-
Αγοράζονται συχνά μαζί
Συνδυαστική Προσφορά
X1ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ - Βιβλίο (έντυπο)+Βιντεοσκοπημένα (Εκπαίδευση/Εκδηλώσεις)Τιμή 120,00 €X1ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ - (ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ)=Σύνολο:από 167,00 €
99,00 €
έκπτωση 40.72%
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Σύγχρονες Προκλήσεις και Ρόλος του Κράτους
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 328
- ISBN: 978-960-654-250-3
- Black friday εκδόσεις: 10%
Πρόλογος | Σελ. V |
Σημείωμα Συγγραφέως | Σελ. VII |
Συντομογραφίες - Αρκτικόλεξα | Σελ. XIX |
Εισαγωγή | |
Ι. Αντικείμενο μελέτης και σκοπός | Σελ. 2 |
ΙΙ. Κράτος και οικονομία υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ενέργειας | Σελ. 8 |
ΙΙΙ. Δομή | Σελ. 11 |
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ | |
Το σύγχρονο δίκαιο της ενέργειας | |
Κεφάλαιο Α' | |
Το Δίκαιο της Ενέργειας ως αυτόνομος επιστημονικός κλάδος | |
Ι. Ιστορική εξέλιξη | Σελ. 17 |
Α. Παραδοσιακή αντίληψη για τους κανόνες του τομέα της ενέργειας | Σελ. 17 |
Β. «Μοντέρνο» Δίκαιο της Ενέργειας | Σελ. 20 |
Γ. «Σύγχρονο» Δίκαιο της Ενέργειας | Σελ. 24 |
ΙΙ. Στοιχεία για τον επιστημονικό διάλογο | Σελ. 31 |
Α. Στοιχεία από την επιστημονική δραστηριότητα στην Ελλάδα | Σελ. 31 |
Β. Συγκριτικά στοιχεία | Σελ. 36 |
1. Αγγλόφωνη θεωρία | Σελ. 36 |
2. Γαλλική θεωρία | Σελ. 39 |
3. Γερμανική θεωρία | Σελ. 42 |
ΙΙΙ. Συμπέρασμα Κεφαλαίου Α' | Σελ. 46 |
Κεφάλαιο Β' | |
Αντικείμενο του Δικαίου της Ενέργειας | |
Ι. Περιγραφή | Σελ. 48 |
Α. Παραδοσιακή αντίληψη | Σελ. 48 |
Β. Σύγχρονη αντίληψη | Σελ. 50 |
ΙΙ. Χαρακτηριστικά | Σελ. 53 |
Α. Μέθοδος | Σελ. 53 |
1. Ενιαία μελέτη | Σελ. 53 |
2. Διεπιστημονική προσέγγιση | Σελ. 54 |
Β. Περιεχόμενο | Σελ. 56 |
1. Πολυπλοκότητα | Σελ. 56 |
2. Ανομοιογένεια | Σελ. 57 |
Γ. Η δυναμική του Δικαίου της Ενέργειας | Σελ. 60 |
1. Δυναμική εξέλιξη λόγω αλλαγής δεδομένων | Σελ. 60 |
2. Ρήτρες εξέλιξης του Δικαίου | Σελ. 63 |
3. Ασφάλεια δικαίου – Δυναμική ρύθμιση | Σελ. 63 |
ΙΙΙ. Συμπέρασμα Κεφαλαίου Β' | Σελ. 65 |
Κεφάλαιο Γ' | |
Πηγές Δικαίου της Ενέργειας | |
Ι. Διεθνές Δίκαιο Ενέργειας | Σελ. 68 |
Α. Γενική περιγραφή | Σελ. 69 |
Β. Επιμέρους θέματα | Σελ. 70 |
1. Κρατική κυριαρχία και ενεργειακοί πόροι | Σελ. 70 |
2. Περιβάλλον και κλίμα | Σελ. 71 |
3. Οικονομική συνεργασία | Σελ. 74 |
4. Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας | Σελ. 74 |
5. Συνθήκη για την Ενεργειακή Κοινότητα | Σελ. 78 |
6. «Ήπιο δίκαιο» | Σελ. 78 |
Γ. Σχέση με την εθνική έννομη τάξη | Σελ. 79 |
ΙΙ. Ευρωπαϊκό (Ενωσιακό) Δίκαιο Ενέργειας | Σελ. 82 |
Α. Πρωτογενές Δίκαιο ΕΕ | Σελ. 84 |
1. Ενέργεια (άρθρο 194 ΣΛΕΕ) | Σελ. 84 |
2. Περιβάλλον | Σελ. 87 |
3. Διευρωπαϊκά δίκτυα | Σελ. 88 |
4. Ανταγωνισμός | Σελ. 90 |
Β. Παράγωγο Δίκαιο ΕΕ | Σελ. 91 |
1. Περιγραφή | Σελ. 91 |
(α) Απελευθέρωση αγοράς και ανταγωνισμός | Σελ. 91 |
(1) Πρώτες κανονιστικές παρεμβάσεις της ΕΕ στον τομέα | Σελ. 92 |
(2) Δεύτερη δέσμη μέτρων | Σελ. 93 |
(3) Τρίτη δέσμη μέτρων | Σελ. 94 |
(4) Τέταρτη δέσμη μέτρων; | Σελ. 97 |
(5) «Τριτογενές Δίκαιο ΕΕ» | Σελ. 98 |
(β) Περιβάλλον και Κλίμα | Σελ. 99 |
(1) Διάφορα μέτρα για το περιβάλλον | Σελ. 99 |
(αα) Καταγραφή | Σελ. 99 |
(ββ) Εργαλεία δράσης | Σελ. 101 |
(2) Δομική σύνδεση ενεργειακής πολιτικής με την πολιτική περιβάλλοντος | Σελ. 103 |
(αα) Η νομοθεσία «20-20-20» | Σελ. 103 |
(ββ) Ενεργειακή Ένωση | Σελ. 106 |
(γγ) Δέσμη μέτρων για την καθαρή ενέργεια | Σελ. 106 |
(δδ) Ευρωπαϊκή «Πράσινη Συμφωνία», Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης και «Ευρωπαϊκός Νόμος για το Κλίμα» | Σελ. 109 |
(3) Λοιποί κανόνες ΕΕ | Σελ. 112 |
2. Χαρακτηριστικά | Σελ. 112 |
(α) Ιδιαίτερη αρχιτεκτονική | Σελ. 113 |
(β) Εμβάθυνση συντονισμού πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα | Σελ. 113 |
(γ) Εμβάθυνση ενοποίησης εθνικών αγορών | Σελ. 115 |
3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα | Σελ. 117 |
ΙΙΙ. Εθνική έννομη τάξη | Σελ. 118 |
Α. Σύνταγμα | Σελ. 118 |
1. Επιμέρους διατάξεις | Σελ. 118 |
(α) Ενεργειακοί πόροι | Σελ. 121 |
(β) «Οικονομικό σύνταγμα» | Σελ. 122 |
(γ) Κοινή ωφέλεια | Σελ. 123 |
(1) Διασφάλιση διαρκούς τροφοδοσίας | Σελ. 123 |
(2) Ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης | Σελ. 124 |
(3) Πρόσβαση σε ενεργειακά αγαθά και σύγχρονες ενεργειακές υπηρεσίες - Ενεργειακή πενία | Σελ. 126 |
(δ) Περιβάλλον και κλίμα | Σελ. 128 |
(1) Οικολογικό Σύνταγμα | Σελ. 128 |
(2) Η διασφάλιση του κλίματος και η αναγωγή στο άρθρο 2 παράγραφος 1 Συντάγματος | Σελ. 130 |
2. Κριτική | Σελ. 131 |
(α) Υπερβολική διεύρυνση του Δικαίου της Ενέργειας | Σελ. 131 |
(β) Υπερβολική διεύρυνση του πεδίου δικαστικού ελέγχου | Σελ. 133 |
Β. Κοινό δίκαιο | Σελ. 139 |
1. Περιγραφή | Σελ. 139 |
(α) Οργάνωση και λειτουργία ενεργειακών αγορών | Σελ. 139 |
(β) Θέματα προστασίας του περιβάλλοντος σχετικά με τον τομέα της ενέργειας | Σελ. 142 |
(1) Υποστήριξη ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ | Σελ. 142 |
(2) Γεωθερμία | Σελ. 143 |
(3) Ενεργειακή αποδοτικότητα | Σελ. 144 |
(4) «Ενεργειακές Κοινότητες» | Σελ. 144 |
(γ) Καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής | Σελ. 145 |
(1) Ηλεκτροκίνηση | Σελ. 145 |
(2) Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) | Σελ. 145 |
(3) Λοιπά μέτρα | Σελ. 145 |
(4) Ειδική νομοθεσία για το κλίμα; | Σελ. 146 |
2. Χαρακτηριστικά | Σελ. 148 |
(α) Προσαρμογή προς το Δίκαιο ΕΕ | Σελ. 148 |
(β) Νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις | Σελ. 151 |
(γ) Απουσία κωδικοποίησης | Σελ. 154 |
ΙV. Συμπέρασμα Κεφαλαίου Γ' | Σελ. 156 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ | |
Συστηματική θεώρηση | |
Κεφάλαιο Δ' | |
Το Δίκαιο της Ενέργειας στην έννομη τάξη | |
Ι. Το Δίκαιο της Ενέργειας και οι άλλοι κλάδοι του Δικαίου | Σελ. 160 |
Α. Σχέσεις με λοιπούς κλάδους | Σελ. 160 |
Β. Κριτήριο οριοθέτησης | Σελ. 161 |
1. Το κριτήριο του σκοπού | Σελ. 162 |
2. Κριτική | Σελ. 164 |
3. Οριοθέτηση βάσει του θεματικού αντικειμένου | Σελ. 166 |
ΙΙ. «Ιδιωτικό» και «Δημόσιο» Δίκαιο της Ενέργειας | Σελ. 169 |
Α. Ανάμεσα στο «Ιδιωτικό» και το «Δημόσιο» Δίκαιο της Ενέργειας | Σελ. 170 |
1. «Ιδιωτικό» Δίκαιο της Ενέργειας | Σελ. 170 |
2. «Δημόσιο» Δίκαιο της Ενέργειας | Σελ. 174 |
Β. Μία «θολή» διάκριση | Σελ. 176 |
1. Περιγραφή | Σελ. 176 |
2. Προβλήματα | Σελ. 179 |
Γ. Θεωρητικές προσεγγίσεις | Σελ. 181 |
1. Διοικητικό Ιδιωτικό Δίκαιο | Σελ. 181 |
2. Εγγυητικός και κατευθυντήριος ρόλος του κράτους | Σελ. 183 |
3. Αμοιβαίες επιδράσεις – κοινό σύστημα αμοιβαίας (ρυθμιστικής) υποστήριξης | Σελ. 184 |
Δ. Θέση | Σελ. 185 |
1. Δικονομικά θέματα | Σελ. 186 |
2. Κατ’ ουσίαν διάκριση | Σελ. 190 |
ΙΙΙ. Συμπέρασμα Κεφαλαίου Δ' | Σελ. 193 |
Κεφάλαιο Ε' | |
Διαστάσεις δημόσιου συμφέροντος και ο ρόλος του κράτους | |
Ι. Το πρόβλημα των εξωτερικοτήτων του τομέα της ενέργειας | Σελ. 196 |
Α. Αρνητικές και θετικές εξωτερικότητες στην οικονομία | Σελ. 196 |
1. Εννοιολογικές διευκρινίσεις | Σελ. 196 |
2. Η σημασία των δημοσίων αγαθών | Σελ. 197 |
Β. Αρνητικές και θετικές εξωτερικότητες του τομέα ενέργειας | Σελ. 198 |
1. Αρνητικές εξωτερικότητες | Σελ. 200 |
(α) Ασφάλεια | Σελ. 200 |
(β) Κοινωνική και οικονομική συνοχή | Σελ. 203 |
(γ) Περιβάλλον | Σελ. 205 |
2. Θετικές εξωτερικότητες | Σελ. 206 |
ΙΙ. Διασφάλιση δημοσίου συμφέροντος | Σελ. 208 |
Α. Κοινή ωφέλεια | Σελ. 208 |
1. Νομική βάση | Σελ. 208 |
2. Ο εγγυητικός ρόλος του κράτους | Σελ. 210 |
Β. Περιβάλλον και κλίμα | Σελ. 216 |
1. Νομική βάση | Σελ. 216 |
2. Ο προστατευτικός ρόλος του κράτους | Σελ. 217 |
Δ. Ανάπτυξη | Σελ. 220 |
1. Νομική βάση | Σελ. 220 |
2. Ο αναπτυξιακός ρόλος του κράτους | Σελ. 221 |
III. Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής | Σελ. 224 |
V. Συμπέρασμα | Σελ. 231 |
Κεφάλαιο ΣΤ' | |
Εσωτερικό σύστημα | |
Ι. Γενικές αρχές του Δικαίου | Σελ. 235 |
Α. Βασικές εννοιολογικές παραδοχές | Σελ. 235 |
Β. Σημασία | Σελ. 237 |
ΙΙ. Αναζήτηση γενικών αρχών του Δικαίου της Ενέργειας | Σελ. 238 |
Α. Εθνική έννομη τάξη | Σελ. 241 |
1. Παραδοσιακή αντίληψη για τον τομέα της ενέργειας | Σελ. 243 |
(α) Δημόσιο μονοπώλιο και δημόσια υπηρεσία υπό λειτουργικό κριτήριο | Σελ. 244 |
(β) Οι γενικές αρχές της δημόσιας υπηρεσίας | Σελ. 246 |
2. Αλλαγή προτύπου οργάνωσης | Σελ. 247 |
(α) Φύση του αγαθού «ενέργεια» | Σελ. 248 |
(β) Το κράτος ως υποκείμενο οικονομικής δραστηριότητας | Σελ. 249 |
3. Το περιβάλλον ως συνταγματικός στόχος | Σελ. 251 |
4. Ενδιάμεσο συμπέρασμα | Σελ. 252 |
Β. Δίκαιο ΕΕ | Σελ. 253 |
1. Οικονομία | Σελ. 254 |
2. Περιβάλλον | Σελ. 256 |
3. Ασφάλεια εφοδιασμού | Σελ. 257 |
Γ. Οι τρεις πυλώνες ενεργειακής πολιτικής | Σελ. 260 |
Δ. Θεωρία | Σελ. 263 |
1. Περιγραφή | Σελ. 263 |
2. Αξιολόγηση | Σελ. 265 |
ΙΙΙ. Θέση για τις γενικές αρχές του Δικαίου της Ενέργειας | Σελ. 267 |
IV. Συμπέρασμα Κεφαλαίου ΣΤ' | Σελ. 271 |
Σύνοψη θέσεων | Σελ. 274 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 277 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 301 |
Σελ. 1
Εισαγωγή
- 1
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής λαμβάνει δραματικές διαστάσεις και η ανάγκη αντιμετώπισής του καθίσταται άμεση και αδήριτη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τομέας της ενέργειας ευθύνεται για το 80% των αερίων του θερμοκηπίου, η συγκέντρωση των οποίων προκαλεί τον κίνδυνο αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, ο στόχος αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής αλλάζει τις θεμελιώδεις προτεραιότητες πολιτικής μεταξύ άλλων και για τον τομέα αυτόν.
- 2
Ο τομέας της ενέργειας είναι καίριας σημασίας για την διαβίωση του ανθρώπου, για την οικονομική δραστηριότητα και για την ανάπτυξη εν γένει, ιδίως μέσω της νέας τεχνολογίας και των υποδομών. Για το λόγο αυτό, η οικονομική ανταγωνιστικότητα, η ασφάλεια εφοδιασμού και η προστασία του περιβάλλοντος αποτέλεσαν παραδοσιακά τους τρεις πυλώνες της ενεργειακής πολιτικής σε όλες τις χώρες. Εξαιτίας περαιτέρω της ιδιαίτερα αυξημένης σημασίας της ενέργειας για το δημόσιο συμφέρον, το κράτος είχε πάντοτε έντονα παρεμβατικό ρόλο στον τομέα. Η παρέμβαση αυτή εκδηλώθηκε με διάφορες μορφές, από το δημόσιο μονοπώλιο, μέχρι και την ανάπτυξη ανταγωνισμού. Στη σύγχρονη εποχή, η απειλή της κλιματικής αλλαγής θέτει νέες προκλήσεις για τον ενεργειακό τομέα ο οποίος οφείλει να αναδιοργανωθεί εκ βάθρων, έτσι ώστε να εγκαταλειφθεί σταδιακά η χρήση ορυκτών καυσίμων και να γίνει μετάβαση σε ένα ενεργειακό σύστημα που χρησιμοποιεί καινοτόμες, κλιματικά φιλικές, δηλαδή ουδέτερες ως προς τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, τεχνολογίες, ενεργειακές μορφές και υποδομές. Η μετάβαση αυτή αποτελεί μέγιστο εγχείρημα επενδυτικών προσπαθειών, θέτοντας υπό νέους όρους τόσο την άσκηση πολιτικής όσο και την αποτίμηση των παραδοσιακών τριών πυλώνων της ενεργειακής πολιτικής.
- 3
Οι αλλαγές που συμβαίνουν αποτυπώνονται στο Δίκαιο και παράλληλα σηματοδοτούν την μετεξέλιξη της αντίληψης για τον ρόλο του σύγχρονου κράτους στην οικονομία. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την καθιέρωση της αντίληψης για το ρυθμιστικό κράτος, η οποία ήταν αποτέλεσμα της εφαρμογής πολιτικών
Σελ. 2
απελευθέρωσης και ιδιωτικοποίησης στον τομέα της ενέργειας και των λοιπών βιομηχανιών δικτύου. Ήδη όμως η αντίληψη αυτή φαίνεται να μην μπορεί να περιγράψει την τρέχουσα ριζική αλλαγή παραδείγματος. Σήμερα πλέον, η ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και η απαιτούμενη για το σκοπό αυτόν ανάγκη αξιοποίησης σύγχρονων τεχνολογικών δυνατοτήτων κατευθύνουν προς την απαίτηση για δυναμική ανάμειξη του κράτους στον τομέα της ενέργειας, χάριν μίας αναπτυξιακής προοπτικής.
- 4
Στο ανωτέρω πλαίσιο και σε συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας, το σύγχρονο κράτος καλείται να συντονίσει, να διευκολύνει, να υποστηρίξει την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, έτσι ώστε να επιτευχθεί μία ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας με μηδενικές εκπομπές άνθρακα, η οποία θα επιτρέψει τη διασφάλιση του κλίματος και άρα τις οντολογικές προϋποθέσεις για την συνέχιση της ομαλής διαβίωσης στον πλανήτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κράτος γίνεται μοχλευτής της ανάπτυξης για τον τομέα της ενέργειας, σχεδιάζοντας, κατευθύνοντας και υποστηρίζοντας την καινοτομία. Εξαιτίας δε της ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας του συγκεκριμένου τομέα ως βάση του συνόλου της οικονομίας, συνακόλουθα αλλάζει και η αντίληψη για το ρόλο του κράτους σε σχέση με το οικονομικό γίγνεσθαι γενικότερα. Το θέμα αυτό άλλωστε βρίσκεται στον πυρήνα του προβληματισμού που ενδιαφέρει το Δημόσιο Δίκαιο.
- 5
Οι αλλαγές, οι οποίες παρατηρούνται, επηρεάζουν την διαμόρφωση αλλά και τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται κατανοητό το σύγχρονο Δίκαιο της Ενέργειας, ως αυτόνομος κλάδος της Νομικής επιστήμης. Χρειάζεται κατά συνέπεια ένα γενικό θεωρητικό θεμέλιο, ως βάση για την κατανόηση του συγκεκριμένου τμήματος της έννομης τάξης και την ερμηνεία των επιμέρους κανόνων.
Ι. Αντικείμενο μελέτης και σκοπός
- 6
Η βασική υπόθεση που εξετάζεται στο βιβλίο αυτό είναι το ερώτημα εάν το Δίκαιο της Ενέργειας είναι αυτόνομος κλάδος της Νομικής Επιστήμης, δηλαδή διαθέτει το απαιτούμενο εσωτερικό σύστημα που θεμελιώνεται σε γενικές αρχές βάσει των οποίων αιτιολογούνται οι αποφάσεις που λαμβάνονται για τον τομέα.
- 7
Οι ριζικές αλλαγές του τομέα της ενέργειας έχουν την αφετηρία τους στα μέσα της δεκαετίας του 1990, δηλαδή στην εποχή κατά την οποία υιοθετήθηκε πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας κατ’ αρχήν από την ΕΕ και εν συνεχεία και από τον εθνικό νομοθέτη. Η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής στις εθνικές έννομες τάξεις ανέτρεψε τις καθιερωμένες, παραδοσιακές βεβαιότητες. Σύμφωνα με την παραδοσιακή προσέγγιση, ο τομέας παρέμενε σε σημαντικό βαθμό εθνικό ζήτημα και συνήθως ταυτιζόταν με το κράτος - επιχειρηματία και κατ’ αυτόν
Σελ. 3
τον τρόπο, με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργικό κριτήριο. Στη θέση των αντιλήψεων αυτών αναδείχθηκε μία νέα για εκείνη την χρονική περίοδο θεωρητική κατασκευή, η οποία βασίστηκε κατά κύριο λόγο στη λογική της οικονομικής ρύθμισης του φυσικού μονοπωλίου, δηλαδή του ex ante καθορισμού των όρων και τιμών πρόσβασης στα ενεργειακά δίκτυα, χάριν της δημιουργίας και διασφάλισης ομοιόμορφου και υπό ίσους όρους επιπέδου ανάπτυξης του ανταγωνισμού (level playing field). Παράλληλα εφαρμόσθηκαν εργαλεία και μέθοδοι τεχνικής ρύθμισης, με σκοπό την διασφάλιση του εφοδιασμού και την αξιοπιστία των δικτύων, όπως άλλωστε και κοινωνικής ρύθμισης, προβλέποντας τρόπους επίλυσης προβλημάτων εφοδιασμού των λιγότερο προνομιούχων ομάδων, όπως είναι για παράδειγμα η επιβολή υποχρεώσεων για παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ).
- 8
Η ανωτέρω λογική οδήγησε σε μία μοντέρνα αντίληψη για το κράτος και τη σχέση του με την οικονομία, και συγκεκριμένα στην ιδέα για το «ρυθμιστικό κράτος» (regulatory state), το οποίο παρεμβαίνει στην αγορά για να επιλύσει προβλήματα αστοχίας και για να αντιμετωπίσει «αρνητικές εξωτερικότητες», δηλαδή τις δυσμενείς συνέπειες που επιφέρει σε βάρος του κοινωνικού συνόλου η οικονομική συμπεριφορά άλλων υποκειμένων, όπως είναι παραδείγματος χάριν η ύπαρξη φυσικού μονοπωλίου στον τομέα, η ισχυρή θέση στην αγορά των πρώην μονοπωλιακών επιχειρήσεων, η απροθυμία εξυπηρέτησης του συνόλου της ζήτησης με αμιγώς οικονομικά κριτήρια, η πρόληψη αστοχιών τροφοδοσίας εξαιτίας του αυξημένου κόστους που επάγεται τυχόν μη κάλυψη της ζήτησης κ.ά.
- 9
Κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες ο στόχος της απελευθέρωσης της αγοράς διαμόρφωσε μία νέα κατάσταση, η οποία αποτυπώθηκε στο Δίκαιο. Ειδικότερα, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας είχε μεταξύ άλλων ως συνέπεια και την
Σελ. 4
έντονη νομική τυποποίηση των σχέσεων στον τομέα, οι οποίες δομήθηκαν γύρω από τη βασική διάκριση μεταξύ φυσικού μονοπωλίου (δίκτυα) και ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων. Αυτή η κατάσταση γέννησε έναν μεγάλο όγκο πολύπλοκων κανόνων δικαίου, τους «Κανονισμούς» και «Κώδικες» της αγοράς ενέργειας, με τους οποίους ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ φυσικού μονοπωλίου και ανταγωνιστικών τμημάτων της αγοράς (Κώδικες Συστημάτων και Δικτύων), αλλά και οι σχέσεις των συμμετεχόντων στην αγορά με τους καταναλωτές (Κώδικας Προμήθειας), καθώς και οι σχέσεις των δομών δημόσιας εξουσίας με τους συμμετέχοντες στην αγορά (Κανονισμός Αδειών). Άλλωστε, με τις αλλαγές στο χώρο του Δικαίου αυξήθηκε και ο όγκος των δικαστικών διενέξεων που ανακύπτουν, επειδή πολλαπλασιάστηκαν οι συμμετέχοντες στην αγορά και έτσι αναδείχθηκαν διάφορα, συγκρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα.
- 10
Οι αλλαγές του τομέα της ενέργειας και της έννομης τάξης επηρέασαν και τη συζήτηση στο επιστημονικό πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εφεξής ξεκίνησε η ενασχόληση με το Δίκαιο της Ενέργειας, ως έναν νέο, εξειδικευμένο, αυτόνομο κλάδο της Νομικής επιστήμης. Το πολύπλοκο νομικό πλαίσιο ήταν αναγκαίο να περιγραφεί και να αναλυθεί, σε συνδυασμό με τη σχετική νομολογία, η οποία άρχισε να διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα της αύξησης των δικαστικών διενέξεων. Στόχος ήταν να συστηματοποιηθεί το νομικό πλαίσιο κατά τρόπο που θα μπορούσε να συμβάλει στην ορθή κατανόηση, και κατ’ επέκταση, στην ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου, διευκολύνοντας και υποστηρίζοντας το έργο απόδοσης Δικαιοσύνης και τους αρωγούς της Δικαιοσύνης. Αυτή η παρατήρηση ισχύει τόσο για την Ελληνική, όσο και για άλλες έννομες τάξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ενδιαφέρον για τη μελέτη και τη θεωρητική ανάλυση ειδικών θεμάτων οργάνωσης και λειτουργίας της αγοράς ενέργειας αυξήθηκε και αποτυπώθηκε σε συγγραφικό έργο και γενικότερα εκφράστηκε στον επιστημονικό διάλογο, στην έρευνα και στην επιστημονική διδασκαλία εξειδικευμένων μαθημάτων του Δικαίου της Ενέργειας. Εξάλλου με την αύξηση των διενέξεων, αυξήθηκε αντίστοιχα, και η ζήτηση για νομικούς επιστήμονες με κατάλληλη εξειδίκευση για την προσήκουσα νομική υποστήριξη των εντολέων τους.
- 11
Στη σύγχρονη εποχή τα δεδομένα του τομέα της ενέργειας αλλάζουν και πάλι. Η απελευθέρωση της αγοράς είναι πλέον δεδομένη. Οι έννοιες, οι οποίες εισήχθησαν στην Νομική επιστήμη από το πεδίο της οικονομίας λόγω της απελευθέρωσης, όπως για παράδειγμα η «ρύθμιση», το «φυσικό μονοπώλιο» και οι «εξωτερικότητες», έχουν εμπεδωθεί από τους νομικούς. Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο
Σελ. 5
από την βιβλιογραφία, αλλά και από την άνεση με την οποία χρησιμοποιούνται στον δικανικό συλλογισμό.
- 12
Σήμερα πλέον, κινητήρια δύναμη για την αλλαγή της κατάστασης στον τομέα δεν είναι η απελευθέρωση της αγοράς, αλλά μία νέα, τελείως διαφορετική και πολύ πιο περίπλοκη πρόκληση. Ο στόχος καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, ο οποίος αποκτά απόλυτη προτεραιότητα στην πολιτική ατζέντα, καθώς συνδέεται με την ανάγκη διασφάλισης των οντολογικών προϋποθέσεων για την ομαλή συνέχιση της ανθρώπινης διαβίωσης στον πλανήτη, χάριν της προστασίας των επόμενων γενεών, είναι αυτός που κινεί τις αλλαγές και τις εξελίξεις στην σύγχρονη εποχή. Ο στόχος αυτός οδηγεί στην υιοθέτηση νέων πολιτικών επιλογών, στην «απανθρακοποίηση» (decarbonisation) του ενεργειακού συστήματος και στη στροφή προς καινοτόμες λύσεις για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, δηλαδή λύσεων οι οποίες αξιοποιούν την τεχνολογική πρόοδο και τις σύγχρονες ψηφιακές δυνατότητες.
- 13
Με την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, ο ρόλος του κράτους αλλάζει εκ νέου. Πιο συγκεκριμένα, η αποτελεσματική επιδίωξη της νέας πολιτικής προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή του κράτους στο οικονομικό γίγνεσθαι. Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων δυναμική ανάμειξη του κράτους και στον τομέα της ενέργειας και όχι πια απομάκρυνση από την αγορά και περιορισμό στην ρύθμιση για την αντιμετώπιση αρνητικών εξωτερικοτήτων, όπως συνέβαινε μέχρι πολύ πρόσφατα.
- 14
Η συμμετοχή του κράτους στην αγορά ενέργειας από την άλλη πλευρά δεν σημαίνει επιστροφή στο κράτος–επιχειρηματία της μεταπολεμικής εποχής. Αυτή ήταν μία επιλογή που ταίριαζε στην εποχή εκείνη, όταν το κράτος ανέλαβε την ανασυγκρότηση των υποδομών και της οικονομίας. Μετά τον πόλεμο, το κράτος λειτούργησε ως επιχειρηματίας μεταξύ άλλων και στον τομέα της ενέργειας, ακριβώς επειδή ο ιδιωτικός τομέας ήταν απρόθυμος να επενδύσει στις μεγάλες βιομηχανίες δικτύου, αφενός εξαιτίας της έντονης επιχειρηματικής ανασφάλειας λόγω της πρόσφατης ανάμνησης του πολέμου και αφετέρου λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τομέα (υψηλής εντάσεως κεφαλαίου επενδύσεις με μακρύ χρόνο απόσβεσης, αδυναμία αποθήκευσης κ.ά.), επειδή ο τομέας της ενέργειας δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί. Τέτοια δεδομένα επέβαλαν την λογική της αντιμετώπισης του τομέα συνολικά ως φυσικό μονοπώλιο, χάριν της αξιοποίησης οικονομιών κλίμακος, δηλαδή της επίτευξης καλύτερου οικονομικού αποτελέσματος
Σελ. 6
εξαιτίας της μεγέθυνσης της δραστηριότητας που συνεπάγεται η ενιαία κάλυψη του συνόλου του τομέα σε εθνική ή σε ευρεία περιφερειακή βάση σε σχέση με τα μεγαλύτερα σε έκταση κράτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κράτος ενήργησε στον τομέα της ενέργειας, όπως ακριβώς έκανε και γενικότερα σε σχέση με τις υποδομές, έτσι ώστε να εκτελεστούν έργα σε μεγάλη κλίμακα, να μεγιστοποιηθούν τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για την οικονομία και ταυτόχρονα να διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές της ενέργειας χάριν της εξυπηρέτησης και της διευκόλυνσης των καταναλωτών.
- 15
Στη σύγχρονη εποχή όμως, είναι αμφίβολο εάν η λογική του φυσικού μονοπωλίου μπορεί ή χρειάζεται για την αποτελεσματική επιδίωξη των νέων στόχων, ενώ άλλωστε είναι αμφίβολο και εάν οι δημοσιονομικές δυνατότητες θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες, περισσότερο εύρωστες οικονομίες. Έτσι, σε αντίθεση προς τις πολιτικές επιλογές που έγιναν στο παρελθόν, στη σύγχρονη εποχή η ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα δεν υποκαθίσταται από το κράτος. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, καθώς τίθεται θέμα αξιοποίησης θετικών εξωτερικοτήτων με αναπτυξιακή προοπτική και ανακύπτουν νέα ζητήματα, τα οποία δεν επιλύονται από μόνη την ιδιωτική δραστηριότητα για διάφορους λόγους, το κράτος αναλαμβάνει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Πιο συγκεκριμένα, στη σύγχρονη εποχή το κράτος καλείται να ενορχηστρώσει την οικονομική δραστηριότητα των ιδιωτών, και στο πλαίσιο αυτό οφείλει να θέτει στόχους και στη συνέχεια να καθοδηγεί, να διευκολύνει, να συντονίζει και να στηρίζει την αλλαγή κατεύθυνσης προς την οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα, την οποία πρακτικά θα υλοποιήσει η ιδιωτική δραστηριότητα μέσω εφαρμογής νέων τεχνολογιών και επενδύσεων. Οι ίδιες οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στο σημείο αυτό αποδεικνύουν την μεταμόρφωση της κρατικής δράσης που συντελείται, αφού λείπει από το λεξιλόγιο ο εξαναγκασμός και η μονομερής υποχρεωτική εντολή, έννοιες οι οποίες είναι σύμφυτες με την παραδοσιακή αντίληψη για το κράτος και τη δράση της δημόσιας διοίκησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κράτος γίνεται μοχλευτής της ανάπτυξης, χωρίς να καθίσταται το ίδιο πάροχος αγαθών και υπηρεσιών.
- 16
Με βάση τα ανωτέρω, η σύγχρονη οπτική της κρατικής παρέμβασης στην τομέα της ενέργειας απομακρύνεται από την διόρθωση των αρνητικών εξωτερικών συνεπειών (εξωτερικοτήτων) και κατευθύνεται προς την αξιοποίηση θετικών εξωτερικοτήτων. Με την έννοια αυτή της οικονομικής επιστήμης περιγράφονται οι θετικές ωφέλειες, τις οποίες συνεπάγεται για το κοινωνικό σύνολο η ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας παραγωγής και διάθεσης αγαθών, μεγιστοποιώντας την ευημερία. Σε σχέση με ιδιωτικά αγαθά, ανταγωνιστικά δηλαδή αγαθά τα οποία εξαντλούνται και έχουν τιμή αγοράς, όπως είναι η περίπτωση της ενέργειας, η παρουσία θετικών εξωτερικοτήτων δεν κινητοποιεί την ιδιωτική πρωτοβουλία,
Σελ. 7
αφού το κόστος παραγωγής αυξάνεται, ενώ δεν αυξάνεται το κέρδος. Αυτό όμως δεν οδηγεί σε βέλτιστο οικονομικό αποτέλεσμα για το κοινωνικό σύνολο και άρα επενεργεί σε βάρος της ευημερίας. Έτσι, η αξιοποίηση θετικών εξωτερικοτήτων η οποία δεν γίνεται οικειοθελώς, χρειάζεται έναν κεντρικό μοχλό συντονισμού. Σε αυτόν τον ρόλο του κράτους δίδεται έμφαση στη σύγχρονη εποχή.
- 17
Οι αλλαγές που παρατηρούνται συνεπάγονται αλλαγές και των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν τον τομέα της ενέργειας. Οι υφιστάμενοι κανόνες αλλάζουν, τροποποιούνται ή συμπληρώνονται, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Η περίπτωση της ηλεκτροκίνησης είναι ένα καλό παράδειγμα από το σύγχρονο νομοθετικό έργο, το οποίο αποδεικνύει αυτήν την παρατήρηση. Από την ανάγνωση των σχετικών διατάξεων αναδύεται ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται να συντονιστεί και να διευκολυνθεί η αλλαγή του μοντέλου μετακίνησης συνολικά και η τομή σε σύγκριση με ό,τι συνέβαινε κατά το παρελθόν. Ακόμη, μπορεί και να αναθεωρείται ο τρόπος ερμηνείας και εφαρμογής κανόνων που θεωρούνται δεδομένοι για δεκαετίες, έτσι ώστε να προσαρμόζονται στις νέες πολιτικές προτεραιότητες. Τέτοιοι κανόνες, οι οποίοι φαίνεται να έχουν την απαιτούμενη ευελιξία για το σκοπό αυτό, είναι οι κανόνες για την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων των ά. 107 επ. ΣΛΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει την παρατήρηση αυτήν αποτελεί η περίπτωση της κατασκευής πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στην Αγγλία, υπό την προστατευτική ομπρέλα εγγυήσεων του κράτους που διευκολύνουν όχι μόνον τη χρηματοδότηση της κατασκευής, αλλά και περιλαμβάνουν και εγγύηση τιμών κατά την περίοδο λειτουργίας. Η ανάγνωση της απόφασης της Επιτροπής για την έγκριση του σχεδίου Hinkley Point C από την άποψη των κανόνων για την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων αποδεικνύει την παρατήρηση αυτήν.
Σελ. 8
- 18
Αντίστοιχα με την αλλαγή στο χώρο του Δικαίου, επηρεάζεται και η συζήτηση στο πεδίο της Νομικής επιστήμης. Οι σύγχρονες εξελίξεις απομακρύνουν την επιστημονική ενασχόληση από την περιγραφική και αναλυτική προσέγγιση του νομικού πλαισίου, όπως είχε γίνει κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του κλάδου. Έτσι το επιστημονικό ενδιαφέρον κατευθύνεται προς την μελέτη του Δικαίου της Ενέργειας κατά τρόπο συνθετικό. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαία η διατύπωση του θεωρητικού θεμελίου του σύγχρονου Δικαίου της Ενέργειας, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για την κατανόηση και ερμηνεία των επιμέρους κανόνων, σύμφωνα με συγκεκριμένες θεμελιώδεις δεοντολογικού τύπου γενικές αρχές. Σε αυτόν τον στόχο αποβλέπει πρωτίστως το βιβλίο αυτό.
ΙΙ. Κράτος και οικονομία υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ενέργειας
- 19
Για το Δημόσιο Δίκαιο, το οποίο ενδιαφέρεται κατεξοχήν για τη δράση του κράτους, το κρίσιμο ερώτημα το οποίο αναδύεται στο φόντο της μελέτης του σύγχρονου Δικαίου της Ενέργειας ανάγεται στο ρόλο του κράτους και τη σχέση του με την οικονομία. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τομέας της ενέργειας αποτέλεσε παραδοσιακά έναν από τους άξονες διαμόρφωσης της έννοιας της δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργικό κριτήριο, το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να παρατηρήσει τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα ως προς το σημείο αυτό και να τις εντάξει σε ένα θεωρητικό θεμέλιο.
- 20
Όπως ήδη έχει συζητηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και αναφέρεται ανωτέρω, οι πολιτικές απελευθέρωσης αγορών και ιδιωτικοποίησης κατά τις δεκαετίες 1990-2000, οδήγησαν από την δημόσια υπηρεσία υπό λειτουργικό κριτήριο, στην γοητευτική ιδέα για το «ρυθμιστικό κράτος», το οποίο παρεμβαίνει στην ελεύθερη αγορά, με σκοπό την πρόληψη και την αντιμετώπιση αρνητικών εξωτερικοτήτων, δηλαδή των δυσμενών (οικονομικών κυρίως) συνεπειών σε βάρος τρίτων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν σε ορισμένη συναλλαγή ή αγορά. Αυτό όμως είναι ένα θέμα το οποίο απασχόλησε ήδη την διεθνή, αλλά και την Ελληνική βιβλιογραφία. Όπως άλλωστε έχει απασχολήσει ήδη εκτενώς το ζήτημα αντιμετώπισης
Σελ. 9
αρνητικών εξωτερικοτήτων μέσω κρατικής παρέμβασης στην οικονομική δραστηριότητα, χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος. Και στον τομέα αυτόν το κράτος ρυθμίζει, επιτρέπει ή απαγορεύει δράσεις, οι οποίες ενδεχομένως βλάπτουν το περιβάλλον ή δημιουργούν οχλήσεις, με κύριο εργαλείο την περιβαλλοντική άδεια.
- 21
Όμως, η ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών που θα συμβάλλουν ώστε να αποτραπεί η κλιματική αλλαγή δεν διευκολύνεται από τη ρυθμιστική προσέγγιση, αφού το θέμα δεν είναι η διαχείριση αρνητικών εξωτερικοτήτων, αλλά η αξιοποίηση θετικών εξωτερικοτήτων. Έτσι, το ερώτημα το οποίο σήμερα τίθεται είναι, μήπως το σύγχρονο Δίκαιο της Ενέργειας χρειάζεται να αναδείξει έναν διαφορετικό ρόλο του κράτους πέραν της ρύθμισης. Με άλλα λόγια, μήπως το σύγχρονο Δίκαιο, κατά το οποίο το κράτος δεν περιορίζεται στον ρόλο της αντιμετώπισης ή πρόληψης αρνητικών εξωτερικοτήτων, (απαιτείται να) παρέχει το αναγκαίο νομικό υπόβαθρο ώστε το κράτος να λειτουργεί ως “enabler”, δηλαδή ως μοχλός διευκόλυνσης και αρωγός της ιδιωτικής δραστηριότητας υπέρ του κοινού συμφέροντος, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την αξιοποίηση θετικών εξωτερικοτήτων, όπως ταιριάζει στον αναπτυξιακό του ρόλο κατά το Σύνταγμα.
- 22
Η ιδέα για το κράτος “μοχλευτή” δεν είναι καινούργια. Ο όρος απαντάται στη θεωρητική συζήτηση για το ρόλο του κράτους ήδη από τη δεκαετία του 1990, χωρίς σαφές πάντως περιεχόμενο. Σε γενικές γραμμές ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά το παρελθόν για να τονιστεί η επιλογή πολιτικών που ενισχύουν την ιδιωτική πρωτοβουλία και δραστηριότητα και την υποχώρηση το κράτους από την οικονομία. Ακόμη, ενδεχομένως στοιχεία της ιδέας αυτής να ανευρίσκονται και στη σκέψη για το κράτος – εγγυητή (εγγυητικό κράτος), «Gewährleistungsstaat», η οποία συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της γερμανικής νομικής θεωρίας κατά τη δεκαετία του 2000, στο πλαίσιο της ενασχόλησης με την απελευθέρωση και τη ρύθμιση των αγορών και μεταγενέστερα συνδέθηκε με την θεωρία για την «νέα επιστήμη του Διοικητικού Δικαίου» (neue Verwaltungsrechtswissenschaft). Σε αμφότερες
Σελ. 10
προσεγγίσεις ωστόσο δεν γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του κράτους ρυθμιστή και του κράτους - μοχλευτή, όπως υποστηρίζεται εν προκειμένω.
- 23
Περισσότερο ενδιαφέρουσες είναι έτσι για το θέμα οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί στο χώρο της οικονομικής επιστήμης σχετικά με το «επιχειρηματικό κράτος», το οποίο παρεμβαίνει με θετικό τρόπο στην αγορά για την δημιουργία και αξιοποίηση θετικών εξωτερικοτήτων, σε μία αναπτυξιακή προοπτική, κατευθύνοντας, συντονίζοντας, διευκολύνοντας και γενικότερα «ενορχηστρώνοντας» την λειτουργία της οικονομίας.
- 24
Η συζήτηση για το κράτος - μοχλευτή της ανάπτυξης και ως στήριγμα για την δημιουργική επίλυση προβλημάτων δεν περιορίζεται στον τομέα της ενέργειας. Αντιθέτως, συνδέεται με την οικονομία εν γένει και έτσι συναρτάται με την αναζήτηση της κατάλληλης μεθόδου όχι μόνον για την επίλυση προβλημάτων και την αντιμετώπιση κινδύνων, αλλά και για την ενίσχυση και υποστήριξη της ανθρώπινης δημιουργικότητας, κατατείνοντας προς την πρόοδο. Το θέμα αυτό άλλωστε συζητήθηκε διεθνώς και στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση εξ αφορμής της πολύ πρόσφατης κρίσης πανδημίας της νόσου COVID-19, η οποία προκάλεσε – υπό συνθήκες βεβαίως κατάστασης ανάγκης - παγκόσμια αμηχανία και εκ νέου προβληματισμό για τον σκοπό και τον ρόλο του κράτους, ενίοτε σε συνδυασμό με μια εκπεφρασμένη επιφυλακτικότητα για τις ιδέες της ιδιωτικοποίησης και παγκοσμιοποίησης, οι οποίες είχαν κυριαρχήσει κατά τις περασμένες δεκαετίες. Από τη συζήτηση αυτή, η οποία σε τελευταία ανάλυση αφορά στη διασφάλιση των θεμελιωδών προϋποθέσεων της ανθρώπινης ύπαρξης (αξία, ζωή, υγεία), αναδύθηκε η ανάγκη για μία νέα κατανόηση του ρόλου του κράτους, η οποία είναι σίγουρα περισσότερο δυναμική και οπωσδήποτε διαφορετική από το ρυθμιστικό πρότυπο. Αυτή η νέα αντίληψη αποτυπώθηκε άλλωστε εύγλωττα στο διάγγελμα προς
Σελ. 11
τον λαό της Γαλλίας του Προέδρου Em. Macron της 12.03.2020. Δεν είναι τυχαίο έτσι, ότι η ίδια η ΕΕ, η οποία βασίστηκε κατεξοχήν στην οικονομική ενοποίηση και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, στρέφεται στο πλαίσιο αυτό προς μία νέα κατεύθυνση, δηλώνοντας ότι «κινητοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους για να βοηθήσει τα κράτη μέλη να συντονίσουν τα εθνικά τους μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασηςνα επανεφευρίσκει το ρόλο του, «ως διαχειριστής των κρίσεων και ως έσχατο καταφύγιο (ultimum refugium) των ανθρώπων». Ανάλογοι προβληματισμοί υπολανθάνουν και στην περίπτωση της κλιματικής κρίσης, η οποία βεβαίως δεν έχει εμφανιστεί με αντίστοιχα χαρακτηριστικά κατάστασης ανάγκης, αλλά απειλεί εξίσου τις οντολογικές προϋποθέσεις της συνέχισης της ομαλής ανθρώπινης διαβίωσης στον πλανήτη.
ΙΙΙ. Δομή
- 25
Με αφετηρία τα πραγματικά δεδομένα, αλλά και την συστηματικότητα κατά την οποία το Δίκαιο της Ενέργειας χειραφετήθηκε από τη δεκαετία του 1990 και εφεξής, δημιουργείται η πεποίθηση ότι αποτελεί έναν αυτόνομο, εξειδικευμένο κλάδο της Νομικής επιστήμης, ο οποίος έχει καθιερωθεί και αναγνωρίζεται ως τέτοιος. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κλάδος αυτός αφορά σε έναν επιμέρους τομέα της οικονομίας, τίθεται το ερώτημα εάν και γιατί ο τομέας αυτός διαφοροποιείται σε σύγκριση με άλλους, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γεννάται η πεποίθηση ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται αντιστοιχούν σε έναν αυτόνομο κλάδο της Νομικής επιστήμης. Για την απάντηση του ερωτήματος αυτού
Σελ. 12
χρειάζεται να διευκρινισθεί η δογματική του Δικαίου της Ενέργειας, διαμορφώνοντας μία γενική θεωρία, η οποία λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα της σύγχρονης έννομης τάξης.
- 26
Στο ανωτέρω πλαίσιο, το βιβλίο διαρθρώνεται σε δύο Μέρη: Στο Πρώτο Μέρος περιγράφεται το Δίκαιο της Ενέργειας, όπως εξελίχθηκε και καθιερώθηκε ως αυτόνομος επιστημονικός κλάδος. Στο Δεύτερο Μέρος, το Δίκαιο της Ενέργειας εξετάζεται συστηματικά, τόσο ως τμήμα της έννομης τάξης όσο και ως προς το δικό του εσωτερικό σύστημα.
- 27
Στο Πρώτο Μέρος του βιβλίου αναλύονται ειδικότερα τα ακόλουθα θέματα:
- 28
Στο Κεφάλαιο Α’ μέσα από την σύντομη περιγραφή της ιστορικής εξέλιξης υπενθυμίζεται η ανάδειξη του αυτόνομου επιστημονικού κλάδου «Δίκαιο της Ενέργειας» ως αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν στον τομέα από το 1990 και εφεξής. Η ιστορική αναδρομή είναι αναγκαία γιατί διαγράφει το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται και εξελίσσεται το κανονιστικό πλαίσιο του τομέα. Στη συνέχεια, καταγράφεται συνοπτικά ο τρόπος κατά τον οποίο εξελίσσεται και αποτυπώνεται στον επιστημονικό διάλογο τόσο στην Ελλάδα όσο και ορισμένες άλλες έννομες τάξεις της Ευρώπης, η συζήτηση για το Δίκαιο της Ενέργειας.
- 29
Ακολούθως, στο Κεφάλαιο Β’ προσδιορίζεται το θεματικό αντικείμενο του Δικαίου της Ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό διακρίνεται μία παραδοσιακή αντίληψη, η οποία εστιάζει στα φυσικά προϊόντα και τους πόρους, από την πιο σύγχρονη αντίληψη για το Δίκαιο της Ενέργειας. Στη σύγχρονη εποχή, το θεματικό αντικείμενο του κλάδου εκτείνεται σε πολύ ευρύτερο πεδίο από ό,τι γινόταν παραδοσιακά δεκτό, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της τεχνολογικής εξέλιξης και οικονομίας και τους κανόνες που θεσπίζονται για την αντιμετώπιση σύγχρονων προβλημάτων, όπως είναι ιδίως το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Ως αποτέλεσμα της περιγραφής του θεματικού αντικειμένου, αναδεικνύονται τα βασικά χαρακτηριστικά του Δικαίου της Ενέργειας και ιδίως η πολυμορφία και η πολυπλοκότητά του, καθώς και η ανομοιογένεια των σχέσεων που ρυθμίζονται, αλλά και η δυναμική εξέλιξη που παρατηρείται σε σχέση με τον συγκεκριμένο κλάδο του Δικαίου.
- 30
Μετά την περιγραφή του θεματικού αντικειμένου, καταγράφονται οι πηγές του Δικαίου της Ενέργειας στο Κεφάλαιο Γ’, το οποίο είναι εκ των πραγμάτων αρκετά περιγραφικό. Από την καταγραφή πάντως των πηγών αναδεικνύεται ένα επιπλέον χαρακτηριστικό του Δικαίου της Ενέργειας, που δεν είναι άλλο από την πολυεπίπεδη κατάστρωση του νομικού πλαισίου για τον τομέα. Το ερώτημα λοιπόν
Σελ. 13
το οποίο ενδιαφέρει είναι να διερευνηθεί ο τρόπος κατά τον οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί η πολυεπίπεδη διαστρωμάτωση του Δικαίου της Ενέργειας.
- 31
Στο Δεύτερο Μέρος του βιβλίου εξετάζονται τα ακόλουθα ζητήματα:
- 32
Κατ’ αρχήν σε συνάρτηση με την περιγραφή του Δικαίου της Ενέργειας που προηγήθηκε στο Πρώτο Μέρος, στο Κεφάλαιο Δ’ εξετάζεται η θέση του Δικαίου της Ενέργειας στην έννομη τάξη γενικότερα και με έμφαση από την άποψη της ύπατης διάκρισης μεταξύ Ιδιωτικού και Δημοσίου Δικαίου. Για το σκοπό αυτό, προηγείται η αναζήτηση του κριτηρίου, με βάση το οποίο οριοθετείται το Δίκαιο της Ενέργειας έναντι άλλων κλάδων. Στόχος εν προκειμένω είναι να αναδειχθεί αφενός η ομαλή συνάρθρωση του Δικαίου της Ενέργειας με τους λοιπούς επιστημονικούς κλάδους, η οποία ωστόσο δεν αναιρεί την ιδιαιτερότητα και αυτονομία του, και αφετέρου να περιγραφεί, πώς το Δίκαιο της Ενέργειας στην σύγχρονη εποχή αποδεικνύει ότι η οριοθέτηση Ιδιωτικού και Δημοσίου Δικαίου γίνεται ολοένα και πιο θολή. Λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική σημασία της βασικής αυτής διάκρισης, εξετάζεται το ενδεχόμενο ενοποίησης της δικαιοδοσίας κατά το ά. 94 παρ. 3 Σ για ορισμένες διαφορές του τομέα. Περαιτέρω, προτείνεται η εφαρμογή του κριτηρίου των εξωτερικοτήτων για την οριοθέτηση μεταξύ ζητημάτων του Ιδιωτικού και του Δημοσίου Δικαίου, σε συνάρτηση με το ήδη εφαρμοζόμενο κριτήριο του σκοπού δημοσίου συμφέροντος.
- 33
Στο Κεφάλαιο Ε’ αναλύεται και τεκμηριώνεται η ιδιαιτερότητα και σημασία του τομέα της ενέργειας, με άξονα τις αρνητικές και θετικές εξωτερικότητες που παρατηρούνται σε αυτόν. Οι αρνητικές εξωτερικότητες για τον τομέα συναρτώνται με τα δημόσια αγαθά ασφάλεια, κοινωνική και οικονομική συνοχή και περιβάλλον, ενώ δυνητικά θετικές εξωτερικότητες γεννά η πρόκληση αξιοποίησης νέων τεχνολογιών χάριν της ανάπτυξης. Αντίστοιχα προσδιορίζεται το δημόσιο συμφέρον το οποίο εκάστοτε εξυπηρετείται από την κρατική παρέμβαση στον τομέα και το οποίο ανάγεται σε θέματα κοινής ωφέλειας, περιβαλλοντικής προστασίας και αναπτυξιακής πολιτικής, η οποία είναι προϋπόθεση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτές τις διαστάσεις δημοσίου συμφέροντος αντιστοιχίζονται ο εγγυητικός, ο προστατευτικός και ο αναπτυξιακός ρόλος του κράτους για τον τομέα της ενέργειας, αλλά και της οικονομίας γενικότερα. Μεταξύ των ρόλων αυτών παρατηρείται ότι δεν αναπτύσσονται σχέσεις ανταγωνιστικές, αλλά ενόψει της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης που αποκτά κεντρική σημασία χάριν της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, δομική συνέργεια. Το γεγονός αυτό άλλωστε θεμελιώνει την αλλαγή παραδείγματος, που παρατηρείται για τον τομέα και συνακόλουθα για το Δίκαιο της Ενέργειας. Καθώς η εξυπηρέτηση της κοινής ωφέλειας, η περιβαλλοντική προστασία και η ανάπτυξη συντονίζονται, μέσα από τη συνέργεια που αναπτύσσεται αλλάζει η πολιτική και το Δίκαιο.
Σελ. 14
- 34
Στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ επιδιώκεται να διευκρινισθεί το εσωτερικό σύστημα του Δικαίου της Ενέργειας, βάσει των γενικών αρχών που εφαρμόζονται και διασφαλίζουν συνοχή, αιτιολογώντας την αναγωγή του συγκεκριμένου τμήματος της έννομης τάξης, το οποίο αφορά σε έναν τομέα της οικονομίας, σε ειδικό κλάδο του Δικαίου. Για το σκοπό αυτό η ανάλυση επικεντρώνεται ιδίως στα δεδομένα της εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης και δίδεται έμφαση σε κανόνες δικαίου που απολαμβάνουν αυξημένη τυπική ισχύ. Στο ίδιο πλαίσιο εξετάζονται κριτικά οι απόψεις που απαντώνται στη θεωρία για το ίδιο ζήτημα. Λαμβάνοντας υπόψη την «σαρωτική» σημασία δημοσίου συμφέροντος του τομέα, προτείνεται ένα σύστημα γενικών αρχών, το οποίο βασίζεται στις έννοιες της εγγύησης, της προστασίας και της ανάπτυξης, αντίστοιχα προς τους τρεις ρόλους του κράτους που προσδιορίστηκαν στο Κεφάλαιο Ε’, δίνοντας δεοντολογικές κατευθύνσεις για την ερμηνεία και κατάστρωση των επιμέρους κανόνων δικαίου.
- 35
Με βάση τον ανωτέρω συλλογισμό, στο βιβλίο διατυπώνεται και μία πρόταση θεωρητικής θεμελίωσης του Δικαίου της Ενέργειας ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται μεταξύ άλλων η πρόταση των γενικών αρχών για το Δίκαιο της Ενέργειας, η οποία διατυπώθηκε στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά πρόσφατα. Η πρόταση αυτή αξιολογείται κριτικά και υπό την οπτική του ρόλου του κράτους ως μοχλευτή, τροποποιείται και συνοψίζεται σε τρεις θεμελιώδεις γενικές αρχές: Την εγγύηση, την προστασία και την ανάπτυξη. Όπως έγινε δεκτό για τους αντίστοιχους τρεις ρόλους του κράτους, έτσι και οι αρχές αυτές, ενόψει των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, αναπτύσσουν συνέργειες και δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Έτσι, στο πεδίο της σύγχρονης ενεργειακής πολιτικής γίνεται υπέρβαση της λογικής της στάθμισης, η οποία ήταν συνυφασμένη με το παραδοσιακό τρίπολο αρχών της πολιτικής αυτής, δηλαδή τους τρεις, παραδοσιακούς πυλώνες, ασφάλεια, οικονομία και περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύεται η αλλαγή παραδείγματος για την οποία έγινε λόγος στην αρχή της εισαγωγής αυτής.
Σελ. 15
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Το σύγχρονο δίκαιο της ενέργειας
- 36
Το Δίκαιο της Ενέργειας εμφανίσθηκε και καθιερώθηκε ως αυτόνομος κλάδος της Νομικής επιστήμης από το 1990 και εφεξής. Η διαδικασία ωστόσο χειραφέτησης οποιουδήποτε νέου κλάδου, δεν είναι ούτε αυτόματη αλλά ούτε και προφανής. Άλλωστε, για την επιστήμη, δεν είναι προφανές ούτε το αντικείμενο οποιουδήποτε νέου κλάδου, σε σχέση με τον οποίο επιδιώκεται να τεκμηριωθεί συστηματική αυτονομία. Επιπλέον, πέρα από αυτές τις αβεβαιότητες, το Δίκαιο της Ενέργειας αφορά σε έναν κλάδο της οικονομίας, ο οποίος εξελίσσεται δυναμικά, καθώς επηρεάζεται από διάφορες παραμέτρους. Η διαθεσιμότητα των πόρων, οι γεωπολιτικές ισορροπίες, η αναζήτηση οικονομικότητας αλλά και ασφάλειας εφοδιασμού, η πρωταρχική σημασία του αγαθού για τον άνθρωπο και την οικονομία και η ευθεία σύνδεση του τομέα με θέματα περιβαλλοντικής προστασίας διαμορφώνουν ένα μωσαϊκό, το οποίο αλλάζει και εξελίσσεται διαρκώς. Ακόμη, στη σύγχρονη εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση λύσεων για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, το Δίκαιο της Ενέργειας επηρεάζεται άμεσα και αναμορφώνεται ριζικώς, επειδή ο τομέας της ενέργειας συνδέεται κατεξοχήν με το πρόβλημα αυτό.
- 37
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, μία γενική θεωρία για το Δίκαιο της Ενέργειας είναι αναγκαίο να έχει ως αφετηρία εκκίνησης τον τρόπο κατά τον οποίο ο συγκεκριμένος κλάδος καθιερώθηκε στην επιστήμη, να περιγράφει το αντικείμενό του με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης έννομης τάξης και φυσικά να καταγράφει τις πηγές του, όπως ταιριάζει στην περίπτωση αυτόνομων κλάδων του Δικαίου. Με αυτή τη λογική διαρθρώνεται το Πρώτο Μέρος του βιβλίου.
Σελ. 16
Κεφάλαιο Α'
Το Δίκαιο της Ενέργειας ως αυτόνομος επιστημονικός κλάδος
- 38
Για πολλές δεκαετίες, από την θέσπιση των πρώτων κανόνων δικαίου για την ενέργεια κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, διαμορφώθηκε μία παραδοσιακή αντίληψη σχετικά με το νομικό πλαίσιο το οποίο εφαρμόζεται στον τομέα της ενέργειας. Κανόνες δικαίου θεσπίζονταν αποσπασματικά για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων, όπως το ζήτημα της «ρευματοκλοπής». Από την άποψη οργάνωσης των επιμέρους κλάδων του τομέα, εφαρμόστηκε κατά τα πρώτα βήματα ανάπτυξης σύστημα παραχωρήσεων, κατά το οποίο διάφορα επιμέρους ζητήματα ρυθμίσθηκαν με συμβάσεις μεταξύ του κράτους και των επιχειρήσεων που ασκούσαν ενεργειακές δραστηριότητες, ενώ από την μεταπολεμική εποχή και μετά στην Ευρώπη, οι μεγάλες δικτυακές αγορές ενέργειας της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου οργανώθηκαν κατά το πρότυπο του δημοσίου μονοπωλίου, ως καθετοποιημένες, δημόσιες επιχειρήσεις με μονοπωλιακά προνόμια. Έτσι, οι κανόνες οργάνωσης του τομέα παρέμεναν σε σημαντικό βαθμό είτε συμβατικό ζήτημα είτε εσωτερικό ζήτημα της καθετοποιημένης επιχείρησης και δεν απασχολούσαν παρά σε σχέση με μεμονωμένα θέματα το Δίκαιο.
- 39
Όταν ανέκυψαν προβλήματα τροφοδοσίας λόγω των διεθνών πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 1970, κίνδυνοι από την χρήση της ατομικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς, περιβαλλοντικά προβλήματα, ατυχήματα και καταστροφές, ζητήματα σχετικά με την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων ιδίως μετά το τέλος των αποικιών κ.ά., η επιστήμη προσέγγισε το νομικό πλαίσιο του τομέα της ενέργειας κατά τρόπο αποσπασματικό, εστιάζοντας σε επιμέρους ενεργειακά αγαθά. Έτσι, αναδύθηκαν νέοι επιστημονικοί κλάδοι, όπως το «Δίκαιο του πετρελαίου» ή στο «Δίκαιο των υδρογονανθράκων» ή μεταγενέστερα στο «Δίκαιο της ατομικής ενέργειας» κ.ά. Αυτή η παραδοσιακή αντίληψη για τους κανόνες του τομέα της ενέργειας απείχε πολύ από την ιδέα ενός ειδικού κλάδου της Νομικής με αντικείμενο συνολικά τον τομέα της ενέργειας, δηλαδή από την ιδέα του «Δικαίου της Ενέργειας».
- 40
Η ανάγκη για τη συνολική μελέτη και ανάλυση του νομικού πλαισίου της ενέργειας προέκυψε μόλις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όταν η υιοθέτηση πολιτικών απελευθέρωσης της αγοράς ανέδειξαν μία μοντέρνα αντίληψη για τον κλάδο, οδηγώντας στη χειραφέτηση και στην καθιέρωση του Δικαίου της Ενέργειας.
Σελ. 17
«Μοντέρνα» είναι η αντίληψη αυτή, γιατί αποτέλεσε ριζική αλλαγή, τομή σε σχέση με ό,τι είχε καθιερωθεί και εφαρμοζόταν παραδοσιακά. Μεταγενέστερα, οι εξελίξεις επηρεάστηκαν και εξακολουθούν να επηρεάζονται δραστικά από την εφαρμογή πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις προτεραιότητες στον τομέα της ενέργειας και οι οποίες καθορίζουν και διαμορφώνουν το σύγχρονο, δηλαδή αυτό που σήμερα ισχύει, νομικό πλαίσιο του τομέα της ενέργειας.
- 41
Το ζήτημα πάντως για το εάν υπάρχει και τι είναι το Δίκαιο της Ενέργειας παραμένει αρκετά συγκεχυμένο. Χρειάζεται επομένως κατ’ αρχήν να καταγραφεί ο τρόπος, κατά τον οποίο αναδείχθηκε το Δίκαιο της Ενέργειας ως αυτόνομος κλάδος του Δικαίου (Ι) και να περιγραφεί ο τρόπος, κατά τον οποίο συζητείται στην επιστήμη (ΙΙ).
Ι. Ιστορική εξέλιξη
Α. Παραδοσιακή αντίληψη για τους κανόνες του τομέα της ενέργειας
- 42
Η έννομη τάξη περιέχει κανόνες για τη ρύθμιση ζητημάτων του τομέα της ενέργειας από πολύ παλιά, ήδη από την εποχή της εκβιομηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας και της αστικοποίησης κατά τον 19ου αιώνα, οι οποίες είχαν ως άμεση συνέπεια μεταξύ άλλων και τη συστηματικώς ραγδαία αύξηση της ζήτησης σε ενεργειακά αγαθά.
- 43
Από χρονολογική άποψη, το πρώτο νομοθέτημα, το οποίο εντοπίζεται στην Ελληνική έννομη τάξη μετά από απλή αναζήτηση σε μία ευρείας χρήσεως βάση δεδομένων (NOMOS) για το λήμμα «ενέργεια», είναι ο νόμος ΥΔ’ της 15/22.05.1857 «περί του δι’ αερίου (GAZ) φωτισμού πόλεως τινός» (Α’ 13). Με το νόμο αυτόν είχε προβλεφθεί η δια συμβάσεως με τον οικείο δήμο και κατόπιν βασιλικής εγκρίσεως παραχώρηση μονοπωλιακού προνομίου και λοιπών απαλλαγών σε εργολάβους, οι οποίοι αναλάμβαναν τον φωτισμό κάποιας πόλεως με αέριο. Πρόκειται λοιπόν για ένα νομοθέτημα το οποίο αποδεικνύει την παρατήρηση που προηγήθηκε, καθώς συνδέεται με τη διάδοση της χρήσης ενεργειακών αγαθών για την εξυπηρέτηση του «μοντέρνου» τρόπου ζωής στις πόλεις κατά τον 19ο αιώνα.
Σελ. 18
- 44
Για τους νομικούς επιστήμονες, ο όρος «ενέργεια» θυμίζει πάντα την αμηχανία που προκάλεσε στις αρχές του 20ου αιώνα η δυσκολία κατάταξης της ηλεκτρικής ενέργειας στη νομική έννοια του «πράγματος», επειδή ο κλασικός κανόνας του Ρωμαϊκού Δικαίου, κατά τον οποίο το «πράγμα» απαιτείτο να είναι ενσώματο αντικείμενο, εμπόδιζε μία τέτοια υπαγωγή. Το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε οριστικώς με τον κανόνα του ά. 947 παρ. 2 ΑΚ (1945), σύμφωνα με τον οποίο, στη νομική έννοια του «πράγματος» περιλαμβάνονται κατά πλάσμα δικαίου και οι «φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο». Άλλωστε το ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού της ηλεκτρικής ενέργειας ως πράγμα και το πρόβλημα της «ρευματοκλοπής» είναι μάλλον τα πρώτα θέματα του τομέα που απασχόλησαν την Νομική επιστήμη και πράξη.
- 45
Κατά τη μεταπολεμική εποχή, ο τομέας της ενέργειας συνδέθηκε από την άποψη του Δικαίου κυρίως με τη μελέτη του ζητήματος των αναγκαστικών συμβάσεων, όπως επίσης και με την τυποποίηση και ανάλυση της σύστασης και λειτουργίας δημοσίων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της πρωτοποριακής για εκείνη την εποχή Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Εξίσου, ο τομέας απασχόλησε κατά την ίδια ιστορική
Σελ. 19
περίοδο από την άποψη της οργάνωσης συμβατικών σχέσεων με ιδιωτικές εταιρείες ή εταιρείες μικτής οικονομίας, στο πλαίσιο της αξιοποίησης πρώτων υλών όπως συνέβη για παράδειγμα στον τομέα του πετρελαίου. Αποτέλεσμα αυτής της οργανωτικής δομής ήταν οι κανόνες οργάνωσης κάθε επιμέρους ενεργειακού υποτομέα να παραμένουν εσωτερικό θέμα της καθετοποιημένης επιχείρησης ή ζήτημα συμβατικού δεσμού με το κράτος και να μην απασχολούν παρά αποσπασματικά την έννομη τάξη.
- 46
Ακόμη, ακολουθώντας την εξέλιξη του Δικαίου που θεσπίσθηκε σε διάφορες χρονικές περιόδους για την αντιμετώπιση επιμέρους προβλημάτων σε σχέση με τους ενεργειακούς πόρους και τα αγαθά, σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη για το νομικό πλαίσιο του τομέα, η επιστήμη εστίαζε σε ειδικά ζητήματα του τομέα της ενέργειας, δίδοντας έμφαση ιδίως στις διαφορετικές ενεργειακές πηγές και τους φυσικούς πόρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το επιστημονικό ενδιαφέρον περιστράφηκε αντίστοιχα γύρω από το «Δίκαιο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου», τη «lex petrolea», το «Δίκαιο των υδρογονανθράκων», το (γενικότερου ενδιαφέροντος) «Μεταλλευτικό Δίκαιο», το «Δίκαιο της ατομικής ενέργειας»
Σελ. 20
κ.ά., κλάδους που εξακολουθούν να προσελκύουν το επιστημονικό ενδιαφέρον ακόμη και σήμερα.
Β. «Μοντέρνο» Δίκαιο της Ενέργειας
- 47
Παρά το γεγονός ότι η ιστορία των κανόνων δικαίου για επιμέρους ζητήματα του τομέα της ενέργειας ανατρέχει στον 19ο αιώνα, η επιστημονική συζήτηση για το Δίκαιο της Ενέργειας αυτό καθ’ εαυτό, ως έναν ειδικό, αυτόνομο κλάδο της Νομικής επιστήμης, είναι αρκετά πρόσφατη. Στην πραγματικότητα, από ιστορική άποψη το ζήτημα αυτό αναδείχθηκε παράλληλα με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000, ως αποτέλεσμα του νομικού πληθωρισμού που προκλήθηκε, λόγω της μεταρρύθμισης του τομέα εξαιτίας της εγκατάλειψης του δημόσιου μονοπωλίου.
- 48
Για τον Ευρωπαϊκό χώρο αφετηρία για την μεταρρύθμιση του τομέα της ενέργειας και την ανάδειξη του Δικαίου της Ενέργειας ως αυτόνομου κλάδου της επιστήμης αποτέλεσε αναμφίβολα η Οδηγία 96/92/ΕΚ. Η Οδηγία αυτή όπως και οι μετέπειτα κανονιστικές παρεμβάσεις της ΕΕ τόσο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στον τομέα του φυσικού αερίου, οδήγησαν στην εγκατάλειψη του καθιερωμένου και ευρέως διαδεδομένου έως τότε στην ηπειρωτική Ευρώπη προτύπου της καθετοποιημένης, μονοπωλιακής δημόσιας επιχείρησης, χάριν της εφαρμογής κανόνων ελεύθερου ανταγωνισμού. Στόχος άλλωστε αυτής της πολιτικής κατά την δεδομένη χρονική περίοδο ήταν η αναζήτηση μίας νέας ισορροπίας ανάμεσα στους τρεις πυλώνες διαμόρφωσης της ενεργειακής πολιτικής (the «energy trilemma»), δηλαδή την ασφάλεια εφοδιασμού, την προστασία του περιβάλλοντος και την οικονομικότητα, επειδή στο μεταξύ είχαν αλλάξει τα πραγματικά και τεχνολογικά δεδομένα. Υπενθυμίζεται ότι με την εφαρμογή του συστήματος οργάνωσης δημοσίου μονοπωλίου κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είχε επιτευχθεί ο εξηλεκτρισμός και είχαν αξιοποιηθεί οι δυναμικές του δημοσίου μονοπωλίου για την κατασκευή υποδομών δημιουργώντας αναπτυξιακή δυναμική. Περί τα τέλη του αιώνα όμως είχαν μεγαλώσει πολύ οι μονοπωλιακές κρατικές επιχειρήσεις του τομέα με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αντίστροφα αποτελέσματα από τις οικονομίες κλίμακος, είχαν αναπτυχθεί νέες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής, είχαν αλλάξει οι πολιτικές ισορροπίες Ανατολής – Δύσης στην Ευρώπη που επηρεάζουν την τροφοδοσία με ενεργειακά αγαθά κ.ά.