ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2016/343
Υπό το φως της νομολογίας των ευρωπαϊκών και κυπριακών δικαστηρίων
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 400
- ISBN: 978-960-654-007-3
Το έργο «Δικαίωμα παράστασης και τεκμήριο αθωότητας μετά την Οδηγία 2016/343» αποτελεί συνεισφορά της ερευνητικής ομάδας του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα “Enhancing the Right to be Present”.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται και αναλύονται μέσα και από πρόσφατη και κρίσιμη νομολογία (ΕΔΔΑ, ΔικΕΕ και Κυπριακών Δικαστηρίων):
• το δικαίωμα παράστασης και το τεκμήριο αθωότητας μετά την Οδηγία 2016/343 υπό το φως του συγκριτικού δικαίου
• το τεκμήριο αθωότητας στην κυπριακή έννομη τάξη υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/343/ΕΕ
• το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη του ως βασική διαδικαστική ενίσχυση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Επίσης, το έργο περιλαμβάνει και Παράρτημα Νομοθεσίας.
Το βιβλίο απευθύνεται σε φοιτητές, δικαστές, αστυνομικούς και επαγγελματίες και χρησιμεύει, ως εγχειρίδιο καταγραφής υποθέσεων, συνδυάζοντας λεπτομερείς μελέτες εξειδικευμένων πτυχών του νομικού ζητήματος που πραγματεύεται, συγκριτική ανάλυση και επιλογή κυπριακής και ευρωπαϊκής νομολογίας.
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος | Σελ. VII |
Ι. Ανάλυση | |
Α. Εισαγωγή: Δικαίωμα παράστασης και τεκμήριο αθωότητας μετά την Οδηγία 2016/343 υπό το φως του συγκριτικού δικαίου | |
Νικήτας Ε. Χατζημιχαήλ | |
Αναπλ. Καθηγητής Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου | |
1. Ο ρόλος της συγκριτικής προσέγγισης | Σελ. 3 |
2. Περίληψη της Γενικής Έκθεσης / Κειμένου Εργασίας | Σελ. 5 |
2.1. Τεκμήριο αθωότητας | Σελ. 6 |
2.2. Δικαίωμα παράστασης | Σελ. 8 |
3. Αποτελεσματική ενσωμάτωση της Οδηγίας | Σελ. 10 |
Β. Το τεκμήριο αθωότητας στην κυπριακή έννομη τάξη υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/343/ΕΕ | |
Δρ. Κώστας Παρασκευά | |
Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου, Δικηγόρος | |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 14 |
2. Περιεχόμενο | Σελ. 16 |
2.1. Το τεκμήριο αθωότητας κατά την κυπριακή έννομη τάξη | Σελ. 18 |
2.2. Μέτρα δικονομικού καταναγκασμού | Σελ. 21 |
3. Το τεκμήριο της αθωότητας ως διαδικαστική εγγύηση | Σελ. 23 |
3.1. Η κατανομή του βάρους απόδειξης | Σελ. 26 |
3.2. Κρίσεις και σχόλια περί της ενοχής του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης | Σελ. 29 |
3.2.1. Δηλώσεις δημόσιων αξιωματούχων | Σελ. 33 |
3.2.2. Δημοσιότητα που δίδεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης | Σελ. 36 |
3.2.3. Οξεία εκστρατεία του τύπου | Σελ. 37 |
3.3. Εμφάνιση των υπόπτων και των κατηγορουμένων | Σελ. 39 |
3.4. Τεκμήριο της αθωότητας και δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης | Σελ. 41 |
3.4.1. Περιεχόμενο | Σελ. 42 |
3.4.2. Σκοπός του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης | Σελ. 44 |
3.4.3. Δεν είναι απόλυτο δικαίωμα | Σελ. 47 |
4. Το τεκμήριο αθωότητας παραμένει ισχυρό μέχρι το τέλος της ποινικής δίκης | Σελ. 48 |
5. Εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας μετά το τέλος της ποινικής δίκης | Σελ. 50 |
5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 50 |
5.2. Άρθρο 6.2 & 8 της Σύμβασης | Σελ. 51 |
5.3. Προσδιορισμός των συνθηκών υπό τις οποίες παραβιάζεται το Άρθρο 6.2 | Σελ. 51 |
6. Φορείς και αποδέκτες της ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας | Σελ. 54 |
7. Καταληκτικές παρατηρήσεις | Σελ. 55 |
Γ. Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη του ως βασική διαδικαστική ενίσχυση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη | |
Ελένη Μελεάγρου | |
Επιστ. Συνεργάτης Πανεπιστημίου Κύπρου, Δικηγόρος | |
1. Εισαγωγή | Σελ. 57 |
2. Η νομολογία του ΕΔΔΑ | Σελ. 58 |
3. Η Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 - ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας | Σελ. 60 |
4. Κυπριακό Δίκαιο - Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη του | Σελ. 63 |
4.1. Σύνταγμα | Σελ. 63 |
4.2. Republic -v- Demetriades and Another - Η παρουσία κατηγορούμενου είναι δικαίωμα αλλά και υποχρέωση | Σελ. 64 |
4.3. Ποινική Δικονομία - το δικαίωμα παράστασης | Σελ. 65 |
4.4. Πρόσφατη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου | Σελ. 66 |
4.5. Ποινική Δικονομία - κλήτευση | Σελ. 67 |
5. Ενσωμάτωση της Οδηγίας στην κυπριακή έννομη τάξη | Σελ. 68 |
6. Συμπερασματικές παρατηρήσεις | Σελ. 70 |
ΙΙ. Νομολογία | |
Α. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου | |
ΕΔΔΑ απόφ. 19.5.2005, Διαμαντίδης v. Ελλάδας (Νο 2) (Προσφυγή υπ’ αριθ. 71563/01) | Σελ. 73 |
ΕΔΔΑ απόφ. 15.12.2005, Κυπριανού v. Κύπρου (Αίτηση αρ. 73797/01) | Σελ. 83 |
ΕΔΔΑ απόφ. 27.9.2007, Σταυρόπουλος v. Ελλάδας (Προσφυγή αριθ. 35522/04) | Σελ. 123 |
Αποκλίνουσα γνώμη του κ. Δικαστή Jebens | Σελ. 132 |
ΕΔΔΑ απόφ. 25.9.2008, Παραπονιάρης v. Ελλάδας (Προσφυγή αριθ. 42132/06) | Σελ. 135 |
ΕΔΔΑ απόφ. 16.10.2008, Ταλιαδώρου και Στυλιανού v. Κύπρου (Αρ. Αιτήσεων: 39627/05 και 39631/05) | Σελ. 142 |
ΕΔΔΑ απόφ. 18.12.2008, Nerattini v. Ελλάδας (Προσφυγή αριθ. 43529/07) | Σελ. 156 |
ΕΔΔΑ απόφ. 3.5.2011, Γιοσάκης v. Ελλάδας (αριθ.3) (Προσφυγή αριθ. 5689/08) | Σελ. 165 |
ΕΔΔΑ απόφ. 24.5.2011, Κώνστας v. Ελλάδας (Προσφυγή υπ’αρ. 53466/07) | Σελ. 176 |
ΕΔΔΑ απόφ. 31.10.2013, Mosinian v. Ελλάδας (Προσφυγή αριθ. 8045/10) | Σελ. 190 |
Κοινή διαφορετική γνώμη των δικαστών Berro-Lefevre, Σισιλιάνου και mØse | Σελ. 197 |
ΕΔΔΑ απόφ. 30.4.2015, Καπετάνιος και λοιποί v. Ελλάδας (Προσφυγές αριθ.3453/12, 42941/12 και 9028/13) | Σελ. 199 |
ΕΔΔΑ απόφ. 9.6.2016, Σισμανίδης και Σιταρίδης v. Ελλάδας (Προσφυγές αριθ.66602/09 και 71879/12) | Σελ. 225 |
Β. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
ΔΕΕ υπόθ. C‑310/18 PPU, απόφ. της 19.9.2018 ECLI:EU:C:2018:732 | Σελ. 240 |
ΔΕΕ υπόθ. C‑467/18, απόφ. της 19.9.2019 ECLI:EU:C:2019:765 | Σελ. 249 |
ΔΕΕ υπόθ. C‑467/19 PPU, απόφ. της 24.10.2019 ECLI:EU:C:2019:776 | Σελ. 265 |
ΔΕΕ υπόθ. C-688/18, απόφ. 13.2.2020 ECLI:EU:C:2020:94 | Σελ. 273 |
Γ. Κυπριακή Νομολογία | |
Ηρακλέους ν. Δήμου Λεμεσού, (1993) 2 ΑΑΔ 410 | Σελ. 283 |
Αστυνομία v. Φάντη κ.ά. (1994) 2 ΑΑΔ 160 | Σελ. 293 |
Κυριακίδης v. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 485 | Σελ. 301 |
Ψύλλας v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 388 | Σελ. 312 |
Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1 | Σελ. 316 |
Ποταμός v. Alpha Bank Cyprus Ltd (2012) 2 ΑΑΔ 167 | Σελ. 326 |
E.C. Fresh Meat LTD v. Γεωργίου ECLI:CY:AD:2018:B524 | Σελ. 329 |
Superfood LTD v. Μιχαήλ ECLI:CY:AD:2018:B480 | Σελ. 335 |
Mitskevich v. F&Τ Investments Limited κ.ά. ECLI:CY:AD:2019:B102 | Σελ. 338 |
Δημοκρατία v. Ζολώτα κ.ά. ECLI:CY:AD:2019:B526 | Σελ. 347 |
Τρύφωνος v. Αστυνομίας ECLI:CY:AD:2020:B119 | Σελ. 353 |
ΙΙΙ. Παράρτημα Νομοθεσίας | Σελ. 359 |
Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας | Σελ. 361 |
Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών για τα νομοσχέδια «Ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» και «Ο περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» | Σελ. 374 |
Ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018 (Ν. 110(Ι)/2018) | Σελ. 377 |
Ο περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018 (Ν. 111(Ι)/2018) | Σελ. 380 |
Σελ. 1
Ι. Ανάλυση
Α. Εισαγωγή: Δικαίωμα παράστασης και τεκμήριο αθωότητας μετά την Οδηγία 2016/343 υπό το φως του συγκριτικού δικαίου
Νικήτας Ε. Χατζημιχαήλ
Αναπλ. Καθηγητής Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου
Σελ. 3
Η Οδηγία 2016/343 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας («η Οδηγία») αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας τμήμα της λεγόμενης δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, δηλαδή τον πυλώνα σε θέματα ποινικής δικαιοσύνης που στηρίζει τον αναδυόμενο Ευρωπαϊκό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Σκοπός της Οδηγίας είναι να ενισχύσει το δικαίωμα δίκαιης δίκης στις αστυνομικές και ποινικές διαδικασίες, με τον καθορισμό ελάχιστων κοινών κανόνων που καλύπτουν πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης στην δίκη. Ο στόχος της Οδηγίας είναι να εγγυηθεί, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα δικαιώματα τόσο των υπόπτων όσο και των κατηγορουμένων. Ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής δικονομικών εγγυήσεων που παρέχονται από την Οδηγία σε υπόπτους και κατηγορούμενους θα πρέπει να διασφαλίζεται άμεσα σε όλους όσους υπόκεινται στην δικαιοδοσία των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προωθώντας με τον τρόπο αυτό την εμπιστοσύνη μεταξύ των Κρατών Μελών ως προς τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης εκάστου, η Οδηγία διευκολύνει την αμοιβαία αναγνώριση και κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Η σημασία αυτού του σκοπού είναι αδιαμφισβήτητη: πρόκειται για θεμελιώδη στόχο του ενωσιακού δικαίου και σημαντική διάσταση της νομικής και εν γένει ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
1. Ο ρόλος της συγκριτικής προσέγγισης
Η επιλογή της Οδηγίας ως το νομοθετικό μέσο (instrument) αυτού του εγχειρήματος επιτρέπει την βελτιστοποίηση της ενσωμάτωσης των ενωσιακών κανόνων στα εθνικά νομικά συστήματα. Τα αντικείμενα που πραγματεύεται η Οδηγία αγγίζουν τον πυρήνα των εθνικών νομικών παραδόσεων και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στους πολιτικούς και νομικούς θεσμούς εκάστου Κράτους Μέλους, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του δικαστικού σώματος (και ευρύτερα
Σελ. 4
του συστήματος απονομής δικαιοσύνης), αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών, αλλά και πολιτικών θεσμών στον βαθμό που αφορά ορισμένες πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας.
Η επιλογή των ελάχιστων κοινών κανόνων ως το εργαλείο εναρμόνισης της Οδηγίας ήταν η κατάλληλη μέθοδος και επιτρέπει την πιο αποτελεσματική – και αποδοτική – εφαρμογή των προνοιών της Οδηγίας στα εθνικά νομικά συστήματα των Κρατών Μελών, και ιδίως στην καθημερινή αστυνομική και δικαστηριακή πρακτική. Επιτρέπει δε να υπογραμμιστεί η συνταγματική φύση του αντικειμένου. Στην σύγχρονη Δυτική νομική παράδοση, η ποινική διαδικασία είχε μια πολύ ισχυρή συνταγματική διάσταση και συνδέεται αδιάρρηκτα με τον συνεχή λόγο-συζήτηση (discourse) περί θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το συνταγματικό δίκαιο και ιδίως το σκέλος των θεμελιωδών δικαιωμάτων συχνά περιέχει τόσες υποθέσεις που αφορούν σε ποινικές διαδικασίες ώστε να μην μπορεί να διδαχθεί αποτελεσματικά παρά μόνο παράλληλα με μαθήματα ποινικής δικονομίας. Συνεπώς, το εθνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο συνδέεται αδιάρρηκτα τόσο με την εθνική συνταγματική παράδοση όσο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η ιεραρχική δογματική σκέψη που απαιτείται για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων δεν θα πρέπει να επισκιάσει τις πτυχές συγκριτικού δικαίου που εμπλέκονται. Ελάχιστα αντικείμενα μπορούν να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά από την ποινική διαδικασία για να εξηγήσουμε σε φοιτητές, και νομικούς, την ετερότητα αλλά και τις λειτουργικές ομοιότητες των δικαιικών συστημάτων που συγκροτούν την Ευρωπαϊκή νομική παράδοση – αλλά και για την αντιδιαστολή των θεμελιωδών αξιών και ιδεολογιών της κοινής Ευρωπαικής νομικής παράδοσης από «εξωτερικά» νομικά συστήματα και παραδόσεις. Η ποινική διαδικασία βρίσκεται στην καρδιά του νομικού συστήματος, πραγματικά στην καρδιά της σχέσης μεταξύ δικαίου και κοινωνίας. Ουδείς μπορεί να αντιληφθεί την λειτουργία του δικαιώματος παράστασης χωρίς την δικαιοσυγκριτική εκτίμηση αφενός μεν της ετερότητας μεταξύ, αφετέρου δε των εγγενών εσωτερικών δυναμικών, των δικαιικών συστημάτων.
Ταυτόχρονα, η στρατηγική ενσωμάτωσης την οποία και υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση για την παρούσα Οδηγία απαιτεί ένα βαθμό επαγρύπνησης προκειμένου να διακριβωθεί, αφενός, αν η Οδηγία έχει πλήρως ενσωματωθεί στο θετικό δίκαιο, και αφετέρου, κατά πόσο η de jure ενσωμάτωση παράγει de facto αποτελέσματα. Δηλαδή, σε επίπεδο μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να εξεταστεί η επίδραση της Οδηγίας τόσο στο επίσημο δίκαιο (law in books) όσο και στην δικαιική πραγματικότητα (law in action).
Μια τέτοια συγκριτική μελέτη επιχειρήθηκε από τους συγγραφείς αυτού του βιβλίου, ως γενική έκθεση στο πλαίσιο του προγράμματος PRESENT και στην βάση των εθνικών εισηγήσεων όσον αφορά τα καθεστώς στα έξι Κράτη Μέλη (Βουλγαρία, Ρουμανία, Κύπρος, Αυστρία, Πορτογαλία, Σλοβακία) των εταίρων του προγράμματος, πριν και μετά την ενσωμάτωση της
Σελ. 5
Οδηγίας). Στην συγκριτική αυτή ανάλυση εκπροσωπούνται έτσι όλες οι μείζονες νομικές παραδόσεις που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Κοινοδίκαιο (Κύπρος) και Ηπειρωτικές (οι υπόλοιπες χώρες), συπεριλαμβανομένης της Ρομανικής (Πορτογαλία), Γερμανικής (ιδίως Αυστρία) και των Κεντροευρωπαϊκών και Ανατολικοευρωπαϊκών παραλλαγών. Έχουμε χώρες με μακρά συνεχή παράδοση στην ποινική διαδικασία, που αναπτύχθηκε πολύ πριν την νομική συζήτηση περί «θεμελιωδών δικαιωμάτων» (λ.χ. Πορτογαλία), χώρες με νεαρά νομικά συστήματα που υιοθέτησαν πλήρως την δογματική γύρω από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή ακόμη και το λεκτικό της Σύμβασης (λ.χ. Κύπρος), και χώρες των οποίων το νομικό και δικαστηριακό σύστημα εξαναγκάστηκε δις σε ριζικό μετασχηματισμό, πρώτα με την έλευση και μετά με την πτώση του Κομμουνισμού.
2. Περίληψη της Γενικής Έκθεσης / Κειμένου Εργασίας
Το Κείμενο Εργασίας PRESENT (PRESENT Paper) και η Γενική Έκθεση στην οποία οδήγησε, απορρέουν από την συγκριτική εξέταση έξη εθνικών εκθέσεων από ποικίλα Κράτη Μέλη: Βουλγαρία, Ρουμανία, Κύπρος, Αυστρία, Πορτογαλία, Σλοβακία, οι οποίες αντλούν τα δεδομένα τους από την εξέταση εθνικής νομοθεσίας πριν και μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας. Στην συγκριτική αυτή ανάλυση εκπροσωπούνται όλες οι μείζονες νομικές παραδόσεις που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Κοινοδίκαιο (Κύπρος) και Ηπειρωτικές (οι υπόλοιπες χώρες), συμπεριλαμβανομένης της Ρομανικής (Πορτογαλία), Γερμανικής (ιδίως Αυστρία) και των Κεντροευρωπαϊκών και Ανατολικοευρωπαϊκών παραλλαγών. Έχουμε χώρες με μακρά συνεχή παράδοση στην ποινική διαδικασία, που αναπτύχθηκε πολύ πριν την νομική συζήτηση περί «θεμελιωδών δικαιωμάτων» (λ.χ. Πορτογαλία), χώρες με νεαρά νομικά συστήματα που υιοθέτησαν πλήρως την δογματική γύρω από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή ακόμη και το λεκτικό της Σύμβασης (λ.χ. Κύπρος), και χώρες των οποίων το νομικό και δικαστηριακό σύστημα εξαναγκάστηκε δις σε ριζικό μετασχηματισμό, πρώτα με την έλευση και μετά με την πτώση του Κομμουνισμού.
Σε ορισμένες από αυτές τις χώρες, Αυστρία και Σλοβακία, οι εθνικές αρχές θεώρησαν πως το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που προβλέπεται στην Οδηγία ήταν ήδη κατοχυρωμένο από την εθνική τους νομοθεσία. Στην Ρουμανία, οι εθνικές αρχές δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ως προς την ανάγκη ή μη τροποποιήσεων στην εθνική τους νομοθεσία. Η Βουλγαρία εισήγαγε μικρές τροποποιήσεις αναφορικά με το δικαίωμα παράστασης. Η Πορτογαλία υπήρξε υπερήμερη ως σήμερα ως προς την υποχρέωση μεταφοράς της Οδηγίας, ενώ η Κύπρος εισήγαγε αριθμό σημαντικών προνοιών στην υφιστάμενη νομοθεσία σε συμμόρφωση με πολλές πτυχές της Οδηγίας αλλά όχι ως προς το δικαίωμα παράστασης.
Σελ. 6
2.1. Τεκμήριο αθωότητας
Το πρώτο μέρος του Κειμένου Εργασίας (ενότητες 2 και 3) εξετάζει τις κρίσιμες πτυχές και τους κανόνες που περικλείονται στην έννοια του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο και αναλύεται στα συστατικά του μέρη. Η Ενότητα 2 αναλύει τα επιμέρους συστατικά μέρη του τεκμηρίου αθωότητας (καθαυτό τεκμήριο αθωότητας, 2.1· δημόσιες αναφορές για την ενοχή του προσώπου, 2.2· εμφάνιση υπόπτων / κατηγορουμένων, 2.3· βάρος απόδειξης, 2.4· δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα της μη-αυτοενοχοποίησης, 2.5). Η Ενότητα 3 αναπτύσσει τις συγκριτικές μας παρατηρήσεις επί του εν λόγω θέματος.
Το καθεαυτό τεκμήριο αθωότητας (άρθρα 1 και 3 της Οδηγίας) διασφαλίζεται τόσο για τους υπόπτους όσο και για τους κατηγορούμενους είτε μέσω διατάξεων που υπάρχουν στα Συντάγματα και στους Κώδικες Ποινικής Δικονομίας (Αυστρία, Κύπρος), είτε μονομερώς στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ρουμανία, Σλοβακία, Πορτογαλία). Στην περίπτωση της Ρουμανίας, η προτεινόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας αποβλέπει στην ενίσχυση των υφισταμένων διασφαλίσεων του τεκμηρίου αθωότητας. Στην δε Βουλγαρία, δικονομικός όρος του «ύποπτου» δεν υφίσταται, εξ ου και το τεκμήριο της αθωότητας διασφαλίζεται μόνο για όσους κατηγορούνται επισήμως για ένα έγκλημα.
Όσον αφορά τις δημόσιες αναφορές στην ενοχή των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρα 4 και 10 της Οδηγίας), η Κύπρος φαίνεται να είναι η μόνη από τις έξη χώρες των εταίρων της κοινοπραξίας PRESENT, η οποία προσέθεσε στην νομοθεσία της πρόνοια με σκοπό την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 4, αν και θα πρέπει να σημειωθεί πως στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο δεν έχει περιληφθεί διάταξη που να προνοεί για ένδικη θεραπεία, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4.2 και 10 της Οδηγίας. Επί του παρόντος, έχει κατατεθεί αλλά εκκρεμεί η ψήφιση σχετικής νομοθετικής πρόνοιας από το Ρουμανικό Κοινοβούλιο. Η ισχύουσα αυστριακή νομοθεσία προβλέπει αποζημίωση μόνο σε περίπτωση παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά όχι από τις εθνικές αρχές. Γενικότερα, η απαγόρευση των δημόσιων αναφορών στην ενοχή υπαγορεύεται από τη θεμελιώδη αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία και παραβιάζεται σε περίπτωση ύπαρξης σχετικών δημοσίων αναφορών. Εξ ου και φαίνεται πως η απαγόρευση δημοσίων αναφορών υπήρξε η πτυχή εκείνη του τεκμηρίου αθωότητας όπου δεν υπήρξε ανάγκη νομοθετικής μεταρρύθμισης προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση με την Οδηγία.
Ένας άλλος τομέας όπου και υφίστατο – και εξακολουθεί να υφίσταται – ανάγκη περαιτέρω προσπάθειας είναι το ζήτημα της εμφάνισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 5 της Οδηγίας): ορισμένα αλλά όχι όλα τα Κράτη Μέλη που εξετάζονται στην μελέτη έχουν συμμορφωθεί με την υποχρέωση ότι «oι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αποφεύγουν να εμφανίζουν τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους ως ενόχους, είτε στο δικαστήριο είτε δημόσια, μέσω της εφαρμογής μέτρων σωματικού περιορισμού» (σκ. 20 της Οδηγίας) και να λαμβάνουν αναλόγως τα «κατάλληλα μέτρα». Η νομοθετική πρόνοια που βρίσκεται ενώπιον του ρουμανικού κοινοβουλίου θα αποτελέσει, εφόσον ψηφιστεί, αποτελεσματική μεταφορά της Οδηγίας ως προς αυτό το σημείο. Στην Αυστρία, ο κατηγορούμενος συνοδεύεται από φύλακα (§ 239 StPO) μόνο όταν εκείνος τελεί υπό κράτηση (Untersuchungshaft)· υπό
Σελ. 7
οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις δεν εφαρμόζονται χειροπέδες στο Δικαστήριο. Στη Βουλγαρία, η νομοθεσία ορίζει ότι σε κάθε περίπτωση τα μέτρα σωματικού περιορισμού πρέπει να είναι κατάλληλα και αναγκαία, ωστόσο στην πράξη η προϋπόθεση αυτή σπάνια τηρείται όταν πρόκειται για δίκες υψηλού δημόσιου συμφέροντος.
Η ορθή μεταφορά της Οδηγίας θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι το βάρος απόδειξης το φέρουν όλες οι Αρχές που εμπλέκονται στη διερεύνηση και στη δίωξη αξιόποινων πράξεων. Η αιτιολογική σκέψη (23) υπογραμμίζει αφενός την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του αντιθετικού/συζητητικού και του εξεταστικού/ανακριτικού συστήματος, επισημαίνοντας ότι, στα κράτη μέλη που εφαρμόζεται το έτερο, το βάρος της απόδειξης πρέπει επίσης να βαρύνει τους δικαστές, τα αρμόδια δικαστήρια, καθώς και την εισαγγελική αρχή. Ιδιαίτερα στα κράτη όπου ισχύει το αντιθετικό/συζητητικό σύστημα, το βάρος της απόδειξης φέρει σαφώς η εισαγγελική αρχή. Αυτό ισχύει για την Κύπρο, όπου το βάρος απόδειξης καθορίζεται, πέραν της νομοθετικής πρόνοιας, από την νομολογία, η οποία παράγει δεσμευτικό αποτέλεσμα επί των ζητημάτων αυτών και καταδεικνύει ότι η εισαγγελία φέρει το βάρος της απόδειξης στις ποινικές υποθέσεις. Ομοίως, σύντομες αναφορές καταδεικνύουν, στην Βουλγαρία και την Πορτογαλία ότι ο Εισαγγελέας φέρει το βάρος της απόδειξης, και στην Ρουμανία και της Σλοβακία ότι η εισαγγελία φέρει την συνολική ευθύνη απόδειξης της υπόθεσης. Η αυστριακή νομοθεσία προβλέπει ότι ο εισαγγελέας έχει καθήκον να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία (Anklagegrundsatz) και ότι πρέπει να εκδοθεί αθωωτική ετυμηγορία, αν υπάρχει αμφιβολία για το εάν ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει το έγκλημα. Επιπλέον, η αναφορά της Αυστρίας δείχνει ότι το ζήτημα σχετίζεται με την αρχή της αμεροληψίας που εφαρμόζεται στις εισαγγελικές αρχές, καθόσον η αρχή του in dubio pro reo είναι σαφώς εδραιωμένη στον ποινικό κώδικα της χώρας.
Το δικαίωμα της σιωπής και το δικαίωμα της μη-αυτοενοχοποίησης (άρθρο 7 της Οδηγίας) αποτελούν αμφότερα σημαντικές πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας τόσο για υπόπτους όσο και για κατηγορούμενους (αιτιολογικές σκέψεις 24-26). Η Κύπρος έχει μεταφέρει πλήρως τις πρόνοιες της Οδηγίας στην εθνική της νομοθεσία, και συγκεκριμένα τόσο στον νόμο περί Ποινικής Δικονομίας όσο και στον «περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που συλλαμβάνονται και Προσώπων που τελούν υπό κράτηση» Νόμο του 2005, αν και τα δικαιώματα αυτά τύγχαναν ήδη πλήρους προστασίας στην βάση πάγιας νομολογίας. Βουλγαρία, Ρουμανία, Αυστρία, Σλοβακία και Πορτογαλία περιέλαβαν ήδη αντίστοιχες διατάξεις στην εθνική τους νομοθεσία που διασφαλίζουν τα δικαιώματα αυτά. Ωστόσο, μόνο στην Ρουμανική και Βουλγαρική νομοθεσία δηλώνεται ρητά ότι η σιωπή δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο εναντίον των κατηγορουμένων, ενώ στην Αυστριακή νομολογία επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη, υπό κάποιες συνθήκες, η σιωπή του κατηγορουμένου ως προς τις κατηγορίες που τον βαρύνουν.
Συνιστάται συνεπώς σε όλες τις χώρες να συμπεριλάβουν σαφείς διατάξεις που να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Οδηγίας (Άρθρο 7(5)), προκειμένου η άσκηση του δικαιώματος σιωπής και μη αυτό-ενοχοποίησης από τον ύποπτο / κατηγορούμενο να μην χρησιμοποιείται εναντίον τους ως ένδειξη διάπραξης ποινικού αδικήματος.
Σελ. 8
2.2. Δικαίωμα παράστασης
Το δεύτερο μέρος της έκθεσης (ενότητες 4 και 5) αφορά στο δικαίωμα παράστασης. Ειδικότερα, η Ενότητα 4 παρέχει μια ουσιαστική επισκόπηση της κατάστασης των υποθέσεων σε κάθε χώρα, με έμφαση στο νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν και μετά την μεταφορά των κανόνων της Οδηγίας. Η ενότητα 5 εμβαθύνει περαιτέρω, καταγράφοντας τρεις κύριες πτυχές: ειδοποίηση (5.3), ερημοδικία (5.4), και θεραπείες όπως το δικαίωμα σε νέα δίκη (5.6). Κάθε υπο-ενότητα περιλαμβάνει συγκριτικές παρατηρήσεις και εξέταση των βέλτιστων πρακτικών, όπως αυτές προκύπτουν από την μελέτη μας.
Το δικαίωμα παράστασης σε δίκη κατοχυρώνεται στη νομοθεσία και των έξι χωρών. Η μεταφορά της Οδηγίας οδήγησε μόνο σε μικρές τροποποιήσεις ή προτεινόμενες τροποποιήσεις (Βουλγαρία, Ρουμανία). Στην Κύπρο, ο νομοθέτης προτίμησε να διατηρήσει το ισχύον σύστημα, το οποίο θεμελιώνεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή (και αποτρέπει δίκες ερήμην), αντί να προβλέψει νομοθετικά συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να διεξαχθεί δίκη ερήμην του κατηγορουμένου. Το επιχείρημα του Κύπριου νομοθέτη είναι ότι η δικανική κρίση του δικαστηρίου θα συμβάλει στην καλύτερη συμμόρφωση με την Οδηγία στο θέμα αυτό. Τα λίγα ζητήματα προκύπτουν κατά την εφαρμογή της Οδηγίας στη Βουλγαρία έχουν σχέση με την κατάλληλη ειδοποίηση / κλήτευση προς τους κατηγορούμενους και μπορούν εύκολα να αντιμετωπιστούν, ειδικά τώρα που εντοπίστηκαν χάρη και στις μελέτες του PRESENT. Στην περίπτωση της Πορτογαλίας, ωστόσο, όπου δεν έχει ακόμη μεταφερθεί η Οδηγία, η υφιστάμενη νομοθεσία φαίνεται να υποφέρει από σημαντικές αδυναμίες διασφάλισης του δικαιώματος παράστασης, αφού δεν υπάρχει καμία έννομη προστασία για την παράβασή της. Παρόλο που αναφέρεται ότι η παρουσία του κατηγορούμενου είναι «υποχρεωτική», η ερήμην εκδίκαση επιτρέπεται όταν ο κατηγορούμενος «απουσιάζει αδικαιολόγητα», πράγμα που αποτελεί μια αόριστη και ασαφή αναφορά ως προς τις προϋποθέσεις ερήμην διεξαγωγής της δίκης. Η εθνική έκθεση της Πορτογαλίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παρουσιάζονται συναφή προβλήματα αναφορικά με την κατάλληλη κλήτευση του κατηγορουμένου σε ποινικές υποθέσεις και επίσης με την ημερομηνία της ακρόασης μεταξύ των άλλων. Ενδεχομένως ο πορτογάλος νομοθέτης θα μπορούσε να επωφεληθεί από το παράδειγμα της αυστριακής ή βουλγαρικής εναρμόνισης δια της εισαγωγής νομοθετικών διατάξεων.
Οι εθνικές εκθέσεις του προγράμματος PRESENT παρέχουν λεπτομερείς και ανεκτίμητες πληροφορίες σχετικά με την προστασία του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη, τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να επιτραπεί μια ερήμην ποινική δίκη καθώς και τη δυνατότητα επανάληψης της δίκης ως θεραπεία παραβίασης του δικαιώματος αυτού. Γενικά, οι βασικές απαιτήσεις της Οδηγίας φαίνεται να πληρούνται σε εθνικό επίπεδο (με εξαίρεση την Πορτογαλία) και υφίστανται επαρκείς νομοθετικές διατάξεις (ή/και νομολογία) σχετικά με την επίσημη κλήτευση του υπόπτου / κατηγορουμένου στη διαδικασία, την παροχή κατάλληλων πληροφοριών σχετικά με τις κατηγορίες που τον βαρύνουν, τις συνέπειες της απουσίας του, το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο και τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να διεξαχθεί δίκη ερήμην του κατηγορουμένου. Από την επισκόπηση των εκθέσεων και την δικαιοσυγκριτική εθνικής νομοθεσίας και νομολογίας (στο βαθμό που καθίστανται
Σελ. 9
διαθέσιμες και σαφείς), προέκυψαν ορισμένες παρατηρήσεις και συστάσεις που αφορούν στην τη συμμόρφωση με την Οδηγία και τις βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες και παρατίθενται εδώ.
Όσον αφορά την ειδοποίηση του ύποπτου / κατηγορουμένου, οι διατάξεις που ρυθμίζουν την ορθή κλήτευση, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαραίτητων πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιηθούν στον κατηγορούμενο, διαφέρουν έτσι ώστε να απαιτηθούν ενδεχομένως τροποποιήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική συμμόρφωση με την Οδηγία. Τα μέσα επίδοσης και το περιεχόμενο της κλήτευσης, όπως λεπτομερώς προβλέπονται από την ισχύουσα βουλγαρική νομοθεσία, αποτελούν μια ορθή προσέγγιση που είναι σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα της Οδηγίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόνοια για την «επιμελή αναζήτηση» καθώς και την τελική εκτίμηση των δικαστηρίων σχετικά με την ορθή κλήτευση του κατηγορουμένου. Ομοίως, η βουλγαρική προσέγγιση για την κλήτευση κατηγορουμένων εκτός της επικράτειάς τους φαίνεται να λαμβάνει υπόψη τόσο το διεθνές δίκαιο όσο και το δίκαιο της ΕΕ. Άλλες χώρες θα πρέπει επίσης να προβλέπουν την έννοια της επιμελούς αναζήτησης ή των εύλογων προσπαθειών για τον εντοπισμό των κατηγορουμένων, αλλά και αυστηρότερες διαδικασίες όσον αφορά το αποδεικτικό κλήτευσης. Τα περισσότερα Κράτη Μέλη θα πρέπει να εισάγουν σαφείς διατάξεις σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους ο κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί ρητά και χωρίς αμφιβολία από το δικαίωμά του να παρίσταται στη δίκη του, κάτι που προβλέπεται ήδη από την αυστριακή νομοθεσία.
Όσον αφορά την δίκη απουσία του κατηγορουμένου, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβακία έχουν νομοθετικές διατάξεις που συμμορφώνονται με τις γενικές απαιτήσεις της οδηγίας σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να διεξαχθεί δίκη απουσία του κατηγορουμένου χωρίς να παραβιάζεται το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Το σκεπτικό αυτών των διατάξεων είναι ότι παρόλο που η παρουσία του κατηγορουμένου είναι υποχρεωτική ιδιαίτερα στις περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων, το δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια όπως προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης ερήμην του κατηγορούμενου εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Ορισμένες πρακτικές που μπορούν να επισημανθούν:
α. Η απαίτηση της Βουλγαρικής νομοθεσίας για την «επιμελή αναζήτηση» προς εντοπισμό του κατηγορουμένου, πριν επιτραπεί η ερήμην ποινική δίκη.
β. Η προϋπόθεση που αναφέρθηκε ποικιλοτρόπως από αρκετούς εταίρους, σχετικά με την ορθή ειδοποίηση και τις επαρκείς πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στον κατηγορούμενο, εξασφαλίζοντας έτσι θα είναι εν γνώσει όλου του πραγματικού που φέρει συνάφεια προς τις κατηγορίες που τον βαρύνουν, τις συνέπειες που αυτές θα επιφέρουν καθώς και ζητήματα που αφορούν την ημερομηνία, τόπο κλπ. της ακρόασης.
γ. Η δυνατότητα, όπως αναφέρεται σε ορισμένες εκθέσεις, να παρασχεθεί εντολή σε δικηγόρο όπως εμφανιστεί αντί του πελάτη του στην εκδίκαση.
Σελ. 10
δ. Η αυστριακή πρακτική για την διασφάλιση ότι έχει λάβει χώρα ακρόαση του κατηγορουμένου κατά το προκαταρτικό στάδιο (ανάκριση) της διαδικασίας και ότι οι καταθέσεις είναι διαθέσιμες κατά την παραπομπή στο δικαστήριο.
ε. Να επιτραπεί στον κατηγορούμενο να ζητήσει ρητά να δικασθεί ερήμην, αλλά να μπορεί να θεωρηθεί η αδικαιολόγητη απουσία του σε ορισμένες περιστάσεις ως ισοδυναμούσα με σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα παράστασης.
Εκτός από τις παραπάνω πρακτικές, φαίνεται ότι σε όλες τις χώρες το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσον είναι σκόπιμο, χάριν δικαιοσύνης, να προχωρήσει σε δίκη ερήμην του κατηγορουμένου. Ομοίως, τα δικαστήρια μπορούν να διατάξουν τον κατηγορούμενο να παραστεί. Αυτή η άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αν και δεν προβλέπεται ρητά από την Οδηγία, μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσθετος μηχανισμός διασφάλισης για την προστασία του δικαιώματος παράστασης και ιδιαίτερα εάν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις ειδικές συνθήκες που απαριθμούνται στις επιμέρους εθνικές νομοθεσίες.
Όσον αφορά τα έννομα μέσα και θεραπείες και το δικαίωμα σε νέα δίκη, η διαφαίνεται συναίνεση μεταξύ της νομοθεσίας όλων των Κρατών Μελών που εξετάστηκαν ως προς το ότι, στην περίπτωση καταδίκης προσώπου κατά παράβαση του δικαιώματος παράστασης, ο καταδικασθείς δικαιούται σε κάποιας μορφής επαναφοράς της ποινικής διαδικασίας. Η βέλτιστη πρακτική καταδεικνύει σαφώς πως η επανέναρξη ή επανεξέταση είναι δυνατές μόνο εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες, νομοθετικά καθοριζόμενες, προϋποθέσεις. Η ρουμανική νομοθεσία ορίζει ρητά ότι η προθεσμία υποβολής αίτησης επανέναρξης αρχίζει να τρέχει από την στιγμή που ο καταδικασθείς ενημερώνεται επισήμως ότι έχει κινηθεί υπόθεση εναντίον του. Αυτή η διάταξη φαίνεται να είναι εκείνη που συνάδει περισσότερο με την πρόνοια της Οδηγίας.
Σημειώνεται ότι η Οδηγία ορίζει πως, στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη προχωρήσουν στη διεξαγωγή δικών ερήμην υπό προϋποθέσεις, τότε πρέπει ακολούθως να διασφαλιστεί ότι οι κατηγορούμενοι να λαμβάνουν γνώση της απόφασης, ειδικότερα όταν εκείνοι συλλαμβάνονται και επίσης να λαμβάνουν επίσης γνώση της δυνατότητας να προσβάλουν την απόφαση και του δικαιώματος να ζητήσουν νέα δίκη ή να ασκήσουν άλλο μέσο ένδικης προστασίας (άρθρο 8.4). Τα Κράτη Μέλη των εταίρων του PRESENT θα πρέπει να συμπεριλάβουν τις σχετικές διατάξεις στην νομοθεσία τους προκειμένου να συμμορφωθούν με την Οδηγία και να διευκρινίσουν τις προθεσμίες που διαθέτουν οι καταδικασθέντες προκειμένου να κάνουν χρήση έννομης προστασίας σε περίπτωση παραβίασης του δικαιώματός τους να είναι παρόντες κατά την εκδίκαση της υπόθεσής τους.
3. Αποτελεσματική ενσωμάτωση της Οδηγίας
Τα Κράτη Μέλη ήταν υποχρεωμένα να διασφαλίσουν την συμμόρφωση του εσωτερικού τους δικαίου προς την Οδηγία και, αν αυτό ήταν αναγκαίο, να προβούν στις απαιτούμενες τροποποιήσεις του δικαίου τους μέχρι την 1 Απριλίου 2018. Ωστόσο, περισσότερο από ένα έτος μετά την πάροδο της προθεσμίας, η διαδικασία εναρμόνισης δεν είχε ολοκληρωθεί στα 28
Σελ. 11
Κράτη Μέλη. Έτι περαιτέρω, η αποτελεσματική ενσωμάτωση δεν είναι πρωτίστως θέμα νομοθετικό.
Αφενός, η νομοθεσία δεν είναι πάντοτε αρκετή. Πολλά Κράτη Μέλη μετέφεραν αυτολεξεί το κείμενο της Οδηγίας στην εσωτερική τους νομοθεσία – αλλά θα πάρει χρόνο και επίμονους κύκλους αναστοχασμού προτού οι νέοι κανόνες ενσωματωθούν πραγματικά στο νομικό σύστημα. Σε άλλα Κράτη Μέλη, οι εθνικές αρχές θεώρησαν πως το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που προβλέπεται στην Οδηγία ήταν ήδη κατοχυρωμένο από την εθνική τους νομοθεσία.
Στην περίπτωση της Κύπρου, ναι μεν έχουν εισαχθεί περίπου αυτολεξί οι πρόνοιες της Οδηγίας ως προς το δικαίωμα ακρόασης ωστόσο η κυπριακή νομολογία έχει εν πολλοίς ήδη θεμελιωθεί στις σχετικές πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κατά συνέπεια οι νέες πρόνοιες έχουν κυρίως επιβεβαιωτικό χαρακτήρα.
Η αναποτελεσματικότητα της πραγματικής εφαρμογής οδήγησε ορισμένους νομικούς, ιδίως σε κεντροευρωπαϊκές χώρες, να υποστηρίξουν την ανάγκη θέσπισης Κανονισμού αντί για Οδηγία: ανεξάρτητα από τις τυχόν περιπλοκές όσον αφορά το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και την αρχή της επικουρικότητας, μια τέτοια απόπειρα θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, ακριβώς γιατί δεν θα λάμβανε υπόψη ό,τι αναφέρθηκε πιο πάνω, αλλά και γιατί το πρόβλημα συχνά δεν είναι η διατύπωση της διάταξης αλλά η εφαρμογή της και η πρόσληψή της από τους εφαρμοστές του δικαίου (δικαστές, δικηγόρους αλλά και διωκτικές και ανακριτικές αρχές).
Αφετέρου, το γεγονός πως η ενωσιακή ρύθμιση αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και συγκερασμό συμφερόντων και αντιλήψεων, οδηγεί σε ορισμένες περιπτώσεις στην αντίρροπη κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Κύπρου, όπου ο σωματικός (physical) σύνδεσμος του κατηγορουμένου με το forum αποτελεί προϋπόθεση για την διεξαγωγή της κακουργηματικής διαδικασίας, θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι δικαστές είναι πιθανότερο να επιμείνουν σε υψηλότερο επίπεδο απαιτήσεων ως προς την διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου προκειμένου να συνεχιστεί η δίκη του εφόσον συνεχίσουν να ακολουθούν τους κανόνες του αγγλικού Κοινοδικαίου, απ’ ό,τι αν θεωρήσουν πως δεσμεύονται από έναν νομοθετικό κανόνα που μεταφέρει το άρθρο 8 της Οδηγίας και δείχνει να επιβάλει ερήμην δίκη σε κάποιες περιπτώσεις. Την θέση αυτή υποστήριξε το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την συζήτηση ενώπιον της Βουλής και φαίνεται πως έπεισε τον κύπριο νομοθέτη ώστε να μην υιοθετηθεί η πρόνοια την οποία είχε προτείνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και η Νομική Υπηρεσία, με την οποία απλώς εισαγόταν στον περί Ποινικής
Σελ. 12
Δικονομίας Νόμο μια ακόμη διάταξη, μεταξύ Άρθρου 3 και Άρθρου 4, η οποία και υιοθετούσε την πρόνοια του άρθρου 8(2) της Οδηγίας επιτρέποντας στο δικαστήριο «να διεξάγει συνοπτική δίκη ερήμην του κατηγορουμένου, μετά από αίτημα είτε της κατηγορούσας αρχής ή του κατηγορουμένου αυτοπροσώπως ή του δικηγόρου που τον εκπροσωπεί, εφόσον το αδίκημα δεν τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη του ενός έτους, και να αποφασίζει περί της ενοχής του ή μη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός: 1. έχει ενημερωθεί εγκαίρως σχετικά με τον καθορισμό ημερομηνίας ακρόασης της υπόθεσής του και τις συνέπειες της μη παράστασής του στο δικαστήριο την καθορισμένη ημερομηνία, ή 2. αφού ενημερώθηκε για τη δίκη, θα εκπροσωπείται από δικηγόρο». Ανεξαρτήτως του πόσο τιμά τους πρωτόδικους δικαστές, και μάλιστα εν όψει της παράδοσης του Κοινοδικαίου, να θεωρούν οι ιεραρχικώς ανώτεροι δικαστές πως η ύπαρξη αυτής της ευχέρειας στα χέρια τους θα αποτελούσε κίνδυνο είτε για τους ίδιους, είτε για τα δικαιώματα ορισμένων κατηγορουμένων, η εμπειρία επί του εδάφους συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρο πως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πειστεί για την πλήρη συμμόρφωση της Κύπρου με τις επιταγές της Οδηγίας.
Στην πραγματικότητα, το ζήτημα εκείνο για το οποίο η ανάγκη αναθεώρησης της κυπριακής πρακτικής υπό το φως της Οδηγίας είναι πιο έντονη ήταν ακριβώς το σημείο του άρθρου 3Β για το οποίο υπήρξε η εντονότερη συζήτηση, τόσο στο στάδιο της νομοθετικής προπαρασκευής, όσο και ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών και αφορά τον κατάλογο των δημόσιων αρχών των οποίων οι δημόσιες δηλώσεις με αναφορές στην ενοχή προσώπων επιφέρουν έννομες συνέπειες. Η ίδια η Οδηγία δεν παρέχει ενδεικτική, πολλώ δε μάλλον εξαντλητική, αναφορά τέτοιων αρχών, σε αντιδιαστολή με την κυπριακή εναρμονιστική νομοθεσία η οποία και ενδέχεται να υπερβάλει προς μία κατεύθυνση ενώ εξαιρεί καθολικά τους κοινοβουλευτικούς, κάτι θεμιτό μεν επί της αρχής αλλά προβληματικό πολλές φορές στην πράξη, σύμφωνα και με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Στο πλαίσιο του προγράμματος
Στην πραγματικότητα, δεδομένης της σημασίας του αντικειμένου της Οδηγίας και του πόσο βαθιά αγγίζει τον πυρήνα των εθνικών νομικών συστημάτων και της καθημερινής πρακτικής, ενσωμάτωση και αξιολόγηση πρέπει να λειτουργήσουν με τρόπο κυκλικό:
• η αξιολόγηση οδηγεί σε ενσωμάτωση,
Σελ. 13
• Παράλληλα είναι σημαντικός ο ρόλος «ηπίων» εργαλείων όπως εκπαιδευτικές δραστηριότητες, προώθηση του διαλόγου και της διαφάνειας – τόσο εντός όσο και μεταξύ των νομικών συστημάτων των Κρατών Μελών – και ιδίως ο εντοπισμός αλλά και η επακόλουθη «κοινοκτημοσύνη» καλών πρακτικών.
Εν κατακλείδι, η βέλτιστη ενσωμάτωση της Οδηγίας, η ενίσχυση του δικαιώματος να είναι κανείς πραγματικά παρών και η διασφάλιση των δικονομικών δικαιωμάτων απαιτεί βαθύτερο στοχασμό ως προς τα ίδια τα νομικά συστήματα και εν γένει τα συστήματα απονομής δικαιοσύνης.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να βοηθηθεί από «ήπια» και «αυστηρά» εργαλεία. Η ευρύτατη δυνατή διάχυση πληροφόρησης, παιδείας και βιωματικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων αποτελεί εμφανή στρατηγική. Βιώσιμη επικοινωνία μεταξύ των νομικών συστημάτων είναι επίσης σημαντική: επιτρέπει σε δικαστές, δικηγόρους και διαμορφωτές πολιτικής – όπως επέτρεψε στους ειδικούς που συμμετέχουν στο πρόγραμμα PRESENT – να ανταλλάξουν ιδέες, να μοιραστούν καλές πρακτικές και να διαμορφώσουν κοινές νομικές ιδέες. Η Οδηγία ήρθε σε ένα νομικό τοπίο με διάφορες εθνικές, ή και περιφερειακές, αντιλήψεις και παγιωμένες πρακτικές. Μπορεί να μοιραζόμαστε τις ίδιες θεμελιώδεις αξίες αλλά οι ποινικές διαδικασίες συχνά απαιτούν την στάθμιση ανταγωνιστικών συμφερόντων – και δικαιωμάτων – που δημιουργεί τις δικές της προκλήσεις. Ο νομοθέτης, ίσως, και ο δικαστής, σίγουρα, αντιμετωπίζει μια περίπλοκη αποστολή.
Β. Το τεκμήριο αθωότητας στην κυπριακή έννομη τάξη υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/343/ΕΕ
Δρ. Κώστας Παρασκευά
Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου, Δικηγόρος
Σελ. 14
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Το τεκμήριο αθωότητας συνιστά μία από τις αδιαπραγμάτευτες συνιστώσες της έννοιας του κράτους δικαίου και αποτελεί, παράλληλα, κορυφαία κατάκτηση του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού στο νευραλγικό τομέα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος κατοχυρώνει ρητώς στην κυπριακή έννομη τάξη το τεκμήριο της αθωότητας που όπως πολύ εύστοχα έχει λεχθεί συνιστά το έμβλημα της ελευθερίας του ατόμου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, κάθε άτομο το οποίο κατηγορείται για τη διάπραξη συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος, τεκμαίρεται ότι είναι αθώο μέχρι την απόδειξη της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο. Η αρχή «in dubio pro reo» συνιστά μια ιδιαίτερη έκφραση του τεκμηρίου αθωότητας.
Το Άρθρο 12.4 του κυπριακού Συντάγματος προβλέπει ότι «ο κατηγορούμενος δι’ αδίκημά τι θεωρείται αθώος, μέχρις ου αποδειχθή ένοχος συμφώνως προς τον νόμον». Το εν λόγω άρθρο είναι αντίστοιχο με το Άρθρο 6.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Σύμβαση) με το οποίο είναι ταυτόσημο αφού έχουν και τα δύο πανομοιότυπο λεκτικό. Για το λόγο αυτό έχει νομολογηθεί ότι θα πρέπει να ερμηνεύεται πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αναντίλεκτα, το γεγονός ότι η διάταξη του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος είναι πανομοιότυπη με την αντίστοιχη διάταξη του Άρθρου 6.2 της Σύμβασης είναι καθοριστικής σημασίας αφού η Σύμβαση και η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του
Σελ. 15
Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αποτελούν σοβαρή πηγή για τα κυπριακά δικαστήρια αναφορικά με την ερμηνεία και την ανανοηματοδότηση της εν λόγω συνταγματικής διάταξης.
Στο κυπριακό Σύνταγμα η αρχή αυτή καθιερώνεται όπως ήταν στο αγγλικό κοινοδίκαιο και εφαρμοζόταν στην Κύπρο και πριν από την Ανεξαρτησία. Το τεκμήριο αθωότητας προστατεύεται, επίσης, από το Άρθρο 11.1 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Άρθρο 14.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Άρθρο 48.1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το τεκμήριο αθωότητας έχει, σχετικά πρόσφατα, εξοπλιστεί με πρόσθετες εγγυήσεις με τη θέσπιση της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ, της 9ης Μαρτίου 2016, «για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας». Η εν λόγω οδηγία ουσιαστικά κωδικοποιεί τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ για το Άρθρο 6.2 της Σύμβασης, αλλά και γενικότερα των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις τρεις παραγράφους του Άρθρου 6 της Σύμβασης, ως εκφάνσεις του δικαιώματος του υπόπτου και κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη. Έτσι, η οδηγία αυτή αποτελεί κυρίως κωδικοποίηση της νομολογίας του Στρασβούργου.
Σελ. 16
Άξιον μνείας αποτελεί το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία αναφέρει ρητά στο άρθρο 2 της ότι ισχύει μόνο για φυσικά πρόσωπα, ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινικές διαδικασίες, με τη ρητή εξαίρεση των νομικών προσώπων παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε λογικά να επεκτείνεται και σε αυτά. Η Οδηγία θεωρεί ότι στο παρόν στάδιο είναι πρόωρη η θέσπιση νομοθεσίας σε επίπεδο Ένωσης για το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας των νομικών προσώπων. Έτσι, η Οδηγία έχει εξαιρέσει ρητά τα νομικά πρόσωπα από την εμβέλειά της και την αντίστοιχη προστασία σε ενωσιακό επίπεδο με την επιφύλαξη της εφαρμογής της όμως στα νομικά πρόσωπα του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας, όπως ορίζεται ειδικότερα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και σύμφωνα με την ερμηνεία του ΕΔΔΑ.
Η Οδηγία (με προθεσμία μεταφοράς στις εθνικές έννομες τάξεις την 1η Απριλίου 2018) αποτελεί την κατάληξη μιας μακροχρόνιας προσπάθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ενσωματώσει το τεκμήριο αθωότητας και άλλες σχετικές δικονομικές εγγυήσεις σε ένα νομικό κείμενο. Εντάσσεται στο πλαίσιο ενός «φιλόδοξου», κατά την ίδια την Επιτροπή, νομοθετικού προγράμματος, σχετικά με τα διαδικαστικά δικαιώματα υπόπτων και κατηγορουμένων.
Στο ίδιο πρόγραμμα εντάσσεται και σειρά άλλων Οδηγιών αναφορικά με: α) το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (2010/64/ΕΕ), β) το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών (2012/13/ΕΕ), γ) το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κ.λπ. (2013/48/ΕΕ), δ) τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι (2016/800/ΕΕ) και ε) τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορούμενους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κ.λπ. (2016/1919/ΕΕ).
2. Περιεχόμενο
Το τεκμήριο αθωότητας είναι μία εκ των βασικότερων ασφαλιστικών δικλείδων για τον κατηγορούμενο στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και αποτελεί συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Σύμβασης. Αποτελεί αφενός μεν μια από τις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης, αφετέρου δε αυτόνομη διαδικαστική εγγύηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 12 του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι μπορεί να παραβιασθεί ακόμη και όταν οι υπόλοιπες αρχές της δίκαιης δίκης έχουν γίνει σεβαστές στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.
Σελ. 17
Θα πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι το τεκμήριο αθωότητας αναφέρεται και στον ύποπτο. Έτσι, υποκείμενο προστασίας τόσο του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος, όσο και του Άρθρου 6.2 της Σύμβασης αλλά και της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ, είναι και ο ύποπτος, ο οποίος και τυγχάνει της ίδιας προστασίας με αυτή του κατηγορουμένου. Εξάλλου, η Κυπριακή Δημοκρατία μέσα στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/343/EE, έχει τροποποιήσει τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο (ΚΕΦ.155) και έχει προσθέσει το άρθρο 3Α το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα: «3Α.(1)Οποιοδήποτε πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο για τέλεση αξιόποινης πράξης, θεωρείται αθώο μέχρις ότου αποδειχτεί ένοχο σύμφωνα με νόμο. (2)Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε φυσικό πρόσωπο κατά την ποινική διαδικασία, από τη στιγμή κατά την οποία αυτό είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο για τέλεση αξιόποινης πράξης, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας που συνίσταται στην έκδοση τελικής δικαστικής απόφασης».
Το ακριβές περιεχόμενο αλλά και τα όρια της εμβέλειας του τεκμηρίου αθωότητας εξακολουθούν να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ασαφή. Ωστόσο, μπορεί να λεχθεί ότι το τεκμήριο αυτό επιβάλλει την απαγόρευση της αντιμετώπισης ή/και μεταχείρισης από τις κρατικές αρχές ενός προσώπου που διώκεται ποινικά, πολλώ μάλλον εκείνου που δεν διώκεται, ως ενόχου πριν από την απόδειξη της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο.
Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αθώος, παρά το γεγονός ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη ή έχει κρατηθεί προσωρινά και ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της συγκεντρωθείσας μαρτυρίας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να θεωρηθεί ένοχος μόνο εφόσον τούτο αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο, μέσα από τη διαδικασία της ποινικής δίκης, η οποία θα πρέπει μάλιστα να πληροί τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Εξάλλου, το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί conditio sine qua non των ελαχίστων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που προστατεύονται τόσο στο Άρθρο 6.3 της Σύμβασης, όσο και στο 12.5 του κυπριακού Συντάγματος, αφού χωρίς αυτό η ύπαρξη των υπολοίπων δικαιωμάτων καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Άρθρο 12.5 του κυπριακού Συντάγματος λήφθηκε από το Άρθρο 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και απαριθμεί, όχι εξαντλητικά, μια σειρά από δικαιώματα τα οποία έχει το κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Η διάταξη αυτή καθιερώνει μια αλυσίδα εξασφαλίσεων που αποτελείται από πέντε κατ’ ελάχιστον δικαιώματα ενός κατηγορουμένου (minimum rights). Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη απαρίθμηση δεν είναι περιοριστική αλλά ενδεικτική και είναι δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις που μια δίκη δεν θα θεωρηθεί δίκαιη, υπό την έννοια του Άρθρου 6 της Σύμβασης, ανεξάρτητα του αν υπήρξε συμμόρφωση προς τα αριθμημένα δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Σελ. 18
Η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας στη συνταγματικής περιωπής διάταξη του Άρθρου 12.4 Συντάγματος καταδεικνύει πως η κυπριακή πολιτεία, ως μία φιλελεύθερη δημοκρατική πολιτεία η οποία βασίζεται στο κράτος δικαίου δεν ανέχεται σαν θέμα αρχής, την καταδίκη ενός αθώου προσώπου. Έτσι, το τεκμήριο αυτό θα πρέπει να θεωρείται ως βασικό δικονομικό αντίβαρο που προστατεύει το άτομο από την πιθανότητα έκδοσης λανθασμένης καταδικαστικής απόφασης εναντίον του, γεγονός που θα επιφέρει το δημόσιο στιγματισμό του με προφανείς δυσμενείς έννομες συνέπειες τόσο στην προσωπική του ελευθερία όσο και στην τιμή και στην υπόληψή του. Το αυξημένο βάρος απόδειξης που επιβάλλει το τεκμήριο αθωότητας, στο βαθμό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, συμβάλλει αποφασιστικά στην προστασία του ατόμου από μια λανθασμένη καταδικαστική απόφαση αφού σκοπό έχει να περιορίσει τις πιθανότητες έκδοσης μιας άδικης απόφασης για τον κατηγορούμενο.
2.1. Το τεκμήριο αθωότητας κατά την κυπριακή έννομη τάξη
Στο αγγλοσαξωνικό δικαιϊκό σύστημα (common law) που ακολουθεί η κυπριακή έννομη τάξη στην ποινική δίκη εφαρμόζεται η αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης, δηλαδή υπάρχουν διάδικοι (κατηγορούσα αρχή - κατηγορούμενος), οι οποίοι παρουσιάζουν τη μαρτυρία τους ενώπιον ενός ουδέτερου και αμερόληπτου δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει για τη βασιμότητα των προτεινόμενων ισχυρισμών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο για να αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου θα πρέπει η κατηγορούσα αρχή να στοιχειοθετήσει όλα τα στοιχεία του αδικήματος στο βαθμό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ειδικότερα, η κατηγορούσα αρχή έχει τη νομική υποχρέωση να αποδείξει όλα τα στοιχεία του αδικήματος αλλά και το αποδεικτικό βάρος να προσκομίσει επαρκή μέσα για τη στοιχειοθέτησή του, πριν ακόμη να χρειαστεί να απαντήσει η υπεράσπιση. Σημειώνεται ότι μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο έχει αποδειχθεί εναντίον του κατηγορουμένου «εκ πρώτης όψεως» υπόθεση επαρκής στην κατηγορία ή τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ώστε να τον καλέσει να προβάλει την υπεράσπιση του.
Σε περίπτωση που δεν ανταποκριθεί η κατηγορούσα αρχή σε αυτήν την υποχρέωση (δηλαδή να προσκομίσει επαρκή μαρτυρία για όλα τα στοιχεία του αδικήματος), τότε το δικαστήριο μπορεί να αθωώσει και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από το στάδιο του «εκ πρώτης όψεως» ως τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 74.1 (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
Σελ. 19
Κεφάλαιο 155, χωρίς να χρειαστεί να προβάλει την υπεράσπιση του. Έχει νομολογηθεί ότι ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται από το στάδιο του «εκ πρώτης όψεως» όταν (α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, και (β) οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ’ αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά το στάδιο που αποφασίζει το δικαστήριο για την στοιχειοθέτηση ή όχι «εκ πρώτης όψεως» υπόθεσης, με δεδομένο ότι η κατηγορούσα αρχή έχει ήδη αποκαλύψει και παρουσιάσει όλη τη μαρτυρία που είχε στη διάθεση της, το δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει την υπόθεση εάν η μαρτυρία είναι θνησιγενώς ελαττωματική κατά νόμο, οπότε και ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. Το «εκ πρώτης όψεως» στάδιο σε ποινική υπόθεση παραμένει ένα θεμελιακό στάδιο της ποινικής δίκης που προστατεύει στην ουσία τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό του να δώσει μαρτυρία (και ενδεχομένως να αυτό-ενοχοποιηθεί) για λόγους που δεν άπτονται της έννοιας της καλώς νοούμενης απονομής της δικαιοσύνης. Το δικαστήριο όταν αποφασίζει για την στοιχειοθέτηση ή όχι «εκ πρώτης όψεως» υπόθεσης πρέπει να έχει κατά νου ότι η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να τίθεται σε καλύτερη μοίρα από απόψεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης ή αποτίμησης της μαρτυρίας εάν ο κατηγορούμενος καταθέσει προς υπεράσπισή του.
Το τεκμήριο της αθωότητας θεωρείται βασικό εχέγγυο της ελευθερίας και υπόστασης του ατόμου τόσο κατά το κοινοδίκαιο όσο και κατά ηπειρωτικό δίκαιο. Το Άρθρο 6.2 της Σύμβασης σημαίνει, υπό τους όρους του κοινοδικαίου, ότι το γενικό βάρος της απόδειξης το φέρει η κατηγορούσα αρχή. Στα δε ηπειρωτικά συστήματα σημαίνει ότι το Δικαστήριο, στην έρευνά του για τα γεγονότα, είναι υποχρεωμένο να αποφασίσει υπέρ του κατηγορουμένου σε περίπτωση αμφιβολίας.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το αυξημένο βάρος για την απόδειξη της κατηγορίας διαφέρει στο ηπειρωτικό δίκαιο από το αγγλοσαξονικό, αφού στην πρώτη περίπτωση μιλούμε για τεκμήριο αθωότητας και για την αρχή in dubio pro reo, ενώ στη δεύτερη έχουμε την απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, έννοιες, οι οποίες δεν ταυτίζονται μεν, όμως έχουν τον
Σελ. 20
ίδιο σκοπό, δηλαδή να θέσουν ένα υψηλό επίπεδο αποδεικτικής βεβαιότητας για να καταγνωστεί η ενοχή του δράστη.
Το τεκμήριο της αθωότητας σημαίνει ότι αποδεικτέα είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα. Το αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη είναι η ενοχή του κατηγορουμένου που συνιστά τη βάση και το περιεχόμενο της εναντίον του κατηγορίας. Η αθωότητα του κατηγορουμένου δεν αποτελεί αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να αποδείξει την αθωότητά του, αυτό καθόλου δεν δίνει στο εκδικάζον δικαστήριο τη δυνατότητα να τον καταδικάσει. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, ο κατηγορούμενος να αποδείξει την αθωότητά του αφού αυτή τεκμαίρεται από το ίδιο το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Συνεπώς, σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας, η υπεράσπιση έχει το βάρος ν’ αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου κι όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. ποτελεί αξίωμα στο κυπριακό δικαιϊκό σύστημα ότι η απόδειξη κάθε στοιχείου που συγκροτεί την κατηγορία βαρύνει την κατηγορούσα αρχή και υποθέσεις αναφορικά με γεγονότα όσο εύλογες και να είναι δεν είναι επιτρεπτές. Κενά, αναφορικά με την ύπαρξη πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.
Η υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία να είναι πιθανή και να συνάδει με τη μαρτυρία ή, με άλλα λόγια, μια εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt), χωρίς να είναι ανάγκη η εξήγηση αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή.
Ιδιαίτερα, στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο απορρίπτει τη μαρτυρία ή την υπεράσπιση του κατηγορούμενου ως αναξιόπιστη, το γεγονός αυτό δεν πρέπει αυτομάτως να συνεπάγεται την ενοχή του κατηγορούμενου ή την στοιχειοθέτηση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής. Η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορουμένου τότε μόνο είναι μοιραία για την υπεράσπιση, αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ακλόνητη και επαρκώς ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη.