ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ

Διατίθεται Ένθετο ενημερωμένο μέχρι και τον Ν 5090/2024.

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 72,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 72,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18038
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Μπιτζιλέκης Ν., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε.
  • Έκδοση: 3η 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 728
  • ISBN: 978-960-654-145-2
  • ISBN: 978-960-654-145-2
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Δίκαιο των Ποινικών κυρώσεων» αφορά στο δίκαιο των ποινών. Η θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ κατέστησε αυτονόητα επιβεβλημένη μια νέα έκδοση. Εξάλλου, αποτελεί γενικότερη παραδοχή ότι το νομοθέτημα αυτό έχει το κέντρο βάρους των νεωτερισμών που επέφερε στο πεδίο των ποινών. Έτσι, η τρίτη έκδοση αποτελεί σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα εντελώς νέο έργο που προσπαθεί να προσεγγίσει με κριτικό πνεύμα τις νεοπαγείς ρυθμίσεις, να συνεισφέρει στον επιστημονικό διάλογο, αλλά και να διαλεχθεί με τη νομολογία, ευελπιστώντας να βοηθήσει έτσι και το δικό της έργο. Αποτελεί ένα πρακτικό βοήθημα για κάθε ενασχολούμενο με την ποινική επιστήμη και ιδιαίτερα τον εφαρμοστή του δικαίου.

Πρόλογος Σελ. VII
I. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
1. Φύση και χαρακτήρας της ποινής Σελ. 1
2. Σκοπός της ποινής - Οι περί ποινής θεωρίες Σελ. 6
2.1. Οι απόλυτες θεωρίες: Η λογική της ανταπόδοσης Σελ. 6
2.2. Οι σχετικές θεωρίες: Η θεωρία της ειδικής πρόληψης Σελ. 9
2.3. Η θεωρία της γενικής πρόληψης Σελ. 13
2.4. Οι ενωτικές θεωρίες Σελ. 17
3. Αναλογία μεταξύ ποινής και εγκλήματος Σελ. 21
4. Φύση και χαρακτήρας των μέτρων ασφάλειας Σελ. 25
ΙΙ. Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
1. Οι απειλούμενες στον ποινικό κώδικα ποινές και τα μέτρα ασφαλείας
1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 31
1.2. Οι κύριες ποινές Σελ. 32
1.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 32
1.2.2. Οι στερητικές της ελευθερίας ποινές Σελ. 33
1.2.2.1. Γενικά Σελ. 33
α) Είδη των στερητικών της ελευθερίας ποινών Σελ. 33
β) Τρόπος υπολογισμού της διάρκειας των στερητικών της ελευθερίας ποινών Σελ. 34
γ) Τρόπος επιμέτρησης των στερητικών της ελευθερίας ποινών Σελ. 35
1.2.2.2. Η κάθειρξη Σελ. 35
α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 35
β) Η ισόβια κάθειρξη Σελ. 36
γ) Η πρόσκαιρη κάθειρξη Σελ. 36
1.2.2.3. Η φυλάκιση Σελ. 37
1.2.2.4. Ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων Σελ. 37
α) Η ειδική ποινική μεταχείριση των ανηλίκων Σελ. 37
β) Χρονικά πλαίσια ανηλικότητας Σελ. 38
γ) Περιεχόμενο της ειδικής μεταχείρισης των ανηλίκων Σελ. 40
δ) Φύση του εγκλήματος που τελούν οι ανήλικοι δεκαπέντε έως δεκαοκτώ ετών Σελ. 41
ε) Προϋποθέσεις επιβολής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων Σελ. 42
στ) Χρονική διάρκεια του περιορισμού στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων Σελ. 45
ζ) Ακριβής προσδιορισμός του χρόνου περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης Σελ. 46
η) Υπό όρους αναστολή εκτέλεσης της ποινής Σελ. 46
θ) Αντικατάσταση του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 128 ΠΚ) Σελ. 47
ι) Υπό όρους απόλυση (άρθρο 129 ΠΚ) Σελ. 49
ια) Απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση (άρθρο 129Α ΠΚ) Σελ. 54
ιβ) Έκτιση της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων σε σωφρονιστικό κατάστημα (άρθρα 130 και 131 ΠΚ) Σελ. 59
ιγ) Νεαροί ενήλικες (άρθρο 133 ΠΚ) Σελ. 62
1.2.3. Χρηματική ποινή Σελ. 63
1.2.3.1. Η σημασία των ποινών σε χρήμα Σελ. 63
1.2.3.2. Είδη των ποινών σε χρήμα Σελ. 64
1.2.3.3. Τρόπος προσδιορισμού της χρηματικής ποινής Σελ. 65
1.2.3.4. Απόσβεση της χρηματικής ποινής Σελ. 67
1.2.4. Η παροχή κοινωφελούς εργασίας Σελ. 67
1.3. Οι παρεπόμενες ποινές Σελ. 69
1.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 69
1.3.1.1. Έννοια και είδη των παρεπόμενων ποινών Σελ. 69
1.3.1.2. Κανόνες που απορρέουν από τον χαρακτήρα των παρεπόμενων ποινών ως ποινών Σελ. 69
1.3.1.3. Κανόνες που απορρέουν από τον χαρακτήρα των παρεπόμενων ποινών ως «συνοδευτικών» ποινών Σελ. 70
1.3.1.4. Ποιο δικαστήριο επιβάλλει τις παρεπόμενες ποινές Σελ. 71
1.3.1.5. Οι παρεπόμενες ποινές όταν ο υπαίτιος καταδικάζεται από δικαστήριο της αλλοδαπής (άρθρο 11 παρ. 1 ΠΚ) Σελ. 72
1.3.2. Η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων (άρθρο 60 ΠΚ) Σελ. 72
1.3.2.1. Με ποιες κύριες ποινές επιβάλλεται αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων Σελ. 72
1.3.2.2. Συνέπειες αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων Σελ. 74
1.3.2.3. Η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα Σελ. 74
1.3.2.4. Η αναστολή εκτέλεσης της παρεπόμενης ποινής αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων Σελ. 76
1.3.3. Η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος (άρθρο 65 ΠΚ) Σελ. 77
1.3.3.1. Προϋποθέσεις επιβολής της παρεπόμενης ποινής Σελ. 77
1.3.3.2. Η φύση της απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος Σελ. 78
1.3.3.3. Ο δυνητικός ή υποχρεωτικός χαρακτήρας επιβολής του μέτρου Σελ. 78
1.3.3.4. Η διάρκεια της απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος Σελ. 79
1.3.3.5. Συνέπειες από την επιβολή του μέτρου Σελ. 80
1.3.4. Αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου (άρθρο 66 ΠΚ) Σελ. 80
1.3.4.1. Προϋποθέσεις επιβολής της παρεπόμενης ποινής Σελ. 80
1.3.4.2. Η φύση της παρεπόμενης ποινής Σελ. 81
1.3.4.3. Ο δυνητικός χαρακτήρας επιβολής της παρεπόμενης ποινής Σελ. 82
1.3.4.4. Συνέπειες από την επιβολή της παρεπόμενης ποινής Σελ. 82
1.3.4.5. Η διάρκεια της παρεπόμενης ποινής Σελ. 82
1.3.5. Η δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης (άρθρο 67 ΠΚ) Σελ. 83
1.3.5.1. Το θιγόμενο από τη δημοσίευση αγαθό Σελ. 83
1.3.5.2. Πότε επιβάλλεται η δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης Σελ. 83
1.3.5.3. Δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης για λόγους δημόσιου συμφέροντος Σελ. 83
1.3.5.4. Δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης όταν προβλέπεται από τον νόμο Σελ. 84
1.3.6. Δήμευση (άρθρο 68 ΠΚ) Σελ. 85
1.3.6.1. Η φύση του μέτρου Σελ. 85
1.3.6.2. Δικαιολογητική βάση της παρεπόμενης ποινής Σελ. 85
1.3.6.3. Προϋποθέσεις επιβολής Σελ. 86
1.3.6.4. Αντικείμενα δήμευσης: αντικείμενα και περιουσιακά στοιχεία Σελ. 89
1.3.6.5. Ποια αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία δημεύονται Σελ. 89
(α) Προϊόντα του εγκλήματος, το τίμημά τους, όσα αποκτήθηκαν με αυτά και όσα χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση του εγκλήματος Σελ. 89
(β) Νόμιμη περιουσία, στην οποία αναμίχθηκαν προϊόντα του εγκλήματος, το τίμημά τους, όσα αποκτήθηκαν με αυτά και όσα χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση του εγκλήματος Σελ. 92
(γ) Νόμιμη περιουσία στην οποία δεν έχουν αναμιχθεί προϊόντα του εγκλήματος, το τίμημά τους, όσα αποκτήθηκαν με αυτά και όσα χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση του εγκλήματος (αναπληρωματική δήμευση) Σελ. 92
(δ) Χρηματική ποινή αντί της δήμευσης Σελ. 93
(ε) Δήμευση στα χέρια τρίτου Σελ. 94
1.3.6.6. Ποιος επιβάλλει τη δήμευση Σελ. 95
1.3.6.7. Ο δυνητικός χαρακτήρας της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης Σελ. 98
1.3.6.8. Η αρχή της αναλογικότητας στη δήμευση Σελ. 99
1.3.6.9. Τύχη δημευθέντων Σελ. 101
1.4. Τα μέτρα ασφαλείας Σελ. 102
1.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 102
1.4.1.1. Τα είδη των μέτρων ασφαλείας Σελ. 102
1.4.1.2. Οι ισχύοντες περιορισμοί ως προς τις προϋποθέσεις επιβολής των μέτρων ασφαλείας Σελ. 102
1.4.1.3. Αρμόδιο για την επιβολή των μέτρων ασφαλείας δικαστήριο Σελ. 105
1.4.2. Μέτρα ασφαλείας αναπληρωματικά της ποινής Σελ. 106
1.4.2.1. Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής (άρθρα 69Α –70 ΠΚ) Σελ. 107
α) Φύση των μέτρων Σελ. 107
β) Η αντιμετώπιση των ψυχικώς πασχόντων δραστών αξιόποινων πράξεων που απαλλάσσονταν από την ποινή έως την ψήφιση του Ν 4509/2017 Σελ. 107
γ) Η αντιμετώπιση των ψυχικώς πασχόντων δραστών αξιόποινων πράξεων στον νέο Ποινικό Κώδικα Σελ. 111
1.4.2.2. Τα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα για τους ανηλίκους (άρθρα 122-125 ΠΚ) Σελ. 118
α) Η ειδική ποινική μεταχείριση των ανηλίκων στο ποινικό μας σύστημα Σελ. 118
β) Τα προβλεπόμενα για τους ανηλίκους αναμορφωτικά μέτρα (άρθρο 122 ΠΚ) Σελ. 118
γ) Τα προβλεπόμενα για τους ανηλίκους θεραπευτικά μέτρα (άρθρο 123 ΠΚ) Σελ. 128
δ) Αντικατάσταση αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων Σελ. 129
ε) Διάρκεια των αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων για τους ανηλίκους Σελ. 130
στ) Αρμόδιο δικαστήριο Σελ. 130
1.4.3. Μέτρα ασφαλείας συμπληρωματικά της ποινής Σελ. 131
1.4.3.1. Τα συμπληρωματικά της ποινής μέτρα ασφαλείας Σελ. 131
1.4.3.2. Μέτρα θεραπείας ατόμων μειωμένου καταλογισμού λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής (άρθρο 71 ΠΚ) Σελ. 132
(α) Η ρύθμιση του Ποινικού Κώδικα του 1950 Σελ. 132
(β) Η ρύθμιση του νέου Ποινικού Κώδικα Σελ. 133
1.4.3.3. Η εισαγωγή των εξαρτημένων από τα ναρκωτικά δραστών αξιόποινων σε θεραπευτικά προγράμματα (άρθρο 34 Ν 4139/2013) Σελ. 134
1.4.3.4. Η δήμευση ως μέτρο ασφαλείας (άρθρο 76 ΠΚ) Σελ. 136
α) Το περιεχόμενο του μέτρου Σελ. 136
β) Δικαιολογητική βάση Σελ. 136
γ) Προϋποθέσεις επιβολής Σελ. 137
δ) Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της δήμευσης ως μέτρου ασφαλείας Σελ. 139
ε) Ποιος επιβάλλει τη δήμευση Σελ. 139
στ) Τύχη δημευθέντων Σελ. 140
2. Η ελαστικότητα της απειλούμενης ποινής Σελ. 141
2.1. Η επαύξηση της ποινής: Το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά Σελ. 145
2.1.1. Η ταυτότητα της επαύξησης της ποινής στο έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά Σελ. 145
2.1.2. Τα στοιχεία, οι συνέπειες και ο δικαιολογητικός λόγος του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά Σελ. 147
2.1.3. Σημαντικά ερμηνευτικά ζητήματα Σελ. 150
2.1.4. Διαχρονικό δίκαιο Σελ. 155
2.2. Η μείωση της απειλούμενης ποινής Σελ. 156
2.2.1. Δικαιολογητικός λόγος, έκταση εφαρμογής και συνέπειες του θεσμού Σελ. 156
2.2.1.1. Οι περιοριστικά προβλεπόμενοι στο Γενικό Μέρος λόγοι μείωσης της ποινής Σελ. 158
2.2.1.2. Οι περιοριστικά προβλεπόμενες στο Ειδικό Μέρος περιπτώσεις μείωσης της ποινής Σελ. 161
2.2.1.3. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις Σελ. 166
2.2.1.4. Οι συνέπειες της μείωσης της ποινής Σελ. 166
2.2.2. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις - Άρθρο 84 ΠΚ Σελ. 168
2.2.2.1. Διακρίσεις Σελ. 168
2.2.2.2. Έννοια και ταυτότητα των ελαφρυντικών περιστάσεων Σελ. 170
2.2.2.3. Οι επιμέρους ελαφρυντικές περιστάσεις Σελ. 173
α) Προηγούμενος σύννομος βίος Σελ. 174
β) Ώθηση στην πράξη από μη ταπεινά αίτια ή μεγάλη ένδεια ή από την επίδραση σοβαρής απειλής ή από την επιβολή προσώπου στο οποίο ο δράστης οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης Σελ. 181
γ) Ώθηση στην πράξη από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παράσυρση από οργή ή βίαιη θλίψη που προκάλεσε στο δράστη άδικη εναντίον του πράξη Σελ. 184
δ) Ειλικρινής μετάνοια Σελ. 186
ε) Καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, ακόμα και κατά την κράτηση Σελ. 189
2.2.2.4. Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης ως γενική ελαφρυντική περίσταση Σελ. 192
2.2.3. Τα μειωμένα πλαίσια ποινής - Άρθρο 83 ΠΚ Σελ. 197
2.2.4. Δικονομική εκφορά των λόγων μείωσης και των ελαφρυντικών περιστάσεων Σελ. 203
2.2.4.1. Αυτοτελείς ισχυρισμοί λόγων μείωσης και ελαφρυντικών Σελ. 203
2.2.4.2. Το χρονικό σημείο πρότασης των ελαφρυντικών περιστάσεων στην ποινική δίκη Σελ. 206
2.2.5. Συρροή λόγων μείωσης της ποινής - Άρθρο 85 παρ. 1 ΠΚ Σελ. 207
2.2.6. Η συμβολή στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης με ομολογία της ενοχής ως λόγος επιπρόσθετης μείωσης της ποινής - Άρθρο 85 παρ. 2 ΠΚ Σελ. 211
2.2.7. Η μείωση της ποινής σε κακουργήματα Ειδικών Ποινικών Νόμων που απειλούνται με κάθειρξη έως 10 ετών - Άρθρο 463 παρ. 3 εδ. α και β ΠΚ Σελ. 213
2.2.8. Συνδρομή λόγου επίτασης και λόγου μείωσης της ποινής Σελ. 216
2.2.9. Διαχρονικό δίκαιο Σελ. 217
ΙΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ
1. Φύση και χαρακτήρας των λόγων εξάλειψης του αξιόποινου
1.1. Γενικά. Η δογματική θέση των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου Σελ. 221
1.2. Λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου και δικονομικά εμπόδια Σελ. 223
1.3. Λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου και λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής Σελ. 225
1.4. Η δικονομική έκφραση των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου Σελ. 228
2. Προσωπικοί λόγοι εξάλειψης του αξιόποινου
2.1. Η αλλαγή στάσης του δράστη απέναντι στο έγκλημα: Υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα και έμπρακτη μετάνοια Σελ. 229
2.2. Περιπτώσεις έμπρακτης μετάνοιας Σελ. 233
2.3. Η καταχρηστική έμπρακτη μετάνοια Σελ. 237
3. Παραγραφή
3.1. Έννοια και δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής Σελ. 239
3.2. Η νομική ταυτότητα της παραγραφής και οι συνέπειές της Σελ. 241
3.3. Ο χρόνος της παραγραφής των εγκλημάτων - Άρθρα 111-113 ΠΚ Σελ. 245
3.3.1. Ο χρόνος της παραγραφής ως συνάρτηση της βαρύτητας των εγκλημάτων Σελ. 245
3.3.1.1. Ο κανόνας - Άρθρο 111 ΠΚ Σελ. 245
α) Διαζευκτικά απειλούμενες ποινές και χρόνος παραγραφής Σελ. 247
β) Σωρευτικά απειλούμενες ποινές και χρόνος παραγραφής Σελ. 248
γ) Κακουργήματα τελούμενα από ανηλίκους και χρόνος παραγραφής Σελ. 248
δ) Λόγοι μείωσης της ποινής και χρόνος παραγραφής Σελ. 249
3.3.1.2. Οι εξαιρέσεις στον κανόνα του χρόνου της παραγραφής Σελ. 254
3.3.2. Η έναρξη του χρόνου της παραγραφής - Άρθρο 112 ΠΚ Σελ. 260
3.3.2.1. Ο κανόνας Σελ. 260
3.3.2.2. Οι εξαιρέσεις Σελ. 270
α) Οι εξαιρέσεις του ποινικού κώδικα Σελ. 270
β) Οι εξαιρέσεις των ειδικών ποινικών νόμων Σελ. 275
3.4. Η αναστολή της παραγραφής - Άρθρο 113 ΠΚ Σελ. 277
3.4.1. Τα είδη της αναστολής Σελ. 277
3.4.2. Η αναστολή έναρξης ή εξακολούθησης της παραγραφής λόγω νομικής αδυναμίας έναρξης ή εξακολούθησης της ποινικής δίωξης Σελ. 278
3.4.3. Η αναστολή έναρξης της παραγραφής σε κακουργήματα που στρέφονται κατά ανηλίκων Σελ. 287
3.4.4. Η αναστολή επιδικίας Σελ. 291
3.5. Οι συνέπειες της παραγραφής στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και το στάδιο ελέγχου αυτής Σελ. 296
3.6. Παραγραφή και συμμετοχή Σελ. 302
3.7. Παραγραφή και συρροή Σελ. 304
3.8. Διάκριση παραγραφής και «ειδικής παραγραφής» Σελ. 305
3.9. Διαχρονικό δίκαιο Σελ. 307
4. Έγκληση
4.1. Ποια εγκλήματα διώκονται κατ’ έγκληση Σελ. 309
4.1.1. Η αυτεπάγγελτη δίωξη ως κανόνας Σελ. 309
4.1.2. Κατηγορίες των κατ’ έγκληση διωκόμενων εγκλημάτων Σελ. 310
4.1.3. Η έγκληση στην αυτεπάγγελτη δίωξη Σελ. 313
4.1.4. Η έγκληση ως «αναφορά» ή «αίτηση» Σελ. 313
4.2. Νομική φύση της έγκλησης Σελ. 314
4.2.1. Η έγκληση ως θεσμός του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου Σελ. 314
4.2.2. Συνέπειες από τον χαρακτήρα της έγκλησης ως θεσμού του ουσιαστικού κατά βάση δικαίου Σελ. 315
4.2.2.1. Αναδρομική ισχύς ευμενέστερου νόμου Σελ. 315
4.2.2.2. Θεμελίωση λόγου αναίρεσης Σελ. 316
4.3. Δικαιούχοι της έγκλησης (άρθρο 115 ΠΚ) Σελ. 316
4.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 316
4.3.2. Ο αμέσως παθών από το έγκλημα ως δικαιούχος της έγκλησης Σελ. 317
4.3.2.1. Δικαίωμα έγκλησης όταν ο αμέσως παθών είναι φυσικό πρόσωπο Σελ. 317
4.3.2.2. Δικαίωμα έγκλησης όταν ο αμέσως παθών είναι νομικό πρόσωπο Σελ. 318
4.3.2.3. Δικαίωμα έγκλησης όταν ο αμέσως παθών είναι ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα Σελ. 318
4.3.3. Άλλοι δικαιούχοι της έγκλησης Σελ. 320
4.3.3.1. Δικαιούχοι της έγκλησης όταν ο αμέσως παθών είναι ανήλικος (άρθρο 118 παρ. 2 ΠΚ) Σελ. 320
α) Νόμιμος αντιπρόσωπος και ανήλικος Σελ. 320
β) Η φύση του δικαιώματος του νόμιμου αντιπροσώπου Σελ. 321
γ) Πώς ασκείται το δικαίωμα της έγκλησης από τον νόμιμο αντιπρόσωπο Σελ. 322
δ) Υποβολή της έγκλησης όταν οι γονείς είναι αυτουργοί ή συμμέτοχοι στο έγκλημα κατά του ανηλίκου Σελ. 323
ε) Προθεσμία υποβολής της έγκλησης από τους νόμιμους αντιπροσώπους του ανηλίκου Σελ. 324
4.3.3.2. Δικαιούχοι της έγκλησης όταν ο αμέσως παθών τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση (άρθρο 115 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ) Σελ. 325
4.3.3.3. Δικαιούχοι της έγκλησης όταν ο αμέσως παθών έχει πεθάνει (άρθρο 115 παρ. 4 ΠΚ) Σελ. 326
4.3.3.4. Δικαιούχοι της έγκλησης όταν το έγκλημα στρέφεται κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 118 παρ. 5 παλαιού ΠΚ) Σελ. 327
4.3.3.5. Ειδικές ρυθμίσεις στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα Σελ. 328
4.3.4. Συνέπειες από την ύπαρξη περισσότερων δικαιούχων (άρθρο 115 παρ. 3 ΠΚ) Σελ. 329
4.4. Προθεσμία υποβολής της έγκλησης (άρθρο 114 ΠΚ) Σελ. 329
4.4.1. Οι προϋποθέσεις του νόμου Σελ. 329
4.4.1.1. Γενικά Σελ. 329
4.4.1.2. Η έννοια της «γνώσης» της πράξης και του δράστη Σελ. 330
4.4.1.3. Έναρξη και λήξη της προθεσμίας υποβολής της έγκλησης Σελ. 330
4.4.1.4. Προθεσμία υποβολής έγκλησης και παραγραφή Σελ. 331
4.4.2. Ειδικές περιπτώσεις Σελ. 332
4.4.2.1. Προθεσμία υποβολής της έγκλησης στο υπαλλακτικά μικτό έγκλημα Σελ. 332
4.4.2.2. Προθεσμία υποβολής της έγκλησης στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα Σελ. 332
4.4.2.3. Προθεσμία υποβολής της έγκλησης στο διαρκές έγκλημα Σελ. 334
4.4.2.4. Προθεσμία υποβολής της έγκλησης σε περίπτωση νομοθετικής αλλαγής Σελ. 335
α) Όταν η αυτεπάγγελτη δίωξη μετατρέπεται σε κατ’ έγκληση Σελ. 335
β) Προθεσμία υποβολής της έγκλησης όταν καταργείται το αυτεπαγγέλτως διωκόμενο διακεκριμένο έγκλημα Σελ. 336
4.4.3. Αναστολή της προθεσμίας υποβολής της έγκλησης Σελ. 337
4.5. Τρόπος υποβολής της έγκλησης Σελ. 337
4.5.1. Αυτοπρόσωπη υποβολή και πληρεξουσιότητα Σελ. 337
4.5.2. Αρμόδιο όργανο Σελ. 338
4.5.3. Περιεχόμενο της έγκλησης Σελ. 339
4.5.4. Έλεγχος υποβολής της έγκλησης Σελ. 340
4.6. Συνέπειες από την υποβολή της έγκλησης: το αδιαίρετο της έγκλησης (άρθρο 116 ΠΚ) Σελ. 340
4.7. Παραίτηση από την έγκληση Σελ. 341
4.7.1. Μορφές παραίτησης από την έγκληση Σελ. 341
4.7.2. Συνέπειες της παραίτησης από την έγκληση Σελ. 341
4.7.3. Χρόνος παραίτησης Σελ. 342
4.7.4. Τρόπος έκφρασης της ρητής παραίτησης Σελ. 342
4.7.5. Το αδιαίρετο της παραίτησης από την έγκληση Σελ. 342
4.8. Ανάκληση της έγκλησης Σελ. 343
4.8.1. Ο δικαιούχος της ανάκλησης (άρθρο 117 παρ. 1 ΠΚ) Σελ. 343
4.8.1.1. Ανάκληση από τον εγκαλέσαντα Σελ. 343
4.8.1.2. Ανάκληση από τον παθόντα της έγκλησης που υπέβαλε ο νόμιμος αντιπρόσωπός του Σελ. 344
4.8.1.3. Ανάκληση από τρίτα πρόσωπα της έγκλησης που υπέβαλε ο παθών Σελ. 345
4.8.2. Χρόνος ανάκλησης Σελ. 346
4.8.3. Τρόπος ανάκλησης Σελ. 347
4.8.4. Συνέπειες της ανάκλησης Σελ. 347
4.8.5. Το αδιαίρετο της ανάκλησης Σελ. 348
4.9. Αιτιολογία της απόφασης σε κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα Σελ. 349
4.9.1. Αιτιολογία ως προς τον χρόνο υποβολής της έγκλησης Σελ. 349
4.9.2. Αιτιολογία ως προς τον χρόνο γνώσης της πράξης και του δράστη Σελ. 349
4.10. Καταδίκη χωρίς να υποβληθεί έγκληση σε κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα Σελ. 350
5. Αμνηστία
5.1. Έννοια Σελ. 350
5.2. Για ποια εγκλήματα προβλέπεται η χορήγηση αμνηστίας Σελ. 351
5.3. Τρόπος και χρόνος χορήγησης αμνηστίας Σελ. 352
5.4. Συνέπειες χορήγησης της αμνηστίας Σελ. 352
5.5. Αμνηστία και ειδική παραγραφή Σελ. 353
IV. ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
1. Κανόνες επιμέτρησης
1.1. Οι νομοθετικές επιλογές για την επιμέτρηση, η σημασία τους και η μη εφαρμογή τους στην πράξη Σελ. 359
1.2. Οι σκοποί της ποινής και η επίδρασή τους στην επιμέτρηση Σελ. 363
1.3. Η έννοια της δικαστικής επιμέτρησης, τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ και τα στάδια επιμέτρησης της ποινής Σελ. 372
1.3.1. Διευκρινίσεις για την έννοια της δικαστικής επιμέτρησης Σελ. 372
1.3.2. Η επιλογή της πλήρους ποινής του αυτουργού σε περιπτώσεις (άμεσης) συνέργειας στο έγκλημα (άρθρο 47 εδ. τελ ΠΚ) Σελ. 374
1.3.3. Η επιλογή μεταξύ διαφορετικών ειδών ποινής που απειλούνται διαζευκτικά Σελ. 376
1.3.4. Τα κριτήρια επιμέτρησης της στερητικής της ελευθερίας ποινής κατά το άρθρο 79 ΠΚ Σελ. 379
1.3.4.1. Η ταυτότητα των κριτηρίων της επιμέτρησης Σελ. 380
1.3.4.2. Το περιεχόμενο των κριτηρίων της επιμέτρησης Σελ. 383
α) Βαρύτητα του εγκλήματος (της πράξης) - Άδικο Σελ. 383
β) Βαθμός της ενοχής του υπαίτιου Σελ. 387
γ) Ενδεικτική εξειδίκευση κριτηρίων με στοιχεία που λειτουργούν υπέρ ή σε βάρος του υπαίτιου Σελ. 390
1.3.5. Τα στάδια δικαστικής επιμέτρησης της ποινής Σελ. 393
1.4. Η αρχή της απαγόρευσης της διπλής αξιολόγησης Σελ. 400
1.5. Η επιμέτρηση των χρηματικών ποινών Σελ. 401
1.5.1. Η επιμέτρηση της χρηματικής ποινής που προβλέπεται στον ΠΚ - Άρθρο 80 ΠΚ Σελ. 401
1.5.2. Η επιμέτρηση των χρηματικών ποινών των Ειδικών Ποινικών Νόμων Σελ. 404
1.6. Η αφαίρεση του χρόνου της προσωρινής κράτησης από την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή - Άρθρο 82 ΠΚ Σελ. 405
1.7. Η επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας - Άρθρο 81 ΠΚ Σελ. 407
1.8. Η επιμέτρηση των παρεπόμενων ποινών και των μέτρων ασφάλειας Σελ. 413
1.9. Η αιτιολογία της επιμέτρησης της ποινής - Άρθρο 79 παρ. 7 ΠΚ Σελ. 414
1.10. Διαχρονικό δίκαιο Σελ. 419
2. Η ποινική μεταχείριση της συρροής εγκλημάτων
2.1. Η σημασία της συζήτησης για τη συρροή εγκλημάτων και η συστηματική της ένταξη Σελ. 420
2.2. Έννοια και διακρίσεις Σελ. 421
2.3. Η ταυτότητα της πράξης στην περί συρροής διδασκαλία Σελ. 422
2.3.1. Φυσική ενότητα της πράξης Σελ. 422
2.3.2. Νομική ενότητα της πράξης Σελ. 430
2.3.3. Μερική ταυτότητα και ταυτόχρονο των πράξεων Σελ. 432
2.4. Φαινομενική συρροή εγκλημάτων Σελ. 433
2.4.1. Έννοια Σελ. 433
2.4.2. Αρχές οι οποίες διέπουν τη φαινομενική συρροή Σελ. 436
2.4.2.1. Η αρχή της ειδικότητας Σελ. 436
2.4.2.1.1. Η λογική σχέση της υπαλληλίας Σελ. 436
2.4.2.1.2. Η ειδικότητα στα πολύτροπα εγκλήματα Σελ. 441
2.4.2.2. Η αρχή της επικουρικότητας Σελ. 444
2.4.2.2.1. Η έννοια της επικουρικότητας Σελ. 444
2.4.2.2.2. Τα είδη της επικουρικότητας Σελ. 445
2.4.2.3. Η αρχή της απορρόφησης Σελ. 450
2.4.2.3.1. Η έννοια της απορρόφησης Σελ. 450
2.4.2.3.2. Οι περιπτώσεις απορρόφησης Σελ. 451
2.4.3. Οι συνέπειες της φαινομενικής συρροής Σελ. 461
2.4.3.1. Η τύχη του γενικού εγκλήματος Σελ. 461
2.4.3.2. Η τύχη του επικουρικού εγκλήματος Σελ. 465
2.4.3.3. Η τύχη του απορροφώμενου εγκλήματος Σελ. 468
2.5. Αληθινή συρροή εγκλημάτων Σελ. 472
2.5.1. Έννοια Σελ. 472
2.5.2. Οι συνέπειες της αληθινής συρροής Σελ. 479
2.5.2.1. Τα διάφορα συστήματα υπολογισμού της ποινής (αθροιστική, ενιαία, συνολική ποινή) Σελ. 479
2.5.2.2. Η διαδικασία σχηματισμού της συνολικής ποινής Σελ. 482
2.5.2.3. Η φύση της συνολικής ποινής Σελ. 485
2.5.2.4. Η συνολική ποινή σε περίπτωση πραγματικής συρροής Σελ. 487
2.5.2.4.1. Ο κανόνας Σελ. 487
2.5.2.4.2. Η παρέκκλιση υπέρ της ενιαίας ποινής: Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα Σελ. 491
2.5.2.5. Η συνολική ποινή σε περίπτωση κατ’ ιδέαν συρροής Σελ. 503
2.5.2.6. Η συνολική ποινή σε περίπτωση συνύπαρξης πραγματικής και κατ’ ιδέαν συρροής Σελ. 506
2.5.2.7. Ο επιγενόμενος σχηματισμός συνολικής ποινής Σελ. 507
2.5.2.7.1. Σε περίπτωση διαδοχικής εκδίκασης των εγκλημάτων Σελ. 507
2.5.2.7.2. Σε περίπτωση εκτέλεσης περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων Σελ. 510
2.5.2.8. Η αναθεώρηση της συνολικής ποινής Σελ. 512
3. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής (άρθρα 99-104 ΠΚ)
3.1. Περιεχόμενο του θεσμού της αναστολής Σελ. 513
3.1.1. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής στον Ποινικό Κώδικα του 1950 Σελ. 513
3.1.2. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής στον νέο Ποινικό Κώδικα Σελ. 515
3.2. Δικαιολογητική βάση Σελ. 517
3.3. Η χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής Σελ. 518
3.3.1. Προϋποθέσεις Σελ. 518
3.3.1.1. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ Σελ. 518
(α) Πότε χορηγείται η αναστολή Σελ. 518
(β) Πότε δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής Σελ. 520
(γ) Ποιος έχει την πρωτοβουλία για τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής Σελ. 521
(δ) Αιτιολογία της απόφασης για χορήγηση αναστολής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ Σελ. 521
(ε) Συνέπειες από τη μη χορήγηση της αναστολής Σελ. 522
(στ) Επιβολή όρων μαζί με τη χορήγηση της αναστολής Σελ. 522
3.3.1.2. Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής (άρθρο 100 ΠΚ) Σελ. 525
α) Προϋποθέσεις Σελ. 525
β) Διάρκεια παραμονής στη φυλακή Σελ. 526
γ) Επιβολή όρων μαζί με την μερική αναστολή εκτέλεσης της ποινής Σελ. 528
3.3.1.3. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής ατόμων εξαρτημένων από ναρκωτικά (άρθρα 32 παρ. 1 περ. γ΄, 33 παρ. 1 και 27 παρ. 1 Ν 4139/2013) Σελ. 528
α) Προϋποθέσεις χορήγησης της αναστολής Σελ. 528
β) Όροι για τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής Σελ. 533
γ) Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της αναστολής Σελ. 533
3.3.2. Ποιο δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής Σελ. 534
3.3.3. Η χρονική διάρκεια της δοκιμασίας Σελ. 534
3.3.4. Πότε αρχίζει ο χρόνος δοκιμασίας Σελ. 536
3.3.4.1. Έναρξη χρόνου δοκιμασίας για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής κατά το άρθρο 99 ΠΚ Σελ. 536
3.3.4.2. Έναρξη χρόνου δοκιμασίας για την αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής κατά το άρθρο 100 ΠΚ Σελ. 538
3.3.5. Συνέπειες από τη χορήγηση της αναστολής Σελ. 539
3.3.5.1. Συνέπειες ως προς την κύρια ποινή Σελ. 539
3.3.5.2. Συνέπειες ως προς την καταβολή δικαστικών εξόδων, αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης Σελ. 540
3.3.5.3. Συνέπειες ως προς την εκτέλεση των παρεπόμενων ποινών Σελ. 541
3.3.5.4. Συνέπειες ως προς την εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας Σελ. 543
3.4. Ανάκληση της αναστολής (άρθρο 101 ΠΚ) Σελ. 543
3.4.1. Προϋποθέσεις ανάκλησης της αναστολής Σελ. 543
3.4.2. Υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανάκλησης Σελ. 544
3.4.3. Ποιος αποφασίζει την ανάκληση Σελ. 545
3.4.4. Μέχρι πότε ανακαλείται η αναστολή Σελ. 545
3.4.5. Συνέπειες ανάκλησης της αναστολής Σελ. 545
3.5. Άρση της αναστολής (άρθρο 102 ΠΚ) Σελ. 545
3.5.1. Προϋποθέσεις άρσης της αναστολής Σελ. 545
3.5.2. Υποχρεωτικός χαρακτήρας της άρσης της αναστολής Σελ. 546
3.5.3. Ποιος αποφασίζει για την άρση της αναστολής Σελ. 547
3.5.4. Χρόνος άρσης της αναστολής Σελ. 547
3.5.5. Συνέπειες άρσης της αναστολής Σελ. 547
3.6. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής και αλλοδαπή δικαστική απόφαση (άρθρο 103 ΠΚ) Σελ. 548
4. Μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής
4.1. Ο δικαιολογητικός λόγος του θεσμού Σελ. 548
4.2. Η νομική ταυτότητα της ποινής που μετατράπηκε Σελ. 554
4.3. Τα επιμέρους είδη μετατροπής της φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας Σελ. 556
4.3.1. Η μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας - Άρθρο 104Α ΠΚ Σελ. 557
4.3.1.1. Η απόδοση κύριου ρόλου στη μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας Σελ. 557
4.3.1.2. Η απόφαση για τη μετατροπή και η εκτέλεσή της Σελ. 560
4.4. Μετατροπή και αναστολή εκτέλεσης της ποινής Σελ. 567
4.5. Δικονομικά ζητήματα Σελ. 568
5. Δικαστική άφεση της ποινής
5.1. Ταυτότητα και δικαιολογητικός λόγος του θεσμού Σελ. 569
5.2. Οι λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής: συστηματοποίηση και ανάλυση Σελ. 572
5.2.1. Η γενική ρύθμιση για τη δικαστική άφεση της ποινής στα πλημμελήματα - Άρθρο 104Β παρ. 1 ΠΚ Σελ. 573
5.2.2. Οι γενικές ρυθμίσεις για τη δικαστική άφεση της ποινής στην απόπειρα - Άρθρα 42 παρ. 2 και 44 παρ. 3 και 4 ΠΚ Σελ. 579
5.2.3. Οι ειδικές ρυθμίσεις για τη δικαστική άφεση της ποινής σε επιμέρους εγκλήματα Σελ. 581
5.3. Τα κριτήρια κατάφασης της ατιμωρησίας σε περιπτώσεις συνδρομής λόγων δικαστικής άφεσης της ποινής Σελ. 587
5.4. Η δικονομική αποτύπωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της δικαστικής άφεσης της ποινής Σελ. 589
5.5. Υποχρεωτική δικαστική άφεση της ποινής; - Άρθρο 104Β παρ. 2 ΠΚ Σελ. 592
V. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
1. Ελαστικότητα κατά την έκτιση των στερητικών της ελευθερίας ποινών Σελ. 595
1.1. Έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στην κατοικία Σελ. 596
1.2. Η μερική μετατροπή της φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας για τη χορήγηση υπό όρο απόλυσης - Άρθρο 105Α ΠΚ Σελ. 602
1.3. Η υπό όρο απόλυση και η απόλυση υπό τον όρο της έκτισης στην κατοικία με ηλεκτρονική επιτήρηση Σελ. 606
1.3.1. Ταυτότητα των θεσμών Σελ. 606
1.3.1.1. Η υπό όρο απόλυση Σελ. 606
1.3.1.2. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση Σελ. 609
1.3.2. Η υπό όρο απόλυση Σελ. 611
1.3.2.1. Οι προϋποθέσεις χορήγησης της υπό όρο απόλυσης - Άρθρα 105Β-106 ΠΚ Σελ. 611
1.3.2.1.1. Καταδίκη, μη αμετάκλητη, σε στερητική της ελευθερίας ποινή Σελ. 611
1.3.2.1.2. Έκτιση ενός ελάχιστου ορίου της ποινής Σελ. 614
1.3.2.1.3. Η ουσιαστική προϋπόθεση της διαγωγής κατά την έκτιση της ποινής - Άρθρο 106 ΠΚ Σελ. 622
1.3.2.2. Εξαιρέσεις από τις προϋποθέσεις χορήγησης της υπό όρο απόλυσης Σελ. 626
1.3.2.2.1. Καταργηθείσες εξαιρέσεις του Ποινικού Κώδικα - Άρθρα 105 παρ. 2 εδ. α-γ, τελ., 6 εδ. ε και στ., 106 παρ. 1 εδ. β, 110Α και 187Α παρ. 1 στοιχ. ι εδ. τελ. προϊσχύσαντος ΠΚ Σελ. 626
1.3.2.2.2. Εξαιρέσεις ειδικών ποινικών νόμων- Η υπό όρο απόλυση στο νόμο περί εξαρτησιογόνων ουσιών (άρθρo 35 Ν 4139/2013) Σελ. 633
1.3.2.2.3. Χρονικά περιορισμένες προβλέψεις εξαιρετικής, ευνοϊκότερης χορήγησης υπό όρο απόλυσης για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των φυλακών Σελ. 638
1.3.2.3. Αρμόδιο δικαστήριο, διαδικασία και επιβολή όρων - Άρθρα 106 παρ. 2, 3 και 110 ΠΚ Σελ. 640
1.3.2.4. Χρόνος δοκιμασίας και συνέπειες της μη ανάκλησης - Άρθρο 109 ΠΚ Σελ. 642
1.3.2.5. Η ανάκληση της υπό όρο απόλυσης - Άρθρο 107 ΠΚ Σελ. 643
1.3.2.6. Η άρση της υπό όρο απόλυσης - Άρθρο 108 ΠΚ Σελ. 646
1.3.2.7. Ειδικές μορφές υπό όρο απόλυσης: Η υπό όρο απόλυση των ανηλίκων που καταδικάζονται σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων - Άρθρο 129 ΠΚ Σελ. 648
1.3.2.8. Διαχρονικό δίκαιο Σελ. 650
1.3.3. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση Σελ. 652
1.3.3.1. Περιεχόμενο και προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση - Άρθρο 110A ΠΚ Σελ. 652
1.3.3.1.1. Αίτηση του καταδικασθέντος Σελ. 654
1.3.3.1.2. Καταδίκη, μη αμετάκλητη, σε στερητική της ελευθερίας ποινή Σελ. 655
1.3.3.1.3. Έκτιση ενός ελάχιστου ορίου της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής Σελ. 656
1.3.3.1.4. Η ουσιαστική προϋπόθεση της διαγωγής κατά την έκτιση της ποινής - Άρθρο 110Α παρ. 7 ΠΚ Σελ. 658
1.3.3.2. Διαδικασία και επιβολή υποχρεώσεων - Άρθρο110Α παρ. 6 ΠΚ Σελ. 658
1.3.3.3. Διάρκεια της απόλυσης υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση - Συνέπειες μη ανάκλησης Σελ. 660
1.3.3.4. Η ανάκληση της απόλυσης υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση - Άρθρο 110Α παρ. 8 ΠΚ Σελ. 661
1.3.3.5. Η άρση της απόλυσης υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση - Άρθρο 110Α παρ. 9 ΠΚ Σελ. 663
1.3.3.6. Παραβίαση του περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση- Άρθρο 173Α ΠΚ Σελ. 667
1.3.3.7. Διαχρονικό δίκαιο Σελ. 667
1.3.3.8. Η απόλυση των ανηλίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση Σελ. 668
1.3.3.8.1. Περιεχόμενο, προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης των ανηλίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και διάρκεια αυτής Σελ. 668
1.3.3.8.2. Η ανάκληση της απόλυσης των ανηλίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση - Άρθρο 129Α παρ. 3 και 6 ΠΚ Σελ. 670
1.3.3.8.3. Η άρση της απόλυσης των ανηλίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση - Άρθρο 129Α παρ. 5 και 6 ΠΚ Σελ. 672
2. Ελαστικότητα κατά την έκτιση των χρηματικών ποινών και απότιση αυτών
2.1. Οι εκφάνσεις ελαστικότητας κατά την έκτιση των χρηματικών ποινών: καταβολή της χρηματικής ποινής σε δόσεις, διεύρυνση της προθεσμίας, αναπροσαρμογή του ύψους και αντικατάσταση με παροχή κοινωφελούς εργασίας Σελ. 674
2.2. Η απότιση της χρηματικής ποινής Σελ. 677
2.3. Η διαγραφή της χρηματικής ποινής Σελ. 682
3. Έκτιση της παροχής κοινωφελούς εργασίας και απότιση αυτής
3.1. Η έκτιση της παροχής κοινωφελούς εργασίας – Άρθρο 81 παρ. 4 και 5 ΠΚ Σελ. 682
3.2. Τα υποκατάστατα της παροχής κοινωφελούς εργασίας Σελ. 684
4. Χάρη
4.1. Έννοια - σχέση με αμνηστία Σελ. 685
4.2. Προϋποθέσεις και διαδικασία απονομής χάρης Σελ. 691
5. Παραγραφή των ποινικών κυρώσεων
5.1. Έννοια παραγραφής των ποινών Σελ. 693
5.2. Χρόνος παραγραφής των ποινών Σελ. 695
5.3. Αναστολή του χρόνου παραγραφής Σελ. 697
5.4. Παραγραφή των μέτρων ασφαλείας Σελ. 697

Σελ. 1

I. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ

1. Φύση και χαρακτήρας της ποινής

Εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει το ποινικό δίκαιο σε σχέση με άλλους κλάδους του δικαίου είναι οι έννομές του συνέπειες, δηλαδή οι ποινικές κυρώσεις. Ως κύρωση νοείται μια αντίδραση σε μια αποκλίνουσα συμπεριφορά, η οποία με αυτόν τον τρόπο αποδοκιμάζεται. Πρόκειται για μια αντίδραση στο πλαίσιο του κοινωνικού ελέγχου, μέρος του οποίου είναι οι ποινικοί κανόνες και οι προβλεπόμενες από αυτούς κυρώσεις.

Το δίκαιο των ποινικών κυρώσεων (ποινών και μέτρων ασφαλείας) έχει να κάνει με τη φύση, τον χαρακτήρα και τις προϋποθέσεις επιβολής των κυρώσεων αυτών, προϋποθέσεις όμως πέραν από εκείνες οι οποίες καθορίζουν τους όρους και τα στοιχεία της αξιόποινης συμπεριφοράς. Το θέμα λοιπόν το οποίο μας απασχολεί εδώ δεν είναι ο προσδιορισμός των στοιχείων του εγκλήματος, η δογματική της εννοίας του εγκλήματος, αλλά οι όροι λειτουργίας και επιβολής της ποινής ύστερα από την κατάφαση του εγκλήματος, όροι οι οποίοι έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα και τον σκοπό της ποινικής κύρωσης. Ως εκ τούτου χρειάζεται κανείς να διευκρινίσει πρώτα απ’ όλα το ερώτημα τι είναι η ποινή, ως μια απάντηση της οργανωμένης πολιτείας στο έγκλημα, και ποιον σκοπό υπηρετεί. Έτσι θα είναι σε θέση στη συνέχεια να απαντήσει και στο κρίσιμο ερώτημα σχετικά με το ποια ποινή είναι δίκαιη.

Για το αν η ποινή είναι απλώς η συνέπεια της κατάφασης των στοιχείων του εγκλήματος ή αν αντιθέτως το ίδιο το έγκλημα προσδιορίζεται από τη φύση της ποινικής κύρωσης, με την έννοια δηλαδή ότι η τελευταία είναι εκείνη η οποία θέτει τους όρους σχετικά με το ποια συμπεριφορά θα καταστεί αξιόποινη, είναι ένα γενικότερο ερώτημα το οποίο δεν πρόκειται να μας απασχολήσει αναλυτικά εδώ. Η σχέση μεταξύ των μεγεθών “ποινή” και “έγκλημα” είναι μάλλον μια σχέση αμφίδρομη. Η ποινή έχει στιγματιστικό χαρακτήρα όχι διότι ως τέτοια είναι ένα δεινό που πλήττει τον καταδικασθέντα (υπάρχουν και άλλα δεινά τα οποία επιβάλλονται ως έννομες συνέπειες, χωρίς ωστόσο να στιγματίζουν αυτόν στον οποίο επιβάλλονται), αλλά διότι λειτουργεί ως απάντηση σε μια συμπεριφορά, η οποία τόσο αυτή όσο και το υποκείμενό της αποδοκιμάζονται κοινωνικο-

Σελ. 2

ηθικά. Είναι λοιπόν πρωτίστως η συμπεριφορά εκείνη η οποία ενοχλεί τόσο, ώστε η απάντηση σε αυτή να εκφράζει μια ανάλογη κοινωνικοηθική ενόχληση και αποδοκιμασία. Ομοίως κατ’ αντανάκλαση και η διαδικασία, με την οποία η οργανωμένη πολιτεία επιβάλλει την ποινή σε αυτή την πράξη (η όλη δηλαδή ποινική διαδικασία), αποκτά και αυτή έναν ανάλογο στιγματιστικό χαρακτήρα. Οσάκις όμως η όποια συμπεριφορά, για την οποία προβλέπεται ποινή, δεν μπορεί από μόνη της να “σηκώσει το βάρος” αυτής της κοινωνικοηθικής μομφής, το ποινικό δίκαιο βρίσκεται σε κρίση. Το καίριο και δύσκολο λοιπόν ερώτημα είναι πότε υφίσταται αυτή η κοινωνικοηθική μομφή αναφορικά με μια συμπεριφορά, καθώς αν εξαιρέσει κανείς έναν σκληρό πυρήνα εγκλημάτων, τα οποία φαίνονται να έχουν έναν διαχρονικό και διαπολιτισμικό χαρακτήρα, στη σημερινή πλουραλιστική κοινωνία ούτε όλες οι πράξεις με κοινωνικοηθική απαξία αποτελούν εγκλήματα ούτε πάντως όλες οι πράξεις που είναι αξιόποινες εμφανίζουν αυτή την απαξία. Η δυσκολία μάλιστα να απαντηθεί το ερώτημα έγκειται στο ότι η όποια απάντηση συνυφαίνεται με το γενικότερο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ δικαίου και ηθικής και των όρων ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων.

Αν ήθελε κανείς να δώσει έναν ορισμό της ποινής θα έλεγε ότι πρόκειται για ένα κακό το οποίο επιβάλλεται από την πολιτεία ως απάντηση σε μια συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, η οποία διαταράσσει την κοινωνική συμβίωση. Τα στοιχεία λοιπόν της ποινής είναι: ότι πρόκειται για κακό, ότι επιβάλλεται από την πολιτεία μέσω μιας τυπικής διαδικασίας, η οποία παρέχει συγκεκριμένα εχέγγυα και εγγυήσεις, διαφοροποιούμενη έτσι από την απλή εκδίκηση, και ακόμη ότι πρόκειται για μια αναγκαστική επέμβαση στα αγαθά και συμφέροντα του δράστη, ενώ επίσης έχει προσωποπαγή χαρακτήρα.

i. Μιλώντας για κακό εννοούμε μια επιβάρυνση αυτού που το υφίσταται, με την έννοια ότι θίγονται έννομα αγαθά του (ελευθερία, περιουσία, τιμή και εν γένει η προσωπικότητά του). Η ποινή όμως δεν προκαλεί απλώς πόνο, οδύνη, αλλά και στιγματίζει κοινωνικά τον δράστη (δηλαδή η κοινωνία αποδοκιμάζει τον ένοχο, βλέποντάς τον με καχυποψία και αρνητική διάθεση). Βεβαίως, το πότε κάτι είναι επώδυνο προσδιορίζεται αντικειμενικά με βάση τις κρατούσες κοινωνικοηθικές αντιλήψεις και όχι τις όποιες αντιλήψεις του δράστη, από το αν λ.χ. αυτός αποδέχεται την ποινή ως μορφή εξιλέωσης ή ακόμη ως ευκαιρία για να συντηρηθεί στα σωφρονιστικά ιδρύματα με δαπάνες της πολιτείας ή επίσης για να κερδίσει τη συμπάθεια κάποιων, αποκομίζοντας ενδεχομένως (πολιτικά, κομματικά

Σελ. 3

ή επαγγελματικά) οφέλη. Εξάλλου μια ποινή για να λειτουργεί γενικοπροληπτικά, για να αποτρέπει δηλαδή και να μην ενθαρρύνει τους τρίτους να επιχειρήσουν ανάλογες πράξεις, θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως κακό από τους πολίτες (έτσι λ.χ. δεν θα ήταν ποινή να περιοριστεί κάποιος σε ένα τουριστικό θέρετρο). Απόρροια πάντως αυτής της κοινωνικοηθικής απαξίας της ποινής είναι και οι περαιτέρω αρνητικές συνέπειες στη ζωή του καταδικασθέντος, γνωστές ως «αόρατες ποινές» (λ.χ. κωλύματα και θεσμικά εμπόδια επαγγελματικής επανένταξης).

Επειδή η ποινή ως κακό προσδιορίζεται με βάση κοινωνικοηθικά κριτήρια, γι’ αυτό σε αντίθεση με άλλου είδους “κακά” και δικαιικές κυρώσεις ενέχει μια κοινωνικοηθική μομφή, μια ιδιαίτερη αποδοκιμασία η οποία στιγματίζει τον ένοχο. Διακρινόμενη δε από άλλες επαχθείς έννομες συνέπειες διαφέρει τόσο από την αστική αποζημίωση, η οποία σκοπό έχει να αποκαταστήσει τη ζημιά η οποία προκλήθηκε από μια άδικη πράξη, όσο και από τις πειθαρχικές κυρώσεις του διοικητικού δικαίου, οι οποίες σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία μιας υπηρεσίας, απαιτώντας μια συγκεκριμένη συμπεριφορά από τα πρόσωπα που την υπηρετούν.

Το αν πάντως η σημερινή κοινωνία, έχοντας ξεπεράσει τις πρωτόγονες και αναξιοπρεπείς σωματικές ποινές, τα βασανιστήρια, τη διαπόμπευση του δράστη και προσφάτως τη θανατική ποινή, θα μπορούσε να παραιτηθεί ακόμη και από την ίδια την επιβολή ενός κακού, καταργώντας έτσι στην ουσία την ποινή (όχι όμως το ποινικό δίκαιο), και να περιοριστεί στην επίσημη διαπίστωση, μέσω μιας θεσμικής διαδικασίας, «ότι διεπράχθη ένα έγκλημα, για το οποίο υπεύθυνο είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο η κοινωνία μέμφεται και αποδοκιμάζει», κάθε άλλο παρά εύκολο φαίνεται. Η σημαντική αντίρρηση σε αυτή τη θέση εντοπίζεται στο αν μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά μια απλή θεσμική έκφραση αποδοκιμασίας χωρίς να συνοδεύεται και με κάποιο κακό. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες αποσπασματικές μόνο εκφάνσεις, όπως λ.χ.

Σελ. 4

ο θεσμός αναστολής της ποινής, μοιάζει ακόμη μακρινή σκέψη, μολονότι υπάρχουν περιπτώσεις δραστών οι οποίοι θα έβλεπαν την κοινωνική αποδοκιμασία (ψυχική και ηθική βλάβη), η οποία ενυπάρχει στην ύπαρξη μιας ποινικής καταδίκης, από μόνη της αρκετή να τους αποτρέψει να εγκληματήσουν, χωρίς η προσθήκη ενός περαιτέρω κακού (μια τυχόν στέρηση της ελευθερίας ή χρηματική ποινή) να προσθέτει ουσιαστικά κάτι περισσότερο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η κοινωνικοηθική αποδοκιμασία δεν προκύπτει από τη βαρύτητα της ποινής ως προσβολής των εννόμων αγαθών του δράστη αλλά από τον χαρακτήρα και τη φύση της εγκληματικής πράξης. Διοικητικές ποινές λ.χ., οι οποίες ενδεχομένως να έχουν επαχθέστερο χαρακτήρα από τις ποινικές κυρώσεις (λ.χ. υψηλά διοικητικά πρόστιμα, αναστολή ή παύση λειτουργίας μιας επιχείρησης, αποκλεισμός της από τη συμμετοχή σε δημόσιες συμβάσεις) δεν ενέχουν συνήθως μια τέτοια κοινωνικοηθική απαξία.

ii. Η ποινή έχει αναγκαστικό χαρακτήρα, επιβάλλεται δηλαδή χωρίς τη θέληση εκείνου που την υφίσταται, ως άσκηση εξουσιαστικής υπεροχής του τιμωρούντος. Διαφέρει ως εκ τούτου και από τις λεγόμενες ιδιωτικές ποινές, όπως αυτή που επέρχεται σε περίπτωση κατάπτωσης μιας ποινικής ρήτρας, προβλεπόμενης σε μια αστική σύμβαση, αλλά και από τις τυχόν κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται στο καταστατικό ενός σωματείου ή μιας επιχείρησης, καθώς σε ιδιωτικές ποινές υπόκειται κάποιος με τη θέλησή του. Ανάλογου είδους ιδιωτικές ποινές συνιστούν και εκείνες, οι οποίες στοχεύουν κυρίως στο να αντικαταστήσουν τις ποινές σε μια λογική αποποινικοποίησης περιουσιακής φύσεως κυρίως προσβολών, όπως λ.χ. συμβαίνει με την περίπτωση κατά την οποία συμφωνείται η καταβολή ενός ποσού ως μορφή αποζημίωσης για την αξιόποινη πράξη με παράλληλη παραίτηση του θύματος από το να θέσει σε κίνηση (με έγκληση) την ποινική διαδικασία (πρόκειται για τις περιπτώσεις μικροκλοπών σε καταστήματα ή επιχειρήσεις). Χρειάζονται όμως εδώ νομικές εγγυήσεις και συγκεκριμένοι όροι λειτουργίας μιας τέτοιας δυνατότητας προκειμένου να αποφευχθούν καταχρήσεις και μορφές εκμετάλλευσης ή εκβιασμών.

Σελ. 5

iii. Η ποινή επιβάλλεται από την Πολιτεία, από συγκροτημένο για τον σκοπό αυτό κρατικό όργανο, το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης, τυπικής διαδικασίας (δικονομικοί κανόνες), η οποία παρέχει όλες τις θεσμικές εγγυήσεις μιας δίκαιης, αμερόληπτης και άρα ελεγχόμενης κρίσης. Κατά τούτο λοιπόν η ποινή διαφέρει από την εκδίκηση ή από άλλες μορφές απάντησης στην εγκληματική πράξη. Ως νομική ποινή (poena forensis) διαφέρει από τη φυσική ποινή (poena naturalis), την οποιασδήποτε φύσεως (σωματική, ψυχική, περιουσιακή) βλάβη ή ζημιά την οποία άμεσα υφίσταται ο ίδιος ο δράστης από την πράξη του.

iv. Τέλος η ποινή έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Επιβάλλεται στον υπαίτιο μιας πράξης και εκτελείται μόνο σε βάρος του. Συνεπώς, οι χρηματικές ποινές ούτε μεταβιβάζονται ούτε κληρονομούνται (άρθρο 58 ΠΚ) ούτε ακόμη μπορούν να εκτιθούν από τρίτον, με την έννοια δηλαδή του να καταβάλει κάποιος για άλλον το αντίτιμο της χρηματικής του ποινής (άλλως όμως αν προσφέρει το χρηματικό ποσό στον υπαίτιο προκειμένου εκείνος να το καταβάλει).

Το επόμενο, δυσκολότερο ίσως θέμα, έχει να κάνει όχι με τη φύση, με το τι δηλαδή είναι η ποινή, αλλά με το αν αυτή έχει κάποιο σκοπό, αν εξυπηρετεί κάτι. Βεβαίως ο σκοπός και η ουσία της ποινής συνυφαίνονται στενά με την ουσία και τον σκοπό του ίδιου του ποινικού δικαίου, ο οποίος εντοπίζεται κυρίως στην προστασία των εννόμων αγαθών και στην προάσπιση της κοινωνικής ειρήνης. Πέραν όμως τούτου τίθεται το ερώτημα αν είναι αναγκαία η ποινή ή μήπως θα πρέπει να αναζητήσουμε εναλλακτικές δυνατότητες. Σχετικά πάντως με το ποιος είναι ο σκοπός της ποινής ήδη από την αρχαία ακόμη φιλοσοφική γραμματεία έχουν ξεχωρίσει τρεις βασικές κατευθύνσεις, οι οποίες εξακολουθούν και στη σύγχρονη ποινική επιστήμη να μονοπωλούν τη συζήτηση, μολονότι οι υπάρχουσες παραλλαγές και οι συνδυασμοί των σκέψεων αναφορικά με την αναζήτηση του νοήματος της ποινής δύσκολα θα μπορούσαν να ενταχθούν αποκλειστικά σε μία μόνο από τις προτεινόμενες θεωρίες. Η διαμάχη μεταξύ των λεγόμενων απόλυτων και σχετικών θεωριών χαρακτήρισε τη φιλοσοφική απάντηση του γνωστού ερωτήματος «γιατί τιμωρείται κάποιος», σε όλη την

Σελ. 6

ιστορική περιπέτεια και διαμόρφωση του ποινικού δικαίου, από το παλαιότερο μέχρι το σύγχρονο ποινικό δίκαιο.

2. Σκοπός της ποινής - Οι περί ποινής θεωρίες

2.1. Οι απόλυτες θεωρίες: Η λογική της ανταπόδοσης

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η ποινή λειτουργεί μόνο ως ανταπόδοση στο «κακό» το οποίο διέπραξε ο υπαίτιος, ως αρνητική δηλαδή αντίδραση στην αξιόποινη πράξη. Δεν επιδιώκει να πετύχει κανέναν άλλον σκοπό πέρα από το να απαντήσει η οργανωμένη κοινωνία μέσω αυτής στην άδικη πράξη και στην ενοχή του πράττοντος. Γι’ αυτό εξάλλου και η θεωρία αυτή ονομάζεται και απόλυτη, με την έννοια δηλαδή ότι η ποινή επιβάλλεται, επειδή απλώς και μόνο πρέπει να επιβληθεί, ως ένα τρόπον τινά αναγκαίο κακό, και όχι για να εξυπηρετήσει οποιονδήποτε σκοπό. Επιβάλλεται δηλαδή προκειμένου να “πληρώσει” ο δράστης για αυτό που έκανε (“quia peccatum est“). Ο σκοπός της είναι λοιπόν η αποκατάσταση της έννομης τάξης, η απόδοση δικαιοσύνης. Το καίριο όμως ερώτημα είναι πώς εννοεί κανείς την έννοια της δικαιοσύνης. Στην ιστορική βάση αυτής της αντίληψης συναντά κανείς τη γνωστή ρήση του μωσαϊκού νόμου «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» (jus talionis), ως και τις πιο παλιές μορφές εκδίκησης (“δικαιοποίησης” της εκδίκησης δια του κρατικού μονοπωλίου της βίας) ή απάντησης της οικογένειας ή της φυλής στη γενόμενη προσβολή. Σε μια πιο εξελιγμένη της μορφή αυτή η επανορθωτική δικαιοσύνη, γνωστή και από τον Αριστοτέλη, δεν αποδίδεται με μια εξισωτική λογική του τύπου “κακό έναντι κακού” αλλά με εκείνη της αποκατάστασης της προσβολής στη βάση της λογικής μιας αξιολογικής-δικαιικής αναλογίας.

Στη σύγχρονη πάντως εποχή η θεωρία της αποκατάστασης και επανόρθωσης βρήκε τη θεωρητική της θεμελίωση στη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού και στην αντίληψη ότι η ποινή δεν έχει να κάνει με μορφές εκδίκησης αλλά με την απάντηση της κοινωνίας ως απόδοση δικαιοσύνης. Αρχικά ο Kant (1724-1804) αναλύει διεξοδικά την ιδέα της ανταπόδοσης και δικαιοσύνης, στην οποία στοχεύει η ποινή και το ποινικό δίκαιο γενικότερα, το οποίο έτσι λειτουργεί ως κατηγορική επιταγή, ως επιταγή για δικαιοσύνη, ελεύθερη από κάθε άλλη στοχοθέτηση. Η γνωστή του θέση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να καταστεί μέσο για οποιονδήποτε

Σελ. 7

σκοπό, αλλά αποτελεί ο ίδιος αυτοσκοπό, λειτουργούσα ως κατηγορική προσταγή, δεσμεύει την τιμωρούσα πολιτεία να επιβάλει ποινή σε κάποιον μόνο και μόνο διότι εγκλημάτησε. Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η γνωστή φράση: «fiat iustitia et pereat mundus» («να αποδοθεί δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος»). Ποια είναι όμως αυτή η δικαιοσύνη, για την οποία αξίζει να χαθεί ο κόσμος προκειμένου αυτή να κατισχύσει; Προφανώς μια δικαιοσύνη, η οποία συλλαμβάνεται περισσότερο ως μια αφηρημένη ιδέα, ως ιδεολόγημα, ξένο προς τον άνθρωπο ως πρόσωπο το οποίο υπάρχει και ολοκληρώνεται στη σχέση του με τον άλλον. Ποια δικαιοσύνη λοιπόν έχει αξία και νόημα πέρα και έξω από αυτόν τον άνθρωπο; Το γνωστό εξάλλου Καντιανό παράδειγμα της νήσου αποδίδει με τρόπο παραστατικό το αδιέξοδο και το υπαρξιακό κενό από το γενικότερο έλλειμμα νοήματος ζωής, για το οποίο αδιαφορεί μια τέτοια περί δικαιοσύνης αντίληψη: Αν ο πληθυσμός ενός νησιού, παρατηρεί ο Kant, αποφάσιζε να αυτοδιαλυθεί και να διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο, θα έπρεπε και ο τελευταίος εναπομείνας στις φυλακές δολοφόνος προηγουμένως να θανατωθεί, προκειμένου έτσι ο καθένας να υποστεί ό,τι αξίζουν οι πράξεις του. Ο Kant βρίσκει λοιπόν νόημα ποινής και εκεί όπου απουσιάζει μια σχέση κοινωνίας, στην υπαρξιακή δηλαδή κενότητα, επειδή θα έβλεπε νόημα δικαιοσύνης πέρα από την ανθρώπινη σχέση κοινωνίας, σε έναν αφηρημένο και ιδεατό κόσμο. Επόμενο είναι έτσι ότι στοιχεία μεταμέλειας και επιείκειας φαντάζουν μάλλον ξένα σε μια έννοια δικαιοσύνης, όπως την αντιλαμβάνεται η καντιανή φιλοσοφία. Η δικαιοσύνη της ανταπόδοσης δεν παύει λοιπόν να παραμένει ένα είδος εκδικητικής δικαιοσύνης, ορθολογικοποιημένης, νομιμοποιημένης μέσω εννοιών και θεωρητικών σχημάτων· βασίζεται στην ικανοποίηση του εγώ και στην επιβεβαίωση της ισχύος, και απέχει έτσι από μιαν άλλη δικαιοσύνη, εκείνη της συγγνώμης και της επιείκειας, η οποία απαιτεί διάκριση επενδύοντας περισσότερο στον συγκεκριμένο άνθρωπο με τις ιδιαιτερότητές του.

Σελ. 8

Αλλά και ο Hegel (1770-1831), ο έτερος μεγάλος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού, αντιλαμβάνεται μέσω της λεγόμενης διαλεκτικής του το έγκλημα ως άρνηση του Δικαίου, ως πρόσκρουση της ειδικής στη γενική βούληση, και την ποινή ως άρνηση αυτής της άρνησης και άρα ως αποκατάσταση του Δικαίου σε ένα ανώτερο (ηθικά) επίπεδο, στο οποίο οδηγεί πάντα η διαλεκτική υπέρβαση, η μετάβαση δηλαδή μέσω της άρνησης στη σύνθεση. Η ανταπόδοση βασίζεται εδώ όχι στην απόδοση των ίσων αλλά των κατ’ αξία ισοδυνάμων (η ποινή λειτουργεί ως μέγεθος αξιολογικά ισοδύναμο του εγκλήματος). Ο Hegel αντιλαμβάνεται την αξιόποινη πράξη και την ποινή όχι αποκλειστικά ως γεγονότα του εξωτερικού κόσμου αλλά ως σημασιολογικά μεγέθη και ως εκ τούτου δεν κρίνει και τη μεταξύ τους αντιστοίχιση κατ’ είδος, όπως ο Kant, αλλά κατ’ αξία. Το πώς όμως μια βίαιη προσβολή των αγαθών ενός ατόμου, ένα κακό δηλαδή, λειτουργεί ως απάντηση σε ένα άλλο κακό, το οποίο είναι το έγκλημα, αποκαθιστώντας μάλιστα τη δια του εγκλήματος επελθούσα προσβολή του Δικαίου και επιβεβαιώνοντας έτσι την ισχύ του τελευταίου, απαιτεί περαιτέρω συζήτηση. Και ακόμη ερωτάται, πώς άραγε με την επιβολή ποινής αποδίδεται δικαιοσύνη και αποκαθίσταται το Δίκαιο σε ένα ανώτερο επίπεδο, όταν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των διαπραττόμενων εγκλημάτων κοινωνικά αποκαλύπτεται και ένα ακόμη πιο ελάχιστο ποσοστό τιμωρείται.

Βεβαίως στη σύγχρονη εποχή οι απόλυτες θεωρίες έπαψαν να λειτουργούν με έννοιες και κατηγορίες αφηρημένες και προσεγγίζουν την “απάντηση στο άδικο” και την “αποκατάσταση της δικαιοσύνης” όχι πλέον ως ιδεατές κατασκευές αλλά ως στόχους του οργανωμένου κράτους και της κοινωνίας, πλησιάζοντας αρκετά τη διδασκαλία της θετικής γενικής πρόληψης. Παύουν έτσι στην ουσία και να έχουν απόλυτο χαρακτήρα στον βαθμό που δύσκολα αντιλαμβάνονται πλέον το να λειτουργεί ποινή αποξενωμένη από οποιονδήποτε σκοπό.

Πάντως, εφόσον η ανταπόδοση νοείται σε σχέση με αυτό που έγινε, η ανταποδοτική λογική συνέβαλε στο να δικαιολογείται σήμερα ως ποινή μόνο εκείνη η οποία σε διάρκεια και ένταση βρίσκεται σε μια σχέση αναλογίας με τον βαθμό και το μέγεθος του αδίκου αλλά και της ενοχής του δράστη. Σε αυτό βοήθησαν κυρίως οι νεώτερες ανταποδοτικές θεωρίες του αγγλοσαξωνικού δικαιικού χώρου, οι οποίες απαλλαγμένες από τα μεταφυσικά σχήματα του γερμανικού ιδεαλισμού στράφηκαν περισσότερο σε έναν ηθικό ρεαλισμό, στον σεβασμό δηλαδή των κοινωνικοηθικών αξιών και στην απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο μιας οργανωμένης

Σελ. 9

κοινωνίας. Στη λογική λοιπόν της επανορθωτικής δικαιοσύνης, κατά την Αριστοτελική σύλληψη, η ποινή θα πρέπει να είναι δίκαιη, να ανταποκρίνεται δηλαδή στον βαθμό της ενοχής εκείνου ο οποίος διέπραξε την άδικη πράξη. Σε αυτό άλλωστε συνίσταται και η σημαντική συνεισφορά των λεγόμενων απόλυτων θεωριών, ότι δηλαδή επιχειρούν με βάση την αρχή της απόδοσης δικαιοσύνης να θέσουν όρια με βάση το τι έγινε, τα οποία οφείλει να μην υπερβεί η ποινή στην προσπάθειά της να εξυπηρετήσει απλώς μελλοντικούς σκοπούς, όπως λ.χ. θα ήταν το να παραδειγματίσει τους τρίτους. H ποινή λοιπόν ως πράξη απόδοσης δικαιοσύνης και όχι ως πράξη σκοπιμότητας ανοίγει τον δρόμο για να μετρηθεί με βάση ένα αξιολογικό μέτρο το άδικο της πράξης και η ενοχή του δράστη και να καταστεί έτσι ορθολογική και ελέγξιμη η διαδικασία της επιμέτρησης. Μόνο που το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με το ύψος των ορίων της ποινής και της αναλογικότητάς της σε σχέση με τις προσβεβλημένες δια του εγκλήματος αξίες παραμένει ένα δύσκολο εγχείρημα, όπως πιο κάτω θα αναλυθεί.

2.2. Οι σχετικές θεωρίες: Η θεωρία της ειδικής πρόληψης

Στον αντίποδα της θεωρίας της ανταπόδοσης βρίσκονται οι λεγόμενες σχετικές θεωρίες, οι οποίες φαίνεται να επικρατούν στη σύγχρονη ποινική επιστήμη. Αυτές αντιλαμβάνονται την ποινή ως ένα μέσο εξυπηρέτησης των σκοπών του ποινικού δικαίου. Απομακρύνονται από την ενοχή και το κακό που έγινε και αναζητούν στην ποινή, όπως συμβαίνει με κάθε δικαιικό θεσμό, έναν συγκεκριμένο σκοπό, μια κοινωνική αποστολή και χρησιμότητα (γι’ αυτό και καλούνται «σχετικές» θεωρίες, επειδή δηλαδή αντιλαμβάνονται την ποινή σε αναφορά, σε σχέση δηλαδή με κάτι, ως μέσο για κάποιο σκοπό και όχι ως αυτοσκοπό). Με την έννοια λοιπόν αυτή ποινές είναι εκείνες οι οποίες είναι αναγκαίες, πρόσφορες να εξυπηρετήσουν έναν συγκεκριμένο σκοπό, την πρόληψη του εγκλήματος (“ne peccetur“). Θα έλεγε έτσι κανείς ότι, ενώ η ανταπόδοση είναι στραμμένη στο παρελθόν, η πρόληψη στρέφεται στο μέλλον, μολονότι το βλέμμα στο παρελθόν από μόνο του δεν είναι δίχως άλλο ανεπιθύμητο, καθώς κάτι το οποίο βασίζεται στο παρελθόν μπορεί να αποτιμηθεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα από κάτι το οποίο αναφέρεται στο μέλλον (έχει δηλαδή προγνωστικό χαρακτήρα). Τις σημαντικές φιλοσοφικές ρίζες της θεωρίας της πρόληψης

Σελ. 10

συναντά κανείς στον Πλάτωνα αλλά και σε κείμενα πατέρων της Εκκλησίας, ενώ στη σύγχρονη σκέψη του ποινικού δικαίου οι θεωρίες αυτές βρήκαν ιδιαίτερη ανάπτυξη μέσω των περί κράτους αντιλήψεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της περί φυσικού δικαίου διδασκαλίας και του Διαφωτισμού, ο οποίος αναζητούσε μια ορθολογική και χρήσιμη τιμωρητική λειτουργία της πολιτείας.

Μια βασική κατεύθυνση στον χώρο αυτών των σχετικών θεωριών αντιλαμβάνεται ως σκοπό της ποινής την αποτροπή του συγκεκριμένου δράστη από μελλοντικές αξιόποινες πράξεις, την πρόληψη δηλαδή τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων από τον ίδιο τον δράστη (γι’ αυτό και ο όρος ειδική πρόληψη). Οι ειδικοπροληπτικές αυτές σκέψεις αναπτύχθηκαν στον χώρο του ποινικού δικαίου κυρίως από τον Franz von Liszt (1851-1919), ο οποίος τις υποστήριξε επηρεασμένος ιδιαίτερα από τις εμπειρικές μετρήσεις κατά το πρότυπο των φυσικών επιστημών, οι οποίες άλλωστε κυριαρχούσαν και στη νομική σκέψη τον 19ο αιώνα μέσω του νομικού θετικισμού, φιλοδοξώντας να αλλάξουν ή έστω να επηρεάσουν όλο το ποινικό κυρωτικό σύστημα. Η ορθή ποινή, σύμφωνα με τη θεωρία της ειδικής πρόληψης, είναι η αναγκαία ποινή. Και αναγκαία είναι εκείνη η οποία έχει σκοπό να βελτιώσει εκείνους από τους δράστες, οι οποίοι είναι επιδεκτικοί βελτίωσης, να αποτρέψει εκείνους οι οποίοι ευκαιριακά εγκληματούν και να αδρανοποιήσει όσους δεν είναι σε θέση να βελτιωθούν ή πάντως να μη συνεχίσουν να εγκληματούν. Ανάλογες σκέψεις διατυπώθηκαν την εποχή εκείνη και στην ιταλική επιστήμη από τη λεγόμενη θετική σχολή (Scuola Positiva) και τους Cesare Lombroso (1835-1909) και Enrico Ferri (1856-1929). Οι σκέψεις μάλιστα αυτές για βελτίωση του δράστη εκφράστηκαν ιδιαιτέρως με τη λεγόμενη κοινωνικοποίηση ή επανακοινωνικοποίηση του δράστη, η οποία τα τελευταία χρόνια βρήκε ιδιαίτερη απήχηση ως μοντέρνα προοδευτική αντίληψη, ενώ συνεχίζεται και σήμερα να προβάλλεται κυρίως μέσω της λεγόμενης Διεθνούς Εταιρίας Κοινωνικής Αμύνης

Σελ. 11

(Sosieté International de Defénse Sociale). Η ποινή παύει πλέον να λειτουργεί ανταποδοτικά, ως μια μορφή θεσμοποιημένης εκδίκησης ή απάντησης της οργανωμένης κοινωνίας σε ό,τι έγινε, και θεωρείται μια μορφή βοήθειας προς τον συγκεκριμένο δράστη, προκειμένου το άτομο αυτό να βρει τον δρόμο του μέσα στην κοινωνία (να επανενταχθεί δηλαδή σε αυτή). Οι πιο ακραίες μάλιστα φωνές μιλούν ακόμη και για κατάργηση της ποινής ως κατασταλτικού και αυταρχικού μέσου, προτείνοντας την αντικατάστασή του με θεραπευτικές μεθόδους, με συνέπεια η κύρωση να μετατίθεται εδώ από την ποινή στα θεραπευτικού τύπου μέτρα ασφαλείας.

Όσο όμως και αν ακούγονται ελκυστικές οι σκέψεις αυτές μαζί με τις λέξεις “βελτίωση” και “επανένταξη στη κοινωνία”, δεν παύουν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα, όταν καλούνται να απαντήσουν σε συγκεκριμένα πρακτικά ερωτήματα: α) Πρώτα από όλα δεν λένε τίποτε για το μέτρο της ποινής και την αναλογία της με τη βαρύτητα της πράξης, κάτι που θα σήμαινε ότι θα μπορούσαν έτσι να δικαιολογήσουν και μια ποινή, η οποία να διαρκεί για τόσο χρονικό διάστημα όσο απαιτείται για τη βελτίωση και επανακοινωνικοποίηση του δράστη, ή να δικαιολογήσουν βαριές ποινές σε υπότροπους αδικημάτων ακόμη και μικρής βαρύτητας (λ.χ. σε περιπτώσεις μικροκλοπών σε καταστήματα από άτομο που ρέπει ή έχει αποκτήσει την έξη σε αυτού του είδους τη συμπεριφορά, εφόσον μια βαριά ποινή θα χρειαζόταν να “βελτιώσει” τον συγκεκριμένο δράστη ή να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπής του). Η ασφάλεια δικαίου θα απειλούνταν όμως έτσι σοβαρά. β) Δεν λένε επίσης τίποτε για τη μεταχείριση εκείνου του δράστη, ο οποίος δεν επιδέχεται βελτίωση, ή εκείνου ο οποίος εγκλημάτησε απλώς περιστασιακά. γ) Παραβλέπουν το κρίσιμο ερώτημα για το πώς μπορεί να επιτευχθεί βελτίωση-θεραπεία (αν και η δεύτερη έννοια έχει μάλλον περισσότερο ιατρικό χαρακτήρα) ενός ανθρώπου (στην ουσία μια μεταστροφή του) χωρίς τη θέλησή του και συνεπώς για το αν και πόσο αποτελεσματική θα μπορούσε να ήταν μια τέτοια θεραπεία. Μια αναγκαστική εξάλλου θεραπεία μόνο χάριν κάποιου δημόσιου συμφέροντος θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, οπότε πλέον επανέρχεται προς απάντηση

Σελ. 12

το ερώτημα για το πότε υφίσταται δημόσιο συμφέρον και περαιτέρω για το ποιος είναι ο σκοπός της τιμώρησης. δ) Παραβλέπουν ακόμη ότι η δυνατότητα βελτίωσης κάποιου είναι γενικότερο θέμα παιδείας και άρα μια –με εξαίρεση ίσως τον χώρο των ανηλίκων– καθόλου εύκολη υπόθεση, ενώ, αν κάποιος θα ήθελε να βελτιώσει και να διαπαιδαγωγήσει έναν άλλον, θα έπρεπε μάλλον να καταφύγει σε πιο αποτελεσματικά μέσα (κυρίως μέσα βοήθειας και στήριξης) παρά στην ποινική κύρωση, σε μέσα δηλαδή τα οποία θα λάμβαναν υπόψη τα όποια ελλείμματα και τις ανάγκες εκείνου που εγκλημάτησε. ε) Δεν προσδιορίζουν επίσης ούτε το μέτρο, στο οποίο χρειάζεται να φτάσει αυτή η λεγόμενη επανακοινωνικοποίηση (θα ήταν άραγε αρκετή μια απλή αποτροπή του δράστη από μελλοντικές αξιόποινες πράξεις;), και σε τι βάθος χρόνου ενδεχομένως θα κρινόταν κάτι τέτοιο, ή αν ακόμη θα απαιτούσε κανείς από τον υπαίτιο να υιοθετήσει επιπλέον και τις γενικότερες αξίες της κοινωνίας, στην οποία αυτός καλείται να επανενταχθεί. Τέλος, οι θέσεις αυτές ελέγχονται και ως προς την εμπειρική τους επαλήθευση, για το αν μπορούν δηλαδή να υπάρξουν πρακτικά αποτελέσματα μιας τέτοιας βελτίωσης υπό τις σημερινές συνθήκες λειτουργίας των σωφρονιστικών ιδρυμάτων.

Παρά τις πιο πάνω αδυναμίες και τα κενά, σε εμπειρικό κυρίως επίπεδο υλοποίησης, τα οποία παρουσιάζει μια τέτοια θεωρία, δύσκολα θα μπορούσε να παραιτηθεί κανείς από τη σκέψη ότι η ποινή σε ένα σύγχρονο κράτος έχει ως σκοπό και να βοηθήσει τον δράστη «να διάγει μια ζωή χωρίς αξιόποινες πράξεις», έστω και αν δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση να διαγνωστούν από τον δικαστή οι συγκεκριμένες προσωπικές ανάγκες και τα ελλείμματα του προκειμένου τελικά να παίξουν ρόλο στη διαμόρφωση και επιβολή της ορθής ποινής. Δύσκολα εξάλλου μπορεί να φανταστεί κανείς ένα ποινικό δίκαιο χωρίς αυτό να έχει στόχο να βελτιώσει και να επανεντάξει σε μια ζωή δίχως αξιόποινο τον εγκληματήσαντα, ένα ποινικό δίκαιο αδιάφορο για το (ποινικό) μέλλον του δράστη. Ένας τέτοιος στόχος διαπνέει πάντως όλο το σωφρονιστικό δίκαιο, λαμβανομένων υπόψη και των όποιων περιορισμών θα έθετε βεβαίως εδώ ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ ακόμη δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η βελτιωτική λειτουργία είναι η βασική σκέψη, η οποία διέπει τις όποιες κυρώσεις στον

Σελ. 13

χώρο του δικαίου των ανήλικων δραστών. Αυτόν τον σκοπό επιτελεί επίσης και ο θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης από τη φυλακή, δίνοντας ακόμη και σε εκείνον ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη μια προοπτική επανένταξης στην κοινωνία. Στέρηση ελευθερίας εξάλλου χωρίς σκοπό και προοπτική θα ήταν καθαρή πράξη εκδίκησης και βαρβαρότητας.

2.3. Η θεωρία της γενικής πρόληψης

Η δυσπιστία απέναντι σε θεραπευτικά και παιδαγωγικά μέτρα, τα οποία εγκυμονούν κινδύνους αυθαιρεσίας και χειραγώγησης της προσωπικότητας του ατόμου εκ μέρους της πολιτείας, οδήγησε σε μια στροφή από τη θεωρία της ειδικής πρόληψης σε εκείνη της γενικής πρόληψης. Οι φιλελεύθερες κατακτήσεις, βασισμένες στην περί φυσικής ισότητας των ατόμων πολιτικο-φιλοσοφική σκέψη των Γάλλων διαφωτιστών και στην περί ατομικού αυτοπροσδιορισμού φιλοσοφία του Kant, δύσκολα θα συμβιβάζονταν με την αντίληψη ενός κράτους που χειραγωγεί ηθικά το άτομο, βελτιώνοντάς το μέσω της ειδικής πρόληψης. Συνεπώς, ένα κράτος, το οποίο δεν αποσκοπεί στην “ηθική χειραγώγηση” των πολιτών αλλά στην υπεράσπιση της κοινωνίας από το έγκλημα, μπορεί αυτή την υπεράσπιση να την πετύχει όχι με οποιαδήποτε παρέμβαση στη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του καθενός, αλλά με το να εκλείψει “η επιθυμία για την τέλεση τέτοιων πράξεων”, δηλαδή με το να παρασχεθεί ένα αντικίνητρο το οποίο απλά θα αντιπαρατίθεται σε εκείνο που κινεί την εγκληματική ορμή, ένα αντικίνητρο, το οποίο θα κάνει τον καθένα να υπολογίσει το κόστος από το έγκλημα (στάθμιση κόστους και οφέλους)· και αυτό είναι η απειλή ποινής.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή σκοπός της ποινής δεν είναι ούτε η απάντηση στο έγκλημα ούτε η βελτίωση του δράστη, αλλά η επίδραση στους τρίτους να αποφεύγουν παρόμοιες πράξεις. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προληπτική λειτουργία της ποινής με τη διαφορά ότι η πρόληψη δεν είναι ειδική, δεν αφορά δηλαδή το συγκεκριμένο πρόσωπο-δράστη αλλά γενικά όλους τους κοινωνούς. Εντάσσεται λοιπόν και αυτή η αντίληψη στις σχετικές θεωρίες, σε εκείνες δηλαδή οι οποίες θέλουν την ποινή να εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο κοινωνικό σκοπό. Τις φιλοσοφικές ρίζες των σκέψεων αυτών συναντά κανείς ήδη στον Πλατωνικό Πρωταγόρα, σκέψεις οι οποίες όμως αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στα νεότερα χρόνια από τον

Σελ. 14

Γερμανό ποινικολόγο Johann Anselm v. Feuerbach (1775-1833) με τη γνωστή θεωρία περί “ψυχολογικού καταναγκασμού”, όπως εκφράστηκεστο πλαίσιο μιας συγκροτημένης πρότασης περί νομιμοποίησης του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη θεωρία η ποινή, κυρίως ως απειλούμενη, παίζει έναν ρόλο ψυχολογικού καταναγκασμού απέναντι σε κάθε υποψήφιο δράστη, ώστε αυτός να σκεφθεί τι πρόκειται να υποστεί αν επιχειρήσει ανάλογες πράξεις και έτσι να αναγκαστεί να τις παραλείψει. Πρόκειται για τη λεγόμενη αρνητική όψη της γενικής πρόληψης, με την έννοια δηλαδή της αποτροπής των τρίτων να εγκληματήσουν (αποθάρρυνση δηλαδή του εν δυνάμει δράστη από την τέλεση του εγκλήματος).

Η συγκεκριμένη πάντως θεωρία εντοπίζει μια σημαντική παράμετρο της ποινής, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί: το γεγονός ότι πολλοί αποφεύγουν να εγκληματήσουν οφείλεται στο ότι αναλογίζονται τις συνέπειες –σαφώς καθορισμένες– τις οποίες θα επέφερε μια ανάλογη πράξη τους (όχι μόνο τις ποινές οι οποίες απειλούνται στον νόμο αλλά και τις ποινές οι οποίες τελικά επιβάλλονται από τα δικαστήρια, όπως και ποιο ποσοστό από ανάλογες αξιόποινες πράξεις φτάνει τελικά να εκδικαστεί και να υπάρξει ποινή), ενώ εκεί όπου δεν υπάρχουν συνέπειες ή υπάρχει ανοχή στην παραβατικότητα, επόμενο είναι να υστερεί ο σεβασμός στον νόμο και να επικρατεί ανομία. Όποιος γνωρίζει ότι, αν διαπράξει μια συγκεκριμένη πράξη, θα αντιμετωπίσει την ποινική κύρωση, είναι επόμενο ότι θα έχει αναστολές να την επιχειρήσει. Ο κίνδυνος όμως που ελλοχεύει στις σκέψεις αυτές είναι να δικαιολογηθούν υψηλές ποινικές κυρώσεις, προκειμένου να επιτευχθούν μέσω αυτών καλύτερα αποτελέσματα αποτροπής, μολονότι ενίοτε οι βαριές ποινές οδηγούν αντιθέτως σε απαξίωσή τους και άρα έτσι σε απώλεια της αποτρεπτικής ισχύος του νόμου. Από τα τελευταία αυτά δεδομένα κρίνεται σε μεγάλο βαθμό η ανοχή στην παραβατικότητα και η συνήθεια σε αυτή. Επιπλέον, η θεωρία της αρνητικής γενικής πρόληψης δύσκολα συμβιβάζεται με τα αδικήματα εκείνα που επιχειρούνται με εγκληματικό ορθολογισμό, όπως συμβαίνει κυρίως με τα οικονομικά ή περιβαλλοντολογικά αδικήματα. Εδώ, για να λειτουργήσει η αποτρεπτική λειτουργία χρειάζεται η ποινή να υπερβεί σε βαρύτητα το όφελος

Σελ. 15

που αποκόμισε ή επιδίωξε ο δράστης από το έγκλημα, ώστε στερώντας στον παραβάτη τα όποια οφέλη από την εγκληματική του δράση να χάνει το έγκλημα το νόημά του.

Ωστόσο μια άλλη κατεύθυνση της γενικής πρόληψης υποβαθμίζει το εκφοβιστικό στοιχείο και παρουσιάζεται κυρίως με μια θετική όψη, αυτή της εμπέδωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην έννομη τάξη, στη διατήρηση της έννομης τάξης, στην ενίσχυση δηλαδή των αξιών της και στην αναγνώριση της ισχύος των κανόνων της, μολονότι βεβαίως αρνητική και θετική πρόληψη συνδέονται στενά μεταξύ τους, καθώς η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισχύ της έννομης τάξης είναι απόρροια της αποτρεπτικής επίδρασης την οποία ασκεί πάνω τους η τιμώρηση του εγκλήματος (η έννομη τάξη ισχύει όταν οι πολίτες δεν θέλουν ή δεν τολμούν να εγκληματήσουν). Θετική γενική πρόληψη σημαίνει ακόμη το να καταστούν οι ποινικές απαγορεύσεις, οι κανόνες και αρχές του ποινικού δικαίου, συνείδηση των πολιτών (θα μιλούσε κανείς εδώ για έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα του ποινικού δικαίου): Οι σκοποί της ποινής είναι και σκοποί του ποινικού δικαίου, το οποίο σημαίνει δηλαδή ότι η γενική πρόληψη έχει κυρίως τον χαρακτήρα του θετικού νοήματος της εμπέδωσης στους κοινωνούς της ισχύος και σταθερότητας των ποινικών κανόνων. Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισχύ της έννομης τάξης είναι συνάρτηση και άλλων πολλών παραγόντων, είναι θέμα γενικότερης παιδείας και πρωτίστως όμως είναι θέμα του αν και κατά πόσο η πολιτεία πείθει με τις δικαιοπολιτικές επιλογές τις οποίες υιοθετεί και με το σύστημα αξιών το οποίο ενστερνίζεται, κυρίως δε με την εκ μέρους της δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των πολιτών.

Η ανωτέρω ανάλυση των σκοπών της ποινής και η αξιολογική συζήτηση των διαφόρων θεωριών διαφέρει πάντως από την εμπειρική επιβεβαίωση και την πρακτική τους σημασία. Παραμένει δύσκολη και ιδιαίτερα αμφισβητούμενη

Σελ. 16

η μεθοδολογία σχετικά με το κατά πόσο η ειδική πρόληψη επιτυγχάνει τη θεραπευτική της λειτουργία, τι σημασία έχει η υποτροπή και πώς διαβάζονται οι σχετικές στατιστικές για την ποιοτική (βαρύτητα της πράξης) και ποσοτική (συχνότητα τέλεσης) υποτροπή. Αλλά και η γενική πρόληψη (αρνητική ή θετική) πάσχει ως προς την εμπειρική της επιβεβαίωση, την εμπειρική προσέγγιση και απεικόνιση του στόχου της και του μηχανισμού μέτρησης της αποτελεσματικότητάς της. Βασισμένη σε κανόνες της κοινωνικής ψυχολογίας είναι κάτι που δύσκολα επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται σε εμπειρικό επίπεδο, με την έννοια ότι δεν υφίστανται συγκεκριμένα αποτελέσματα για το κατά πόσο πράγματι η ποινή επιδρά στην ψυχολογία των πολιτών αυξάνοντας την εμπιστοσύνη τους στην ισχύ της έννομης τάξης. Η σχέση έτσι μεταξύ σκοπού πρόληψης και αποτελέσματος της πρόληψης είναι ζητούμενη. Θα μπορούσε ωστόσο να ισχυριστεί κανείς ότι θα ήταν αδιάφορη εδώ η όποια εμπειρική επιβεβαίωση, καθώς θα αρκούσε μια λειτουργία της πρόληψης σε συμβολικό-ιδεολογικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο όμως θα θύμιζε έντονα τις γνωστές χεγκελιανές απόψεις περί ποινής ως απάντησης του Δικαίου στο άδικο και στη συνέχεια της δια της άρνησης του αδίκου μέσω της ποινής ενδυνάμωσης του Δικαίου.

Εκτός αυτού πάντως η θεωρία της γενικής πρόληψης, στον βαθμό που απευθύνεται στους τρίτους τιμωρώντας τον υπαίτιο, φαίνεται να υποβαθμίζει το μέγεθος “ενοχή” και να εγείρει έτσι ζήτημα εναρμόνισης της περί ενοχής κρίσης με την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την απορρέουσα από αυτή απαγόρευση της μεταχείρισης ενός προσώπου ως μέσου προς σκοπό. Αδυνατώντας, τέλος, να θέσει κάποιο όριο σχετικά με το ύψος, στο οποίο θα πρέπει να φτάνει η ποινή, προκειμένου να ασκεί την επιθυμητή αποτρεπτική της λειτουργία απέναντι στους τρίτους, θα μπορούσε κάλλιστα να νομιμοποιήσει μια ενδεχόμενη “κρατική τρομοκρατία” ή να οδηγήσει, εξαιτίας των υπερβολών της κατασταλτικής λογικής σε ελλιπή εφαρμογή των ποινών και σε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, σε ακύρωση με άλλα λόγια της γενικοπροληπτικής της λειτουργίας. Δύσκολα εξάλλου μια μη δίκαιη ποινή μπορεί να ασκεί αποτρεπτική λειτουργία. Επιπλέον μάλιστα, μια θεωρία, η οποία δεν θα εστίαζε το ενδιαφέρον της στον συγκεκριμένο δράστη και στην προσωπικότητά του, θα ήταν μάλλον φτωχή σε προτάσεις αναφορικά με τον τρόπο έκτισης της ποινής.

Σελ. 17

2.4. Οι ενωτικές θεωρίες

Τον κύριο λόγο έχουν σήμερα οι θεωρίες εκείνες, οι οποίες αντιλαμβάνονται στην πολυπλοκότητα του φαινομένου της ποινικής κύρωσης την αναγκαία συνύπαρξη και των τριών πιο πάνω στόχων: την απάντηση-ανταπόδοση στη διαπραχθείσα άδικη πράξη αλλά και την πρόληψη, τόσο σε γενικό όσο και σε ειδικό επίπεδο. Ωστόσο το ερώτημα, στο οποίο θα καλούνταν να απαντήσει κανείς εδώ, έχει να κάνει με το πώς θα συνδύαζε τις πιο πάνω διαφορετικές λειτουργίες και με το αν θα έδινε σε κάποια από αυτές το προβάδισμα ή αν αντιθέτως θα τις θεωρούσε όλες ισοδύναμες. Μπορεί βεβαίως η ποινή να εμφανίζεται σε τρία επίπεδα: σε νομοθετικό (απειλούμενη ποινή), δικαστικό (επιβαλλόμενη ποινή) και σωφρονιστικό (εκτιόμενη ποινή), δύσκολα ωστόσο θα έλεγε κανείς ότι αυτή σε κάθε ένα από τα εν λόγω επίπεδα εξυπηρετεί έναν ή κυρίως έναν διαφορετικό σκοπό (ότι λ.χ. με την απειλούμενη ποινή επιδιώκεται η γενική πρόληψη, ενώ με την επιβολή ποινής η ανταπόδοση και με την έκτιση της ποινής η ειδική πρόληψη). Οι λειτουργίες της ποινής ενυπάρχουν σε όλα τα στάδιά της: στο απειλούμενο πλαίσιο της ποινής, στην εξατομίκευσή της και στον

Σελ. 18

τρόπο έκτισής της. Διότι, η ποινή είναι μία, έστω και αν διέρχεται από διαφορετικά στάδια κατά τη διαδικασία εξατομίκευσής της. Και επιβάλλεται ως απάντηση σε κάποιο άτομο το οποίο τέλεσε μια συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. Το μήνυμά της με αποδέκτη τον υπαίτιο του συγκεκριμένου αδικήματος αλλά και τους τρίτους υποψήφιους ή μη δράστες το εκπέμπει εξίσου σε όλες τις μορφές της, σε όλα τα στάδια εμφάνισής της. Και αυτό το μήνυμα έχει συγκεκριμένο νόημα: θα πρέπει να είναι σαφές, ορθό και όχι αντιφατικό. Εξάλλου, δίκαιη είναι η ποινή όχι στη μορφή που απλώς προβλέπεται αλλά και σε εκείνη στην οποία επιβάλλεται μέσω μιας δίκαιης δίκης, ακόμη και στο πώς τελικά εκτελείται (ύστερα λ.χ. από μια υφ’ όρον απόλυση). Αυτή η επιβαλλόμενη και τελικά εκτελούμενη ποινή μπορεί να παίξει επίσης και τον γενικοπροληπτικό της ρόλο, στον βαθμό που τρίτοι ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν όχι μόνο για το πλαίσιο ποινής το οποίο αφηρημένα προβλέπει ο νόμος, αλλά και το πώς ενδεχομένως απαντά το δικαστήριο σε ανάλογες περιπτώσεις, στο πού δηλαδή κυμαίνεται η λεγόμενη “ταρίφα” για κάθε τέτοιου είδους πράξεις. Καταδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες τελικά δεν εκτελούνται, ή απειλούμενες υπερβολικές ποινές, οι οποίες δεν νοούνται στα σοβαρά, επόμενο είναι να αγνοούνται από το κοινωνικό σύνολο.

Η κρατούσα λοιπόν αντίληψη προσπαθεί να συνδυάσει τις στοχοθετήσεις των πιο πάνω θεωριών σε μια ενιαία πρόταση. Έτσι η ποινή –απειλούμενη, επιβαλλόμενη και εκτελούμενη– έχει, όπως και κάθε άλλος δικαιικός θεσμός, κοινωνική σκοπιμότητα, δηλαδή τόσο γενική όσο και ειδική προληπτική λειτουργία, περιορίζεται ωστόσο από στοιχεία τα οποία έχουν να κάνουν με τη βαρύτητα του εγκλήματος (αρχή ισότητας και αναλογικότητας σε σχέση με τη γενομένη προσβολή). Η αρχή της ενοχής, βασισμένη στην ελευθερία της βούλησης και της ατομικής ευθύνης του ατόμου για τις επιλογές του, ασκεί εδώ καθαρά φιλελεύθερη λειτουργία, εμποδίζοντας να αντιμετωπιστεί μέσω της ποινής ο δράστης ως μέσο προς σκοπό, είτε αυτός ο σκοπός συνίσταται στη βελτίωσή του είτε χειρότερα στον σωφρονισμό των τρίτων. Δύσκολα επίσης μπορεί να αμφισβητηθεί ότι μια δίκαιη και ορθολογική ποινή πρέπει να αποσκοπεί στο να μην εγκληματήσει ξανά ο δράστης, αλλά και να μην επιχειρήσουν τρίτοι να τον μιμηθούν, ώστε να διασφαλίζεται έτσι η ισχύς της έννομης τάξης και να μην διασαλεύεται η κοινωνική ειρήνη. Ομοίως δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι στόχος του σωφρονιστικού συστήματος πρέπει να είναι η βελτίωση και ο σωφρονισμός του καταδικασθέντος και ότι η ατιμωρησία οδηγεί σε έλλειψη σεβασμού των

Σελ. 19

δικαιικών κανόνων και εμπιστοσύνης στην οργανωμένη πολιτεία η οποία τους θεσπίζει. Από την άλλη, τέλος, μόνο η δίκαιη ποινή, αυτή η οποία ανταποκρίνεται στη βαρύτητα της πράξης και στον βαθμό της ενοχής του πράττοντος (αξιολογική αναλογία), μπορεί να ασκεί προληπτική λειτουργία σε ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου, καθώς τότε μπορεί να επηρεάσει τον πολίτη (είτε τον ίδιο τον δράστη είτε τον υποψήφιο δράστη), να τον πείσει να δεχθεί και να υιοθετήσει το αξιακό της σύστημα (ηθική δέσμευση) ή έστω να του δώσει να κατανοήσει ότι “δεν συμφέρει” να επιχειρήσει ένα ανάλογο αδίκημα (ωφελιμιστική αντίληψη). Η ποινή αφορά συγκεκριμένη πράξη, άρα έχει να κάνει με τη βαρύτητα της προσβολής της έννομης τάξης και πρέπει να είναι ανάλογη αυτής της προσβολής, αφορά όμως και ένα συγκεκριμένο άτομο και άρα οφείλει να δώσει απάντηση σχετικά με το μέγεθος της ευθύνης του για εκείνο που διέπραξε. Ούτε η κατασταλτική υπερβολή ούτε η αδιαφορία μπορεί να αποδώσουν και να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στην ισχύ της έννομης τάξης ή απλώς να αποτρέψουν τους τρίτους να εγκληματήσουν. Η ποινή λοιπόν οφείλει να είναι ανάλογη (σε σχέση με το αδίκημα που τελέστηκε) και αναγκαία (σε σχέση με τον σκοπό που υπηρετεί).

Μπορεί λοιπόν έτσι να μιλήσει κανείς για πρόληψη με δικαιοσύνη και για δικαιοσύνη με πρόληψη. Αυτό σημαίνει ότι οι στόχοι της γενικής και ειδικής πρόληψης μόνο μέσα από μια δίκαιη ποινή μπορούν να ικανοποιηθούν, μια ποινή η οποία θα σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και θα αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους πολίτες χωρίς σκοπιμότητες ξένες με τον ρόλο και την αποστολή του ποινικού δικαίου. Οι δύο λοιπόν κατευθύνσεις, τις οποίες προσφέρει το άρθρο 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής, αφενός η βαρύτητα του εγκλήματος και αφετέρου η προσωπικότητα του εγκληματία, δεν αποτελούν δύο ανεξάρτητα στοιχεία, αλλά συνδέονται μεταξύ τους, με την έννοια ότι το δεύτερο λειτουργεί μόνο μέσα στο πλαίσιο το οποίο καθορίζει το πρώτο, ότι δηλαδή η ποιότητα και οι ανάγκες του συγκεκριμένου εγκληματία δεν μπορούν να κριθούν αυτοτελώς και ανεξαρτήτως από το τι έπραξε, δηλαδή από το πόσο βαριά υπήρξε η πράξη του και από τον βαθμό κλονισμού της έννομης τάξης. Γι’ αυτό και δεν θα ήταν επιτρεπτή μια υπέρβαση προς τα άνω του μέτρου της ενοχής

Σελ. 20

του δράστη, βάσει ειδικοπροληπτικών δεδομένων, σε αντίθεση ίσως με την προς τα κάτω υπέρβαση του. Εξάλλου οι ειδικοπροληπτικές αυτές ανάγκες εξυπηρετούνται από τα μέτρα ασφαλείας και όχι από μια ποινή η οποία θα ξεπερνούσε το ανάλογο μέτρο ως προς την ενοχή του δράστη.

Από την άλλη πάντως, ποινή η οποία δεν θα είχε κανένα προληπτικό χαρακτήρα [λ.χ. μια ποινή όταν ο υπαίτιος έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του (104Β § 1 ΠΚ), όπως λ.χ. σε μια περίπτωση εξ αμέλειας ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης ενός προσώπου οικείου του δράστη] παύει να έχει κάποιο νόημα, κάποια αναγκαιότητα, και δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί εκ μόνου του γεγονότος ότι ανταποδίδει τη γενόμενη προσβολή. Στο γεγονός επίσης ότι μια ποινή δεν μπορεί να έχει πλέον καμιά αποτρεπτική επίδραση για εκείνον που με τη θέλησή του υπαναχώρησε από την απόπειρα, αλλά ούτε επίσης και για όσους θα ήθελαν να τον μιμηθούν, οφείλεται το ατιμώρητο του δράστη, το οποίο προβλέπει ο θεσμός του άρθρου 44 ΠΚ. Επίσης δεν μπορεί να έχει νόημα ποινής εκείνη, η έκτιση της οποίας είναι ενδεχόμενο να αυξήσει τις πιθανότητες ο δράστης να επαναλάβει την πράξη του. Με άλλα λόγια, αν κάτι δεν τον αποτρέπει να το επαναλάβει, δεν μπορεί να έχει τον χαρακτήρα ποινής. Αυτές οι σκέψεις εξάλλου οφείλουν να προσδιορίσουν και το είδος της ποινικής κύρωσης σε ορισμένους ειδικούς τομείς εγκληματικότητας, όπου η στερητική της ελευθερίας ποινή δεν φαίνεται να αποδεικνύεται ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Επί παραδείγματι, σε περιπτώσεις οικονομικής εγκληματικότητας ή αυτής κατά του περιβάλλοντος πιο αποτελεσματικές είναι εκείνες οι ποινές, οι οποίες αποσκοπούν να ακυρώσουν τα παρανόμως αποκτηθέντα οικονομικά οφέλη, πρωτίστως δηλαδή οι χρηματικές ποινές. Αλλά και σε περιπτώσεις βίας στα γήπεδα σημασία έχουν εκείνες οι κυρώσεις οι οποίες στερούν από τους βίαιους φιλάθλους την πρόσβαση στα γήπεδα ή οδηγούν σε απώλεια αγωνιστικών προνομίων των ομάδων τους. Από την άλλη υπάρχουν τομείς, όπως το σωφρονιστικό δίκαιο ή το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων, όπου προέχουν οι ειδικοπροληπτικές ανάγκες των ανήλικων παραβατών.

Back to Top