ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ

Στην Ελλάδα και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις 

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.65€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 24,65 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18890
Βαλμαντώνης I.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 192
  • ISBN: 978-618-08-0219-1

δικαστική δεοντολογία συνιστά βασικό στοιχείο της λειτουργίας του κράτους δικαίου. Το παρόν έργο έρχεται να καλύψει ένα κενό στη βιβλιογραφία αναφορικά με τη δεοντολογία και ηθική στη δικαιοσύνη, λαμβάνοντας υπόψη τη διακήρυξη από πολλές πλευρές (δικαστές, δικηγόροι, μέλη της εκτελεστικής εξουσίας) της αναγκαιότητας της εν λόγω εμβάθυνσης.

Με το βιβλίο αυτό επιχειρείται η παρουσίαση των χαρτών δεοντολογίας και η ανάλυση των δεοντολογικών αρχών, της ελευθερίας έκφρασης και ειδικότερων ζητημάτων που αφορούν τη συμπεριφορά των δικαστών, αξιοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα διεθνή κείμενα καθώς και την ελληνική και αλλοδαπή βιβλιογραφία.

Απευθύνεται πρωτίστως προς τους δικαστικούς λειτουργούς, διότι αποσκοπεί στην οικοδόμηση μίας κοινής ιδεατής συμπεριφοράς και στην καθοδήγησή τους για να καταλήξουν στις δικές τους αποφάσεις σε σχέση με τις δραστηριότητές τους για τις οποίες οι ίδιοι και μόνο είναι υπεύθυνοι.

Επιπλέον απευθύνεται στα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, τους δικηγόρους και γενικά τους πολίτες που επιθυμούν να έχουν πληροφόρηση για τα πρότυπα συμπεριφοράς που οφείλουν να τηρούν οι δικαστές, για τη διατήρηση και ενίσχυση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στο κύρος του δικαστικού λειτουργού ατομικά και γενικότερα στο θεσμό της δικαιοσύνης.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Δεοντολογία και ηθική στη δικαιοσύνη

Α. Έννοια και διακρίσεις 1

Β. Η λειτουργία της δικαστικής δεοντολογίας 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Διεθνή κείμενα

Α. Αρχές Bangalore 7

Β. Γνώμες των Γνωμοδοτικών Συμβουλίων των Ευρωπαίων
Δικαστών και Εισαγγελέων 12

Γ. Καταστατικός Χάρτης (Μagna Carta) των δικαστών 18

Δ. Διακήρυξη του Λονδίνου 20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Χάρτες δεοντολογίας σε υπερεθνικά δικαστήρια

Α. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 27

Β. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 30

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Συγκριτικά μοντέλα σε Αλλοδαπές έννομες τάξεις

Α. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής 33

B. Μεγάλη Βρετανία 38

Γ. Ιταλία 45

Δ. Γαλλία 50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Χάρτες Δεοντολογίας στην Ελλάδα

Α. Χάρτης Δεοντολογίας των Δικαστικών Λειτουργών
του Ελεγκτικού Συνεδρίου 58

Β. Χάρτης Δεοντολογίας των Δικαστικών Λειτουργών
του Συμβουλίου της Επικρατείας 60

Γ. Χάρτης Δεοντολογίας των Δικαστικών και Εισαγγελικών
λειτουργών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης 63

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Βασικές δεοντολογικές αρχές

Α. Ανεξαρτησία 67

Β. Αμεροληψία 73

Γ. Ακεραιότητα 77

Δ. Ευπρέπεια / Αξιοπρέπεια 80

Ε. Απαγόρευση διακρίσεων / Δικαιότητα 88

ΣΤ. Επαγγελματική ικανότητα και Επιμέλεια / Αποτελεσματικότητα 90

Ζ. Αυτοσυγκράτηση / Αυτοπεριορισμός 95

Η. Διαφάνεια - Επικοινωνία 97

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Η ελευθερία έκφρασης των δικαστικών λειτουργών

A. Η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών στη δημόσια
συζήτηση και τα όρια της ελευθερίας της έκφρασής τους 101

Β. Η άσκηση κριτικής των δικαστικών αποφάσεων 107

Γ. Η χρήση από τους δικαστές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης 112

Δ. Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου ως προς την ελευθερία έκφρασης των δικαστών 122

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Ειδικότερα ζητήματα

Α. Οι υποχρεώσεις των ασκούντων καθήκοντα διεύθυνσης 132

Β. Οι υποχρεώσεις των αφυπηρετησάντων δικαστών 136

Γ. Η άσκηση ιδιωτικών δραστηριοτήτων 138

Δ. Ο ρόλος του δικαστή στην ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου 145

ΕΠΙΜΕΤΡΟ 149

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση 153

Ξενόγλωσση 159

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Ι. Διεθνή Κείμενα 163

II. Ερωτηματολόγιο μεταξύ των σπουδαστών της 29ης Σειράς
ΕΣΔΙ με θέμα: «Δικαστές - Εισαγγελείς και μέσα κοινωνικής δικτύωσης» 173

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 175

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Δεοντολογία και ηθική στη δικαιοσύνη

Α. Έννοια και διακρίσεις

Η αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στη δικαιοσύνη στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες έχει θέσει σε πρώτη θέση την ανεξαρτησία, την υπευθυνότητα και τη δεοντολογία των δικαστικών λειτουργών. O δικαστικός λειτουργός αναλαμβάνει ένα νέο ρόλο στη σημερινή εποχή. Δεν περιορίζεται ως άψυχο όν να προφέρει μόνο το νόμο. Αντίθετα ερμηνεύει, επιχειρηματολογεί, συγκρίνει και συμπληρώνει το νόμο, λειτουργώντας ως θεσμικό αντίβαρο σε κάθε μορφής αυθαιρεσία. Για το λόγο αυτό, η αναφορά στη δικαστική δεοντολογία δεν αποτελεί ηθικολογία, ούτε ανταποκρίνεται σε μια ασαφή ανάγκη, αλλά στην αντιμετώπιση ενός σημαντικού ζητήματος, με πολλές προεκτάσεις, που σχετίζεται με τη συμπεριφορά κάθε δικαστή εντός και εκτός δικαστηρίου. Ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, αν και περιέχει μία σειρά από διατάξεις που οργανώνουν το πλαίσιο δράσης των δικαστών δεν επαρκεί για τη ρύθμιση της συνολικής συμπεριφοράς τους τόσο κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους όσο και στο δημόσιο και ατομικό βίο.

Ετυμολογικά ο όρος δεοντολογία αποτελείται από δύο συνθετικά: το «δέον» και το «λόγο». Η λέξη αυτή προέρχεται από τον Ιερεμία Bentham και αναφέρεται στην έννοια της δέουσας συμπεριφοράς που απαιτεί η κοινωνία για την ορθή άσκηση ενός λειτουργήματος. Η δικαστική δεοντολογία θεωρείται διακριτή από τους πειθαρχικούς κανόνες, μολονότι υπάρχουν περιοχές γειτνίασης μεταξύ τους. Αν και κάθε πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά παραβίαση

Σελ. 2

ηθικού καθήκοντος, δεν ισχύει το αντίθετο, ήτοι η μη συμμόρφωση στις δεοντολογικές αρχές δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη πειθαρχικό αδίκημα. Ο Χάρτης δεοντολογίας περιλαμβάνει ένα σύστημα ηθικών αρχών που πρέπει να καθοδηγούν την καθημερινή συμπεριφορά του δικαστή, ενώ από την άλλη το πειθαρχικό δίκαιο περιέχει ένα σύστημα κανόνων που περιέχει κυρώσεις. Οι δεοντολογικές αρχές κατευθύνονται προς την υποβοήθηση του δικαστή και όχι στη δίωξή του. Εκφράζουν ένα υψηλό επίπεδο δικαστικής συμπεριφοράς τόσο σε θεσμικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, σε αντίθεση με τον πειθαρχικό κώδικα που περιγράφει ένα χαμηλό επίπεδο ηθικής, με το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί ο δικαστής. Η χρήση ηθικών προτύπων ως εργαλείο για την πειθαρχική διαδικασία ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες για την ανεξαρτησία των δικαστών και εισαγγελέων.

Η διάκριση μεταξύ ηθικής και δεοντολογίας είναι πολύ πιο ρευστή και δεν υπάρχει ομοφωνία απόψεων. Συχνά οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι. Έτσι στα ευρωπαϊκά κείμενα που συντάσσονται στην αγγλική και γαλλική γλώσσα, χρησιμοποιείται ο όρος «ethics» στα Αγγλικά, ενώ στα γαλλικά αδιάκριτα οι όροι «déontologie»/«éthique». Γενικά ο όρος ηθική έχει

Σελ. 3

ευρύτερο περιεχόμενο από τη δεοντολογία. Η δεοντολογία αποτελεί μέρος της ηθικής και περιλαμβάνει αρχές που υποβοηθούν το δικαστή να διακρίνει ποιες είναι οι ηθικά αποδεκτές συμπεριφορές και ποιες αποτελούν εσφαλμένες. Κατά το γάλλο δικαστή Vigouroux, η ηθική είναι η ατομική ευθύνη, η οποία βασίζεται στην αυτονομία της βούλησης και εκφράζεται μέσω μίας διαρκούς αναζήτησης. Η δεοντολογία, όμως, αφενός μεν είναι αναγκαστική και υποχρεωτική κατά την άσκηση ενός λειτουργήματος, αφετέρου δε είναι συλλογική διότι απευθύνεται σε όλα τα μέλη ενός επαγγελματικού σώματος.

Οι αρχές δεοντολογίας έχουν τη φύση των γενικών ρητρών, δηλαδή αρχών και όχι ειδικών κανόνων δικαίου. Καταγράφουν πρότυπα συμπεριφοράς που αποτελούν μέρος της παράδοσης του δικαστικού και εισαγγελικού σώματος, για την αντιμετώπιση καταστάσεων που πιθανόν ανακύψουν, χωρίς να περιέχουν ακριβείς απαντήσεις. Αποτελούν κανόνες αυτοελέγχου, με τις οποίες αναγνωρίζεται ότι η εφαρμογή του νόμου δεν έχει τίποτα το μηχανιστικό και ότι η άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων γίνεται με βάση τα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, που τους θέτει σε μια σχέση ευθύνης απέναντι στους εαυτούς τους και στους πολίτες. Σε επίπεδο νομικής ισχύος, αποτελούν κείμενα ήπιου δικαίου (soft law), που κινούνται μεταξύ δικαίου και ηθικής, χωρίς να αποκλείεται η κύρωσή τους με νόμο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κώ-

Σελ. 4

δικες τελειοποιούνται με την πάροδο του χρόνου, οι αρχές αυτές μπορούν να επικαιροποιούνται, προκειμένου να ανταποκριθούν στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και στην εντυπωσιακή εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτή τη δραστηριότητα σκόπιμη και ιδανική είναι η συμμετοχή δικαστών όλων των βαθμών, ενώ επιπλέον θα πρέπει να διενεργείται από διακριτό όργανο από τα πειθαρχικά συμβούλια.

Β. Η λειτουργία της δικαστικής δεοντολογίας

Ο Χάρτης δεοντολογίας έχει μια διπλή λειτουργία. Απευθύνεται πρωτίστως προς τους δικαστικούς λειτουργούς, ως ένα μηχανισμό οικοδόμησης μίας κοινής ιδεατής συμπεριφοράς. Η συστηματοποίηση των δεοντολογικών αρχών μέσω της σύνταξης ενός γραπτού χάρτη θα υποβοηθήσει και θα καθοδηγήσει τους δικαστές για να καταλήξουν στις δικές τους αποφάσεις σε σχέση με τις δραστηριότητες ή τη συμπεριφορά τους για τις οποίες οι ίδιοι και μόνο είναι υπεύθυνοι. Από την άλλη αποτελεί ένα είδος συμφώνου με τους πολίτες, που αποσκοπεί στην πληροφόρηση των προτύπων συμπεριφοράς που οφείλουν να τηρούν οι δικαστές, για την καλλιέργεια και την ενίσχυση της εµπιστοσύνης, που έκαστος από αυτούς και ο θεσμός της δικαιοσύνης στο σύνολο πρέπει να έχουν στην κοινωνία. Ο δικαστής που είναι εγγυητής των ατομικών ελευθεριών, προκειμένου να επιτελέσει το ρόλο αυτό πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία και το ρόλο της δικαιοσύνης μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην αύξηση της κατανόησης του δικαστικού συστήματος ως ακρογωνιαίου λίθου της δημοκρατίας. Διασπά έτσι την απομόνωση και την αποστείρωση του δικαστή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, καθιστώντας αυτόν ενεργό μέρος ενός συστήματος που ασχολείται με την κοινωνία, ενισχύει τον επαγγελματισμό του, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια πιο έντονη σύνδεση με τα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, τους δικηγόρους και γενικά την κοινωνία να έχουν καλύτερη αντίληψη και να υποστηρίξουν το δικαστικό σώμα. Παράλληλα συμβάλλει ώστε οι πολίτες να εμπεδώσουν ότι η απονομή της δικαιο-

Σελ. 5

σύνης πραγματοποιείται με ανεξαρτησία και αμεροληψία. Προσφέρουν έτσι ένα πρότυπο με το οποίο μπορούν να μετρούν και να αξιολογούν την απόδοση του δικαστικού σώματος.

Επίσης η δικαστική δεοντολογία συνιστά βασικό στοιχείο της λειτουργίας του κράτους δικαίου. Ένα δικαστικό σώμα αδιαμφισβήτητης ακεραιότητας συνιστά το θεμέλιο της δημοκρατίας και τoυ κράτους δικαίου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν γίνει συντονισμένες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, για να αποφευχθεί η υποβάθμιση του κράτους δικαίου μέσω μέτρων που στοχεύουν στην καλή λειτουργία των εθνικών συστημάτων δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης για την ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι πρωταρχικής σημασίας η δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία να υφίστανται στην πράξη, να προστατεύονται διά νόμου και να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαστική εξουσία. Για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι αναγκαία η εφαρμογή υψηλών προδιαγραφών συμπεριφοράς τόσο εντός όσο και εκτός δικαστηρίου.

Ο δικαστής αποτελεί την εικόνα της δικαιοσύνης, καθόσον ενυλώνει και εξωτερικεύει την ιδέα του δικαίου. Προσθέτει, καθημερινά, τη δική του προσωπική συμβολή στη θεσμική υπόσταση της δικαστικής λειτουργίας. Επιπλέον δεν πρέπει να περιορίζεται στην προσωπική του προσπάθεια με την τήρηση των δεοντολογικών κανόνων αλλά οφείλει να συμβάλει στη συλλογική διατήρηση και βελτίωση των υψηλών προδιαγραφών της δικαστικής συμπεριφοράς. Ακόμη και ένα μεμονωμένο περιστατικό δύναται να πλήξει ανεπανόρθωτα την εικόνα του δικαστικού σώματος. Η ενίσχυση της συλλογικής ευθύνης είναι αναγκαία σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη χαμηλή δη-

Σελ. 6

μόσια εμπιστοσύνη στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης της χώρας μας. Επιπλέον ακόμη και μετά την αφυπηρέτησή του, πρέπει να επιδεικνύει συμπεριφορά συμβατή με το κύρος της θέσης που κατείχε.

Οποιαδήποτε αναφορά στη δικαστική δεοντολογία πρέπει να έχει ως αφετηρία την επίγνωση, που πρέπει να έχει κάθε δικαστικός λειτουργός, ότι η δικαστική εξουσία αποτελεί μια τεράστια και τρομερή εξουσία. Ο τρόπος άσκησης αυτής της εξουσίας έχει καθοριστικές συνέπειες στη ζωή και την περιουσία των πολιτών που προσφεύγουν στα Δικαστήρια για επίλυση των διαφορών τους. Η διαπίστωση αυτή αφορά ιδίως την ποινική, η άσκηση της οποίας, πιο άμεσα από κάθε άλλη δημόσια εξουσία, επηρεάζει την ελευθερία, την υπόληψη και συνεπώς τη ζωή των ανθρώπων. Χαρακτηριστική είναι και η γνωστή ρήση του γερμανού θεωρητικού Eberhard Schmidt, κατά τον οποίο: «Αν εξαιρέσουμε τις πολεμικές συγκρούσεις, τίποτε άλλο δεν προξένησε τόσες συμφορές, βάσανα και δάκρυα στην ανθρωπότητα, όσο η κρατική δύναμη που εκδηλώνεται με την μορφή της ποινικής λειτουργίας». Για το λόγο αυτό, εξαιτίας της κρισιμότητάς της, στην ποινική δίκη, οι εντάσεις και οι συγκρούσεις αποκτούν προνομιακό πεδίο εκδήλωσης. Σε μια τεράστια εξουσία, όπως αποτελεί η απόφαση για τη φυλάκιση ενός ατόμου, πρέπει να αντιστοιχεί και μια μεγάλη ευθύνη. Οι πολίτες δεν επιθυμούν να έχει τέτοια δύναμη κάποιος του οποίου η ειλικρίνεια, η ικανότητα ή η προσωπική ζωή αμφισβητούνται. Συμπερασματικά οι κανόνες της δικαστικής δεοντολογίας αποσκοπούν στη μείωση της εξουσίας και στη διεύρυνση της γνώσης. Και τούτο διότι η δικαστική κρίση - είτε είναι ποινική, είτε αστική, είτε διοικητική – αποτελεί πάντα ο καρπός του δίπολου γνώση – εξουσία. Όσο πιο νόμιμη είναι, τόσο περισσότερη γνώση επικρατεί, ενώ όσο πιο παράνομη είναι, τόσο μεγαλύτερη είναι η εξουσία, με απώτατο όριο την αυθαιρεσία.

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Διεθνή κείμενα

Α. Αρχές Bangalore

Πηγή έμπνευσης για τη σύνταξη του Χαρτών Δεοντολογίας στη χώρα μας, αποτέλεσε ιδίως το κείμενο των Αρχών Bangalore για τη δικαστική συμπεριφορά (The Bangalore principles of judicial conduct) του Ο.Η.Ε. Συνιστούν το σημαντικότερο κείμενο για τη δικαστική δεοντολογία και θεωρείται πλέον καθολικό πρότυπο για τη διαγωγή των δικαστών. Αποτελούν αγγλοσαξονικής προέλευσης, οι οποίες πήραν το όνομά τους από την ομώνυμη ινδική πόλη όπου υιοθετήθηκε το αρχικό σχέδιο, στο πλαίσιο καταπολέμησης του διεθνούς εγκλήματος και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σύστημα. Αναθεωρήθηκαν το έτος 2002 από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών, που προέβη σε τροποποιήσεις, προκειμένου να προσαρμόσει τις αρχές αυτές στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Τελικά υιοθετήθηκαν από τον ΟΗΕ, σε συνδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Χάγη στις 25-26.11.2002.

Οι αρχές Bangalore εκφράζουν τις υψηλότερες παραδόσεις που σχετίζονται με τη δικαστική λειτουργία, όπως απεικονίζονται σε όλους τους πολιτισμούς και τα νομικά συστήματα. Αποτελεί το βασικό κείμενο για τη διαμόρφωση των Χαρτών δεοντολογίας στις αλλοδαπές έννομες τάξεις. Μάλιστα με την απόφαση 2006/23 του Κοινωνικού και Οικονομικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών, κλήθηκαν τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν τις αρχές Bangalore και να

Σελ. 8

θεσπίσουν κανόνες δικαστικής δεοντολογίας. Η σύνταξη τους οφείλεται στο γεγονός ότι σε πολλές χώρες της υφηλίου, πολλοί άνθρωποι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στα εγχώρια δικαστικά συστήματα επειδή θεωρήθηκε ότι ήταν εν όλω ή εν μέρει διεφθαρμένα. Προσπαθούν να διασφαλίσουν επαρκή λογοδοσία των δικαστών, χωρίς όμως να παρεμβαίνουν υπερβολικά στη δικαστική ανεξαρτησία. Καθοριστικός είναι ο ενεργός ρόλος του δικαστή, διότι τον θέτουν υπεύθυνο για την τήρηση των κατάλληλων προτύπων. Η αρχή της λογοδοσίας απαιτεί από τα εθνικά δικαστικά όργανα να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην ενίσχυση της δικαστικής ακεραιότητας με την πραγματοποίηση συστημικών μεταρρυθμίσεων.

Στο προοίμιο των αρχών Bangalore, το οποίο περιλαμβάνει εννέα περιόδους, γίνεται αναφορά σε διεθνή κείμενα όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κατοχυρώνουν το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε προσώπου σε δίκαιη και δημόσια ακρόαση από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση υπό συνθήκες ισότητας και υπό καθεστώς συγκεκριμένων εγγυήσεων. Επισημαίνεται η σημασία ενός αποτελεσματικού, αμερόληπτου και ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος για την εγγύηση του κράτους δικαίου και του Συντάγματος. Επίσης τονίζεται ότι η δημόσια πίστη στο δικαστικό σύστημα, η ηθική αυθεντία και ακεραιότητά του διεξάγουν μεγάλο ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην ύπαρξη συλλογικής ευθύνης (collective responsibility). Ο δικαστής εκτός από την προσωπική προσπάθεια, οφείλει να συμμετέχει στη συλλογική διατήρηση των υψηλών προδιαγραφών, προκειμένου να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα.

Σελ. 9

Οι θεμελιώδεις δεοντολογικές αρχές που μνημονεύονται, είναι έξι και συγκεκριμένα οι εξής: 1) ανεξαρτησία, 2) αμεροληψία, 3) ακεραιότητα, 4) ευπρέπεια, 5) ισότητα και 6) ικανότητα και επιμέλεια. Σημαντική συμβολή στην κατανόηση των αρχών Bangalore σε θέματα, καταστάσεις και προβλήματα που μπορεί να προκύψουν έχουν και τα ερμηνευτικά σχόλια του έτους 2007 (Commentary on the Bangalore Principles of Judicial Conduct), τα οποία συμβάλλουν στην προώθηση της υιοθέτησής τους ως παγκόσμιας διακήρυξης για το δικαστικό ήθος.

Πρώτη αρχή είναι αυτή της δικαστικής ανεξαρτησίας υπό τη διττή της λειτουργία, σε προσωπικό και θεσμικό επίπεδο. Η ανεξαρτησία (independence) αποτελεί προϋπόθεση του κράτους δικαίου και θεμελιώδης εγγύηση της δίκαιης δίκης. Ο δικαστής διατηρεί την ανεξαρτησία του σε σχέση με τους διαδίκους και κρίνει την κάθε υπόθεση με βάση τα πραγματικά γεγονότα και σύμφωνα με το νόμο, χωρίς να επηρεάζεται από οποιαδήποτε εξωγενή επιρροή ή παρέμβαση. Σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι ανεξάρτητος απέναντι στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, καθώς και σε σχέση με επιχειρηματικά και οικονομικά κέντρα εξουσίας, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) και γενικότερα την κοινή γνώμη. Πρέπει επίσης να φαίνεται σε ένα λογικό παρατηρητή ότι είναι απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εξωτερική ή εσωτερική επιρροή ή πίεση. Σημαντική είναι και η διαφύλαξη της εσωτερικής ανεξαρτησίας, διότι πρέπει να φαίνεται ότι είναι ανεξάρτητος και από τους ιεραρχικά ανώτερους δικαστές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Οφείλει να απέχει από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ή να κλονίσει την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Επιδεικνύει και προωθεί υψηλά πρότυπα δικαστικής διαγωγής για να ενισχύσει τη δημόσια εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διατήρηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Σε περίπτωση που το δικαστικό σώμα αδυνατεί ή παραμελεί να διασφαλίσει ότι τα μέλη του διατηρούν τα υψηλά πρότυπα δικαστικής συμπεριφοράς που αναμένονται από αυτά, η νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία υπό την καθοδήγηση της κοινής γνώμης ενδέχεται να παρέμβουν, με συνέπεια τον κίνδυνο σοβαρής υπονόμευσης της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας.

Η αρχή της αμεροληψίας (impartiality) θεωρείται θεμελιώδης για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Δεν περιορίζεται μόνο στη δικαστική απόφαση επί μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά επεκτείνεται επίσης και στη διαδικασία

Σελ. 10

που προηγείται της λήψης της δικαιοδοτικής κρίσης. Ο δικαστής εκτελεί τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, χωρίς εύνοια, μεροληψία ή προκατάληψη. Εξασφαλίζει ώστε η διαγωγή του, τόσο εντός όσο και εκτός του δικαστηρίου, να διατηρεί και ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών, των δικηγόρων και των διαδίκων στην αμεροληψία αυτού και του δικαστικού σώματος. Με τη συμπεριφορά του αποσκοπεί στην εκπλήρωση της αρχής της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου. Επίσης αποφεύγει οποιοδήποτε σχόλιο που μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας. Συμπεριφέρεται με τρόπο ώστε να ελαχιστοποιεί τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων στις οποίες ο δικαστής θα οδηγείται σε εξαίρεση ή σε αποχή μίας υπόθεσης. Προβαίνει σε δήλωση αποχής από οποιαδήποτε υπόθεση στην οποία έχει κώλυμα να αποφασίσει αμερόληπτα ή στην οποία δημιουργούνται σε ένα τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή υπόνοιες μεροληψίας. Το διακύβευμα είναι η εμπιστοσύνη που ο δικαστής και εν γένει τα δικαστήρια θα πρέπει να εμπνέουν στο κοινό. Τέτοιες περιπτώσεις εξαίρεσης συντρέχουν ενδεικτικά όταν: α) ο δικαστής έχει πραγματική μεροληψία ή προκατάληψη σχετικά με διάδικο ή προσωπική γνώση για αμφισβητούμενα αποδεικτικά γεγονότα που αφορούν τη διαδικασία, β) ο δικαστής υπηρετούσε προηγουμένως ως δικηγόρος ή ήταν ουσιώδης μάρτυρας στην υπόθεση και γ) ο δικαστής ή ένα μέλος της οικογένειας του έχει οικονομικό συμφέρον από το αποτέλεσμα της υπόθεσης.

Τρίτη θεμελιώδης αρχή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι αυτή της ακεραιότητας (integrity). Ο δικαστής οφείλει να διασφαλίσει ότι η διαγωγή του δεν μπορεί να καταστεί αξιόμεμπτη από έναν τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή. Η δημόσια και ιδιωτική συμπεριφορά του πρέπει να επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών για την ακεραιότητα του δικαστικού συστήματος. Η δικαιοσύνη δεν πρέπει απλώς να απονέμεται αλλά θα πρέπει και να φαίνεται ότι απονέμεται. Ο δικαστής οφείλει να διακρίνεται για την εντιμότητα, την αξιοπρέπεια, την αυτοσυγκράτηση και τη διακριτικότητα του.

Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αρχή της ευπρέπειας (propriety), που είναι καθοριστική για τη διενέργεια όλων των δραστηριοτήτων του δικαστή, η οποία απαιτεί από αυτόν να αποφεύγει κάθε συμπεριφορά που μπορεί να βλάψει την εικόνα της δικαιοσύνης, στην οποία οι αρχές Bangalore αφιερώνουν ένα σχεδόν εξαντλητικό κατάλογο συμπεριφορών. Με τον τρόπο αυτό τονίζεται η ιδιαίτερη σημασία που έχει για την εικόνα της δικαιοσύνης, η τήρηση των τύπων και η κόσμια συμπεριφορά. Ο δικαστής, ως υποκείμενο συνεχούς λεπτομερούς δημοσίου ελέγχου, πρέπει να αποδέχεται προσωπικούς

Σελ. 11

περιορισμούς που θα μπορούσαν να θεωρηθούν φορτικοί σε ένα κοινό πολίτη και τούτο οφείλει να το κάνει ελεύθερα και εκούσια. Αναφορικά με τις σχέσεις του με δικηγόρους που δικάζουν ενώπιον του, οφείλει να αποφεύγει καταστάσεις που θα μπορούσαν εύλογα να οδηγήσουν στην υποψία ή σε εικόνα ευνοιοκρατίας ή μεροληψίας και να μη συμμετέχει σε υποθέσεις που κάποιο μέλος της οικογένειάς του σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε να επιτρέπει την χρήση της οικίας του ως μέρος υποδοχής πελατών από δικηγόρο. Επιπλέον ο δικαστής, όπως οποιοσδήποτε άλλος πολίτης, έχει το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης, θρησκευτικής πεποίθησης, του συνδικαλίζεσθαι και του συναθροίζεσθαι, αλλά κατά την άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων πρέπει πάντοτε να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργήματος. Οφείλει να είναι ενήμερος για τα προσωπικά και οικονομικά συμφέροντα του καθώς και των μελών της οικογένειάς του και δεν θα επιτρέπει σε αυτά ή άλλα μέλη του κοινωνικού του περιβάλλοντος να επηρεάζουν τη δικαστική του συμπεριφορά και κρίση. Έχει υποχρέωση τήρησης της μυστικότητας των διασκέψεων και πρέπει να διακατέχεται από το καθήκον εχεμύθειας. Δύναται να προβαίνει σε συγγραφικό έργο και να παραδίδει μαθήματα ή διαλέξεις σχετικά με το δίκαιο και την απονομή της δικαιοσύνης και να ενταχθεί σε ενώσεις δικαστών. Ο δικαστής οφείλει να μην εξασκεί το δικηγορικό επάγγελμα ενώ κατέχει δικαστικό αξίωμα. Δεν πρέπει να αποδέχεται δώρα ή πλεονεκτήματα οποιασδήποτε μορφής σε σχέση ή επ’ αφορμής της ασκήσεως των καθηκόντων του, παρά μόνον συμβολικά ή για εθιμοτυπικούς λόγους. Κριτήριο συνιστά ότι ένα τέτοιο δώρο, βραβείο ή όφελος δεν θα μπορούσε εύλογα να εκληφθεί ότι αποσκοπούσε να τον επηρεάσει, στην άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ή να βλάψει την προς τα έξω εικόνα της αμεροληψίας.

Απαραίτητη για την ορθή λειτουργία του δικαστικού αξιώματος συνιστά και η διαφύλαξη της ίσης μεταχείρισης όλων ενώπιον του δικαστηρίου (equality). Ειδικότερα, ο δικαστής οφείλει να είναι γνώστης και να αντιλαμβάνεται την ποικιλομορφία που επικρατεί στην κοινωνία και να μην αποδέχεται διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, φύλου, θρησκείας, εθνικής προέλευσης, κοινωνικής τάξης, ανικανότητας, ηλικίας, οικογενειακής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης. Είναι εξοικειωμένος με τη διαφορετικότητα και αποφεύγει να εκδηλώνει, με λόγο ή συμπεριφορά, μεροληψία ή προκατάληψη προς οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα. Καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να εξασφαλίσει συνθήκες ίσης και αξιοπρεπούς μεταχείρισης όλων των συμμετεχόντων στη δίκη (διάδικοι, μάρτυρες, δικηγόροι, προσωπικό του δικαστηρίου). Την ίδια προσοχή εφιστά-

Σελ. 12

στους δικαστικούς υπαλλήλους και στους δικηγόρους, κατά την εκφορά των ερωτήσεών τους ή τις αγορεύσεις τους, εκτός εάν πρόκειται για κάποιο ζήτημα που είναι νομικά ουσιώδες με το επίδικο θέμα.

Προϋποθέσεις για την ορθή άσκηση του δικαστικού αξιώματος αποτελούν η επιμέλεια και ικανότητα (competence and diligence) του δικαστή. Ο τελευταίος πρέπει να είναι αφοσιωμένος στο λειτούργημα του καθώς τα δικαστικά καθήκοντα έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων δραστηριοτήτων του. Ο δικαστής υπέχει επαγγελματική υποχρέωση να διατηρεί και να ενισχύει τις γνώσεις, δεξιότητες και προσωπικές ικανότητες που είναι απαραίτητες για τη δέουσα εκτέλεση των δικαστικών του καθηκόντων. Προς το σκοπό αυτό πρέπει να αξιοποιεί την επιμόρφωση (ενημέρωση για τις εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο και για τα ανθρώπινα δικαιώματα) και τις άλλες δυνατότητες και διευκολύνσεις που πρέπει να είναι διαθέσιμες. Επίσης ο δικαστής διεξάγει όλα τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων, αποτελεσματικά, δίκαια και με εύλογη ταχύτητα. Τηρεί την τάξη και ευπρέπεια σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον του δικαστηρίου και είναι υπομονετικός, αξιοπρεπής και ευγενής προς τους διαδίκους, μάρτυρες, δικηγόρους και τους λοιπούς συμμετέχοντες στη δίκη. Την ίδια διαγωγή απαιτεί από τους δικηγόρους και από το προσωπικό του δικαστηρίου ή άλλα πρόσωπα που υπόκεινται στην καθοδήγηση του.

Β. Γνώμες των Γνωμοδοτικών Συμβουλίων των Ευρωπαίων Δικαστών και Εισαγγελέων

Στο διεθνή χώρο λειτουργούν οργανισμοί με αντικείμενο τη λειτουργία και μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών δικαστικών συστημάτων και την επεξεργασία λύσεων για θεμελιώδη ζητήματα, όπως για παράδειγμα, την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, τη δικαστική ανεξαρτησία και την ευθύνη των δικαστικών λειτουργών. Ηγετικό ρόλο στην αναμόρφωση των δικαστικών συστημάτων έχει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το έτος 1999 ίδρυσε το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών (Consultative Council of European Judges - CCJE), που αποτελείται αποκλειστικά από δικαστές, με σκοπό την ενδυνάμωση του ρόλου τους στην Ευρώπη, και στη συνέχεια το έτος 2002 την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (European Commission for the Efficiency of Justice - CEPEJ), με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και λειτουργίας της δικαιοσύνης στα κράτη – μέλη και

Σελ. 13

την ενίσχυση της δημόσιας εμπιστοσύνης στα δικαστικά συστήματα. Τον Ιούλιο του έτους 2005, συμπληρώνοντας το πανόραμα των επιβοηθητικών οργανισμών στον τομέα της δικαιοσύνης, πλαισίωσε τα όργανα αυτά με το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων (Consultative Council of European Prosecutors - CCPE), που απαρτίζεται αποκλειστικά από εισαγγελικούς λειτουργούς, με σκοπό την ανάπτυξη νέων εργαλείων και κοινών πρακτικών σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων της εισαγγελικής αρχής. Οι γνώμες των ανωτέρω δυο Γνωμοδοτικών Συμβουλίων (CCJE και CCPE) αποσκοπούν στην ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού προτύπου στα κράτη μέλη για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και συχνά καθοδηγούν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

Οι θεμελιώδεις αρχές της δεοντολογίας των δικαστών που ισχύουν και για τους εισαγγελείς είναι διατυπωμένες στην υπ’ αρ. 3 (2002) γνώμη του Γνω-

Σελ. 14

μοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) σχετικά με τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν την επαγγελματική δεοντολογία των δικαστών, και ιδίως ζητήματα ήθους, συμπεριφοράς ασυμβίβαστης προς το δικαστικό λειτούργημα και αμεροληψίας. Στις συμπερασματικές σκέψεις, για τα πρότυπα συμπεριφοράς, ορίζεται στο σημείο 49, ότι: i) Οι δεοντολογικές αρχές πρέπει να καθοδηγούν τη δράση των δικαστών, ii) οι αρχές αυτές πρέπει να προτείνουν στους δικαστές τρόπους συμπεριφοράς που τους βοηθούν να επιλύσουν τις δυσκολίες σε ζητήματα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, iii) οι ως άνω αρχές πρέπει να επεξεργάζονται από τους ίδιους τους δικαστές και να διαφοροποιούνται από το πειθαρχικό σύστημα, iv) είναι σκόπιμο σε κάθε χώρα να ορίζονται ένα ή περισσότερα όργανα ή ένα ή περισσότερα πρόσωπα εντός ενός δικαστικού οργάνου με συμβουλευτικό ρόλο για τους δικαστές που έρχονται αντιμέτωποι με ζητήματα δεοντολογίας ή που έχουν αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα μιας ιδιωτικής δραστηριότητας με το λειτούργημά τους.

Επιπλέον το CCJE αναφορικά με τις αρχές συμπεριφοράς του κάθε δικαστή προτείνει στο σημείο 50 ότι: i) οι δικαστές πρέπει να κάνουν ό,τι είναι δυνατό για την προστασία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης σε θεσμικό και ατομικό επίπεδο, ii) να υιοθετούν άμεμπτη συμπεριφορά τόσο κατά την άσκηση των καθηκόντων όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, iii) να τηρούν σε κάθε περίπτωση συμπεριφορά που είναι αμερόληπτη και που φαίνεται ως τέτοια, iv) να εκτελούν τα καθήκοντά τους χωρίς εύνοια και χωρίς πραγματική ή εμφανή μεροληψία ή προκατάληψη, v) να παίρνουν αποφάσεις, αφού λάβουν υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και να αποφεύγουν σχόλια άσχετα με τη διαφορά, vi) να επιδεικνύουν τη δέουσα προσοχή προς όλα τα άτομα που συμμετέχουν στη διαδικασία ή που εμπλέκονται σε αυτήν, vii) να ασκούν τα καθήκοντά τους με τήρηση της αρχής της ισότητας των μερών, χωρίς οποιαδήποτε προκατάληψη ή διάκριση και με διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων, viii) να τηρούν αποστάσεις από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και να διατηρούν την ανεξαρτησία και αμεροληψία τους, αποφεύγοντας να προβαίνουν σε δηλώσεις σχετικά με τις υποθέσεις που χειρίζονται, ix) να είναι σε εγρήγορση προκειμένου να διατηρούν ένα υψηλό επίπεδο επαγγελματικής επάρκειας, x) να επιδεικνύουν υψηλή επαγγελματική ικανότητα και επιμέλεια, που ανταποκρίνεται στην ανάγκη λήψης απόφασης μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, xi) να αφιερώνουν το χρόνο εργασίας τους στα δικαστι-

Σελ. 15

κά και σε πρόσθετα καθήκοντα που τους ανατίθενται από την υπηρεσία τους, xii) να απέχουν από οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την εικόνα της αμεροληψίας τους.

Η υπ’ αρ. 21 (2018) γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE), σχετικά με την πρόληψη της διαφθοράς μεταξύ των δικαστών, συνιστά τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών για την ηθική συμπεριφορά των δικαστών, τις συμβουλευτικές επιτροπές και την εκπαίδευση της δικαστικής δεοντολογίας (βλ. ιδίως αρ. 31-33). Επισημαίνει την προσωπική ευθύνη του δικαστή για τη δική του συμπεριφορά και το δικαστικό σώμα. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των κανόνων για την αποχή και την εξαίρεση είναι ζωτικής σημασίας για την καθιέρωση ενός υψηλού επιπέδου δικαστικής ακεραιότητας. Επιπλέον, στην υπ’ αρ. 23 (2020) γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE), με θέμα: «Ο ρόλος των ενώσεων δικαστών προς προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας», που εγκρίθηκε στις 6.11.2020, ορίζεται ότι: Οι ηθικές αρχές της επαγγελματικής συμπεριφοράς πρέπει να επεξεργάζονται από τους ίδιους τους δικαστές. Το γεγονός ότι οι δικαστές εντάσσονται οικειοθελώς στις ενώσεις και ότι υπάρχει ένα forum ανταλλαγών και συζητήσεων εγγυάται μια ισχυρή δέσμευση εκ μέρους τους σχετικά με τις αρχές συμπεριφοράς που προτάθηκαν από τις ενώσεις δικαστών ή τουλάχιστον την ενεργή συμβολή τους στη σύνταξη των αρχών αυτών. Για τους ίδιους λόγους, οι ενώσεις δικαστών δικαιούνται να ιδρύσουν μια συμβουλευτική επιτροπή προς υποβοήθηση των δικαστών που βρίσκονται αντιμέτωποι με προβλήματα αναφορικά με την ηθική ή τη συμβατότητα ιδιωτικών δραστηριοτήτων» (αρ. 34-35).

Αναφορικά με τη δεοντολογία της εισαγγελικής αρχής ένα ικανοποιητικό πλαίσιο εγγυήσεων έχει προβλεφθεί στη γνώμη με θέμα: «Σχέσεις μεταξύ δικαστών και εισαγγελέων σε μια δημοκρατική κοινωνία» που εγκρίθηκε από κοινού και από τα δυο ως άνω όργανα (CCJE και το CCPE), γνωστή και ως Διακήρυξη του Μπορντό, στην υπ’ αρ. 13 (2018) γνώμη του CCPE με θέμα «Ανεξαρτησία, ευθύνη και δεοντολογία των εισαγγελέων» και στην υπ’ αρ. 9 (2014) γνώμη του CCPE σχετική «με τους Ευρωπαϊκούς κανόνες και τις αρχές για την εισαγγελική αρχή», γνωστή ως Χάρτης της Ρώμης.

Σελ. 16

Ειδικότερα ο Χάρτης της Ρώμης περιέχει είκοσι θεμελιώδεις αρχές που αφορούν το νομικό καθεστώς και τα καθήκοντα του εισαγγελέα σε μια σύγχρονη δημοκρατική έννομη τάξη και ένα επεξηγηματικό μνημόνιο. Ανάμεσα στις αρχές αυτές περιέχονται: Το καθήκον της εισαγγελικής αρχής να εγγυάται το κράτος δικαίου και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αρχή της αυτονομίας και της ελευθερίας από οποιαδήποτε εσωτερική ή εξωτερική επιρροή, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια της εισαγγελικής αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα των εισαγγελικών λειτουργών να ιδρύουν και να εγγράφονται σε επαγγελματικά σωματεία, το δικαίωμα να τυγχάνουν προστασίας από το κράτος, όταν απειλείται η σωματική ακεραιότητά τους, η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα των κριτηρίων που πρέπει να διέπουν τον τρόπο πρόσληψης, τις προαγωγές, τις μεταθέσεις και την πειθαρχική διαδικασία τους, ο καθορισμός των ιεραρχικών σχέσεων μεταξύ των εισαγγελέων με σαφείς και αντικειμενικούς κανόνες, η υποχρέωση να μην κάνουν χρήση ενός παράνομου αποδεικτικού μέσου και να επιδιώκουν τη δίωξη των προσώπων που είναι υπεύθυνοι για τη χρήση των ως άνω μέσων, η υιοθέτηση σαφών κατευθυντήριων γραμμών για την άσκηση της ποινικής δίωξης, καθώς και η αρχή της αμοιβαίας και ειλικρινούς συνεργασίας σε εθνικό και διεθνές πεδίο, μεταξύ των εισαγγελικών λειτουργών. Σύμφωνα μάλιστα με το σημείο VI του Χάρτη της Ρώμης, οι εισαγγελείς οφείλουν να τηρούν τις δεοντολογικές και επαγγελματικές αρχές σε υψηλό επίπεδο, επιδεικνύοντας πάντοτε αμεροληψία και αντικειμενικότητα. Γι’ αυτό, πρέπει να προσπαθούν να είναι καθώς και να φαίνονται ότι είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι, να απέχουν από πολιτικές δραστηριότητες που είναι ασυμβίβαστες με την αρχή της αμεροληψίας και να μη χειρίζονται υποθέσεις στις οποίες τα προσωπικά τους συμφέροντα ή οι σχέσεις τους με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την αμεροληψία τους. Συμπερασματικά ο Χάρτης της Ρώμης δίνει κατευθυντήριες αρχές ενάντια σε μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στον περιορισμό της ανεξαρτησίας της εισαγγελικής αρχής, και αποτελεί πηγή έμπνευσης για τη θέσπιση δικαστικών συστημάτων και δεοντολογικών χαρτών στις σύγχρονες δημοκρατίες.

Τέλος στην ελευθερία της έκφρασης των δικαστών επικεντρώνεται η υπ’ αρ. 25 (2022) γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών, που εγκρίθηκε στο Στρασβούργο στις 2.12.2022. Η ως άνω γνώμη παρέχει γενική καθοδήγηση στους δικαστές όταν ασκούν το δικαίωμά τους στην ελευθε-

Σελ. 17

ρία της έκφρασης, τόσο εντός όσο και εκτός των δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ειδικότερα στο κεφάλαιο IX με τον τίτλο: «Συστάσεις» (Recommandations) επισημαίνεται ότι: 1) Ο δικαστής απολαμβάνει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως κάθε άλλος πολίτης. Οι αρχές της δημοκρατίας, της διάκρισης των εξουσιών και του πλουραλισμού απαιτούν από τους δικαστές να είναι ελεύθεροι να συμμετέχουν σε συζητήσεις δημοσίου συμφέροντος, ιδίως σε θέματα διοίκησης της δικαιοσύνης. 2) Σε περιπτώσεις όπου η δημοκρατία, η διάκριση των εξουσιών ή το κράτος δικαίου απειλούνται, οι δικαστές πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται προς προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας, του Συντάγματος και της δημοκρατίας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι δικαστές που μιλούν επ’ ονόματι ενός δικαστικού συμβουλίου, μιας δικαστικής ένωσης ή άλλων αντιπροσωπευτικών οργάνων του δικαστικού σώματος έχουν ευρύτερη δυνατότητα να παρέμβουν στα θέματα αυτά. 3) Εκτός από τις ενώσεις δικαστών, τα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια ή οποιοδήποτε άλλο ανεξάρτητο όργανο, κάθε δικαστής έχει το ηθικό καθήκον να ενημερώνει το κοινό για τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος και τις αξίες του, με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων και της διαφάνειας και την αποφυγή παρεξηγήσεων από τους πολίτες, συμβάλλοντας έτσι στην προώθηση και στη διατήρηση της δημόσιας εμπιστοσύνης στο δικαστικό σώμα. 4) Κατά την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, οι δικαστές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις δικές τους ευθύνες και υποχρεώσεις στην κοινωνία. Ως εκ τούτου, πρέπει να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση όσον αφορά την έκφραση των απόψεων και των γνωμών τους σε κάθε περίσταση στην οποία, από τη σκοπιά ενός λογικού παρατηρητή, οι δηλώσεις τους θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία και την αξιοπρέπεια του αξιώματός τους ή να υπονομεύσουν την εικόνα του δικαστικού σώματος. Ειδικότερα, πρέπει να αποφεύγουν τα σχόλια για την ουσία των υποθέσεων που χειρίζονται. Οι δικαστές πρέπει επίσης να τηρούν το απόρρητο της διαδικασίας. 5) Ως γενική αρχή, οι δικαστές πρέπει να αποφεύγουν να εμπλέκονται σε πολιτικές διαμάχες. Ακόμη και όταν επιτρέπεται η συμμετοχή σε πολιτικό κόμμα ή συζήτηση, οι δικαστές πρέπει να απέχουν από οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα που θα μπορούσε να υπονομεύσει την ανεξαρτησία, την αμεροληψία και την εμπιστοσύνη τους στο δικαστικό σύστημα. 6) Οι δικαστές πρέπει να γνωρίζουν τα οφέλη, αλλά και τους κινδύνους της επικοινωνίας στα ΜΜΕ. Από αυτή την άποψη, το δικαστικό σύστημα θα πρέπει να προβλέπει την κατάρτιση των δικαστών σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί

Σελ. 18

ως εξαιρετικό εργαλείο για την ευαισθητοποίηση των πολιτών. Ταυτόχρονα, οι δικαστές πρέπει να γνωρίζουν ότι οποιοδήποτε σχόλιο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παραμένει μόνιμο, ακόμη και μετά τη διαγραφή του, και μπορεί να ερμηνευτεί ελεύθερα. Τα ψευδώνυμα δεν μπορούν να καλύψουν ανήθικη διαδικτυακή συμπεριφορά. Οι δικαστές πρέπει να απέχουν από την αποστολή οποιουδήποτε μηνύματος που θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αμεροληψία τους ή να προκύψει σύγκρουση με την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός τους ή την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κύρος του δικαστικού σώματος και 7) Οι αρχές ή τα πρότυπα συμπεριφοράς για την ελευθερία της έκφρασης των δικαστών και οι σχετικοί περιορισμοί πρέπει να εγκρίνονται από τους ίδιους τους δικαστές ή από τις ενώσεις τους.

Γ. Καταστατικός Χάρτης (Μagna Carta) των δικαστών

Πηγή έμπνευσης για τη σύνταξη των Χαρτών δεοντολογίας του ΣτΕ και της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας, αποτέλεσε και ο Καταστατικός Χάρτης (Μagna Carta) των δικαστών, που το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών, κατά τη συμπλήρωση των 10 ετών από την ίδρυσή του, εξέδωσε στις 17.11.2010, σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία και τη διαφάνεια κατά την παραγωγή του δικαιοδοτικού έργου. Αποτελεί μια κωδικοποίηση των σπουδαιότερων συμπερασμάτων, τα οποία περιέχονται στις

Σελ. 19

γνώμες που υιοθετήθηκαν για μια δεκαετία περίπου, με σκοπό την προώθηση τους ακόμη και σε μη ειδικευμένο κοινό.

Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, η δικαστική εξουσία αποτελεί μία από τις τρεις εξουσίες κάθε δημοκρατικού κράτους. Αποστολή της αποτελεί η προάσπιση του κράτους δικαίου και της προσήκουσας εφαρμογής του νόμου κατά τρόπο αμερόληπτο, δίκαιο, έντιμο και αποτελεσματικό (αρ.1). Ουσιώδεις προϋποθέσεις για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποτελούν η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του δικαστή. Θεμελιώδης προϋπόθεση του κράτους δικαίου, αποτελεί και η ανεξαρτησία των εισαγγελικών λειτουργών, απονέμοντας στους δικαστές τη διασφάλιση της ισότητας των όπλων μεταξύ εισαγγελικής αρχής και υπεράσπισης του κατηγορουμένου (αρ. 11).

Η δικαστική ανεξαρτησία πρέπει να διέπει κάθε απόφαση που επηρεάζει το καθεστώς του δικαστή, όπως την πρόσληψη, το διορισμό μέχρι τη συνταξιοδότηση, τις προαγωγές, το αμετάθετο, την εκπαίδευση, τη δικαστική ασυλία και τις πειθαρχικές κυρώσεις. Επίσης η χρηματοδότηση του δικαστικού συστήματος (αρ. 4), οι ανθρώπινοι, υλικοί και οικονομικοί πόροι καθώς και οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών (αρ. 7) αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη θωράκιση της ανεξαρτησίας, που η πολιτεία πρέπει να εξασφαλίζει, κατόπιν επαφών με τη δικαστική εξουσία. Σημαντική θεωρείται η ανάμειξη του δικαστικού σώματος σε όλες τις αποφάσεις που επηρεάζουν τη λειτουργία του, όπως για παράδειγμα στην οργάνωση των δικαστηρίων και στην κατάρτιση των κωδίκων δικονομίας (αρ. 9).

Με σκοπό την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικαστών, κάθε κράτος υποχρεούται να θεσπίσει ένα Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, εξοπλισμένο με ευρείες αρμοδιότητες για κάθε ζήτημα που αφορά τα υπηρεσιακά καθήκοντά τους, καθώς επίσης την οργάνωση, λειτουργία και το κύρος της δικαιοσύνης. Το Συμβούλιο αυτό απαρτίζεται αποκλειστικά ή σε συντριπτική πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι εκλέγονται από τους συναδέλφους τους (αρ. 13).

Επιπλέον, η δραστηριότητα των δικαστών πρέπει να διέπεται από δεοντολογικές αρχές, διακριτές από τους πειθαρχικούς κανόνες. Τις αρχές αυτές πρέ-

Σελ. 20

πει να επεξεργάζονται οι ίδιοι οι δικαστές και να αποτελούν αντικείμενο της εκπαίδευσής τους (αρ. 18). Τα εν λόγω πρότυπα συμπεριφοράς ενισχύουν το δικαστικό σύστημα και συνακόλουθα και το κράτος δικαίου. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο δικαστής δεν υπέχει προσωπική ευθύνη, παρά μόνο σε περίπτωση δόλου, ακόμη και όταν το κράτος ασκεί τυχόν αναγωγικά δικαιώματα (αρ. 22).

Δ. Διακήρυξη του Λονδίνου

Ένας άλλος διεθνής οργανισμός με σκοπό τη βελτίωση της συνεργασίας και της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων και των μελών του δικαστικού σώματος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων (ENCJ/RECJ). Ο ως άνω οργανισμός, υιοθέτησε σε Γενική Συνέλευση στο Λονδίνο το έτος 2010 ένα κείμενο που εκπονήθηκε από ομάδα εργασίας του εν λόγω δικτύου (ENCJ) με τίτλο «Δικαστική Δεοντολογία: Αρχές, Αξίες και Ιδιότητες (Judicial Ethics: Principles, Values and Qualities)», γνωστό ως Διακήρυξη του Λονδίνου, με σκοπό την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σώμα.

Στις εισαγωγικές επισημάνσεις αναφέρεται ότι οι δεοντολογικές αρχές των δικαστών ενισχύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών και επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση του ρόλου του δικαστή στην κοινωνία. Παραδοσιακά, ο ρόλος του δικαστή ήταν να εφαρμόζει το νόμο ή να επιλύει διαφορές σχετικά με την εφαρμογή του. Ωστόσο, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ο ρόλος του έχει εξελιχθεί διότι δεν περιορίζεται πλέον στο να είναι «ο εκφραστής του νόμου». Ο δικαστής είναι επίσης, σε κάποιο βαθμό, δημιουργός του νόμου, γεγονός που απαιτεί την ανάληψη ευθυνών και την τήρηση δεοντολογικών αρχών.

Back to Top