ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 16.25€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 38,25 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18752
Πόνη Χ., Ξυλάκη Π.
  • Εκδοση: 2η 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 368
  • ISBN: 978-960-654-840-6

Μετά από αρκετές μεταρρυθμίσεις που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση, τόσο σε οργανωτικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο, κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση του έργου της σχηματικής απεικόνισης και ανάλυσης του Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης. Η παρούσα έκδοση ακολουθεί την προσέγγιση της πρώτης, παρουσιάζοντας σε πίνακες τους βασικούς τομείς της κοινωνικής ασφάλισης, παραθέτοντας τη νομολογία και τη θεωρητική ανάλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν. 

Το έργο αναλύει τις εξής θεματικές:

  • Συστήματα κοινωνικής ασφάλισης
  • Γενικές αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης
  • Υπαγωγή στην ασφάλιση
  • Είδη ασφάλισης
  • Κύριοι ασφαλιστικοί κίνδυνοι
  • Υποχρεώσεις και δικαιώματα ασφαλισμένων και εργοδοτών
  • Διοικητική διαδικασία και δικαστική προστασία
  • Εκτέλεση στην κοινωνική ασφάλιση
  • Κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση

Στόχος της έκδοσης είναι να αποτελέσει μία συνοπτική και εύχρηστη παρουσίαση των βασικών πεδίων του Δικαίου της Κοινωνικής Ασφάλισης συνδέοντας τις νομοθετικές ρυθμίσεις με τη θεωρία και τη νομολογία. Απευθύνεται τόσο σε όσους επιθυμούν να το προσεγγίσουν θεωρητικά όσο και όσους καλούνται να το εφαρμόσουν στην πράξη.

Περιεχόμενα

Πρόλογος VII

Ι. Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης

Πίνακας 1

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

1. Εισαγωγή 5

2. Βασικές έννοιες 5

3. Σύστημα τριών πυλώνων 17

Α. Πρώτος πυλώνας - Χαρακτηριστικά 17

i. Ενωσιακό και Διεθνές Δίκαιο 18

ii. Παροχές κοινωνικής ασφάλισης κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ 20

iii. Διάρθρωση ασφαλιστικού συστήματος και ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις 23

iv. Συνταγματική κατοχύρωση 50

Β. Δεύτερος πυλώνας - Χαρακτηριστικά 56

i. Ενωσιακό και Διεθνές Δίκαιο 58

Γ. Τρίτος πυλώνας 62

4. Γενικές αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης 63

Α. Αρχή της εύνοιας των ασφαλισμένων 63

Β. Αρχή της χρηστής διοίκησης - Αναδρομική αναζήτηση εισφορών
και περιοδικών παροχών 65

Γ. Αρχή της τυπικής ασφάλισης 69

Δ. Αρχή της ισότητας 70

i. Ανώτατο όριο στον προσδιορισμό του εφάπαξ βοηθήματος 72

Ε. Αρχή της ενότητας της ασφαλιστικής περίπτωσης 74

IΙ. ΕΦΚΑ (Υπαγωγή στην ασφάλιση)

Πίνακας 75

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

1. Ασφαλιστικά ταμεία 84

Α. Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών
(Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) 85

i. Τεκμήριο παροχής εξαρτημένης εργασίας 85

ii. Απασχολούμενοι στο Δημόσιο και ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ 88

iii. Ιδιαίτερες περιπτώσεις 89

Β. Οργανισμός Απασχόλησης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) 91

i. Πρώην ταμείο επαγγελματιών και βιοτεχνών Ελλάδος (Τ.Ε.Β.Ε.) 91

ii. Πρώην ταμείο ασφάλισης εμπόρων (Τ.Α.Ε.) 99

iii. Πρώην ταμείο ασφάλισης αυτοκινητιστών (Τ.Σ.Α.) 100

iv. Πρώην ταμείο ασφάλισης ναυτικών πρακτόρων και υπαλλήλων (Τ.Α.Ν.Π.Υ.) 101

Γ. Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) 102

i. Πρώην ταμείο σύνταξης και ασφάλισης υγειονομικών (ΤΣΑΥ) 102

ii. Πρώην ταμείο σύνταξης μηχανικών και εργοληπτών δημόσιων έργων
(ΤΣΜΕΔΕ) 105

iii. Ειδικός λογαριασμός πρόσθετων παροχών (ΕΛΠΠ) 106

iv. Πρώην ταμείο Νομικών (ΤΑΝ) 107

v. Πρώην Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης
(ΕΤΑΠ-ΜΜΕ) 109

Δ. Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) 110

Ε. Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) 114

ΣΤ. Δημόσιο 116

i. Μετοχικό ταμείο πολιτικών υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) 117

2. Είδη ασφάλισης 120

Α. Διαδοχική ασφάλιση 120

i. Νομολογία υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς 122

ii. Νομολογία υπό την ισχύ του Ν 3232/2004 126

Β. Παράλληλη ασφάλιση 127

i. Αρχή της επιλογής ενός ασφαλιστικού φορέα 128

Γ. Προαιρετική ασφάλιση 130

III. Κύριοι Ασφαλιστικοί Κίνδυνοι

Πίνακας 131

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

1. Γενικές προϋποθέσεις 141

Α. Κρίσιμος χρόνος - Υποχρέωση υποβολής αίτησης 141

Β. Ενεργός ασφαλιστικός δεσμός 143

2. Κύριοι ασφαλιστικοί κίνδυνοι 144

Α. Ασθένεια 144

i. Απόδοση δαπανών νοσηλείας σε ιδιωτικό θεραπευτήριο 147

ii. Απόδοση δαπανών νοσηλείας στο εξωτερικό (συμφωνία προηγούμενης
έγκρισης με τα α. 56 και 57 ΣΛΕΕ) 148

iii. Κανονισμός 1408/1971 και διαφοροποίηση ρυθμίσεων για μισθωτούς
και συνταξιούχους 151

Β. Αναπηρία 152

i. Διαπίστωση αναπηρίας 152

ii. Υγειονομική (ιατρική) και ασφαλιστική αναπηρία 152

iii. Πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή 156

iv. Προσκόμιση στοιχείων από τον ασφαλισμένο ενώπιον των επιτροπών 157

v. Προϋπάρχουσα αναπηρία 157

vi. Εξωιδρυματικό επίδομα τετραπληγίας - παραπληγίας 158

vii. Μετατροπή σύνταξης γήρατος σε σύνταξη αναπηρίας 159

viii. Απόλυτη αναπηρία 160

Γ. Εργατικό ατύχημα 162

Δ. Γήρας 164

Ε. Θάνατος 165

i. Τα τέκνα ως δικαιούχοι σύνταξης λόγω θανάτου 169

3. Λοιποί ασφαλιστικοί κίνδυνοι (μητρότητα, ανεργία) 170

IV. Υποχρεώσεις και δικαιώματα ασφαλισμένων και εργοδοτών

Πίνακας 173

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

1. Υποχρέωση καταχώρισης μισθωτού 181

2. Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού 181

3. Καταβολή εισφορών και υποβολή αναλυτικής περιοδικής δήλωσης
(Α.Π.Δ.) 183

Α. Φύση της ασφαλιστικής εισφοράς 183

Β. Ιδιαίτερο σύστημα υπολογισμού εισφορών απασχολούμενων
σε οικοδομικές εργασίες 186

4. Ορθή τήρηση στοιχείων 188

5. Τήρηση έγγραφου τύπου σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης 189

6. Τήρηση κανόνων ασφαλείας 189

7. Ορισμός ιατρού εργασίας και τεχνικού ασφαλείας 191

8. Υπεύθυνος καταβολής εισφορών 192

Α. Βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών 193

Β. Αναγνώριση ημερών ασφάλισης, ασφαλιστικό βιβλιάριο και τρόπος
απόδειξης (ένσημα) 194

Γ. Επιστροφή ασφαλιστικών εισφορών 196

Δ. Καταγγελία 196

9. Βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (Β.Α.Ε.) 197

10. Παραγραφή των αξιώσεων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης 199

11. Παραγραφή των αξιώσεων κατά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης 206

V. Διοικητική διαδικασία και δικαστική προστασία

Πίνακας 209

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

1. Υποχρεώσεις ασφαλιστικών φορέων 212

2. Πράξεις που εκδίδονται σε βάρος των εργοδοτών 213

Α. Πρόστιμο ανασφάλιστων εργαζόμενων (αδήλωτης εργασίας) 213

Β. Πράξεις επιβολής εισφορών 216

i. Τυπικά στοιχεία 217

ii. Προηγούμενη ακρόαση 218

Γ. Πράξεις πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών 220

Δ. Χορήγηση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας 221

3. Πράξεις που εκδίδονται κατά των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων 222

Α. Αναθεώρηση κατόπιν οριστικοποίησης αποφάσεων ασφαλιστικών
οργανισμών 224

Β. Αναθεώρηση κατά το Ν 861/1979 226

Γ. Ανάκληση και αναθεώρηση στο δημόσιο 228

4. Η διαδικασία ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής
(ενδικοφανής προσφυγή) 229

Α. Σύνθεση Τ.Δ.Ε. 230

Β. Προθεσμία άσκησης ένστασης 231

Γ. Υποχρέωση ενημέρωσης 232

Δ. Έκταση εξουσίας της Τ.Δ.Ε. 233

5. Προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων - δικονομικές προϋποθέσεις 233

Α. Αρμοδιότητα 233

Β. Προθεσμία 235

Γ. Κοινοποίηση προσφυγής 237

Δ. Εκτελεστότητα 238

Ε. Ενεργητική νομιμοποίηση 239

ΣΤ. Έννομο συμφέρον 240

6. Ενδοστρεφής δίκη - διαδικαστικές προϋποθέσεις 240

Α. Ενεργητική νομιμοποίηση 240

Β. Προθεσμία 243

7. Έκταση εξουσίας ελέγχου του δικαστηρίου επί της απόφασης της Τ.Δ.Ε. 245

Α. Αυτεπάγγελτος έλεγχος 247

Β. Αποδεικτικά μέσα 247

Γ. Δικονομία ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου 248

VI. Η εκτέλεση στην κοινωνική ασφάλιση

Πίνακας 253

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

1. Κοινοποίηση της πράξης βεβαίωσης οφειλής (καταλογιστικής)
και ολοκλήρωση ενδικοφανούς διαδικασίας 260

2. Κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης 262

3. Ευθύνη των διοικούντων τα νομικά πρόσωπα 264

Α. Προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 115 Ν 2238/1994) 264

Β. Νέο νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 31 παρ. 1 Ν 4321/2015) 269

4. Κατάσχεση 275

5. Περιεχόμενο της έκθεσης κατάσχεσης 278

6. Αρχή αναλογικότητας 280

VII. Επικουρική Ασφάλιση

Πίνακας 283

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

ΙΚΑ - ΕΤΑΜ 287

Υποδείγματα

1. Προσφυγή κατά απόφασης Διευθυντή για συνέχιση χορήγησης
σύνταξης αναπηρίας 293

2. Προσφυγή κατά απόφασης Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής ΕΦΚΑ
για απόρριψη αίτησης χορήγησης εξωιδρυματικού επιδόματος 300

3. Ένσταση ενώπιον Δευτεροβάθμιας Επιτροπής ΚΕΠΑ 306

4. Έφεση ενώπιον Ελεγκτικού Συνεδρίου σε υποθέσεις απονομής συντάξεων 310

5. Προσφυγή κατά Πράξης Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ)
και Πράξης Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης (ΠΕΠΕΕ) 314

6. Αίτηση αναστολής κατά πράξης επιβολής προστίμου για αδήλωτη εργασία 320

7. Ανακοπή κατά ταμειακής βεβαίωσης 325

8. Ανακοπή κατά κατάσχεσης εις χείρας τρίτου τραπεζικού λογαριασμού
λόγω ασφαλιστικών οφειλών 332

9. Ανακοπή κατά κατάσχεσης ακινήτου λόγω ασφαλιστικών οφειλών 337

Αλφαβητικό ευρετήριο 347

Σελ. 1

Ι. Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης

Α. Συνταγματική κατοχύρωση

1. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων κατοχυρώνεται στο α. 22 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Tο Kράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει».

2. Το δικαίωμα είναι κοινωνικό και το περιεχόμενό του συνίσταται στην υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την ύπαρξη και τη συνεχή λειτουργία των υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να καθίσταται εφικτή η άσκηση του σχετικού δικαιώματος (Π. Παπαρρηγοπούλου - Πεχλιβανίδη, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 3η έκδοση, 2019, σελ. 45).

Β. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης

1. Ο Ν 2094/1992

α) θέσπισε νέο νομοθετικό καθεστώς για όσους ασφαλίστηκαν υποχρεωτικά για πρώτη φορά σε οποιονδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης ή το Δημόσιο, πλην Ο.Γ.Α., μετά την 1.1.1993 («νέοι ασφαλισμένοι»), με δυσμενέστερες ρυθμίσεις σε σχέση με όσους ασφαλίστηκαν πριν («παλαιοί ασφαλισμένοι»),

β) ρύθμισε τη συγχώνευση ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών επικουρικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης, καθώς και τη συγχώνευση ομοειδών ταμείων επικουρικής ασφάλισης σε ενιαία μεγαλύτερα και

γ) θεσπίστηκαν ενιαίοι κανόνες για ζητήματα που αφορούν τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας των νέων ασφαλισμένων.

2. Με τον Ν 3655/2008

α) εντάχθηκαν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τα Ταμεία Συντάξεων Προσωπικού ΗΣΑΠ, Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, Τραπέζης της Ελλάδος, Ασφαλιστικής Εταιρείας «Η ΕΘΝΙΚΗ», ΟΤΕ, ΕΤΒΑ και ΔΕΗ, και ιδρύθηκε το Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (ΤΑΥΤΕΚΩ), στο οποίο ενοποιήθηκαν είκοσι ανεξάρτητα ταμεία (όπως ΤΑΠ-ΟΤΕ, ΤΑΠ-ΗΣΑΠ, ΤΑΠ-ΗΛΠΑΠ, ΤΑΠΑΕ ΕΘΝΙΚΗ, Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ κ.ά.),

β) εντάχθηκαν στον ΕΤΑΑ τα ταμεία των μηχανικών, ιατρών και νομικών (ΤΣΜΕΔΕ, ΤΣΑΥ, ΤΝ), και

γ) εντάχθηκε στον ΟΑΕΕ το Ταμείο Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων (ΤΑΝΠΥ) και στον ΟΠΑΔ (Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου) το Ταμείο Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΥΔΚΥ).

3. Με τον Ν 3863/2010 επήλθαν μεταβολές ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις απονομής σύνταξης, οι οποίες αφορούσαν ειδικότερα την σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας χορήγησης σύνταξης στα 60 έτη και του χρόνου ασφάλισης στα 40 έτη για τους εργαζόμενους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, καθώς και την επίσης σταδιακή κατάργηση ευνοϊκότερων διατάξεων απονομής σύνταξης (όπως μητέρων τρίτεκνων και ανήλικών τέκνων, δυνατότητα προσμέτρησης πλασματικού χρόνου ασφάλισης κ.λπ.). Επίσης από 1.1.2015 καθιερώθηκε μία βασική σύνταξη γήρατος προνοιακού χαρακτήρα για όλους τους ασφαλισμένους (όλων των φορέων και του Δημοσίου) πλην ΟΓΑ, χορηγούμενη με εισοδηματικά κριτήρια (άρθρο 1), και κύρια ή αναλογική ή ανταποδοτική σύνταξη (άρθρο 2), που προϋποθέτει συμπλήρωση των εκάστοτε οριζόμενων ορίων ως προς την ηλικία ή το χρόνο ασφάλισης, με σταδιακή αύξηση των

Σελ. 2

ορίων ηλικίας (άρθρο 10 του Ν 3863/2010 και περ. 1 α της υποπαρ. Ε3 της παρ. Ε του άρθρου 2 του Ν 4336/2015).

4. Με το άρθρο 17 του Ν 3918/2011 συστάθηκε ο ΕΟΠΥΥ (Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας), ο οποίος συνιστά φορέα κοινωνικής ασφάλισης με σκοπό την παροχή υπηρεσιών υγείας στους εν ενεργεία ασφαλισμένους, συνταξιούχους και προστατευόμενα μέλη των οικογενειών των μεταφερομένων σε αυτόν φορέων. Στον φορέα αυτόν εντάχθηκαν οι Κλάδοι Υγείας όλων των λοιπών ασφαλιστικών φορέων, δηλαδή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) και του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (ΟΠΑΔ), ως προς τις παροχές σε είδος, καθώς και του Οίκου Ναύτου, του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. και τέλος του Ε.Τ.Α.Α. (άρθρο 42 του Ν 4075/2012).

5. Δυνάμει του Ν 4254/2014 καταργήθηκε ο ΟΠΑΔ και δημιουργήθηκαν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δύο αυτοτελείς τομείς (Ασφαλισμένων Δημοσίου και Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων). Έτσι επήλθε περιορισμός των ασφαλιστικών ταμείων κύριας ασφάλισης και αντίστοιχων επικουρικής. Αντίστοιχα με τα άρθρα 35 - 48 του Ν 4052/2012 ιδρύθηκε το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ), στο οποίο ενοποιήθηκαν όλα τα επιμέρους ταμεία επικουρικής ασφάλισης του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα (ΕΤΕΑΜ για το ΙΚΑ).

6. Με τον Ν 4387/2016 επήλθε ενοποίηση όλων των ασφαλιστικών ταμείων και ιδρύθηκε ένας ενιαίος ασφαλιστικός φορέας, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.). Ειδικότερα ο νόμος αυτός

Σελ. 3

α) επανέλαβε τη ρύθμιση του άρθρου 10 του Ν 3863/2010 για χορήγηση «βασικής» και «ανταποδοτικής» σύνταξης,

β) καθιέρωσε ενιαίους για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων κανόνες ασφάλισης και παροχών,

γ) προέβλεψε τον επανυπολογισμό των συντάξεων που είχαν ήδη χορηγηθεί, και

δ) ρύθμισε την οργάνωση, δομή και τρόπο λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, στον οποίον εντάχθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, λειτουργοί και στρατιωτικού μαζί με τους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα.

7. Με τον Ν 4670/2020 επήλθαν τροποποιήσεις στο Ν 4387/2016 μετά από σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ. Ο «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.) μετονομάστηκε από 1.3.2020, σε «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» («e-Ε.Φ.Κ.Α.»), στον οποίο εντάχθηκε και το ΕΤΕΑΕΠ. Περαιτέρω, υιοθετήθηκε νέο σύστημα καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες με έξι κατηγορίες εισφορών αποσυνδεδεμένες από το εισόδημα, προστέθηκε ως ρύθμιση η εγγυητική ευθύνη του κράτους για την επάρκεια των παροχών κύριας και επικουρικής ασφάλισης και τη βιωσιμότητα του e-Ε.Φ.ΚΑ, καθώς και για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών, και καταργήθηκαν ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης .

8. Με τον Ν 4826/2021 οργανώθηκε η δημόσια υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση με βάση το οικονομικό σύστημα κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα προκαθορισμένων εισφορών για το σύνολο των ασφαλιστέων προσώπων που υπάγονται σε αυτήν και ιδρύθηκε το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.) υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για τη διαχείριση της λειτουργίας της νέας επικουρικής ασφάλισης.

Γ. Γενικές αρχές του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης

1. Η αρχή της εύνοιας των ασφαλισμένων

Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται, κατ’ αρχήν, με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περιπτώσεως, εκτός αν, μέχρι να κριθεί οριστικά το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, εκδοθεί ευμενέστερος νόμος για τον ενδιαφερόμενο, οπότε εφαρμόζεται ο ευμενέστερος νεότερος νόμος (ΣτΕ 1297/2004 7μ., 3775/2006, 2025/2009, 1435/2011, 2807/2014, 719/2016, 835/2020). Σε περίπτωση που μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και πριν από την υποβολή της αίτησης περί συνταξιοδότησης μεταβληθεί το νομικό καθεστώς που διέπει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά τρόπο ευμενέστερο για τον ασφαλισμένο, εφαρμοστέο είναι το νεότερο αυτό καθεστώς (ΣτΕ 3238/2011, 2025/2009, 3775/2006, 1453/1999, 4201/1996, ΔΕφΑθ 1831/2019).

Σελ. 4

2. Η αρχή της χρηστής διοίκησης

α. Αναδρομική αναζήτηση εισφορών

Σε περίπτωση υποχρεωτικής ασφάλισης η παράλειψη του ασφαλισμένου να καταστήσει ενεργό τον ασφαλιστικό δεσμό του με την καταβολή των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών ή η αδράνεια των υπεύθυνων οργάνων του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα να εισπράξουν τις οφειλόμενες εισφορές δεν αποκλείει κατ’ αρχήν την εκ των υστέρων ασφάλιση του ασφαλισμένου και παράλληλα την αξίωση του φορέα να του καταβάλει ο ασφαλισμένος τις ασφαλιστικές εισφορές που του αναλογούν για το παρελθόν. Η αναδρομική επιβάρυνση του ασφαλισμένου αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης αν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: α) εύλογη και σταθερή επί μακρόν πεποίθηση του ασφαλισμένου ότι δεν υπάγεται στην ασφάλιση του οικείου φορέα και γι’ αυτό δεν κατέβαλε τις βαρύνουσες αυτόν ασφαλιστικές εισφορές, η οποία όμως πεποίθηση να προέρχεται από θετικές ενέργειες του ασφαλιστικού οργανισμού και να μην οφείλεται απλώς σε αδράνεια του τελευταίου και β) κίνδυνος οικονομικού κλονισμού του ασφαλισμένου (ΣτΕ 1651/2020, 4139, 1996, 455/2006, 1345/2008 7μ., 3014/2010 7μ., 578/2013).

β. Αναδρομική αναζήτηση περιοδικών παροχών

Κατά πάγια νομολογία αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους, αν οι παροχές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως, έχει εισπράξει αυτές καλόπιστα. Η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται μόνο εφόσον κριθεί ότι αυτός ο οποίος έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού. Η κρίση δε περί της συνδρομής του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικά (ΣτΕ 2562/2019, 1318/2014, 3587/2011, 700/2010, 590/2010, 1601/2007, 819/2007, κ.ά.).

3. Η αρχή της τυπικής ασφάλισης

Κατά την αρχή της τυπικής ασφάλισης, αν κάποιος κατέβαλλε τακτικά ασφαλιστικές εισφορές ως ασφαλισμένος σε οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, θεωρώντας καλόπιστα ότι υπάγεται στην ασφάλισή του, ο δε οργανισμός εισέπραττε ανεπιφύλακτα τις εισφορές αυτές, η αμφισβήτηση από τον οργανισμό, μετά την πάροδο μακρού, κατ’ εύλογη κρίση, χρόνου, και μάλιστα κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, της ιδιότητας του ασφαλισμένου, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Οι πραγματικές καταστάσεις που δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των διοικουμένων και οι οποίες προκύπτουν με την ανοχή και τη σύμπραξη της διοίκησης είναι σεβαστές, εφόσον δεν αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη και δεν δημιουργήθηκαν με δόλια ενέργεια του διοικουμένου.

4. Η αρχή της ενότητας της ασφαλιστικής περίπτωσης

Κατά την αρχή της ενότητας της ασφαλιστικής περίπτωσης, ενώ απαιτείται η συνύπαρξη στο πρόσωπο του ασφαλισμένου υγειονομικής και ασφαλιστικής αναπηρίας και δεν επιτρέπεται να απονεμηθεί σύνταξη ή να εξακολουθήσει να καταβάλλεται σύνταξη αναπηρίας, αν ο ενδιαφερόμενος κρίνεται ικανός προς εργασία από τα αρμόδια όργανα, ωστόσο, εάν ο ασφαλισμένος κριθεί ικανός προς εργασία για ορισμένο χρονικό διάστημα, σε περίπτωση επανεμφάνισης ή επιδείνωσης της πάθησής του δεν απαιτείται η συμπλήρωση των κατά νόμο απαραίτητων χρονικών προϋποθέσεων κατά το χρόνο επανεμφάνισης ή επιδείνωσης της πάθησης για τη χορήγηση ή επαναχορήγηση σύνταξης, αλλά στην περίπτωση αυτή αρκεί η συνδρομή των χρονικών προϋποθέσεων κατά το χρόνο της αρχικής εμφάνισης της αναπηρίας. Για την εφαρμογή της αρχής απαιτείται πάθηση υποτροπιάζουσα ή, σε περίπτωση συνδρομής παλαιάς και νέας πάθησης, η ύπαρξη ουσιώδους συνάφειας μεταξύ τους (ΣτΕ 526/2006, 1050/1973), μεσολάβηση όχι μακρού σχετικά χρονικού διαστήματος από την πρώτη μέχρι την δεύτερη πάθηση και, κατά περίπτωση, αποχή από την εργασία κατά το διάστημα αυτό για λόγους που οφείλονται στην κατάσταση υγείας του ασφαλισμένου (ΣτΕ 343/2012 επταμ., 219/2010, 1043/2008, 2344/2007, 526/2006 κ.ά.). Περαιτέρω απαιτείται προηγούμενη συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω αναπηρίας (ΣτΕ 343/2012 επταμ.).

Σελ. 5

Ερμηνευτικά σχόλια - Νομολογία

1. Εισαγωγή

Ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης συνδέεται κυρίως με την απασχόληση και στοχεύει στην αναπλήρωση του εισοδήματος που είχε ο ασφαλισμένος πριν την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και προάγει την ασφαλιστική αλληλεγγύη (μεταξύ της ομάδας των ασφαλισμένων). Αντίθετα, ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλειας, με τον οποίο καλύπτεται υποχρεωτικά το σύνολο του πληθυσμού, ανεξαρτήτως απασχόλησης, από προκαθορισμένους κινδύνους με τη χορήγηση ελάχιστων παροχών που χρηματοδοτούνται πρωτίστως από τη φορολογία, συνδέεται με τις στοιχειώδεις ανάγκες του ανθρώπου και την προστασία της αξίας και αξιοπρέπειάς του και προάγει την εθνική κοινωνική αλληλεγγύη (μεταξύ των φορολογουμένων σε μια χώρα). Το ελληνικό σύνταγμα καθιερώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς το Σύνταγμα στο άρθρο 22 παρ. 5 ρητά τη συνδέει με την επαγγελματική απασχόληση (Π. Παπαρρηγοπούλου - Πεχλιβανίδη, Οικονομική βιωσιμότητα και ανταποδοτικότητα ως συνταγματικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης - Ανάγκη νομολογιακής καθιέρωσής τους, ΘΠΔΔ 2/2012, σελ. 112 και της ίδιας, «Οι επιπτώσεις των «μνημονειακών παρεμβάσεων» στην κοινωνική ασφάλιση», ΕΔΚΑ 2014, 469). Σκοπός του συστήματος αυτού είναι η διασφάλιση του ελάχιστου αξιοπρεπούς επιπέδου (βλ. Α. Στεργίου, Οι περικοπές των συντάξεων υπό το πρίσμα του άρθρου 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ΕΔΚΑ 2013, 23).

2. Βασικές έννοιες

Αναλυτική περιοδική δήλωση (Α.Π.Δ.): Η δήλωση που υποβάλλεται από τον εργοδότη στον ασφαλιστικό φορέα και περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία για την ασφάλιση των εργαζομένων για κάθε χρονικό διάστημα απασχόλησης, που καθιερώθηκε και ισχύει με το Ν 2972/2001 αντικαθιστώντας την υποβολή μισθολογικών καταστάσεων και την επικόλληση έγγραφων ενσήμων.

Ασφαλιστικοί κίνδυνοι: Το τυχαίο γεγονός, η επέλευση του οποίου συνεπάγεται την οριστική ή προσωρινή διακοπή της επαγγελματικής απασχόλησης και τη μείωση των εισοδημάτων του ασφαλισμένου και συνιστά την προϋπόθεση για την υποχρέωση χορήγησης ασφαλιστικών παροχών από τον ασφαλιστικό φορέα.Ασφαλιστική περίπτωση είναι η επέλευση ενός από τους καλυπτόμενους ασφαλιστικούς κίνδυνους στο πρόσωπο του ασφαλισμένου και η συνακόλουθη αναζήτηση της συνδρομής του ασφαλιστικού φορέα για τη λήψη της αντίστοιχης παροχής. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται ενίοτε ως ταυτόσημοι. Βασικό περιεχόμενο

Σελ. 6

της κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση αυτών.

Ασφαλισμένος: Ο εργαζόμενος που καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές και έχει αξίωση για τη χορήγηση ασφαλιστικών παροχών. Οι ασφαλισμένοι διακρίνονται στους άμεσα ασφαλισμένους, των οποίων το δικαίωμα προς λήψη των ασφαλιστικών παροχών ερείδεται επί της εργασιακής τους σχέσης, και στους έμμεσα ασφαλισμένους (μέλη της οικογένειας), οι οποίοι έλκουν το αντίστοιχο δικαίωμά τους τη σχέση τους με τον άμεσα ασφαλισμένο. Επίσης, διακρίνονται στους παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, κατά την έννοια του άρθρου 43 του Ν 2084/1992. Ως ασφαλισμένοι υπαγόμενοι στις διατάξεις του άρθρου 39 του νόμου αυτού νοούνται τα πρόσωπα τα οποία μέχρι 31.12.1992 δεν είχαν δημιουργήσει ασφαλιστικό υποχρεωτικό δεσμό, λόγω απασχολήσεως ή λόγω ιδιότητας, με το Δημόσιο ή με οποιοδήποτε φορέα ασφάλισης για οποιαδήποτε κατηγορία παροχής (κύρια σύνταξη, επικουρική σύνταξη, παροχές ασθένειας, παροχές πρόνοιας), δηλαδή τα πρόσωπα για τα οποία η ασφαλιστική σχέση δημιουργείται για πρώτη φορά μετά την 1.1.1993 («νέοι» ασφαλισμένοι), ενώ τα πρόσωπα τα οποία είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού φορέα πριν από την 1.1.1993 δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του («παλαιοί» ασφαλισμένοι).

Ασφαλιστική ικανότητα: Το δικαίωμα πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (πάροχοι υγείας, φαρμακεία, συμβεβλημένοι γιατροί με τον ΕΟΠΥΥ κτλ) μετά την κατάργηση των βιβλιαρίων ασθενείας με το άρθρο 67 του Ν 4603/2019 υπό τις εκάστοτε προβλεπόμενες προϋποθέσεις στο Ν 4387/2016 ή σε ειδικότερες διατάξεις.

Ασφαλιστική κλάση: Κατηγορία εργαζομένου με σχέση εξαρτημένης εργασίας, αναλόγως του τεκμαρτού ημερομισθίου που λάμβανε, διαχωρισμός που υπήρχε στο ΙΚΑ.

Ασφαλιστικές παροχές: Πρόκειται για τις παροχές που χορηγεί ο ασφαλιστικός φορέας στα πρόσωπα που υπάγονται σε αυτόνμετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, εφόσον πληρούν τις κατά νόμο χρονικές και οικονομικές προϋποθέσεις. Μεταξύ αυτών είναι οι συντάξεις και τα επιδόματα, μερίσματα ή βοηθήματα, που καταβάλλονται περιοδικώς, αλλά και οι εφάπαξ παροχές που χορηγούνται κατά την συνταξιοδότηση, οι οποίες, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, είναι δημοσίου δικαίου κοινωνικοασφαλιστικές παροχές υπαγόμενες και αυτές στο καθεστώς προστασίας του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος.

Οι παροχές, που προβλέπονται με τις κοινές για όλους τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης διατάξεις των άρθρων 5 του ΑΝ 1846/1951, 1 του Ν 612/1977 και 42 του Ν 1140/1981, συναρτώνται προς την ύπαρξη κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης και την καταβολή εισφορών

Σελ. 7

και χορηγούνται υπό προϋποθέσεις που προσιδιάζουν σε κοινωνικοασφαλιστική παροχή, όπως είναι η συμπλήρωση χρονικών προϋποθέσεων και η επέλευση του ασφαλιζόμενου ασφαλιστικού κινδύνου και ως εκ τούτου αποτελούν παροχές κοινωνικής ασφάλισης και όχι μέτρα γενικότερης κοινωνικής πολιτικής. Ειδικότερα, η υποχρέωση χορήγησης συνταξιοδοτικών παροχών από ασφαλιστικά ταμεία αντίστοιχου ύψους με τα κατώτατα τα ποσά συντάξεων του ΙΚΑ (άρθρο 5 του ΑΝ 1846/1951), που αποσκοπεί στην εξάλειψη των ανισοτήτων μεταξύ των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών οργανισμών σε επίπεδο ελάχιστης ασφαλιστικής προστασίας, προϋποθέτει την ύπαρξη ασφαλιστικής σχέσης, την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και τη συμπλήρωση των χρονικών και άλλων νομίμων προϋποθέσεων, όχι όμως και την ένδεια του εκάστοτε δικαιούχου. Το ίδιο ισχύει και την σύνταξη σε τυφλούς εξ αμφοτέρων των οφθαλμών (άρθρο 1 του Ν 612/1977), που συναρτάται με την ύπαρξη κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης και τη συμπλήρωση ειδικών χρονικών προϋποθέσεων, που δικαιολογούνται από την ιδιαιτερότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα ασφαλιζόμενα πρόσωπα.Τέλος, και οι προβλεπόμενες στο άρθρο 42 του Ν 1140/1981 παροχές προϋποθέτουν την ύπαρξη ασφαλιστικής σχέσης, δεδομένου ότι το μεν εξωιδρυματικό επίδομα χορηγείται σε πρόσωπα αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένα σε οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, η δε προσαύξηση λόγω απόλυτης αναπηρίας απονέμεται σε πρόσωπα που ήδη έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ως εκ τούτου, οι ως άνω παροχές έχουν κοινωνικοασφαλιστικό και όχι προνοιακό χαρακτήρα. Τούτο δεν αναιρείται εκ του γεγονότος ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις αναπηρίας (τυφλότητας, παραπληγίας, τετραπληγίας, νοητικής υστέρησης κ.λπ.), παράλληλα με τις παροχές αυτές προβλέπονται οικονομικές ενισχύσεις προνοιακού χαρακτήρα, που χορηγούνται με κριτήρια όπως η παντελής έλλειψη κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης των δικαιούχων, η μη χορήγηση σ΄ αυτούς για την ίδια αιτία κοινωνικοασφαλιστικών παροχών ίσων ή μεγαλύτερων των προνοιακών ή η δυσχερής οικονομική τους κατάσταση.

Από τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης διαφοροποιούνται οι παροχές πρόνοιας, όπως η σύνταξη ανασφάλιστων υπερηλίκων, η ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας του άρθρου

Σελ. 8

63 παρ. 4 του Ν 1892/1990), το πολυτεκνικό επίδομα, το επίδομα παιδιού (άρθρο 214 του Ν 4512/2018, επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Στεγαστικής Συνδρομής ανασφάλιστων υπερηλίκων του άρθρου 93 του Ν 4387/2016 και Ν 162/1973, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης του άρθρου 235 του Ν 4389/2016 και ειδικότερες προνοιακές παροχές σε χρήμα για τα άτομα με αναπηρία (επίδομα κίνησης, διατροφικό επίδομα κ.λπ.). Διαφοροποιούνται επίσης οι παροχές υγείας ή ασθένειας, που διακρίνονται σε παροχές σε είδος και σε χρήμα. Οι παροχές υγείας σε είδος είναι η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, οι παρακλινικές εξετάσεις, φυσικοθεραπεία - εργοθεραπεία - λογοθεραπεία, φαρμακευτική ή νοσοκομειακή περίθαλψη, νοσηλεία στο εξωτερικό, χρήση αποκλειστικής νοσοκόμας, επίδομα τοκετού, λουτροθεραπείας και αεροθεραπείας και άλλες, για τις οποίες, όπως και για τις παροχές ασθένειας σε είδος, αρμόδιος είναι ο Εθνικός Οργανισμός Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Οι παροχές υγείας σε χρήμα είναι το επίδομα ασθένειας και μητρότητας και τα έξοδα κηδείας, ενώ παροχή ασθένειας σε χρήμα αποτελεί το επίδομα εργατικού ατυχήματος. Οι παροχές αυτές, για τις οποίες αρμόδιος είναι ο Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τις διατάξεις των ενταχθέντων σ’ αυτόν φορέων μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών, κατά το άρθρο 32 παρ. 1 του Ν 4387/2016.

Σκοπός των διατάξεων του Ν 1296/1982 και των νεότερων νόμων 4093/2012 και 4387/2016 είναι η χορήγηση προνοιακής παροχής στους ανασφάλιστους υπερήλικες που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και είναι σε κατάσταση ανάγκης. Η παροχή αυτή καθορίζεται σε ένα επαρκές κατά την εκτίμηση του νομοθέτη ύψος για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του στοιχ. 5 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρ. πρώτου του Ν 4093/2012, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσης, επιδιώχθηκε να καταστούν αυστηρότερες οι προϋποθέσεις χορήγησης της παροχής αυτής, ώστε να περιοριστεί ο κύκλος των δικαιούχων και, όπως αναφέρεται στην

Σελ. 9

εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, να λαμβάνουν την παροχή οι πραγματικά ανασφάλιστοι που δεν λαμβάνουν σύνταξη από οποιοδήποτε φορέα και έχουν πολύ μικρά εισοδήματα. Ενόψει του επιδιωκόμενου με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών σκοπού, η προϋπόθεση που προβλέπει η περίπτ. β΄ του στοιχ. 5 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρ. πρώτου του Ν 4093/2012 για τη χορήγηση σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα και αναφέρεται στη μη λήψη σύνταξης ή στη μη ύπαρξη δικαιώματος σύνταξης «από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Δημόσιο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ανεξαρτήτως ποσού» αφορά μόνο όσους ανασφάλιστους υπερήλικες δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται οι ίδιοι σύνταξη το ύψος της οποίας υπερβαίνει το ποσό της παροχής ανασφάλιστου υπερήλικα, το οποίο κατά την αντίληψη του νομοθέτη ενόψει των υφιστάμενων δημοσιονομικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών και αναγκών θεωρείται επαρκές για την κάλυψη των βασικών αναγκών του ατόμου με γνώμονα το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κατ’ ακολουθία, εάν στο πλαίσιο επανάκρισης από 1.1.2013, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του στοιχ. 5 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρ. πρώτου του Ν 4093/2012, ήδη συνταξιούχου ανασφάλιστου υπερήλικα με βάση το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς διαπιστωθεί ότι αυτός συνταξιοδοτείται από άλλο ασφαλιστικό φορέα αλλοδαπό ή ημεδαπό ή το Δημόσιο, διακόπτεται η καταβολή ολόκληρου του ποσού της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα μόνο αν η σύνταξη που λαμβάνει αυτός από τον άλλο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο είναι ανώτερη του καθοριζόμενου από το νόμο ποσού της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα. Αν το ποσό της σύνταξης που λαμβάνει ο ανασφάλιστος υπερήλικας από τον άλλο φορέα είναι κατώτερο του καθοριζόμενου από το νόμο ποσού της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα, αυτός δικαιούται την παροχή το ύψος της οποίας ανέρχεται στο ποσό της διαφοράς που προκύπτει μετά την αφαίρεση από το ποσό της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα του ποσού της σύνταξης που λαμβάνει από τον άλλο φορέα. Έχοντας την ως άνω έννοια η διάταξη της περίπτ. β΄ του στοιχ. 5 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρ. πρώτου του Ν 4093/2012, ακόμη και αν συνεπάγεται μείωση (περικοπή) του ποσού της ήδη χορηγούμενης σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα, δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη ούτε σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή και ειδικότερα δεν αντίκειται στα άρθρ. 2 παρ. 1, 17 παρ. 1, 21 παρ. 3, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Και τούτο, διότι με τη νομοθετική αυτή ρύθμιση ναι μεν επέρχεται επέμβαση σε περιουσιακής φύσης δικαίωμα, όμως η ρύθμιση αυτή που έγινε στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής κοινωνικής προστασίας για την κάλυψη της ευάλωτης ή ευπαθούς ομάδας των ανασφάλιστων υπερηλίκων υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος συναπτόμενους με την ανάγκη για τη λήψη μέτρων εξοικονόμησης δημόσιων δαπανών σε συνθήκες οξείας και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης και δεν είναι δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό (της χορήγησης στους ανασφάλιστους υπερήλικες που έχουν ανάγκη παροχής που είναι επαρκής για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης) (ΣτΕ 1515/2021).

Εισφορές: Το ποσό που καταβάλλεται παγίως και περιοδικώς λόγω της παροχής εργασίας είτε από τον εργοδότη υπέρ του εργαζομένου, οπότε το ύψος του εξαρτάται από κατ’ αρχήν

Σελ. 10

από το ύψος του πράγματι καταβληθέντος μισθού, είτε από τον αυτοαπασχολούμενο προς σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Σκοπός της ύπαρξης αυτοτελούς συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι να λειτουργεί ανεξάρτητα από το κράτος με πόρους που προέρχονται αποκλειστικώς ή πρωτίστως από τις ασφαλιστικές εισφορές. Σε αντίθεση με τους κοινωνικούς πόρους, που συνιστούν οικονομική επιβάρυνση προσώπων άσχετων με τον ασφαλιστικό οργανισμό υπέρ του οποίου επιβάλλεται και εισπράττεται ο πόρος, οι εργοδοτικές εισφορές προορίζονται για τη χρηματοδότηση του φορέα κοινωνικής ασφάλισης και βαρύνουν τους εργοδότες, καταβαλλόμενες ως αντάλλαγμα της εργασίας του ασφαλισμένου. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση παρακράτησης των εισφορών από το μισθό και καταβολής στο ΙΚΑ εντός ορισμένης προθεσμίας από το χρόνο παροχής της εργασίας, άλλως ενέχεται αυτός έναντι του ΙΚΑ.

Με τις αποφάσεις 1882 και 1888/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας διευκρινίστηκε η φύση της ασφαλιστικής εισφοράς και ειδικότερα κρίθηκε ότι αυτή, ως υποχρεωτική χρηματική παροχή, είναι εγγενές στοιχείο της κοινωνικής ασφαλίσεως και στα διανεμητικά συστήματα χρηματοδοτήσεως αυτής - είτε καθορισμένων παροχών είτε καθορισμένων εισφορών - λειτουργεί α) ως αναγκαίος όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη, β) ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως και γ) ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Περαιτέρω, καθ’ όσον, ειδικότερα, αφορά την κοινωνική ασφάλιση της μισθωτής εργασίας, από τις απαρχές του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, η ασφαλιστική εισφορά δεν βαρύνει εξ ολοκλήρου τον απολαύοντα της ασφαλιστικής προστασίας μισθωτό αλλά μέρος αυτής επιβάλλεται εις βάρος του μη ωφελούμενου (αμέσως) εργοδότη του (εργοδοτική εισφορά). Οι διάφορες αυτές όψεις της ασφαλιστικής εισφοράς

Σελ. 11

δεν επιτρέπουν την συναγωγή μιας ενιαίας νομικής φύσεως αυτής ως υποχρεωτικής χρηματικής παροχής, η οποία, πάντως, από οποιαδήποτε άποψη θεωρούμενη, δεν έχει τα χαρακτηριστικά φόρου. Ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως, ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και ως εργοδοτική εισφορά συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση. Ως αναγκαίος δε όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ανταποδοτική παροχή για την απόλαυση κοινωνικού δικαιώματος.

Εργοδότης: Σύμφωνα με το άρθρο 26 § 1 του ΑΝ 1846/1951, υπόχρεος έναντι του ΙΚΑ για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο εργοδότης, ως εργοδότης δε νοείται κατά το άρθρο 8 § 5 περ. α΄ του ίδιου νόμου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έχει παρασχεθεί πράγματι από τον ασφαλισμένο εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ως υπόχρεος για την ασφαλιστική τακτοποίηση των μισθωτών του εργοδότης, θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκείνο για λογαριασμό του οποίου απασχολούνται πράγματι οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι, εξ αυτού δε παρέπεται ότι τα ασφαλιστικά όργανα του Ιδρύματος και τα εν συνεχεία επιλαμβανόμενα διοικητικά δικαστήρια προσδιορίζουν εκάστοτε το πρόσωπο του ή των εργοδοτών αποβλέποντα σε κάθε πρόσφορο προς τούτο κατά την κρίση τους κριτήριο και στοιχείο (ΣτΕ 1328/2019, βλ. και ΣτΕ 1302/1990, 4701/2012).

Εργόσημο: Ειδικό διπλότυπο που περιλαμβάνει την αμοιβή και τις ασφαλιστικές εισφορές ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων, κυρίως κατ’ οίκον εργαζομένων ή άλλων (οικιακοί βοηθοί, κηπουροί, φύλαξη παιδιών, μικροεπισκευές κ.λπ.), εκδίδεται από τον εργοδότη και εξαργυρώνεται από αυτούς μετά την αφαίρεση των εισφορών. Με το εργόσημο ενοποιούνται οι μισχθολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις του εργοδότη σε μία πράξη.

Εφ’ άπαξ παροχή: Έχει χαρακτήρα έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης του ασφαλισμένου στο Δημόσιο, η οποία καταβάλλεται άπαξ κατά την αποχώρησή του από την εργασία, με βάση κεφάλαιο που, κατ’ αρχήν, σχηματίζεται από κρατήσεις που επιβάλλονται καθ’ όλη την διάρκεια του εργασιακού βίου του. Προϋπόθεση δε καταβολής του είναι η προηγούμενη λήψη κύριας σύνταξης και η επί ορισμένο χρονικό διάστημα ασφάλιση στο Ταμείο ή τον κλάδο που χορηγεί το εν λόγω βοήθημα (ΣτΕ 1010/2019). Κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 του Ν 4387/2016, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν 4670/2020, «εφάπαξ παροχή

Σελ. 12

είναι το ποσό που καταβάλλεται άπαξ στους συνταξιούχους μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό απασχόληση κατόπιν καταβολής ατομικών εισφορών πέραν των εισφορών κύριας και επικουρικής ασφάλισης».

Πραγματικός και πλασματικός χρόνος: Ο χρόνος που δύναται υπό τις εκάστοτε οριζόμενες προϋποθέσεις να προσμετρηθεί είτε για θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είτε για προσαύξηση της σύνταξης που ήδη έχει απονεμηθεί ή εφόσον έχει ήδη θεμελιωθεί σχετικό δικαίωμα, χωρίς να αποτελεί χρόνο συντάξιμης υπηρεσίας ή ασφάλισης, θεωρείται πλασματικός. Ο χρόνος που έχει διανυθεί στην υπηρεσία ή στην ασφάλιση ορίζεται ως «συντάξιμη υπηρεσία» για τους ασφαλισμένους στο Δημόσιο, ενώ στους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς «χρόνος ασφάλισης». Είναι διαφορετική η περίπτωση τυχόν χρόνου που λαμβάνεται υπόψη για την εξέλιξη των δημοσίων υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια (ΣτΕ 3402/2012, 1577/2012, πρβλ. ΣτΕ 1587/2021 βλ. και ΣτΕ 1886/2005 Ολ, 2724/2007, 1906/2006). Γίνεται με υποβολή σχετικής αίτησης και εξαγορά με τις εκάστοτε προβλεπόμενες προϋποθέσεις και οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις αναγνώρισης είναι αυτή της στρατιωτικής θητείας, γονικής ή εκπαιδευτικής άδειας, χρόνου σπουδών και χρόνου τέκνων.

Με τις διατάξεις του Ν 1358/1983 ρυθμίστηκε με ενιαίο τρόπο για όλους τους αναφερόμενους στις διατάξεις αυτές ασφαλισμένους το ζήτημα της αναγνώρισης του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας ως χρόνου ασφάλισης. Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις αυτές τέθηκε γενικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας αναγνωρίζεται, κατ΄ αρχήν, για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, δηλαδή, εφόσον ο ενδιαφερόμενος συγκεντρώνει, χωρίς το συνυπολογισμό του χρόνου αυτού, τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Κατ΄ εξαίρεση, αναγνωρίζεται και για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος (ΣτΕ 1367/2019).

Ο ασφαλισμένος, ο οποίος κατά το διάστημα της στράτευσής του ασφαλίστηκε σε κάποιον ασφαλιστικό Οργανισμό, δικαιούται να αναγνωρίσει τον χρόνο της στρατιωτικής υπηρεσίας σε άλλο ομοειδή τοιούτον (κύριας ή επικουρικής ασφάλισης). Στην περίπτωση αυτή, επέρχεται εξαίρεση από την ασφάλιση του Οργανισμού όπου ασφαλίστηκε για τον χρόνο της στράτευσής του και επιστροφή στον ασφαλισθέντα ατόκως των αντίστοιχων εισφορών που καταβλήθηκαν. Ομοειδείς οργανισμοί θεωρούνται όσοι παρέχουν όμοιας φύσης παροχές (ΔΕφΘεσ 147/2019, Διοικητική Δίκη 2019, 305).

Ως χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας για την αναγνώριση χρόνου ασφαλίσεως, νοείται ο χρόνος, ο οποίος θεωρείται ως χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση στρατιωτική νομοθεσία. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση (ότι, δηλαδή, ως στρατιωτική υπηρεσία νοείται ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας στις ένοπλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου πειθαρχικής φυλακίσεως παρά την πιό πάνω διάταξη της στρατολογικής νομοθεσίας) θα οδηγούσε στο μη θεμιτό αποτέλεσμα ο πειθαρχικώς φυλακισθείς να βρίσκεται σε ευνοϊκώτερη θέση από τον μη φυλακισθέντα, δυνάμενος να αναγνωρίσει μεγαλύτερο χρόνο ασφάλισης

Σελ. 13

(με εξαγορά), κατά τον οποίο δεν έχει πράγματι απασχοληθεί στο σχετικό επάγγελμα (ΣτΕ 2691/2020, ΤΝΠ Qualex).

Από τον συνδυασμό των άρθρων 1, 11 παρ. 1 και 2 και 14 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα συνάγεται ότι αναγκαίο όρο για την απόκτηση δικαιώματος σε σύνταξη συνιστά η νομίμως κτηθείσα δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του δικαιούχου, η οποία αποκτάται με την ολοκλήρωση των διατυπώσεων διορισμού, οπότε και δημιουργείται στο πλαίσιο της ειδικής λειτουργικής σχέσης που συνδέει τον δημόσιο υπάλληλο με το κράτος και ως ειδικός όρος της απασχόλησής του, η παρεπόμενη αυτής ασφαλιστική σχέση με το δημόσιο, ως εργοδότη, που του γεννά τη νόμιμη προσδοκία καταβολής σύνταξης με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων του νόμου, μεταξύ των οποίων η καταβολή εισφορών, ως ποσοστού επί των μηνιαίως καταβαλλομένων αποδοχών (βλ. άρθρα 6 του 1902/1990 και 17 και 20 παρ. 2 του Ν 2084/1992 και σκέψη ΙΙΙ Γ), και η συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων θεμελίωσης του δικαιώματος, με βάση τα κατά περίπτωση ειδικά κριτήρια προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης (βλ. σκέψη III Β και Γ και ΕλΣυν Ολ 244/2017, ΙΙ Τμ. 332/2017, απόφ. ΔΕΕ της 26.3.2009, C-559/07 Επιτροπή κατά Ελλάδος, αποφ. ΕΔΔΑ της 22.10.2009 «... κατά Ελλάδος», σκ. 29 και 35). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 και 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ως πραγματική δημόσια υπηρεσία που άγει σε θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη είναι εκείνη όσων διατελούν σύμφωνα με τους όρους, μεταξύ άλλων, του άρθρου 1 του Κώδικα, ήτοι των τακτικών υπαλλήλων του κράτους που λαμβάνουν κάθε μήνα μισθό από το Δημόσιο Ταμείο, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η συντάξιμη υπηρεσία υπολογίζεται από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της πράξης διορισμού του υπαλλήλου, εφόσον αυτός ανέλαβε υπηρεσία μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία αυτή, ή από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας, εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε μετά την πάροδο ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης του διορισμού, μέχρι τη χρονολογία δημοσίευσης στην ΕτΚ της απόλυσης ή της αποδοχής της παραίτησης ή μέχρι την ημέρα θανάτου του υπαλλήλου (βλ. ΕλΣυν Ολ 317/2006, ΙΙ Τμ. 3426/2014, 1032/2007, 2113/2003 και πρβλ. ΕλΣυν ΙΙ Τμ. 89/2016). ... Τα συνταξιοδοτικά όργανα δεν έχουν εξουσία ελέγχου της νομιμότητας της πράξης διορισμού με την οποία αποκτήθηκε η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, που αποτέλεσε την προϋπόθεση και τη νομική βάση για την ίδρυση της ασφαλιστικής σχέσης με το Δημόσιο και τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος αλλά ούτε και της ανάκλησης αυτής. Και τούτο, διότι οι πράξεις αυτές περιβάλλονται με το τεκμήριο νομιμότητας (βλ. ΕλΣυν Ολ 1898/2009, 631/2005, 111/2001, 563/2000, 373/1996, ΙΙ Τμ. 7622/2015, 1336/2007, 2564/2006, πρβλ. ΙΙ Τμ. 650/2017, 2258/2016). Αντιθέτως, όπου ο νομοθέτης θέλησε να απονείμει τέτοια εξουσία στα όργανα της συνταξιοδοτικής διοίκησης το προέβλεψε ρητώς, όπως στο πλαίσιο της διαδικασίας κανονισμού σύνταξης και στο σκέλος του καθορισμού των συντάξιμων αποδοχών, οι οποίες, κατά τη διατύπωση του άρθρου 9 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, προσδιορίζονται με βάση τον μηνιαίο μισθό του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο ο υπάλληλος, κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, όπως αυτός ορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και όχι όπως αυτές έχουν καθοριστεί με τις διοικητικές πρά-

Σελ. 14

ξεις της υπηρεσιακής διοίκησης, με την αυτονόητη επιφύλαξη της δέσμευσης των συνταξιοδοτικών οργάνων από τυχόν δεδικασμένο (βλ. ΕλΣυν Ολ 2077/2010, 1265/2006, 409/1996 ΙΙ Τμ. 2258/2016, 7622/2015, 1336/2007, 2564/2006 και πρβλ. ΙΙ Τμ. 7474/2015).

Σύστημα κοινωνικής ασφάλισης: Τα ασφαλιστικά συστήματα διακρίνονται: α) σε αναδιανεμητικά συστήματα, στα οποία οι εισφορές και το σύνολο των εισπραττομένων πόρων χρησιμοποιούνται για τη ρευστότητα του οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης και την πληρωμή των παροχών και των συντάξεων στους ήδη συνταξιούχους, ενώ το τυχόν θετικό υπόλοιπο παραμένει ως αποθεματικό, και λειτουργούν με βάση την αρχή της αλληλεγγύης των γενεών. Σκοπός τους είναι η ανακατανομή του πλούτου από τις ισχυρότερες προς τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες και από τους νεότερους στους γηραιότερους ώστε να εξασφαλίζεται ένα επίπεδο διαβίωσης, που ανάλογα με το σύστημα (τύπου Beveridge ή Bismarck) κυμαίνεται από το ελάχιστο επιβίωσης έως την αναπλήρωση του εισοδήματος που απολάμβανε ο ασφαλισμένος όσο εργαζόταν. Βασικό μειονέκτημα είναι η αδυναμία λειτουργίας του σε περιπτώσεις μεταβολής των δημογραφικών δεδομένων (γήρανση του πληθυσμού), που έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η εισφοροδιαφυγή και ανασφάλιστη εργασίας, καθώς και η έλλειψη πλήρους ανταποδοτικότητας μεταξύ των εισφορών και των ασφαλιστικών παροχών, και β) σε κεφαλαιοποιητικά, στα οποία οι ασφαλιστικές εισφορές συγκεντρώνονται σε ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό, «κεφαλαιοποιούνται» και επενδύονται, με αντάλλαγμα τη χορήγηση μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ασφαλιστικών παροχών αντίστοιχου ύψους. Το σύστημα αυτό εμφανίζει απόλυτη ανταποδοτικότητα παροχής και αντιπαροχής και αποτρέπει την εισφοροδιαφυγή, πλην όμως ενέχει κινδύνους κυρίως ως προς τη διαχείριση και επένδυση των ως άνω κεφαλαίων από τον εκάστοτε ασφαλιστικό φορέα, η οποία χρήζει εποπτείας. Ο πρώτος τύπος συστήματος, εξάλλου, καλύπτει και ασθενέστερες ομάδες εργαζομένων, οι οποίοι δεν έχουμε μετάσχει για μεγάλα διαστήματα στον εργασιακό βίο, ενώ ο δεύτερος απευθύνεται κυρίως στους ισχυρότερους οικονομικά εργαζόμενους. Το ελληνικό σύστημα λειτουργεί κατά βάση ως διανεμητικό με συγκερασμό των αρχών της ασφαλιστικής αλληλεγγύης και της ανταποδοτικότητας.

Σελ. 15

Θεμελίωση - κατοχύρωση ασφαλιστικού δικαιώματος: Σε αντίθεση με τη νομολογία, κατά την οποία για τη θεμελίωση του δικαιώματος απαιτείται και η υποβολή αίτησης και δεν υπάρχει υποχρέωση θέσπισης μεταβατικών διατάξεων ειδικώς ως προς όσους έχουν θεμελιώσει δικαίωμα με βάση το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (ΣτΕ 809/2020, 3281/2017, 707/2006 κ.ά.), μέρος της θεωρίας υποστήριξε ότι η θεμελίωση του δικαιώματος επέρχεται αυτοδικαίως με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου και διακρίνεται από την ενάσκηση αυτού, η δε υποβολή της αίτησης συνιστά υποχρεωτικό τρόπο άσκησης ήδη αποκτηθέντος δικαιώματος και όχι συστατικό στοιχείο της θεμελίωσής του. Εκ τούτων παρέπεται ότι, εφόσον πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις απόκτησης συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο αυτό (της πλήρωσης), αυτό εξακολουθεί να διέπει την ασφαλιστική σχέση και τυχόν μεταγενέστερη επί το δυσμενέστερον μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος έως την μεταγενέστερη υποβολή της αίτησης χορήγησης σύνταξης δεν επηρεάζει το ασφαλιστικό δικαίωμα. Ως ενισχυτικό επιχείρημα της γνώμης αυτής, που ερείδεται επί της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, παρουσιάζεται η θεμελίωση του απαράγραπτου του (θεμελιωμένου) ασφαλιστικού δικαιώματος κατ’ άρθρο 31 του Ν 1027/1980, σε αντίθεση με τις επιμέρους αξιώσεις παροχών, που δύνανται να υποκύψουν σε παραγραφή. Κατ’ ακολουθίαν, ο νόμος με τον οποίο ρυθμίζονται θεμελιωμένα και μη εισέτι ασκηθέντα ασφαλιστικά δικαιώματα, είναι γνήσια αναδρομικός. Συναφώς, δικαίωμα προσδοκίας σε ασφαλιστική παροχή γεννάται κατά το χρονικό διάστημα πριν τη συμπλήρωση των νομίμων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση του δικαιώματος, ενώ «ώριμη προσδοκία» θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει όταν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης, όχι όμως και το όριο ηλικίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, δημιουργείται ζήτημα συμβατότητας με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για τον περιουσιακό χαρακτήρα του δικαιώματος στη σύνταξη, σύμφωνα με την οποία ένα συνταξιοδοτικό δικαίωμα θερείται περιουσιακο εφόσον είναι επαρκώς θεμελιωμένο για να είναι απαιτητό, δηλαδή εφόσον έχουν συμπληρωθεί οι προϋποθέσεις του νόμου για τη γένεσή του.

Η έννοια της «θεμελίωσης» του συνταξιοδοτικού και κάθε άλλου ασφαλιστικού δικαιώματος ορίζεται από τις διατάξεις που διέπουν τους όρους και τις προϋποθέσεις απόκτησης του δικαιώματος και δεν δύναται να καθορίζει το περιεχόμενό της η Διοίκηση. Έτσι, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με διαδοχικούς «μνημονιακούς» νόμους (Ν 3863/2010, 3996/2011 4092/2012, 4336/2015) ο νομοθέτης ως «θεμελίωση» όρισε την ταυτόχρονη συμπλήρωση χρόνου ασφάλισης και ορίου ηλικίας, ώστε να εξαιρέσει όσους είχαν «θεμελιωμένο» δικαίωμα από το νέο, αυξημένο όριο ηλικίας, ως «κατοχύρωση» δε όρισε τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου ασφαλίσεως προκειμένου με

Σελ. 16

μεταβατικές διατάξεις να προβλέψει μικρότερη αύξηση του ορίου ηλικίας για όσους είχαν συμπληρώσει σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο περισσότερο χρόνο ασφάλισης.

Εφόσον στο νόμο προβλέπεται ότι το δικαίωμα για σύνταξη αποκτάται με μόνη τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης, καθώς και ότι μετά τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού και εφόσον ο ασφαλισμένος αποχωρήσει από την υπηρεσία του εκδίδεται απόφαση συνταξιοδότησης με την οποία απονέμεται μεν η σύνταξη αλλά αναστέλλεται η καταβολή της έως τη συμπλήρωση του οικείου ορίου ηλικίας, δηλαδή ότι η θεμελίωση (απόκτηση) δικαιώματος στη λήψη σύνταξης επέρχεται, σύμφωνα με τις εν λόγω καταστατικές διατάξεις, όταν συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης και δεν απαιτείται ταυτοχρόνως προς τούτο ούτε η συμπλήρωση του τυχόν προβλεπόμενου ορίου ηλικίας, ούτε η αποχώρηση, εγκύκλιος κατά την οποία ως απαιτούμενη για την χορήγηση της προσυνταξιοδοτικής παροχής «θεμελίωση» όριζε (α) είτε την ταυτόχρονη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και του τυχόν απαιτούμενου ορίου ηλικίας που απαιτούνται για την «άμεση» καταβολή της σύνταξης (β) είτε την περίπτωση κατά την οποία οι ασφαλισμένοι δεν έχουν μεν συμπληρώσει το όριο ηλικίας, αλλά έχουν πάντως αποχωρήσει από την υπηρεσία έως 12.5.2016 έχοντας συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης ή έχει εκδοθεί για αυτούς απόφαση συνταξιοδότησης με αναστολή (και άρα απέκλειε από την προσυνταξιοδοτική παροχή όσους είχαν μεν κατά την 12.5.2016 συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης όχι όμως και το απαιτούμενο για την καταβολή της σύνταξής τους όριο ηλικίας ή δεν είχαν έως την ημερομηνία αυτή αποχωρήσει από την εργασία τους, προκειμένου να καταστούν «συνταξιούχοι σε αναστολή») αποτελεί ψευδοερμηνευτική εγκύκλιο μη εκτελεστή.

Η έννοια της «κατοχύρωσης» στοιχεί προς την προαναφερόμενη «ώριμη προσδοκία» και έγκειται στην εξασφάλιση από τον ασφαλισμένο της εφαρμογής του (κατά τεκμήριο ευνοϊκότερου) νομικού καθεστώτος (προϋποθέσεων) που ισχύει κατά το χρόνο συμπλήρωσης από αυτόν είτε του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης χωρίς το προβλεπόμενο όριο ηλικίας (το οποίο και κυρίως αφορά) είτε της ηλικίας, παρόλο που δεν πληροί και τις λοιπές προϋποθέσεις και ως εκ τούτου δεν έχει επέλθει ακόμα η θεμελίωση του δικαιώματος. Προβλέφθηκε δε κατά την εφαρμογή αρχικά του Ν 3683/2010 που πρώτος αύξησε τα όρια ηλικία ή τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης ή αμφότερων ως άμβλυνση των ισχυρών συνεπειών που επέφεραν οι διατάξεις του (πρβλ. και ΑΠ 287/2013, όπου διαχωρισμός μεταξύ «άμεσης λήψης σύνταξης» και «θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος»), προκειμένου να μην επηρεαστεί ο ασφαλισμένος από τυχόν μελλοντική επιδείνωση των προϋποθέσεων λήψης σύνταξης στο διαδραμόν χρονικό διάστημα μεταξύ της κατοχύρωσης και την πλήρωση και των λοιπών προϋποθέσεων θεμελίωσης του δικαιώματος.

Σελ. 17

Συντάξεις: Όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 του Ν 4387/2016, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 22 του Ν 4670/2020, «Κύρια σύνταξη» είναι το ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως στους συνταξιούχους ως αναπλήρωση του εισοδήματος μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό απασχόληση και αποτελείται από το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης. Ειδικώς για τους δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, σύνταξη είναι το ποσό που καταβάλλεται σε αυτούς, μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, ως συνέχεια της αμοιβής τους, το οποίο, για λόγους δημοσιονομικής βιωσιμότητας και λογιστικής ενότητας του συστήματος, υπολογίζεται σε αντιστοιχία με το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης. «Εθνική σύνταξη» είναι το ποσό της σύνταξης που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και «ανταποδοτική σύνταξη» το ποσό της σύνταξης, που αντιστοιχεί στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών βάσει των συντάξιμων αποδοχών, του χρόνου ασφάλισης και του ποσοστού αναπλήρωσης. Τέλος, «επικουρική σύνταξη» είναι το ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως στους συνταξιούχους ως συμπληρωματική παροχή της κύριας σύνταξης μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό απασχόληση κατόπιν καταβολής μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών ανεξάρτητων των εισφορών της κύριας σύνταξης.

3. Σύστημα τριών πυλώνων

Α. Πρώτος πυλώνας - Χαρακτηριστικά

Για την ύπαρξη τριών πυλώνων ασφάλισης («εκ του νόμου συστήματα σύνταξης», «επαγγελματικά συστήματα» και «συστήματα ιδιωτικής ασφάλισης») βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής COM 2001.362.9

Ως πρώτος πυλώνας ασφάλισης νοείται ένα σύστημα κύριας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου, συνταγματικά κατοχυρωμένο, με καθολικό και υποχρεωτικό χαρακτήρα, στηρίζεται κατά βάση σε τριμερή χρηματοδότηση (κράτος - εργοδότες - εργαζόμενοι) και λειτουργεί αναδιανεμητικά, δηλαδή το σύνολο των εισπραττομένων πόρων από τα ασφαλιστικά ταμεία καλύπτει το σύνολο των τρεχουσών προβλεπομένων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιούχων, ενώ το τυχόν θετικό υπόλοιπο παραμένει ως αποθεματικό. Οι εργαζόμενοι δηλαδή καταβάλλουν εισφορές, μέσω των οποίων πληρώνονται οι συντάξεις των ήδη συνταξιούχων και με τον τρόπο αυτό, θα πληρωθούν στο μέλλον οι συντάξεις και των ιδίων. Η αναδιανεμητική φυσιογνωμία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών. Αντιθέτως, στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, οι εισφορές του κάθε εργαζόμενου κατευθύνονται προς μία ατομική ασφαλιστική μερίδα, η οποία εν συνεχεία επενδύεται παραγωγικά και το αποτέλεσμα της επένδυσης μαζί με το κεφάλαιο αποδίδεται στο τέλος του εργασιακού βίου είτε εφάπαξ είτε μέσω μηνιαίων καταβολών.

Σελ. 18

Η κύρια ασφάλιση παρέχεται από γενικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, συνήθως ανάλογα με την κατηγοριοποίηση της επαγγελματικής απασχόλησης (μισθωτοί, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, δημόσιοι υπάλληλοι, βλ. επόμενο κεφάλαιο), ενώ η επικουρική, που ισχύει για ομοειδείς ομάδες ασφαλισμένων, επαγγέλματα και επιχειρήσεις, έχει σκοπό την ενίσχυση του ποσοστού αναπλήρωσης της σύνταξης του ασφαλισμένου για την ίδια απασχόληση, ώστε να υπάρχει αναλογία με τις αποδοχές κατά το διάστημα της εργασίας του (βλ. Κεφάλαιο VII).

i. Ενωσιακό και Διεθνές Δίκαιο

Τα «εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφάλισης», ήτοι τα ασφαλιστικά συστήματα του πρώτου πυλώνα, διέπονται από τους Κανονισμούς (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010, οπότε και καταργήθηκαν εν μέρει οι Κανονισμοί (ΕΟΚ) 1408/71 και (ΕΟΚ) 574/72 (βλ. άρθρο 90 του κανονισμού 883/2004), καθώς και τις Οδηγίες που έχουν εκδοθεί στο ίδιο πλαίσιο (π.χ. Οδηγία 2011/24/ΕΕ για τη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν 4213/2013). Κρίσιμο για την εφαρμογή του Κανονισμού είναι το έρεισμα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο πρέπει να στηρίζεται στη νομοθεσία του κρατους - μέλους και όχι σε ιδιωτική πρωτοβουλία, ακόμα και εάν πρόκειται για κεφαλαιοποιητικό και όχι διανεμητικό σύστημα, ενώ αφορά τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές και όχι τις ειδικές μη ανταποδοτικές παροχές. Ο Κανονισμός αποσκοπεί στη ισότιμη μεταχείριση των κατοίκων άλλου κράτους - μέλους με τους κατοίκους του κράτους - μέλους που απονέμει την συνταξιοδοτική παροχή, η απονομή παροχών, κυρίως συντάξεων, σε πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει περιόδους ασφάλισης σε τουλάχιστον δύο κράτη - μέλη με συνυπολογισμό των σχετικών περιόδων και η απονομή των παροχών και σε περίπτωση μεταφοράς της κατοικίας του ασφαλισμένου σε άλλο κράτος - μέλος. Από τις διατάξεις του 883/2004 Κανονισμού συνάγεται ότι, εφόσον ο ασφαλισμένος δεν συμπληρώνει τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς σύνταξης σε κανένα από τα κράτη-μέλη στα οποία ασφαλίστηκε, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ο αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας του κράτους-μέλους της κατοικίας του προσμετρά, στον χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης γήρατος, όλες τις ασφαλιστικές περιόδους που διανύθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη (ΔΕφΘεσ 1797/2018, ΔΠρΘεσ 3495/2020).

Σελ. 19

Η έννοια της αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 141 της συνθήκης δεν περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης που χορηγούνται από τα συστήματα αυτά (πλην όμως με αποφάσεις του ΔΕΚ έγινε δεκτό ότι το σύστημα συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτει υπό προϋποθέσεις στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου, βλ. παρακάτω). Επίσης, στα συστήματα του πρώτου πυλώνα εφαρμόζεται η Οδηγία 79/7 περί προοδευτικής εφαρμογής της αρχής ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Όπως έχει κριθεί, διατάξεις που προβλέπουν διαφορετικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης με μόνο κριτήριο το φύλο του υπαλλήλου παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και το άρθρο 141 ΣυνθΕΟΚ και ήδη 157 ΣΛΕΕ, για την δε αποκατάσταση της ισότητας θα πρέπει να επεκταθεί και στους άνδρες υπαλλήλους η ευνοϊκότερη ρύθμιση που ισχύει για τις γυναίκες (ΕλΣυν Ολ 317, 319, 322/2020, 1268/2018, 743/2018, ΕλΣυν 115/2021).

Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου και, όπως έχει κριθεί (ΔΕΚ τμήμα μείζονος συνθέσεως της της 22.11.2005, C-144/2004, Werner Mangold κατά Ruediger Helm, σκ. 75-77), η τήρηση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ειδικότερα ως προς την ηλικία, δεν μπορεί, αυτή καθ’ εαυτήν, να εξαρτάται από τη λήξη της προθεσμίας που παρέχεται στα κράτη μέλη για να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία (ΣτΕ 180/2021).

Οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2007/C 303/01, 2010/C 83/02), ο οποίος μετά την έναρξη της ισχύος της κυρωθείσης με τον Ν 3671/2008 (Α΄ 129) Συνθήκης της Λισαβόνας έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες ΕΕ (ΣτΕ 4746/2014 Ολ, 940/2015, 1180/2016) και ευρίσκει πεδίο εφαρμογής εντός του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο από την Ένωση όσο και από τα κράτη - μέλη, δεν έχουν εφαρμογή, διότι διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και δεν αφορούν, συνεπώς, τη λήψη από το κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής (ΣτΕ Ολ 1285/2012, σκ. 20 ΣτΕ 1346/2017 σκ. 13, 660/2016 επταμ. σκ. 24, 238/2015 Ολομ. σκ. 37-39, 3177/2014 Ολομ. σκ. 11, 1901/2014 Ολομ. σκ. 27, 1506/2014 Ολομ. σκ. 19, 1285/2012 σκ. 20-21, 1031/2015 επταμ. σκ. 14).

Σελ. 20

Εξάλλου, δεν αρκεί για την εφαρμογή του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου ούτε το γεγονός ότι οι - κριθείσες, με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας, ως αντισυνταγματικές - περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 θεσπίστηκαν προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (ν. 4046/2012, Α΄ 28) (ΣτΕ 2287/2015 Ολ. σκ. 23) ούτε το γεγονός ότι με τις ρυθμίσεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 σχετικά με την επαναφορά νέων περικοπών αντίστοιχων με εκείνες που είχαν θεσπισθεί με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 υλοποιήθηκε και η δέσμευση που η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αναλάβει στο πλαίσιο του Μνημονίου του ΕΜΣ -τρίτου «Μνημονίου Συνεννόησης»- (ν. 4336/2015, Α΄ 94) για την υιοθέτηση πολιτικών, που αντισταθμίζουν τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των αποφάσεων 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (ΣτΕ 1891/2019 Ολ. σκ. 18), δεδομένου ότι τόσο οι διατάξεις των νόμων 4046/2012, 4051/2012 και 4093/2012 όσο και οι διατάξεις των νόμων 4336/2015 και 4387/2016 θεσπίστηκαν από τη Βουλή κυριαρχικώς (ΣτΕ Ολ. 1439/2020).

Τέλος, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Σύμβασης «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφαλείας» [(κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν 1136/1981 (Α΄ 61)] απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, περαιτέρω δε τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν μέτρα για την εκπόνηση αντίστοιχου περιεχομένου μελετών πριν από τη μεταβολή του ύψους των χορηγούμενων παροχών ή των ασφαλιστικών εισφορών και των λοιπών κοινωνικών πόρων μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται τα συστήματα αυτά.

ii. Παροχές κοινωνικής ασφάλισης κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ

Το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. δεν θέτει, κατ’ αρχήν, περιορισμούς ως προς το είδος του συνταξιοδοτικού συστήματος που προτίθεται να υιοθετήσει ένα κράτος - μέλος, ούτε επιβάλλει το σεβασμό της αναλογικότητας των παροχών στα στατικά διανεμητικά συστήματα, όπου απαγορεύεται μόνο η «καίρια μείωση» της προσδοκώμενης σύνταξης. 

Back to Top