-
Αγοράζονται συχνά μαζί
Συνδυαστική Προσφορά
X1ΔΙΚΑΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ - Βιβλίο (έντυπο)+Βιντεοσκοπημένα (Εκπαίδευση/Εκδηλώσεις)Τιμή 160,00 €X1ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν 4886/2022 - (ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ)=Σύνολο:από 225,00 €
137,00 €
έκπτωση 39.11%
ΔΙΚΑΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Ο Ν 3959/2011 και η μετεξέλιξή του
- Εκδοση: 3η 2022
- Σχήμα: 14x21
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 968
- ISBN: 978-960-654-886-4
Περιεχόμενα
Πρόλογος έκδοσης 2022 IX
Πρόλογος έκδοσης 2019 XIII
Χρηστικές Οδηγίες XV
Εισαγωγικές παρατηρήσεις στον Ν 3959/2011 1
Αλφαβητικό ευρετήριο Ν 3959/2011 83
Περιεχόμενα Ν 3959/2011 93
Ν 3959/2011 «Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού» 97
Αιτιολογική έκθεση Ν 3959/2011 243
Έκθεση Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής 261
Ειδικές διατάξεις 271
Σύνθεση Επιτροπής Ανταγωνισμού 275
Πίκακας κυρώσεων Ν 3959/20111 277
Πίνακες προθεσμιών Ν 3959/2011 281
Πίκακας παραβόλων & τελών Ν 3959/2011 290
Πίκακας βασικών κανονιστικών πράξεων προβλεπομένων
από τον Ν 3959/2011 291
Πίκακας βασικών ενωσιακών κειμένων περί προστασίας
του ελεύθερου ανταγωνισμού 299
Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής
Ανταγωνισμού 305
Απόφαση 791/2022 Πρόγραμμα Επιείκειας 343
Απόφαση 786/2022 Αποδοχή δεσμεύσεων 361
Απόφαση 790/2022 Διαδικασία Διευθέτησης Διαφορών 373
Απόφαση 525/VΙ/2011 Κατά προτεραιότητα εξέταση
υποθέσεων 393
Απόφαση 696/2019 Σύστημα μοριοδότησης 397
Ν 4529/2018 Αγωγές αποζημίωσης 417
Ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Κατευθυντήριες γραμμές ΕπΑντ για υπολογισμό προστίμων 433
Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)
[Άρθρα 101-102] 441
Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης
Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού
που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης 443
Κανονισμός (ΕΕ) 2022/720 της Επιτροπής της 10ης
Μαΐου 2022 για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3
της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών
και εναρμονισμένων πρακτικών 481
Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου της 20ής
Ιανουαρίου 2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ
επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») 499
Ανακοίνωση της Επιτροπής Κατευθυντήριες γραμμές για
τους κάθετους περιορισμούς (2022/C 248/01) 547
Ανακοίνωση της Επιτροπής Κατευθύνσεις σχετικά με
τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο
της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ
σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν
δεσπόζουσες επιχειρήσεις (2009/C 45/02) 711
Ανακοίνωση της Επιτροπής Κωδικοποιημένη ανακοίνωση
για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού (EΚ)
αριθ. 139/2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων
μεταξύ επιχειρήσεων (2008/C 95/01) 745
Ανακοίνωση της Επιτροπής Κατευθυντήριες γραμμές για
την εφαρμογή του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συμφωνίες οριζόντιας
συνεργασίας (2011/C 11/01) 823
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ Ν 3959/2011
Διάγραμμα περιεχομένων
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Α. Γενικά
Β. Η Sedes Legis και η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής νομοθεσίας
1. Η προστασία των μηχανισμών λειτουργίας της αγοράς
2. Η άμυνα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού και η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού
3. Ο Ν. 703/1977 και οι μεταβολές του
ΙΙ. ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 3959/2011 ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥΣ ΠΛΑΙΣΙΟ
1. ΟΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ
2. ΟΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ
2.01. Γενικά. Γνωστοποιήσεις
2.02. Αλλαγές σε σχέση με τον Ν. 703
2.03. Δεσμεύσεις
2.04. Ακύρωση αποφάσεως
2.05. Το έντυπο γνωστοποίησης
3. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (ΕπΑντ)
3.01. Η ΕπΑντ.
3.02. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔΑ)
3.03. Η ριζική μεταβολή των ρόλων. Η ανατροπή των σχέσεων ΓΔΑ-ΕπΑντ
3.04. Η παρούσα ρύθμιση
3.04.1. Η ΕπΑντ υπό τον Ν. 3959/2011
3.04.2. Το Προεδρείο. Η επιλογή των μελών
3.04.3. Υποχρεώσεις των μελών της ΕπΑντ
3.04.4. Πειθαρχικός έλεγχος μελών ΕπΑντ
4. ΟΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ. ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ
4.01. Παραβάσεις των άρθρων 1, 1Α & 2
4.02. Ευθύνη ενώσεως προσώπων
4.03. Προσωπική ευθύνη φυσικών προσώπων
5. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
5.01. Οι ισχύουσες προβλέψεις
5.02. Θέμα συνταγματικότητας των ποινικών κυρώσεων
5.03. Βελτιώσεις του συστήματος
6. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
6.01. Η πρόβλεψη του Ν. 3959/2011
6.02. Το προϊσχύσαν. Ο Κανονισμός 1/2003 και οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου
7. ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
7.01 Η πρόβλεψη του Ν. 3959/2011
7.02. Ευρωπαϊκή νομολογία
8. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
8.01. Περιορισμός προσωρινής προστασίας
8.02. Θέμα συνταγματικότητας
8.03. Θέση όρων
9. ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
9.01. Γενικά. Οι διατάξεις του Ν. 3959/2011 και του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΕπΑντ
9.02. Ανάκληση αποφάσεων ΕπΑντ
9.03. Προτεραιοποίηση υποθέσεων
9.03.1. Η Ανακοίνωση του 2011 για την κατά προτεραιότητα εξέταση υποθέσεων
9.03.2. Το Σύστημα Μοριοδότησης
9.04 Παροχή Πληροφοριών
9.05 Διεξαγωγή Ερευνών
9.06 Περιορισμοί προστασίας προσωπικών δεδομένων
9.07 Ασφαλιστικά Μέτρα
9.08 Επιστολή μη ανάληψης δράσης (comfort letter)
10. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ
11. ΑΝΑΛΗΨΗ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ
12. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Σελ. 2
13. ΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ
14. ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
14.1. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Επιτροπής14.2. Οι κλαδικές έρευνες
14.3. Η κανονιστική παρέμβαση
14.4. Η χαρτογράφηση αγορών
14.5. Βιώσιμη Ανάπτυξη
15. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Α. Γενικά
Κοντά μισό αιώνα ως σημείο αναφοράς είχαμε το νόμο 703 (χωρίς μνεία του έτους). Παρά τις αλλαγές και τις τροποποιήσεις, που είχε υποστεί σ’ όλο αυτό το διάστημα, το σημείο αναφοράς ήταν σταθερό· ο 703 (όπως π.χ. ο πράκτορας 007 παρά τις αλλαγές του ηθοποιού που υποδυόταν το ρόλο του). Αναφορά μας συνηθίσαμε πλέον να είναι ο νόμος 3959 του μακαρίου έτους 2011. Την τύχη του Ν. 703 είχε και ο Ν. 2190, που, ενώ από το έτος 1920 αποτελούσε, σχεδόν για ένα αιώνα, σημείο αναφοράς για τις ανώνυμες εταιρείες με τον ίδιο αριθμό ταυτότητας, παρέδωσε το σκήπτρο στον Ν. 4548/2018, αφού είχε προηγουμένως «υλοτομηθεί» από άλλους νόμους και άλλες διατάξεις. Ο Ν. 3959/2011 έχει ήδη υποστεί τροποποιήσεις (τόσο από πλευράς
Σελ. 3
αριθμού τροποποιητικών νόμων όσο και από πλευράς ουσίας) μακράν εκτενέστερες από το Ν. 703, παρά τον σημαντικά βραχύτερο βίο του– γεγονός εν μέρει οφειλόμενο και στις αντίστοιχες εξελίξεις που λαμβάνουν με ταχείς ρυθμούς σε ενωσιακό επίπεδο.
Θα μου πείτε, τα ίδια δεν έγιναν και με τη Συνθήκη της Ρώμης; Δεν φτάνει που συνεχώς αλλάζει ονόματα, ήδη έφτασε στο κακόηχο ΣΛΕΕ, αλλά έχομε και μεταβολή των άρθρων και μάλιστα χωρίς ν’ αλλάζει το περιεχόμενό τους. Τα αρχικά άρθρα 85 και 86 υποβαθμίστηκαν σε 81, 82 για να προαχθούν και πάλι αναδρομικώς σε 101, 102. Μπορούμε να πούμε ότι, όπως τα άρθρα 85 και 86, που αποτελούν των πυρήνα της νομοθεσίας προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού παρέμειναν αναλλοίωτα στο ρυθμιστικό τους ρόλο παρά την αλλαγή του χαρακτηριστικού τους αριθμού, έτσι και η εθνική νομοθεσία του ανταγωνισμού κινείται στους ίδιους βασικούς άξονες. Είναι όμως ενδιαφέρον και ερμηνευτικά απαραίτητο να παρακολουθήσει κανείς τις διαδρομές που ακολουθήθηκαν για να φτάσομε από τον 703 στον 3959, διαδρομές μακρές με μεγάλες εναλλαγές, και πολλές φορές παλινδρομήσεις και αντιφάσεις, όπως και να παρατηρήσει τη γενικότερη τάση των τροποποιήσεων από την αρχή για να ακολουθήσουν τις εξελίξεις στον τομέα του Ευρωπαϊκού δικαίου και να τις ενσωματώσουν, ενίοτε πρόωρα, στην εθνική νομοθεσία. Η παρούσα εισαγωγή θα παρακολουθήσει τις διαδρομές αυτές στην σύντομη ανάλυσή της.
Β. Η Sedes Legis και η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής νομοθεσίας
1. Η προστασία των μηχανισμών λειτουργίας της αγοράς
Το ισχύον Σύνταγμα προστατεύει την οικονομική ελευθερία του ατόμου, που αποτελεί τη βάση της ελεύθερης οικονομίας, μιας οικονομίας πού κατευθύνεται όχι από μία κεντρική βούληση αλλά από τους νόμους της αγοράς. Οι τελευταίοι δεν αποτελούν σε τελική ανάλυση τίποτε άλλο παρά συνισταμένη των πάσης φύσεως αναγκών των ατόμων μιας κοινωνίας που είναι ταυτόχρονα παραγωγοί και καταναλωτές, δημιουργοί και χρήστες. Οι ανάγκες αυτές έχουν άμεση σχέση με την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη ψυχολογία και γι’ αυτό, παρά τις ανά τους αιώνες ομοιότητές τους, είναι συνεχώς μεταβλητές.
Ήδη η αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό αποτελεί σύμφωνα με τα 120, 127 και 119 ΣΛΕΕ πολιτική επιλογή και υποχρέωση όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως,
Σελ. 4
η οποία δεσμεύει και τη χώρα μας. Η στενότερη προσέγγιση των κρατών-μελών κατέστησε αναγκαία την εναρμόνιση της οικονομικής πολιτικής και τη δημιουργία μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ο ελεύθερος και υγιής ανταγωνισμός δεν αποτελεί πλέον μια ιδιωτική υπόθεση, αλλά βάση του οικονομικού συστήματος και η προστασία του συνιστά προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
2. Η άμυνα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού και η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού
Δύο νόμοι βασικά ρυθμίζουν τα θέματα ανταγωνισμού στην Ελλάδα, ο παλαιός Νόμος 146/1914 και ο Ν. 3959/2011, που αντικατέστησε το Ν. 703/1977 και αποτελεί συνέχειά του. Ο πρώτος, παρά την ηλικία του, παραμένει σχετικά αναλλοίωτος ως νομοθετικό κείμενο, με ελεγχόμενες τροποποιήσεις, ενώ ο δεύτερος στην τριακονταετή λειτουργία του υπέστη εκτεταμένες αλλαγές και μεταμορφώσεις, ακόμα και στις βασικές του διατάξεις. Βέβαια, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η νομοθεσία του ανταγωνισμού αποτελεί ένα τομέα του δικαίου που εξελίσσεται ταχέως, όχι μόνο στην χώρα μας, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις χώρες της. Τούτο είναι φυσικό για ένα δίκαιο που -εκτός από τους διαδικαστικούς του κανόνες- αποτελείται κυρίως από αξιολογικές έννοιες και μάλιστα οικονομικού και επιχειρηματικού περιεχομένου, άρα έννοιες που μεταβάλλονται ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις και τις πολιτικές συγκυρίες και μάλιστα στον ευρύτερο χώρο και όχι μόνο στο χώρο που κινείται μια εθνική οικονομία ή ακόμα και μια συλλογική οικονομία όπως των κρατών μελών της ΕΕ. Είναι χαρακτηριστική η όχι πολύ παλαιά συνένωση γιγαντιαίων πολυεθνικών επιχειρήσεων κυρίως Αμερικανικών συμφερόντων (και όχι μόνο) χωρίς να υπάρξει αντίρρηση από τη πλευρά των εθνικών ή των υπερεθνικών Αρχών (Mobil-BP, Mobil-Exxon κ.λπ.), κάτι που, μερικά χρόνια πριν από την πραγματοποίησή τους, θα φαινόταν αδιανόητο και σαν ιδέα ακόμα.
Στη χώρα μας όμως οι αλλαγές είναι συχνότερες, γιατί, και όταν είναι επιβεβλημένες, δεν σχεδιάζονται με πρακτικό προσανατολισμό και τα διδάγματα της πείρας, αλλά και διότι δεν γίνονται απαραιτήτως με μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, ενώ συχνά εκφράζουν ευκαιριακές σκέψεις και συγκυρίες.
Σελ. 5
Επικράτησε, για λόγους διαχωρισμού τους, να αναφέρεται ο πρώτος νόμος ως νόμος για την προστασία κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ ο δεύτερος για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο πρώτος χρησιμοποιείται ως θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της κάθε επιχειρήσεως από αθέμιτες πρακτικές ανταγωνιστών της, ασχέτως αν παρακωλύουν, περιορίζουν ή νοθεύουν τους μηχανισμούς της αγοράς γενικότερα ή αν έχουν επίπτωση μόνο σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, είναι τμήμα του εμπορικού δικαίου και η έννομη προστασία παρέχεται επί ατομικής βάσεως από τα πολιτικά δικαστήρια. Αντιθέτως, ο δεύτερος ως ratio έχει την προστασία των μηχανισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού στην αγορά από αρμόδια κρατικά όργανα σε εθνικό πλαίσιο (σε αντίθεση με το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής αγοράς ως συνόλου ή ως τμήματός της). Είναι τμήμα του διοικητικού δικαίου, οι πράξεις, που εκδίδονται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, την Επιτροπή Ανταγωνισμού ως ανεξάρτητη αρχή, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και με το κύρος τους ασχολούνται τα διοικητικά δικαστήρια και το ΣτΕ. Τα πολιτικά δικαστήρια μπορεί να εξετάσουν με βάση αίτηση παροχής εννόμου προστασίας (αγωγή ή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων) θιγόμενου ιδιώτη την ύπαρξη παραβάσεων και του Ν. 703/1977 παλαιότερα, ήδη του Ν. 3959/2011, βάσει των όρων και προϋποθέσεων πλέον του Ν. 4529/2018 και, παλαιότερα, των διατάξεων του 914 ΑΚ επ. Ο Ν. 146/1914 δηλαδή -όπως ερμηνεύτηκε και λειτούργησε στην πράξη- αποτέλεσε απλώς όργανο προστασίας ατομικών συμφερόντων και επιλύσεως διαφορών μεταξύ θιγομένων εμπόρων, ενώ αντιθέτως το προστατευόμενο αγαθό από το Ν. 703/1977 και ήδη το Ν. 3959/2011 είναι το δημόσιο συμφέρον. Για το λόγο δε αυτό δημιουργήθηκαν όργανα για την διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεών του. Ο βλαπτόμενος ιδιώτης ωφελείται εμμέσως από την διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, την οποία μπορεί να κινεί και να συμμετέχει σ’ αυτήν ως καταγγέλλων την παράνομη πράξη, αφού στόχος είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, μέσα στα πλαίσια του οποίου και μόνο γίνεται αντικείμενο προστασίας και το ιδιωτικό συμφέρον. Παράλληλα, την αντίστοιχη προστασία των μηχανισμών της αγοράς σε Ευρωπαϊκό και όχι σε εθνικό επίπεδο ρυθμίζουν τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ (πρώην 81
Σελ. 6
και 82 της ΣυνθΕΚ και πρώην 85 και 86 της Συνθήκης της Ρώμης). Με βάση δε τον Κανονισμό 1/2003, αρμόδιο όργανο για την εφαρμογή και των διατάξεων των ως άνω άρθρων 101 και 102 δεν είναι πλέον μόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και οι εθνικές Επιτροπές Ανταγωνισμού.
3. Ο Ν. 703/1977 και οι μεταβολές του
Τόσο ο Ν. 146/1914 όσο και ο Ν. 703/1977 έχουν ελάχιστες ουσιαστικές διατάξεις. Ο πρώτος καθιερώνει το γενικό του κανόνα στο άρθρο 1 επεκτεινόμενος σε ορισμένες λεπτομερειακές ρυθμίσεις σε άλλες διατάξεις. Ο Ν. 703/1977 είδε το φως λίγο πριν από την ένταξή μας στην ΕΟΚ και συντάχθηκε πάνω στα πρότυπα του Ευρωπαϊκού δικαίου και του συστήματος που καθιερώνει. Αφ’ ενός καθόρισε τις δύο βασικές παραβάσεις, ήτοι τις απαγορευόμενες συμπράξεις επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων και την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως, και αφ’ ετέρου για την εξειδίκευση της εφαρμογής του και την επιβολή κυρώσεων δημιούργησε μία ειδική Υπηρεσία για να επιβλέπει την αγορά και να αστυνομεύει τις παραβάσεις και ένα συλλογικό όργανο, την Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού, για να κρίνει και να αποφαίνεται με εχέγγυα γνώσεως, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας τις προτάσεις της Υπηρεσίας. Η Υπηρεσία Ανταγωνισμού δηλαδή έπαιζε το ρόλο της Εισαγγελικής αρχής, ενώ η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού το ρόλο του δικαστηρίου. Τα όργανα αυτά, σε μια εποχή που δεν είχε εισαχθεί ο θεσμός των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών, αποτελούσαν χωριστή Υπηρεσία του τότε Υπουργείου Εμπορίου. Φυσικά οι κρίσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις, υπέκειντο στον έλεγχο τον Διοικητικών δικαστηρίων. Ο νόμος δεν αρκέστηκε στην αίτηση ακυρώσεως, αλλά καθιέρωνε εξ αρχής τη δυνατότητα προσφυγής ουσίας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο με τελευταίο ένδικο μέσο την αναίρεση στο ΣτΕ.
Η περίοδος της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας. Παρά την είσοδό μας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), ο ρόλος της Επιτροπής, αντί να ενδυναμωθεί, υποβαθμίστηκε και η αποφασιστική αρμοδιότητα της Επιτροπής πέρασε στον Υπουργό Εμπορίου με το Ν. 1232/1982 και την υπ’ αριθμ. Β3/395/26.04.1982 ΚΥΑ (ΦΕΚ 217/Β/26.04. 1982), ενώ ο ρόλος της περιορίστηκε στην έκδοση γνωμοδοτήσεων.
Σελ. 7
Ο Ν. 1934/1991. Ριζικές αναμορφώσεις επέφερε ο Ν. 1934/1991, προϊόν επιστημονικής επιτροπής υπό τον καθηγητή Δελούκα. Παρά ταύτα, πριν στεγνώσει το μελάνι της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, ο νόμος τροποποιήθηκε εκ νέου με τον Ν. 2000/1991, εν πολλοίς ατυχώς. Οι περισσότερες από τις τροποποιήσεις αυτές δεν επέζησαν του επομένου νόμου.
Ο Ν. 2296/1995. Ο νόμος 2296/1995 επέφερε ριζικές αλλαγές στο σύστημα του Ν. 703/1977. Από τις διάφορες τροποποιήσεις και αλλαγές, άλλες ήταν σημαντικές, όπως η επαναφορά του προώρως καταργηθέντος θεσμού της αρνητικής πιστοποιήσεως, και άλλες ρύθμισαν θέματα ρουτίνας που ανέκυψαν στη πράξη και έπρεπε να επιλυθούν. Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν δύο:
α) Διαμόρφωσε την Επιτροπή Ανταγωνισμού σε ανεξάρτητη αρχή με δική της υπηρεσία, που ανέλαβε τη γενική ευθύνη της εποπτείας τηρήσεως του Ν. 703/1977 και της προστασίας των μηχανισμών ανταγωνισμού στην αγορά. Αν και αναμορφώθηκε η σύνθεσή της, βασικά διατηρήθηκε η αρχή της συγκροτήσεως από μέλη πού εκπροσωπούν κοινωνικές ή οικονομικές ομάδες. Ο Πρόεδρος όμως κατέστη λειτουργός πλήρους απασχολήσεως.
β) Εισήγαγε το γενικό προληπτικό έλεγχο των σημαντικών συγκεντρώσεων με πολύπλοκη διαδικασία. Τούτο, όμως, χωρίς να εκτιμηθούν επαρκώς τόσο οι λειτουργικές δυνατότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού να ανταποκριθεί στο φόρτο εργασίας που συνεπαγόταν, όσο και η ανάγκη ή και η σκοπιμότητα τέτοιου ελέγχου εν όψει των δομών της Ελληνικής οικονομίας η οποία έπασχε από τα μικρά μεγέθη επιχειρήσεων και παρείχε αφειδώς φορολογικά κίνητρα για την πραγματοποίηση συγχωνεύσεων. Σύμφωνα με το τότε προϊσχύον δίκαιο, οι συγκεντρώσεις εξηρούντο της εφαρμογής του νόμου. Υπήρχε όμως η δυνατότητα καθιερώσεως περιορισμένου προληπτικού ελέγχου με Υπουργική Απόφαση.
Αλλά και εν συνεχεία, όταν ο Ν. 2741/1999 περιόρισε τις περιπτώσεις ελέγχου (αυξάνοντας τα όρια του κύκλου εργασιών και απαλείφοντας τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών ως κριτήριο μεγέθους), τούτο έγινε χωρίς να μελετηθούν τα διαθέσιμα στατιστικά και άλλα δεδομένα, ώστε να προκύψει τεκμηριωμένα η αναγκαία έκταση περιορισμού του,
Σελ. 8
ανάλογα πάντοτε με τους επιδιωκόμενους στόχους. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμείνει ατελής ο περιορισμός και να καταστεί φανερό ότι οι περιπτώσεις ελέγχου συγκεντρώσεων έπρεπε να περικοπούν ακόμα δραστικότερα, πράγμα το οποίο επιχείρησε ο νόμος 2837/2000.
Ο Ν. 2837/2000. Ο νόμος αυτός προέβη σε σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς του Ν. 703/1977. Πρώτον, περιόρισε περαιτέρω τον αριθμό των συγκεντρώσεων, που υπόκεινται σε προληπτικό ή κατασταλτικό έλεγχο, αφ’ ενός καταργώντας το άρθρο 4α και την εκ των υστέρων γνωστοποίησή του, αφ’ ετέρου δε αυξάνοντας τα κατώτατα όρια (κατώφλια-thresholds) μεριδίου αγοράς και εθνικού κύκλου εργασιών που οριοθετούν τις προς έλεγχο συγκεντρώσεις. Αν και επήλθε μια περαιτέρω σημαντική αποσυμφόρηση, εξακολούθησε να υπάρχει υπερβολική επιβάρυνση της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε τομέα χωρίς ιδιαίτερη πρακτική αξία για την Ελληνική οικονομία και τους μηχανισμούς ανταγωνισμού που λειτουργούν σ’ αυτή (όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα των γνωστοποιήσεων). Η επιβάρυνση αυτή την αποσπά από την ενασχόλησή της με το κύριο έργο της, που δεν παύει να είναι η εφαρμογή των άρθρων 1 και 2 του Ν. 703/1977. Επίσης κατήργησε το ατυχές άρθρο 2α (που έχει τη προέλευσή του στο Ν. 2000/1991), το οποίο ανήγαγε καθαρά ιδιωτικές διαφορές σε θέμα δημοσίου συμφέροντος και τις ενέπλεξε στον ελεύθερο ανταγωνισμό), ρύθμισε λεπτομερέστερα τα της λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της οποίας ενδυνάμωσε τις εξουσίες, επανέφερε την αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου παρακάμπτοντας το Πρωτοδικείο και τέλος έλυσε διάφορα ζητήματα πρακτικής εφαρμογής του Ν. 703/1977, που είχαν ανακύψει στην πράξη.
Ο Ν. 3373/2005. Ο νόμος 3373/2005 επέφερε εκτεταμένη αναμόρφωση στο δίκαιο του ανταγωνισμού. Σύμφωνα και με την αιτιολογική του έκθεση, οι γενόμενες τροποποιήσεις κατέστησαν αναγκαίες σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας αντίστοιχων τροποποιήσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού (ιδίως Κανονισμοί 1/2003, 139/2004). Οι σημαντικότερες θεσμικές του τροποποιήσεις συνοψίζονται στα εξής σημεία:
α) Η ανεξάρτητη αρχή Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε χωριστή νομική προσωπικότητα και εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό της και όχι από τον Υπουργό Οικονομικών.
Σελ. 9
β) Επαναφέρθηκε η υποχρεωτική εκ των υστέρων απλή γνωστοποίηση συγκεντρώσεων (post merger notification), ενώ κριτήριο για τις υπαγόμενες σε προηγούμενη έγκριση συγκεντρώσεις παύει να αποτελεί το μερίδιο αγοράς, ως διαζευκτική προϋπόθεση, και ενδιαφέρει πλέον μόνο ο κύκλος εργασιών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Οι τροποποιήσεις αυτές τελικά επιβάρυναν διοικητικά τη λειτουργία της Επιτροπής με αποτέλεσμα να παραμεληθεί το κύριο αντικείμενό της, που ήταν η εφαρμογή των άρθρων 1 & 2 του Ν. 703/1977 και των τότε άρθρ. 81 & 82 της ΣυνθΕΚ, αρμοδιότητα που προηγουμένως ανήκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
γ) Επαναφέρθηκε επίσης το άρθρο 2α περί καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, που είχε εισαχθεί με το Ν. 2000/1991, αναβαθμισθεί με το Ν. 2296/1995 και καταργηθεί με το Ν. 2837/2000. Η επαναφορά του, πέραν του ότι θεσμικά δεν εντάσσεται απαραιτήτως στην περί ελεύθερου ανταγωνισμού νομοθεσία, επέφερε περαιτέρω διοικητική επιβάρυνση της Επιτροπής με τη διεύρυνση της ερμηνευτικής του προσεγγίσεως, ώστε να μην αποτελεί -όπως θα έπρεπε- απλώς περίπτωση εφαρμογής του άρθρ. 2 του Ν. 703/1977, αλλά γενικότερη εξειδικευμένη περίπτωση.
δ) Διευρύνθηκε η κανονιστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, ώστε να παρεμβαίνει και να επιβάλλει μέτρα σε κλάδους της οικονομίας, όπου κρίνεται ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
ε) Εισήχθη η αρχή της επιείκειας (leniency) υπέρ των επιχειρήσεων, που συμβάλλουν στην διερεύνηση παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού.
στ) Οργανώθηκαν σε νέο πλαίσιο οι γνωμοδοτικές αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
ζ) Η Επιτροπή Ανταγωνισμού κατέστη αποκλειστικώς αρμόδια να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, καταργούμενης έτσι της προηγούμενης δυνατότητας λήψης ασφαλιστικών μέτρων κατόπιν αιτήσεως του καταγγέλλοντος την παράβαση, μέτρο απόλυτα ορθό, αφού η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είναι όργανο προστασίας ιδιωτικών συμφερόντων, ούτε αντιποιείται εξουσία των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά όργανο προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, από την οποία εμμέσως ωφελείται ο ιδιώτης.
Σελ. 10
η) Ρυθμίσθηκαν θέματα αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού, σύμφωνα και με τον Κανονισμό 1/2003.
Ο Ν. 3784/2009 επέφερε βασική αλλαγή στη σύνθεση και στη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία και διατηρείται με το Ν. 3959/2011, που εξετάζεται παρακάτω. Πρόκειται για την κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ Υπηρεσίας και Επιτροπής και την ενοποίησή τους. Επομένως Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι έκτοτε αφ’ ενός το θεσμικό όργανο, Υπηρεσία του οποίου ήταν η ΓΔΑ και ήδη οι υπηρεσίες της, αλλά και το ήδη πολυμελές συλλογικό όργανο, η Επιτροπή, με την ίδια ονομασία. Στο πλαίσιο αυτό, οι Εισηγητές-μέλη της Επιτροπής επεξεργάζονται τις υποθέσεις με τη βοήθεια της ΓΔΑ, για να τις εισαγάγουν στη Επιτροπή προς λήψη αποφάσεως, στερούμενοι όμως πλέον το δικαίωμα ψήφου σύμφωνα με το ν. 3959/2011. Ακολουθείται δηλαδή το πρότυπο και των άλλων ανεξάρτητων αρχών, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαθέτει και τις υπηρεσίες της, ήτοι τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔΑ), αντί δε Διοικητικού Συμβουλίου λειτουργεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού, που έχει τη δικαιοδοτική λειτουργία, που της απονέμει ο νόμος. Τη συνολική λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού και των οργανικών μονάδων αυτής συντονίζει και κατευθύνει ο Πρόεδρός της. Επί πλέον η συμμετοχή μελών υποδεικνυομένων από κοινωνικούς φορείς εξοβελίζεται έκτοτε από το σύστημα.
ΙΙ. ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 3959/2011 ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥΣ ΠΛΑΙΣΙΟ
Και ο Ν. 3959/2011 διατήρησε την ίδια δομή με το Ν. 703/1977. Κυρίως όμως έμεινε κατά κυριολεξία αμετάβλητος ο πυρήνας του τελευταίου, τα άρθρα 1 και 2, που αποτελούσαν και αποτελούν αντιγραφή και απόδοση στα Ελληνικά των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης της Ρώμης ήδη 101, 102 ΣΛΕΕ. Τα δυο αυτά άρθρα απαγορεύουν αφ’ ενός τις -περιοριστικές του ανταγωνισμού- συμπράξεις, οριζόντιες ή κάθετες, ή τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και αφ’ ετέρου την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως που κατέχει μια επιχείρηση ή ένα σύνολο επιχειρήσεων στην αγορά. Όπως θα δούμε πάντως και στη συνέχεια, στο πλαίσιο της τροποποίησης του Ν. 3959/2011 με το Ν. 4886/2022, ο πυρήνας αυτός «εμπλουτίστηκε» με την προσθήκη του νέου άρθρου 1Α, τυποποιώντας δύο συμπεριφορές (πρόσκληση
Σελ. 11
σε σύμπραξη και ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ ανταγωνιστών) που -ιδίως η πρώτη- βρίσκονταν εκτός πεδίου του νόμου περί ανταγωνισμού. Προσπάθεια έγινε και για την ρύθμιση της «κατάχρησης ισχύος σε οικοσύστημα δομικής ισχύος στον ανταγωνισμό» με την προσθήκη νέου άρθρου 2Α, η οποία επικρίθηκε σφόδρα (μάλλον δικαίως) και τελικά δεν ευδοκίμησε, με την διάταξη να αποσύρεται και να απουσιάζει από την ψηφισθείσα τροποποίηση.
Ασφαλώς, από πλευράς βαρύτητας, τα, τρία πλέον, αυτά άρθρα, 1, 1Α & 2 αποτελούν «τον νόμο», ενώ όλα τα άλλα άρθρα ρυθμίζουν απλώς διαδικαστικά θέματα, απολύτως απαραίτητα μεν, αφού χωρίς αυτά οι επιταγές του νόμου θα ήταν γράμμα κενό (lex imperfecta), αλλά που δεν άπτονται της ουσίας του.
Βεβαίως ουσιαστικές ρυθμίσεις περιέχουν και τα άρθρα 5-10 του νόμου, τα οποία ρυθμίζουν τα των συγκεντρώσεων. Παρά την προφανή όμως συγγένειά τους με τον ανταγωνισμό, πρέπει να θυμίσομε ότι και σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαίου οι σχετικές ρυθμίσεις δεν στηρίζονται στα (πρώην) άρθρα 81 και 82, αλλά 83 και 308 της ΣυνθΕΚ, επί τη βάσει των οποίων εκδόθηκε ο σχετικός κοινοτικός Κανονισμός Συγκεντρώσεων 139/2004.
Όσον αφορά τη δομή, εξακολουθούμε να έχομε, από την εποχή της καθιερώσεως του θεσμού, ένα αρμόδιο όργανο με αποφασιστική αρμοδιότητα, την (συνονόματη) Επιτροπή Ανταγωνισμού, και μια Υπηρεσία, την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔΑ), η οποία προετοιμάζει, ήδη μαζί με τον Εισηγητή-μέλος της Επιτροπής, τις υποθέσεις προς κρίση από την Επιτροπή. Στις αρμοδιότητες της τελευταίας υπάγεται και η επιβολή διοικητικών κυρώσεων, ενώ οι ίδιες παραβάσεις αφ’ ενός στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα, απειλούμενα με σοβαρές ποινές, συνιστούν δε αφ’ ετέρου αδικοπραξίες, που μπορεί να δημιουργούν ευθύνη προς αποζημίωση, σύμφωνα με το Ν. 4529/2018 που θεσπίζει ειδικές ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις σε σχέση με τα ισχύοντα βάσει του άρθρου 914 επ. ΑΚ. Η μορφή της δικαστικής προστασίας προβλέπεται επίσης στο νόμο βασισμένη στις ίδιες αρχές.
Η θέσπιση του Ν. 3959/2011, στο πλαίσιο της προσαρμογής με τις εκάστοτε ανάγκες αλλά και στο πνεύμα των ευρωπαϊκών εξελίξεων, ακολουθήθηκε από σειρά νόμων που επέφεραν αρκετές τροποποιήσεις, άλλες ουσιαστικές (όπως, για παράδειγμα, η αυστηροποίηση των ποινών επί παρακώλυσης έρευνας, η καθιέρωση της πειθαρχικής διαδικασίας
Σελ. 12
για τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η πρόβλεψη περί θέσπισης διαδικασίας διευθέτησης) και άλλες ήσσονος σημασίας (λόγου χάριν, η αύξηση του παραβόλου για την προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο από €500 σε €750). Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν από πλήθος εξελίξεων εκτός του σώματος του Ν. 3959/2011, όπως την διαμόρφωση του Προγράμματος Επιείκειας στη σημερινή του μορφή, την θεσμοθέτηση της (άλλοτε άτυπης) διαδικασίας των δεσμεύσεων, την καθιέρωση των λεπτομερειών της Διαδικασίας Διευθέτησης Διαφορών και την ψήφιση του νόμου 4529/2018 για τις αγωγές αποζημίωσης. Τις μακράν εκτενέστερες αλλαγές στον Ν. 3959/2011 επέφερε ο Ν. 4886/2022, ο οποίος (αν και εκπρόθεσμα, πάντως) ενσωμάτωσε την Οδηγία 2019/1 «για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς», ιδίως προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης των εξουσιών ελέγχου και επιβολής προστίμων.
Στη χρονική ακολουθία των μεταβολών, ο Ν. 4013/2011 άνοιξε το χορό των τροποποιήσεων σχεδόν πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι των νέων ρυθμίσεων. Με το νόμο αυτό, η προθεσμία υποβολής δεσμεύσεων από τις συμμετέχουσες σε συγκέντρωση επιχειρήσεις επεκτάθηκε σε 20 ημέρες από την εισαγωγή της υπόθεσης στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, αντί 15 ημερών από την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας πλήρους διερεύνησης, ενώ απαλείφθηκε και η προθεσμία των 20 ημερών για την κατάθεση εισήγησης ως προς την καταλληλότητα των προτεινομένων δεσμεύσεων. Με τον ίδιο νόμο επανήλθε η πρόβλεψη περί αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Ο Ν. 4072/2012 αυστηροποίησε τις προβλεπόμενες επί παρακώλυσης έρευνας ποινές, αφενός μεν καθιερώνοντας ως ανώτατο όριο του επιβαλλομένου διοικητικού προστίμου το 1% του κύκλου εργασιών της προηγούμενης χρήσης, αντί του αρχικά προβλεπομένου από το Ν.3959/2011 ορίου των €100.000, αφετέρου δε προβαίνοντας σε ποινικοποίηση των σχετικών συμπεριφορών.
Μόνη τροποποίηση με το Ν. 4079/2012 ήταν η διαφοροποίηση που επέφερε στο άρθρο 17, αντικαθιστώντας τον όρο «μετοχικό» με τον
Σελ. 13
όρο «ιδρυτικό» κεφάλαιο, επί του οποίου επιβάλλεται τέλος 1%ο υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ενώ με το Ν. 4446/2016 αυξήθηκε το ύψος του καταβλητέου σε περίπτωση άσκησης ενδίκου βοηθήματος παραβόλου από €500 σε €750.
Με αναφορά στην τήρηση των αρχών της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, προστέθηκαν στο άρθρο 12 του Ν. 3959/2011 με το Ν. 4364/2016 ανώτατα ηλικιακά όρια, εισήχθησαν ασυμβίβαστα, τέθηκε τετραετές χρονικό όριο ως προς την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, ενώ θεσπίστηκε και απαγόρευση να προσπορίζονται τα μέλη της Επιτροπής οποιοδήποτε όφελος από επιχειρήσεις. Ακολουθώντας επίσης το πρότυπο της Ε.Ε.Τ.Τ., προστέθηκε το άρθρο 13Α του Ν. 3959/2011, με το οποίο διαμορφώθηκε η πειθαρχική διαδικασία κατά των μελών της Επιτροπής, ορίστηκαν τα πειθαρχικά παραπτώματα και προβλέφθηκαν οι πειθαρχικές κυρώσεις και η διαδικασία επιβολής τους.
Ο Ν. 4389/2016 εισήγαγε ορισμένες τροποποιήσεις στην πειθαρχική διαδικασία του ως άνω άρθρου 13Α διαμορφώνοντάς το στην ισχύουσα μορφή του, ενώ καθόρισε τους όρους και τις αμοιβές για την ανάθεση υποθέσεων σε εξωτερικούς δικηγόρους (άρθρο 20 παρ. 6). Περαιτέρω, με τον ίδιο νόμο εισήχθη το άρθρο 25Α με το οποίο θεσπίστηκε η Διαδικασία Διευθέτησης Διαφορών, ενώ τροποποιήθηκε και το άρθρο 44 παρ.3 για τις ποινικές κυρώσεις και συγκεκριμένα αναφορικά με τις συνέπειες της υπαγωγής στο Πρόγραμμα Επιείκειας και στη Διαδικασία Διευθέτησης στο αξιόποινο των σχετικών εγκλημάτων και σε τυχόν λοιπές διοικητικές κυρώσεις.
Με το άρθρο 105 του Ν. 4497/2017, παρασχέθηκε ρητή νομική βάση για την επιστροφή στους δικαιούχους του καταβληθέντος υπέρ της Επιτροπής τέλους, κατ’ άρθρο 17 παρ. 1, σε περίπτωση που η αρχικώς προϋπολογισθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν πραγματοποιήθηκε ή πραγματοποιήθηκε μόνο εν μέρει, προς αποτροπή εμπλοκής των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων σε δικαστικές διαδικασίες προς αναζήτηση των εν λόγω ποσών.
Ο Ν. 4529/2018 δεν τροποποιεί το κείμενο του Ν. 3959/2011, ωστόσο, όπως αναλυτικότερα εκτίθεται κατωτέρω, οι ρυθμίσεις του είναι καίριας σημασίας δεδομένου ότι μέσω αυτού ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2014/104/ΕΕ καθιερώνοντας στην Ελληνική έννομη τάξη την δυνατότητα άσκησης αγωγών αποζημίωσης για παραβιάσεις του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Σελ. 14
O N. 4623/2019 επεδίωξε την ενίσχυση του τεκμηρίου αμεροληψίας, αυτονομίας και ηθικής ακεραιότητας των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ για τον κίνδυνο άσκησης πολιτικής επιρροής επί των αποφάσεων των μελών των ανεξάρτητων αρχών, οι θεσπιζόμενες διατάξεις εισάγουν ασυμβίβαστα για την τελεσφόρο αποτροπή του οικείου κινδύνου. Εισάγεται το ασυμβίβαστο ιδιότητας μέλους της Επιτροπής με αυτό της (πρώην) κατοχής θέσης σε γραφείο της Κυβέρνησης για πέντε (5) χρόνια από την αποχώρηση, ενώ διατηρείται το ασυμβίβαστο της ιδιότητας μέλους της Επιτροπής με τη συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (έως και τον β’ βαθμό) ή με τη συζυγική σχέση με πρόσωπο που είναι μέλος της Κυβέρνησης. Τα προαναφερθέντα ασυμβίβαστα καλύπτουν δε και επιτελικά μέλη της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Ακόμα, τονίζεται πως τα μέλη της Επιτροπής δεν ζητούν ούτε και λαμβάνουν οδηγίες από εξωτερικούς φορείς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ώστε να εξασφαλιστεί η προσωπική/λειτουργική τους ανεξαρτησία.
Ο Ν. 4635/2019 τροποποίησε μια μόλις παράγραφο του Ν.3959/2011 και αποσαφήνισε την διαδικασία πλήρους ή μερικής απαλλαγής από τις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που επιφέρει η παραβίαση των διατάξεων του νόμου, ο δε Ν. 4714/2020 ρυθμίζει θέματα που άπτονται της νομικής εκπροσώπησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία πλέον ανατίθεται στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Η ανάθεση σε ανώτατη αρχή του Κράτους, η οποία λειτουργεί υπό συνταγματική σκέπη (Σ100Α), θεωρήθηκε πως πλεονεκτεί έναντι της μέχρι τότε προβλεπόμενης πρόσληψης δικηγόρων ή της προσφυγής σε υπηρεσίες εξωτερικών δικηγόρων. Κατ’ εξαίρεση, προβλέπεται η δυνατότητα ανάθεσης υπόθεσης σε εξωτερικό δικηγόρο, εφόσον κάτι τέτοιο δικαιολογείται από την σπουδαιότητα του επίμαχου ζητήματος.
Ο Ν. 4753/2020 επέφερε αλλαγές στα ζητήματα χρηματοδότησης και αξιολόγησης των εσωτερικών διαδικασιών της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, επιδιώκει να ενισχύσει περαιτέρω την ανεξαρτησία και την λειτουργική αποτελεσματικότητα της Επιτροπής μέσω της σταθεροποίησης των εσόδων και της αποκόμισης απαιτούμενων πόρων (ακόμα και από εναλλακτικές πηγές), αλλά και της υιοθέτησης μοντέλων διοίκησης και διαχείρισης υποθέσεων, ώστε να υπάρχει σαφής στοχοθεσία και παράλληλα έλεγχος της επίτευξης αυτών των στόχων από ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων επιστημόνων.
Σελ. 15
Ο Ν. 4782/2021, πέρα από ορισμένες νομοτεχνικές βελτιώσεις, προβλέπει συγκεκριμένο τρόπο επιλογής εξειδικευμένων συμβούλων-επιστημόνων, προκρίνοντας την κλειστή διαγωνιστική διαδικασία του Ν.4412/2016, την ύπαρξη ασυμβιβάστων μεταξύ της παροχής υπηρεσιών στην Επιτροπή και έπειτα την υπεράσπιση υποθέσεων κατά της Επιτροπής με την επιβολή των οικείων προστίμων. Ο μισθός τους θα καθορίζεται με Απόφαση της Ολομέλειας.
Ο Ν. 4792/2021, ενσωματώνοντας την Οδηγία (ΕΕ) 2019/633 και χωρίς να επεμβαίνει στο σώμα του Ν. 3959/2011, απένειμε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού αρμοδιότητα εφαρμογής των διατάξεων περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.
Ο Ν. 4796/2021, με μία και μοναδική ρύθμιση που να αφορά την Επιτροπή Ανταγωνισμού, επιτρέπει πλέον ρητώς συζητήσεις επί αιτήσεων, καταγγελιών και υποθέσεων συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, ιδίως όταν υπάρχει αδυναμία ή δυσχέρεια αυτοπρόσωπης παρουσίας μέρους ή του συνόλου των μελών, να διεξάγονται με τεχνικά μέσα για τα μέλη αυτά (τηλεδιάσκεψη). Επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αποφασίσει για την χρήση αυτής της επιλογής, ενώ ο Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχείρισης περιγράφει τις λεπτομέρειες και τα εχέγγυα μιας τέτοιας διαδικασίας.
Ο Ν. 4876/2021 διευκρινίζει πως η αναστολή της επαγγελματικής δραστηριότητας του Προέδρου, Αντιπροέδρου και Εισηγητών της Επιτροπής αφορά και κάθε δημόσιο λειτούργημα, ενώ προστίθενται ακόμα διευκρινίσεις για την ύπαρξη και επιλογή συμπληρωματικών μελών προς αναπλήρωση του απουσιάζοντος τακτικού μέλους.
Σελ. 16
Ο Ν. 4886/2022 εισήγαγε τις πλέον εκτεταμένες έως σήμερα τροποποιήσεις, με πληθώρα αλλαγών που διατρέχουν το σύνολο του σώματος του Ν. 3959/2011. Αντικείμενό του ήταν αφενός μεν ο εκσυγχρονισμός τόσο των ουσιαστικών κανόνων όσο και των διαδικασιών εφαρμογής λαμβάνοντας υπόψιν τις εξελίξεις στην ψηφιακή οικονομία, αφετέρου δε η ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1 για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού με στόχο την αποτελεσματικότερη επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού.
Οι αλλαγές που εισήγαγε ο Ν. 4886/2022 είναι πολλές για να αναφερθεί κανείς σε λεπτομέρειες αλλά μία «επιτελική» σύνοψη των κυριότερων, κατά την άποψή μας, αλλαγών είναι η εξής:
– Καινοτομία από πλευράς ουσιαστικού δικαίου αποτελεί το νέο άρθρο 1Α στο Ν. 3959/2011, με το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, θεσπίστηκε απαγόρευση δύο νέων μορφών μονομερούς επιχειρηματικής συμπεριφοράς, ήτοι της πρόσκλησης σε απαγορευμένη σύμπραξη και της ανακοίνωσης μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης προϊόντων μεταξύ ανταγωνιστών.
– Παράλληλα, στο πεδίο των συγκεντρώσεων, επεκτάθηκε ο θεσμός της υποβολής δεσμεύσεων και στο στάδιο της πρώτης φάσης αξιολόγησης της συγκέντρωσης (άρθρο 6 παρ. 4 Ν. 3959/2011), ενώ θεσπίστηκε νομοθετικά η δυνατότητα να προβλεφθούν διαφορετικά κατώφλια γνωστοποίησης ανά κλάδο οικονομίας, κατόπιν σχετικής χαρτογράφησης των αγορών από την Επιτροπή (άρθρο 6 παρ. 7 Ν. 3959/2011).
– Η διαδικασία διευθέτησης, που μέχρι πρότινος αφορούσε μόνον οριζόντιες συμπράξεις, επεκτάθηκε για να καλύψει και το σύνολο των υπολοίπων παραβάσεων (κάθετοι περιορισμοί, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, νέο 1Α, βλ.και άρθρο 29Α Ν. 3959/2011. Ενσωματώνοντας τις προβλέψεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1, ο Ν. 4886/2022 περιλαμβάνει επιπλέον μια σειρά ρυθμίσεων (βλ. άρθρα 29Β-29Ζ Ν. 3959/2011) που στοχεύουν στην ενίσχυση της ελκυστικότητας του προγράμματος επιείκειας και στην επίτευξη ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις κατά την υπαγωγή τους σε αυτό.
– Στο ίδιο πλαίσιο της ενσωμάτωσης των προβλέψεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1, και λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, υιοθετήθηκε μια δέσμη διατάξεων (βλ. άρθρα 12-13α, 17-22 Ν. 3959/2011) που κατατείνουν στην περαιτέρω ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού (λ.χ. ρυθμίσεις
Σελ. 17
για πειθαρχική διαδικασία, λήξη θητείας μελών, συγκεκριμενοποίηση κριτηρίων επιλογής προϊσταμένων, διαδικασία αξιολόγησης βάσει Κεντρικών Δεικτών Αποδοτικότητας) και στη διασφάλιση επαρκών για τη λειτουργία τους οικονομικών, τεχνικών και τεχνολογικών πόρων (λ.χ. ελάχιστο όριο εσόδων, σύσταση γραφείου ΝΣΚ, δυνατότητα επιλογής εξειδικευμένων επιστημονικών συμβούλων).
– Ταυτόχρονα, μεταφέρθηκαν οι προβλέψεις για την αμοιβαία συνδρομή και συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (άρθρα 28-28Δ Ν. 3959/2011), παρασχέθηκαν διευρυμένες εξουσίες στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, τόσο κατά το στάδιο του ελέγχου (βλ. άρθρα 38-39Α, Ν. 3959/2011 λ.χ. εξουσία εισόδου σε κατοικίες στελεχών επιχείρησης) όσο και κατά το στάδιο της λήψης αποφάσεων (λ.χ. στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης λήψης ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 25Δ Ν. 3959/2011), ενώ προσδιορίστηκαν και οι εξουσίες επιβολής προστίμων (λ.χ. επί ομίλων και ενώσεων επιχειρήσεων) και περιοδικών χρηματικών ποινών (άρθρα 25-25Β Ν. 3959/2011).
– Ως προς δε τα πρόστιμα συγκεκριμένα, ακολουθήθηκε η διατύπωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1, ώστε ανώτατο όριο πλέον να αποτελεί το 10% του «παγκόσμιου» (αντί «συνολικού» υπό το προϋισχύσαν) κύκλου εργασιών, σε περίπτωση δε ομίλου επιχειρήσεων το 10 % του «παγκόσμιου» κύκλου εργασιών του ομίλου (άρθρο 25Β παρ.1 Ν. 3959/2011). Τα κριτήρια πάντως της ενιαίας επιχείρησης, βάσει και της εκτεταμένης Ευρωπαϊκής νομολογίας επί του θέματος, αναμένεται να παραμένουν απολύτως κρίσιμα για την επέκταση της επιμέτρησης σε επίπεδο ομίλου. Περαιτέρω αυστηροποιήθηκαν σημαντικά τα πρόστιμα σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με απόφαση της Επιτροπής ή/και παρακώλυσης έρευνας/μη παροχής πληροφοριών κατά το στάδιο της έρευνας.
– Καινοτομία τέλος του Ν. 4886/2022 ήταν και η εισαγωγή του θεσμού της «επιστολής μη ανάληψης δράσης» για λόγους δημοσίου συμφέροντος ως προς ορισμένες επιχειρηματικές συμπεριφορές τόσο του άρθρου 1 όσο και του άρθρου 2. Η επιστολή αυτή εκδίδεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων και δεν είναι δεσμευτική για την Επιτροπή και τα δικαστήρια (άρθρο 37Α Ν. 3959/2011).
Τέλος οι Ν. 4914/2022 και 4949/2022 εισήγαγαν ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις αναφορικά με την μοριοδότηση των συνεντεύξεων
Σελ. 18
των υποψηφίων προϊσταμένων διευθύνσεων της ΓΔΑ και αναφορικά με την σύνθεση της Επιτροπής Επιλογής για την επιλογή των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
1. ΟΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ
1.01. Οι συμπράξεις. Οι απαγορευόμενες συμπράξεις -οριζόντιες και κάθετες- ρυθμίζονται από το άρθρο 1, αντίστοιχο του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ, σημειώνοντας ότι η παρ. 3, που προβλέπει τις εξαιρέσεις από τις απαγορεύσεις της παρ. 1, έχει αυτόματη εφαρμογή, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρ. 3, εφ’ όσον πληρούνται οι τασσόμενες προϋποθέσεις και δεν εξαρτάται από προηγούμενη έγκριση ή γνωστοποίηση, η οποία άλλωστε έχει καταργηθεί από την εισαγωγή του Ν. 3959/2011.
Οι συμπράξεις (συμφωνίες-αποφάσεις), ως απαγορευόμενες, πάσχουν ακυρότητας κατά το άρθρ. 174 ΑΚ, χωρίς να απαιτείται, κατά την πρόβλεψη του άρθρ. 3, η προηγουμένη έκδοση αποφάσεως, η οποία έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα. Η ακυρότητα δεν περιλαμβάνει τις συμφωνίες και τις αποφάσεις που πληρούν, κατά την παρ. 3 του άρθρ. 1, τις προϋποθέσεις της εξαιρέσεώς τους από την εφαρμογή της παρ. 1 του ίδιου άρθρου. Παρά την έλλειψη ρητής προβλέψεως, η εντεύθεν ακυρότητα των συμφωνιών και των αποφάσεων είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι μπορούν να την επικαλεσθούν, εκτός των συμβαλλομένων μερών, και οι τρίτοι. Τούτο είναι αυτονόητο αφού κάθε πρόσωπο που υφίσταται άμεση βλάβη από παράνομη πράξη, είτε αυτή εκφράζεται
Σελ. 19
μέσω συμβατικής βουλήσεως είτε όχι, έχει αξίωση αποζημιώσεως κατ’ άρθρ. 914 ΑΚ.
Ο Ν. 3959/2011 προβλέπει επίσης (άρθρο 1 παρ. 4) την ευθεία εφαρμογής των Κανονισμών Ομαδικής Απαλλαγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών, επιλυομένου νομικού ζητήματος που απασχόλησε τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία.
1.02 Πρόσκληση σε απαγορευμένη σύμπραξη. Ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης. Πρωτοποριακή μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τη νέα διάταξη που προσπαθεί να τυποποιήσει δύο μονομερείς πρακτικές οι οποίες, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, διέφευγαν ως τώρα της εφαρμογής των διατάξεων περί ανταγωνισμού. Δεδομένου ότι πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο (και, εν πολλοίς, στη διεθνή πρακτική) τυποποιούνται οι εν λόγω πρακτικές, αξίζει να αφιερωθούν γι’ αυτές λίγες γραμμές παραπάνω. Οι πρακτικές αυτές είναι:
(i) η πρόσκληση σε απαγορευμένη σύμπραξη, η οποία αναλύεται στην απαγόρευση σε επιχείρηση «να προτείνει, να παρέχει κίνητρα ή να προσκαλεί με οποιονδήποτε τρόπο άλλη επιχείρηση να συμμετέχει σε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων» που περιορίζει τον ανταγωνισμό. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού εδώ φαίνεται ότι ορίζεται με κλειστό τρόπο και όχι ενδεικτικά όπως στο άρθρο 1, και συνίσταται «στον
Σελ. 20
άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης σε μία αγορά, ή στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων ή στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού»- ήτοι στις περιπτώσεις αυτές που κατά κανόνα καταφάσκεται «εξ αντικειμένου» περιορισμός του ανταγωνισμού. Φαίνεται εδώ ότι θεσπίζεται ένα είδος μονομερούς «απόπειρας» σύμπραξης, όπου μία επιχείρηση αποπειράται (είτε μέσω πρόσκλησης είτε μέσω εξαναγκασμού είτε μέσω παροχής κινήτρων») να προκαλέσει τη δημιουργία αντι-ανταγωνιστικής συμφωνίας. Η ίδια η αιτιολογική έκθεση του Ν. 4886/2022 επί του άρθρου 1Α αναφέρει ότι, για τη συγκεκριμένη διάταξη, έχει ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, το «attempted monopolization» του α. 2 του αμερικανικού Sherman Act. Μία τέτοια συμπεριφορά υπό το άρθρο 1 θα έμενε ατιμώρητη, καθώς πρόκειται για μονομερή συμπεριφορά, αλλά και υπό το άρθρο 2 δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί, εφόσον η επιχείρηση δεν έχει δεσπόζουσα θέση.
(ii) η γνωστοποίηση πληροφοριών για τιμή, έκπτωση, παροχή ή πίστωση σχετικά με προϊόντα ή υπηρεσίες που (η επιχείρηση) προμηθεύει ή προμηθεύεται, εάν: (α) η γνωστοποίηση περιορίζει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην Ελληνική Επικράτεια και (β) δεν αποτελεί «συνήθη εμπορική πρακτική». Η εν λόγω διάταξη αποπειράται να τυποποιήσει το λεγόμενο «price signaling», πρακτική για την οποία πάντως δεν υπάρχει διεθνώς ομοφωνία αν πράγματι οδηγεί σε περιορισμό του ανταγωνισμού. Ο νόμος προσπαθεί να δώσει κατεύθυνση ως προς το σημείο αυτό, εισάγοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι κριτήρια τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν αθροιστικά, και που μάλλον ενδέχεται στην πορεία να δημιουργήσουν ορισμένες ερμηνευτικές δυσχέρειες ελλείψει συγκεκριμένων νομικών ορισμών (π.χ. αν η αγορά είναι «συγκεντρωμένη ή ολιγοπωλιακή», αν υπάρχει «ιστορικό συμπαιγνιών στη συγκεκριμένη αγορά ή τον κλάδο μεταξύ των ίδιων επιχειρήσεων», αν η πρακτική εντάσσεται σε «ένα σύνολο παρόμοιων γνωστοποιήσεων από την επιχείρηση» κ.ο.κ.). Τα προβλήματα αυτά καθίστανται σοβαρότερα αν ληφθεί υπόψη ότι ούτε τα εν λόγω κριτήρια αλλά ούτε το price signaling γενικώς έχουν τύχει επαρκούς νομολογιακής επεξεργασίας.
Πιο σύνθετα ακόμη καθίστανται τα πράγματα με την προβλεφθείσα εξαίρεση ότι η συμπεριφορά εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της νέας διάταξης, εάν αποτελεί «συνήθη εμπορική πρακτική». Το κριτήριο του αν μία πρακτική είναι «συνήθης εμπορική» δεν συναντάται ως λόγος μη εφαρμογής διάταξης στις άλλες περιπτώσεις του α. 1 και του α. 2.