προστασία επωνυμίας 234
ΙΙ. Μεταβίβαση / εκμετάλλευση επωνυμίας 234
Γ. Εξατομίκευση της επιχείρησης (διακριτικός τίτλος / ονόματα χώρου) 235
Ι. Διακριτικός τίτλος 235
ΙΙ. Ονόματα χώρου / domain name 236
Δ. Εξατομίκευση και προστασία των προϊόντων / υπηρεσιών της επιχείρησης 238
Ι. Σήμα 239
1. Απόκτηση 240
2. Κανόνες που διέπουν το σήμα / απαράδεκτα 240
3. Περιεχόμενο δικαιώματος / έκταση προστασίας 245
4. Μεταβίβαση / Εκμετάλλευση σήματος 246
ΙΙ. Ιδιαίτερα διακριτικά γνωρίσματα / Ιδιαίτεροι διασχηματισμοί 247
ΙΙΙ. Ευρεσιτεχνίες 248
ΙV. Βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα χρησιμότητας 250
V. Πρωτότυπα έργα / Κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας 251
Ε. Προστασία της επιχείρησης ως απόλυτου δικαιώματος 252
ΣΤ. Προστασία της επιχείρησης από πράξεις (αθέμιτου) ανταγωνισμού 254
Ι. Η γενική ρήτρα 255
ΙΙ. Οι κατ’ ιδίαν πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού 256
1. Αθέμιτη προσέλκυση και απόσπαση πελατών 257
2. Αθέμιτη εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης 258
3. Αθέμιτη παρεμπόδιση 259
4. Παράβαση κανόνων δικαίου 260
ΙΙΙ. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές με βάση το ν. 2251/1994 261
§ 9. Δημοσιότητα των επιχειρήσεων
A. Δημοσιότητα ως μέσο ρύθμισης και κανονιστικής παρέμβασης 264
Β. Προϋποθέσεις δημοσιότητας 267
Γ. Εθνικές ρυθμίσεις - ΓΕΜΗ 268
Ι. Υπόχρεοι εγγραφής 269
ΙΙ. Πραγματοποίηση της δημοσιότητας και υπηρεσίες ΓΕΜΗ 270
ΙΙΙ. Πράξεις και στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα 271
ΙV. Διάκριση των καταχωρίσεων και δημοσιεύσεων 272
V. Έλεγχος πριν την καταχώριση 273
VI. Προστασία των συναλλασσόμενων 275
1. Μη αντιταξιμότητα πράξεων και στοιχείων για τα οποία δεν τηρήθηκαν
οι διατυπώσεις δημοσιότητας έναντι τρίτων 275
2. Δυνατότητα επίκλησης πράξεων ή στοιχείων από τρίτους για τα οποία
δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας 277
3. Ελαττώματα διορισμού εκπροσώπων της Εταιρείας 278
4. Έννοια τρίτου 278
5. Καλυπτόμενες έννομες σχέσεις 282
6. Ασυμφωνία κειμένου που δημοσιεύθηκε με περιεχόμενο πράξης ή
στοιχείου που καταχωρήθηκε 283
7. Τεκμήριο νομιμότητας εγγραφών και καταχωρήσεων 283
VIΙ. Πρόσβαση στο ΓΕΜΗ 284
VΙIΙ. Έννομη προστασία 285
§ 10. Επιχείρηση ως αντικείμενο δικαίου
Α. Εισαγωγικά 288
Β. Η αποτίμηση μιας επιχείρησης 288
Ι. Λογιστική αξία / Λογιστική καθαρή θέση 292
ΙΙ. Αξία ρευστοποίησης 294
ΙΙΙ. Χρηματιστηριακή αξία 294
ΙV. Προεξόφληση μελλοντικών ροών 297
Γ. Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης 298
Ι. Ευθύνη για τα χρέη της επιχείρησης 301
ΙΙ. Παρεπόμενες υποχρεώσεις 303
ΙΙΙ. Πραγματικά ή νομικά ελαττώματα 305
ΙV. Προστασία των εργαζομένων 306
Δ. Λοιπές συμβάσεις με αντικείμενο την επιχείρηση 307
Ι. Μίσθωση Επιχείρησης 308
1. Διάκριση από άλλες συμβατικές σχέσεις 309
2. Διάρκεια και καταγγελία 309
3. Δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβαλλομένων μερών 310
ΙΙ. Σύσταση επικαρπίας και ενεχύρου επί επιχείρησης 311
ΙΙΙ. Ανάθεση διαχείρισης επιχείρησης 311
Ε. Η κατάσχεση και αναγκαστική διαχείριση μιας επιχείρησης 314
Ι. Κατάσχεση επιχείρησης 314
ΙΙ. Αναγκαστική διαχείριση επιχείρησης 317
ΙΙΙ. Ρυθμίσεις στο πλαίσιο του Κώδικα Αφερεγγυότητας 318
§ 11. Επιμελής διαχείριση του φυσικού και κοινωνικού κεφαλαίου
από τις επιχειρήσεις (ESG)
A. Εισαγωγικά περί ESG 321
B. Ιστορική αναδρομή 322
Ι. Η χρήση του όρου ESG 322
ΙΙ. ESG υπό το πρίσμα του εταιρικού δικαίου: το εταιρικό συμφέρον 323
Γ. Ισχύον καθεστώς 326
Ι. Βασικοί κανόνες ESG σε ενωσιακό επίπεδο 327
1. Οι κανόνες περί εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (CSR) 327
2. Οι κανόνες περί γνωστοποιήσεων αειφορίας στον τομέα
των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών 328
3. Οι κανόνες σχετικά με την ταξινόμηση και τους δείκτες αειφορίας 330
4. Μεθοδολογία: διαφάνεια, εργαλειοποίηση της χρηματοδότησης
και εκούσια συμμόρφωση 331
ΙΙ. Βασικοί κανόνες ESG σε εθνικό επίπεδο 331
ΙΙΙ. Εξελίξεις σε ενωσιακό επίπεδο και μεταβολή του παραδείγματος 331
Δ. Δικαιοπολιτικά ζητήματα 334
I. Περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί στόχοι 334
1. Τεχνικά / περιβαλλοντικά ζητήματα 335
2. Ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος 336
3. Κριτήρια ESG πέραν αυτών που επιβάλλονται από ή αναγνωρίζονται
σε μια έννομη τάξη 337
II. Ιεράρχηση μεταξύ περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων 337
III. Επίτευξη περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων
και βραχυπρόθεσμα οφέλη 338
ΙV. Αξιολόγηση επιχειρήσεων με βάση κριτήρια ESG και ο ρόλος
των διαχειριστών κεφαλαίων 339
V. Φύση και αποδέκτες κανόνων ESG 340
VI. Ευθύνη των μελών διοίκησης με βάση περιβαλλοντικά
και κοινωνικά κριτήρια 342
Ε. ESG και (μετοχικός) ακτιβισμός 343
I. ESG Κινήματα 344
II. Αντί ESG κινήματα 345
ΣΤ. Διεθνείς διαστάσεις του ESG 347
Ζ. Επίμετρο: ESG υπό το πρίσμα των πρόσφατων γεωπολιτικών εξελίξεων 348
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 351
Σελ. 1
§ 1. Εισαγωγικά / Έννοια της επιχείρησης
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αρίκας / Γιαπράκη, Εφαρμογή του Ναπολεόντειου Εμπορικού Κώδικα στην Επαναστατημένη Ελλάδα, Pro Justitia 2020, 301, Βούτσης, Γενικόν εμπορικόν δίκαιον, 2000, Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, Τόμος 1, Τεύχος 1, Γενικό μέρος, 1995, Γεωργακόπουλος, Κέρδος – O πυρήνας του εμπορικού δικαίου, 2009, Γεωργακόπουλος, Η πολιτικότητα του εμπορικού δικαίου και η εμπορικοποίηση του αστικού δικαίου, ΔΕΕ 1996, 550, Δελούκας, Η εμπορική επιχείρησις και η προστασία αυτής, Τευχ. Πρώτον, 1980, Καραγκουνίδης, Δίκαιο εμπορικών εταιριών, 2020, Λιακόπουλος, Γενικό εμπορικό δίκαιο, 1998, Μητρούλης, Η έννοια της επιχειρήσεως εν τω εμπορικώ δικαίω, ΕΕμπΔ 1951, 121, Μπαλής, Γενικαί αρχαί του αστικού δικαίου, 1961, Παμπούκης, Επιχείρησις, Μελέται εμπορικού δικαίου, Β, 1980, 35, Παμπούκης, Συνέπειες της εμπορικότητας, Σύμμεικτα Ι, 2001, 265, Παμπούκης / Παπαδρόσου – Αρχανιωτάκη, Εμπορικό Δίκαιο, 2001, Περάκης, Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, 2000, Περάκης, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου, 2023, Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2021, Περάκης, Η εισαγωγή του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα στην Ελλάδα, εις Τιμ. Τομ. Μιχαλόπουλου, 2023, 83, Τριανταφυλλάκης, Το συμφέρον της επιχείρησης ως κανόνας συμπεριφοράς των οργάνων της α.ε., 1998, Τριανταφυλλάκης, Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, 2018, Φαφαλιού / Πέκκα – Οικονόμου, Η θεωρία της επιχείρησης: R.H. Coase-66 χρόνια μετά, Σπουδαί 2005, 89, Alchian – Demsetz, Production, Information Costs, and Economic Organization, The American Economic Review 1972, 777, Canaris, Handelsrecht, 2000, Chrissanthis, Corporate Τheories and their Impact on Corporate Law, εις Τιμ. Τομ. Ι. Ρόκα, 2017, 63, Coase, The Nature of the Firm, Economica 1937, Fama, Agency Problems and the Theory of the Firm, Journal of Political Economy, 1980, 288, Grossman / Hart, The Costs and Benefits of Ownership: A Theory of Vertical and Lateral Integration, Journal of Political Economy 1986, 691, Heck, Weshalb besteht ein von dem bürgerlichen Rechte gesondertes Handelsprivatrecht? AcP 1902, 438, Jensen / Meckling, Theory of the Firm: Managerial Behavior, Agency Costs and Ownership Structure, Journal of Financial Economics, October 1976, 305, Kalss / Schauer / Winner, Allgemeines Unternehmensrecht und Wertpapierrecht, 2022, Schmidt, Handelsrecht, 1994, Williamson, The Economic Institutions of Capitalism, 1985.
Η ικανοποίηση ατομικών και κοινωνικών αναγκών δεν είναι δυνατή άνευ εύκολης και αποτελεσματικής κυκλοφορίας και διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών. Αντικείμενο δε του εμπορίου είναι ακριβώς η κυκλοφορία και διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών. Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι η ανάπτυξη και μεγέθυνση μιας οικονομίας συνδέεται άμεσα με το εμπόριο. Σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά, η σημασία του εμπορίου είναι
Σελ. 2
ακόμα μεγαλύτερη. Ήδη το 2024, το 85 % της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ αναμένεται να προέλθει από χώρες εκτός της ΕΕ. Με αυτό ως δεδομένο, πολιτική της ΕΕ είναι η ενίσχυση των εμπορικών δεσμών με τα νέα κέντρα της παγκόσμιας ανάπτυξης. Τούτο δε χωρίς να παραγνωρίζεται η παγκόσμια αβεβαιότητα, η οποία τροφοδοτείται από τις πολιτικές και γεωοικονομικές εντάσεις, καθώς και η ανάγκη διασφάλισης αυτονομίας και αυτάρκειας της Ενώσεως, η οποία οδηγεί σε μετεγκατάσταση εντός Ευρώπης ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που είχαν αρχικά εγκατασταθεί σε τρίτες χώρες.
Ενόψει της σημασίας του εμπορίου για την εθνική οικονομία, ο Έλληνας νομοθέτης έδειχνε πάντοτε ενδιαφέρον σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την κυκλοφορία και τη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών. Εξάλλου, η κυκλοφορία και διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δικαιολογούν και επιβάλλουν ειδικές ρυθμίσεις. Πρόκειται, ιδίως, για τη μαζικότητα, την τυποποίηση, τη συχνότητα στην εκτέλεση, το ριψοκίνδυνο και την ταχύτητα στη διεκπεραίωση. Βέβαια, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν εμφανίζονται σε όλες τις συναλλαγές που έχουν ως αντικείμενο την κυκλοφορία και διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, ούτε πολύ περισσότερο εμφανίζονται με την ίδια έκταση και ένταση. Εντούτοις, δικαιολογούν τη θέσπιση ειδικών ρυθμίσεων.
Σε κάποιες έννομες τάξεις, οι ρυθμίσεις που αφορούν την κυκλοφορία και διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών είναι περιορισμένες και διάσπαρτες μεταξύ των γενικών διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου, χωρίς να αποτελούν αυτοτελή κλάδο δικαίου. Σε άλλες έννομες τάξεις, οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι συστηματικά διαρθρωμένες σε αυτοτελή κλάδο του δικαίου, ο οποίος συνήθως ονομάζεται εμπορικό δίκαιο. Έτσι, στις χώρες του κοινοδικαίου δεν υπάρχει καταρχήν αυτοτελής κλάδος του εμπορικού δικαίου, ενώ αντίθετα σε χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, ο τρόπος προσέγγισης είναι τελείως διαφορετικός. Οι κανόνες που ρυθμίζουν την κυκλοφορία και τη διακίνηση των αγαθών και υπηρεσιών αποτελούν αυτοτελή κλάδο δικαίου.
Η ύπαρξη ειδικού κλάδου δικαίου (του εμπορικού δικαίου) δικαιολογείται ιστορικά, καθώς ήδη από το Μεσαίωνα, το εμπόριο ασκείτο από συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, τους εμπόρους. Η τάξη των εμπόρων διακρίνονταν από τους ευγενείς, τους δουλοπά-
Σελ. 3
ροικους και τους γεωργούς. Βέβαια, με τη γαλλική επανάσταση το εμπορικό δίκαιο έπαυσε να είναι το δίκαιο συγκεκριμένης συντεχνίας, η δε άσκηση του εμπορίου κατέστη δυνατή για κάθε ενδιαφερόμενο. Εντούτοις, ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας διατήρησε τη διάκριση μεταξύ κανόνων ιδιωτικού και εμπορικού δικαίου, ενώ για ιστορικούς λόγους συγκεκριμένες πράξεις εξακολουθούν να βρίσκονται καταρχήν εκτός ύλης εμπορικού δικαίου. Πρόκειται, ιδίως, για την πρωτογενή παραγωγή και τα ελευθέρια επαγγέλματα.
Α. Το εμπορικό δίκαιο ως ειδικό δίκαιο των εμπόρων και των εμπορικών πράξεων
Θεμέλιο λίθο του εμπορικού δικαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας του 1807, ο οποίος υιοθετήθηκε αυτούσιος στην ελληνική έννομη τάξη ήδη πριν την επανάσταση. Ο Ελληνικός ΕμπΝ, σύμφωνα με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα, εστιάζει σε δύο βασικές έννοιες: τον έμπορο και τις εμπορικές πράξεις. Κατά το άρθρο 1 του ΕμπΝ:
Έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικάς και κύριον επάγγελμα έχουν την εμπορίαν.
Εμπορικές πράξεις θεωρούνται οι πρωτότυπα ή εξ αντικειμένου εμπορικές πράξεις, που απαριθμούνται στα εν ισχύ άρθρα 2 και 3 του β.δ. της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων» ή σε άλλες διατάξεις νεότερων νόμων. Ειδικότερα, οι
Σελ. 4
αντικειμενικώς εμπορικές πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 του β.δ. της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων» είναι:
Άρθρο 2
Ο νόμος θεωρεί πράξεις εμπορικάς: τας αγοράς προϊόντων γης ή τέχνης, τας οποίας ήθελε κάμει τις, δια να μεταπωλήση ταύτα ακατέργαστα, ως τα ηγόρασεν, ή κατειργασμένα και μεταποιημένα εις χειροτεχνήματα, είτε επί σκοπώ να μισθώση απλώς την χρήσιν αυτών· πάσαν επιχείρησιν χειροτεχνιών, παραγγελίας ή μετακομίσεως δια γης ή δι` ύδατος· πάσαν επιχείρησιν προμηθείας, πρακτορείας, πλειστηριάσεως και δημοσίων θεαμάτων· όλας τας κολλυβιστικάς, τραπεζιτικάς και μεσιτικάς εργασίας· όλας τας εργασίας των δημοσίων Τραπεζών· όλας τας μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις· τας συναλλαγματικάς και τας από τόπου εις τόπον αποστολάς χρημάτων, οποιοιδήποτε και αν ήναι οι συναλλαττόμενοι.
Άρθρο 3
Ο νόμος θεωρεί επίσης πράξεις εμπορικάς: πάσαν επιχείρησιν κατασκευής και πάσαν αγοράν, πώλησιν ή μεταπώλησιν πλοίων προς την εντός ή εκτός Κράτους ναυτιλίαν χρησίμων· όλας τας θαλασσίους αποστολάς· πάσαν αγοράν ή πώλησιν αρμένων, εξαρτίων και ζωοτροφιών· πάσαν ναύλωσιν· παν ναυτικόν δάνειον, όλα τα περί ασφαλειών συναλλάγματα και όσα άλλα αφορώσι την ναυτικήν εμπορία· όλας τας περί μι-
Σελ. 5
σθώσεως του πληρώματος συμφωνίας και συμβάσεις· όλας τας προς υπηρεσίαν εμπορικών πλοίων μισθώσεις ναυτικών.
Οι αντικειμενικώς εμπορικές πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 του β.δ. της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων» προσδιορίσθηκαν με βάση τις ανάγκες που υπήρχαν κατά το χρόνο θέσπισης του Ναπολεόντειου Εμπορικού Κώδικα. Εντούτοις, η ταχεία βιομηχανοποίηση, η εξέλιξη της τεχνολογίας και η ανάπτυξη της οικονομίας δημιούργησαν νέα δεδομένα και νέες ανάγκες. Για το λόγο αυτό, σταδιακά η έννοια των εμπορικών πράξεων άρχισε να ερμηνεύεται διασταλτικά και να διευρύνεται.
Εμπορική πράξη αποτελεί, έτσι, πέραν των ανωτέρω, και κάθε πράξη που φέρει τα χαρακτηριστικά της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, ήτοι αποτελεί διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών ή στην παροχή πίστης με την ανάληψη κινδύνου, προς το σκοπό επίτευξης κέρδους. Επομένως, αν μια δραστηριότητα – ακόμη και εκτός του καταλόγου των αντικειμενικώς εμπορικών πράξεων που περιέχει το β.δ. της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων» – λαμβάνει χώρα συστηματικά και σε ευρεία κλίμακα, με σημαντική επένδυση κεφαλαίου, χρήση μηχανημάτων ή ειδικών εγκαταστάσεων και απασχόληση προσωπικού και έχει έτσι οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας με στοιχεία ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου, τότε είναι αντικειμενικώς εμπορική πράξη και τα δραστηριοποιούμενα σ` αυτή πρόσωπα θεωρούνται έμποροι. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο ιατρός που διατηρεί κλινική ή ο λογιστής που διατηρεί οργανωμένη μονάδα με προσωπικό.
Παράλληλα, κάθε πράξη που διενεργείται από έμπορο χάριν της εμπορίας του (και εκείνη, δηλαδή, η πράξη που δεν αποσκοπεί σε κέρδος) τεκμαίρεται ότι είναι εμπορική (παράγωγη εξ υποκειμένου εμπορικότητα).
Εμπορική είναι, επίσης, και κάθε πράξη που συνδέεται με μια άλλη εμπορική πράξη (παράγωγη εξ αντικειμένου εμπορικότητα).
Σελ. 6
Εξάλλου, με ειδικές διατάξεις εμπορική ιδιότητα δίδεται και σε συγκεκριμένα πρόσωπα λόγω της νομοτυπικής τους μορφής (σύστημα της τυπικής εμπορικότητας).
Η διενέργεια εμπορικών πράξεων αλλά και η απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας συνδέονται με συγκεκριμένες έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, οι συνέπειες της εμπορικότητας μιας πράξεως είναι καταρχήν οι ακόλουθες: α) απόκτηση εμπορικής ιδιότητας, όταν οι πράξεις γίνονται κατά κύριο επάγγελμα, β) η δυνατότητα εμμάρτυρης απόδειξης, γ) η ταχεία εκδίκαση συγκεκριμένων διαφορών (λ.χ. από πιστωτικούς τίτλους), δ) η προσωρινή εκτέλεση μιας απόφασης, ε) εφαρμογή ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με τις εμπορικές μισθώσεις.
Οι συνέπειες της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας είναι ιδίως οι ακόλουθες: α) η υποχρέωση τήρησης κανόνων δημοσιότητας (εγγραφή στο ΓΕΜΗ), β) υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένων βιβλίων, γ) η εγγραφή στο επιμελητήριο, δ) δυνατότητα έκδοσης συγκεκριμένων δικαιογράφων εις διαταγή (εντολές πληρωμής, χρεωστικά ομόλογα) και ε) δυνατότητα τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων.
Σελ. 7
Τέλος, σε περίπτωση που εμπορική ιδιότητα και εμπορικότητα της πράξης συντρέχουν, οι συνέπειες είναι οι ακόλουθες: α) εμπορική παραγραφή, β) τοκοφορία χωρίς όχληση, γ) ειδικές ρυθμίσεις για τον ανατοκισμό και δ) δυνατότητα σύστασης πλασματικού ενεχύρου και κυμαινόμενης ασφάλειας.
Β. Από το εμπορικό δίκαιο στο δίκαιο της επιχείρησης.
Με την πάροδο των ετών άρχισε να γίνεται αντιληπτή η ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής συγκεκριμένων ρυθμίσεων του εμπορικού δικαίου και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Τούτο δε είτε για λόγους προστασίας της αγοράς και των προσώπων που συμμετείχαν σε αυτή (ιδίως καταναλωτών) είτε επειδή ο σκοπός των επίμαχων ρυθμίσεων κάλυπτε και άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Παράλληλα, άλλες ρυθμίσεις που εφαρμόζονταν σε εμπόρους κρίθηκαν ανεπιεικείς. Έτσι, συγκεκριμένες ρυθμίσεις που παραδοσιακά εντάσσονταν στο χώρο του εμπορικού δικαίου, είτε καταργήθηκαν είτε άρχισαν σταδιακά να εφαρμόζονται και σε μη εμπόρους.
Τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα: α) το προγενέστερο καθεστώς αναγνώριζε πτωχευτική ικανότητα μόνο σε πρόσωπα που είχαν εμπορική ιδιότητα. Πλέον, ο ισχύων «Κώδικας Αφερεγγυότητας» (ν. 4738/2020) αναγνωρίζει πτωχευτική ικανότητα σε κάθε φυσικό πρόσωπο, αλλά και σε νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, β) ενώ παλαιότερα (και υπό το καθεστώς του α.ν. 1998/39) υποστηριζόταν ότι κατάθεση σημάτων δεν ήταν δυνατή από ελεύθερους επαγγελματίες, πλέον η νομοθεσία περί σημάτων προβλέπει ρητά τη δυνατότητα κατάθεσης σήματος υπηρεσιών, γ) ο ΑΚ, ήδη από το 1983, δεν αναφέρεται πλέον σε εμπορική αλλά σε επαγγελματική κατοικία, δ) η προβλεπόμενη στο προγενέστερο δίκαιο προσωποκράτηση των εμπόρων για εμπορικά χρέη έχει πλέον καταργηθεί, ενώ
Σελ. 8
προσωποκράτηση είναι δυνατή μόνο για απαιτήσεις από αδικοπραξία, ε) η ενωσιακή οδηγία 2011/7 διευρύνει τις περιπτώσεις τοκοφορίας χωρίς όχληση, ουδόλως δε τις συναρτά με την εμπορική ιδιότητα.
Εξάλλου: α) οι διατάξεις για τις εμπορικές μισθώσεις ρητά εφαρμόζονται σε ελεύθερους επαγγελματίες, β) η δυνατότητα πλασματικού ενεχύρου και κυμαινόμενης απαίτησης προβλέπεται για εμπόρους αλλά και για λοιπούς επαγγελματίες, ενώ γ) σύντομη παραγραφή θεσπίζεται όχι μόνο για εμπορικές απαιτήσεις αλλά και για σειρά άλλων απαιτήσεων.
Παράλληλα, ειδικές ρυθμίσεις που είχαν θεσπισθεί για τους εμπόρους καταργήθηκαν, καθώς δεν θεωρήθηκε απαραίτητη η ειδική μεταχείριση των εμπόρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εν προκειμένω οι ρυθμίσεις για την ειδική δωσιδικία των εμπόρων και τη λειτουργία των εμποροδικείων. Τα εμποροδικεία, τα οποία προβλέπονταν στον ΕμπΝ λειτουργούσαν έως το 1887, χωρίς έκτοτε να προβλέπεται ειδική δωσιδικία για τους εμπόρους. Αντίστοιχα, οι ρυθμίσεις του ΕμπΝ σχετικά με την υποχρέωση του εμπόρου να τηρεί συγκεκριμένα εμπορικά βιβλία έχουν σε μεγάλο βαθμό απωλέσει τη σημασία τους, η δε τήρηση βιβλίων ορίζεται στο φορολογικό νόμο ενιαία για όλους τους επιτηδευματίες.
Καταδεικνύεται έτσι μια τάση «αποεμπορικοποίησης» του εμπορικού δικαίου ή αντίστροφα μια τάση «εμπορικοποίησης» του αστικού δικαίου. Οι συνέπειες της εμπορικότητας της πράξης ή / και της εμπορικής ιδιότητας είναι περιορισμένες και σχετικά περιορισμένης σημασίας. Προς την κατεύθυνση αυτή ουσιωδώς έχει συμβάλει (πέραν όσων ανωτέρω αναφέρθηκαν) και η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, ιδίως δε το γεγονός ότι στις χώρες του κοινοδικαίου η διάκριση μεταξύ εμπορικού και αστικού δικαίου ελάχιστη σημασία έχει. Αλλά και σε χώρες του ηπειρωτικού δικαίου, η διάκριση μεταξύ εμπορικού και αστικού δικαίου συνεχώς αμβλύνεται.
Σελ. 9
Η άμβλυνση της σημασίας της διάκρισης μεταξύ αστικού και εμπορικού δικαίου εκφράζεται σε περισσότερες έννομες τάξεις και σε ορολογικό / εννοιολογικό επίπεδο. Έτσι, οι όροι «έμπορος» και «εμπορική πράξη» (πέραν του ότι δεν έχουν πάντοτε το ίδιο περιεχόμενο) αντικαθίστανται από ευρύτερες έννοιες (λ.χ. «προμηθευτής», «επιχείρηση»). Μάλιστα, σε συγκεκριμένες έννομες τάξεις (Ιταλία, Αυστρία), η έννοια της επιχείρησης ορίζεται κατά τρόπο γενικό στο νόμο. Αντίστοιχα, ο όρος εμπορικό δίκαιο αντικαθίσταται σταδιακά από τους όρους «οικονομικό δίκαιο», «δίκαιο των συναλλαγών» ή «δίκαιο των επιχειρήσεων».
Το δίκαιο των επιχειρήσεων γίνεται αντιληπτό ως το ειδικό ιδιωτικό δίκαιο των φορέων μιας επιχείρησης. Ειδικότερα, το δίκαιο των επιχειρήσεων είναι ιδιωτικό δίκαιο (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι ο εν λόγω κλάδος δικαίου δεν περιλαμβάνει και διατάξεις δημοσίου δικαίου, ως λ.χ. οι διατάξεις για τη δημοσιότητα και την εποπτεία συγκεκριμένων επιχειρήσεων). Παράλληλα, είναι δίκαιο ειδικό, όπερ σημαίνει ότι οι ρυθμίσεις του κατισχύουν των γενικών ρυθμίσεων του ιδιωτικού δικαίου, ενώ οι κανόνες του δικαίου των επιχειρήσεων αφορούν πρωτίστως το φορέα της επιχείρησης (εξ ου και γίνεται λόγος για δίκαιο των φορέων μιας επιχείρησης).
Το δίκαιο των επιχειρήσεων (ακόμα και σε έννομες τάξεις που παρουσιάζει αυτοτέλεια ως κλάδος δικαίου) δεν περιέχει αναλυτικές ρυθμίσεις για όλα τα ζητήματα που είναι σημαντικά για μια επιχείρηση. Η εμπειρία αλλοδαπών εννόμων τάξεων καταδεικνύει ότι οι ρυθμίσεις του δικαίου των επιχειρήσεων είναι αποσπασματικές και αφορούν συγκεκριμένα μόνο ζητήματα των επιχειρήσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, ο συγκεκριμένος κλάδος δικαίου δεν έχει απολύτως ακριβή και διακριτά όρια σε σχέση με άλλους κλάδους δικαίου, ιδίως το αστικό αλλά και το δημόσιο δίκαιο. Εξάλλου, η εξέλιξη της τεχνολογίας, η πολυνομία και η θέσπιση «υβριδικών» κανόνων δικαίου έχουν καταστήσει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τη διάκριση μεταξύ κανόνων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου δυσχερή, αν όχι αδύνατη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των κανόνων δεοντολογίας των επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίοι (ανεξάρτητα από τη νομική τους φύση) ρυθμίζουν τη σχέση των επιχειρήσεων τόσο με τους πελάτες τους όσο και με τις εποπτικές αρχές.
Σελ. 10
Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει ενιαίος και γενικός νομοθετικός ορισμός της έννοιας της επιχείρησης. O όρος «επιχείρηση» χρησιμοποιείται σε περισσότερα (ειδικότερα) νομοθετήματα. Εξάλλου, σε κάποια εξ αυτών υπάρχει συγκεκριμένος νομοθετικός ορισμός της επιχείρησης, ενώ σε άλλα νομοθετήματα ο όρος «επιχείρηση» χρησιμοποιείται χωρίς να υπάρχει νομοθετικός ορισμός. Μάλιστα, χρήση του όρου «επιχείρηση» γίνεται ακόμα και στο Σύνταγμα σε σχέση με τα ασυμβίβαστα των βουλευτών, χωρίς, όμως, η σχετική συνταγματική διάταξη να δίδει ορισμό της έννοιας της επιχείρησης. Επομένως, προτού προβούμε σε ανάλυση των ειδικότερων χαρακτηριστικών της έννοιας της επιχείρησης, σκόπιμο είναι να αναφερθούμε σύντομα στους ειδικότερους νομοθετικούς ορισμούς.
Γ. Έννοια της επιχείρησης σε ειδικότερα νομοθετήματα
Όπως αναφέρθηκε ήδη ανωτέρω, ορισμός της έννοιας της επιχείρησης δίδεται σε περισσότερα (ειδικότερα) νομοθετήματα. Οι ορισμοί αυτοί εξυπηρετούν, όμως, τις ειδικότερες ανάγκες των εν λόγω νομοθετημάτων. Ως εκ τούτου, γενίκευση των νομοθετικών αυτών ορισμών δεν είναι πάντοτε δυνατή, αλλά ούτε και σκόπιμη. Σε κάθε περίπτωση, οι ορισμοί αυτοί είναι σημαντικοί προκειμένου να αναδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η έννοια της επιχείρησης.
Σελ. 11
Ι. Η επιχείρηση στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού
Σκοπός του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι η προστασία της αγοράς. Για το λόγο αυτό, το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού υιοθετεί μια ευρύτερη και λειτουργική έννοια της επιχείρησης. Ειδικότερα, κατά το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του, και προσδιορίζει μια οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Η οικονομική αυτή ενότητα συνίσταται σε ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, η οποία οργάνωση δύναται να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως των διατάξεων του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Εξάλλου, ως οικονομική δραστηριότητα νοείται κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά. Καταλαμβάνονται, επομένως, από την έννοια της επιχείρησης, κατά τους ορισμούς του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, ελευθέρια επαγγέλματα (λ.χ. ιατροί, δικηγόροι, εκτελωνιστές κ.λπ.). Πάντως, με βάση
Σελ. 12
τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναπτύσσουν αυτόνομη και ανεξάρτητη συμπεριφορά στην αγορά. Επομένως, αν οι επιχειρήσεις δεν εμφανίζονται αυτόνομα και ανεξάρτητα στην αγορά αλλά σαν μια ενιαία οικονομική ενότητα, αποτελούν κατά το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού ενιαία επιχείρηση.
ΙΙ. Η επιχείρηση στο λογιστικό δίκαιο
Με βάση τους κανόνες του λογιστικού δικαίου ως επιχείρηση ορίζεται «ένα ολοκληρωμένο σύνολο δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να διευθύνεται με σκοπό την επίτευξη απόδοσης με την μορφή μερίσματος ή την απολαβή μικρότερου κόστους ή άλλων οικονομικών ωφελειών απευθείας στους μετόχους ή άλλους ιδιοκτήτες. Μια επιχείρηση γενικά περιλαμβάνει εισροές, διαδικασίες που εφαρμόζονται γενικά επί αυτών των εισροών, και εκροές που χρησιμοποιούνται ή θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία εσόδων. Ένα μεταβιβαζόμενο σύνολο δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων θεωρείται σε κάθε περίπτωση επιχείρηση αν ενσωματώνει υπεραξία».
IΙΙ. Η επιχείρηση στους λοιπούς κλάδους του δικαίου
Ορισμοί της έννοιας της επιχείρησης ή της επιχειρηματικής συναλλαγής δίδονται, επίσης, σε νομοθετήματα φορολογικού δικαίου, εργατικού δικαίου αλλά και στην ειδική νομοθεσία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων για τις εμπορικές συναλλαγές. Στον κώδικα φορολογίας εισοδήματος ως «επιχειρηματική συναλλαγή» για τους σκοπούς των σχετικών διατάξεων θεωρείται «κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων…». Στο πλαίσιο της προστασίας των εργαζομένων λόγω μεταβίβασης μιας επιχείρησης, ως επιχείρηση νοείται μια οικονομική οντότητα: «… που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής
Σελ. 13
δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας». Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της νομοθεσίας για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων από τις εμπορικές συναλλαγές, ως επιχείρηση νοείται: «κάθε οργάνωση εκτός των δημόσιων αρχών, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο». Τέλος, στη σύσταση της Επιτροπής της 6 Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, ως επιχείρηση θεωρείται: «κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ως τέτοιες νοούνται ιδίως οι μονάδες που ασκούν βιοτεχνική ή άλλη δραστηριότητα, ατομικά ή οικογενειακά, προσωπικές εταιρείες ή ενώσεις προσώπων που ασκούν τακτικά μια οικονομική δραστηριότητα». Επομένως, με βάση τον ορισμό αυτό, ως επιχείρηση μπορεί να θεωρηθούν οι αυτοαπασχολούμενοι, οι οικογενειακές επιχειρήσεις, οι συμπράξεις και οι σύλλογοι ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα που ασκεί τακτικά μια οικονομική́ δραστηριότητα.
Δ. Προσπάθεια εννοιολογικής οριοθέτησης της έννοιας της επιχείρησης και χρησιμότητά της
Οι πολλαπλοί και ενδεχομένως διαφορετικοί ορισμοί της έννοιας της επιχείρησης σε ειδικότερους κλάδους του δικαίου δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα στη διατύπωση ενιαίου και γενικού ορισμού της έννοιας της επιχείρησης. Βέβαια, ειδικότεροι νομοθετικοί ορισμοί υπάρχουν, και για τις έννοιες του εμπόρου και της εμπορικής πράξεως. Τούτο δε παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 1 ΕμπΝ δίδεται γενικός ορισμός του εμπόρου. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, οι ειδικότεροι
Σελ. 14
ορισμοί της επιχείρησης εμφανίζουν κάποια ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία επιτρέπουν τη διατύπωση ενός βασικού ορισμού της έννοιας της επιχείρησης. Ο ορισμός αυτός είναι χρήσιμος, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη και άλλων παραμέτρων τελολογικής ή συστηματικής φύσεως, προκειμένου για την ερμηνεία ρυθμίσεων που αναφέρονται ή εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις, χωρίς όμως να υπάρχει υποκείμενος νομοθετικός ορισμός της έννοιας της επιχείρησης. Κυρίως, όμως, η εννοιολογική οριοθέτηση της έννοιας της επιχείρησης επιτρέπει τη συστηματική ερμηνεία και ανάλυση θεσμών και ρυθμίσεων που εφαρμόζονται κάθετα και οριζόντια σε όλες τις επιχειρήσεις.
Στην ελληνική έννομη τάξη, ο πλέον διαδεδομένος ορισμός της επιχείρησης, ο οποίος συγκεντρώνει τα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά της έννοιας της επιχείρησης, έχει δοθεί από τον Μπαλή. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό επιχείρηση κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα είναι
«σύνολον εκ πραγμάτων, δικαιωμάτων, πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων, αποτελούν οργανωμένην οικονομική ενότητα περί το πρόσωπον του φορέως».
Αντίστοιχοι είναι και οι ορισμοί που δίδονται και σε έννομες τάξεις που έχουν εισαγάγει γενικό ορισμό της επιχείρησης στο θετικό τους δίκαιο. Ειδικότερα, κατά το αυστριακό δίκαιο, επιχειρηματίας είναι αυτός που ασκεί επιχείρηση, ενώ επιχείρηση είναι κάθε μη ευκαιριακή οργάνωση αυτόνομης οικονομικής δραστηριότητας, ακόμα και αν δεν είναι προσανατολισμένη στο κέρδος. Αντίστοιχα, κατά το ιταλικό δίκαιο, επιχει-
Σελ. 15
ρηματίας είναι εκείνος που ασκεί κατ’ επάγγελμα οικονομική δραστηριότητα που έχει οργανωθεί με σκοπό την παραγωγή ή την ανταλλαγή αγαθών ή υπηρεσιών.
Με βάση τους ορισμούς αυτούς καθίσταται σαφές ότι τα βασικά στοιχεία της έννοιας της επιχείρησης είναι: α) η οργάνωση των μέσων και β) η οικονομική δραστηριότητα.
Ι. Οργάνωση μέσων
Ο όρος «μέσα» καταλαμβάνει ποικίλα ανομοιογενή στοιχεία, πράγματα, δικαιώματα, άυλα αγαθά (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες).
Η ύπαρξη μέσων από μόνη της δεν αρκεί προκειμένου να υπάρξει επιχείρηση. Τα μέσα αυτά πρέπει να είναι οργανωμένα σε οικονομική ενότητα. Αυτό συμβαίνει όταν τα μέσα οργανώνονται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, που αποτελεί προϊόν της διάνοιας του επιχειρηματία. Η επιχειρηματική
Σελ. 16
αυτή ιδέα και ειδικότερα η υλοποίηση και το αποτέλεσμά της εξηγούν, άλλωστε, και την ύπαρξη υπεραξίας της επιχείρησης.
Σε κάθε περίπτωση, η οργάνωση μέσων εμπεριέχει αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά στοιχεία. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιχείρηση συνιστά καθ’ εαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία σήμα, διακριτικά γνωρίσματα.
ΙΙ. Οικονομική δραστηριότητα
Στοιχείο της έννοιας της επιχείρησης πέραν της οργάνωσης των μέσων αποτελεί και η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας σημαίνει ότι η οργάνωση των μέσων εμφανίζεται και δραστηριοποιείται στην αγορά. Η δραστηριοποίηση στην αγορά διαφοροποιεί την επιχείρηση από την απλή κυριότητα επί παραγωγικών μέσων. Εξάλλου, η δραστηριοποίηση στην αγορά πρέπει να γίνεται με μέσα ιδιωτικού δικαίου και όχι με τη μορφή άσκησης δημόσιας εξουσίας.
Δραστηριοποίηση στην αγορά δεν σημαίνει απαραίτητα πληθώρα αντισυμβαλλόμενων. Μια επιχείρηση μπορεί έτσι να έχει έναν αποκλειστικό προμηθευτή ή έναν αποκλειστικό πελάτη. Αυτό, ενδεχομένως, την καθιστά οικονομικά εξαρτημένη, παραμένει, όμως, πάντοτε μια επιχείρηση.
Η δραστηριότητα μπορεί να αφορά κάθε τομέα της οικονομίας, την παραγωγή ή διακίνηση αγαθών, την παροχή υπηρεσιών, τη διαμεσολάβηση κ.λπ. Εξάλλου, η οικονομική δραστηριότητα αφορά συνήθως την πλευρά της προσφοράς. Το πρόσωπο που εμφανίζεται στην αγορά αποκλειστικά από την πλευρά της ζήτησης είναι καταρχήν καταναλωτής και όχι επιχείρηση.
Η νομολογία αλλά και η θεωρία πολλές φορές ταυτίζουν την οικονομική με την κερδοσκοπική δραστηριότητα. Αυτό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. Εντούτοις, αυτό δεν είναι απαραίτητο, καθώς μια οικονομική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί απα-
Σελ. 17
ραίτητα στο κέρδος. Επομένως, επιχείρηση δύναται να υπάρξει ακόμα και αν δεν υπάρχει κερδοσκοπικός σκοπός. Αρκεί ότι για τις παρεχόμενες υπηρεσίες / προϊόντα καταβάλλεται αντίτιμο, ώστε να καλύπτονται τα κόστη της εν λόγω δραστηριότητας (Kostendeckungsprinzip).
Κατά τη νομολογία του ΑΠ, οργανικές ενότητες, που αποσκοπούν στην επιδίωξη ενός τεχνικοπαραγωγικού αποτελέσματος και όχι ενός οικονομικού σκοπού, εμπίπτουν στην έννοια της εκμετάλλευσης.
Σελ. 18
Αμφισβητούμενο είναι αν μια επιχείρηση πρέπει επιπρόσθετα να γίνεται εξωτερικά αντιληπτή ως επιχείρηση (Erkennbarkeit). Πάντως, η απλή διαχείριση της ίδιας περιουσίας (λ.χ. τοποθέτηση των διαθεσίμων σε προθεσμιακούς λογαριασμούς) δύσκολα γίνεται αντιληπτή ως επιχείρηση.
ΙΙΙ. Ελευθέρια επαγγέλματα ως επιχειρήσεις;
Κατά την παραδοσιακή αντίληψη του εμπορικού δικαίου, τα ελευθέρια επαγγέλματα βρίσκονται καταρχήν εκτός της ύλης του εμπορικού δικαίου. Αυτό, εντούτοις, δεν σημαίνει ότι η άσκηση ενός ελευθέριου επαγγέλματος δεν δύναται να πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, ήτοι οργάνωση μέσων και οικονομική δραστηριότητα, ώστε να χαρακτηρισθεί επιχείρηση. Στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι, άλλωστε, πάγια η νομολογία που δέχεται ότι, για τους σκοπούς αυτού του κλάδου δικαίου, τα ελευθέρια επαγγέλματα αποτελούν επιχειρήσεις. Ο χαρακτηρισμός ενός ελευθέριου επαγγέλματος ως επιχείρησης δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι επ’ αυτών εφαρμόζονται όλοι οι κανόνες που ισχύουν για τις λοιπές εμπορικές επιχειρήσεις. Έτσι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν εγγράφονται καταρχήν στο ΓΕΜΗ, δεν μπορούν να εκδώσουν συγκεκριμένα αξιόγραφα ή να προβούν σε τιτλοποίηση των απαιτήσεών τους. Μπορούν, όμως, να πτωχεύσουν, να αποκτήσουν σήμα, υπόκεινται καταρχήν στις ρυθμίσεις περί εμπορικών μισθώσεων κ.λπ. Σε κάθε δε περίπτωση, εφαρμόζονται επ’ αυτών οι ειδικές ρυθμίσεις που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματός τους (λ.χ. κώδικας δικηγόρων, κώδικας ιατρικής δεοντολογίας κ.λπ.).
Ε. Η επιχείρηση υπό το πρίσμα σύγχρονων θεωριών
Τα ανωτέρω υπό Δ βασικά στοιχεία της επιχείρησης αναγνωρίζονται και αναλύονται και στην οικονομική επιστήμη. Ειδικότερα, από οικονομικής απόψεως επιχείρηση είναι η οργάνωση των συντελεστών της παραγωγής που αποβλέπει σε ένα θετικό οικονομικό αποτέλεσμα. Ως συντελεστές της παραγωγής νοούνται: α) το έδαφος, β) το κεφάλαιο και γ) η εργασία. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιχείρηση γίνεται αντιληπτή ως μια τεχνολογική συνάρτηση παραγωγής, όπου οι εισροές μετατρέπονται σε εκρο-
Σελ. 19
ές μέσα από μια διαδικασία επεξεργασίας με τη συμβολή και των λοιπών παραγωγικών συντελεστών προς μεγιστοποίηση της παρούσας αξίας. Άλλες θεωρίες επιχειρούν να αναλύσουν τo φαινόμενο της επιχείρησης και να εξηγήσουν την ύπαρξή της μέσα από μια διαφορετική οπτική. Οι πλέον σημαντικές εξ αυτών είναι: α) οι θεωρίες του κόστους συναλλαγών, β) οι θεωρίες πλέγματος συμβάσεων / οι θεωρίες αντιπροσώπευσης και γ) οι θεωρίες των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος της θεωρίας του κόστoυς συναλλαγών είναι ο Coase. Ο τελευταίος θεωρεί ότι η επιχείρηση αποτελείται από το σύστημα σχέσεων που δημιουργείται όταν η κατεύθυνση των πόρων εξαρτάται από έναν επιχειρηματία, η δε ύπαρξη μιας επιχείρησης δικαιολογείται λόγω της προσπάθειας περιορισμού του κόστους συναλλαγών, δηλαδή του κόστους που ανακύπτει από τη χρήση του μηχανισμού της αγοράς (είτε αυτό ανακύπτει πριν είτε μετά την κατάρτιση της συναλλαγής). Η μείωση του κόστους συναλλαγής επιτυγχάνεται δε λόγω των οργανωτικών δομών εξουσίας που ενυπάρχουν σε μια επιχείρηση.
Ειδικότερα, το σημαντικότερο πλεονέκτημα που προσφέρει η ύπαρξη μιας επιχείρησης είναι ότι παρέχει τη δυνατότητα στον εκάστοτε φορέα της επιχείρησης να επιλέξει αν για την παραγωγή κάποιας οικονομικής δραστηριότητας θα χρησιμοποιήσει την αγορά ή την εσωτερική οργανωτική δομή της ίδιας της επιχείρησης. Βασικό κριτήριο στην επιλογή αυτή, στο μέτρο που κίνητρο δράσης μιας επιχείρησης αποτελεί η μεγιστοποίηση του κέρδους, είναι το κόστος. Έτσι, αν το κόστος εσωτερίκευσης μιας συναλλαγής (δηλαδή της χρήσης της οργανωτικής δομής της ίδιας της επιχείρησης) είναι μικρότερο από την προσφυγή στην αγορά ή την ανάθεση της συναλλαγής σε μια άλλη επιχείρηση (κάτι που είναι πολύ πιθανό να συμβεί σε περίπτωση ατελούς λειτουργίας της αγοράς και ασυμμετρίας πληροφόρησης), ο φορέας της επιχείρησης ενόψει των οργανωτικών δομών εξουσίας της επιχείρησης θα εσωτερικοποιήσει τη συ-
Σελ. 20
ναλλαγή. Έτσι, δικαιολογείται και ο λόγος για τον οποίο πολλές επιχειρήσεις επιλέγουν τη στρατηγική της κάθετης ολοκλήρωσης. Εξάλλου, τα συναλλακτικά κόστη φαίνεται να είναι ιδιαίτερα υψηλά σε περιπτώσεις εξειδικευμένων σχέσεων / συμφωνιών.
Σύμφωνα με τις θεωρίες πλέγματος συμβάσεων / θεωρίες αντιπροσώπευσης, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τους Alchian – Demsetz, κρίσιμο στοιχείο της λειτουργίας μιας επιχείρησης είναι ο μηχανισμός παρακολούθησης και ελέγχου των κινήτρων απόδοσης των εντολοδόχων / εργαζομένων. Ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει, άλλωστε, την επίτευξη αυξημένης αποτελεσματικότητας, ενώ ο εν λόγω μηχανισμός επιτυγχάνεται μέσα από μια συγκεκριμένη διάρθρωση που εμπεριέχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι μελέτες των Jensen και Meckling καθώς και του Fama.
Ειδικότερα, κατά τους Jensen και Meckling, μια επιχείρηση αποτελεί μια μορφή πλάσματος δικαίου που χρησιμεύει ως συνδετικός κρίκος συμβατικών σχέσεων και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διαιρετών απαιτήσεων επί των περιουσιακών στοιχείων και των ταμειακών ροών του οργανισμού, οι οποίες μπορούν γενικά να πωληθούν χωρίς την άδεια των άλλων συμβαλλομένων ατόμων. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στους μηχανισμούς της αγοράς, οι οποίοι παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των υψηλόβαθμων στελεχών των επιχειρήσεων (managerial theories).