ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.25€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 29,25 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18515
Μαματσοπούλου N.
Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ορφανίδης Γ., Πανταζόπουλος Σ., Τσικρικάς Δ., Χριστακάκου-Φωτιάδη Κ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 232
  • ISBN: 978-960-654-562-7

Το έργο πραγματεύεται τη διασύνδεση μεταξύ δύο θεμελιωδών αρχών του δικαίου της διαιτησίας, της αρχής της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας αφενός και της αρχής της competence/competence αφετέρου και επιχειρεί να καταδείξει ότι η παράλληλη ενασχόληση δικαστή και διαιτητή κατά το στάδιο πριν την έκδοση της διαιτητικής απόφασης με το ζήτημα του κύρους της διαιτητικής ρήτρας πυροδοτεί τον κίνδυνο παράλληλων δικών σε δύο διαφορετικές δικαιοδοτικές τάξεις, για την αποφυγή του οποίου διατυπώνονται ορισμένες de lege ferenda προτάσεις. Το βιβλίο απευθύνεται τόσο στον μελετητή όσο και στον εφαρμοστή του δικαίου διεθνούς διαιτησίας, παρέχοντας παράλληλα συγκριτικές αναφορές στο δικονομικό σύστημα αλλοδαπών εννόμων τάξεων.

Πρόλογος Σελ. VII
Κυριότερες συντομογραφίες Σελ. XV
I. Εισαγωγή Σελ. 1
II. Η αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας Σελ. 5
1. Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση Σελ. 5
α. Γαλλία Σελ. 5
β. ΗΠΑ Σελ. 14
γ. Αγγλία Σελ. 20
δ. Κριτικές επισημάνσεις Σελ. 28
2. Ιστορικοσυγκριτική προσέγγιση Σελ. 31
α. Η ΟλΑΠ 4/1989 Σελ. 33
β. Η προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ και η απόφαση Στραν και Στρατής Ανδρεάδης κ. Ελλάδος Σελ. 35
γ. Η νομοθετική ρύθμιση της αρχής της αυτοτέλειας Σελ. 37
3. Εκφάνσεις της αρχής της αυτοτέλειας Σελ. 39
α. Η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να διέπεται από διαφορετικό δίκαιο σε σχέση με την ουσιαστική σύμβαση Σελ. 39
β. Το ανεπηρέαστο της συμφωνίας διαιτησίας από τα ελαττώματα της ουσιαστικής σύμβασης Σελ. 41
4. Αποκλίσεις από την αρχή της αυτοτέλειας Σελ. 46
α. Η περίπτωση κοινού λόγου ακυρότητας ή ακυρωσίας Σελ. 46
β. Η περίπτωση του ανυποστάτου της κύριας σύμβασης Σελ. 47
5. Η περίπτωση της διαφθοράς Σελ. 49
α. Η νομοθετική ρύθμιση του φαινομένου της διαφθοράς στο ελληνικό δίκαιο Σελ. 49
β. Η κρατούσα θέση στο διεθνές πεδίο Σελ. 51
γ. Οι παρ’ ημίν υποστηριχθείσες απόψεις Σελ. 56
Περιεχόμενα
δ. Κριτικές επισημάνσεις Σελ. 58
ΙII. Η αρχή της competence/competence Σελ. 63
1. Εισαγωγή Σελ. 63
2. Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση Σελ. 66
α. Γαλλία Σελ. 66
i. Οι θέσεις της θεωρίας Σελ. 66
ii. Οι διακυμάνσεις της νομολογίας Σελ. 69
iii. Η εισαγωγή ρητής διάταξης Σελ. 70
a. Η αρνητική έκφανση της αρχής της competence/competence Σελ. 70
b. Η θετική έκφανση της αρχής της competence/competence Σελ. 75
β. Αγγλία Σελ. 76
i. Η αρχή της competence/competence και η προβολή ενστάσεων κατά της δικαιοδοσίας των διαιτητών Σελ. 77
ii. Διεύρυνση των δυνατοτήτων παρέμβασης του κρατικού δικαστή: Η διάταξη του άρθρ. 32 ΑΑ/1996 Σελ. 81
iii. Άσκηση αγωγής σε πολιτειακό δικαστήριο παρά την ύπαρξη συμφωνίας διαιτησίας Σελ. 83
γ. Ελβετία Σελ. 87
δ. Κριτικές επισημάνσεις Σελ. 91
3. Ιστορικοσυγκριτική προσέγγιση Σελ. 95
4. Έννοια του χρησιμοποιούμενου όρου· η υπό ευρεία έννοια δικαιοδοσία Σελ. 96
5. Αντικείμενο της εξουσίας κρίσης των διαιτητών Σελ. 97
6. Ο ενδοτικός ή μη χαρακτήρας της διάταξης του άρθρ. 887 §2 ΚΠολΔ Σελ. 99
7. Αυτεπάγγελτη και κατ’ένσταση εξέταση της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου Σελ. 101
α. Η ρύθμιση του ΚΠολΔ Σελ. 101
β. Η ρύθμιση του ν. 2735/1999 Σελ. 103
i. Αυτεπάγγελτος και κατ’ένσταση έλεγχος της δικαιοδοσίας Σελ. 103
ii. Ενστάσεις κατά της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου Σελ. 105
iii. Αποκλεισμός της μεταγενέστερης προβολής των ενστάσεων κατά της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου Σελ. 107
iv. Η κατ’άρθρ. 16 §3 ν. 2735/1999 απόφαση των διαιτητών ως προς τη δικαιοδοσία τους Σελ. 109
8. Το ζήτημα της δεσμευτικότητας της απόφασης των διαιτητών ως προς τη δικαιοδοσία τους Σελ. 112
α. Το ζήτημα υπό την ισχύ της ΠολΔ/1834 και κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύνταξη του ΚΠολΔ Σελ. 113
i. Περί της έκτασης του δεδικασμένου της διαιτητικής απόφασης Σελ. 113
ii. Περί της δέσμευσης του πολιτειακού δικαστηρίου από την απόφαση των διαιτητών Σελ. 114
β. Η κρατούσα θέση υπό την ισχύ του ΚΠολΔ Σελ. 114
i. Περί της έκτασης του δεδικασμένου της διαιτητικής απόφασης Σελ. 114
ii. Περί της δέσμευσης του πολιτειακού δικαστηρίου από την απόφαση των διαιτητών Σελ. 116
a. Η κρατούσα γνώμη Σελ. 116
b. Μία αποκλίνουσα γνώμη Σελ. 118
9. Η δυνατότητα άσκησης της αγωγής ακύρωσης κατά της απόφασης του διαιτητικού δικαστηρίου με την οποία αρνήθηκε την ύπαρξη δικαιοδοσίας του Σελ. 120
10. Δέσμευση ελληνικού πολιτειακού δικαστηρίου που εκδικάζει αίτηση exequatur από αλλοδαπή διαιτητική απόφαση που δέχτηκε την ύπαρξη διαιτητικής δικαιοδοσίας Σελ. 122
IV. Έλεγχος της συμφωνίας διαιτησίας από το πολιτειακό δικαστήριο Σελ. 125
1. Η προβολή της κατ’ άρθρ. 264 ΚΠολΔ δικονομικής ένστασης Σελ. 125
α. Ιστορικοσυγκριτική προσέγγιση Σελ. 127
i. ΠολΔ/1834 Σελ. 127
ii. Οι προεργασίες για τη θέση σε ισχύ του ΚΠολΔ Σελ. 128
a. Η θέση του Εισηγητή στη Συντακτική Επιτροπή Σελ. 128
b. Οι συζητήσεις στη Συντακτική και Αναθεωρητική Επιτροπή Σελ. 129
c. Οι μέχρι το ν. 4335/2015 νομοθετικές μεταβολές Σελ. 130
β. Ενεργητική νομιμοποίηση Σελ. 134
γ. Παρεμπίπτων έλεγχος του πολιτειακού δικαστηρίου Σελ. 136
δ. Η παραπεμπτική απόφαση Σελ. 140
2. Η δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής της ακυρότητας ή του ανυποστάτου της συμφωνίας διαιτησίας αγωγή Σελ. 144
α. Οι υποστηριχθείσες θέσεις Σελ. 145
β. Ιδίως ως προς το χρόνο μετά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας Σελ. 147
i. Οι αρχικές θέσεις της νομολογίας Σελ. 147
ii. Ο αντίλογος εκ μέρους της θεωρίας Σελ. 149
iii. Επανατοποθέτηση του όλου ζητήματος· Η ΕφΑθ 3057/1993 Σελ. 151
3. Η δυνατότητα ελέγχου της συμφωνίας διαιτησίας στις περιπτώσεις παροχής συνδρομής στη διαιτησία από το πολιτειακό δικαστήριο Σελ. 153
V. Ζητήματα παράλληλων δικών Σελ. 155
1. Εισαγωγή Σελ. 155
α. Η γέννηση του προβλήματος Σελ. 155
β. Η καταλληλότητα της εκκρεμοδικίας ως μηχανισμού αποτροπής των παράλληλων δικών Σελ. 156
2. Η αντιμετώπιση του προβλήματος σε επίπεδο διεθνούς νομολογίας Σελ. 157
α. Η απόφαση Compania Minera Condesa and Compania de Minas Buenaventura v BRGM-Peru SAS Σελ. 158
i. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης Σελ. 158
ii. Το σκεπτικό του ελβετικού ομοσπονδιακού δικαστηρίου Σελ. 159
iii. Η ασκηθείσα κριτική εκ μέρους της θεωρίας Σελ. 160
β. Η απόφαση Fomento de Construcciones y Contratas SA v. Colon Container Terminal SA Σελ. 162
i. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης Σελ. 162
ii. Το σκεπτικό του ελβετικού ομοσπονδιακού δικαστηρίου Σελ. 163
iii. Η ασκηθείσα κριτική εκ μέρους της θεωρίας Σελ. 163
3. Η αντιμετώπιση του φαινομένου των παράλληλων δικών σε νομοθετικό επίπεδο Σελ. 165
4. Η αντιμετώπιση του φαινομένου των παράλληλων δικών σε επίπεδο θετέου δικαίου Σελ. 169
α. Το διαιτητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται πρώτο της διαφοράς Σελ. 169
β. Το πολιτειακό δικαστήριο επιλαμβάνεται πρώτο της διαφοράς Σελ. 170
i. Το πολιτειακό δικαστήριο βρίσκεται στο ίδιο κράτος με εκείνο της έδρας της διαιτησίας Σελ. 170
ii. Το πολιτειακό δικαστήριο βρίσκεται σε τρίτο κράτος, εκτός της έδρας της διαιτησίας Σελ. 171
VI. Επίλογος Σελ. 175
Βιβλιογραφία Σελ. 179
Πίνακας νομολογίας
Ελλάδα Σελ. 195
Γαλλία Σελ. 199
Ελβετία Σελ. 203
Η.Π.Α. Σελ. 203
Αγγλία Σελ. 205
ΕΔΔΑ Σελ. 208
ΔΕΕ Σελ. 208
Ευρετήριο Σελ. 209

Σελ. 1

I Εισαγωγή

Όπως παρατηρείται ιδιαίτερα εύστοχα «η νομική φύση της διαιτησίας αποτελεί την αφετηρία για κάθε μορφής ενασχόληση με τον δικαιικό αυτόν χώρο». Η εγγύτερη και εξονυχιστική επισκόπηση των θεωρητικών απόψεων, οι οποίες καταπιάστηκαν με το ζήτημα της νομικής φύσης της συμφωνίας διαιτησίας, ως σύμβασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, υπερβαίνει κατά πολύ πάντως τους σκοπούς της παρούσας μελέτης. Αξίζει ωστόσο να γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε μία κρίσιμη προκαταρκτική διαπίστωση, η οποία θα καταστήσει, άλλωστε, ευχερέστερη την περαιτέρω πορεία της προκείμενης ανάλυσης· συγκεκριμένα, αφήνοντας κατά μέρος τις αρχικές παλινδρομήσεις, φαίνεται πως, προϊούσα η επιστημονική συζήτηση απέστη από τις πρωτύτερες θεωρήσεις περί της ουσιαστικής φύσης της συμφωνίας διαιτησίας και προσέδωσε σε αυτή το χαρακτήρα της δικονομικής σύμβασης. Παρ’ημίν η ερμηνευτική αυτή κατεύθυνση αναδείχθηκε ήδη σε ένα πρώιμο στάδιο, κατά τη σύνταξη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οπότε ο Εισηγητής των περί Διαιτησίας διατάξεων, Γ. Οικονομόπουλος, τάχθηκε κατά της επιλογής του προϊσχύσαντος δικαίου, το οποίο εξομοίωνε στο άρθρ. 105 εδ. α’ ΠολΔ/1834, το συνυποσχετικό με είδος συμβιβασμού και, επισημαίνοντας ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι «ιδιότυπη σύμβαση», εισηγήθηκε να διέπεται απλώς αυτή από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις. Η επιλογή όμως αυτή δεν ενδεικνύει ότι πρόθεση του ιστορικού νομοθέτη ήταν η

Σελ. 2

εξομοίωση της συμφωνίας διαιτησίας με σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αλλά η παραπομπή σε ένα εκτενέστερο πλέγμα διατάξεων, αυτών του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να ρυθμιστούν εγγύτερα τα ειδικότερα ζητήματα της σύναψης και λειτουργίας της, καθώς η συνολική ρύθμιση της εν λόγω συμφωνίας με αναφορά στις διατάξεις του ΚΠολΔ για τις δικονομικές συμβάσεις θα ήταν όλως ελλιπής. Άλλωστε, σύμφωνα με εδραιωμένη πλέον θέση της δικονομικής επιστήμης, για το χαρακτηρισμό μίας σύμβασης ως ουσιαστικής ή δικονομικής κρίσιμη είναι η αναγωγή στις κύριες έννομες συνέπειες, τις οποίες αυτή διαδραματίζει και η εκτίμηση, κατά πόσο αυτές εντάσσονται στο χώρο του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου.

Κατά συνεπή δε εφαρμογή των προηγούμενων παρατηρήσεων, ο εντοπισμός των αποτελεσμάτων της συμφωνίας διαιτησίας θα πρέπει ακριβώς να αναζητηθεί στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Συγκεκριμένα, γίνεται ευρύτερα δεκτό ότι η συμφωνία διαιτησίας επιδρά κατά τρόπο διττό, τόσο θετικά όσο και αρνητικά· θετικά, στο μέτρο που αφενός εγκαθιδρύει τη συμβατική υποχρέωση των μερών να επιδιώξουν τη διαιτητική επίλυση των μεταξύ τους διαφορών αφετέρου θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου, ήτοι την εξουσία των διαιτητών να κρίνουν επί της αχθείσας ενώπιόν τους διαφοράς. Η εξουσία αυτή των διαιτητών να αποφαίνονται επί των προϋποθέσεων της δικαιοδοτικής τους δράσης απηχεί εν πολλοίς το περιεχόμενο της αρχής της competence/competence. Περαιτέρω, προς το σκοπό διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της διαιτητικής συμφωνίας, το θετικό αποτέλεσμα της τελευταίας συνοδεύεται από ένα αρνητικό· αρνητικά επομένως, η ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας διαιτησίας στερεί τα πολιτειακά δικαστήρια από τη δικαιοδοσία τους να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη διαφορά.

Προοικονομήθηκε ήδη ότι η εξουσία των διαιτητών να αποφαίνονται περί της δικαιοδοσίας τους ερείδεται επί της αρχής της competence/competence. Η τελευταία επιτρέπει στο διαιτητικό δικαστήριο να συνεχίσει την εκδίκαση της διαφοράς που ήχθη ενώπιόν του, ακόμη και αν τίθεται εν αμφιβόλω η ισχύς και το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, ένεκα της προβολής εκ μέρους κάποιου από τους διαδίκους της διαιτητικής δίκης ισχυρισμών που πλήττουν αυτή καθ’εαυτή τη ρήτρα. Αντίθετα, η

Σελ. 3

αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας έναντι της ουσιαστικής σύμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται ή σε διαφορές εκ της οποίας αναφέρεται, επιστρατεύεται όταν προβάλλονται κάθε είδους παθογένειες της ουσιαστικής σύμβασης, προκειμένου να αποκλειστεί η επίδραση αυτών στο κύρος της διαιτητικής συμφωνίας· η αρχή της αυτοτέλειας δεν επιτρέπει όμως στους διαιτητές να προχωρήσουν στην εκδίκαση της υπόθεσης όταν η επικαλούμενη παθογένεια πλήττει ευθέως τη διαιτητική συμφωνία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, καλείται σε εφαρμογή η αρχή της competence/competence, η οποία επιτρέπει μάλιστα στους διαιτητές να κρίνουν ότι η συμφωνία διαιτησίας, ήτοι το συμβατικό θεμέλιο της δικαιοδοσίας τους, πάσχει ακυρότητα και να εκδώσουν απόφαση με την οποία να κηρύσσουν την έλλειψη δικαιοδοσίας τους.

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί ακριβώς η αλληλεπίδραση των δύο αυτών αρχών και η συνακόλουθη επισκόπηση των δικονομικών ζητημάτων τα οποία η διαπλοκή αυτή εγείρει. Συγκεκριμένα, σε ένα πρώτο επίπεδο, εξετάζεται η αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας, όπως αυτή διαπλάστηκε θεωρητικά και νομολογιακά τόσο σε επίπεδο ελληνικής δικονομικής παράδοσης όσο και σε επίπεδο δικαιοσυγκριτικό. Η ανάλυση εν συνεχεία θα εστιάσει στην αρχή της competence/competence, με συγκριτικές αναφορές στη νομοθετική ρύθμιση της διαιτησίας τόσο παρ’ημίν όσο και σε ορισμένες βασικές αλλοδαπές έννομες τάξεις. Η συγκριτική αναφορά θα καταδείξει περαιτέρω ότι είναι καθόλα πιθανό η συμφωνία διαιτησίας,

Σελ. 4

το συμβατικό δηλαδή θεμέλιο της διαιτητικής δικαιοδοσίας, να κρίνεται ενίοτε τόσο από τους διαιτητές στο πλαίσιο της εξουσίας που αντλούν βάσει της αρχής της competence/competence όσο και από το πολιτειακό δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβλήθηκε ένσταση υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία ή το οποίο κλήθηκε στο πλαίσιο συγκεκριμένων διατάξεων του Κώδικα (άρθρ. 878, 880 §2, 883, 888 ΚΠολΔ) να παράσχει συνδρομή στη διεξαγωγή της διαιτησίας. Σημειωτέον ότι οι προρρηθείσες μόλις περιπτώσεις δεν εξαντλούν όλες τις πιθανές περιστάσεις, κατά τις οποίες ο κρατικός δικαστής εκφέρει κρίση επί της εγκυρότητας της συμφωνίας διαιτησίας ή της έκτασης της δικαιοδοτικής εξουσίας των διαιτητών· η παρούσα ανάλυση, ωστόσο, θα αρκεστεί στη διερεύνηση των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά το χρόνο πριν την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, δεδομένου ότι έκτοτε ο δικαστής μπορεί να κρίνει τα σχετικά ζητήματα τόσο στο πλαίσιο της αγωγής ακύρωσης (άρθρ. 897 αριθ. 1, 2 και 4 ΚΠολΔ) όσο και σε εκείνο της αγωγής αναγνώρισης της ανυπαρξίας (άρθρ. 901 §1 περ. α’ και β’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, η παράλληλη ενασχόληση κρατικού δικαστή και διαιτητή κατά το στάδιο πριν την έκδοση της διαιτητικής απόφασης με το αυτό ζήτημα, ειδικότερα εκείνο του κύρους της διαιτητικής ρήτρας, διανοίγει το ενδεχόμενο παράλληλων δικών σε δύο διαφορετικές δικαιοδοτικές τάξεις· το ενδεχόμενο αυτό, το οποίο με τη σειρά του υποθάλπει τον κίνδυνο έκδοσης αλληλοαναιρούμενων αποφάσεων, θα εξεταστεί στην τελευταία ενότητα της παρούσας εργασίας, στην οποία θα γίνει προσπάθεια διατύπωσης ορισμένων προτάσεων προς το σκοπό αποφυγής των παράλληλων δικών –προτάσεις ωστόσο που, στο παρόν χρονικό σημείο, κινούνται απλώς στο επίπεδο του θετέου δικαίου.

Σελ. 5

II Η αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας

1. Δικαιοσυγκριτική προσέγγιση

α. Γαλλία

Στο πλαίσιο της γαλλικής έννομης τάξης, η αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας έναντι της ουσιαστικής σύμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται ή σε διαφορές της οποίας αναφέρεται, διήλθε περισσότερα στάδια, διαπλάστηκε δε, κατά κύριο λόγο, μέσω της νομολογίας του Ακυρωτικού. Για το χρονικό διάστημα πριν την οριστική αποκρυστάλλωση της υπό συζήτηση αρχής, κρίσιμη αποβαίνει η επισκόπηση της εξελικτικής πορείας της νομολογίας των γαλλικών δικαστηρίων.

Απαρχή της συστηματικής ενασχόλησης της νομολογίας με την αρχή της αυτοτέλειας υπήρξε η απόφαση Gosset του γαλλικού Ακυρωτικού· σε σύμβαση πώλησης μεταξύ της πωλήτριας Ιταλικής εταιρίας Carapelli και της εταιρίας Gosset είχε περιληφθεί ρήτρα διαιτησίας υπέρ ιταλικού διαιτητικού δικαστηρίου. Ελλείψει μίας απαιτούμενης διοικητικής άδειας, το εμπόρευμα σε περίπτωση αποστολής του από την Ιταλική εταιρία, θα παρέμενε στο τελωνείο και, δεδομένης της κατάστασης αυτής, η εταιρία Gosset δεν αποδεχόταν την αποστολή του εμπορεύματος, παρά μόνο αφού η πωλήτρια συναινούσε, εν είδει πρόσθετου όρου, στην πληρωμή του τιμήματος μόνο μετά τον εκτελωνισμό. Η Ιταλική εταιρία προσέφυγε κατόπιν ενώπιον του καθορισθέντος, βάσει της ρήτρας, διαιτητικού δικαστηρίου, το οποίο επιδίκασε υπέρ αυτής ποσό αποζημίωσης ένεκα μη εκπλήρωσης της σύμβασης. Ακολούθως, η διαιτητική απόφαση κηρύχθηκε εκτελεστή στη Γαλλία και, αφού απορρίφθηκαν τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης που κήρυξε εκτελεστή τη διαιτητική απόφαση, άσκησε η ίδια αίτηση αναίρεσης. Μεταξύ δε των λόγων που προέβαλε ενώπιον του Ακυρωτικού, ισχυρίστηκε ότι κακώς το δικαστήριο της ουσίας δεν κήρυξε άκυρη τη σύμβαση πώλησης, ελλείψει της απαιτούμενης άδειας, δεδομένου ότι η ακυρότητα της ουσιαστικής σύμβασης καθιστούσε απολύτως άκυρη και τη διαλαμβανόμενη διαιτητική ρήτρα, ως μη ούσα ανεξάρτητη από το σύνολο της ουσιαστικής σύμβασης.

Σελ. 6

Το γαλλικό Ακυρωτικό απορρίπτοντας το σχετικό λόγο αναίρεσης ως αλυσιτελή επισήμανε ότι «[σ]το πεδίο της διεθνούς διαιτησίας, η συμφωνία διαιτησίας, η οποία είτε καταρτίζεται ξεχωριστά είτε συμπεριλαμβάνεται στην κύρια ουσιαστική σύμβαση, στην οποία αφορά, παρουσιάζει πάντοτε, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις, για τις οποίες δεν γίνεται λόγος εν προκειμένω, μία απόλυτη νομική αυτονομία, εκτός και αν η τυχόν ακυρότητα της κύριας σύμβασης επηρεάζει και το δικό της κύρος (της διαιτητικής συμφωνίας)». Έτσι, το Ακυρωτικό συμπληρώνοντας αυτεπαγγέλτως την ελλείπουσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο αναίρεσης.

Η εν λόγω απόφαση του γαλλικού Ακυρωτικού υπήρξε ιδιαίτερα πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής, θεωρήθηκε ότι συμβάλλει στην «επώαση μίας διεθνούς έννομης τάξης», χαρακτηρίστηκε δε ως «απόφαση αρχής». Εξάλλου, αξίζει να υπομνησθεί ότι η κρατούσα νομολογία κατά το χρόνο εκείνο δεν αναγνώριζε την αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας, εφόσον επρόκειτο εσωτερική διαιτησία. Η τελευταία αυτή θέση του Ακυρωτικού, αναφορικά με την εσωτερική διαιτησία, συνάντησε πάντως και σοβαρό αντίλογο τόσο από πλευράς θεωρίας όσο και

Σελ. 7

εκ μέρους του Εφετείου του Παρισιού, δεδομένου ότι η εν λόγω άποψη κατέληγε να επιτρέπει στους διαιτητές να αποφαίνονται προσωρινά μόνο περί της ύπαρξης της δικαιοδοσίας τους, παρότι η σχετική εξουσία ρητώς αναγνωριζόταν σε αυτούς. Σε αυτό το πλαίσιο, έγινε μάλιστα προσπάθεια θεμελίωσης της αρχής της αυτοτέλειας επί εσωτερικής διαιτησίας επί τη βάσει του άρθρ. 1466 NCPC σε συνδυασμό με την αναγνωριζόμενη στους διαιτητές εξουσία να αποφαίνονται για τη δικαιοδοσία τους, τοποθέτηση που δεν φαίνεται ωστόσο να επικράτησε τη δεδομένη χρονική συγκυρία. Οι βάσιμες αυτές επισημάνσεις της θεωρίας αφομοιώθηκαν εν τέλει από το Ακυρωτικό, το οποίο περίπου σαράντα χρόνια μετά την απόφαση Gosset αποδέχτηκε την αρχή της αυτοτέλειας εξίσου επί εσωτερικής διαιτησίας, παρότι η λύση που υιοθετήθηκε γινόταν ήδη γενικώς αποδεκτή. Εν πάση περιπτώσει, η νομολογιακή θέση που αφετηριάστηκε με την απόφαση Gosset υιοθετήθηκε ομόθυμα από τη μετέπειτα νομολογία, η δε μνεία στις «εξαιρετικές περιστάσεις», η συνδρομή των οποίων θα μπορούσε να περιστείλει την εφαρμογή της υπό συζήτηση αρχής, δεν επαναλήφθηκε κατόπιν και αξιολογήθηκε ως μάλλον τυχαία, προκειμένου το Ακυρωτικό να μετριάσει τίνι τρόπω την για πρώτη φορά διακήρυξη της αρχής της αυτονομίας.

Η γαλλική νομολογία έκανε ένα περαιτέρω βήμα στη μεταγενέστερη απόφαση Hecht, με την οποία το Ακυρωτικό διακήρυξε την αυτονομία της συμφωνίας διαιτησίας όχι μόνο έναντι της ουσιαστικής σύμβασης αλλά, εξίσου, έναντι του εφαρμοστέου δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, το γαλλικό Ακυρωτικό ακολουθώντας την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, ανέφερε προκαταρκτικά ότι τα μέρη θα μπορούσαν να αποκλείσουν την εφαρμογή του γαλλικού δικαίου επί της συμφωνίας διαιτησίας υποβάλλοντας την τελευταία σε δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που διέπει

Σελ. 8

την ουσιαστική σύμβαση, με την επιφύλαξη των κανόνων της δημοσίας τάξεως. Κρίνοντας, όμως, εν συνεχεία ότι τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει, επισήμανε ότι τα τυχόν ελαττώματα που προβλέπονται για την ουσιαστική σύμβαση από το εκάστοτε εφαρμοστέο δίκαιο δεν επηρεάζουν την ισχύ της συμφωνίας διεθνούς διαιτησίας, καθώς το κύρος της τελευταίας δεν αντλείται από ορισμένο εθνικό δίκαιο αλλά ευθέως από την αρχή της αυτονομίας· με τον τρόπο αυτό, το Ακυρωτικό διακήρυξε πανηγυρικά ότι η αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας, χωρίς να εντάσσεται στην ύλη των κανόνων συγκρούσεως, συνιστά εν τέλει ουσιαστικό κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που ενδεικνύει ότι τυχόν ακυρότητα της ουσιαστικής σύμβασης δεν επιδρά αυτομάτως στο κύρος της συμφωνίας διαιτησίας. Ως εκ τούτου, το Ακυρωτικό απέρριψε την αίτηση αναίρεσης επισημαίνοντας ότι «[έ]χοντας αναφερθεί στο διεθνή χαρακτήρα της συναφθείσας μεταξύ των μερών σύμβασης και έχοντας υπενθυμίσει ότι στο πεδίο της διεθνούς διαιτησίας η συμφωνία διαιτησίας παρουσιάζει μία απόλυτη αυτονομία, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς κατέληξε στο πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο η ρήτρα διαιτησίας όφειλε να εφαρμοστεί».

Η ακρότατη έκφανση της αρχής της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας διατυπώθηκε στην κατοπινή απόφαση Menicucci, αυτή τη φορά εκ μέρους του Εφετείου του Παρισιού. Το Εφετείο, κρίνοντας επί μεικτής σύμβασης, η οποία έφερε χαρακτήρα αστικού και όχι εμπορικού συμφώνου καθιστώντας κατά το γαλλικό δίκαιο άκυρη τη συναφθείσα διαιτητική ρήτρα, διακήρυξε πανηγυρικά την αρχή, σύμφωνα με την οποία η εγκυρότητα της συμφωνίας διεθνούς διαιτησίας εκπηγάζει από μόνη τη βούληση των μερών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αναφορά στο επί της κύριας σύμβασης εφαρμοστέο δίκαιο, αλλά περαιτέρω, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εθνικό δίκαιο εν γένει. Επομένως, το Εφετείο προέβη στη ρηξικέλευθη διαπίστωση, κατά

Σελ. 9

την οποία η αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διεθνούς διαιτησίας αναγορεύεται σε διεθνή ουσιαστικό κανόνα, αναγόμενο στο οικουμενικό δίκαιο του διεθνούς εμπορίου, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στους κανόνες συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

Πριν την αποκρυστάλλωση της νομολογίας εκφράστηκαν, πάντως, έστω περιστασιακά, ορισμένες επιφυλάξεις από το γαλλικό Ακυρωτικό, το οποίο στην απόφαση Cassia περιόρισε προς δύο κατευθύνσεις την απόλυτη εφαρμογή της αρχής της αυτονομίας· υπό αυτό το πρίσμα, αφενός έκρινε ότι για την εγκυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας προϋποτίθεται, εν πάση περιπτώσει, υπαρκτή η κύρια ουσιαστική σύμβαση αφετέρου διευκρίνισε ότι στην περίπτωση αυτή τo κύρος της τελευταίας θα εκτιμηθεί σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που ορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο αναφορικά με το ζήτημα του τύπου της σύμβασης. Βέβαια, έγκαιρα η θεωρία επισήμανε ότι και στην προκειμένη περίπτωση τίποτα δεν εμποδίζει να κριθεί αυτοτελώς το ζήτημα του κατά πόσον καταρτίστηκε η συμφωνία διαιτησίας, ασχέτως του ζητήματος της ανυπαρξίας της κύριας ουσιαστικής σύμβασης, ενώ, περαιτέρω, από την ίδια άποψη παρατηρήθηκε ότι η θέση που διατύπωσε το γαλλικό Ακυρωτικό θέτει ένα όριο στην εξουσία των διαιτητών να αποφαίνονται για τη δικαιοδοσία τους· και αυτό γιατί, οφείλουν οι διαιτητές –πριν αποφανθούν για την εγκυρότητα αυτής καθ’εαυτής της συμφωνίας διαιτησίας, ήτοι του συμβατικού θεμελίου της δικαιοδοσίας τους- να αποφανθούν περί της ύπαρξης της κύριας ουσιαστικής σύμβασης· εάν δε διαπιστώσουν ότι η τελευταία ουδέποτε καταρτίστηκε, οφείλουν να κηρύξουν την έλλειψη δικαιοδοσίας τους, χωρίς να ερευνήσουν την ισχύ της συμφωνίας διαιτησίας. Όπως εύστοχα επισημαίνει η ίδια γνώμη στο σημείο αυτό, είναι κατά τούτο φανερό ότι το ζήτημα της competence/competence μετατίθεται αναπόδραστα από το πεδίο της συμφωνίας διαιτησίας στο πεδίο της ουσιαστικής

Σελ. 10

σύμβασης, τη στιγμή που ακριβώς το θεμέλιο της competence/competence είναι η πρώτη και όχι η δεύτερη συμφωνία.

Πάντως, η νομολογία που ακολούθησε, υιοθέτησε τη θέση που διατύπωσε το γαλλικό Εφετείο στην απόφαση Menicucci και συντάχθηκε με το χαρακτήρα της αρχής της αυτοτέλειας ως ουσιαστικού κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, παρακάμπτοντας το σύστημα των κανόνων συγκρούσεως και την ένταξη σε κάποιο εθνικό δίκαιο, όταν καλείτο να κρίνει περί του κύρους της· έθεσε δε ως όριο στην εφαρμογή της αρχής της αυτοτέλειας τους κανόνες της διεθνούς δημόσιας τάξεως. Μάλιστα, προϊούσα η νομολογία, προέβη λίγο αργότερα στη διατύπωση της πλέον ολοκληρωμένης έκφρασης της αρχής της αυτοτέλειας. Έτσι, το γαλλικό Ακυρωτικό στην απόφαση Dalico επιβεβαίωσε τη θέση που είχε ήδη εκτεθεί στις αποφάσεις Hecht και Menicucci επεξέτεινε δε κατά τι την αρχή της αυτονομίας. Εφαρμόζοντας στην ακρότατη έκφανσή της την υπό συζήτηση αρχή, έκρινε ότι για το κύρος της ρήτρας διαιτησίας δεν απαιτείται η αναγωγή στο εθνικό δίκαιο ορισμένης πολιτείας ή ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου (lex causae) μέσω του συστήματος των κανόνων συγκρούσεως· θέτοντας ως όριο την παραβίαση της διεθνούς δημόσιας τάξης, ιδίως σε αναφορά με τη διαιτητευσιμότητα της διαφοράς, έκρινε ότι για την εγκυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας αρκεί μόνο να ανευρεθεί ένα απείκασμα κοινής θέλησης των συμβαλλομένων μερών να υποβάλουν τις διαφορές τους σε διαιτησία. Μάλιστα, η διατύπωση αυτή της αρχής

Σελ. 11

της αυτοτέλειας και η αναγωγή της κοινής βούλησης των μερών σε καθοριστικό στοιχείο για την κρίση περί της εγκυρότητας της συμφωνίας διαιτησίας έτυχε έκτοτε θερμής αποδοχής από τη νομολογία που ακολούθησε.

Ωστόσο, η τελευταία απόφαση του γαλλικού Ακυρωτικού υπήρξε αφορμή για την έγερση ισχυρών δισταγμών εκ μέρους της θεωρίας. Συγκεκριμένα, από έγκυρη θέση επισημάνθηκε ότι η εγκυρότητα μίας σύμβασης, εν προκειμένω της συμφωνίας διεθνούς διαιτησίας, δεν μπορεί να διερευνηθεί και να επιβεβαιωθεί, παρά μόνο με αναφορά σε έναν προϋπάρχοντα δικαιικό κανόνα· δεν είναι δυνατόν μία συμφωνία να θεωρείται εκ προοιμίου ως έγκυρη, το δε κύρος αυτής να εκπορεύεται από μόνο το πραγματικό γεγονός της ύπαρξής της. Περαιτέρω, εύστοχα τονίστηκε ότι η αναγωγή της αρχής της αυτοτέλειας σε ουσιαστικό κανόνα του διεθνούς εμπορίου, αχρηστεύει ένα εκτενές σύνθεμα κανόνων δικαίου (λ.χ. κανόνες συγκρούσεως, εθνικά δίκαια), υπερακοντίζει τη βούληση των μερών, καθιστά σε τελική ανάλυση τη συμφωνία διαιτησίας μία σύμβαση χωρίς νόμο («un contrat sans loi»), ενώ και η διεθνής δημόσια τάξη επιφορτίζεται με πρωτόγνωρες στοχεύσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, σύμφωνα με την ίδια άποψη, προκρίνεται η ανάπτυξη ουσιαστικών κανόνων δικαίου, προσαρμοσμένων στις ανάγκες της διεθνούς διαιτησίας, οι οποίοι θα τυγχάνουν εφαρμοστέοι τόσο σε επίπεδο lex fori όσο και σε επίπεδο κανόνων συγκρούσεως. Ακόμη, παρατηρήθηκε ότι η επιβολή σε κάθε περίπτωση της αρχής της αυτοτέλειας, εν είδει ουσιαστικού κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όποια και αν είναι η φύση της συμβατικής σχέσης των μερών και οπωσδήποτε και αν συνδέεται η τελευταία με τη γαλλική έννομη τάξη, συνιστά αθέμιτη εκδήλωση ενός «νομικού ιμπεριαλισμού». Μάλιστα,

Σελ. 12

μία μερίδα της θεωρίας, σχολιάζοντας πρόσφατη απόφαση του Ακυρωτικού, υποστήριξε ότι σημειώθηκε μία, μετριοπαθής έστω, επανεισαγωγή του συστήματος των κανόνων συγκρούσεως, στο μέτρο που με την απόφαση κρίθηκε ότι, εφόσον τα μέρη επέλεξαν ως εφαρμοστέο το ρωσικό δίκαιο, το τελευταίο παραγκωνίζει την εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως την αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας και την εντεύθεν εγκυρότητά της δίχως αναφορά σε εθνικό δίκαιο.

Παρ’ημίν πάντως, έστω και μεμονωμένα, η θεωρία επικρότησε τη στάση του γαλλικού Ακυρωτικού στην απόφαση Dalico και εξέφρασε με αυτόν τον τρόπο μία περισσότερο φιλοδιαιτητική προσέγγιση· υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίχθηκε ότι η γαλλική νομολογία, η οποία εκκινεί από τη δικαιοπλαστική επενέργεια της κοινής βούλησης των μερών, προκειμένου να δεχθεί το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, ευθυγραμμίζεται με την επικρατήσασα δικαιοδοτική θεωρία, αναφορικά με τη νομική φύση της τελευταίας. Καθώς ο θεσμός της διαιτησίας τοποθετήθηκε ήδη στην ορθή διάσταση, ήτοι στη θεώρηση της διαιτησίας ως «συμβατικώς καθορισμένης απονομής δικαιοσύνης», η ίδια αυτή θεωρητική αφετηρία «απέκοψε οριστικώς τον ομφάλιο λώρο της ιδιωτικής δικαιοδοτικής δράσεως προς εκείνη ή την άλλη πολιτειακή βούληση».

Ήδη η αρχή της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας αποτυπώθηκε στο άρθρ. 1447 CPrCiv, ακολουθώντας τον κανόνα που είχε διαπλάσει η γαλλική νομολογία· είτε επομένως πρόκειται ρήτρα διαιτησίας είτε συνυποσχετικό, η τελευταία διάταξη

Σελ. 13

ορίζει ότι «η συμφωνία διαιτησίας είναι ανεξάρτητη από τη σύμβαση στην οποία αφορά. Δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα της τελευταίας. Εφόσον είναι άκυρη, θεωρείται μη γεγραμμένη», εφαρμόζεται μάλιστα εξίσου επί διεθνούς διαιτησίας, κατά παραπομπή από το άρθρ. 1506 περ. 1η CPrCiv. Στο πλαίσιο αυτό, η πλέον πρόσφατη γαλλική νομολογία εφαρμόζει χωρίς δισταγμούς την αρχή της αυτοτέλειας για περισσότερες μάλιστα μορφές ανισχύρου της ουσιαστικής σύμβασης.

Σελ. 14

β. ΗΠΑ

Η Federal Arbitration Act του 1925 αναγνωρίζει έμμεσα την αρχή της αυτοτέλειας με τα άρθρ. 2, 3 και 4. Η εμφάνιση και αποκρυστάλλωση της αρχής της αυτοτέλειας υπήρξε πάντως για τις ΗΠΑ μία «αργή και άτακτη διαδικασία». Σε μία από τις πρώτες αποφάσεις που ασχολήθηκαν με το ζήτημα, το δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα διαιτησίας παρέμενε ισχυρή, παρά το γεγονός ότι η σύμβαση στην οποία είχε περιληφθεί προϋπέθετε έγγραφο τύπο, ο οποίος εν προκειμένω δεν είχε τηρηθεί. Η τάση, ωστόσο, της νομολογίας της εποχής δεν ήταν πάντοτε σταθερή με άλλες αποφάσεις να αναγνωρίζουν την αρχή της αυτοτέλειας και άλλες να μην την αποδέχονται. Έτσι, στην απόφαση Wrap-Vertiser Corp. v Plctnik έγινε δεκτό ότι το ζήτημα του κατά πόσο

Σελ. 15

η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπίας είναι ακυρώσιμη, διότι συνήφθη συνεπεία απάτης, πρέπει να κριθεί από το πολιτειακό δικαστήριο και να διαταχθεί εντεύθεν η αναστολή της διαιτητικής διαδικασίας που είχε εκκινήσει.

Ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της αρχής της αυτοτέλειας συντελέστηκε με την απόφαση Robert Lawrence Company v Devonshire Fabrics Inc. Εν προκειμένω, το Ομοσπονδιακό Εφετείο της Νέας Υόρκης, επισημαίνοντας σε ένα πρώτο επίπεδο τη νομοθετική στόχευση που επιδιώχθηκε με τη θέσπιση της FAA και αναγνωρίζοντας την ευρύτητα της ρήτρας διαιτησίας, την οποία είχαν συμπεριλάβει οι συμβαλλόμενοι στη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, προέβη ακολούθως σε μία διάκριση. Έκρινε συγκεκριμένα, ότι στην περίπτωση που η ίδια η συμφωνία διαιτησίας καταρτίστηκε συνεπεία απάτης, η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου δεν μπορεί να θεμελιωθεί και οι διαφορές των συμβαλλομένων δύνανται να κριθούν μόνον από πολιτειακό δικαστήριο· εάν, ωστόσο, η διαφορά ανέκυψε εξαιτίας της ακυρωσίας της κύριας σύμβασης πώλησης, ένεκα της απάτης που μετήλθε ο πωλητής των προϊόντων, η κρίση του σχετικού ζητήματος ανήκει στο διαιτητικό δικαστήριο, καθώς ο ισχυρισμός περί ελαττώματος της κύριας σύμβασης δεν αρκεί για να καταργήσει τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου. Μάλιστα, αξίζει να επισημανθεί, ότι το δικαστήριο αναγνώρισε την αντίθετη θέση που είχε υιοθετηθεί προηγουμένως στην παρεμφερή περίπτωση της απόφασης Wrap-Vertiser Corp. v Plctnik, θεώρησε, ωστόσο, με κάποια επιφυλακτικότητα, την προσέγγιση εκείνη του δικαστηρίου ως ιδιαίτερα στενή. Ανέφερε, πάντως, το δικαστήριο, έστω και διηγηματικά, ότι δεν επρόκειτο περίπτωση, όπου ο καθ’ου η αίτηση παραπομπής της διαφοράς στη διαιτησία ισχυρίζεται ότι δεν συμφώνησε σε τίποτα και, επομένως, ούτε η ουσιαστική σύμβαση θα μπορούσε τότε να θεωρηθεί καταρτισθείσα· φάνηκε έτσι το δικαστήριο

Σελ. 16

να προκρίνει, σε περίπτωση που αμφισβητείται η ίδια η κατάρτιση της κύριας σύμβασης, το σχετικό ζήτημα να κρίνεται από το πολιτειακό δικαστήριο.

Αντίστοιχο ήταν το σκεπτικό του Ανώτατου Ομοσπονδιακού δικαστηρίου των ΗΠΑ στην απόφαση Prima Paint Corp. v Flood & Conklin Mfg. Co.. Εν προκειμένω, τα μέρη είχαν συνάψει σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, στην οποία περιλήφθηκε ρήτρα διαιτησίας, τρεις εβδομάδες αφότου η εταιρία Prima Paint αγόρασε την επιχείρηση εμπορίας έργων τέχνης της F&C. Το σύμφωνο είχε διάρκεια έξι έτη και προέβλεπε την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών εκ μέρους της Flood προς την Prima Paint, ως προς την κατασκευή και τις πωλήσεις των έργων τέχνης, κατόπιν περιοδικής καταβολής από την τελευταία ποσοστού επί των κερδών ως αμοιβή. Και αφού η εταιρία Prima Paint δεν κατέβαλε τη συμφωνηθείσα πρώτη δόση της αμοιβής στην εταιρία F&C, η τελευταία υπέβαλε αίτηση διαιτησίας, ενώ η εταιρία Prima Paint άσκησε αγωγή ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών καταρτίστηκε συνεπεία απάτης της εναγόμενης εταιρίας και ζητώντας την ακύρωσή της, με την εταιρία F&C να ζητά αναστολή της δίκης μέχρι περάτωσης της διαιτητικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρ. 3 της FAA. Σε αυτό το πλαίσιο, το δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσον η ακυρωσία της κύριας σύμβασης συνεπεία απάτης συνιστά ζήτημα που –δεδομένης της συμβατικής πρόβλεψης διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς- πρέπει να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου. Η μειοψηφία στην απόφαση, τοποθετώντας τη ρήτρα διαιτησίας στο ίδιο επίπεδο με τους λοιπούς συμβατικούς όρους και υιοθετώντας με τον τρόπο αυτό την ουσιαστική θεωρία ως προς τη νομική φύση της δικονομικής αυτής σύμβασης, θεώρησε ότι δεν επιβιώνει όταν η σύμβαση πάσχει ακυρωσία εξαιτίας απάτης, καθώς το μέρος που ζητά την ακύρωση αποσκοπεί να απεμπλακεί από το σύνολο των συμβατικών όρων. Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό δικαστήριο, ερμηνεύοντας, ωστόσο, το άρθρ. 4 της FAA και ακολουθώντας τα πορίσματα

Σελ. 17

του Ομοσπονδιακού Εφετείου της Νέας Υόρκης στην προηγηθείσα απόφαση Robert Lawrence Company v Devonshire Fabrics Inc, επισήμανε κατά πλειοψηφία ότι ο ισχυρισμός περί ελαττώματος της κύριας σύμβασης εξαιτίας απάτης, δεδομένης της ευρείας διατύπωσης της παρούσας συμφωνίας διαιτησίας, έπρεπε να υπαχθεί προς κρίση στο διαιτητικό δικαστήριο, στο μέτρο που δεν γινόταν αναφορά σε αντίστοιχο ελάττωμα της συμφωνίας διαιτησίας καθ’εαυτής. Πέρα από τις εν λόγω σταθμίσεις και την αναμφίβολη συμβολή της απόφασης στην εδραίωση και δογματική θεμελίωση της αρχής της αυτοτέλειας, η απόφαση του Ανώτατου Ομοσπονδιακού δικαστηρίου σηματοδότησε σημαίνουσες εξελίξεις στην αμερικανική νομική αντίληψη, αναφορικά με το ζήτημα της έκτασης εφαρμογής της FAA 1925.

Η νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων την επαύριο της απόφασης αυτής εφάρμοσε την αρχή της αυτοτέλειας κατ’αρχήν σε περιπτώσεις ακυρωσίας της κύριας σύμβασης. Δεν είχε αποκρυσταλλωθεί, ωστόσο, στη νομολογία –μετά την απόφαση

Σελ. 18

Prima Paint- ενιαία θέση για τις περιπτώσεις που η κύρια σύμβαση πάσχει ελαττώματος το οποίο συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα αυτής και όχι απλά ακυρωσία, καθώς και όταν τίθεται ζήτημα που ανάγεται στην ίδια την κατάρτιση της κύριας σύμβασης, ήτοι στο υποστατό της τελευταίας.

Ειδικότερα, σε ένα πρώτο επίπεδο, φαίνεται να υιοθετήθηκε από την αμερικανική νομολογία η διάκριση μεταξύ άκυρων και ακυρώσιμων συμβάσεων («void and voidable contracts»), με μία μερίδα της νομολογίας να εφαρμόζει την αρχή της αυτοτέλειας τόσο επί ακυρότητας της κύριας σύμβασης εξαιτίας παρανομίας όσο και σε άλλες περιπτώσεις ελαττωμάτων ενώ, κατ’άλλη θέση στη νομολογία, η αρχή της αυτοτέλειας κρίνεται ανεφάρμοστη αν πρόκειται περίπτωση ελαττώματος που καθιστά την κύρια σύμβαση άκυρη.

Και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, κατ’εξοχήν σημείο τριβής στους κόλπους της αμερικανικής νομολογίας υπήρξε η περίπτωση που αμφισβητείται το υποστατό της κύριας σύμβασης. Συγκεκριμένα, μία μερίδα της νομολογίας εντόπισε μία εξαίρεση από την αρχή της αυτοτέλειας, στις περιπτώσεις που τίθεται εν αμφιβόλω η ίδια η κατάρτιση της κύριας σύμβασης· υπό αυτό το πρίσμα, η υπό συζήτηση αρχή κρίθηκε ανεφάρμοστη στην περίπτωση ανυποστάτου της κύριας σύμβασης εξαιτίας πλαστογράφησης της υπογραφής του φερόμενου ως συμβληθέντος μέρους ή εξαιτίας έλλειψης εκπροσωπευτικής εξουσίας του φερόμενου ως αντιπροσώπου ή ένεκα δικαιοπρακτικής ανικανότητας ενός των συμβαλλομένων. Στον αντίποδα, ωστόσο, από μία

Σελ. 19

άλλη μερίδα της νομολογίας έγινε δεκτό ότι η αρχή της αυτοτέλειας διασώζει το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, ακόμη και στις περιπτώσεις που αμφισβητείται η ίδια η κατάρτιση της κύριας σύμβασης.

Στις προπεριγραφείσες διακυμάνσεις έδωσε πάντως τέλος, έστω περιορισμένα, αναφορικά με τη διάκριση άκυρων και ακυρώσιμων συμβάσεων, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ με την απόφαση Buckeye Check Cashing, Inc. v Cardegna. Η διαφορά προέκυψε από σύμβαση πίστωσης στην οποία είχε συμπεριληφθεί ρήτρα διαιτησίας· ο πιστολήπτης, John Cardegna, άσκησε αγωγή ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου στη Φλόριντα και ισχυρίστηκε ότι η Buckeye ενσωμάτωσε στην υπό κρίση σύμβαση τοκογλυφικό επιτόκιο, κατά παράβαση της νομοθεσίας της συγκεκριμένης πολιτείας. Η Buckeye υπέβαλε αίτηση αναστολής εκδίκασης της υπόθεσης και παραπομπής της διαφοράς στη διαιτησία. Το δικαστήριο της Φλόριντα απέρριψε την αίτηση της Cardegna και επισήμανε ότι εν προκειμένω δικαιοδοσία έχουν τα πολιτειακά δικαστήρια, εμμένοντας στη διάκριση μεταξύ άκυρων και ακυρώσιμων συμβάσεων και κρίνοντας ότι η αρχή της αυτοτέλειας, όπως θεμελιώθηκε στην απόφαση Prima Paint, τυγχάνει ανεφάρμοστη σε περιπτώσεις, όπως η συγκεκριμένη, όπου τίθεται ζήτημα ακυρότητας της κύριας σύμβασης εξαιτίας παρανομίας. Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε ρητώς τη διάκριση μεταξύ άκυρων και ακυρώσιμων συμβάσεων και επισήμανε εκ νέου ότι στις περιπτώσεις που προβάλλεται ελάττωμα της κύριας σύμβασης και όχι συγκεκριμένα της συμφωνίας διαιτησίας, η αρχή της αυτοτέλειας εφαρμόζεται ακώλυτα και η σχετική κρίση ανήκει στο διαιτητικό δικαστήριο. Παράλληλα, το δικαστήριο διευκρίνισε ότι η FAA και η αρχή της αυτοτέλειας που αυτή καθιερώνει εφαρμόζεται τόσο ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου όσο και ενώπιον των δικαστηρίων των πολιτειών.

Επομένως, τουλάχιστον ως προς το ζήτημα της ακυρότητας της κύριας σύμβασης εξαιτίας παρανομίας, το δικαστήριο φαίνεται να έταμε οριστικά τη σχετική διχογνωμία,

Σελ. 20

θωρακίζοντας το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας επί τη βάσει της αρχής της αυτοτέλειας, ακόμη και σε έκδηλες περιπτώσεις παρανομίας, θέση που φαίνεται να υιοθετείται έκτοτε από την κατοπινή νομολογία. Ωστόσο, το δικαστήριο άφησε ανοιχτό το ζήτημα της τύχης της συμφωνίας διαιτησίας στις περιπτώσεις που προβάλλεται ελάττωμα που πλήττει το υποστατό της σύμβασης· στο ζήτημα αυτό και ειδικότερα στις περιπτώσεις έλλειψης συγκατάθεσης και υπέρβασης εκπροσωπευτικής εξουσίας είχε δοθεί απάντηση –έστω έμμεσα- νωρίτερα από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό δικαστήριο στην απόφαση First Options of Chicago v Kaplan, με την οποία έγινε δεκτό ότι η σχετική κρίση ανήκει στο πολιτειακό δικαστήριο.

γ. Αγγλία

Η αγγλική έννομη τάξη επέδειξε διαχρονικά ισχυρή αντίσταση απέναντι στην υιοθέτηση της αρχής της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας. Η στάση αυτή έβρισκε έρεισμα στην παραδοχή «ex nihil nil fit», με αποτέλεσμα τυχόν ισχυρισμός ότι η ουσιαστική σύμβαση είναι άκυρη ελλείψει δικαιοπρακτικής ικανότητας των μερών ή ένεκα ασυμφωνίας τους ως προς έναν ή περισσότερους συμβατικούς όρους καθιστούσε αδύνατη την υποβολή των εντεύθεν ανακυπτόμενων διαφορών στη διαιτησία.

Back to Top