ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Κυκλοφορεί σύντομα
- Έκδοση: 6η 2025
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 1224
- ISBN: 978-618-08-0664-9
Το παρόν έργο συνιστά το πλέον πλήρες, ολοκληρωμένο και διαχρονικά εξελισσόμενο σε τακτικές εκδόσεις εγχειρίδιο Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, το οποίο συστηματικά επικαιροποιείται µε τις τρέχουσες νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις, από τον Καθηγητή Πάνο Λαζαράτο.
- Η διοικητική δικαιοδοσία και οι διοικητικές διαφορές
- Η οργάνωση των διοικητικών δικαστηρίων
- Οι γενικές αρχές της διοικητικής δίκης και οι βασικοί δικονομικοί κανόνες
- Τα ένδικα και «οιονεί» ένδικα βοηθήματα
- Η εκλογική ένσταση
- Η προσωρινή δικαστική προστασία
- Η απόδειξη στη διοικητική δίκη
- Οι έννοµες συνέπειες (ισχύς και δεδικασµένο) της δικαστικής απόφασης
- Η υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων
- Τα ένδικα μέσα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤ΄ ΕΚΔΟΣΕΩΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Διοικητική δικαιοδοσία και διοικητικές διαφορές
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Έννοια, συνταγματικά θεμέλια και ιστορική εξέλιξη
της διοικητικής δικαιοδοσίας
Ι. Η διοικητική δικαιοσύνη ως μορφή ελέγχου της δημόσιας διοικήσεως 1
ΙΙ. Οι τέσσερις μορφές ελέγχου της δημόσιας διοικήσεως 1
ΙΙΙ. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος 2
IV. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος 2
V. Ο έλεγχος του Συνηγόρου του Πολίτη 2
1. Ο δικαστικός έλεγχος ως νομικός έλεγχος 4
2. Περί του όρου «διοικητική δικαιοσύνη» 4
3. Περί του όρου «διοικητική δικαιοδοσία» 5
VII. Δικαιοδοτική λειτουργία ελεγκτική της διοικήσεως
εκτός της ελληνικής εννόμου τάξεως 7
VIIΙ. Συνταγματικά θεμέλια της διοικητικής δικαιοδοσίας 7
1. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 § 1 Συντ. 8
(α) Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ως θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα 8
(β) Το δικαίωμα σε πλήρη και αποτελεσματική προστασία 8
(γ) Τα όργανα της δικαστικής προστασίας 9
(δ) Φορείς και περιορισμοί του δικαιώματος 10
2. Το σύστημα των άρθρων 93-95 Συντ. 10
(γ) Η διασταύρωση αρμοδιοτήτων του άρθρου 94 § 3 Συντ. 12
ΙΧ. Ιστορική εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης 15
8. Η περίοδος από το 1975 ως σήμερα 18
(α) Η μεταφορά των διαφορών ουσίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια 18
(β) Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) 19
(γ) Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο
ΙΙ. Δικονομικό και ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο 21
ΙΙΙ. Νομοθετικά και νομοτεχνικά προβλήματα 22
1. Οι δύο δικονομίες για τις ακυρωτικές διαφορές και τις διαφορές ουσίας 22
2. Η δυσκολία διακρίσεως διαφορών ουσίας και ακυρώσεως 23
3. Τα προβλήματα των παραπομπών 24
IV. Πηγές του διοικητικού δικονομικού δικαίου 25
5. Γενικές αρχές του διοικητικού δικονομικού δικαίου 26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η διοικητική διαφορά: Έννοια και διακρίσεις
Ι. Εννοιολογικές προσεγγίσεις: Διαφορά και διοικητική διαφορά 30
ΙΙ. Οριακές περιπτώσεις ιδιωτικών ή διοικητικών διαφορών 32
ΙΙΙ. Γενικές παρατηρήσεις επί της διακρίσεως ιδιωτικών
και διοικητικών διαφορών 38
1. Η ΣτΕ 1622/2003 (Στ΄ Τμήμα) 38
2. Η ΣτΕ 1528/2004 (Στ΄ Τμήμα) 39
3. Η ΣτΕ 2087/2005 (Στ΄ Τμήμα) 39
4. Οι ανάλογες αποφάσεις του Αρείου Πάγου 39
5. Οι ανωτέρω περιπτώσεις ως εξαιρέσεις του κανόνα 40
V. Οι ανακοπές του Δημοσίου κατά ιδιώτη 40
2. Ανακοπή του Δημοσίου κατά διαταγής πληρωμής σε βάρος του 41
VΙ. Η διάκριση μεταξύ διαφορών ουσίας και ακυρώσεως 42
1. Η ερμηνεία του άρθρου 94 § 1 Συντ. από το ΑΕΔ 42
(α) Διαφορές που δεν πηγάζουν από διοικητική πράξη 42
(β) Διαφορές από διοικητική πράξη 42
2. Προς αναζήτηση ενός ουσιαστικού-λειτουργικού κριτηρίου
διακρίσεως διαφορών ουσίας και ακυρώσεως 43
(β) Προσβολή δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος 44
(γ) Πράξεις διακριτικής ευχέρειας και διαφορές ουσίας 45
(δ) Χρηματικές διαφορές - Πρόστιμα 45
(ε) Μία πρόταση νέων κριτηρίων από το ΣτΕ 45
VII. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις διαφορών ουσίας 46
2. Διαφορές του άρθρου 7 ν. 702/1977 47
3. Διαφορές του άρθρου 1 § 2 ν. 1406/1983 49
4. Διαφορές του άρθρου 1 § 3 ν. 1406/1983 (ν. 2721/1999) 51
5. Διαφορές του άρθρου 1 §§ 4, 6 ν. 1406/1983 (ν. 3659/2008) 53
6. Διαφορές από πράξεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων
(άρθρο 66 ν. 4055/2012) 54
7. Ουσιαστικοποίηση των διαφορών ανεξάρτητα από την προσβολή δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος 55
VIIΙ. Ακυρωτικές διαφορές στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια 57
1. Υποθέσεις του Διοικητικού Εφετείου 57
(α) Διαφορές του άρθρου 1 § 1 ν. 702/1977 57
(β) Διαφορές από αποφάσεις της ΡΑΕ (άρθρο 5 § 6 ν. 2773/1999,
άρθρο 33 ν. 4001/2011) 58
(γ) Διαφορές της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 25 περ. β΄
ν. 3371/2005) 59
(ε) Διαφορές ιθαγένειας και αναγνωρίσεως αλλοδαπού ως πρόσφυγα
του άρθρου 15 § 3 ν. 3068/2002 59
2. Ακυρωτικές υποθέσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου 60
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Οργάνωση των διοικητικών δικαστηρίων
και βασικές αρχές της διοικητικής δίκης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια
Ι. Σύνταγμα και ειδική νομοθεσία 63
ΙΙΙ. Οι διοικητικοί δικαστές 64
IV. Η Γενική Επιτροπεία (επί) της Επικρατείας των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων 65
V. Αρμοδιότητες των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων 66
1. Τα ασκούμενα ένδικα βοηθήματα 66
2. Αρμοδιότητες του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου 66
3. Αρμοδιότητες του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου 66
4. Αρμοδιότητες του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου 67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
IV. Συγκρότηση - Οργάνωση - Αρμοδιότητα 71
2. Τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας: Πρόεδρος - Αντιπρόεδροι - Σύμβουλοι της Επικρατείας 71
4. Κατανομή σε Ολομέλεια και Τμήματα 72
5. Η Ολομέλεια: Σύνθεση - Αρμοδιότητες 72
(α) Σύνθεση της Ολομελείας (άρθρο 8 π.δ. 18/1989) 72
(β) Αρμοδιότητες της Ολομέλειας (άρθρα 100 § 5 Συντ. - 14 π.δ. 18/1989) 73
6. Τα Τμήματα: Συγκρότηση - Σύνθεση - Αρμοδιότητες 73
(α) Κατανομή υποθέσεων του ΣτΕ σε Τμήματα 73
(γ) Σύνθεση Τμημάτων (άρθρο 10 π.δ. 18/1989) 74
(δ) Τμήματα Διακοπών (άρθρα 11 π.δ. 18/1989 - 7 ΕσΚανΣτΕ) 75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
IV. Εκδικαζόμενα ένδικα βοηθήματα ενώπιον του ΑΕΔ 77
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Το Ελεγκτικό Συνέδριο
IV. Εκδικαζόμενα ένδικα βοηθήματα και μέσα ενώπιον του ΕΣ 79
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Γενικές αρχές της διοικητικής δίκης και βασικοί δικονομικοί κανόνες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Οι γενικοί δικονομικοί κανόνες του π.δ. 18/1989
- Ακυρωτική αρμοδιότητα τδδ
Ι. Περιεχόμενο του δικογράφου - Υπογραφή 82
ΙΙ. Ο αντίκλητος στη διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ 86
1. Προσδιορισμός του προσώπου 86
3. Σκοπός του διορισμού αντικλήτου - Κοινοποιήσεις προς αυτόν 86
4. Μεταβολές της διευθύνσεως του ασκούντος ένδικο μέσο
ή του αντικλήτου του 87
ΙΙΙ. Τρόπος ασκήσεως του ενδίκου μέσου 87
3. Η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως 89
4. Η κατάθεση σε δημόσια αρχή 90
(β) Στοιχεία της πράξεως καταθέσεως 90
(γ) Η πράξη καταθέσεως με ιδιαίτερο έγγραφο κατ’ άρθρο 19 § 7
π.δ. 18/1989 90
(δ) Συνέπειες παρατυπιών κατά τη σύνταξη της πράξεως καταθέσεως
στη δημόσια αρχή 92
5. Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου (άρθρο 19 § 8 π.δ. 18/1989) 94
IV. Ο ορισμός εισηγητή και δικασίμου 94
V. Οι κοινοποιήσεις του δικογράφου και της πράξεως 95
1. Κοινοποιούμενα έγγραφα και προθεσμία κοινοποιήσεως 95
2. Πρόσωπα προς τα οποία γίνεται η κοινοποίηση 95
(αα) Η ρύθμιση του θετικού δικαίου 95
(ββ) Το πρόβλημα της επιδόσεως προς τον αιτούντα
(άρθρο 21 παλαιού π.δ. 18/89) 98
(γγ) Επί υπαλληλικής προσφυγής 100
(β) Επί αιτήσεως αναιρέσεως 100
(γ) Η κοινοποίηση σε περίπτωση νέας ή περαιτέρω συζητήσεως
της υποθέσεως 101
(δ) Μη εφαρμογή του άρθρου 19 § 29 ν. 2386/1996 102
3. Νομολογία σχετικά με το άρθρο 21 π.δ. 18/1989 102
5. Τρόπος διενέργειας των κοινοποιήσεων από τη Γραμματεία του ΣτΕ 104
6. Ηλεκτρονική επίδοση δικογράφου (άρθρο 21 §§ 7, 8
παλαιού π.δ. 18/1989) 105
VI. Τα καθήκοντα του Εισηγητή του παλαιού π.δ. 18/1989 105
1. Η σύνταξη της Εισηγήσεως 105
(β) Η προεισήγηση (άρθρο 16, πλέον άρθρο 17 §§ 3, 4 ΕσΚανΣτΕ) 107
2. Προθεσμία καταθέσεως της Εισηγήσεως 108
3. Συνέπειες της εκπροθέσμου καταθέσεως της Εισηγήσεως 109
(α) Οι παλαιότερες αντιφατικές ρυθμίσεις 109
4. Η δήλωση του Εισηγητή σχετικά με την ωριμότητα της υποθέσεως
προς συζήτηση 110
5. Η χορήγηση της Εισηγήσεως στους διαδίκους (18 ΕσΚανΣτΕ) 111
6. Η χορήγηση αντιγράφων στους διαδίκους (18 ΕσΚανΣτΕ) 111
7. Δυνατότητες του Εισηγητή κατά τις §§ 2 και 3 του άρθρου 22
παλαιού π.δ. 18/1989 112
VII. Τα υπομνήματα των διαδίκων στο παλαιό π.δ. 18/1989 112
2. Το υπόμνημα του ιδιώτη διαδίκου πριν τη συζήτηση της υποθέσεως
(Πρώτο υπόμνημα) 113
3. Τα υπομνήματα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως (Δεύτερο υπόμνημα) 115
VIII. Η έκθεση απόψεων της Διοικήσεως 116
2. Συνέπειες μη αποστολής των απόψεων και του φακέλου στο ΣτΕ 117
3. Καθυστερημένη έκθεση απόψεων - Δικονομικά ζητήματα 119
ΙΧ. Οι πρόσθετοι λόγοι ακυρώσεως 120
2. Η εφαρμογή του άρθρου 21 § 6 π.δ. 18/1989 επί προσθέτων λόγων 121
3. Η προϊσχύσασα ρύθμιση σχετικά με το απαράδεκτο των προσθέτων
λόγων επί αναβολής της υποθέσεως 122
4. Κοινό δικόγραφο προσθέτων λόγων επί περισσοτέρων υποθέσεων 122
5. Σχέση του δικογράφου των προσθέτων λόγων με το εισαγωγικό
της δίκης δικόγραφο 122
6. Ratio της περί προσθέτων λόγων διατάξεως 123
7. Δικονομικά περαιτέρω ζητήματα 123
Χ. Ο τρόπος παραστάσεως των διαδίκων στο ακροατήριο του ΣτΕ 124
1. Επί υπαλληλικής προσφυγής 124
2. Η παράσταση της Διοικήσεως 125
4. Παράσταση των ανεξάρτητων αρχών 126
5. Επί μη παραστάσεως της διοικήσεως στο ακροατήριο 126
ΧΙ. Ο αποκλεισμός της ερημοδικίας του άρθρου 28 π.δ. 18/1989 126
ΧΙΙ. Η πληρεξουσιότητα στην ακυρωτική δίκη ενώπιον των τδδ 128
1. Τρόπος παροχής της πληρεξουσιότητας 128
(α) Επί φυσικού προσώπου αιτούντος 128
(β) Επί νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου 129
(γ) Εκπροσώπηση της Διοικήσεως - Άρθρο 19 § 25 ν. 2386/1996 131
2. Αναδρομικότητα του πληρεξουσίου κατ’ άρθρο 27 § 2 π.δ. 18/1989 132
5. Πληρεξουσιότητα επί παραπομπής από αναρμόδιο δικαστήριο
σε αρμόδιο κατ’ άρθρο 34 ν. 1968/1991 135
6. Η χορηγούμενη προθεσμία νομιμοποιήσεως 136
7. Οι αμφιβολίες περί τη νομιμοποίηση 137
(α) Η ιστορία της ρυθμίσεως 137
(β) Η νέα ρύθμιση: Συνδυασμός άρθρων 27 § 3 και 33 § 3 π.δ. 18/1989 138
8. Θάνατος του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου 139
9. Νομιμοποίηση σε αναρμόδιο Τμήμα του ΣτΕ - Ανασυζήτηση
της υποθέσεως 139
ΧΙΙΙ. Η αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως
(άρθρο 27 § 5 παλαιού π.δ. 18/1989) 140
1. Η ρύθμιση και η ratio της 140
2. Η αίτηση επανασυζητήσεως ως ένδικο βοήθημα 141
(α) Εφαρμογή των άρθρων 35-36 π.δ. 18/1989 141
4. Παρέμβαση στην αίτηση επανασυζητήσεως 143
6. Συνταγματικότητα της ρυθμίσεως 145
7. Συζήτηση και απόφαση επί της αιτήσεως επανασυζητήσεως 145
(α) Αποχή του πρώτου σχηματισμού 145
(β) Απόφαση του δεύτερου σχηματισμού επί της αιτήσεως
επανασυζητήσεως και της υποθέσεως 146
XV. Η παραίτηση από το δικόγραφο ενδίκου μέσου 147
1. Τρόπος παραιτήσεως - Χρονικό όριο παραιτήσεως 147
2. Παραίτηση υπό όρους - Ανάκληση παραιτήσεως 148
XVI. Ο θάνατος των διαδίκων στην ακυρωτική δίκη 150
1. Θάνατος του αιτούντος ή διάλυση του νομικού προσώπου 150
2. Θάνατος του καθ’ ου η προσφυγή ή η αίτηση αναιρέσεως 152
1. Το περιεχόμενο του άρθρου 32 § 1 π.δ. 18/1989 152
2. Περιεχόμενο και ερμηνεία του άρθρου 32 § 2 π.δ. 18/1989 153
3. Έννοια του ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος 154
4. Τρόπος επικλήσεως του ιδιαίτερου έννομου συμφέροντος 158
5. Η ρύθμιση του άρθρου 32 § 3 π.δ. 18/1989 158
XVIIΙ. Η συζήτηση στο ακροατήριο 160
2. Κατά προτεραιότητα συζήτηση - Παράσταση με δήλωση 161
3. Πρόσκληση για διόρθωση τυπικών παραλείψεων - Αναβολή 161
4. Η αίτηση επιταχύνσεως του άρθρου 33Α π.δ. 18/1989 161
5. Η αίτηση προτιμήσεως του Υπουργού του άρθρου 62 ν. 4055/2012 162
2. Περιεχόμενο, Κοινοποίηση της αποφάσεως, Πρακτικό διασκέψεως, Δημοσίευση αποφάσεως 163
3. Αίτηση ανακλήσεως προδικαστικής αποφάσεως 164
ΧΧ. Τα τέλη της συζητήσεως στο ΣτΕ 164
1. Ο κανόνας του άρθρου 35 §§ 1, 3 π.δ. 18/1989 164
2. Καταβολή τελών επί παραπομπής υποθέσεως στο ΣτΕ 165
4. Συνέπειες μη καταβολής τελών κατ’ άρθρο 35 π.δ. 18/1989 166
ΧΧΙ. Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου 167
1. Η βασική υποχρέωση και η κύρωση επί μη καταβολής 167
2. Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 35 § 3 εδ. β΄ και § 4 π.δ. 18/1989 168
3. Απαλλαγή από το παράβολο 169
4. Τύχη του παραβόλου μετά το τέλος της δίκης 169
5. Καταβολή παραβόλου όταν η δημόσια υπηρεσία δεν λειτουργεί 170
(α) Απαλλαγή από παράβολο και τέλη 171
ΧΧΙΙ. Έξοδα της διαδικασίας 172
1. Υπόχρεος προς καταβολή της 173
2. Περιεχόμενο και ύψος της δικαστικής δαπάνης 173
3. Οι τέσσερις βασικές αρχές της ΟλΣτΕ 11/1999 (Συμβ) 174
XXIV. Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων του ΚΠολΔ κατ’ άρθρο 40
π.δ. 18/1989 174
XXV. Παραπομπή υποθέσεως από το ΣτΕ σε άλλο δικαστήριο 175
1. Η ρύθμιση του άρθρου 34Α παλαιού π.δ. 18/1989 175
(α) Η εν συμβουλίω απόφαση για μέσα και βοηθήματα 175
(β) Η απόφαση για αναρμοδίως ασκηθείσες αιτήσεις αναστολής 176
(γ) Η συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο 177
3. Το περιεχόμενο του άρθρου 34 § 1 ν. 1968/1991 178
4. Η μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 40 §§ 2, 3 ν. 1968/1991 179
(α) Το περιεχόμενο των ρυθμίσεων 179
(β) Ερμηνεία των διατάξεων από το ΣτΕ 180
(αα) Διορθωτική ερμηνεία ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως
του τετραμήνου 180
(ββ) Προσδιορισμός της έννοιας της εκκρεμούς υποθέσεως 180
(γγ) Η κήρυξη του άρθρου 40 § 2 ν. 1968/1991 ως αντισυνταγματικού 180
5. Περιπτώσεις μη καταλαμβανόμενες από το άρθρο 34 § 1 ν. 1968/91 182
6. Σχέση των άρθρων 34 § 1 ν. 1968/1991 και 12 ΚΔΔικ 183
7. Παραπομπή και νομιμοποίηση - Υποχρεωτικότητα παραπομπής 184
XXVI. Ομοδικία και συνάφεια στο ΣτΕ 184
1. Η παλαιότερη νομολογιακή λύση 184
XIX
2. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 45 § 6 π.δ. 18/1989
(όπως προστέθηκε με άρθρο 22 § 9 ν. 3226/2004) 185
3. Η ερμηνεία του άρθρου 45 § 6 π.δ. 18/1989 με την ΣτΕ 4/2004
(Διοικητική Ολομέλεια) 186
XXVII. Η πρότυπη δίκη του άρθρου 1 ν. 3900/2010 187
XXVΙII. Κατ’ άλμα έφεση ή αναίρεση κατ’ άρθρο 2 ν. 3900/2010 189
ΧΧΙΧ. Αποδοχή ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων σε συμβούλιο
(άρθρο 34Β παλαιού π.δ. 18/1989) 190
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Οι νέες ρυθμίσεις του π.δ. 18/1989 (μετά τον ν. 5119/2024)
Ι. Πεδίο εφαρμογής και σκοπός των νέων ρυθμίσεων 191
ΙΙ. Αντικείμενο της τροποποιήσεως του π.δ. 18/1989 192
IV. Η νέα ρύθμιση σχετικά με την έκταση των δικογράφων 193
1. Η βασική ρύθμιση του άρθρου 17 § 6 του νέου π.δ. 18/1989 193
2. Το δεύτερο προσαρμοσμένο δικόγραφο του άρθρου 17 § 7
του νέου π.δ. 18/1989 194
V. Ορισμός εισηγητή και δικασίμου – το νέο άρθρο 20 π.δ. 18/1989 194
1. Ανάθεση βάσει αλγορίθμου (άρθρο 20 § 1 νέου π.δ. 18/1989) 194
2. Οι υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητος (άρθρο 20 § 2
νέου π.δ. 18/1989) 195
VI. Η επείγουσα διαδικασία του άρθρου 20Α του νέου π.δ. 18/1989 196
VII. Οι επιδόσεις του άρθρου 21 του νέου π.δ. 18/1989 197
1. Οι επιδόσεις των βοηθημάτων και μέσων
(άρθρο 21 § 1α΄ νέου π.δ. 18/1989) 197
2. Η δυνατότητα δεύτερης νομότυπης επιδόσεως του άρθρου 21 § 5
νέου π.δ. 18/1989 198
3. Η επίδοση της αιτήσεως ακυρώσεως στον τρίτο του άρθρου 21 § 1ε΄
νέου π.δ. 18/1989 199
4. H επίδοση στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 21 § 4 νέου
π.δ. 18/1989 200
5. Η επίδοση της πράξεως του Δικαστηρίου (άρθρο 21 § 1β΄
νέου π.δ. 18/1989) 200
6. Θεραπεία ελλιπών ή ακύρων επιδόσεων κατ’ άρθρο 21 § 7
νέου π.δ. 18/1989 201
7. Επιδόσεις επί νέας ή περαιτέρω συζητήσεως
(άρθρο 21 § 6 νέου π.δ. 18/1989) 201
8. Οι ηλεκτρονικές επιδόσεις του νέου άρθρου 21Α π.δ. 18/1989 201
VIIΙ. Τα καθήκοντα του εισηγητή (άρθρο 22 νέου π.δ. 18/1989) 202
1. Τα βασικά καθήκοντα των παραγράφων 1-3 του άρθρου 22
νέου π.δ. 18/1989 202
2. Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 4-5 του άρθρου 22 νέου
π.δ. 18/1989: έκδοση αποφάσεως ή πρακτικού 202
3. Ο προσδιορισμός της ημερομηνίας συζητήσεως κατ’ άρθρο 22 § 6
του νέου π.δ. 18/1989 204
IX. Η έκθεση απόψεων της Διοικήσεως 204
2. Συνέπειες μη αποστολής φακέλου 205
Χ. Πρόσθετοι λόγοι ακυρώσεως 205
ΧΙ. Υπομνήματα των διαδίκων - Στοιχεία φακέλου - Στοιχεία εννόμου συμφέροντος 207
ΧΙΙΙ. Η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση
(27 § 6 νέου π.δ. 18/1989) 210
ΧΙV. Η συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρο 33 νέου π.δ. 18/1989) 212
1. Η έναρξη της συζητήσεως (άρθρο 33 § 1 νέου π.δ. 18/1989) 212
2. Τρόπος διεξαγωγής της συζητήσεως 212
4. Η νέα ρύθμιση της αναβολής (άρθρο 33 § 6 νέου π.δ. 18/1989) 213
XV. Οι αποφάσεις σε συμβούλιο (άρθρα 34Α-34Β-34Γ νέου π.δ. 18/1989) 213
1. Η συγκρότηση του κατά τα άρθρα 34Α και 34Β δικαστικού
σχηματισμού 213
2. Η απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων και μέσων σε συμβούλιο
(άρθρο 34Α νέου π.δ. 18/1989) 214
3. Η αποδοχή ενδίκων βοηθημάτων και μέσων σε συμβούλιο
(άρθρο 34Β νέου π.δ. 18/1989) 214
4. Κριτική του νέου συστήματος σε συμβούλιο 215
XVI. Η παρέμβαση του νέου άρθρου 49 π.δ. 18/1989 218
XVII. Η τριτανακοπή του νέου άρθρου 51 π.δ. 18/1989 219
XVIII. Η αναστολή εκτελέσεως του νέου άρθρου 52 π.δ. 18/1989 219
XIX. Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατ’ άρθρο 62 π.δ. 18/1989 220
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η γενική διαδικασία του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Ι. Ως προς την έννοια «γενική διαδικασία» 221
ΙΙ. Έκταση εφαρμογής των διατάξεων του ΚΔΔικ (άρθρο 1 ΚΔΔικ) 222
ΙΙΙ. Δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων 222
1. Αντικειμενικά όρια της εξουσίας των τακτικών διοικητικών
δικαστηρίων (άρθρο 2 ΚΔΔικ) 222
2. Έκταση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων 222
4. Δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων 225
(α) Δέσμευση από αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων 225
(β) Δέσμευση από αποφάσεις πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων 226
(γ) Δέσμευση από αποφάσεις αλλοδαπών πολιτικών δικαστηρίων 228
(δ) Αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη του δεδικασμένου 228
IV. Αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων 228
(α) Ο κανόνας κατά τον ΚΔΔικ 228
(β) Η εξαίρεση κατά τον ΚΔΔικ 228
(γ) Ειδικά ζητήματα σχετικά με τις χρηματικές διαφορές 229
(δ) Κρίσιμος χρόνος για την περί αρμοδιότητας κρίση 230
(α) Ο κανόνας του άρθρου 7 § 1 ΚΔΔικ 230
(β) Εξαιρέσεις από τον κανόνα κατά τον ΚΔΔικ 230
(γ) Εξαιρέσεις με νομοθετικές διατάξεις 231
(δ) Αρμοδιότητα επί αρχής εδρευούσης στην αλλοδαπή 232
(ε) Αρμοδιότητα επί πράξεων περισσότερων αρχών 232
(στ) Αρμοδιότητα στον δεύτερο βαθμό 232
V. Διατήρηση - Παρέκταση - Κανονισμός αρμοδιότητας 232
1. Διατήρηση αρμοδιότητας κατ’ άρθρο 8 ΚΔΔικ 232
2. Απαγόρευση παρεκτάσεως αρμοδιότητας κατ’ άρθρο 9 ΚΔΔικ 233
3. Κανονισμός αρμοδιότητας 233
(β) Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 10 ΚΔΔικ 234
(γ) Τρόπος κινήσεως της διαδικασίας κανονισμού αρμοδιότητας 234
(δ) Αρμόδιο δικαστήριο για τον κανονισμό αρμοδιότητας -
Ένδικα μέσα - Κλήση διαδίκων 234
(ε) Απαγόρευση εκδικάσεως της υποθέσεως μέχρι τον κανονισμό
της αρμοδιότητας 235
VI. Παραπομπή υποθέσεως από τακτικό διοικητικό δικαστήριο σε άλλο 235
1. Παραπομπή κατ’ άρθρο 11 ΚΔΔικ 235
(α) Διάκριση άρθρων 11 και 12 ΚΔΔικ 235
(β) Περιπτώσεις παραπομπής στο άρθρο 11 ΚΔΔικ 235
(γ) Τρόπος κινήσεως της διαδικασίας παραπομπής - Αρμόδιο δικαστήριο 236
(δ) Δεσμευτικότητα και έλεγχος της παραπεμπτικής αποφάσεως 236
(ε) Συζήτηση των παραπεμπομένων υποθέσεων 236
2. Παραπομπή λόγω αναρμοδιότητας κατ’ άρθρο 12 ΚΔΔικ 237
(α) Αυτεπάγγελτος έλεγχος κατ’ άρθρο 12 § 1 ΚΔΔικ 237
(β) Περιεχόμενο του άρθρου 12 § 2 ΚΔΔικ ως προς την έλλειψη
αρμοδιότητας 237
(γ) Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 29 § 4 ν. 2915/2001 238
(δ) Υποχρεωτικότητα της παραπεμπτικής αποφάσεως 238
(ε) Ένδικα μέσα κατά της παραπεμπτικής αποφάσεως 238
(στ) Έλεγχος προϋποθέσεων του παραδεκτού από το παραπέμπον
δικαστήριο 239
VII. Το πρόβλημα της ελλείψεως δικαιοδοσίας και τα άρθρα 9 § 4
ν. 1649/1986 και 41 ν. 3659/2008 239
1. Η ρύθμιση του άρθρου 12 § 2 εδ. α΄ ΚΔΔικ 239
2. Η ρύθμιση του άρθρου 9 § 4 ν. 1649/1986 (= 41 ν. 3659/2008) 240
(α) Το περιεχόμενο της διατάξεως 240
(β) Ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με το άρθρο 9 § 4 ν. 1649/1986
(= 41 ν. 3659/2008) 240
(γ) Σχέση άρθρων 9 § 4 ν. 1649/1986 και 29 § 3 ν. 2915/2001 242
VIIΙ. Διαδικαστικές πράξεις εκτός έδρας 242
ΙΧ. Αποκλεισμός - Αποχή - Εξαίρεση δικαστών 243
(α) Γενική ένταξη στο σύστημα του ΚΔΔικ - Εννοιολογικές διακρίσεις 243
(β) Οι τέσσερις λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 ΚΔΔικ 243
(γ) Αποκλεισμός λόγω συμφέροντος 243
(δ) Αποκλεισμός λόγω αναμίξεως 244
(ε) Αποκλεισμός λόγω συμπράξεως στην έκδοση πράξεως ή αποφάσεως 244
(στ) Αποκλεισμός λόγω συγγενείας 245
(α) Η δήλωση αποχής ως δέσμια δήλωση 245
(γ) Τρόπος υποβολής της δηλώσεως αποχής 245
(δ) Αρμόδιο δικαστήριο - Διαδικασία εκδικάσεως της δηλώσεως αποχής 246
(ε) Συρροή δηλώσεως αποχής και αιτήσεως εξαιρέσεως 246
(β) Τρόπος υποβολής της αιτήσεως εξαιρέσεως 247
(γ) Αρμοδιότητα - Διαδικασία εκδικάσεως της αιτήσεως εξαιρέσεως - Απαράδεκτες αιτήσεις 247
(δ) Απόφαση επί της αιτήσεως εξαιρέσεως 248
(ε) Κοινές διατάξεις για αποχή και εξαίρεση δικαστών 249
Χ. Οι διάδικοι κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας 249
(α) Δικανική ικανότητα φυσικών προσώπων 251
(β) Δικανική ικανότητα πτωχών 252
3. Εκπροσώπηση νομικών προσώπων - ενώσεων προσώπων -
ομάδων περιουσίας 253
(γ) Εκπροσώπηση Ανεξάρτητων Αρχών 254
(δ) Εκπροσώπηση ΝΠΙΔ - Ενώσεων προσώπων - Ομάδων περιουσίας 254
ΧΙ. Η πληρεξουσιότητα στη δίκη του ΚΔΔικ 255
1. Τρόπος παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας 255
2. Έννοια και είδη δικαστικής πληρεξουσιότητας 257
(α) Δικαστική πληρεξουσιότητα του ΚΔΔικ και του ΑΚ 257
(β) Χρονικό σημείο για την περί εγκυρότητας κρίση της δικαστικής πληρεξουσιότητας 257
(γ) Γενικό και ειδικό πληρεξούσιο 257
(ε) Χρονική διάρκεια και έκταση της πληρεξουσιότητας 258
3. Χρονικό όριο νομιμοποιήσεως 259
(α) Το πλάσμα του άρθρου 28 § 1 ΚΔΔικ 259
(β) Χρονικό όριο υποβολής των στοιχείων της νομιμοποιήσεως 259
(γ) Η κλήση προς συμπλήρωση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως
του άρθρου 28 § 3 ΚΔΔικ 260
(δ) Χρονολογία των στοιχείων της νομιμοποιήσεως 261
4. Συνέπεια μη νομιμοποιήσεως 262
5. Δικαστικοί πληρεξούσιοι του Δημοσίου 262
(α) Επί μη φορολογικών υποθέσεων 262
(β) Επί φορολογικών υποθέσεων 263
(αα) Ο κανόνας του άρθρου 29 § 2 ΚΔΔικ 263
(ββ) Ερμηνευτικές παρατηρήσεις 263
6. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων 264
(β) Η εξαίρεση του άρθρου 27 § 2 ΚΔΔικ 265
(γ) Η περίπτωση των περισσότερων δικαστικών πληρεξουσίων
(αναλογική εφαρμογή άρθρου 95 ΚΠολΔ) 265
7. Λήξη της δικαστικής πληρεξουσιότητας 266
(α) Ο κανόνας του άρθρου 31 ΚΔΔικ 266
(β) Ερμηνευτικές παρατηρήσεις 267
8. Παύση της δικαστικής πληρεξουσιότητας 267
(α) Οι τέσσερις τρόποι παύσεως της πληρεξουσιότητας στο άρθρο 32 § 1 ΚΔΔικ 267
(β) Τρόπος ανακλήσεως της πληρεξουσιότητας και παραιτήσεως
από αυτήν 268
(γ) Έγκυρες πράξεις μετά την παραίτηση του πληρεξουσίου
προς αποτροπή κινδύνου 269
ΧΙΙ. Οι εκθέσεις στη Δίκη του ΚΔΔικ 269
2. Συντάσσοντα την έκθεση όργανα 269
3. Ο κανόνας του άρθρου 44 § 1 ΚΔΔικ 270
4. Χρόνος συντάξεως της εκθέσεως 270
5. Αναγκαία στοιχεία της εκθέσεως 270
6. Αποδεικτική δύναμη εκθέσεως - Ποινικές ευθύνες 271
7. Νομολογία σχετικά με τις εκθέσεις 272
ΧΙΙΙ. Τα δικόγραφα κατά τον ΚΔΔικ 272
1. Αναγκαία στοιχεία του δικογράφου 272
(α) Ορισμός του δικογράφου 272
(β) Σύγκριση των άρθρων 45 επ. ΚΔΔικ με τα άρθρα 53 επ. ΚΦορΔικ 273
(γ) Κοινά αναγκαία στοιχεία για φυσικά και νομικά πρόσωπα 273
(ββ) Αντικείμενο του δικογράφου 273
(γγ) Δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται το δικόγραφο 273
(δδ) Τόπος και χρόνος συντάξεως του δικογράφου 274
(δ) Ειδικά περαιτέρω στοιχεία για φυσικά πρόσωπα 274
(αα) Όνομα - Επώνυμο - Πατρώνυμο 274
(ββ) Διεύθυνση κατοικίας και χώρου εργασίας 274
(ε) Ειδικά περαιτέρω στοιχεία για νομικά πρόσωπα, ενώσεις
προσώπων και ομάδες περιουσίας 275
(αα) Επωνυμία - Έδρα - Όνομα, Επώνυμο, Πατρώνυμο αντιπροσώπου 275
(ββ) Διεύθυνση κατοικίας και χώρου εργασίας 275
στ) Ειδικά στοιχεία για δικόγραφα του Δημοσίου 276
2. Γνωστοποίηση διευθύνσεων και μεταβολών διευθύνσεων 276
(α) Η αρχική γνωστοποίηση του άρθρου 45 § 2 ΚΔΔικ 276
(β) Η γνωστοποίηση των μεταβολών κατ’ άρθρο 45 § 3 ΚΔΔικ 277
(γ) Μη δήλωση αρχικής διευθύνσεως 277
3. Υπογραφή του δικογράφου 277
(β) Θεραπεία της ελλείψεως υπογραφής 278
4. Συνέπειες ελλείψεων των δικογράφων κατ’ άρθρο 46 ΚΔΔικ 279
XIV. Οι επιδόσεις κατά τον ΚΔΔικ 280
(α) Συστηματική θέση των διατάξεων 280
(γ) Τόπος και χρόνος της κοινοποιήσεως 281
(ε) Άρνηση παραλαβής επιδοτέου εγγράφου 283
(στ) Επίδοση σε περισσότερους 283
(ζ) Πεδίο εφαρμογής των περί επιδόσεων διατάξεων του ΚΔΔικ 284
3. Η παραγγελία προς επίδοση - Η ηλεκτρονική επίδοση 285
(α) Πρόσωπο που δίδει την παραγγελία 285
(β) Τρόπος και περιεχόμενο της παραγγελίας 286
4. Η επίδοση προς το Δημόσιο και τα άλλα ΝΠΔΔ (άρθρο 49 ΚΔΔικ) 287
(α) Ο κανόνας της επιδόσεως στον Υπουργό Οικονομικών 287
(β) Η επίδοση στις περιπτώσεις που το Δημόσιο δεν εκπροσωπείται
από τον Υπουργό Οικονομικών 288
(γ) Το πρόβλημα της ισχύος του άρθρου 19 § 28 ν. 2386/1996 288
(δ) Επιδόσεις προς τα ΝΠΔΔ 289
5. Επίδοση προς ιδιώτες στις συνήθεις περιπτώσεις 290
(β) Πρόσωπα προς τα οποία γίνεται η επίδοση 291
(γ) Επίδοση σε περίπτωση απουσίας από την κατοικία (άρθρο 51 ΚΔΔικ) 292
(δ) Νομολογιακές κατευθύνσεις σχετικά με την ερμηνεία
του άρθρου 51 ΚΔΔικ 294
(ββ) Ανάγκη μνείας επιδόσεως στην κατοικία του προς ον αυτή 295
(γγ) Δεσμευτική η σειρά επιδόσεως 295
(ε) Επίδοση σε περίπτωση απουσίας από το χώρο εργασίας
(άρθρο 52 ΚΔΔικ) 296
(αα) Συστηματική της διατάξεως 296
(ββ) Χρόνος και τόπος επιδόσεως 296
(γγ) Πρόσωπα προς τα οποία γίνεται η επίδοση 297
6. Επίδοση προς ιδιώτες σε ειδικές περιπτώσεις 298
(α) Συστηματική της διατάξεως 298
(β) Επίδοση σε νοσοκομείο ή φυλακή 298
(αα) Επίδοση σε νοσοκομείο 298
(γγ) Επίδοση σε αξιωματικούς 299
(δδ) Επίδοση σε φαροφύλακες και ναυτικούς 299
(εε) Πλασματικό και πραγματικό τμήμα της επιδόσεως 300
7. Επίδοση σε πρόσωπα γνωστής διευθύνσεως στην αλλοδαπή
(άρθρο 54 ΚΔΔικ) 300
(β) Προβλήματα συμφωνίας της πλασματικής επιδόσεως
προς το Σύνταγμα 301
8. Η θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου (άρθρο 55 ΚΔΔικ) 302
(α) Περιπτώσεις επιτρεπόμενης θυροκολλήσεως 302
(γ) Τρόπος επιδόσεως με θυροκόλληση 304
(δ) Η πρόσληψη του μάρτυρα 304
(ε) Η έκθεση θυροκολλήσεως 305
9. Η επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής 306
(α) Εφαρμογή του άρθρου 64 § 2 ΚΦΔικ προ του νέου άρθρου 54 § 2 ΚΔΔικ 306
(β) Η ρύθμιση του άρθρου 54 § 2 ΚΔΔικ 306
(γ) Ερμηνευτικά ζητήματα εφαρμογής του άρθρου 54 § 2 ΚΔΔικ 306
(α) Αναγκαία στοιχεία της εκθέσεως 307
(β) Η σημείωση στο επιδιδόμενο έγγραφο 311
11. Συντέλεση της επιδόσεως 312
(α) Ο γενικός κανόνας του άρθρου 57 § 1 ΚΔΔικ 312
(β) Οι ειδικές περιπτώσεις πλασματικής επιδόσεως
του άρθρου 57 § 2 ΚΔΔικ 312
12. Η σχετική ακυρότητα ως έννομη συνέπεια των παραβάσεων
των περί επιδόσεων διατάξεων 313
XV. Ο αντίκλητος κατά τον ΚΔΔικ 313
2. Ο διορισμός του αντικλήτου 314
(β) Τρόποι διορισμού αντικλήτου 314
(γ) Περιεχόμενο της πράξεως διορισμού 314
3. Η «υποχρέωση» διορισμού αντικλήτου κατ’ άρθρο 58 § 1 εδ. α΄ ΚΔΔικ 315
4. Η εξουσία του αντικλήτου 316
5. Κύρος της επιδόσεως στον αντίκλητο - Θυροκόλληση 316
XVI. Οι προθεσμίες κατά τον ΚΔΔικ 317
1. Ορισμός και ratio των προθεσμιών στον ΚΔΔικ 317
2. Διακρίσεις των προθεσμιών 317
(α) Βάσει της διάρκειάς τους 317
(β) Βάσει της λειτουργίας τους 317
(γ) Βάσει του αποδέκτη τους 318
(δ) Βάσει των εννόμων αποτελεσμάτων τους 318
(ε) Βάσει της θέσεώς τους ως εκ του νόμου ή με δικαστική απόφαση 318
3. Αφετηρία της προθεσμίας 319
4. Τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας 319
(α) Ο πολιτικός υπολογισμός του άρθρου 60 § 1 ΚΔΔικ 319
(ε) Προθεσμία σε εβδομάδες 321
(στ) Προθεσμία μισού έτους και μισού μήνα 321
(ζ) Προθεσμία αποτελούμενη από μήνες και ημέρες 321
(α) Ο βασικός κανόνας του άρθρου 60 § 1 ΚΔΔικ 322
(γ) Αργία των δικαστηρίων (3η Οκτωβρίου) 322
(δ) Αργίες των Ενόπλων Δυνάμεων - Περιφερειακές Αργίες - Ημιαργίες 323
(ε) Η λήξη των καταχρηστικών προθεσμιών 324
(στ) Η εξαίρεση της ενηλικιώσεως προσώπου 324
6. Ανατρεπτικός χαρακτήρας των προθεσμιών 324
(α) Προθεσμίες που αρχίζουν με επίδοση εγγράφου 324
(β) Προθεσμίες που αφορούν τις σχέσεις των διαδίκων 324
7. Παράταση και διακοπή προθεσμίας 325
(α) Η παράταση προθεσμίας του άρθρου 61 § 2 ΚΔΔικ 325
(β) Διακοπή προθεσμιών λόγω διακοπής της δίκης 325
(αα) Εννοιολογική διάκριση μεταξύ διακοπής και αναστολής προθεσμίας 325
(ββ) Η διακοπή προθεσμίας του άρθρου 61 § 3 ΚΔΔικ 325
(γ) Αναστολή της προθεσμίας 326
(αα) Αναστολή κατά τον μήνα Αύγουστο 326
(ββ) Αναστολή προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών 326
(γγ) Η εξαίρεση των φορολογικών διαφορών (άρθρο 25 ν. 3610/2007) 328
(δδ) Αναστολή προθεσμίας για λόγους ανωτέρας βίας 328
XVII. Δικονομικές ακυρότητες κατά τον ΚΔΔικ 331
(α) Οι τρεις περιπτώσεις του άρθρου 62 § 2 (α) ΚΔΔικ 331
(β) Η πρόβλεψη από τον νόμο 331
(γ) Διαδικαστική πράξη από αναρμόδιο όργανο 332
(δ) Διαδικαστική πράξη κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας 332
4. Προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως απαγγελίας σχετικής
ακυρότητας 334
XVIII. Η παρέμβαση στον ΚΔΔικ 335
(α) Ορισμός - Νομική φύση - ratio 335
(β) Προϋποθέσεις του παραδεκτού της κύριας παρεμβάσεως 335
(γ) Έννομα αποτελέσματα παρεμβάσεως 336
(δ) Δέσμευση του κυρίως παρεμβαίνοντος από το δεδικασμένο 336
(ε) Τρόπος ασκήσεως κύριας παρεμβάσεως 337
(α) Ορισμός - Καινοτομία έναντι του προϊσχύσαντος δικαίου - Νομική φύση 337
(β) Προϋποθέσεις προσθέτου παρεμβάσεως - Τρόπος ασκήσεως 338
(γ) Δικαιώματα του προσθέτως παρεμβαίνοντος κατ’ άρθρο 113 § 2 ΚΔΔικ 339
(δ) Το άρθρο 114 § 2 ΚΔΔικ ως προς τον τρόπο ασκήσεως
των παρεμβάσεων 340
(ε) Κοινές διατάξεις για τους παρεμβαίνοντες κατ’ άρθρο 114 §§ 3, 4
ΚΔΔικ 341
3. Η ανακοίνωση της δίκης (άρθρο 114 § 1 ΚΔΔικ) 341
ΧΙΧ. Ομοδικία κατά τον ΚΔΔικ 342
1. Δυνητική ομοδικία κατ’ άρθρο 115 ΚΔΔικ 342
(α) Γενικός ορισμός και ratio 342
(β) Ενεργητική δυνητική ομοδικία κατ’ άρθρο 115 § 1 ΚΔΔικ 342
(γ) Παθητική δυνητική ομοδικία κατ’ άρθρο 115 § 2 ΚΔΔικ 344
(δ) Η ομοδικία του άρθρου 115 § 3 ΚΔΔικ 344
(ε) Η κοινότητα εννόμου συμφέροντος των ομοδικούντων 346
(στ) Σχέσεις ομοδικούντων στη δυνητική ομοδικία 346
(ζ) Χωρισμός δικογράφου από τους διαδίκους κατ’ άρθρο 115 § 5 ΚΔΔικ 347
2. Αναγκαστική ομοδικία κατά τον ΚΔΔικ 348
(α) Έννοια και προϋποθέσεις αναγκαστικής ομοδικίας 348
(αα) Διαφορά που επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση 349
(ββ) Ισχύς αποφάσεως εκτεινόμενη κατά νόμο σε όλους του ομοδίκους 349
(γγ) Κατά νόμο άσκηση ενδίκου βοηθήματος μόνο από κοινού 349
(δδ) Αδυναμία υπάρξεως αντίθετων αποφάσεων 350
(β) Η αντικειμενική ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων
των αναγκαστικώς ομοδίκων 350
(γ) Αντιφατικοί ισχυρισμοί των αναγκαστικώς ομοδίκων 352
3. Η προσεπίκληση αναγκαστικώς ομοδίκου 352
(α) Έννοια και τρόπος ασκήσεως 352
(β) Τρόπος συμμετοχής στη δίκη των αναγκαστικώς ομοδίκων 353
(γ) Συνέπειες μη συμμετοχής στη δίκη των αναγκαστικώς ομοδίκων 354
(δ) Άσκηση ενδίκων μέσων σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας 354
4. Κοινές διατάξεις για την απλή και την αναγκαστική ομοδικία
στον ΚΔΔικ 355
(β) Ο αυτεπάγγελτος χωρισμός δικογράφου του άρθρου 121 §§ 2, 3 ΚΔΔικ 355
(ββ) Η ρύθμιση του άρθρου 22 § 4 ν. 3226/2004 356
ΧΧ. Η συνάφεια κατά τον ΚΔΔικ 357
1. Προϋποθέσεις συμπροσβολής συναφών πράξεων 357
2. Έννοια συνάφειας πράξεων και παραλείψεων 358
3. Συνάφεια επί φορολογικής εννόμου σχέσεως 359
4. Συνάφεια υλικών ενεργειών 359
5. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα επί συνάφειας 360
6. Έλλειψη προϋποθέσεων συνάφειας 360
8. Συρροή προϋποθέσεων ομοδικίας και συνάφειας 361
ΧΧΙ. Αντικειμενική σώρευση και συνεκδίκαση ενδίκων
βοηθημάτων ή μέσων 362
1. Αντικειμενική σώρευση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων 362
2. Συνεκδίκαση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων 363
ΧΧΙΙ. Προδικασία της δίκης ουσίας του ΚΔΔικ 363
1. Άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων 363
(α) Τρόπος ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων 363
(β) Τρόπος ασκήσεως ενδίκων μέσων 364
(γ) Η πράξη καταθέσεως - Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου 364
(δ) Περαιτέρω υποχρεώσεις της Γραμματείας 365
(ε) Απόρριψη, αποδοχή και παραπομπή ενδίκου μέσου ή βοηθήματος
σε συμβούλιο (Άρθρο 126Α ΚΔΔικ) 365
2. Ορισμός δικασίμου και εγγραφή στο πινάκιο 367
(α) Ο ορισμός της δικασίμου 367
3. Επίδοση δικογράφου και κλήσεως προς συζήτηση 368
(α) Η επίδοση του δικογράφου 368
(β) Η επίδοση της εγγράφου κλήσεως 369
(γ) Η προφορική κλήση του άρθρου 128 § 3 ΚΔΔικ 370
4. Υποχρεώσεις της διοικήσεως 370
(α) Η υποχρέωση του άρθρου 129 § 1 ΚΔΔικ 370
(β) Προθεσμία αποστολής φακέλου και απόψεων 371
(γ) Συνέπειες παραβάσεως της υποχρεώσεως της Διοικήσεως 372
(αα) Πειθαρχικές συνέπειες 372
(γγ) Δικονομικές συνέπειες 373
(δδ) Δικαστικά επιβαλλόμενη χρηματική κύρωση σε βάρος της αρχής
και του υπεύθυνου υπαλλήλου 373
5. Το δικαίωμα προσβάσεως στα στοιχεία της δικογραφίας 373
6. Πρόσθετοι λόγοι στον ΚΔΔικ 375
7. Η αίτηση επιταχύνσεως του άρθρου 127Α ΚΔΔικ 377
8. Ο ενδοδικαστικός συμβιβασμός στην αγωγή από δημόσια σύμβαση 377
9. Ο θεσμός του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίας 378
ΧΧΙΙΙ. Η συζήτηση στο ακροατήριο 379
(α) Έναρξη της συζητήσεως και προεκφώνηση της υποθέσεως 380
(β) Εκφώνηση της υποθέσεως 381
(γ) Η «παράσταση» στο ακροατήριο με δήλωση 381
(δ) Μέτρα τάξεως σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου 382
(ε) Διεξαγωγή της συνεδρίασης με τη χρήση τεχνολογιών
απομακρυσμένης σύνδεσης 382
3. Η διεξαγωγή της συζητήσεως κατ’ άρθρο 134 ΚΔΔικ 383
(α) Δυνατότητες του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση 383
(β) Δυνατότητες των μελών των δικαστηρίων, των πληρεξουσίων
των διαδίκων και των διαδίκων 383
(γ) Εγγυήσεις τηρήσεως της διατάξεως 384
4. Συζήτηση απόντος του διαδίκου 384
5. Η αναβολή της συζητήσεως 384
6. Η διακοπή της παραστάσεως του διαδίκου 386
7. Συνεννόηση με αλλόγλωσσους, κωφούς και πρόσωπα
με σοβαρή αναπηρία λόγου 387
(α) Συνεννόηση με αλλόγλωσσους 387
(β) Συνεννόηση με κωφούς και πρόσωπα με σοβαρή αναπηρία λόγου 388
8. Τα υπομνήματα στη δίκη ουσίας 389
9. Αξιόποινες πράξεις κατά τη συνεδρίαση ή τη διενέργεια
διαδικαστικών πράξεων 391
10. Θεραπεία τυπικών παραλείψεων κατ’ άρθρο 139Α 391
XXIV. Διακοπή και επανάληψη της δίκης 393
(α) Ratio της διακοπής της διοικητικής δίκης 393
(δ) Η δικαστική διαπίστωση της διακοπής της δίκης 397
(ε) Ακυρότητα διαδικαστικών πράξεων μετά τη διακοπή της δίκης 397
2. Η επανάληψη της διοικητικής δίκης 397
(α) Η επανάληψη κατόπιν δηλώσεως του ενδιαφερομένου 397
(β) Δικαιούμενα σε επανάληψη πρόσωπα 398
(γ) Αυτεπάγγελτη επανάληψη από το δικαστήριο 399
(δ) Η επανάληψη της δίκης κατά τη δικάσιμο της υποβολής
προφορικής δηλώσεως 399
(ε) Ο προσδιορισμός νέας δικασίμου 399
(στ) Μη παράσταση των ενδιαφερομένων στη νέα δικάσιμο 400
1. Οι περιπτώσεις καταργήσεως 400
2. Τρόπος διαπιστώσεως της καταργήσεως 401
3. Η παραίτηση από ένδικο βοήθημα ή μέσο 401
(γ) Έννομα αποτελέσματα παραιτήσεως 402
ΧΧVΙ. Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου 403
1. Η βασική υποχρέωση και η κύρωση επί μη καταβολής 403
3. Το οφειλόμενο παράβολο επί ομοδικίας 406
4. Τύχη του παραβόλου μετά το τέλος της δίκης 406
XXVII. Η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αγωγής 407
1. Η καθιέρωση της υποχρεώσεως καταβολής τέλους δικαστικού
ενσήμου - Η ιστορία της ρυθμίσεως 407
2. Η ισχύουσα ρύθμιση του τέλους δικαστικού ενσήμου 408
3. Δικαστικό ένσημο και αναγνωριστική αγωγή 409
4. Δικαστικό ένσημο και καταψηφιστική προσφυγή 410
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Γενικές δικονομικές αρχές της διοικητικής δίκης
Ι. Έννοια και σημασία των γενικών δικονομικών αρχών 411
ΙΙ. Η αρχή της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης 411
IV. Η αρχή της περατώσεως της δίκης με πρωτοβουλία
του διαδίκου που ασκεί το ένδικο βοήθημα 412
V. Η αρχή της μέριμνας του δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης 413
VIΙ. Αρχή της συγκεντρώσεως 416
VΙΙΙ. Η αρχή της δημοσιότητας 416
IΧ. Η αρχή της εγγράφου προδικασίας 417
Χ. Η αρχή της προφορικής διαδικασίας στο ακροατήριο 418
ΧΙ. Η αρχή της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων 418
ΧΙΙ. Η αρχή της ισότητας των διαδίκων 419
ΧΙΙΙ. Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως των διαδίκων 421
ΧIV. Η αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης 422
1. Υποχρεώσεις των διαδίκων και κυρώσεις για τον ιδιώτη 422
2. Πειθαρχικές ευθύνες του διοικητικού οργάνου 423
3. Αποστολή αποφάσεως στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης 424
ΧV. Η αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων 424
1. Η αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων 424
2. Η αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων 424
3. Η άσκηση δεύτερης αιτήσεως ακυρώσεως 425
4. Το όριο της εξαιρέσεως στην αρχή 425
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Τα ένδικα βοηθήματα του διοικητικού δικονομικού δικαίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η προσφυγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Ι. Έννοια και βασική τυπολόγηση 427
ΙΙ. Προσβαλλόμενες πράξεις και παραλείψεις 428
1. Η γενική ρύθμιση του άρθρου 63 § 1 ΚΔΔικ 428
2. Η έννοια της παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας
στο άρθρο 63 § 2 ΚΔΔικ 430
3. Η ρητή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας 433
ΙΙΙ. Η ενδικοφανής προσφυγή ως προϋπόθεση του παραδεκτού
της προσφυγής 436
1. Η έννοια - Διάκριση από τις υπόλοιπες διοικητικές προσφυγές 436
(α) Η σχέση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής από άποψη
περιεχομένου 439
2. Το ειδικό ζήτημα της ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής
κατά παραλείψεως 440
3. Σκοποί και συνταγματικότητα της ενδικοφανούς προσφυγής 443
4. Οι διαδοχικές ενδικοφανείς προσφυγές 445
5. Η διοικητική υποχρέωση ενημερώσεως ως προς την ενδικοφανή
προσφυγή 445
(α) Η πρόβλεψη του θετικού δικαίου 445
(β) Συνταγματική θεμελίωση - Ιστορία της ρυθμίσεως 446
(γ) Περιεχόμενο της υποχρεώσεως ενημερώσεως 448
(δ) Οι έννομες συνέπειες της παραβιάσεως της υποχρεώσεως
ενημερώσεως 452
(ε) Περί των τάσεων περιορισμού της διοικητικής υποχρεώσεως ενημερώσεως - ΟλΣτΕ 876/2013 453
(αα) Ειδική νομοθετική πρόβλεψη ενδίκου βοηθήματος και ενδικοφανούς προσφυγής στην ίδια διάταξη 453
(ββ) Ομολογημένη γνώση της ενδικοφανούς προσφυγής 454
6. Προσφυγή κατά παραλείψεως απαντήσεως στην ενδικοφανή προσφυγή 454
(α) Ο κανόνας του άρθρου 63 § 4 ΚΔΔικ 454
(β) Προσφυγή πριν από τη συντέλεση της παραλείψεως
(άρθρο 63 § 5 ΚΔΔικ) («Πρόωρη» προσφυγή) 455
(γ) Η αντιμετώπιση της ρητής πράξεως που ακολουθεί σιωπηρή
παράλειψη ή άρνηση 456
IV. Συμπροσβαλλόμενες με την προσφυγή πράξεις ή παραλείψεις 458
V. Ενεργητική νομιμοποίηση 460
VII. Προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής 461
2. Η δημοσίευση της πράξεως ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας 463
3. Η κοινοποίηση της πράξεως ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας 465
(β) Ο τρόπος κοινοποιήσεως 466
(γ) Το ζήτημα της τεκμαιρόμενης κοινοποιήσεως 467
4. Η πλήρης γνώση της πράξεως ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας 467
(β) Νομολογιακώς διαμορφωθέντα τεκμήρια πλήρους γνώσεως 468
(γ) Εν αμφιβολία υπέρ της μη υπάρξεως τεκμηρίου πλήρους γνώσεως 468
(δ) Αυξημένες απαιτήσεις γνώσεως στο δίκαιο του περιβάλλοντος 469
5. Η συντέλεση της παραλείψεως ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας 469
6. Παρέκταση της προθεσμίας 470
7. Η προσφυγή πριν την επίδοση της πράξεως 470
10. Αναστολή της προθεσμίας 472
11. Έναρξη και λήξη της προθεσμίας 474
12. Ειδικές προθεσμίες προσφυγής 475
VIII. Περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής 475
1. Μνημονευόμενα αναγκαία στοιχεία 475
3. Περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής όταν η πράξη
αφορά τρίτους 478
4. Η μνεία της συμπροσβολής των συναφών πράξεων 479
ΙΧ. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής 479
2. Η εξαίρεση των φορολογικών προσφυγών 479
(α) Επί του άρθρου 69 § 2 ΚΔΔικ 479
(β) Η ισχύουσα ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου 480
3. Η παραπομπή του άρθρου 69 § 3 ΚΔΔικ στα άρθρα 200-205 ΚΔΔικ 481
Χ. Το απαράδεκτο της ασκήσεως δεύτερης προσφυγής 482
1. Η βασική ρύθμιση του άρθρου 70 § 1 εδ. α΄ ΚΔΔικ 482
2. Η απαράδεκτη πρώτη προσφυγή 484
ΧΙ. Η εξουσία του αποφασίζοντος επί της προσφυγής δικαστηρίου 486
2. Ο κατ’ εξαίρεση αυτεπάγγελτος κατά νόμο έλεγχος της πράξεως 486
3. Η κατ’ εξαίρεση ακύρωση και αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση 488
4. Η ειδική αντιμετώπιση των φορολογικών διαφορών 489
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Ι. Ενεργητική νομιμοποίηση 491
1. Ο γενικός κανόνας του άρθρου 71 § 1 ΚΔΔικ 491
2. Το ειδικό πρόβλημα της εργολαβικής προσφυγής 494
3. Η νομιμοποίηση των καθολικών και ειδικών διαδόχων 495
5. Η απαγόρευση της «φορολογικής αγωγής» 497
6. Το καταργηθέν απαράδεκτο του άρθρου 71 § 5 ΚΔΔικ 497
ΙΙΙ. Περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής 499
1. Καθορισμός της έννομης σχέσεως δημοσίου δικαίου
από την οποία απορρέει η χρηματική αξίωση 499
2. Σαφής έκθεση των πραγματικών περιστατικών 500
(β) Το καταψηφιστικό αίτημα 505
(γ) Το αναγνωριστικό αίτημα 505
IV. Τρόπος ασκήσεως της αγωγής 506
V. Δικονομικές συνέπειες ασκήσεως της αγωγής 508
(β) Προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας 509
(γ) Τρόπος και χρόνος προβολής της ενστάσεως εκκρεμοδικίας 512
(δ) Συνέπειες της εκκρεμοδικίας 512
2. Το απαράδεκτο της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής 513
3. Το ζήτημα του παραδεκτού της μεταβολής της βάσεως της αγωγής 515
(α) Το απαράδεκτο της μεταβολής της ιστορικής βάσεως της αγωγής 515
(β) Το παραδεκτό της μεταβολής της νομικής βάσεως της αγωγής 518
4. Το απαράδεκτο της ασκήσεως δευτέρας αγωγής -
Ερμηνεία του άρθρου 76 ΚΔΔικ 519
(α) Το περιεχόμενο του άρθρου 76 § 1 ΚΔΔικ και οι παλαιότερες ρυθμίσεις 519
(β) Η έννοια της «πρώτης» αγωγής 521
(γ) Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 76 § 1 ΚΔΔικ 521
(δ) Η ρύθμιση του άρθρου 76 § 2 ΚΔΔικ 522
(ε) Συνέπειες της εφαρμογής του άρθρου 76 § 1 ΚΔΔικ 525
(στ) Περιπτώσεις που δεν συνιστούν δεύτερη αγωγή
κατ’ άρθρο 76 § 2 ΚΔΔικ 526
(ζ) Η παραίτηση από την αγωγή κατ’ άρθρο 76 § 3 ΚΔΔικ 527
VI. Ουσιαστικές συνέπειες ασκήσεως της αγωγής 527
(α) Η ρύθμιση του άρθρου 75 § 2 ΚΔΔικ 528
(β) Η παραγραφή εν επιδικία 531
(α) Ταυτισμός τόκου υπερημερίας και τόκου επιδικίας στο δημόσιο δίκαιο 531
(β) Το ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο επιτοκίου - Ανατοκισμός 533
(αα) Το ύψος του επιτοκίου 533
(γ) Προϋποθέσεις της οφειλής τόκων εκ μέρους του Δημοσίου 536
(δ) Το ζήτημα της τοκοφορίας επί αναγνωριστικής αγωγής 536
(αα) Η ιστορία του ζητήματος - Διαφωνία ΣτΕ και ΑΠ 536
VII. Η παρεμπίπτουσα αγωγή 538
1. Το περιεχόμενο της παρεμπίπτουσας αγωγής 538
2. Ο τρόπος ασκήσεως της παρεμπίπτουσας αγωγής 539
VIII. Η σχέση της αγωγής προς άλλα ένδικα βοηθήματα 540
Χ. Η αγωγή του Δημοσίου κατά ιδιώτη 541
ΧΙ. Η αγωγή του άρθρου 205Α ν. 4412/2016 543
ΧΙΙ. Το περιεχόμενο της αποφάσεως επί αγωγής του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας 543
ΧΙΙΙ. Παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου 544
1. Ο βασικός κανόνας: Πενταετία, τριετία και διετία 544
2. Έναρξη - Αναστολή παραγραφής 545
3. Διακοπή - Συνέπειες παραγραφής 545
4. Παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων για περιοδικές παροχές
κατά του Δημοσίου 546
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ανακοπή εκτελέσεως του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Ι. Η διάκριση μεταξύ ανακοπής του ΚΔΔικ και ανακοπής του ΚΕΔΕ 547
ΙΙ. Οι προσβαλλόμενες με ανακοπή του ΚΔΔικ διοικητικές πράξεις 548
1. Τα προβλήματα του προϊσχύσαντος καθεστώτος 548
2. Η ρύθμιση του άρθρου 217 ΚΔΔικ 549
(α) Η ρύθμιση του πρώτου εδαφίου της § 1 549
(β) Η ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 217 § 1 ΚΔΔικ -
Η έννοια της βεβαιώσεως 550
(γ) Οι προσβαλλόμενες με ανακοπή πράξεις του άρθρου 217 § 2 ΚΔΔικ 553
(δ) Η ανακοπή για διόρθωση του προγράμματος πλειστηριασμού
κατ’ άρθρο 954 ΚΠολΔ 553
ΙΙΙ. Το αρμόδιο δικαστήριο 554
IV. Ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση ανακοπής 554
V. Παθητική νομιμοποίηση στην ανακοπή του ΚΔΔικ 555
VI. Τρόπος ασκήσεως της ανακοπής 557
VII. Περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής 557
VIII. Προθεσμία ασκήσεως της ανακοπής του ΚΔΔικ 558
1. Η ρύθμιση του άρθρου 220 §§ 1, 2 ΚΔΔικ 558
2. Η εξάμηνη καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 220 § 3 ΚΔΔικ 559
ΙΧ. Προδικασία και κύρια διαδικασία εκδικάσεως της ανακοπής
του ΚΔΔικ 560
Χ. Η παρέμβαση στη δίκη της ανακοπής του ΚΔΔικ 561
ΧΙ. Η εξουσία του δικαστηρίου που δικάζει ανακοπή του ΚΔΔικ 561
1. Ο βασικός κανόνας και η εξαίρεση 561
2. Ο κανόνας της απαγορεύσεως του παρεμπίπτοντος ελέγχου 561
4. Προβολή ισχυρισμών που αφορούν την απόσβεση της απαιτήσεως 564
ΧΙΙ. Η επί της ανακοπής απόφαση 566
ΧΙΙΙ. Τα ένδικα μέσα κατά της επί της ανακοπής αποφάσεως 567
XIV. Ομοδικία - Συνάφεια - Αντικειμενική Σώρευση - Συνεκδίκαση 567
XV. Ανακοπή κατά κατασχέσεως τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη 568
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η αίτηση ακυρώσεως
1. Το περιεχόμενο του άρθρου 95 § 1 (α) και § 3 Συντ. 570
2. Ακυρωτικές υποθέσεις του Διοικητικού Εφετείου κατά το ν. 702/1977 572
(β) Εκπαιδευτικές υποθέσεις 573
(γ) Πολεοδομικές υποθέσεις 574
(δ) Υποθέσεις σχετικά με υπαίθριες διαφημίσεις 574
(ε) Λοιπές υποθέσεις του ν. 702/1977 574
3. Λοιπές ακυρωτικές υποθέσεις του Διοικητικού Εφετείου
και του Διοικητικού Πρωτοδικείου 575
ΙΙΙ. Εφαρμοζόμενη διαδικασία επί της αιτήσεως ακυρώσεως
ενώπιον του ΣτΕ 575
IV. Γενική κατηγοριοποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού
της αιτήσεως ακυρώσεως 576
V. Γενικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως 576
(β) Ενεργητική διαδικαστική ικανότητα 577
(γ) Παθητική διαδικαστική ικανότητα 578
2. Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως 579
3. Λοιπές γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις 579
VI. Η φύση της προσβαλλόμενης πράξεως ως ειδική προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως 579
3. Κοινές μη εκτελεστές πράξεις επί προσφυγής και αιτήσεως
ακυρώσεως 586
VII. Το έννομο συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως 587
1. Η ρύθμιση του άρθρου 47 π.δ. 18/1989 587
2. Έννοια του εννόμου συμφέροντος 588
3. Προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος 589
4. Διάκριση από συγγενείς έννοιες 589
5. Υλικό και ηθικό έννομο συμφέρον - Περιπτωσιολογία 590
6. Κρίσιμα χρονικά σημεία υπάρξεως εννόμου συμφέροντος 592
7. Χαρακτηριστικά του εννόμου συμφέροντος 593
(β) Προσωπικό έννομο συμφέρον 595
(γ) Ενεστώς έννομο συμφέρον 596
8. Τρόποι αποδείξεως του εννόμου συμφέροντος 599
9. Λόγοι εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος 599
VIII. Η ενδικοφανής προσφυγή ως προϋπόθεση του παραδεκτού
της αιτήσεως ακυρώσεως 600
1. Σύγκριση των άρθρων 45 π.δ. 18/1989 και 63 ΚΔΔικ 600
2. Η έννοια της ενδικοφανούς προσφυγής 601
3. Το ειδικό ζήτημα της ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής
κατά παραλείψεως 601
4. Σκοποί και συνταγματικότητα της ενδικοφανούς προσφυγής 601
5. Οι διαδοχικές ενδικοφανείς προσφυγές 602
6. Η διοικητική υποχρέωση ενημερώσεως του ιδιώτη ως προς
την ενδικοφανή προσφυγή 602
7. Η «πρόωρη» αίτηση ακυρώσεως 603
8. Η reformatio in peius στην ενδικοφανή προσφυγή 603
9. Η αρμοδιότητα προς ανάκληση της πράξεως μετά από άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής 604
10. Συμπροσβαλλόμενες με την αίτηση ακυρώσεως πράξεις
ή παραλείψεις 605
ΙΧ. Η προθεσμία προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως 606
1. Σύγκριση των άρθρων 66 ΚΔΔικ και 46 π.δ. 18/1989 606
3. Η δημοσίευση της πράξεως ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας 606
4. Η κοινοποίηση της πράξεως ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας 607
5. Η γνώση της πράξεως ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας 607
6. Η προθεσμία επί ομοδικίας και σύνθετης διοικητικής ενέργειας 608
7. Η συντέλεση της παραλείψεως ως σημείο αφετηρίας
της προθεσμίας 608
8. Υπολογισμός της προθεσμίας 608
9. Αναστολή της προθεσμίας 609
10. Διακοπή της προθεσμίας 609
Χ. Η έλλειψη παράλληλης προσφυγής 610
ΧΙ. Κανόνες παραπομπής στις ακυρωτικές διαφορές 611
ΧΙΙ. Λόγοι ακυρώσεως - Γενική έποψη 612
1. Η παραδοσιακή κατηγοριοποίηση 612
2. Η σειρά εξετάσεως των λόγων 613
2. Διάκριση μεταξύ ανυπόστατων και ακυρώσιμων πράξεων 615
XIV. Παράβαση ουσιώδους τύπου 617
2. Η διάκριση ανάμεσα σε ουσιώδεις και επουσιώδεις τύπους 617
3. Περιπτωσιολογία ουσιωδών τύπων 619
XV. Παράβαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου 620
XVII. Η παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη 623
2. Το ειδικό ζήτημα της κοινοποιήσεως της παρεμβάσεως 625
3. Σχέση αιτήσεως ακυρώσεως και παρεμβάσεως -
Προληπτική παρέμβαση 626
XVIII. Η ιδιότυπη παρέμβαση του άρθρου 1 ν. 2479/1997 627
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας
I. Έννοια και προϋποθέσεις άσκησης της προσφυγής 628
1. Συνταγματική κατοχύρωση - Αρμοδιότητα 628
(α) Η ρύθμιση της υπαλληλικής προσφυγής 628
2. Διαφορές υποκείμενες σε προσφυγή 631
5. Εξουσίες του Δικαστηρίου 639
(α) Έρευνα κατά νόμο και ουσία 639
(γ) Παράβαση ουσιώδους τύπου περί τη διαδικασία 641
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ένδικα βοηθήματα ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου
I. Δικαιοδοσία Ελεγκτικού Συνεδρίου 646
ΙΙ. Κατανομή αρμοδιοτήτων σε Ολομέλεια και Τμήματα 652
1. Αρμοδιότητες της Ολομέλειας 652
3. Συγκρότηση - Σύνθεση Τμημάτων 653
2. Η διαδικασία εξαιρέσεως 654
IV. Διάδικοι στην ενώπιον του ΕΣ δίκη 654
1. Το διάδικο Ελληνικό Δημόσιο 654
2. Αλλοδαπά νομικά πρόσωπα-Διάδικοι χωρίς νομική προσωπικότητα 655
VI. Δικανική - Δικολογική ικανότητα 656
VII. Εκπροσώπηση του Δημοσίου 656
VIII. Εκπροσώπηση των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ 656
X. Παρέμβαση - Πρόσθετοι Λόγοι 657
ΧΙ. Παράσταση στο ακροατήριο - Πληρεξουσιότητα 658
2. Παράσταση λοιπών διαδίκων 658
3. Διορισμός και δικαιώματα πληρεξουσίου δικηγόρου 659
5. Παύση της πληρεξουσιότητας 660
XII. Εκθέσεις και δικόγραφα 660
2. Πρόσωπα προς τα οποία γίνεται η επίδοση 661
5. Τρόπος επιδόσεως σε περισσοτέρους 661
7. Επίδοση στο χώρο εργασίας 662
8. Επίδοση σε ειδικές περιπτώσεις 662
9. Επίδοση στην αλλοδαπή και σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής 662
XIV. Υπομνήματα των διαδίκων 663
XV. Δικονομικές προθεσμίες 663
1. Εκκίνηση και υπολογισμός 663
XVI. Δικονομικές ακυρότητες 664
3. Ενδικοφανής προσφυγή - Υποχρέωση Ενημερώσεως - Πρόωρη έφεση 666
(α) Έννομο συμφέρον - Ενεργητική νομιμοποίηση 666
5. Προθεσμία ασκήσεως εφέσεως 667
7. Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως 668
8. Εξουσίες του δικαστηρίου 669
9. Απαράδεκτο δεύτερης εφέσεως 669
(β) Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας 670
2. Οι προσβαλλόμενες με ανακοπή πράξεις 676
3. Ενεργητική νομιμοποίηση 676
6. Περιεχόμενο του δικογράφου 678
7. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής 678
8. Ομοδικία, συνάφεια, σώρευση, συνεκδίκαση 678
10. Εξουσίες του δικαστηρίου 679
12. Λήψη μέτρων από το δικαστήριο της ανακοπής 680
14. Παραίτηση - Κατάργηση δίκης 680
1. Ιστορία του βοηθήματος στο ΕΣ 680
(γ) Η ακολουθήσασα ευθεία αγωγή 681
(δ) Η αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού 682
3. Ενεργητική νομιμοποίηση 682
5. Στοιχεία του δικογράφου 683
6. Απαγόρευση αιρέσεων - Επικουρικές βάσεις 683
8. Απαγόρευση μεταβολής αιτημάτων 684
11. Απαράδεκτο ασκήσεως δεύτερης αγωγής 685
12. Εξουσία του δικαστηρίου 685
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ένδικα βοηθήματα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου
I. Περιεχόμενο του δικογράφου 687
II. Ο αντίκλητος στη διαδικασία ενώπιον του ΑΕΔ 689
III. Τρόπος ασκήσεως της αιτήσεως 689
IV. Κοινοποιήσεις της αιτήσεως και της πράξεως ορισμού
δικασίμου και εισηγητή 690
VI. Ο ρόλος του εισηγητή - δικαστή 695
VII. Οι προτάσεις των διαδίκων - Η έκθεση απόψεων της διοικήσεως 695
X. Ο τρόπος παραστάσεως των διαδίκων στο ακροατήριο του ΑΕΔ 698
ΧΙΙ. Συζήτηση στο ακροατήριο - αναβολή, διακοπή της δίκης - παραίτηση 699
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Η εκλογική ένσταση
1. Διαφορές αναφυόμενες κατά την εκλογική διαδικασία
στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ 701
ΙΙ. Παραδεκτό της ενστάσεως 704
1. Άσκηση - Περιεχόμενο του δικογράφου 704
(α) Εκλογική διαδικασία στους ΟΤΑ 705
(β) Εκλογική διαδικασία στα ΝΠΔΔ 706
3. Νομιμοποίηση 706
(α) Εκλογική διαδικασία στους ΟΤΑ 706
(β) Εκλογική διαδικασία στα ΝΠΔΔ 707
4. Προδικασία 707
(α) Πράξη ορισμού δικασίμου και εισηγητή δικαστή -
κοινοποιήσεις - έκθεμα 707
(β) Ο ρόλος του εισηγητή-δικαστή 708
(γ) Κατάθεση και επίδοση προσθέτων λόγων 708
5. Κύρια διαδικασία 709
(α) Διαδικασία στο ακροατήριο - Ερημοδικία των διαδίκων 709
(β) Αντένσταση 709
(γ) Παρέμβαση 710
(δ) Απόδειξη 711
ΙΙΙ. Βάσιμο της ενστάσεως 712
1. Λόγοι ενστάσεως 712
2. Λόγοι αντενστάσεως 714
3. Απόφαση - Εξουσία του δικαστηρίου 715
4. Παρεμπίπτων έλεγχος 716
5. Κατάργηση της δίκης 717
6. Ένδικα Μέσα 717
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Οιονεί ένδικα βοηθήματα: Η αίτηση πρότυπης δίκης,
η αίτηση επιταχύνσεως και η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση
Ι. Έννοια και σκοπός της αιτήσεως πρότυπης δίκης 720
ΙΙ. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ρυθμίσεως του εδ. α΄ 722
1. Καταλαμβανόμενα από τη ρύθμιση ένδικα βοηθήματα ή μέσα 722
2. Ο αιτών την πρότυπη δίκη διάδικος 723
3. Η εκτίμηση του αιτήματος από την τριμελή Επιτροπή 724
ΙΙΙ. Φύση και συνέπειες της πράξεως της τριμελούς Επιτροπής 726
1. Η φύση του αιτήματος πρότυπης δίκης και της πράξεως
της Επιτροπής 726
(α) Η εισαγωγή του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στο ΣτΕ 727
(β) Η δημοσίευση της πράξεως περί αποδοχής του αιτήματος
πρότυπης δίκης 727
(γ) Η αναστολή εκδικάσεως εκκρεμών υποθέσεων με το ίδιο ζήτημα 728
V. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου και η απόφαση 731
1. Ο έλεγχος συνδρομής ή μη του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος 731
2. Ο έλεγχος των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης
υποθέσεως 732
VΙ. Οι συνέπειες της αποφάσεως 734
2. Δεσμευτικότητα της αποφάσεως 735
VΙΙ. Η ρύθμιση και ο σκοπός της αιτήσεως επιταχύνσεως 736
VIII. Η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση 738
2. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση 739
3. Οι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως της αιτήσεως 740
(β) Προθεσμία και χρονικοί περιορισμοί ασκήσεως της αιτήσεως 741
(γ) Περιεχόμενο και τρόπος ασκήσεως της αιτήσεως 742
4. Η απόφαση και τα κριτήρια για τη διαπίστωση και την επιδίκαση
δίκαιης ικανοποιήσεως 745
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
Η προσωρινή δικαστική προστασία στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η προσωρινή δικαστική προστασία
κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Ι. Τα συστήματα προσωρινής δικαστικής προστασίας 749
ΙΙ. Η δομή της προσωρινής δικαστικής προστασίας στον ΚΔΔικ 749
ΙΙΙ. Αναστολή εκτελέσεως διοικητικών πράξεων (άρθρα 200-205Α ΚΔΔικ) 750
1. Προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως διοικητικής πράξεως
(άρθρο 200 ΚΔΔικ) 750
2. Αρμοδιότητα προς αναστολή (άρθρο 201 ΚΔΔικ) 753
3. Λόγοι αναστολής (άρθρο 202 ΚΔΔικ) 753
(β) Το προδήλως βάσιμο της προσφυγής 755
(γ) Φορολογικές - Τελωνειακές - Χρηματικές διαφορές 756
4. Προδικασία (άρθρο 203 ΚΔΔικ) 759
5. Κύρια διαδικασία (άρθρο 204 ΚΔΔικ) 761
6. Η προσωρινή διαταγή (άρθρο 204 § 3 ΚΔΔικ) 762
7. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής (άρθρο 205 ΚΔΔικ) 764
8. Η επίδοση της αποφάσεως αναστολής 766
9. Η ανάκληση της αποφάσεως αναστολής (άρθρο 205 § 5 ΚΔΔικ) 766
10. Παραίτηση από αίτηση αναστολής 768
11. Διαταγή εκτελέσεως της πράξεως στις φορολογικές διαφορές
(άρθρο 205Α ΚΔΔικ) 768
IV. Αναστολή εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων
(άρθρα 206-209 ΚΔΔικ) 769
1. Γενικές παρατηρήσεις - Προϋποθέσεις 769
2. Αρμοδιότητα προς αναστολή (άρθρο 207 ΚΔΔικ) 771
3. Λόγοι αναστολής - Αποκλεισμός αναστολής (άρθρο 208 ΚΔΔικ) 771
4. Προδικασία – Κύρια διαδικασία 771
V. Προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως 772
1. Περιεχόμενο και ατέλειες της ρυθμίσεως 772
2. Έννοια της ρυθμίσεως καταστάσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση 772
3. Ανάγκη ασκήσεως του κύριου ένδικου βοηθήματος 773
5. Λόγος προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως 774
6. Αποκλεισμός της προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως 775
7. Προδικασία - Κύρια διαδικασία - Εφαρμογή της διατάξεως
και επί ενδίκων μέσων 775
VI. Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως 776
3. Λόγοι προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως - Αποκλεισμός 778
4. Προδικασία - Κύρια διαδικασία - Απόδειξη 779
5. Ανακοπή ερημοδικίας - Παρέμβαση 780
6. Η απόφαση προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως (άρθρο 215 ΚΔΔικ) 781
(α) Έκταση προσωρινής επιδικάσεως 781
(β) Τρόπος επιδικάσεως περιοδικών παροχών 781
(γ) Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως υπό όρους 782
(δ) Τύχη της αποφάσεως περί προσωρινής επιδικάσεως
μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως 782
(ε) Απαγόρευση κατασχέσεως, εκχωρήσεως, συμψηφισμού
του επιδικασθέντος ποσού 783
(στ) Ανάκληση αποφάσεως προσωρινής επιδικάσεως απαιτήσεως 783
(ζ) Εκκαθάριση και απόδοση ποσών μετά την έκδοση της οριστικής
αποφάσεως 783
7. Επίδοση - Εκτέλεση της αποφάσεως 784
8. Γενική απαγόρευση ασκήσεως ενδίκων μέσων - Αναίρεση
υπέρ του νόμου 785
VII. Η προσωρινή δικαστική προστασία επί του ενδίκου βοηθήματος
της ανακοπής εκτελέσεως 785
1. Αντιπαραβολή των άρθρων 228 ΚΔΔικ και 65 § 4 ΚΕΔΕ (ν. 4978/2022) 785
2. Προϋποθέσεις ανακοπής του ΚΔΔικ 787
3. Η βεβαίωση ως εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως 787
5. Τυπολόγηση περιπτώσεων βλάβης και δημοσίου συμφέροντος 789
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η προσωρινή δικαστική προστασία στην ακυρωτική δίκη
Ι. Επί της μεθόδου αναλύσεως 791
ΙΙ. Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά το άρθρο 52 π.δ. 18/1989 791
1. Διοικητική αναστολή εκτελέσεως (άρθρο 52 § 1 π.δ. 18/1989) 791
2. Συγκρότηση της Επιτροπής Αναστολών (άρθρο 52 § 2 π.δ. 18/1989) 792
3. Προδικασία (άρθρο 52 § 3 π.δ. 18/1989) 794
4. Παρέμβαση τρίτου (άρθρο 52 § 4 π.δ. 18/1989) 794
5. Προσωρινή διαταγή (άρθρο 52 § 5 π.δ. 18/1989) 795
6. Λόγοι αναστολής (άρθρο 52 §§ 6, 7 π.δ. 18/1989) 796
7. Λόγοι αποκλεισμού της αναστολής (άρθρο 52 §§ 6, 7 π.δ. 18/1989) 800
8. Άλλα κατάλληλα μέτρα (άρθρο 52 § 8 π.δ. 18/1989) 801
9. Ανάκληση αποφάσεως προσωρινής δικαστικής προστασίας
(άρθρο 52 § 9 π.δ. 18/1989) 802
10. Υποβολή νέας αιτήσεως αναστολής (άρθρο 52 § 10 π.δ. 18/1989) 803
11. Παραίτηση - Δικαστική δαπάνη 803
IV. Προσωρινή δικαστική προστασία επί κανονιστικών πράξεων 804
V. Παραπομπή αναρμοδίως ασκηθείσας αιτήσεως αναστολής 805
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η προσωρινή δικαστική προστασία στο Ελεγκτικό Συνέδριο
ΙΙ. Προσωρινή δικαστική προστασία επί εφέσεως 807
2. Προδικασία - Κύρια διαδικασία 808
3. Προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως 809
ΙΙΙ. Προσωρινή δικαστική προστασία επί ανακοπής 809
1. Αναστολή εκτελέσεως στις διαφορές από διοικητική εκτέλεση 809
2. Αναστολή αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος του Δημοσίου 810
IV. Αναστολή εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως 810
2. Ειδικώς επί αιτήσεως αναιρέσεως 810
V. Προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως 811
1. Αρμόδιο δικαστήριο - Διαδικασία 811
2. Λόγοι προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως 811
VI. Μέτρα διασφαλίσεως της δημόσιας αξιώσεως 811
VII. Ανυπαρξία προσωρινής δικαστικής προστασίας επί αγωγής 811
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η προσωρινή δικαστική προστασία του ν. 4412/2016
Ι. Πεδίο εφαρμογής των άρθρων 345-374 ν. 4412/2016 812
ΙΙ. Αρμόδια δικαστήρια - Ένδικα βοηθήματα 813
1. Αρμοδιότητα - Προϋποθέσεις παραδεκτού 814
(β) Έννομο Συμφέρον - Επίκληση βλάβης 815
(γ) Υποχρεωτικότητα ασκήσεως 817
(δ) Απαράδεκτο δεύτερης προδικαστικής προσφυγής 817
(ε) Ανεπίτρεπτο ασκήσεως άλλης διοικητικής προσφυγής 818
(στ) Προσφυγή κατά εκτελεστής πράξεως ή παραλείψεως 818
2. Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής 819
3. Τρόπος ασκήσεως της προσφυγής 820
4. Διαδικασία εξετάσεως της προσφυγής 822
5. Η παρέμβαση ενώπιον της ΑΕΠΠ (πλέον ΕΑΔΗΣΥ) 823
6. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ως προς τη σύναψη
της συμβάσεως 823
7. Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου 824
8. Η προσωρινή προστασία της ΑΕΠΠ 824
10. Η έκταση ελέγχου της ΑΕΠΠ 825
11. Η κήρυξη ακυρότητας συμβάσεως με απόφαση της ΑΕΠΠ 826
IV. Η αίτηση αναστολής του ν. 4412/2016 826
1. Αρμόδια Δικαστήρια - Εφαρμοστέο Δίκαιο - Αυτοτελές βοήθημα 826
2. Προϋποθέσεις του παραδεκτού 827
(α) Νομιμοποίηση - Έννομο συμφέρον 827
(β) Προθεσμία - Υπογραφή Δικογράφου - Πληρεξουσιότητα 827
(γ) Προσβαλλόμενες πράξεις 828
4. Προϋποθέσεις του βασίμου 828
(β) Σοβαρή πιθανολόγηση παραβάσεως κανόνα δικαίου 829
(δ) Υπερέχον δημόσιο συμφέρον - Συμφέρον τρίτων 829
5. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της αιτήσεως αναστολής 830
6. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής 830
7. Η συμμόρφωση προς την απόφαση αναστολής 831
8. Σχέση της προσωρινής με την οριστική δικαστική προστασία 831
Η απόδειξη στη διοικητική δίκη
Ι. Τα δύο συστήματα αποδείξεως της διοικητικής δίκης 833
ΙΙ. Γενικές περί αποδείξεως αρχές 833
1. Το αντικείμενο της αποδείξεως 833
(α) Πραγματικά γεγονότα ως αντικείμενο αποδείξεως 833
(αα) Έννοια και μορφές αποδείξεως 833
(ββ) Πραγματικά γεγονότα, πραγματικοί ισχυρισμοί, επιχειρήματα 834
2. Πασίδηλα γεγονότα και γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο
από προηγούμενη ενέργειά του 835
(β) Γεγονότα γνωστά από άλλη δικαστική ενέργεια 836
3. Διδάγματα της κοινής πείρας 837
4. Αλλοδαπό δίκαιο, έθιμο και συναλλακτικά ήθη 838
ΙΙΙ. Το βάρος αποδείξεως στη διοικητική δίκη 838
2. Απόδειξη από τα στοιχεία του φακέλου 839
VI. Χρήση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων 842
VII. Ο διοικητικός φάκελος 843
VIII. Η υποχρεωτική προαπόδειξη 843
1. Ο βασικός κανόνας του άρθρου 150 § 1 εδ. α΄ ΚΔΔικ 843
2. Η προσαγωγή των εγγράφων σε μεταγενέστερη συζήτηση 845
ΙΧ. Η συμπληρωματική απόδειξη 847
1. Απόφαση διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου 847
2. Χρόνος λήψεως της αποφάσεως 849
3. Περιεχόμενο της αποφάσεως 849
4. Η συμπληρωματική απόδειξη εκτός του ακροατηρίου 850
5. Η μεταβολή του τόπου και χρόνου διεξαγωγής της αποδείξεως 850
6. Η παρουσία των διαδίκων κατά τη διεξαγωγή της συμπληρωματικής αποδείξεως 851
7. Η συζήτηση μετά τη διεξαγωγή της αποδείξεως 851
2. Προϋποθέσεις συντηρητικής αποδείξεως 852
(β) Ουσιαστικές προϋποθέσεις 853
3. Αρμοδιότητα προς απόφαση επί της αιτήσεως
συντηρητικής αποδείξεως 854
4. Περιεχόμενο της αποφάσεως για συντηρητική απόδειξη 854
5. Διεξαγωγή της συντηρητικής αποδείξεως στο ακροατήριο 854
6. Διεξαγωγή της συντηρητικής αποδείξεως εκτός ακροατηρίου 855
7. Συζήτηση μετά τη συντηρητική απόδειξη 855
8. Αποδεικτική δύναμη συντηρητικής αποδείξεως 855
ΧΙ. Αναζήτηση στοιχείων και εντολή επανελέγχου από το διοικητικό δικαστήριο 856
1. Η αναζήτηση στοιχείων από το δικαστήριο 856
2. Η εντολή επανελέγχου από το δικαστήριο 857
1. Έννοια και σκοπός της αυτοψίας 857
2. Η περί αυτοψίας απόφαση 858
3. Η υποχρεωτική σύμπραξη διαδίκων ή τρίτων κατά τη διενέργεια
της αυτοψίας 859
(β) Συνέπειες μη συμμορφώσεως προς την υποχρέωση συμπράξεως 860
(γ) Η απαλλαγή από την υποχρέωση συμπράξεως 861
4. Τρόπος διεξαγωγής της αυτοψίας 861
5. Αυτοψία κατά τον ΚΠολΔ στην ακυρωτική δίκη 862
1. Έννοια πραγματογνωμοσύνης κατά τον ΚΔΔικ 862
2. Τρόπος διορισμού πραγματογνωμόνων 863
3. Περιεχόμενο της αποφάσεως διορισμού πραγματογνωμόνων 864
4. Αποκλεισμός, εξαίρεση, απαλλαγή και αντικατάσταση
πραγματογνωμόνων 865
(α) Οι λόγοι αποκλεισμού και εξαιρέσεως πραγματογνωμόνων 865
(β) Λόγοι αντικαταστάσεως των πραγματογνωμόνων 865
(γ) Οι λόγοι απαλλαγής του πραγματογνώμονα 866
(δ) Διαδικασία προβολής και κρίση των λόγων 866
5. Καθήκοντα πραγματογνώμονα - Κυρώσεις 866
6. Ορκοδοσία πραγματογνώμονα 867
7. Δικαιώματα πραγματογνωμόνων 868
8. Διαδικασία διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης 869
(α) Τρόπος εργασίας περισσότερων πραγματογνωμόνων 869
(β) Οδηγίες προς τους πραγματογνώμονες - Υπομνήματα των διαδίκων 869
9. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης 869
10. Οι απλές γνωμοδοτήσεις του άρθρου 168 ΚΔΔικ 871
11. Δαπάνες και αμοιβή πραγματογνωμόνων 872
(β) Καταλογισμός των δαπανών και της αμοιβής του πραγματογνώμονα 872
(γ) Προσωρινή εκκαθάριση και προκαταβολή δαπανών 872
(α) Έννοια και σκοπός του θεσμού 873
(β) Προϋποθέσεις διορισμού τεχνικού συμβούλου 873
(γ) Δικαιώματα τεχνικών συμβούλων 874
13. Πραγματογνωμοσύνη κατά τον ΚΠολΔ στην ακυρωτική δίκη 874
1. Έννοια και είδη εγγράφων 875
2. Τα βιβλία ως ιδιωτικά έγγραφα 876
3. Οι μηχανικές απεικονίσεις και οι φωνοληψίες ως ιδιωτικά έγγραφα 876
4. Περαιτέρω προϋποθέσεις της αποδεικτικής δυνάμεως των εγγράφων 878
5. Νόμιμος τύπος των εγγράφων 878
6. Αποδεικτική δύναμη δημοσίων εγγράφων 878
7. Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικών εγγράφων 881
9. Αποδεικτική δύναμη αντιγράφων 883
(α) Ο βασικός κανόνας - Διάκριση από συγγενείς διατάξεις 883
(β) Χρόνος υποβολής της αιτήσεως επιδείξεως εγγράφου 884
(γ) Τόπος επιδείξεως του εγγράφου 885
(δ) Η υποχρέωση του δικαστηρίου να διατάξει την επίδειξη
του αιτουμένου εγγράφου 885
(ε) Οι εξαιρέσεις του άρθρου 174 § 3 ΚΔΔικ 886
(αα) Εξαιρέσεις για τα δημόσια έγγραφα 886
(ββ) Οι εξαιρέσεις για ιδιωτικά έγγραφα 886
(γγ) Ανάγκη αιτιολόγησης της δικαστικής αποφάσεως 886
(στ) Αδικαιολόγητη άρνηση ή παρακώλυση επιδείξεως εγγράφου 887
11. Απώλεια και γνησιότητα εγγράφου 887
12. Η προσβολή εγγράφου για πλαστότητα 888
13. Τα έγγραφα στην ακυρωτική δίκη 888
1. Είδη - Αποδεικτική δύναμη 889
3. Η ομολογία στην ακυρωτική δίκη 892
XVI. Εξηγήσεις των διαδίκων 892
1. Ο θεσμός στη δίκη ουσίας 892
2. Ο θεσμός στην ακυρωτική δίκη 893
1. Απόφαση και τόπος εξετάσεως μαρτύρων 893
(α) Η απόφαση εξετάσεως μαρτύρων 893
(β) Η πρόταση του διαδίκου: βασικά χαρακτηριστικά 894
2. Η πρόταση για εξέταση μάρτυρος στο άρθρο 180 ΚΔΔικ 895
(α) Η έγγραφη πρόταση στην προδικασία 895
(β) Η προφορική πρόταση στο ακροατήριο 895
(γ) Η απόφαση του δικαστηρίου επί της αιτήσεως του διαδίκου
ως απόφαση διακριτικής ευχέρειας 896
3. Η κλήτευση των μαρτύρων 896
4. Η μαρτυρία ως υποχρέωση 897
5. Αποκλεισμός και απαλλαγή των μαρτύρων 897
(α) Αποκλειόμενοι μάρτυρες 897
(ββ) Μάρτυρες με υποχρέωση εχεμύθειας ως προς θέματα
που τους εμπιστεύθηκαν λόγω ιδιότητας 898
(γγ) Μάρτυρες συγγενείς του ιδιώτη διαδίκου 899
(β) Απαλλασσόμενοι μάρτυρες 899
(γ) Διαδικασία ελέγχου του λόγου αποκλεισμού ή απαλλαγής 900
6. Η διεξαγωγή της εξετάσεως μάρτυρα 900
7. Οι μαρτυρικές καταθέσεις κατά την προδικασία 901
8. Οι μάρτυρες στην πολιτική δίκη - Διαφοροποιήσεις 903
XVIII. Τα δικαστικά τεκμήρια 903
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
Έννοια και συνέπειες της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Έννοια και περιεχόμενο της δικαστικής αποφάσεως
Ι. Η έννοια της δικαστικής αποφάσεως 905
ΙΙ. Διακρίσεις των δικαστικών αποφάσεων 905
ΙΙΙ. Ειδικώς περί της διακρίσεως οριστικών και μη οριστικών αποφάσεων 906
IV. Διαδικασία λήψεως της αποφάσεως 907
V. Κατάρτιση, έκδοση και δημοσίευση της αποφάσεως 909
VΙ. Το πρωτότυπο της δικαστικής αποφάσεως 910
VΙΙ. Η ανυπόστατη δικαστική απόφαση 910
3. Η αναγνώριση του ανυπόστατου 912
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Έννομες συνέπειες της δικαστικής αποφάσεως:
Ισχύς και Δεδικασμένο
2. Η ρύθμιση του άρθρου 50 § 1 π.δ. 18/1989 914
2. Προϋποθέσεις του δεδικασμένου 915
1. Οι διατυπώσεις του ΚΔΔικ και του π.δ. 18/1989 917
2. Διοικητικής φύσεως ζήτημα 918
VII. Διάσπαση του δεδικασμένου 922
VIIΙ. Ο περιορισμός των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως 922
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως
στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων
ΙΙ. Θετική και αποθετική συμμόρφωση 925
ΙΙΙ. Μορφές αποθετικής συμμορφώσεως 926
1. Απαγόρευση εκδόσεως της ίδιας πράξεως 926
2. Απαγόρευση εφαρμογής και εκτελέσεως της πράξεως 926
3. Αποχή από ενέργεια παρόμοια προς την ακυρωθείσα 927
IV. Όρια της αποθετικής συμμορφώσεως 927
1. Νέα πραγματικά ή/και νομικά δεδομένα 927
2. Απάλειψη της τυπικής πλημμέλειας 928
3. Έκδοση νέας αιτιολογημένης πράξεως 929
V. Μορφές θετικής συμμορφώσεως 929
VI. Η υποχρέωση ανακλήσεως πράξεων που βασίζονται στην ακυρωθείσα 930
VII. Η υποχρέωση αντικαταστάσεως ακυρωθείσας πράξεως 931
ΙΧ. Το κρίσιμο χρονικό καθεστώς της συμμορφώσεως 932
Χ. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου
επί μη συμμορφώσεως 934
2. Η κατάσχεση του άρθρου 4 ν. 3068/2002 935
ΧΙ. Δικαστική προστασία επί μη συμμορφώσεως 936
ΧΙΙ. Οι ρυθμίσεις του ν. 3068/2002 ως προς τη συμμόρφωση
της Διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις 936
ΧΙΙΙ. Ευθύνη για τη μη συμμόρφωση 937
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
Τα ένδικα μέσα του διοικητικού δικονομικού δικαίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Βασικές έννοιες και αρχές
Ι. Ορισμός και θεμελιώδεις διακρίσεις 939
ΙΙ. Βασικές αρχές μιας γενικής θεωρίας των ενδίκων μέσων 940
1. Numerus clausus των ενδίκων μέσων 940
2. Συνταγματική κατοχύρωση και in concreto πρόβλεψη
του ενδίκου μέσου 940
3. Η αρχή της διαδοχικής ασκήσεως των ενδίκων μέσων -
Η εξαίρεση του άρθρου 2 ν. 3900/2010 941
4. Ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων 942
ΙΙΙ. Οι γενικές διατάξεις περί ενδίκων μέσων
του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας 943
2. Τα ένδικα μέσα κατ’ άρθρο 81 ΚΔΔικ 943
3. Αρμοδιότητα εκδικάσεως ενδίκων μέσων κατά τον ΚΔΔικ 943
4. Προσβαλλόμενες με ένδικο μέσο αποφάσεις κατ’ άρθρο 83 ΚΔΔικ 944
(α) Προσβολή των οριστικών αποφάσεων 944
(β) Μεταβατική ρύθμιση σχετικά με το παραδεκτό των ενδίκων μέσων 945
5. Νομιμοποίηση των διαδίκων προς άσκηση ενδίκου μέσου
κατ’ άρθρο 84 ΚΔΔικ 946
6. Ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως του ενδίκου μέσου στο άρθρο 85 ΚΔΔικ 947
7. Γενικές περί προθεσμιών διατάξεις στο άρθρο 86 ΚΔΔικ 948
(α) Γενικός περί παρεκτάσεως κανόνας 948
(β) Ο θάνατος του νομιμοποιούμενου σε άσκηση ενδίκου μέσου 948
8. Απαραίτητα στοιχεία των δικογράφων των ενδίκων μέσων
κατ’ άρθρο 87 ΚΔΔικ 949
9. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων κατ’ άρθρο 88 ΚΔΔικ 951
10. Τρόπος ασκήσεως των ενδίκων μέσων κατ’ άρθρο 126 ΚΔΔικ 951
IV. Εφαρμογή των διατάξεων της γενικής διαδικασίας του ΚΔΔικ
και του π.δ. 18/1989 952
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ανακοπή ερημοδικίας
Ι. Έννοια, σκοπός και νομοθετική ρύθμιση 953
ΙΙ. Προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής ερημοδικίας 954
1. Αρμόδιο δικαστήριο και νομιμοποιούμενα σε ανακοπή πρόσωπα 954
2. Αποφάσεις υποκείμενες σε ανακοπή 955
3. Προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας 955
5. Παραδεκτοί λόγοι ανακοπής ερημοδικίας 957
6. Η μη παράσταση του διαδίκου στη συζήτηση της υποθέσεως 957
7. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ μη παραστάσεως και προβαλλόμενου
λόγου ανακοπής 958
8. Απαραίτητα στοιχεία του δικογράφου της ανακοπής 959
9. Τρόπος ασκήσεως της ανακοπής ερημοδικίας 959
ΙΙΙ. Οι λόγοι της ανακοπής ερημοδικίας 960
1. Παρουσίαση των τριών λόγων 960
2. Μη κλήτευση του διαδίκου 960
3. Μη νομότυπη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση 961
(α) Γενική εννοιολογική προσέγγιση 962
(ββ) Η άγνοια της νομότυπης και εμπρόθεσμης επιδόσεως 964
(γγ) Η ανωμαλία στα κυκλοφοριακά μέσα 965
(δδ) Θάνατος δικηγόρου ή συγγενούς του 966
(στστ) Δόλιες ενέργειες του αντιδίκου 967
(ζζ) Γεγονότα συνδεόμενα με τη λειτουργία των δικαστηρίων 967
IV. Η δυνατότητα διαδοχικής ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας 968
V. Σχέση της ανακοπής ερημοδικίας προς άλλα ένδικα μέσα 969
1. Ανακοπή ερημοδικίας στην έφεση 969
2. Ανακοπή ερημοδικίας και αναίρεση 970
VI. Η απόφαση επί της ανακοπής ερημοδικίας 970
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η τριτανακοπή κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Ι. Έννοια και σκοπός της τριτανακοπής 972
ΙΙ. Παραδεκτό της τριτανακοπής 973
2. Εξουσία ασκήσεως του δικαιώματος τριτανακοπής 973
4. Η έννοια της βλάβης του τρίτου 974
8. Παθητικώς νομιμοποιούμενοι στη δίκη της τριτανακοπής 977
10. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της τριτανακοπής του ΚΔΔικ 978
11. Απαραίτητα στοιχεία του δικογράφου της τριτανακοπής 978
12. Τρόπος ασκήσεως τριτανακοπής 979
ΙΙΙ. Το βάσιμο της τριτανακοπής 979
IV. Η απόφαση επί της τριτανακοπής 980
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η τριτανακοπή κατά το π.δ. 18/1989
Ι. Πεδίο εφαρμογής του π.δ. 18/1989 επί τριτανακοπών 981
ΙΙ. Διαφορές μεταξύ της τριτανακοπής του άρθρου 51
π.δ. 18/1989 και της τριτανακοπής του ΚΔΔικ 982
ΙΙΙ. Βασική νομολογία του ΣτΕ σχετικά με την ακυρωτική τριτανακοπή 984
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η έφεση κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Ι. Προσβαλλόμενες αποφάσεις με έφεση 988
2. Το χρηματικό όριο του εκκλητού 988
(α) Ο κανόνας του άρθρου 92 § 1 ΚΔΔικ 988
(β) Το όριο του εκκλητού στο άρθρο 92 § 2 ΚΔΔικ 990
(αα) Ο κανόνας του εδαφίου α΄ 990
(ββ) Ο προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς 990
(γ) Το ζήτημα του εκκλητού στις φορολογικές διαφορές 991
(δ) Αποφάσεις πάντοτε εκκλητές 993
ΙΙ. Δικαιούμενοι σε άσκηση εφέσεως 994
2. Ο ειδικός κανόνας των φορολογικών διαφορών 995
ΙΙΙ. Σχέση εφέσεως και ανακοπής ερημοδικίας 996
IV. Λόγοι εφέσεως - Στοιχεία του δικογράφου της εφέσεως 997
V. Το απαράδεκτο της μεταβολής του αντικειμένου της διαφοράς
στο δεύτερο βαθμό 998
1. Ο βασικός κανόνας του άρθρου 96 § 1 ΚΔΔικ 998
2. Το απαράδεκτο της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών 999
3. Το απαράδεκτο της επικλήσεως νέων αποδεικτικών στοιχείων 1000
VI. Η προθεσμία της εφέσεως 1004
VII. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως 1005
VIII. Η απόφαση επί της εφέσεως 1008
1. Απόφαση που δέχεται την έφεση 1008
2. Εφαρμοστέος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο νόμος 1009
3. Η αντικατάσταση αιτιολογίας με διατήρηση του διατακτικού 1010
4. H reformatio in pejus στην εφετειακή δίκη 1011
ΙΧ. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως 1011
1. Η διάκριση μεταξύ αυτοτελούς και μη αυτοτελούς αντεφέσεως
στο άρθρο 100 ΚΔΔικ 1012
2. Τρόπος ασκήσεως αντεφέσεως 1013
3. Προβαλλόμενοι δια της αντεφέσεως λόγοι 1013
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Η έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
Ι. Εφαρμοζόμενες διατάξεις στην ακυρωτική έφεση 1014
ΙΙ. Παραδεκτό της εφέσεως 1014
1. Υποκείμενες σε ακυρωτική έφεση αποφάσεις 1014
2. Δικαιούμενοι σε άσκηση εφέσεως 1015
4. Η έφεση υπέρ του νόμου 1017
5. Το παραδεκτό της εφέσεως του νικήσαντος διαδίκου 1018
ΙΙΙ. Ανεπίτρεπτο δεύτερης εφέσεως και αντεφέσεως 1018
IV. Στοιχεία του δικογράφου της ακυρωτικής εφέσεως 1019
2. Η απαίτηση του άρθρου 58 § 1 π.δ. 18/1989 1019
V. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ακυρωτικής εφέσεως 1020
VI. Παρέμβαση και πρόσθετοι λόγοι στην ακυρωτική έφεση 1020
VII. Περαιτέρω δικονομικά θέματα 1021
VIII. Λόγοι εφέσεως - Συνέπειες της δεχόμενης την έφεση αποφάσεως 1022
ΙΧ. Παραπομπή υποθέσεων κατ’ άρθρο 67 π.δ. 18/1989 1022
Χ. Οι ανέκκλητες αποφάσεις του άρθρου 5Α ν. 702/1977 1023
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Η αναθεώρηση ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
ΙΙ. Προσβαλλόμενες με αναθεώρηση αποφάσεις 1027
ΙΙΙ. Νομιμοποιούμενοι σε άσκηση αναθεωρήσεως 1028
IV. Η διάσπαση του κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων
μέσων στο άρθρο 102 ΚΔΔικ 1029
1. Περιοριστική απαρίθμηση 1029
2. Εσφαλμένη απόδειξη (103 § 1α ΚΔΔικ) 1030
4. Αμετάκλητη ανατροπή αποφάσεως 1033
5. Αναθεώρηση με αναλογία δικαίου 1034
VI. Προθεσμία αναθεωρήσεως 1035
VII. Παραδεκτό και βάσιμο της αιτήσεως αναθεωρήσεως 1035
1. Τρόπος ασκήσεως - Στοιχεία δικογράφου 1035
2. Βάσιμο της αναθεωρήσεως 1036
VIII. Απόφαση επί της αιτήσεως αναθεωρήσεως 1036
1. Η ρύθμιση του άρθρου 105 § 2 ΚΔΔικ 1037
2. Σχέση αναθεωρήσεως και αναιρέσεως 1037
Χ. Η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας κατ’ άρθρο 105Α ΚΔΔικ
και 69Α π.δ. 18/1989 1038
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Η αίτηση διορθώσεως ή ερμηνείας αποφάσεως
Ι. Νομοθετική ρύθμιση - Νομικός χαρακτηρισμός 1041
ΙΙ. Η ρύθμιση της αιτήσεως διορθώσεως και ερμηνείας στο π.δ. 18/1989 1042
1. Οι λόγοι διορθώσεως ή ερμηνείας στο άρθρο 68 π.δ. 18/1989 1042
(γ) Διαφορές διορθώσεως και ερμηνείας στο π.δ. 18/1989 1045
2. Στοιχεία του δικογράφου και διαδικασία διορθώσεως ή ερμηνείας 1045
(α) Στοιχεία του δικογράφου 1045
(β) Διαδικαστικοί κανόνες του άρθρου 69 §§ 2-4 π.δ. 18/1989 1045
ΙΙΙ. Η ρύθμιση της αιτήσεως διορθώσεως και ερμηνείας στον ΚΔΔικ 1046
1. Δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου 1046
2. Στοιχεία του δικογράφου και διαδικασία διορθώσεως ή ερμηνείας 1047
(α) Στοιχεία του δικογράφου 1047
(β) Διαδικασία διορθώσεως ή ερμηνείας 1047
(γ) Συζήτηση και απόφαση επί της αιτήσεως 1047
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Η αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
ΙΙ. Το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως 1049
2. Ενεργητική νομιμοποίηση 1049
3. Υποκείμενες σε αναίρεση αποφάσεις 1051
(α) Η συνταγματική ρύθμιση 1051
(γ) Αναίρεση κατ’ αποφάσεων υποκείμενων σε ανακοπή ερημοδικίας 1053
(δ) Αναίρεση κατά αποφάσεων υποκείμενων σε αίτηση αναθεωρήσεως 1053
(ε) Ο περιορισμός στην άσκηση αναιρέσεως κατ’ άρθρο 53 § 4 π.δ. 18/1989 1053
(ββ) Η εξαίρεση των περιοδικών παροχών και της φορολογίας κληρονομιών 1054
(δδ) Ο υπολογισμός του αντικειμένου της διαφοράς από το Δημόσιο 1056
4. Προθεσμία της αιτήσεως αναιρέσεως 1056
(γ) Ανασταλτικό αποτέλεσμα προθεσμίας και ασκήσεως
αιτήσεως αναιρέσεως 1057
5. Η προϋπόθεση παραδεκτού του άρθρου 53 § 3 π.δ. 18/1989 1058
6. Τρόπος ασκήσεως αναιρέσεως 1062
8. Απαγόρευση ασκήσεως παρεμβάσεως και τριτανακοπής
στην αναιρετική δίκη 1065
9. Η κατ’ άλμα αναίρεση του άρθρου 2 ν. 3900/2010 1065
10. Εφαρμογή των άρθρων 17-40 π.δ. 18/1989 1067
ΙΙΙ. Το βάσιμο της αιτήσεως αναιρέσεως - Λόγοι αναιρέσεως 1067
3. Μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεση του δικαστηρίου (56 § 1 στ. β΄) 1068
4. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (56 § 1 στ. γ) 1069
(α) Γενικές δικονομικές αρχές 1069
(β) Απλοί κανόνες που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης 1070
(γ) Η μη λήψη υπόψη ουσιώδους ισχυρισμού 1070
(δ) Κανόνες που αφορούν τη δικαστική απόφαση 1071
(β) Εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελής εφαρμογή 1072
6. Ύπαρξη αντιφατικών τελεσίδικων αποφάσεων (56 § 1 στ. ε΄) 1073
IV. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως 1074
1. Η ρύθμιση του άρθρου 57 § 1 π.δ. 18/1989 1074
2. Η ρύθμιση του άρθρου 57 § 2 π.δ. 18/1989 1074
V. Η αναίρεση υπέρ του νόμου 1076
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Ένδικα μέσα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου
Ι. Η επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του ΑΕΔ ως ένδικο μέσο 1077
ΙΙ. Παραδεκτό της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας 1078
2. Ενεργητική νομιμοποίηση 1078
3. Υποκείμενες σε αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας αποφάσεις 1078
5. Τρόπος ασκήσεως του ενδίκου μέσου 1080
ΙΙΙ. Το βάσιμο της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας 1080
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Ένδικα μέσα ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Ι. Οι νομοθετικές διατάξεις 1082
ΙΙ. Η ανακοπή ερημοδικίας 1082
1. Προσβαλλόμενες αποφάσεις 1082
3. Περιεχόμενο του δικογράφου 1083
4. Λοιπά δικονομικά θέματα 1083
1. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση 1084
2. Προθεσμία τριτανακοπής 1084
3. Περιεχόμενο του δικογράφου 1084
4. Λοιπά δικονομικά θέματα 1084
IV. Η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας 1084
1. Προσβαλλόμενες αποφάσεις 1084
4. Περιεχόμενο δικογράφου 1085
3. Τρόπος ασκήσεως της αιτήσεως διορθώσεως 1086
VI. Η αίτηση ερμηνείας αποφάσεως 1087
3. Περιεχόμενο της αιτήσεως ερμηνείας 1087
4. Προδικασία - Συζήτηση - Εφαρμοστέες διατάξεις 1087
VII. Η αίτηση αναθεωρήσεως 1088
2. Αρμόδιο δικαστήριο - Προσβαλλόμενες αποφάσεις 1088
3. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση 1088
(α) Πλάνη περί τα πράγματα 1089
(β) Η προσαγωγή νέων κρίσιμων εγγράφων 1090
(αα) Η έννοια του «νέου» εγγράφου 1090
(ββ) Το ανέφικτο της προσαγωγής του εγγράφου 1090
(γγ) Η «προσαγωγή» του εγγράφου 1090
(δδ) Η έννοια του «κρίσιμου» εγγράφου 1091
(εε) Η έννοια του «εγγράφου» 1091
5. Προθεσμία αναθεωρήσεως 1092
6. Συνέπειες αναθεωρήσεως 1092
2. Αποφάσεις υποκείμενες σε αναίρεση 1092
3. Ενεργητική - Παθητική νομιμοποίηση 1093
5. Ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως της αναιρέσεως 1094
6. Περιεχόμενο του δικογράφου 1094
(α) Περιοριστική απαρίθμηση επτά λόγων αναιρέσεως 1095
(β) Υπέρβαση δικαιοδοσίας 1095
(γ) Μη νόμιμη συγκρότηση-Κακή σύνθεση 1095
(δ) Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας 1096
(στ) Παράβαση δεδικασμένου 1099
(ζ) Παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου 1100
(η) Αναιτιολόγητο της αποφάσεως 1100
8. Λόγοι αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι 1101
9. Πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως 1102
10. Απαράδεκτο λόγων αναιρέσεως 1102
11. Απαράδεκτο δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως 1102
12. Όρια αναιρετικού ελέγχου 1102
(α) Η ρύθμιση του άρθρου 174 ΚΔΕΣ 1102
(β) Ανέλεγκτες αναιρετικώς κρίσεις 1103
13. Αντικατάσταση αιτιολογιών 1103
14. Αναίρεση υπέρ του νόμου 1104
15. Η ειδική παρέμβαση του άρθρου 178 ΚΔΕΣ 1104
16. Η διαδικασία μετά την αναίρεση 1104
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1105
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 1143
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Διοικητική δικαιοδοσία και διοικητικές διαφορές
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Έννοια, συνταγματικά θεμέλια και ιστορική εξέλιξη της διοικητικής δικαιοδοσίας
Ι. Η διοικητική δικαιοσύνη ως μορφή ελέγχου της δημόσιας διοικήσεως
1 Η δημόσια διοίκηση, όπως κάθε μορφή εξουσίας πρέπει να ελέγχεται προκειμένου να μην αυθαιρετεί. Μία αυθαίρετη δημόσια διοίκηση θα ανέτρεπε το συνταγματικό σύστημα κατανομής των λειτουργιών. Οι ουσιαστικοί λόγοι ελέγχου της σύγχρονης δημοσίας διοικήσεως είναι κατά βάση οι ακόλουθοι:
(α) Η επέκταση της σύγχρονης διοικήσεως σε προσωπικό και ο πολυσύνθετος χαρακτήρας των δομών της.
(β) Η αύξηση της σημασίας των αποφάσεων της διοικήσεως που συνδέεται με τον κίνδυνο διαφθοράς.
(γ) Η αυξανόμενη εξάρτηση της ζωής των ιδιωτών από την κρατική δραστηριότητα.
Η νομική ανάγκη ελέγχου προκύπτει από σειρά συνταγματικών διατάξεων και αρχών συναγόμενων από αυτές.
Τέτοιες συνταγματικές διατάξεις είναι, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 8, 20 § 1, 26 § 3, 87, 93-95 Συντ., ενώ βασική συνταγματική αρχή που συνδέεται με την ανάγκη ελέγχου είναι η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως.
ΙΙ. Οι τέσσερις μορφές ελέγχου της δημόσιας διοικήσεως
2 Η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει τέσσερις μορφές ελέγχου της δημόσιας διοικήσεως:
(α) τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, (β) τον διοικητικό αυτοέλεγχο, (γ) τον πολιτικά ουδέτερο έλεγχο του Συνηγόρου του Πολίτη και (δ) τον δικαστικό έλεγχο.
Σελ. 2
ΙΙΙ. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος
3 Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται από τη Βουλή ή την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή στην κυβέρνηση, τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και τους Υφυπουργούς, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού της Βουλής.
Τα βασικά μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι τα ακόλουθα: (α) οι γραπτές αναφορές, (β) οι ερωτήσεις, (γ) οι αιτήσεις καταθέσεως εγγράφων, (δ) οι επερωτήσεις, (ε) οι εξεταστικές επιτροπές και (στ) η πρόταση εμπιστοσύνης και δυσπιστίας προς την Κυβέρνηση ή μέλος της.
Η μετάβαση από τον διοικητικό αυτοέλεγχο του μονάρχη στον εξωδιοικητικό κοινοβουλευτικό έλεγχο εισέφερε στο πολιτικό σύστημα το αντιπολιτευτικό και το ανταγωνιστικό στοιχείο.
Επειδή, όμως, τα κίνητρα της αντιπολιτεύσεως δεν ταυτίζονται συχνά με τα συμφέροντα των θιγομένων ιδιωτών, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της δημόσιας διοικήσεως, που δεν καταλαμβάνει άλλωστε άμεσα όλα τα διοικητικά όργανα, δεν είναι επαρκής.
IV. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος
4 Ο διοικητικός (αυτο)έλεγχος διενεργείται από τα όργανα της δημοσίας διοικήσεως και έχει τις ακόλουθες μορφές:
(α) Αυτοέλεγχος από το ίδιο το όργανο που άσκησε αρμοδιότητα κατόπιν αιτήσεως θεραπείας.
(β) Ιεραρχικός έλεγχος από προϊστάμενο όργανο κατόπιν ιεραρχικής προσφυγής.
(γ) Έλεγχος νομιμότητας από ειδικώς κατεστημένο όργανο κατόπιν ασκήσεως ειδικής διοικητικής προσφυγής.
(δ) Έλεγχος νομιμότητας και ουσίας κατόπιν ασκήσεως ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής.
(ε) Διοικητική εποπτεία του κράτους επί των αυτοδιοικούμενων οργανισμών δημοσίου δικαίου
V. Ο έλεγχος του Συνηγόρου του Πολίτη
5 Ο θεσμός του Συνηγόρου του Πολίτη κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα στο άρθρο 103 § 9 και συνεστήθη ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή (ΑΔΑ) στην χώρα μας με τον νόμο 2477/1997 (στη συνέχεια ν. 3051/2002, 3094/2003 και 3242/2004). Ο ενδιάμεσος αυτός πολιτικά ουδέτερος έλεγχος, έχει την καταγωγή του στον
Σελ. 3
σκανδιναβικής εμπνεύσεως Ombudsman και συναντάται υπό διάφορες μορφές σε άλλα ευρωπαϊκά μεταπολεμικά Συντάγματα και στην Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η ΑΔΑ του Συνηγόρου του Πολίτη ενεργεί είτε αυτεπαγγέλτως επί υποθέσεων που έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, είτε κατόπιν αναφοράς ενδιαφερόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου. Η αναφορά ασκείται εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της βλαπτικής γι’ αυτόν ενέργειας.
Η ΑΔΑ δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων που εκκρεμούν στα δικαστήρια. Όταν έχει ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται του θέματος πριν αποφασίσει το διοικητικό όργανο ή πριν περάσει άπρακτη τρίμηνη προθεσμία από την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής.
Η αναφορά είναι ανεξάρτητη από την άσκηση άτυπης διοικητικής προσφυγής και δεν αναστέλλει την προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος.
Αρμοδιότητα της ΑΔΑ είναι να ερευνά ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών που παραβιάζουν δικαιώματα ή προσβάλλουν έννομα συμφέροντα φυσικών ή νομικών προσώπων (3 § 3 ν. 3094/2003).
Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται περιπτώσεων κατά τις οποίες η διοικητική ενέργεια έχει γεννήσει δικαιώματα ή έχει δημιουργήσει ευνοϊκές καταστάσεις υπέρ τρίτων, οι οποίες ανατρέπονται μόνο με δικαστική απόφαση, εκτός εάν προφανώς συντρέχει παρανομία ή έχουν σχέση κατά το κύριο αντικείμενό τους με την προστασία του περιβάλλοντος.
Σελ. 4
Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να ζητεί από τις δημόσιες υπηρεσίες κάθε πληροφορία, έγγραφο ή στοιχείο σχετικό με την υπόθεση, να εξετάζει πρόσωπα, να ενεργεί αυτοψία και να παραγγέλλει πραγματογνωμοσύνη (4 § 5 εδ. β΄ ν. 3094/2003).
Μετά το πέρας της έρευνας ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να συντάσσει πόρισμα το οποίο γνωστοποιεί στον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό και τις αρμόδιες υπηρεσίες, διαμεσολαβεί δε με κάθε πρόσφορο μέσο για την επίλυση του προβλήματος του πολίτη (4 § 6 ν. 3094/2003).
VI. Ο δικαστικός έλεγχος από τη διοικητική δικαιοσύνη - Οι όροι «διοικητική δικαιοσύνη» και «διοικητική δικαιοδοσία»
1. Ο δικαστικός έλεγχος ως νομικός έλεγχος
6 Ο δικαστικός είναι ο νομικός έλεγχος της διοικήσεως από τα διοικητικά δικαστήρια. Όσο περισσότερο «νομικοποιείται» η διοικητική δραστηριότητα, υποβαλλόμενη σε κανόνες δικαίου, τόσο περισσότερο «δικαστικοποιείται» το διοικητικό δίκαιο.
Ο δικαστικός έλεγχος είναι αποτελεσματικότερος του διοικητικού και του κοινοβουλευτικού. Είναι προσανατολισμένος στα έννομα συμφέροντα του ατόμου που προσβάλλεται από τη διοικητική δραστηριότητα και υπό αυτή την έννοια έχει ατομοκεντρική δομή. Η λαϊκή αγωγή απαγορεύεται στο διοικητικό, όπως και στο αστικό δικονομικό δίκαιο.
2. Περί του όρου «διοικητική δικαιοσύνη»
7 Διοικητική δικαιοσύνη υπό οργανική έννοια είναι το σύνολο των διοικητικών δικαστηρίων που ελέγχουν τη δραστηριότητα της δημόσιας διοικήσεως.
Τέτοια διοικητικά δικαστήρια είναι κατά βάση το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Διοικητικό δικαστήριο θα πρέπει, όμως, να θεωρηθεί και το Ελεγκτικό Συνέδριο (98 Συντ.) στο οποίο υπάγονται ειδικές κατηγορίες διαφορών.
Για πρώτη φορά το Σύνταγμα υπάγει ρητώς το σύνολο της διοικητικής δικαιοσύνης στο κεφάλαιο περί δικαστικής εξουσίας το 1975. Κατά το Σύνταγμα του
Σελ. 5
1952 τα όργανα της διοικητικής δικαιοσύνης αποτελούσαν κατηγορία οργάνων sui generis ανάμεσα στην εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία.
Το Σύνταγμα του 1975 δεν χρησιμοποιεί τον όρο διοικητική δικαιοσύνη. Ορίζει, όμως, στο άρθρο 93 § 1 ότι τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. Ορίζει επίσης στο άρθρο 94 § 1 ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ο όρος «διοικητική δικαιοσύνη» ενίοτε χρησιμοποιείται και λειτουργικά, ταυτιζόμενος ουσιαστικά με τον όρο «διοικητικό δικονομικό δίκαιο». Στην περίπτωση αυτή διοικητική δικαιοσύνη υπό ευρεία έννοια είναι οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και τον τρόπο παροχής έννομης προστασίας από τα διοικητικά δικαστήρια στο πεδίο του διοικητικού δικαίου.
Στο σύγγραμμα αυτό, ο όρος «διοικητική δικαιοσύνη» θα χρησιμοποιείται κατά βάση υπό τη στενή οργανική του έννοια, ενώ για την ευρεία οργανική και λειτουργική έννοια θα χρησιμοποιείται ο όρος «διοικητικό δικονομικό δίκαιο». Γι’ αυτό και ο τίτλος του έργου είναι «διοικητικό δικονομικό δίκαιο» και όχι «διοικητική δικαιοσύνη», όρος που άλλωστε δίδει μικρότερη έμφαση στα θετικοδικαϊκά θεμέλια παροχής δικαστικής προστασίας.
3. Περί του όρου «διοικητική δικαιοδοσία»
8 «Δικαιοδοσία» σημαίνει εξουσία απονομής δικαιοσύνης.
«Διοικητική δικαιοδοσία» σημαίνει εξουσία απονομής διοικητικής δικαιοσύνης.
Οι δικαιοδοσίες είναι τρεις: η ποινική, η πολιτική και η διοικητική. Το Σύνταγμα στο άρθρο 93 § 1 διακρίνει τα δικαστήρια σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και κατανέμει μεταξύ τους τις δικαιοδοσίες στα άρθρα 94 επ. χωρίς να χρησιμοποιεί πάντα ρητώς τον όρο «δικαιοδοσία».
Σελ. 6
Η διοικητική δικαιοδοσία ασκείται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και στις ειδικές περιπτώσεις που ορίζει το Σύνταγμα και οι εκτελεστικοί του νόμοι από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Το ΣτΕ δεν έχει δικαιοδοσία αυτόνομη αλλά αρμοδιότητες εντός της διοικητικής δικαιοδοσίας. Ο χρησιμοποιούμενος από το π.δ. 18/1989 όρος «δικαιοδοσία του ΣτΕ» είναι νομικώς λανθασμένος.
Κατ’ αρχήν οι δικαιοδοσίες ανήκουν αποκλειστικά σε κάθε είδος δικαστηρίων. Έτσι στο ΣτΕ και στα τδδ υπάγονται όλες οι διοικητικές διαφορές και μόνο αυτές (94 § 1 Συντ.).
Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές και μόνο αυτές (94 § 2 Συντ.). Το αυτό ισχύει και για τα ποινικά δικαστήρια (96 § 1 Συντ.).
Η διασταύρωση δικαιοδοσιών κατ’ αρχήν απαγορεύεται. Ειδική εξαίρεση προβλέπει το άρθρο 94 § 3 Συντ. (μετά την αναθεώρηση του 2001).
Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
Άλλες δικαιοδοσίες δεν υπάρχουν στη χώρα μας. Ούτε εκκλησιαστική, ούτε αμιγώς συνταγματική. Τα «εκκλησιαστικά δικαστήρια» είναι στην πραγματικότητα διοικητικές αρχές, ενώ δεν υπάρχουν «συνταγματικά δικαστήρια».
Έλεγχο συνταγματικότητας ασκούν παρεμπιπτόντως όλα τα δικαστήρια, τα οποία υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του αντίκειται προς το Σύνταγμα (διάχυτος, παρεμπίπτων έλεγχος – 87 § 2, 93 § 4 Συντ.).
Το ΑΕΔ είναι εν μέρει μόνο συνταγματικό δικαστήριο στην ειδική περίπτωση του άρθρου 100 § 1 (ε) Συντ. Η συζήτηση για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε ενταθεί πριν κάποια χρόνια και προς το παρόν ατονεί.
Υπάρχουν επίσης κάποια ιδιότυπα δικαστήρια προβλεπόμενα εκ του Συντάγματος, τα οποία δεν ανήκουν αμιγώς σε καμία από τις τρεις δικαιοδοσίες. Αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων ή ειδικές κατηγορίες διαφορών και συχνά οι αρμοδιότητές τους μετέχουν εκ του Συντάγματος περισσοτέρων δικαιοδοσιών.
Πρόκειται για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (100 Συντ.), το Δικαστήριο Ευθύνης των Υπουργών και του Προέδρου της Δημοκρατίας (49, 86 Συντ.), το Δικαστήριο Κακοδικίας (99 Συντ.), το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 § 2 Συντ. («Μισθοδικείο»), το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Ανώτατων Δικαστών (91 § 2 Συντ.) και τα Πειθαρχικά Συμβούλια των λοιπών δικαστών (91 § 3 Συντ.).
Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας των κατ’ άρθρο 100 § 1 περιπτ. (α) και (δ) αρμοδιοτήτων του και λόγω του γεγονότος ότι η υπό (α) αρμοδιότητά του θα πρέ-
Σελ. 7
πει να θεωρηθεί ότι ανήκει αμιγώς στη διοικητική δικαιοδοσία (εκλογικές διαφορές), το ΑΕΔ και τα ενώπιον αυτού ένδικα βοηθήματα και μέσα θα απασχολήσουν (περιορισμένα πάντως) αυτό το σύγγραμμα. Τούτο δεν θα συμβεί με τα υπόλοιπα ιδιότυπα εκ του Συντάγματος προβλεπόμενα δικαστήρια των άρθρων 49, 86, 88 § 2, 91 §§ 2, 3 και 99 Συντ.
Κατατάσσουμε το Ελεγκτικό Συνέδριο στη διοικητική δικαιοδοσία ευθέως και όχι εμμέσως, όπως το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, για τους εξής λόγους:
(α) Διότι ο ίδιος ο συνταγματικός νομοθέτης προβαίνει σ’ αυτή τη διάκριση στο άρθρο 94 § 1 Συντ.
(β) Διότι όλες οι δικαστικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου (98 § 1 στ, ζ), ως υπό ευρεία έννοια δημοσιονομικές διαφορές θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκουν στη διοικητική δικαιοδοσία.
(γ) Διότι οι «δημοσιονομικές» διαφορές καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερο πεδίο προσώπων και υποθέσεων έναντι των «εκλογικών» διαφορών του άρθρου 100 § 1 Συντ., ενώ οι διαφορές του άρθρου 100 § 1 (δ) δεν είναι αμιγώς διοικητικές.
VII. Δικαιοδοτική λειτουργία ελεγκτική της διοικήσεως εκτός της ελληνικής εννόμου τάξεως
9 Όταν γίνεται λόγος για διοικητική δικαιοσύνη και διοικητική δικαιοδοσία εννοείται η δικαιοσύνη που απονέμουν και η δικαιοδοσία που ασκούν τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια, ήτοι τα δικαστήρια που προβλέπονται από το ελληνικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, το ελληνικό Σύνταγμα και τους νόμους.
Δικαιοδοτική λειτουργία ελεγκτική της ελληνικής διοικήσεως ασκείται, όμως, και από την κοινοτική (πλέον ενωσιακή) έννομη τάξη, καθώς και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) που εδρεύει στο Στρασβούργο.
Τον ενωσιακό δικαστικό έλεγχο ασκεί το πρώην Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) και νυν Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (άρθρα 251 επ. ΣυνθΛΕΕ), καθώς και το πρώην Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που εδρεύει στο Λουξεμβούργο και νυν Γενικό Δικαστήριο (άρθρα 254 επ. ΣυνθΛΕΕ).
Στο έργο αυτό εξετάζεται μόνο ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως που ασκούν τα ελληνικά δικαστήρια.
VIIΙ. Συνταγματικά θεμέλια της διοικητικής δικαιοδοσίας
10 Τα συνταγματικά θεμέλια της διοικητικής δικαιοδοσίας διακρίνονται στα γενικά συνταγματικά θεμέλια που αφορούν κάθε μορφή δικαστικής προστασίας και στα ειδικά συνταγματικά θεμέλια που αφορούν ειδικώς τη διοικητική δικαιοδοσία. Στα πρώτα ανήκουν κυρίως τα άρθρα 8, 20 § 1 και 26 § 3. Στα δεύτερα τα άρθρα 93 § 1, 94, 95, 98 § 1 (στ, ζ).
Σελ. 8
1. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 § 1 Συντ.
(α) Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ως θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα
11 Η συνταγματική διάταξη ακολουθεί κατ’ αρχήν γερμανικό πρότυπο και αναφέρεται στο παραδεκτό και μόνο του ενδίκου βοηθήματος. Κατοχυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια, δίχως εγγύηση θετικού αποτελέσματος. Το άρθρο 20 § 1 Συντ. δεν εμπεριέχει μόνο θεμελιώδη αρχή προς όφελος της αντικειμενικής δικαιοσύνης, αλλά και ατομικό δικαίωμα, το οποίο θεμελιώνει έννομη αξίωση του ιδιώτη.
Το δικονομικό αυτό δικαίωμα δεν αναφέρεται μόνο στην παροχή έννομης προστασίας, αλλά και στην ανάπτυξη των απόψεων του πολίτη ενώπιον του δικαστηρίου.
Από το δικαίωμα αναπτύξεως απόψεων απορρέουν τρία κρίσιμα συμπεράσματα που αφορούν το διοικητικό δικονομικό δίκαιο και σχετικούς θεσμούς του:
(α) Η απαγόρευση ερήμην δικών. (β) Ο θεσμός της αιτήσεως επανασυζητήσεως της υποθέσεως στο ΣτΕ και της ανακοπής ερημοδικίας στα τδδ (γ) Το δικαίωμα παραστάσεως με δικηγόρο, προκειμένου το δικαίωμα αναπτύξεως απόψεων να ασκηθεί αποτελεσματικά.
(β) Το δικαίωμα σε πλήρη και αποτελεσματική προστασία
12 Η συνταγματική διάταξη τότε μόνο εκπληρώνει το σκοπό της, όταν η δικαστική προστασία είναι πλήρης και αποτελεσματική.
Πλήρης είναι η δικαστική προστασία όταν πρώτον δεν υπάρχει διαφορά για την οποία αυτή αποκλείεται και δεύτερον όταν πέραν της τυπικής νομιμότητας της διοικητικής δράσεως ελέγχεται και η τήρηση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως.
Σελ. 9
Αποτελεσματική είναι η δικαστική προστασία όταν παρέχεται σε οριστικό επίπεδο σε εύλογο χρόνο και υφίσταται ταυτοχρόνως πάντοτε η δυνατότητα για προσωρινή παροχή της προκειμένου να αποτραπούν άλλως αναπότρεπτες βλάβες.
Έτσι από το άρθρο 20 § 1 Συντ. απορρέει και το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Κάθε διάταξη νόμου που το αποκλείει σε κάποιο πεδίο διοικητικής δραστηριότητας ή για τμήμα της διοικητικής διαφοράς είναι κατ’ αρχήν αντισυνταγματική.
Στοιχείο αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο είναι και η συναγωγή τεκμηρίου αληθείας των ισχυρισμών του αιτούντος, όταν η διοίκηση δεν αποστέλλει το φάκελο της υποθέσεως στο δικαστήριο μετά την έκδοση σχετικής προδικαστικής αποφάσεως.
Αντίθετες στο δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο είναι περαιτέρω, αφενός μεν η παλαιότερη απαγόρευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του ελληνικού Δημοσίου, αφετέρου δε, κατά μία άποψη, η νομοθετική πρόβλεψη αμάχητων τεκμηρίων σε βάρος του ιδιώτη.
Η απαγόρευση αναγκαστικής εκτελέσεως για χρηματικές απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου προβλεπόταν στο άρθρο 8 ν. 2097/1952 και είχε επεκταθεί προς όφελος των δήμων και κοινοτήτων με το ν.δ. 31/1968. Καταργήθηκε με το άρθρο 94 § 4 εδ. 3 Συντ. και τον εκτελεστικό του ν. 3068/2002.
(γ) Τα όργανα της δικαστικής προστασίας
13 Δικαστήρια υπό την έννοια του άρθρου 20 § 1 Συντ. είναι μόνο τα κρατικά, ελληνικά δικαστήρια, που συγκροτούνται κατ’ άρθρο 87 § 1 Συντ. κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.
Δεν υπάγονται συνεπώς στα δικαστήρια του άρθρου 20 § 1 Συντ. ούτε τα όργανα συναινετικής διαιτησίας, ούτε τα λεγόμενα εκκλησιαστικά δικαστήρια, ούτε το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ. Δεν είναι ομοίως δικαστήρια, οι διοικητικές επιτροπές που επιλαμβάνονται διοικητικών προσφυγών και τα πειθαρχικά συμβούλια. Δικαστή-
Σελ. 10
ριο δεν είναι ούτε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, παρά την ένταξή του στο Τμήμα Ε΄ του Συντάγματος περί δικαστικής εξουσίας.
(δ) Φορείς και περιορισμοί του δικαιώματος
14 Υποκείμενο του δικαιώματος δικαστικής προστασίας είναι ο καθένας, δηλαδή Έλληνες, αλλοδαποί, ανιθαγενείς, φυσικά, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου και ομάδες περιουσίας.
Εξαιρέσεις από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας προβλέπει επιτρεπτώς το Σύνταγμα στο άρθρο 91 § 4 Συντ. Προβληματική είναι η νομοθετική εξαίρεση δικαστικού ελέγχου των κυβερνητικών πράξεων, οι οποίες, όμως, βαθμιαίως μειώνονται. Το ΣτΕ δέχεται πάντως τη συνταγματικότητα της εξαιρέσεως και υπό το Σύνταγμα του 1975.
Παραίτηση από το δικαίωμα επιτρέπεται ad hoc και όχι γενικώς και για το μέλλον.
2. Το σύστημα των άρθρων 93-95 Συντ.
(α) Το άρθρο 93 § 1 Συντ.
15 Σύμφωνα με το άρθρο 93 § 1 Συντ. τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. Αντίστοιχη είναι και η κατανομή δικαιοδοσιών, όπως τούτο δηλώνεται από τον τίτλο του συνταγματικού κεφαλαίου.
Το ότι κάθε δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, με την εξαίρεση της διασταυρώσεως του άρθρου 94 § 3 συνάγεται από την αντιδιαστολή των §§ 1 και 2 του άρθρου 94.
(β) Το άρθρο 94 § 1 Συντ.
16 Πριν από την αναθεώρηση του 2001 το παλαιότερο άρθρο 94 § 1 Συντ. είχε ως ακολούθως:
«Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί
Σελ. 11
στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος· η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται με νόμο».
Η οριστική υπαγωγή όλων των διαφορών ουσίας στα τδδ με τον ν. 1406/1983 κατέστησε τη διάταξη πεπαλαιωμένη και αναθεωρητέα. Η καινούργια λιτή διατύπωση έχει ως ακολούθως:
«Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Η νέα διάταξη διαφοροποιείται από το αντίστοιχο σε περιεχόμενο εδ. α΄ στα ακόλουθα σημεία:
(i) Δεν αναφέρει τον όρο διαφορές ουσίας.
(ii) Δεν ορίζει ότι κατ’ αρχήν οι διαφορές ουσίας εκδικάζονται από τα τδδ Τούτο, όμως, εξακολουθεί να συνάγεται αφενός μεν από την ιστορική ερμηνεία της διατάξεως (σύγκριση με την προ της αναθεωρήσεως του 2001 ρύθμιση), αφετέρου δε από αντιπαραβολή με το άρθρο 95 § 1 (γ) Συντ.
(iii) Η διάταξη αναφέρεται και στο ΣτΕ και ορίζει το πρώτον ότι κατ’ αρχήν ο νομοθέτης μπορεί να κατανέμει την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών στο σύνολό τους (ακυρωτικών και ουσίας) μεταξύ ΣτΕ και τδδ. Το ότι κατ’ αρχήν οι διαφορές ουσίας δικάζονται από τα τδδ, ενώ οι ακυρωτικές από το ΣτΕ, δεν συνάγεται απευθείας από τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως, αλλά το μεν πρώτο εμμέσως (ιστορική ερμηνεία-συστηματική ερμηνεία), το δε δεύτερο με αντιπαραβολή από τα άρθρα 95 § 1 και 95 § 3 Συντ. εν συνδυασμώ.
(iv) Ορίζεται εμμέσως το πρώτον ότι και οι κατ’ άρθρο 98 § 1 (στ) και (ζ) αρμοδιότητες του ΕΣ ανήκουν στη διοικητική δικαιοδοσία.
Από το άρθρο 94 § 1 Συντ. αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις μπορούν ήδη στο σημείο αυτό να συναχθούν ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία θα εκλεπτυνθούν στη συνέχεια κατά την πραγμάτευση των εννοιών «διαφορές ουσίας» και «διαφορές ακυρώσεως».
Τα συμπεράσματα αυτά έχουν, κατά βάση, ως ακολούθως:
(i) Οι διαφορές ουσίας ανήκουν κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα των τδδ Μπορούν, όμως, να υπαχθούν με άλλες διατάξεις του Συντάγματος ή ειδικών νόμων και στο ΣτΕ (συνδ. με 95 § 1 στ. γ΄).
(ii) Όλες οι διαφορές που δεν ανήκουν στο ΣτΕ κατ’ άρθρο 95 § 1 Συντ., εφόσον νόμος δεν προβλέπει κάτι διαφορετικό, ανήκουν ως διαφορές ουσίας στα τδδ.
Σελ. 12
(iii) Διαφορά που αφορά ακύρωση διοικητικής πράξεως είναι κατ’ αρχήν ακυρωτική υπαγόμενη στο ΣτΕ, μπορεί όμως με νόμο είτε να υπαχθεί ως ακυρωτική στα τδδ (95 § 3 Συντ.), είτε με νόμο να χαρακτηρισθεί ως διαφορά ουσίας και να υπαχθεί στα τδδ (94 § 1).
(iv) Συναφώς προς το συμπέρασμα (iii), διοικητική διαφορά που δημιουργείται από διοικητική πράξη είναι κατ’ αρχήν ακυρωτική, εκτός αν ειδικός νόμος την χαρακτηρίζει ως διαφορά ουσίας.
(v) Διοικητική διαφορά που δεν δημιουργείται από διοικητική πράξη, αλλά από άλλη μορφή διοικητικής δράσεως (λ.χ. διοικητική σύμβαση ή υλική ενέργεια) είναι κατ’ αρχήν διαφορά ουσίας υπαγόμενη στα τδδ (94 § 1 Συντ., σε συνδυασμό με 95 § 1 εδ. α΄ Συντ.).
(vi) Ούτε από το άρθρο 94 § 1, ούτε από άλλη διάταξη του Συντάγματος προκύπτει η έννοια των όρων «διαφορά ουσίας» και «ακυρωτική διαφορά».
(γ) Η διασταύρωση αρμοδιοτήτων του άρθρου 94 § 3 Συντ.
17 Σύμφωνα με το άρθρο 94 § 3 Συντ. σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
Την ανάγκη αυτή δημιουργεί και η στενή επικρατούσα έννοια της διοικητικής διαφοράς, η οποία υφίσταται μόνο επί διαταράξεως μιας εννόμου σχέσεως δημοσίου δικαίου από τη Διοίκηση και όχι επί διαταράξεως της αυτής εννόμου σχέσεως από τον ιδιώτη.
Λογικό εντούτοις θα ήταν η αυτή έννομη σχέση (λ.χ. σε διαφορά από διοικητική σύμβαση ανεξάρτητα από το ποιός είναι ο ενάγων) να δικάζεται από το ίδιο δικαστήριο. Προβλήματα επίσης δημιουργούνται όταν παθητικά νομιμοποιούμενοι επί του αυτού εισαγωγικού ενδίκου βοηθήματος είναι τόσο το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, όσο και ιδιώτης, οπότε θα πρέπει να ασκηθούν χωριστά ένδικα βοηθήματα σε δικαστήρια διαφορετικών δικαιοδοσιών για την αυτή κατά βάση έννομη σχέση. Σε τέτοια προβλήματα δίδεται η δυνατότητα λύσεως μέσω της νέας συνταγματικής διατάξεως. Σχετικά έχουν ήδη υπαχθεί στα διοικητικά δικαστήρια ιδιωτικές διαφορές που αφορούν την προδικασία συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων,
Σελ. 13
προμηθειών και υπηρεσιών του ν. 3886/2010 και στα πολιτικά δικαστήρια διαφορές που αφορούν ευθύνες του Κράτους από αυτοκινητικά ατυχήματα στο σύνολό τους (1 § 2 περ. η΄ ν. 1406/1983).
(δ) Το άρθρο 95 § 1 Συντ.
18 Σύμφωνα με το άρθρο 95 § 1 Συντ. στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως:
(α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου.
(β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει.
(γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους.
(δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.
Ζητήματα ερμηνείας της συνταγματικής διατάξεως θα αντιμετωπιστούν στη συνέχεια στα καθ’ έκαστον σημεία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστούν δύο ερμηνευτικά συναγόμενα συμπεράσματα:
(i) Νόμος μπορεί να χαρακτηρίσει ακυρωτικές διαφορές από διοικητική πράξη του στοιχείου (α) ως ουσίας και να τις υπαγάγει στα τδδ ως ουσίας, όχι, όμως, σε τέτοια έκταση ώστε να θίγεται ο πυρήνας αρμοδιοτήτων του ΣτΕ του άρθρου 95 § 1 Συντ..
(ii) Νόμος μπορεί να υπαγάγει διαφορές ουσίας στο ΣτΕ (95 § 1γ), όχι όμως σε τέτοια έκταση ώστε να θίγεται ο πυρήνας αρμοδιοτήτων των τδδ του άρθρου 94 § 1 Συντ..
Άρα η διασταύρωση ακυρωτικών διαφορών και διαφορών ουσίας μεταξύ ΣτΕ και τδδ υπό τις δύο ανωτέρω μορφές είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή, με σεβασμό όμως του πυρήνα κατανομής αρμοδιοτήτων, όπως αυτός κατοχυρώνεται στα άρθρα 94 και 95 Συντ. Το τί συμβαίνει με τη μεταφορά ακυρωτικών αρμοδιοτήτων ως ακυρωτικών και όχι ως ουσίας στα τδδ δεν το ορίζει ούτε το άρθρο 94 ούτε το άρθρο 95 § 1, αλλά το άρθρο 95 § 3 Συντ.
Σελ. 14
(ε) Το άρθρο 95 § 3 Συντ.
19 Σύμφωνα με το άρθρο 95 § 3 Συντ. κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει.
Τα κριτήρια της φύσεως και της σπουδαιότητας της διαφοράς προστέθηκαν με την αναθεώρηση του Συντ. το 2001. Δεν είναι σαφές αν η διάταξη αναφέρεται μόνο στην μεταφορά ακυρωτικών διαφορών από το ΣτΕ προς τα τδδ, προκειμένου να δικαστούν ως ακυρωτικές (περίπτωση α΄) ή και στην μεταφορά ακυρωτικών διαφορών προς τα τδδ με το χαρακτηρισμό τους ως διαφορών ουσίας (περίπτωση β΄).
Η ανάγνωση απομονωμένου του πρώτου εδαφίου, το οποίο δεν κάνει διάκριση, οδηγεί στο δεύτερο συμπέρασμα. Η ανάγνωση του δεύτερου εδαφίου (το ΣτΕ δικάζει σε δεύτερο βαθμό) στο πρώτο.
Ορθότερο είναι να ακολουθηθεί η ευρεία διατύπωση του πρώτου εδαφίου που θέτει ομοιόμορφα κριτήρια και για τις δύο περιπτώσεις. Νόμος μπορεί να υπαγάγει ακυρωτικές διαφορές του ΣτΕ στα τδδ είτε ως ακυρωτικές είτε (κατά μείζονα λόγο ή αναλογικώς) ως ουσίας, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό όπως νόμος ορίζει, όταν οι διαφορές μεταφέρονται στα τδδ προκειμένου να δικαστούν και πάλι ως ακυρωτικές (τελολογική συστολή του άρθρου 95 § 3 εδ. β΄ Συντ.).
Η διάταξη είναι σε πολλά επίπεδα προβληματική και θα απασχολήσει στο έργο αυτό σε επιμέρους σημεία. Επισημαίνονται ήδη τα ακόλουθα:
(i) Όπως ήδη τονίστηκε συνιστά ατέλεια το να μην είναι σαφές αν η διάταξη αφορά και τη μετατροπή ακυρωτικών διαφορών σε ουσίας κατά τη μεταφορά τους στα τδδ ή μόνο τη μεταφορά τους με διατήρηση του ακυρωτικού τους χαρακτήρα.
(ii) Τα κριτήρια της φύσεως και της σπουδαιότητας είναι άκρως αόριστα και ασαφή ως δικονομικά κριτήρια μεταφοράς ακυρωτικών υποθέσεων του ΣτΕ στα τδδ ή μετατροπής ακυρωτικών διαφορών σε ουσίας ή γενικά για τη διάκριση των όρων «διαφορά ουσίας» και «ακυρώσεως».
Εντούτοις έγινε απόπειρα χρήσεώς τους από το ΣτΕ σε μία μεμονωμένη περίπτωση διαφορών από κανονιστικές πράξεις, που ο νομοθέτης υπήγαγε στα τδδ ως διαφορές ουσίας.
Σελ. 15
(iii) Η υπαγωγή σε δεύτερο βαθμό των ακυρωτικών διαφορών που μεταφέρονται στα τδδ ως νόμος ορίζει, δημιουργεί νέα προβλήματα. Η επιφύλαξη νόμου δεν υπήρχε προ του 2001. Είναι αμφίβολο σε ποια έκταση το συνταγματικό αυτό εδάφιο επιτρέπει στο νομοθέτη να καταργεί πλήρως για κατηγορίες υποθέσεων, ή και συλλήβδην, και με ποια κριτήρια, το δεύτερο βαθμό. Αν υπάρχουν όρια στη νομοθετική κατάργηση του δεύτερου βαθμού τούτα είναι ιδιαιτέρως ασαφή. Αν τα όρια τίθενται και πάλι από τη «φύση» και τη «σπουδαιότητα» της υποθέσεως του πρώτου εδαφίου, η ασάφεια και η ανασφάλεια δικαίου μεγεθύνονται.
ΙΧ. Ιστορική εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης
1. Η περίοδος 1833-1838
20 Με διάταγμα της βαυαρικής Αντιβασιλείας από 3.4.1833 «περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του» ορίστηκε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το ανώτατο δικαστήριο προς επίλυση των δικαστικών αμφισβητήσεων. Με άλλο διάταγμα από 26.4.1833 ορίστηκε ότι ο νομάρχης «προΐσταται του πρωτοκλήτου διοικητικού δικαστηρίου, όπερ θέλει συσταθή εις έκαστον νομόν διά την εξέτασιν και διάλυσιν των διοικητικό-δικαστικών υποθέσεων». Όμως το δεύτερο αυτό διάταγμα ουδέποτε τέθηκε σε εφαρμογή. Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών παρέμεινε την περίοδο αυτή (1833-1838) στην αρμοδιότητα διοικητικών αρχών, επιφυλασσομένης της τελευταίας κρίσεως στο ΣτΕ.
Το ΣτΕ συστάθηκε τυπικά με τα διατάγματα της 18.9.1835 και 12.10. 1835. Είχε πρώτον γνωμοδοτική αρμοδιότητα στα σχέδια διαταγμάτων, δίκαζε δεύτερον ορισμένες υποθέσεις αμφισβητούμενου διοικητικού και τρίτον ένδικα μέσα κατά αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Σταθμό στην εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης την περίοδο αυτή συνιστά το βασιλικό διάταγμα της 7ης Μαΐου 1837, το οποίο, χρησιμοποιώντας το άρθρο 3 της τότε Πολιτικής Δικονομίας, όρισε λεπτομερώς τις υποθέσεις που εξαιρούνται της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων και υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών αρχών.
Σελ. 16
2. Η περίοδος 1838-1844
21 Με διάταγμα της 9.7.1838 δόθηκε προσωρινό τέρμα στον χαώδη διασκορπισμό των διοικητικών υποθέσεων μέσα στην χώρα. Καθορίσθηκε ενιαία διαδικασία για την απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης και ιδρύθηκαν διοικητικά δικαστήρια δύο βαθμών: τα πρωτόκλητα και τα δευτερόκλητα, όπως τα ονόμαζε το διάταγμα.
Τα πρωτόκλητα διοικητικά δικαστήρια έδρευαν στην έδρα κάθε Διοικήσεως και Υποδιοικήσεως και είχαν αρμοδιότητα επί φορολογικών ιδίως υποθέσεων.
Τις αποφάσεις τους έλεγχαν κατ’ έφεση τα δευτερόκλητα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία έδρευαν στην πρωτεύουσα κάθε νομού.
Το ΣτΕ δίκαζε κατ’ αναίρεση τις αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών.
Αν η αρμοδιότητα επί φορολογικών υποθέσεων εξελισσόταν βαθμιαίως σε αρμοδιότητα και για τις υπόλοιπες διοικητικές διαφορές, η Ελλάδα θα αποκτούσε ήδη εκείνη την εποχή ένα σύγχρονο σύστημα διοικητικής δικαιοσύνης ανάλογο αυτού που με κόπο άρχισε να δημιουργείται υπό το Σύνταγμα του 1975.
3. Η περίοδος 1844-1864
22 Τα άρθρα 101-102 του Συντάγματος του 1844 κατάργησαν τόσο τα πρωτόκλητα και δευτερόκλητα περιφερειακά διοικητικά δικαστήρια, όσο και το ΣτΕ ως θεσμούς μοναρχικούς που επιπλέον στελεχώνονταν από ανειδίκευτα πρόσωπα. Αποτέλεσμα αυτής της καταργήσεως ήταν, όμως, να διασπασθούν και πάλι οι διοικητικές αρμοδιότητες ανά τη χώρα κατά τρόπο χαώδη σε πληθώρα διοικητικών επιτροπών, διότι κάθε νέος διοικητικός νομός ίδρυε και νέα διοικητική επιτροπή προκειμένου να δικάσει τη νέα διοικητική διαφορά.
Από την άλλη οι υποθέσεις των διοικητικών δικαστηρίων ανατέθηκαν στα τακτικά δικαστήρια που είχαν βραδυκίνητο μηχανισμό, οι δε υποθέσεις του ΣτΕ στα εφετεία και στον Άρειο Πάγο.
Έτσι το Σύνταγμα του 1844 καθιέρωσε το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστικός έλεγχος της Διοικήσεως ανήκει κατά γενική δικαιοδοσία στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός από περιπτώσεις που ειδικός νόμος συνιστά διοικητική επιτροπή με ειδική δικαιοδοσία.
Σελ. 17
4. Η περίοδος 1864-1911
23 Το Σύνταγμα του 1864 διευκρίνισε αυτό το σύστημα ενιαίας δικαιοδοσίας, ορίζοντας στο άρθρο 101 § 1 ότι οι υποθέσεις αμφισβητούμενου διοικητικού, εξακολουθούν να υπάγονται στα τακτικά δικαστήρια, από τα οποία δικάζονται ως κατεπείγουσες, πλην εκείνων για τις οποίες ειδικοί νόμοι συνιστούν διοικητικά δικαστήρια.
Έτσι οι διοικητικές επιτροπές του Συντάγματος του 1844 αντικαταστάθηκαν από τα ειδικά διοικητικά δικαστήρια.
Την περίοδο αυτή ιδρύονται τα πρώτα ειδικά διοικητικά δικαστήρια στην Ελλάδα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την έλλειψη ομοιομορφίας και την ανυπαρξία επαρκών εγγυήσεων απονομής δικαστικής προστασίας.
5. Η περίοδος 1911-1927
24 Υπό το Σύνταγμα του 1911 επανιδρύθηκε το ΣτΕ με αρμοδιότητα ακυρώσεως των πράξεων των διοικητικών οργάνων. Επίσης τα ειδικά διοικητικά δικαστήρια εξοπλίστηκαν με εγγυήσεις. Ορίστηκε ότι οι συνεδριάσεις τους πρέπει να είναι δημόσιες και οι αποφάσεις τους αιτιολογημένες και να δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση.
6. Η περίοδος 1927-1952
25 Το άρθρο 105 του Συντάγματος του 1927 επανέλαβε τις διατάξεις του άρθρου 101 του Συντάγματος του 1911, προσέθεσε δε ότι διαφορές αμφισβητούμενου διοικητικού μπορούν να υπαχθούν στο ΣτΕ, δικάζον σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
7. Η περίοδος 1952-1975
26 Το σύστημα ενιαίας δικαιοδοσίας (των πολιτικών δικαστηρίων) των Συνταγμάτων του 1844 και του 1864 ανατράπηκε εκ βάθρων με το άρθρο 82 του Συντάγ-
Σελ. 18
ματος του 1952, το οποίο όρισε ότι «άπασαι αι διαφοραί αμφισβητουμένου διοικητικού εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια». Το Συμβούλιο της Επικρατείας διατήρησε τις αρμοδιότητές του με το άρθρο 83 § 1, το οποίο είχε διατύπωση ανάλογη με το σημερινό άρθρο 95 § 1.
Με το άρθρο 86, όμως, το Σύνταγμα του 1952 επέτρεψε την προσωρινή διατήρηση του συστήματος της ενιαίας δικαιοδοσίας ως τη σύσταση τδδ, τα οποία μπορούσαν να ιδρύονται κάθε φορά με ειδικούς νόμους.
Υπό το Σύνταγμα του 1952 ιδρύθηκαν μόνο φορολογικά δικαστήρια.
8. Η περίοδος από το 1975 ως σήμερα
(α) Η μεταφορά των διαφορών ουσίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια
27 Το Σύνταγμα του 1975 προέβλεψε τη δημιουργία του ολοκληρωμένου συστήματος διοικητικής δικαιοσύνης, το οποίο ήδη περιγράφηκε σε αδρές γραμμές. Έτσι όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας (δηλ. οι διαφορές που χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως ουσίας) ανήκουν στα υφιστάμενα τδδ Στο αναθεωρηθέν πλέον εδάφιο β΄ της § 1 του άρθρου 94 ορίστηκε ότι όσες διαφορές δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους μέσα σε πέντε (5) έτη, (δηλαδή, ως το 1980), η δε προθεσμία μπορεί να παρατείνεται με νόμο.
Σελ. 19
Η πενταετής αυτή προθεσμία παρατάθηκε για 3 ακόμη έτη με τους ν. 1051/1981, 1263/1982 και τελικά με τον ν. 1366/1983 (έως την 31.12. 1983). Η μεταβατική περίοδος πλήρους μεταφοράς όλων των διοικητικών υποθέσεων ουσίας στα τδδ άρχισε με τη δημοσίευση του ν. 1406/1983 (14.12.1983) και έληξε στις 11.6.1985.
Νομοθετικοί σταθμοί στη μεταφορά των διαφορών ουσίας από τα πολιτικά και τα ειδικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία βαθμιαίως καταργήθηκαν, στα τδδ ήσαν οι ακόλουθοι:
(α) Ο ν. 505/1976 περί υπαγωγής εις τα τακτικά φορολογικά δικαστήρια των φορολογικών διαφορών δήμων και κοινοτήτων και της μετονομασίας τούτων εις τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
(β) Ο ν. 702/1977 ο οποίος στο άρθρο 7 υπήγαγε ως διαφορές ουσίας στα τδδ τις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές (υπό ευρεία έννοια). Το άρθρο 7 του ν. 702/1977 επανελήφθη ως άρθρο 1 στο π.δ. 341/1978, το οποίο υπήρξε ο εκτελεστικός δικονομικός νόμος του άρθρου 7 ν. 702/1977.
(γ) Το π.δ. 341/1978 με τον τίτλο «Περί της ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων διαδικασίας επί των υπαγομένων εις αυτό διοικητικών διαφορών δυνάμει του άρθρου 7 του ν. 702/1977». Το διάταγμα αυτό υπήρξε η δικονομία των διοικητικών διαφορών ουσίας μέχρι την ψήφιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
(δ) Ο ν. 1406/1983, ο οποίος στο άρθρο 1 § 1 υπήγαγε στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όλες τις διαφορές ουσίας που δεν είχαν ως τότε υπαχθεί σε αυτά.
Στην § 2 του αυτού άρθρου απαριθμήθηκαν ενδεικτικά έντεκα χαρακτηριστικές κατηγορίες υποθέσεων που υπήχθησαν ως διαφορές ουσίας στα τδδ. Μεταξύ αυτών οι διαφορές σημάτων, οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, οι διαφορές από αστική ευθύνη του κράτους και οι διαφορές για τις κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού του Δημοσίου. Πλέον, στην § 2 απαριθμούνται δεκατρείς κατηγορίες υποθέσεων.
Άλλες διαφορές ουσίας προστέθηκαν στην § 3 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 με το άρθρο 29 § 4 του ν. 2721/1999.
(β) Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999)
28 Σημαντική ενοποίηση στο πεδίο της δικονομίας των διοικητικών διαφορών ουσίας, που διέπονταν κυρίως από το π.δ. 341/1978 και τον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, καθώς και από κατεσπαρμένες διατάξεις σε ειδικούς νόμους επέφε-
Σελ. 20
ρε ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 1, αφορά μόνο την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα διοικητικά δικαστήρια.
Δεν διέπει ούτε τις ακυρωτικές διαφορές που δικάζονται από το Διοικητικό Εφετείο κατ’ άρθρο 1 ν. 702/1977, ούτε τις διοικητικές διαφορές στο σύνολό τους που δικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά το π.δ. 18/1989, το οποίο παραμένει άθικτο. Ο ΚΔΔικ έχει ήδη υποστεί σημαντικές αλλαγές με τους ν. 2915/2001, 2944/2001, 3659/2008, 3900/2010, 4055/2012 και 4174/2014. Δεν έχει καλύψει πάντως το φαινόμενο της θεσπίσεως δικονομικών διατάξεων για τη δίκη ουσίας σε διάφορα νομοθετήματα, γεγονός που φέρνει την νομική πράξη αντιμέτωπη με προβλήματα που κλήθηκε να καλύψει τούτος ο Κώδικας.
Νέες αλλαγές τόσο στον ΚΔΔικ, όσο και στο π.δ. 18/1989, επήλθαν με τον ν. 4055/2012 («Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής»). Ο νόμος κατοχυρώνει επίσης την αίτηση δίκαιης ικανοποιήσεως των διαδίκων λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, καθώς και την αίτηση επιταχύνσεως της διοικητικής δίκης (άρθρα 53-60). Εμπεριέχει επιπλέον μέρος αφιερωμένο στην επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρα 68-84).
(γ) Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001
29 Αλλαγές, τέλος, επήλθαν στο σύστημα των διατάξεων 94 και 95 Συντ. με την αναθεώρηση του 2001, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:
(i) Η μεταβατική διάταξη του εδ. β΄ του άρθρου 94 § 1 ευλόγως απαλείφθηκε.
(ii) Η διατύπωση του άρθρου 94 § 1 άλλαξε στο σύνολό της με την απάλειψη του όρου διαφορές ουσίας, τη συνολική κατανομή των διοικητικών διαφορών στο ΣτΕ και στα τδδ και τη μνεία του Ε.Σ.
(iii) Στο άρθρο 94 § 3 Συντ. προβλέφθηκε το πρώτον η δυνατότητα διασταυρώσεως αρμοδιοτήτων.
(iv) Στην αρμοδιότητα του ΣτΕ να δικάζει σε δεύτερο βαθμό τις ακυρωτικές υποθέσεις που υπήχθησαν σε άλλα δικαστήρια τέθηκε επιφύλαξη νόμου (95 § 3 εδ. β΄).