ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 216
- ISBN: 978-960-654-334-0
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Δικαιώματα των Παιδιών - Προστασία Παιδιών και Εφήβων με έμφαση στα παιδιά σε κίνδυνο» περιέχει τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στο 1ο Φόρουμ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη, την 1 και 2 Νοεμβρίου 2019, από το Κέντρο για τον Ευρωπαϊκό Νομικό Πολιτισμό του ΑΠΘ. Οι μελέτες έχουν ως αντικείμενο τις προσβολές στην ψυχική, πνευματική και σωματική ακεραιότητα που βιώνουν σήμερα πολλές κατηγορίες παιδιών στην ελληνική κοινωνία. Παράλληλα γίνονται προτάσεις προκειμένου να καθιερωθεί στην Ελλάδα μια συνεκτική και ολοκληρωμένη δημόσια πολιτική για το παιδί. Απευθύνεται σε νομικούς, δικαστικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, επιμελητές ανηλίκων.
Περιεχόμενα | |
Συγγραφείς | Σελ. ΧΙ |
Εισαγωγή | |
Πέτρος Στάγκος | Σελ. 1 |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ | |
Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού στη νομολογία του ΕΔΔΑ: Έννοια και εφαρμογή | |
Μαρία-Ανδριανή Κωστοπούλου | Σελ. 7 |
Η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού στα διεθνή κείμενα για τα δικαιώματά του: Ιστορική αναδρομή | |
Αναστασία Γραμματικάκη-Αλεξίου | Σελ. 22 |
Παιδική προστασία και ο ρόλος του Συνηγόρου για τα Δικαιώματα του Παιδιού | |
Θεώνη Κουφονικολάκου | Σελ. 32 |
Το σύστημα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα και ο ρόλος του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού | |
Πελοπίδας Νικολόπουλος | Σελ. 46 |
Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού: Μεθοδολογία, Δείκτες, Παιδικός Προϋπολογισμός | |
Άννα-Ειρήνη Μπάκα | Σελ. 57 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΕΥΑΛΩΤΟΤΗΤΑ | |
Προστασία και κοινωνική αποκατάσταση ανηλίκων: βιωματικές εμπειρίες, δυσλειτουργίες και θεσμικά κενά | |
Ηρώ Ζερβάκη | Σελ. 83 |
Εξελίξεις της Νομοθεσίας στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο Ανηλίκων | |
Αγγελική Πιτσελά | Σελ. 88 |
Ο Θεσμικός ρόλος του Εισαγγελέα για την προστασία των ανηλίκων σε κίνδυνο | |
Αικατερίνη Καραγιαννακίδου | Σελ. 119 |
Παραβατικότητα ανηλίκων | |
Νάντια-Ελπίς Ρωμανίδου | Σελ. 134 |
Η προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο: Νομοθεσία και Πολιτικές | |
Βασιλική Αρτινοπούλου | Σελ. 140 |
Παιδιά με αναπηρία | |
Φωτεινή Ζαφειροπούλου | Σελ. 157 |
Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των τρανς, φυλοδιαφορετικών και ίντερσεξ παιδιών και εφήβων | |
Μαρίνα Γαλανού | Σελ. 164 |
Οι νομικά αόρατοι LGBT γονείς και ο τρόπος που η νομική αορατότητά τους ενισχύει τις διακρίσεις που υφίστανται τα παιδιά τους | |
Στέλλα Μπελιά | Σελ. 168 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ | |
Πολιτικές για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης ασυνόδευτων ανηλίκων ανεξαρτήτως εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας | |
Δρ. Δόμνα-Μαρία Μιχαηλίδου | Σελ. 175 |
Ανήλικοι αιτούντες διεθνή προστασία στην Ελλάδα. Προκλήσεις και ο ρόλος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες | |
Χριστίνα Παπάζογλου | Σελ. 179 |
Ανήλικοι πρόσφυγες θύματα – Αστυνομική προανακριτική προσέγγιση | |
Σοφία Κουσίδου | Σελ. 189 |
Η ΑΡΣΙΣ και τα δικαιώματα των ασυνόδευτων παιδιών στην Ελλάδα | |
Ίριδα Πανδίρη | Σελ. 196 |
Παιδιά και ζητήματα Ασύλου | |
Σπύρος Απέργης | Σελ. 200 |
Σελ. 1
Εισαγωγή
Πέτρος Στάγκος
Η Σύγκλητος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης ίδρυσε, το 2018, το Κέντρο για τον Ευρωπαϊκό Νομικό Πολιτισμό. Η Σύγκλητος προσάρτησε το ΚΕΝοΠ στη Νομική Σχολή, η διοίκησή του όμως, όπως και η όλη δράση που θέλει ν’ αναπτύξει δεν είναι μονοθεματική, αλλά πολυθεματική και, κυρίως, διεπιστημονική.
Σκοπός της ίδρυσης του ΚΕΝοΠ είναι να αποτελέσει, το ίδρυμα αυτό, ένα όχημα εμπέδωσης στις συνειδήσεις των πολιτών ότι συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι όχι ενός τρίτου προσώπου σε σχέση με τον καθένα από εμάς (του Κράτους, της κυβερνήσεως και άλλα παρόμοια), αλλά ημών των ίδιων, σημαίνει συμπόρευσή μας –βιοτική και πολιτική- με τους «άλλους», με τους πολίτες των λοιπών ευρωπαϊκών και όχι μόνο χωρών, κάτω από μια κοινή σκέπη, κάτω από το ζωογόνο φως κοινών, παναθρώπινων αξιών. Δεν υπάρχει πιο γνήσια, πιο ζωογόνος αξία, ικανή να συσπειρώσει σε αλληλοκατανόηση και συμπόρευση τους ανθρώπους, από τα δικαιώματα του ανθρώπου, με την οικουμενικής εμβέλειας νοηματοδότηση της ζωής, που η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιέχει.
Γι’ αυτό τον λόγο, το Κέντρο του Αριστοτελείου για τον Ευρωπαϊκό Νομικό Πολιτισμό, ανάμεσα στο σύνολο των δράσεων που αποφάσισε να αναπτύξει ήδη από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του (2019), επέλεξε να ιδρύσει ένα ετήσιο Forum, έναν άυλο χώρο δημόσιας συζήτησης, επικεντρωμένο στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αναγκαστικά η «ψυχή» του Κέντρου, που είναι το διοικητικό του συμβούλιο, έλαβε υπόψη ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου δεν είναι μονοσήμαντη έννοια, αλλά κατανέμονται σε πλείονες και διαφορετικές μεταξύ τους εννοιολογικές τυπολογίες, τις οποίες επικοινωνεί η επιστήμη, αλλά και η πολιτική πράξη. Έτσι, το Πρώτο Forum της Θεσσαλονίκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όπως εμβληματικά εξαρχής ονοματίστηκε, αποφασίστηκε να αφιερωθεί στα δικαιώματα των παιδιών. Η «εναπόθεση» του Forum όχι στο Κέντρο, ούτε στο πανεπιστήμιο, αλλά σε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης, μεταφράστηκε στη συνδιοργάνωσή του με άλλους δημόσιους φορείς, τοπικούς κατά βάση, όπως είναι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ο Δήμος Θεσσαλονίκης και ο Δικηγορικός Σύλλογος της πόλης, αλλά και εθνικούς, όπως είναι η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το διοικητικό
Σελ. 2
συμβούλιο του Κέντρου ελπίζει ότι με τη σύμπραξη όλων αυτών των δημόσιων φορέων και με τις διαφορετικές θεματικές που κάθε χρόνο θα επιλέγονται προς διερεύνηση, το ετήσιο Forum της Θεσσαλονίκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα θα ριζώσει στην πόλη της Θεσσαλονίκης και θα συμβάλλει στην πνευματική ακτινοβολία της.
Η επιλογή να αφιερωθεί η πρώτη εκδήλωση του Forum, του 2019, στα δικαιώματα των παιδιών, δικαιώθηκε απόλυτα. Επί δύο ημέρες, την 1η και στις 2 Νοεμβρίου 2019, στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχιακό μέγαρο της Θεσσαλονίκης, 32 εισηγητές, παρεμβαίνοντες και πρόεδροι των συνεδριάσεων, καθήλωσαν τους συναδέλφους τους κι ένα πυκνό ακροατήριο πολιτών στην καταύγαση της ευαλωτότητας του παιδιού στην Ελλάδα και την Ευρώπη τού σήμερα. Τα παιδιά είναι ο κρίκος στη διαδοχή των ζωών, που κάθε διάρρηξή του, λόγω της ευθραυστότητάς του, όχι μόνο θέτει τα ίδια σε κίνδυνο (όπως το ανήγγελλε ο υπότιτλος του Forum, αλλά και του ανά χείρας βιβλίου), αλλά κλονίζει την αξιοπιστία ολόκληρης της κοινωνίας που ανέχεται τέτοιες παρακμιακές καταστάσεις, την κατωτεροποιεί στην ιεραρχία των κοινωνιών, θέτει αυτή την ίδια, όπως και τη συνοχή της, σε κίνδυνο.
Οι ομιλίες και ο διάλογος με το κοινό, σ’ εκείνο το πρώτο διήμερο του Νοέμβρη του 2019, φώτισαν άπλετα τις προσβολές στην ψυχική, την πνευματική, τη σωματική ακεραιότητα, που πολλές κατηγορίες παιδιών βιώνουν σήμερα στην ελληνική κοινωνία. Εξίσου πληθωρικές σε ιδέες ήταν και οι προτάσεις που απ’ όλους τους μετέχοντες κατατέθηκαν, ώστε να αρθρωθεί στην Ελλάδα, κάποια στιγμή, μια συνεκτική και συνολική δημόσια πολιτική για το παιδί. Η πολιτική τάξη της χώρας μας θα μπορούσε να επιλέξει, μετά λόγου γνώσεως, ένα από τα πολλαπλά υποδείγματα τέτοιων δημόσιων πολιτικών που ακολουθούνται στα κοινωνικά κράτη δικαίου της Δύσης:
• Πολιτικές που απευθύνονται στις οικογένειες και τους γονείς, που είναι υπεύθυνοι για τα παιδιά τους μέχρι την ενηλικίωση. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης (family-oriented) το παιδί βρίσκεται στη σκιά της οικογένειας.
• Πολιτικές κατά τις οποίες η παιδική ηλικία γίνεται αντιληπτή ως ένα στάδιο του κύκλου της ζωής, με διακυβεύματα γενεακού χαρακτήρα. Είναι ένα στάδιο της ζωής φορτισμένο με την αποστολή να φτιαχτεί μια ζωή, όπου η ζωή αυτή, επομένως, είναι εν τω γίγνεσθαι, σ’ αυτή δε τη διαδικασία πρέπει να γίνουν επενδύσεις (δημοσιονομικού ή άλλου χαρακτήρα). Όλο τούτο μαρτυρείται από επιχειρηματολογίες που τυποποιούνται ως «κοινωνική επένδυση στην παιδική ηλικία» (childhood-oriented).
• Πολιτικές, τέλος, που επικεντρώνονται στο ίδιο το παιδί (children-oriented), συνειδητοποιώντας ότι μπορεί το ενδιαφέρον και το αντικείμενο
Σελ. 3
προνομιακά να εστιάζονται στις ανάγκες των παιδιών, στις συνθήκες ζωής τους (στην καταπολέμηση της φτώχειας και στο ανέβασμα του επιπέδου της ευημερίας τους) (πολιτικές child-focused), ή στα δικαιώματά των παιδιών, στη συμμετοχή τους και στην υπευθυνοποίησή τους (child-centred)
Όπως και να’ χει το πράγμα, το δυσάρεστο status πολλών κατηγοριών παιδιών ζει και βασιλεύει σήμερα (μέχρι να εξαλειφθεί τελείως, κάποια μέρα), ενόσω, ταυτόχρονα ένας αέρας αισιοδοξίας πνέει γύρω μας εξαιτίας τους κατορθώματος των παιδιών να αφυπνίσουν, σε παγκόσμια κλίμακα, την κοινωνία, μπροστά στον κίνδυνο οικολογικής καταστροφής που κρέμεται από πάνω της, να την αποσπάσουν από τον εφησυχασμό και να την θέσουν προ των ευθυνών της. Δεν θεωρώ ότι οι ζοφερές στιγμές που στο μεγαλύτερο μέρος του 2020 περνάμε εξαιτίας της πανδημίας που προκάλεσε ο coronavid-19, είναι ικανές να ακυρώσουν την αισιοδοξία αυτή. Απεναντίας, την ισχυροποιούν! Σ’ ένα παιδί, στη δεκαεξάχρονη Greta Thunberg και στην κινητοποίηση της νέας γενιάς που προκάλεσε ο πληθωρικός λόγος της Greta και ο ακτιβισμός της, χρωστάμε την ευαισθητοποίηση που αρχίζει να κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη ολοένα περισσότερων κρατών για τα σοβαρά προβλήματα που αφορούν στο περιβάλλον και την αειφορία. Θυμίζω μόνο ότι, ενώ εμείς είμαστε αισιόδοξοι μετά από αυτό το ξέσπασμα των παιδιών, η ίδια η Greta είναι απαισιόδοξη. «Δεν θέλω να είστε αισιόδοξοι», είπε από το βήμα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. «Θέλω να πανικοβληθείτε. Θέλω να νιώσετε το φόβο που νιώθω εγώ κάθε μέρα. Και μετά θέλω εσείς οι μεγάλοι, οι ενήλικες, ν’ αναλάβετε δράση»!
Όλοι και όλες που εισηγήθηκαν στο διήμερο Forum του Νοεμβρίου 2019 για τα δικαιώματα των παιδιών, δεν μπόρεσαν να καταθέσουν γραπτά κείμενα, για να περιληφθούν σ’ αυτό τον τόμο. Οι συζητήσεις που προκάλεσαν οι εισηγήσεις και οι παρεμβάσεις τους, όμως, δεν προκάλεσαν λιγότερες συζητήσεις και προβληματισμούς από τους εισηγητές ή παρεμβαίνοντες που μπόρεσαν να καταθέσουν γραπτά κείμενα για τον παρόντα τόμο.
Χωρίς καμία απολύτως πρόθεση αξιολόγησης, μνημονεύω, δημόσια, μ’ αυτές τις αράδες, τις ομιλίες δυο διακεκριμένων επιστημόνων, που ο καθένας από τη μεριά του εξέθεσε και σχολίασε τα πεπραγμένα, υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών, των δυο ευρωπαϊκών οργανισμών που, άτυπα, εκπροσωπούσε: του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο ένας· της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο άλλος. Εντύπωση προκάλεσε ότι το κοινό που παρακολούθησε και τις δυο εισηγήσεις, απηύθυνε ερωτήσεις μόνο στον ομιλούντα για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης, ζητώντας να δραστηριοποιηθεί ακόμη περισσότερο ο οργανισμός αυτός προς όφελος της αποτελεσματικής προστασίας των παιδιών. Σχεδόν καμία έκκληση για ευρύτερη στράτευση στην προστασία των παιδιών
Σελ. 4
δεν απευθύνθηκε, από το κοινό, στο διακεκριμένο εισηγητή για την πολιτική της ΕΕ. Διερωτώμαι, εδώ, τώρα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να είχε συμβεί, όταν η αίσθηση που αποκομίζει κανείς για την κοινωνική πολιτική –ευρύτερα- της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι από τη μια μεριά η Ένωση αποδομεί, με τη μακροοικονομική πολιτική που επιβάλλει στα κράτη μέλη να τηρήσουν κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, τις εθνικές δομές του κοινωνικού κράτους (μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν οι δομές προστασίας των παιδιών) και από την άλλη μεριά επιχειρεί να επαναδομήσει το υπόδειγμα του κοινωνικού κράτους στον ευρωπαϊκό χώρο, ασκώντας ρυθμιστικές παρεμβάσεις στις εθνικές κοινωνικές πολιτικές; Όμως, «ασκώ ρυθμιστική πολιτική» σημαίνει κάτι μεταξύ του «δεν κάνω απολύτως τίποτα» και του «κάνω το ελάχιστο δυνατό»!
Δημόσια μνημονεύω, τέλος, την εισήγηση ενός από τους όχι λίγους δημόσιους λειτουργούς που είναι αφοσιωμένοι στη θεσμική προστασία των παιδιών στον τόπο μας, και που μετείχαν ενεργά, όλοι τους, στο διήμερο Forum του 2019. Οι εκκλήσεις και οι προτάσεις του για τη χάραξη και την άσκηση, στην Ελλάδα, μιας εθνικής δημόσιας πολιτικής για το παιδί, οφείλει να καθοδηγείται από αξιώματα που πηγάζουν από την εμπειρία όλων: την υπευθυνοποίηση των παιδιών, την ένταξη της προστασίας τους σε συνθήκες κοινότητας, τη στάση των ενηλίκων να μην κοιτάνε τα παιδιά από ψηλά… Το τελευταίο αυτό αξίωμα που απηύθυνε ο έμπειρος εισηγητής, μου θύμισε τη φράση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «Να μην κοιτάς από ψηλά κανέναν, εκτός εάν πρόκειται να τον βοηθήσεις να σηκωθεί από την καρέκλα»!
Ολόκληρο το διοικητικό συμβούλιο του ΚΕΝοΠ είχε μπεί στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για την άρτια προετοιμασία και πραγματοποίηση του Πρώτου Forum της Θεσσαλονίκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: η κοσμήτορας της Νομικής Σχολής καθηγήτρια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, η αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Ε. Σαχπεκίδου, η γραμματέας του Κέντρου καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Λ. Παπαδοπούλου, οι καθηγητές του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών Α. Στυλιανού και Γ. Παπαγεωργίου, η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Κ. Κοιλιάρη. Οι ασκούμενοι της κοσμητείας της Νομικής Σχολής και του ΚΕΝοΠ Β. Γούναρη, Δ. Καριοφυλίδης και Γ. Μιχούλης, και ο γραμματέας του διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Δ. Μανιός ήταν τα στηρίγματα της συλλογικής εκείνης προσπάθειας. Η συμβολή του τελευταίου στην εκδοτική επιμέλεια του ανά χείρας τόμου ήταν καθοριστική. Ο εικαστικός Ιωάννης-Αναστάσιος Πρώιος ευγενικά παραχώρησε το εικαστικό του εξωφύλλου του τόμου. Η εκδότρια της Νομικής Βιβλιοθήκης Λ. Καρατζά γενναιόδωρα προσέφερε τα υλικά μέσα για την πραγματοποίηση αυτής της έκδοσης. Όλους και όλες τους/τις ευχαριστώ, από βάθους καρδιάς!
Σελ. 5
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ:
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Σελ. 6
Σελ. 7
Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού στη νομολογία
του ΕΔΔΑ: Έννοια και εφαρμογή
Μαρία-Ανδριανή Κωστοπούλου
Διάγραμμα ύλης
Εισαγωγή Β. Παιδί που γεννήθηκε στην αλλοδαπή από
Ι. Η αξιοποίηση του άρθρου 3 της Σύμβασης παρένθετη μητέρα
HE για τα Δικαιώματα του Παιδιού από το ΙΙΙ. Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού σε
ΕΔΔΑ ζητήματα άσκησης γονικής μέριμνας
II. Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού σε IV. Τα βέλτιστα συμφέροντα των παιδιών
ζητήματα συγγένειας μεταναστών και προσφύγων
Α. Η δυνατότητα προσβολής της Συμπερασματικές παρατηρήσεις
πατρότητας από τον βιολογικό πατέρα
Εισαγωγή
Η αρχή της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού αναδείχθηκε σε διεθνές επίπεδο ήδη από το 1959 με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του παιδιού, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση στις 20 Νοεμβρίου. Αποτυπώνοντας συμβατικά την εν λόγω αρχή, το άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών (HE) για τα Δικαιώματα του Παιδιού όρισε ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού. Εξάλλου, η Σύμβαση αυτή αναφέρεται στην προστασία του συμφέροντος του παιδιού και σε άλλα άρθρα, όπως το άρθρο 9 (χωρισμός από γονείς), το άρθρο 10 (οικογενειακή επανένωση) και το άρθρο 21 (υιοθεσία).
Σε επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης, η έννοια των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού εμπεριέχεται σε πολλά κείμενα, όπως για παράδειγμα στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά
Σελ. 8
της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης και στη (νέα) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Υιοθεσία (2008).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει αναπτύξει πλέον πλούσια νομολογία σε ζητήματα, τα οποία αφορούν σε παιδιά, υπό διάφορες οπτικές γωνίες, όπως εκείνη της ίδρυσης και αναγνώρισης της συγγένειας (ΙΙ), της άσκησης γονεϊκών δικαιωμάτων (ΙΙΙ), αλλά και εκτός του πεδίου του οικογενειακού δικαίου, όπως σε υποθέσεις παιδιών μεταναστών και προσφύγων (ΙV).
Το ΕΔΔΑ εμπνέεται από τη Σύμβαση HE για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ι) και αναδεικνύει τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού σε καταλύτη του δικανικού του συλλογισμού. Σε μια πρώτη φάση, ελέγχει κατά πόσον οι εθνικές αρχές εκπλήρωσαν τη διαδικαστική υποχρέωση που έχουν, να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Άκαμπτες και αυτοματοποιημένες προσεγγίσεις των εθνικών αρχών σε υποθέσεις που επηρεάζουν τα παιδιά δεν αποκλείεται να εγείρουν ζητήματα ασυμβατότητας προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Αν και το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν επιχειρεί καταρχήν να υποκαταστήσει τις εθνικές αρχές ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του συμφέροντος του παιδιού, μπορεί να επέμβει στις αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τρόπο αυθαίρετο ή καταχρηστικό.
Ι. Η αξιοποίηση του άρθρου 3 της Σύμβασης HE για τα Δικαιώματα του Παιδιού από το ΕΔΔΑ
Η προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού στο άρθρο 3 της Σύμβασης ΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού αποσκοπεί στην εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην εν λόγω Σύμβαση και στην πλήρη σωματική, πνευματική, νοητική, ηθική, ψυχολογική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Σύμφωνα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού έχει τρεις διαστάσεις. Ειδικότερα, αποτελεί: α) ουσιαστικό
Σελ. 9
δικαίωμα, δηλαδή πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη, όταν συνεκτιμώνται και συμφέροντα άλλων προσώπων, προκειμένου να ληφθεί μια απόφαση που αφορά στο παιδί. Πρόκειται για εγγενή υποχρέωση των κρατών που είναι άμεσα εφαρμόσιμη (self-executing), β) θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή, υπό την έννοια ότι, εάν μια νομική διάταξη επιδέχεται περισσότερες της μιας ερμηνείες, θα πρέπει να επιλεγεί εκείνη η ερμηνεία που εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον του παιδιού, καθώς και γ) διαδικαστικό κανόνα: Πρόκειται για διαδικαστική εγγύηση, σύμφωνα με την οποία, επειδή η διαδικασία λήψης οποιασδήποτε απόφασης επηρεάζει σημαντικά ένα παιδί, θα πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση της ενδεχόμενης επίπτωσης (θετικής ή αρνητικής) της εν λόγω απόφασης στο παιδί.
Σε αντίθεση προς τη Σύμβαση ΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, η ΕΣΔΑ δεν περιέχει ανάλογη διάταξη. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ δεν ερμηνεύει και δεν εφαρμόζει την ΕΣΔΑ εν κενώ. Πράγματι, οι διατάξεις της Σύμβασης δεν αποτελούν το μόνο νομικό πλαίσιο αναφοράς για την ερμηνεία των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται από αυτήν. Το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη και εμπνέεται από άλλα διεθνή κείμενα και επιδιώκει την ερμηνεία της ΕΣΔΑ που να βρίσκεται, στο μέτρο του δυνατού, σε αρμονία προς άλλους κανόνες διεθνούς δικαίου.
Εξάλλου, όπως κάθε άλλη διεθνής σύμβαση, η ΕΣΔΑ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των κανόνων ερμηνείας που προβλέπονται στα άρθρα 31 έως 33 της Σύμβασης της Βιέννης της 23ης Μαΐου 1969 περί του δικαίου των συνθηκών. Ειδικότερα, από το άρθρο 31 παρ. 3 γ) γίνεται αντιληπτό ότι κατά την ερμηνεία διεθνούς σύμβασης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τυχόν κανόνες διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν το (εναγόμενο) κράτος.
Κατεξοχήν σύμβαση που λαμβάνεται υπόψη από το ΕΔΔΑ σε υποθέσεις που αφορούν σε παιδιά είναι η Σύμβαση ΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αξιοποίησε ήδη από τη δεκαετία του 1990 το
Σελ. 10
άρθρο 3 της Σύμβασης των ΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ανέδειξε γρήγορα τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού σε θεμελιώδη αρχή του περιφερειακού συστήματος προστασίας.
H προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού πρωτοεμφανίστηκε σε υποθέσεις που αφορούσαν σε οικογενειακή επανένωση γονέων και παιδιών που είχαν τοποθετηθεί σε ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας. Πλέον εφαρμόζεται σε όλες τις υποθέσεις που αφορούν σε σχέσεις γονέων και παιδιών αλλά και ευρύτερα σε υποθέσεις που αφορούν σε παιδιά. Η προστασία των συμφερόντων του παιδιού αποτελεί πλέον αποφασιστικό παράγοντα για τους δικαστές του Στρασβούργου και υφίσταται σημαντική νομολογία, η οποία αναλύεται παρακάτω.
II. Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού σε ζητήματα συγγένειας
Η νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση προς τα ζητήματα της συγγένειας συνιστά την αιχμή του δόρατος της εν γένει νομολογίας του Δικαστηρίου που περιστρέφεται γύρω από την έννοια της οικογένειας και τις οικογενειακές σχέσεις. Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού αναδεικνύονται ως ο κατεξοχήν παράγοντας που επηρεάζει την έκβαση των υποθέσεων αλλά και το στοιχείο που διασφαλίζει τη συνοχή της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Χαρακτηριστικές αποφάσεις για την εφαρμογή της έννοιας του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού είναι εκείνες που αφορούν στη δυνατότητα προσβολής της πατρότητας από τον βιολογικό πατέρα (Α), καθώς και την αναγνώριση της συγγένειας μεταξύ παιδιού που γεννήθηκε από παρένθετη μητέρα στο εξωτερικό και κοινωνικών γονέων (Β).
Α. Η δυνατότητα προσβολής της πατρότητας από τον βιολογικό πατέρα
Από την ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι η αρχή της προστασίας της βιολογικής αλήθειας και η ασφάλεια των οικογενειακών σχέσεων δεν αποτελούν ανταγωνιστικές αξίες. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν στέκεται στο μέσον του διλήμματος «προστασία της βιολογικής καταγωγής» ή «προστασία της θεμελιωμένης οικογένειας»[12]. Αντίθετα, θέτει την προστασία
Σελ. 11
των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού ως κατεξοχήν κριτήριο ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ στις υποθέσεις που εγείρουν το ζήτημα της αμφισβήτησης της πατρότητας από τον φυσικό πατέρα.
Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία της βιολογικής αλήθειας -δηλαδή το κατά πόσον οι εθνικές αρχές τελικά θα πρέπει να αναγνωρίσουν τη δυνατότητα προσβολής της πατρότητας- φαίνεται να εξαρτάται από τα συμφέροντα του παιδιού. Η εν λόγω δυνατότητα πρέπει κατά κανόνα να αναγνωρίζεται στον βιολογικό πατέρα, εφόσον αυτό υπαγορεύει η προστασία του παιδιού. Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η απόφαση Kroon κατά Ολλανδίας. Εν προκειμένω, το παιδί γεννήθηκε από την εξώγαμη σχέση της μητέρας και του συντρόφου της. Κατά τον χρόνο γέννησης, η μητέρα ήταν σε διάσταση αλλά ο γάμος της δεν είχε λυθεί και το παιδί καλυπτόταν από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο. Σύμφωνα με το τότε ισχύον ολλανδικό δίκαιο, το τεκμήριο μπορούσε να αμφισβητηθεί μόνον από τον σύζυγο, ο οποίος, ωστόσο, είχε εξαφανιστεί ήδη από καιρό. Συνεπώς, ο εν λόγω νομικός δεσμός που δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, δεν μπορούσε να λυθεί και το τεκμήριο είχε μετατραπεί εν τοις πράγμασι σε αμάχητο.
Το κατεξοχήν στοιχείο που επηρέασε καταλυτικά την κρίση του ΕΔΔΑ ήταν η σύμπτωση των συμφερόντων του παιδιού, του φυσικού πατέρα και της μητέρας, που είχαν αναπτύξει de facto οικογενειακούς δεσμούς. Έτσι, η εν λόγω κοινωνική πραγματικότητα σε συνδυασμό με την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων του παιδιού, οδήγησαν το Δικαστήριο στο να αποφανθεί ότι υπήρξε παραβίαση της οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων.
Αντίστοιχη είναι η υπόθεση Różański κατά Πολωνίας, όπου το παιδί γεννήθηκε εκτός γάμου και έζησε για κάποιο διάστημα με τον φερόμενο ως βιολογικό πατέρα. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο τελευταίος δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει παρά μόνο με τη συναίνεση της μητέρας, η οποία δεν του δόθηκε. Εν τω μεταξύ, ένας τρίτος άνδρας το αναγνώρισε (με τη συναίνεση της μητέρας). Η πατρότητα μπορούσε να αμφισβητηθεί από τον εισαγγελέα, κατά διακριτική ευχέρεια. Ωστόσο, εκείνος αρνήθηκε να το κάνει και απέρριψε το
Σελ. 12
σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος (βιολογικού πατέρα), χωρίς να συνεκτιμήσει τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων προσώπων.
Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση οι εθνικές αρχές δεν είχαν ερευνήσει καθόλου κατά πόσον η εξέταση της αμφισβήτησης της πατρότητας από τα εθνικά δικαστήρια θα έβλαπτε ή θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του παιδιού. Παρά τη διακριτική ευχέρεια που απολάμβαναν οι αρμόδιες αρχές, η «ελαφρότητα» που επέδειξαν ως προς τον χειρισμό του αιτήματος του προσφεύγοντος δεν ήταν αποδεκτή. Επομένως, το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε την παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Αντίθετα προς τις παραπάνω υποθέσεις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η αμφισβήτηση της πατρότητας κινδυνεύει να θίξει τα συμφέροντα του τελευταίου, τυχόν αποκλεισμός της δυνατότητας αμφισβήτησης δεν φαίνεται να θέτει προβληματισμούς σε σχέση προς την ΕΣΔΑ.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Nylund κατά Φινλανδίας ο προσφεύγων υποστήριξε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι η άρνηση των εθνικών αρχών να του επιτρέψουν την προσβολή της πατρότητας του παιδιού του, το οποίο γεννήθηκε εντός γάμου (μεταξύ της μητέρας και άλλου άνδρα), παραβίαζε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου υπογράμμισε ότι οι δικαστικές αρχές είχαν δεόντως συνεκτιμήσει την οικογενειακή και συναισθηματική κατάσταση του παιδιού και είχαν κρίνει ότι η αμφισβήτηση της πατρότητας εν προκειμένω δεν θα εξυπηρετούσε τα βέλτιστα συμφέροντά του. Έτσι, δεν διαπίστωσε παραβίαση της Σύμβασης και απέρριψε την προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο βασίστηκε στην κρίση των εθνικών αρχών που επιδίωκαν να προστατεύσουν τα συμφέροντα του παιδιού και αποφάνθηκε ότι ο περιορισμός της αρχής της βιολογικής αλήθειας δεν αντέβαινε τη Σύμβαση. Στην ίδια γραμμή συντάσσονται και οι αποφάσεις Kautzor κ. Γερμανίας, Ahrens κ. Γερμανίας, Fröhlich κ. Γερμανίας, καθώς και Μαρίνης κατά Ελλάδας.
Σελ. 13
Β. Παιδί που γεννήθηκε στην αλλοδαπή από παρένθετη μητέρα
Μια ακόμη πτυχή που έχει απασχολήσει το ΕΔΔΑ είναι η (μη) αναγνώριση της συγγένειας μεταξύ παιδιού που γεννήθηκε από παρένθετη μητέρα στο εξωτερικό και κοινωνικών γονέων. Η υφιστάμενη νομολογία του ΕΔΔΑ αφορά σε περιπτώσεις που ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας απαγορεύεται στο κράτος από το οποίο ζητείται η αναγνώριση. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει τόσο την αδυναμία μεταγραφής του πιστοποιητικού γέννησης του παιδιού που γεννήθηκε στην αλλοδαπή από παρένθετη μητέρα όσο και την αφαίρεση της φυσικής επιμέλειας του εν λόγω παιδιού από τους κοινωνικούς γονείς.
Ειδικότερα, οι υποθέσεις Mennesson και Labassée κατά Γαλλίας ανέδειξαν τη γενικότερη προβληματική της άρνησης των εθνικών αρχών να αναγνωρίσουν τη νόμιμα θεμελιωμένη στο εξωτερικό συγγένεια γονέων και παιδιών που είχαν γεννηθεί από παρένθετη μητέρα. Με δεδομένο ότι η σχετική μέθοδος ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν επιτρέπεται στη Γαλλία, οι γαλλικές αρχές είτε αρνούνταν τη μεταγραφή των πιστοποιητικών γέννησης στα οικεία μητρώα είτε είχαν ακυρώσει δικαστικά τέτοιες μεταγραφές. Νομική βάση για την εν λόγω άρνηση αναγνώρισης της συγγένειας ήταν η αντίθεση προς τη γαλλική αντίληψη για τη διεθνή δημόσια τάξη ή ακόμη και η εφαρμογή της αρχής fraus omnia corrumpit, κατά την οποία μια κατάσταση που δημιουργήθηκε με καταστρατήγηση του νόμου, δεν μπορεί να παράξει έννομα αποτελέσματα.
Στις παραπάνω υποθέσεις, οι κοινωνικοί πατέρες είχαν βιολογικό δεσμό με τα παιδιά που γεννήθηκαν με παρένθετη κυοφορία. Περαιτέρω, προσφεύγοντες ενώπιον του ΕΔΔΑ ήταν τόσο οι κοινωνικοί γονείς όσο και τα παιδιά. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο προέβη σε μια ενδιαφέρουσα διάκριση. Εξέτασε την υπόθεση τόσο υπό το πρίσμα της οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων (γονέων και παιδιών) όσο και υπό το πρίσμα της ιδιωτικής ζωής των παιδιών.
Ως προς το πρώτο σκέλος, εκείνο της οικογενειακής ζωής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άρνηση των γαλλικών αρχών να αναγνωρίσουν τη σχέση γονέων και παιδιών που θεμελιώθηκε στο εξωτερικό μέσω παρένθετης μητέρας, δημιουργούσε μεν ορισμένα πρακτικά προβλήματα στην καθημερινή οικογενειακή
Σελ. 14
ζωή των προσφευγόντων αλλά όχι τέτοιας βαρύτητας, ώστε να εμποδίζεται δυσανάλογα η άσκηση του δικαιώματός τους σε σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.
Ως προς το δικαίωμα των παιδιών σε σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η σχέση μεταξύ των παιδιών και του βιολογικού πατέρα τους δεν είχε αναγνωρισθεί κατά την αίτηση μεταγραφής του πιστοποιητικού γέννησης και, επιπλέον, δεν υφίστατο καμία άλλη νομική δυνατότητα για αναγνώριση αυτής της σχέσης (π.χ. με υιοθεσία). Η μη αναγνώριση της συγγένειας είχε άμεσο και ουσιαστικό αντίκτυπο στο δικαίωμα των παιδιών σε σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και στη δυνατότητα να θεμελιώσουν βασικά στοιχεία της ταυτότητάς τους, όπως τη νομική σχέση με τον βιολογικό τους γονέα. Η εν λόγω κατάσταση κρίθηκε ασύμβατη με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, το οποίο -κατά το Δικαστήριο- έπρεπε να κατευθύνει τις αποφάσεις των εθνικών αρχών. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι γαλλικές αρχές υπερέβησαν το περιθώριο εκτίμησης που διέθεταν, για να ρυθμίσουν τη σχέση μεταξύ βιολογικού γονέα και παιδιού. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 ως προς το σκέλος της ιδιωτικής ζωής και σε σχέση προς τα παιδιά.
Η προαναφερθείσα καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ Mennesson κατά Γαλλίας, στην οποία το βάρος δόθηκε στη δυνατότητα του παιδιού-προσφεύγοντα να θεμελιώσει τη συγγένειά του με τον κοινωνικό (και βιολογικό) πατέρα, οδήγησε στην επανεξέταση της υπόθεσης των προσφευγόντων από τα γαλλικά δικαστήρια. Η διαδικασία αυτή κατέληξε και πάλι ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού, το οποίο έκανε χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο 16ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ για υποβολή αιτήματος γνωμοδότησης προς το ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή δικαιωμάτων και ελευθεριών που ορίζονται στην ΕΣΔΑ.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό έθεσε με την από 12.10.2018 επιστολή του τα εξής δυο ερωτήματα ενώπιον του ΕΔΔΑ: α) κατά πόσον η άρνηση μετεγγραφής των στοιχείων του πιστοποιητικού γέννησης παιδιού που γεννήθηκε στην αλλοδαπή από παρένθετη μητέρα, το οποίο ορίζει ως «νομική μητέρα» την «κοινωνική
Σελ. 15
μητέρα», υπερβαίνει το περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών υπό το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και β) σε περίπτωση θετικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, το Ανώτατο Ακυρωτικό ρώτησε κατά πόσον η δυνατότητα υιοθεσίας του παιδιού από την εν λόγω κοινωνική μητέρα θα συνιστούσε τρόπο ίδρυσης συγγένειας που εναρμονίζεται προς το άρθρο 8 της Σύμβασης;
Με την πρώτη γνωμοδότηση που εξέδωσε με βάση το 16ο Πρωτόκολλο, το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού είναι πρωταρχικής σημασίας και ανέφερε αναλυτικά τις ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει για ένα παιδί η άρνηση αναγνώρισης της συγγένειάς του με την κοινωνική μητέρα. Με την ειδική επιφύλαξη ότι στην κρινόμενη περίπτωση ο πατέρας συνδεόταν βιολογικά με το παιδί, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα σε σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, υπό το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, του παιδιού που γεννήθηκε στην αλλοδαπή από παρένθετη μητέρα, απαιτεί το ημεδαπό δίκαιο να παρέχει δυνατότητα αναγνώρισης της συγγένειας με την κοινωνική μητέρα που ορίζεται στο πιστοποιητικό γέννησης ως νομική μητέρα.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο στράφηκε προς το δεύτερο ερώτημα που του ετέθη, δηλαδή το κατά πόσον η δυνατότητα υιοθεσίας του παιδιού από την κοινωνική μητέρα -αντί της αναγνώρισης της συγγένειας που ιδρύθηκε στην αλλοδαπή- θα εναρμονιζόταν προς το άρθρο 8 της Σύμβασης. Εδώ τόνισε ότι τα κράτη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για να επιλέξουν τα κατάλληλα μέσα συμμόρφωσης προς τις επιταγές της ΕΣΔΑ. Έτσι, η υιοθεσία μπορεί να γίνει δεκτή, στο μέτρο που η εθνική διαδικασία είναι αποτελεσματική και σύντομη.
Σε διαφορετική βάση από τις παραπάνω υποθέσεις εξετάστηκε η υπόθεση Paradiso and Campanelli κατά Ιταλίας. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες, που αντιμετώπιζαν πρόβλημα γονιμότητας από την πλευρά της συζύγου, ενώ είχαν εγκριθεί για υιοθεσία, αποτάθηκαν σε κλινική του εξωτερικού (στη Μόσχα), για να αποκτήσουν παιδί με τη μέθοδο της παρένθετης μητέρας έναντι αμοιβής. Το παιδί γεννήθηκε στη Μόσχα και εγγράφηκε στο πιστοποιητικό γέννησης ως παιδί των προσφευγόντων.
Όταν έγινε η προσπάθεια εισόδου του παιδιού στην Ιταλία, υπήρξε καταγγελία ότι το πιστοποιητικό γέννησης περιείχε ψευδείς πληροφορίες για τη συγγένεια των προσφευγόντων με το παιδί. Με δεδομένο ότι η παρένθετη μητρότητα δεν επιτρέπεται στην Ιταλία, το πιστοποιητικό τελικά δεν μεταγράφηκε
Σελ. 16
και ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον των προσφευγόντων. Οι αρχές αφαίρεσαν από τους προσφεύγοντες τη φυσική επιμέλεια του παιδιού, το οποίο χαρακτηρίστηκε κατά την ιταλική νομοθεσία ως εγκαταλελειμμένο και δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια. Κατά την πορεία των διαδικασιών, προέκυψε ότι δεν είχε γίνει χρήση γεννητικού υλικού του προσφεύγοντος, παρά τους ισχυρισμούς του ζευγαριού ότι είχαν παράσχει στην κλινική το σχετικό υλικό με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην εξωσωματική γονιμοποίηση.
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση ήταν οι υποψήφιοι γονείς και όχι και το παιδί. Έτσι, ο έλεγχος της υπόθεσης διενεργήθηκε από τη σκοπιά των δικαιωμάτων τους. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίστατο οικογενειακή ζωή μεταξύ των προσφευγόντων και του παιδιού. Εκείνο που έπρεπε να ελεγχθεί ήταν κατά πόσον η παρέμβαση των ιταλικών αρχών προσέβαλε το δικαίωμα των κοινωνικών γονέων σε σεβασμό της ιδιωτικής ζωής τους. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, το δημόσιο συμφέρον που δεν επέτρεψε στους προσφεύγοντες (οι οποίοι, άλλωστε, δεν συνδέονταν βιολογικά με το παιδί) να νομιμοποιήσουν μια παράνομη κατάσταση, ήταν πολύ σημαντικό. Ταυτόχρονα, είχε διαπιστωθεί από τα εθνικά δικαστήρια ότι η απομάκρυνση του παιδιού -το οποίο δεν ήταν προσφεύγων στη συγκεκριμένη δίκη ενώπιον του ΕΔΔΑ- δεν το έθιγε ανεπανόρθωτα. Με βάση όλες τις παραπάνω διαπιστώσεις, το Δικαστήριο του Στρασβούργου οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάσθηκε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Σελ. 17
ΙΙΙ. Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού σε ζητήματα άσκησης γονικής μέριμνας
Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού έχουν αναδειχθεί σε καταλύτη στη νομολογία του ΕΔΔΑ και σε σχέση προς υποθέσεις που αφορούν στην άσκηση της γονικής μέριμνας παιδιών που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση Zaunegger κατά Γερμανίας. Σύμφωνα με το τότε ισχύον γερμανικό δίκαιο, ο πατέρας παιδιού γεννημένου εκτός γάμου, μπορούσε να αποκτήσει την από κοινού γονική μέριμνα με τη μητέρα, μόνο εφόσον η τελευταία συμφωνούσε ως προς αυτό ή εφόσον απειλείτο η ευημερία του παιδιού. Εν προκειμένω, τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα του προσφεύγοντος να του ανατεθεί η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας με το σκεπτικό ότι δεν συνέτρεχε καμία από τις παραπάνω δύο προϋποθέσεις.
Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι, ελλείψει κοινής συμφωνίας των γονέων, η κατά τον νόμο αρχική ανάθεση της γονικής μέριμνας ενός παιδιού εκτός γάμου στη μητέρα εξυπηρετούσε καταρχήν το βέλτιστο συμφέρον του. Αυτό ισχύει, ιδίως, αν αναλογιστεί κανείς ότι το φάσμα των εκτός γάμου παιδιών περιλάμβανε περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο πατέρας δεν είχε καμία επαφή με το παιδί αλλά και περιπτώσεις, που ζούσε μαζί τους και απολάμβαναν πλήρη οικογενειακή ζωή. Η σχετική νομοθετική διάταξη αποσκοπούσε στην προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού που γεννήθηκε εκτός γάμου, καθορίζοντας τον νόμιμο εκπρόσωπό του και αποφεύγοντας τις εντάσεις μεταξύ των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, οι οποίες θα ήταν σε βάρος του παιδιού.
Ωστόσο, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της γερμανικής κυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας είναι prima facie αντίθετη στο συμφέρον του παιδιού, όταν διαφωνεί η μητέρα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου. Παρατηρείται επίσης η τάση των εθνικών νομοθεσιών να ορίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφαίνονται για την άσκηση γονικής μέριμνας των παιδιών αυτών με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν κατά πόσον η κοινή ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας θα εξυπηρετούσε ή όχι τα συμφέροντα του παιδιού, αλλά απέρριψαν
Σελ. 18
την αίτηση του προσφεύγοντος για τυπικούς λόγους, επειδή αποκλειόταν από τον νόμο να ζητήσει την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Με βάση τις σκέψεις αυτές, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Έτσι, η προστασία του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί το κατεξοχήν στοιχείο που ενδιαφέρει το ΕΔΔΑ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι προσφεύγων δεν είναι το παιδί. Αξίζει να τονιστεί ότι σε σχέση προς την Ελλάδα εκκρεμής για το θέμα αυτό είναι η υπόθεση Paparrigopoulos. Η σχετική προσφυγή έχει κοινοποιηθεί στην Ελληνική κυβέρνηση.
IV. Τα βέλτιστα συμφέροντα των παιδιών μεταναστών και προσφύγων
Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού αναδεικνύονται επίσης σε υποθέσεις που αφορούν στα παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς και στο δύσκολο ζήτημα της διοικητικής τους κράτησης λόγω του μεταναστευτικού τους καθεστώτος. Το ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη μια σειρά από παράγοντες προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον οι συνθήκες κράτησης του παιδιού, οι οποίες εξετάζονται κατά κανόνα υπό το φως του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ήταν τόσο άσχημες, ώστε να συνεπάγονται παραβίαση του εν λόγω άρθρου. Εδώ εντάσσεται, καταρχάς, η ηλικία του παιδιού και, συγκεκριμένα, το κατά πόσον οι εθνικές αρχές συνεκτίμησαν την ανηλικότητα και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού μετανάστη. Επίσης, η συνδρομή ad hoc στοιχείων που θα μπορούσαν να επιτείνουν την ευάλωτη κατάστασή του παίζουν σημαντικό ρόλο. Για να μετρήσουν σε βάρος των εθνικών αρχών τα στοιχεία αυτά, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να τα γνωρίζουν ή όφειλαν να τα γνωρίζουν.
Σελ. 19
Ως προς τη συμβατότητα της κράτησης προς το άρθρο 5 ΕΣΔΑ, που προβλέπει το δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και αναδεικνύει μια πρόσθετη διαδικαστική υποχρέωση των εθνικών αρχών: η κράτηση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο ως έσχατη λύση και μόνο εφόσον δεν μπορούσε να υιοθετηθεί καμία άλλη εναλλακτική λύση. Με άλλα λόγια, οι αρχές οφείλουν να αναζητήσουν λιγότερα περιοριστικά μέτρα και μόνο εφόσον η εφαρμογή τους είναι αδύνατη, μπορούν να καταφύγουν στην κράτηση. Από την πλευρά του κράτους το βάρος απόδειξης αφορά τόσο στην αναζήτηση εναλλακτικής λύσης όσο και στη δικαιολόγηση της αδυναμίας εφαρμογής της.
Το ΕΔΔΑ δεν έχει αποφανθεί -προς το παρόν τουλάχιστον- ότι η (διοικητική) κράτηση παιδιών λόγω του μεταναστευτικού τους καθεστώτος είναι αντίθετη στη Σύμβαση λόγω της ανηλικότητάς τους. Πολύ πρόσφατα, ωστόσο, το Δικαστήριο έκανε ένα βήμα παραπάνω προς την κατεύθυνση της προστασίας των παιδιών μεταναστών και προσφύγων. Στην υπόθεση G.B. και άλλοι κατά Τουρκίας το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο consensus που υπάρχει στη διεθνή κοινότητα κατά της διοικητικής κράτησης των παιδιών μεταναστών, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα βέλτιστα συμφέροντά τους. Παράλληλα, τόνισε ότι, αν τα παιδιά κρατηθούν παραταύτα, οι αρχές έχουν υποχρέωση να επιδείξουν αυξημένη επιμέλεια κατά την εξέταση της νομιμότητας της κράτησης. Επιπλέον, εξετάζοντας την τήρηση του άρθρου 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο υπενθύμισε όσα έχει πει η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και, συγκεκριμένα, ότι, όταν τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού επιτάσσουν η οικογένεια να μένει ενωμένη, η απαίτηση να μην κρατηθεί το παιδί συνεπάγεται την απαίτηση να μην κρατηθούν ούτε οι γονείς. Με
Σελ. 20
άλλα λόγια, οι αρχές οφείλουν να επιλέξουν εναλλακτικά μέτρα της κράτησης για όλη την οικογένεια.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Αν και δεν πρόκειται για έννοια που αναφέρεται ρητά στην ΕΣΔΑ, η αρχή της προστασίας των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού αποτελεί καταλύτη στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Αυτό ισχύει, κατά κανόνα, ακόμη και εάν η προσφυγή δεν έχει υποβληθεί από το ίδιο το παιδί αλλά από άλλο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα από τον γονέα του.
Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού φαίνεται να επιδρούν αποφασιστικά στον συλλογισμό του Δικαστηρίου του Στρασβούργου σε υποθέσεις ίδρυσης και αναγνώρισης συγγένειας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω συμφέροντα κατά τρόπο αυτόνομο και τα αξιολογεί in concreto, προσδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στη στάση του παιδιού, στην ηλικία και στις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για εκείνο η ανατροπή της πατρότητας.
Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ στον τομέα της παρένθετης μητρότητας αναδεικνύεται μια τάση για διεθνή αναγνώριση των δημιουργηθεισών οικογενειακών καταστάσεων στην αλλοδαπή και της αναγνώρισης ενός διεθνούς status για το παιδί. Υπό την οπτική γωνία της προστασίας του δικαιώματος του παιδιού σε σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής και των βέλτιστων συμφερόντων του, το Δικαστήριο του Στρασβούργου φαίνεται να περιορίζει -υπό προϋποθέσεις- την αυτοματοποιημένη εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και, ιδίως, την αυτοματοποιημένη επίκληση της δημόσιας τάξης που θα οδηγούσε σε μη αναγνώριση μιας οικογενειακής σχέσης, η οποία κατά άλλα αναπτύσσει πλήρη αποτελέσματα και λειτουργεί κανονικά στο εξωτερικό.
Περαιτέρω, από την ερμηνεία του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι η εξέταση υποθέσεων άσκησης γονικής μέριμνας από τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχει ως βασικό γνώμονα την προστασία των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ κατακρίνει αυτοματοποιημένες και άκαμπτες επιλογές του νομοθέτη για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας παιδιών που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους, που στηρίζονται σε τυπικά κριτήρια και αποκλείουν την in concreto εξέταση των υποθέσεων.
Ως προς τα παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες, το Δικαστήριο βασίζεται στα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού και θέτει την υποχρέωση στις εθνικές αρχές να αναζητούν λιγότερα περιοριστικά μέτρα από τη διοικητική κράτηση, καθώς και να επιδεικνύουν αυξημένη επιμέλεια κατά την εξέταση της νομιμότητας της κράτησης. Εξάλλου, στην πρόσφατη νομολογία του, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει την άποψη της διεθνούς κοινότητας ότι, όταν τα βέλτιστα
Σελ. 21
συμφέροντα του παιδιού επιτάσσουν η οικογένεια να μένει ενωμένη, η απαίτηση να μην κρατηθεί το παιδί συνεπάγεται την απαίτηση να μην κρατηθούν ούτε οι γονείς.
Κατά συνέπεια, από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου -εμπνεόμενο από το άρθρο 3 της Σύμβασης των ΗΕ- έχει αναδείξει τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού και σε ουσιαστικό δικαίωμα και σε ερμηνευτική αρχή και σε διαδικαστικό κανόνα. Ορισμένες φορές ενδεχομένως να μην προβαίνει το ίδιο σε in concreto προσδιορισμό του περιεχομένου του βέλτιστου συμφέροντος, αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα των εθνικών αρχών στο σημείο αυτό. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές η νομολογία έχει συμβάλει καθοριστικά στην αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού.