ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Άρθρα 299 - 369 ΠΚ
- Εκδοση: 5η 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 552
- ISBN: 978-618-08-0115-6
Στο έργο «Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών» περιλαμβάνεται η κατ’ άρθρο ερμηνεία των εγκλημάτων του ΠΚ που θίγουν προσωπικά αγαθά, τα οποία κατανέμονται σε επί μέρους θεματικές ενότητες:
- Εγκλήματα κατά της ζωής και προσβολές του εμβρύου
- Εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας
- Εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας
- Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής
- Εγκλήματα σχετικά με την οικογένεια
- Εγκλήματα κατά της τιμής.
Με ευσύνοπτο και συστηματικό τρόπο εξετάζονται τα βασικά προβλήματα κάθε διάταξης. Στην 5η έκδ. ενσωματώθηκαν ειδικότερα οι αλλαγές που επήλθαν κυρίως με τον Ν 4855/2021, αλλά και μεταγενέστερα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του εγκλήματος της εκδικητικής πορνογραφίας (άρθρ. 346 ΠΚ), που προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα με τον Ν 4947/2022.
Πρόκειται για ένα εύχρηστο θεωρητικό και πρακτικό βοήθημα για τον φοιτητή, τον δικηγόρο, τον δικαστή και τον ενασχολούμενο γενικότερα με την εφαρμογή του ποινικού δικαίου.
Συντομογραφίες XIII
1. Εγκλήματα κατά της ζωής και προσβολές του εμβρύου
(Άρθρα 299 – 307 ΠΚ) 1
1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 3
1.1.1. Τα προστατευόμενα στο ΙΕ΄ κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του ΠΚ έννομα αγαθά 3
1.1.2. Δομή του ΙΕ΄ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα 7
1.1.3. Η αρχή και το τέλος του ανθρώπου στο ποινικό δίκαιο 7
1.1.4. Ο «απόλυτος» χαρακτήρας της προστασίας της ζωής 15
1.1.5. Το πρόβλημα της ευθανασίας 17
Ι. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΒΛΑΒΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 22
1.2. Ανθρωποκτονία με δόλο (άρθρο 299 ΠΚ) 22
1.2.1. Η διάκριση της ανθρωποκτονίας στις δύο παραγράφους
του άρθρ. 299 ΠΚ 22
1.2.2. Αντικειμενική υπόσταση 33
1.2.3. Τελικό άδικο 35
1.2.4. Υποκειμενική υπόσταση 36
1.2.5. Ενοχή 38
1.2.6. Απόπειρα 38
1.2.7. Συμμετοχή 41
1.2.8. Ποινική κύρωση 41
1.2.9. Προβλήματα συρροής 42
1.3. Ανθρωποκτονία κατ’ απαίτηση (άρθρο 300 ΠΚ) 45
1.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 45
1.3.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 45
1.3.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 49
1.3.4. Απόπειρα - Συμμετοχή 50
1.3.5. Ποινική κύρωση 51
1.3.6. Προβλήματα συρροής 51
1.4. Συμμετοχή σε αυτοκτονία (άρθρο 301 ΠΚ) 52
1.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 52
1.4.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 55
1.4.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 60
1.4.4. Απόπειρα 61
1.4.5. Συμμετοχή 61
1.5. Ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ) 62
1.5.1. Αντικειμενική υπόσταση 62
1.5.2. Άδικο 64
1.5.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 66
1.5.4. Απόπειρα - Συμμετοχή 67
1.5.5. Ποινική κύρωση - Δικαστική άφεση ποινής 67
1.5.6. Προβλήματα συρροής 68
1.6. Παιδοκτονία (άρθρο 303 ΠΚ) 70
1.6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 70
1.6.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 72
1.6.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 75
1.6.4. Απόπειρα 76
1.6.5. Συμμετοχή 76
1.6.6. Ποινική κύρωση 77
1.6.7. Προβλήματα συρροής 77
II. ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ 79
1.7. Διακοπή της κύησης (άρθρο 304 ΠΚ) 79
1.7.1. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 80
1.7.2. Αντικειμενική υπόσταση 83
1.7.3. Τελικό άδικο 88
1.7.4. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 89
1.7.5. Απόπειρα - Συμμετοχή 90
1.7.6. Ποινική κύρωση 91
1.7.7. Προβλήματα συρροής 91
1.8. Σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού (άρθρο 304Α ΠΚ) 93
1.8.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 93
1.8.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 94
1.8.3. Υποκειμενική υπόσταση 96
1.8.4. Απόπειρα 97
1.8.5. Ποινική κύρωση 97
1.8.6. Προβλήματα συρροής 98
ΙΙΙ. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 99
1.9. Η έκθεση (άρθρο 306 ΠΚ) 99
1.9.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 99
1.9.2. Αντικειμενική υπόσταση 101
1.9.3. Τελικό άδικο 107
1.9.4. Υποκειμενική υπόσταση 108
1.9.5. Απόπειρα 108
1.9.6. Συμμετοχή 109
1.9.7. Εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα 110
1.9.8. Ποινική κύρωση 110
1.9.9. Προβλήματα συρροής 111
1.10. Παράλειψη προσφοράς βοήθειας (άρθρο 307 ΠΚ) 115
1.10.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 115
1.10.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 115
1.10.3. Υποκειμενική υπόσταση 118
1.10.4. Απόπειρα 119
1.10.5. Προβλήματα συρροής 119
2. Σωματικές βλάβες (Άρθρα 308-315Α ΠΚ) 121
2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 123
2.1.1. To προστατευόμενο έννομο αγαθό 123
2.1.2. Δομή του ΙΣΤ΄ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους
του Ποινικού Κώδικα 125
2.2. Σωματική βλάβη με δόλο (άρθρο 308 ΠΚ) 126
2.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 126
2.2.2. Αντικειμενική υπόσταση 126
2.2.3. Τελικό άδικο 130
2.2.4. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 135
2.2.5. Απόπειρα 136
2.2.6. Ποινική κύρωση - Δικαστική άφεση της ποινής 136
2.2.7. Προβλήματα συρροής 137
2.2.8. Δικονομικά ζητήματα 138
2.3. Επικίνδυνη σωματική βλάβη (άρθρο 309 ΠΚ) 140
2.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 140
2.3.2. Αντικειμενική υπόσταση 140
2.3.3. Άδικο 142
2.3.4. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 143
2.3.5. Απόπειρα 144
2.3.6. Συμμετοχή 144
2.3.7. Ποινική κύρωση - Δικαστική άφεση ποινής 144
2.3.8. Προβλήματα συρροής 145
2.3.9. Δικονομικά ζητήματα 145
2.4. Βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310 ΠΚ) 146
2.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 146
2.4.2. Αντικειμενική υπόσταση 147
2.4.3. Άδικο 149
2.4.4. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 150
2.4.5. Απόπειρα 150
2.4.6. Συμμετοχή 151
2.4.7. Ποινική κύρωση 152
2.4.8. Προβλήματα συρροής 152
2.4.9. Δικονομικά ζητήματα 153
2.5. Θανατηφόρα σωματική βλάβη (άρθρο 311 ΠΚ) 154
2.5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 154
2.5.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 154
2.5.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 156
2.5.4. Απόπειρα 156
2.5.5. Συμμετοχή 157
2.5.6. Ποινική κύρωση 157
2.5.7. Προβλήματα συρροής 158
2.6. Σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων (άρθρο 312 ΠΚ) 159
2.6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 159
2.6.2. Αντικειμενική υπόσταση 160
2.6.3. Άδικο 165
2.6.4. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 165
2.6.5. Απόπειρα 166
2.6.6. Συμμετοχή 166
2.6.7. Ποινική κύρωση 167
2.6.8. Προβλήματα συρροής 168
2.6.9. Δικονομικά ζητήματα 170
2.7. Συμπλοκή (άρθρο 313 ΠΚ) 172
2.7.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 172
2.7.2. Αντικειμενική όψη του εγκλήματος 173
2.7.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 174
2.7.4. Απόπειρα 175
2.7.5. Συμμετοχή 175
2.7.6. Ποινική κύρωση 175
2.7.7. Προβλήματα συρροής 176
2.7.8. Δικονομικά ζητήματα 176
2.8. Σωματική βλάβη από αμέλεια (άρθρο 314 ΠΚ) 177
2.8.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 177
2.8.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 177
2.8.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 179
2.8.4. Ποινική κύρωση - Δικαστική άφεση ποινής 180
2.8.5. Ποινική δίωξη 180
2.9. Κατάπειση σε ακρωτηριασμό γυναικείων
γεννητικών οργάνων (άρθρο 315 ΠΚ) 182
2.9.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 182
2.9.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 183
2.9.3. Υποκειμενική υπόσταση 183
2.9.4. Απόπειρα 184
2.9.5. Συμμετοχή 184
2.9.6. Ποινική κύρωση 184
2.9.7. Προβλήματα συρροής 184
3. Εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας
(Άρθρα 322 – 334 ΠΚ) 185
3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 187
3.1.1. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 187
3.1.2. Δομή του ΙΗ΄ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ 187
3.2. Αρπαγή (άρθρο 322 ΠΚ) 188
3.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 188
3.2.2. Το έγκλημα της αρπαγής (άρθρ. 322 παρ. 1 ΠΚ) 189
3.2.3. Το έγκλημα της βίαιης εξαφάνισης (άρθρ. 322 παρ. 2 - 6 ΠΚ) 197
3.3. Εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α ΠΚ) 203
3.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 204
3.3.2. Το έγκλημα των παρ. 1 και 2 άρθρ. 323Α ΠΚ 205
3.3.3. Το έγκλημα της εμπορίας ανηλίκων (άρθρ. 323Α παρ. 4 και 7 ΠΚ) 212
3.3.4. Η απειλή ποινής για τους «πελάτες» (άρθρ. 323Α παρ. 6 ΠΚ) 214
3.3.5. Προβλήματα συρροής 215
3.3.6. Διεθνής δικαιοδοσία 216
3.3.7. Μέτρα επιείκειας 216
3.4. Αρπαγή ανηλίκων (άρθρο 324 ΠΚ) 217
3.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 217
3.4.2. Αντικειμενική υπόσταση- Άδικο 218
3.4.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 219
3.4.4. Απόπειρα 220
3.4.5. Ποινική κύρωση 220
3.4.6. Διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος 220
3.4.7. Προβλήματα συρροής 222
3.5. Παράνομη κατακράτηση (άρθρο 325 ΠΚ) 224
3.5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 224
3.5.2. Αντικειμενική υπόσταση 224
3.5.3. Τελικό άδικο 226
3.5.4. Υποκειμενική υπόσταση 226
3.5.5. Απόπειρα 226
3.5.6. Ποινική κύρωση 226
3.5.7. Οι διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος 227
3.6. Παράνομη βία (άρθρο 330 ΠΚ) 228
3.6.1. Έννομο αγαθό 228
3.6.2. Αντικειμενική υπόσταση 228
3.6.3. Τελικό άδικο 232
3.6.4. Υποκειμενική υπόσταση 232
3.6.5. Απόπειρα 232
3.6.6. Ποινική κύρωση 232
3.6.7. Η διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος 232
3.6.8. Προβλήματα συρροής 233
3.7. Αυτοδικία (άρθρο 331 ΠΚ) 235
3.7.1. Έννομο αγαθό 235
3.7.2. Αντικειμενική υπόσταση – Άδικο 235
3.7.3. Υποκειμενική υπόσταση – Ενοχή 237
3.7.4. Απόπειρα 237
3.7.5. Ποινική κύρωση 237
3.7.6. Ποινική δίωξη 237
3.8. Απειλή (άρθρο 333 ΠΚ) 238
3.8.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 238
3.8.2. Αντικειμενική υπόσταση 239
3.8.3. Υποκειμενική υπόσταση 240
3.8.4. Απόπειρα 241
3.8.5. Ποινική κύρωση 241
3.8.6. Διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος 241
3.8.7. Προβλήματα συρροής 241
3.8.9. Ποινική δίωξη 243
3.9. Διατάραξη οικιακής ειρήνης (άρθρο 334 ΠΚ) 244
3.9.1. Έννομο αγαθό 244
3.9.2. Αντικειμενική υπόσταση 245
3.9.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 247
3.9.4. Απόπειρα 247
3.9.5. Ποινική κύρωση 247
3.9.6. Το ιδιώνυμο έγκλημα του άρθρ. 334 παρ. 2 ΠΚ. 247
3.9.7. Προβλήματα συρροής 248
3.9.8. Ποινική δίωξη 249
4. Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας
και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής
(Άρθρα 336-353 ΠΚ) 251
4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 253
4.1.1. Ο τίτλος του κεφαλαίου 253
4.1.2. Η δομή του κεφαλαίου και τα προστατευόμενα έννομα αγαθά 254
4.1.3. Οι βασικές έννοιες του ΙΘ΄ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους
του Ποινικού Κώδικα 255
4.1.4. H παραγραφή των εγκλημάτων του ΙΘ΄ κεφαλαίου
του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα 261
4.2. Βιασμός (άρθρο 336 ΠΚ) 263
4.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 263
4.2.2. Το έγκλημα του άρθρ. 336 παρ. 1 ΠΚ 264
4.2.3. Ομαδικός βιασμός (άρθρ. 336 παρ. 3 ΠΚ) 270
4.2.4. Θανατηφόρος βιασμός (άρθρ. 336 παρ. 3 ΠΚ) 271
4.2.5. Βιασμός ανηλίκου (άρθρ. 336 παρ. 3 ΠΚ) 274
4.2.6. Το έγκλημα του βιασμού κατά το άρθρ. 336 παρ. 4 ΠΚ 274
4.2.7. Προβλήματα συρροής 275
4.2.8. Ποινική δίωξη 277
4.2.9. Παραγραφή 277
4.3. Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 ΠΚ) 278
4.3.1. Έννομο αγαθό 278
4.3.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 279
4.3.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 281
4.3.4. Τα εγκλήματα των παρ. 2 – 4 του άρθρ. 337 ΠΚ 281
4.3.5. Προβλήματα συρροής 284
4.3.6. Ποινική δίωξη 286
4.3.7. Παραγραφή 286
4.4. Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη
(άρθρα 338, 340 ΠΚ) 287
4.4.1. Έννομο αγαθό 287
4.4.2. Αντικειμενική υπόσταση - άδικο 287
4.4.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 290
4.4.4. Ομαδική κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση
σε γενετήσια πράξη (άρθρ. 338 παρ. 2 ΠΚ) 290
4.4.5. Θανατηφόρα κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση
σε γενετήσια πράξη (άρθρ. 340 ΠΚ) 291
4.4.6. Προβλήματα συρροής 291
4.4.7. Παραγραφή 292
4.5. Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους
(άρθρα 339, 340 ΠΚ) 293
4.5.1. Έννομο αγαθό – δομή του εγκλήματος 293
4.5.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 294
4.5.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 297
4.5.4. Απόπειρα 298
4.5.5. Συμμετοχή 298
4.5.6. Τέλεση γενετήσιων πράξεων μεταξύ ανηλίκων
(άρθρ. 339 παρ. 2 ΠΚ) 298
4.5.7. Εκ του αποτελέσματος έγκλημα (άρθρ. 340 ΠΚ) 299
4.5.8. Ποινή 299
4.5.9. Προβλήματα συρροής 300
4.5.10. Παραγραφή 300
4.5.11. Διεθνής δικαιοδοσία 301
4.6. Κατάχρηση ανηλίκων (άρθρο 342 ΠΚ) 302
4.6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 302
4.6.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 304
4.6.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 307
4.6.4. Απόπειρα 307
4.6.5. Συμμετοχή 308
4.6.6. Ποινική κύρωση 308
4.6.7. Προβλήματα συρροής 308
4.6.8. Παραγραφή 311
4.6.9. Διεθνής δικαιοδοσία 312
4.7. Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη (άρθρο 343 ΠΚ) 313
4.7.1. Έννομο αγαθό – δομή εγκλήματος 313
4.7.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 314
4.7.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 318
4.7.4. Απόπειρα 318
4.7.5. Συμμετοχή 319
4.7.6. Προβλήματα συρροής 319
4.7.7. Ποινική δίωξη 320
4.7.8. Παραγραφή 320
4.8. Έγκληση (άρθρο 344 ΠΚ) 321
4.8.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 321
4.8.2. Η ρύθμιση του άρθρ. 344 ΠΚ 322
4.8.3. Χρόνος υποβολής της δήλωσης του θύματος 322
4.8.4. Αναλογική εφαρμογή της ειδικής ρύθμισης για τη δίωξη
του βιασμού; 323
4.9. Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών (άρθρο 345 ΠΚ) 326
4.9.1. Έννομο αγαθό 326
4.9.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 330
4.9.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 332
4.9.4. Απόπειρα 332
4.9.5. Συμμετοχή 332
4.9.6. Ποινική κύρωση - Δικαστική άφεση 333
4.9.7. Προβλήματα συρροής 333
4.9.8. Παραγραφή 334
4.10. Εκδικητική πορνογραφία (άρθρο 346 ΠΚ) 335
4.10.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 335
4.10.2. Η δομή του άρθρ. 346 ΠΚ 336
4.10.3. Προστατευόμενα έννομα αγαθά 336
4.10.4. Το έγκλημα του άρθρ. 346 παρ. 1 ΠΚ 337
4.10.5. Το έγκλημα του άρθρ. 346 παρ. 2 ΠΚ 340
4.10.6. Η εξώθηση του θύματος σε αυτοκτονία ή απόπειρά της
(άρθρ. 346 παρ. 4 ΠΚ) 342
4.11. Διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας (άρθρο 348 ΠΚ) 344
4.11.1. Έννομο αγαθό 344
4.11.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 344
4.11.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 347
4.11.4. Απόπειρα 348
4.11.5. Ποινή 348
4.11.6. Παραγραφή 349
4.11.7. Διεθνής δικαιοδοσία 349
4.12. Πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ) 350
4.12.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 351
4.12.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 357
4.12.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 361
4.12.4. Απόπειρα 362
4.12.5. Συμμετοχή 362
4.12.6. Διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος 363
4.12.7. Οι ιδιαίτερα διακεκριμένες μορφές εγκλήματος
(άρθρ. 348Α παρ. 5 ΠΚ) 365
4.12.8. Ποινή 365
4.12.9. Προβλήματα συρροής 366
4.12.10. Κατάργηση ιστοσελίδας με πορνογραφικό υλικό 369
4.12.11. Διεθνής δικαιοδοσία 369
4.12.12. Ευνοϊκά μέτρα 369
4.13. Προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους
(άρθρο 348Β ΠΚ) 370
4.13.1. Έννομο αγαθό 370
4.13.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 371
4.13.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 372
4.13.4. Απόπειρα 372
4.13.5. Συμμετοχή 372
4.13.6. Ποινή - Προσωπικός λόγος απαλλαγής 373
4.13.7. Προβλήματα συρροής 373
4.13.8. Παραγραφή 374
4.13.9. Διεθνής δικαιοδοσία 374
4.13.10. Ευνοϊκά μέτρα 374
4.14. Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων
(άρθρο 348Γ ΠΚ) 375
4.14.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 375
4.14.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 377
4.14.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 378
4.14.4. Απόπειρα 378
4.14.5. Συμμετοχή 378
4.14.6. Διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος 378
4.14.7. Ποινή 379
4.14.8. Προβλήματα συρροής 380
4.14.9. Παραγραφή 381
4.14.10. Διεθνής δικαιοδοσία 382
4.14.11. Ευνοϊκά μέτρα 382
4.15. Μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ) 383
4.15.1. Έννομο αγαθό 383
4.15.2. Το έγκλημα του άρθρ. 349 παρ. 1 και 2 ΠΚ 384
4.15.3. Το έγκλημα του άρθρ. 349 παρ. 3 ΠΚ 390
4.16. Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής
(άρθρο 351Α ΠΚ) 393
4.16.1. Έννομο αγαθό 393
4.16.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 393
4.16.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 395
4.16.4. Απόπειρα 395
4.16.5. Συμμετοχή 395
4.16.6. Θανατηφόρα τέλεση γενετήσιων πράξεων με ανήλικο
έναντι αμοιβής 396
4.16.7. Ποινή 396
4.16.8. Συρροές 396
4.16.9. Παραγραφή 397
4.16.10. Διεθνής δικαιοδοσία 397
4.17. Ψυχοδιαγνωστική εξέταση και θεραπεία του δράστη και
του θύματος εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και
της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής
(άρθρο 352Α ΠΚ) 398
4.17.1. Σκοπός θέσπισης της διάταξης 398
4.17.2. Ψυχοδιαγνωστική εξέταση υπόπτων και κατηγορουμένων 399
4.17.3. Παρακολούθηση ειδικών προγραμμάτων 399
4.17.4. Ψυχοδιαγνωστική εξέταση ανήλικων θυμάτων 399
4.17.5. Απομάκρυνση δράστη από το περιβάλλον του θύματος 400
4.18. Προστασία της ιδιωτικής ζωής του ανήλικου θύματος
(άρθρο 352Β ΠΚ) 401
4.18.1. Έννομο αγαθό 401
4.18.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 401
4.18.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 402
4.18.4. Απόπειρα 402
4.18.5. Συμμετοχή 403
4.18.6. Ποινή 403
4.18.7. Παραγραφή 403
4.19. Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας (άρθρο 353 ΠΚ) 404
4.19.1. Έννομο αγαθό 404
4.19.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 404
4.19.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 405
4.19.4. Απόπειρα 405
4.19.5. Διακεκριμένη μορφή προσβολής της γενετήσιας ευπρέπειας 405
4.19.6. Ποινική κύρωση 406
4.19.7. Προβλήματα συρροής 406
4.19.8. Ποινική δίωξη 406
4.19.9. Παραγραφή 407
5. Εγκλήματα σχετικά με την οικογένεια
(Άρθρα 354-360Α ΠΚ) 409
5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 411
5.1.1. Προστατευόμενο αγαθό 411
5.1.2. Δομή κεφαλαίου 411
5.2. Διατάραξη της οικογενειακής τάξης (άρθρο 354 ΠΚ) 412
5.2.1. Έννομο αγαθό 412
5.2.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 412
5.2.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 416
5.2.4. Απόπειρα 416
5.2.5. Συμμετοχή 416
5.2.6. Προβλήματα συρροής 416
5.3. Διγαμία (άρθρο 356 ΠΚ) 417
5.3.1. Έννομο αγαθό 417
5.3.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 418
5.3.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 419
5.3.4. Απόπειρα 420
5.3.5. Συμμετοχή 420
5.3.6. Προβλήματα συρροής 420
5.4. Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής (άρθρο 358 ΠΚ) 422
5.4.1. Έννομο αγαθό 422
5.4.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 422
5.4.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 427
5.4.4. Απόπειρα 428
5.4.5. Συμμετοχή 428
5.4.6. Προβλήματα συρροής 428
5.4.7. Δικονομικά ζητήματα 430
5.5. Εγκατάλειψη εγκύου (άρθρο 359 ΠΚ) 431
5.5.1. Έννομο αγαθό 431
5.5.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 431
5.5.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 433
5.5.5. Συμμετοχή 434
5.5.6. Προβλήματα συρροής 434
5.5.7. Ποινική δίωξη 435
5.6. Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου (άρθρο 360 ΠΚ) 436
5.6.1. Έννομο αγαθό 436
5.6.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 436
5.6.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 440
5.6.4. Απόπειρα 441
5.6.5. Συμμετοχή 441
5.6.6. Διακεκριμένη μορφή εγκλήματος 441
5.6.7. Ποινή 441
5.6.8. Προβλήματα συρροής 441
5.7. Παραβάσεις σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκου
(άρθρο 360Α ΠΚ) 444
5.7.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 444
5.7.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 445
5.7.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 447
5.7.4. Απόπειρα 447
5.7.5. Ποινή 448
5.7.6. Η διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος 448
5.7.7. Προβλήματα συρροής 448
6. Εγκλήματα κατά της τιμής (Άρθρα 361-369 ΠΚ) 451
6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 453
6.1.1. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 453
6.1.2. Φορέας του έννομου αγαθού της τιμής 454
6.1.3. Δομή του ΚΑ΄ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους
του Ποινικού Κώδικα 455
6.2. Εξύβριση (άρθρο 361 ΠΚ) 456
6.2.1. Έννομο αγαθό 456
6.2.2. Αντικειμενική υπόσταση 456
6.2.3. Τελικό άδικο 462
6.2.4. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 462
6.2.5. Απόπειρα 463
6.2.6. Ποινική κύρωση – Δικαστική άφεση της ποινής 463
6.2.7. Διακεκριμένη μορφή εξύβρισης 464
6.2.8. Προβλήματα συρροής 464
6.2.9. Ποινική δίωξη 465
6.3. Δυσφήμηση (άρθρο 362 ΠΚ) 466
6.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 466
6.3.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 466
6.3.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 474
6.3.4. Απόπειρα 475
6.3.5. Ποινική κύρωση - Δικαστική άφεση ποινής 475
6.3.6. Διακεκριμένη μορφή δυσφήμησης 475
6.3.7. Προβλήματα συρροής 475
6.3.8. Ποινική δίωξη 476
6.4. Συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο 363 ΠΚ) 477
6.4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 477
6.4.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 477
6.4.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 478
6.4.4. Ποινική κύρωση 478
6.4.5. Διακεκριμένη μορφή συκοφαντικής δυσφήμησης 478
6.4.6. Προβλήματα συρροής 478
6.4.7. Ποινική δίωξη 480
6.5. Προσβολή μνήμης νεκρού (άρθρο 365 ΠΚ) 481
6.5.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 481
6.5.2. Αντικειμενική υπόσταση - Άδικο 481
6.5.3. Υποκειμενική υπόσταση - Ενοχή 482
6.5.4. Ποινική κύρωση 482
6.5.5. Ποινική δίωξη 482
6.6. Η αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων (άρθρο 366 ΠΚ) 483
6.6.1. Η αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων
(άρθρ. 366 παρ. 1 ΠΚ) 483
6.6.2. Γεγονότα που συνιστούν αξιόποινες πράξεις
(άρθρ. 366 παρ. 2 ΠΚ) 485
6.6.3. Πιθανή τιμωρία για το έγκλημα της εξύβρισης
(άρθρ. 366 παρ. 3 ΠΚ) 487
6.7. Το δικαιολογημένο ενδιαφέρον στα εγκλήματα κατά
της τιμής (άρθρο 367 ΠΚ) 489
6.7.1. Πεδίο εφαρμογής 489
6.7.2. Το περιεχόμενο των ειδικών λόγων άρσης του αδίκου 493
6.7.3. Δικαστικός έλεγχος για την συνδρομή των όρων
του άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ 497
6.8. Έγκληση (άρθρο 368 ΠΚ) 499
6.8.1. Η κατ’ έγκληση δίωξη ως κανόνας στα εγκλήματα κατά της τιμής 499
6.8.2. Δικαιούχοι της έγκλησης 499
6.9. Δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης (άρθρο 369 ΠΚ) 500
6.9.1. Φύση του μέτρου 500
6.9.2. Προϋποθέσεις επιβολής (άρθρ. 369 παρ. 1 ΠΚ) 500
6.9.3. Δημοσίευση απόφασης επί προσβολών διά του τύπου ή μέσω διαδικτύου (άρθρ. 369 παρ. 2 ΠΚ) 501
Βασική βιβλιογραφία 503
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ Ευρετήριο 513
Σελ. 1
1. Εγκλήματα κατά της ζωής και προσβολές του εμβρύου (Άρθρα 299 – 307 ΠΚ)
Σελ. 3
1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1.1.1. Τα προστατευόμενα στο ΙΕ΄ κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του ΠΚ έννομα αγαθά
Από τον τίτλο του κεφαλαίου συνάγεται ότι στις διατάξεις του προστατεύονται δύο έννομα αγαθά: η ανθρώπινη ζωή και το έμβρυο. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκε το ζήτημα που είχε ανακύψει στο πλαίσιο του παλιού Ποινικού Κώδικα, στον οποίο υπό τον τίτλο «εγκλήματα κατά της ζωής» είχαν ενταχθεί και οι προσβολές του εμβρύου - και μάλιστα αμέσως μετά τα εγκλήματα βλάβης και πριν από τα εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής. Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία. Ο νομοθέτης ήθελε έτσι να καταδείξει ότι σε όλες τις διατάξεις του κεφαλαίου προστατευόταν το ίδιο έννομο αγαθό: η ανθρώπινη ζωή. Η αντίληψη αυτή είχε άλλωστε αποτυπωθεί και στην Αιτιολογική Έκθεση του παλιού Ποινικού Κώδικα, όπου σημειωνόταν ρητά ότι οι διατάξεις που τιμωρούσαν την διακοπή της κύησης προστάτευαν και αυτές την ανθρώπινη ζωή, έστω και αν ήταν ακόμα «εν σπέρματι».
Η διόρθωση του τίτλου στον νέο Ποινικό Κώδικα κρίθηκε αναγκαία, γιατί το έμβρυο αποτελεί αγαθό που διαφέρει ουσιωδώς από την ζωή του ανθρώπου. Οι διαφορές τους εντοπίζονται ειδικότερα στα ακόλουθα σημεία:
(α) Η διαφορετική «κοινωνική ταυτότητα» των δύο αγαθών
Τα έννομα αγαθά δεν είναι έννοιες της βιολογίας, της θρησκείας ή της ηθικής, αλλά δικαιϊκές έννοιες που αποδίδουν την κοινωνική ταυτότητα των προσβαλλόμενων συμφερόντων. Το «έμβρυο», ως αντικείμενο δικαιϊκής προστασίας, αποτελεί φυσικό και κοινωνικό μέγεθος διαφορετικής κατηγορίας από αυτή στην οποία ανήκει ο «άνθρωπος».
Αυτό αποδεικνύεται κατά πρώτο λόγο από την σημαντικά διαφορετική συχνότητα των προσβολών τους, αλλά και από το αντιστρόφως ανάλογο ενδιαφέρον των μηχανισμών καταστολής για την δίωξη και τιμωρία των προσβολών αυτών. Εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι ενώ ο αριθμός των νόμιμων και παράνομων διακοπών της κύησης υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες κάθε χρόνο σε όλες τις ευρωπαϊκές
Σελ. 4
χώρες, ο αριθμός των ανθρωποκτονιών με δόλο είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ταυτόχρονα, οι ποινικές διώξεις και οι καταδίκες για τις προσβολές της ζωής είναι πολλαπλάσιες εκείνων που αφορούν σε προσβολές του εμβρύου. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μια εντελώς διαφορετική στάση του κοινωνικού συνόλου απέναντι στην προστασία του εμβρύου σε σχέση με εκείνη που αφορά στον άνθρωπο μετά τη γέννηση.
(β) Το διαφορετικό νομικό πλαίσιο για την προστασία των δύο αγαθών
Αλλά και το νομικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί για την ποινική προστασία του εμβρύου είναι σημαντικά διαφορετικό από εκείνο που υπάρχει για την προστασία της ζωής. Οι απειλούμενες ποινές για τις προσβολές του εμβρύου με δόλο ήταν - ήδη στο πλαίσιο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα – πολύ μικρότερες από εκείνες που απειλούνταν για την ανθρωποκτονία, ακόμα και στις περιπτώσεις που η διακοπή της κύησης πραγματοποιούνταν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της εγκύου. Παράλληλα, οι ποινικές κυρώσεις για τις προσβολές του εμβρύου μειώνονται όταν οι πράξεις συντελούνται με τη σύμφωνη γνώμη της εγκύου, ενώ η σύμφωνη γνώμη της μητέρας για την προσβολή, ακόμα και του νεογέννητου παιδιού της, δεν επηρεάζει την ποινή της ανθρωποκτονίας. Σημαντικό είναι ακόμα το γεγονός ότι οι προσβολές του εμβρύου δικαιολογούνται σε πολλές περιπτώσεις, με βάση τις λεγόμενες ενδείξεις (κοινωνική, ηθική, ευγονική και ιατρική ένδειξη), οι οποίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν αντίστοιχα ως λόγοι άρσης του αδίκου στις προσβολές της ζωής. Τέλος, οι προσβολές του εμβρύου από αμέλεια δεν στοιχειοθετούν κατά κανόνα ποινικά αδικήματα, ενώ ακόμα και οι απλές σωματικές βλάβες του ανθρώπου από αμέλεια επισύρουν ποινικές κυρώσεις. Οι διαφορές αυτές δείχνουν ότι οι εθνικοί νομοθέτες αντιμετωπίζουν το έμβρυο ως μέγεθος ποιοτικά διαφορετικό από την ανθρώπινη ζωή.
(γ) Οι διαφορετικές κοινωνικές συνέπειες της ποινικοποίησης
Εντελώς διαφορετικές είναι και οι κοινωνικές συνέπειες της ποινικοποίησης σε κάθε περίπτωση. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τα εγκλήματα κατά της ζωής, η απειλή ποινικών κυρώσεων για τις προσβολές του εμβρύου συνεπάγεται συχνά συνέπειες σημαντικά δυσανάλογες σε σχέση με την προσφερόμενη στο έμβρυο προστασία, κυρίως στις περιπτώσεις που η προσβολή γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη της εγκύου ή οφείλεται σε αμέλεια του δράστη. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στη συζήτηση που διεξήχθη πριν
Σελ. 5
από λίγα χρόνια στη Γαλλία ως προς την ποινικοποίηση της διακοπής της κύησης από αμέλεια, δεν αποδείχθηκε εφικτή η διαμόρφωση συναίνεσης και κρίθηκε αντίθετα ότι μια πιθανή ποινική ρύθμιση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα πολύ σοβαρότερα από αυτά που θα επιλύσει. Αντίστοιχες σκέψεις έχουν μέχρι στιγμής εμποδίσει και στην Ελλάδα μια γενική τυποποίηση της διακοπής της κύησης από αμέλεια.
(δ) Η ποινική προστασία του εμβρύου όχι από την γονιμοποίηση αλλά από την εμφύτευση
Σημαντικό είναι ακόμα να τονιστεί ότι και η ποινική προστασία του εμβρύου δεν αρχίζει από τη στιγμή της γονιμοποίησης, αλλά από την εμφύτευσή του στη γυναικεία μήτρα. Τούτο σημαίνει ότι το έμβρυο δεν αποτελεί καν αντικείμενο προστασίας τις πρώτες δεκατέσσερις ημέρες μετά τη σύλληψη και γι’ αυτό άλλωστε είναι επιτρεπτή η χρήση των morning after pills. Αν όμως το έμβρυο αναγνωριζόταν ως φορέας ζωής, τότε προφανώς θα έπρεπε να προστατεύεται ήδη από τη γονιμοποίηση, αφού από το χρονικό εκείνο σημείο και μέχρι την στιγμή του θανάτου δεν υπάρχει καμία ποιοτική διαφοροποίηση της ζωής που να δικαιολογεί την διαφορετική ποινική προστασία του φορέα της.
(ε) Η αντιμετώπιση του in vitro γονιμοποιημένου ωαρίου ως πράγματος
Και το νομικό όμως πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί για τις προσβολές του in vitro γονιμοποιημένου ωαρίου πριν από την εμφύτευσή του στο μητρικό σώμα δείχνει την ποιοτική διαφοροποίηση που υπάρχει ανάμεσα στη γεννημένη και την «αγέννητη ζωή». Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και κατά τη σύναψη της Σύμβασης του Οβιέδο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την βιοϊατρική, δεν μπόρεσε να επιτευχθεί συμφωνία για την έννοια του «προσώπου», που χρησιμοποιείται στην Σύμβαση αυτή. Άλλωστε μια σειρά από ρυθμίσεις στον χώρο της ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η συμφωνία των γονέων με τον γιατρό για καταστροφή του γεννητικού υλικού μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου ή η πράξη δωρεάς του γονιμοποιημένου ωαρίου, στηρίζονται στην υιοθέτηση της άποψης ότι το γονιμοποιημένο ωάριο αποτελεί πράγμα, που μπορεί να διατίθεται από τα άτομα στα οποία ανήκει, και καθόλου δεν συμβιβάζονται ασφαλώς με
Σελ. 6
την θεώρηση του γονιμοποιημένου ωαρίου ως φορέα ενός αυτοτελούς δικαιώματος στην ζωή.
(στ) Κίνδυνοι από την εννοιολογική συσχέτιση της ύπαρξης του εμβρύου με τη ζωή του ανθρώπου
Αν γινόταν, άλλωστε, δεκτό ότι η ζωή του εμβρύου ταυτίζεται με την ζωή του ανθρώπου, τότε όλες οι επιτρεπτές κατά τα εθνικά δίκαια διακοπές της κύησης θα έπρεπε να θεωρηθούν εκ προοιμίου αντίθετες προς την υποχρέωση προστασίας της ζωής, όπως πηγάζει από το άρθρ. 2 της ΕΣΔΑ, ή αντίστροφα, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις σε ό,τι αφορά την προστασία της ζωής του ανθρώπου, πέρα από τις οριζόμενες στο ίδιο αυτό άρθρο, ερμηνεία που θα σχετικοποιούσε επικίνδυνα την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Γιατί τότε η αναγνώριση των ενδείξεων θα έθετε εύλογα ζήτημα αναλογικής εφαρμογής τους και σε προσβολές του ανθρώπου, κυρίως κατά το πρώτο χρονικό διάστημα μετά την γέννησή του.
Δεν θα μπορούσε λ.χ. να δικαιολογηθεί, γιατί θα έπρεπε να είναι τελικά άδικη η θανάτωση ενός νεογέννητου παιδιού που πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια, όταν η ίδια πράξη εναντίον εμβρύου δεν είναι άδικη ακόμα και μέχρι το τέλος της κύησης. Η αναλογική εφαρμογή θα φαινόταν μάλιστα εύλογη, καθώς είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει καμία ποιοτική μεταβολή της ζωής, με βάση τα πορίσματα της βιολογίας, μεταξύ ενός εμβρύου σαράντα εβδομάδων και ενός νεογέννητου παιδιού.
(ζ) Συμπεράσματα
Με βάση τα παραπάνω, μπορεί να διατυπωθεί πλέον το συμπέρασμα ότι είναι λάθος να προσπαθεί κανείς να συνδέσει την προστασία του εμβρύου με εκείνη που αναγνωρίζεται στον άνθρωπο. Στο δίκαιο, η ζωή του ανθρώπου, ως μοναδικού υποκειμένου του δικαίου, προστατεύεται κατά τρόπο που δεν επιτρέπει οποιεσδήποτε διακρίσεις συναρτώμενες με πιθανές επιβαρύνσεις ή ακόμα και με την ίδια την δυνατότητα επιβίωσης του ατόμου. Αντίθετα, πριν αρχίσει να υπάρχει ο άνθρωπος ως αυτοτελής οντότητα, το δίκαιο επιτρέπει διακρίσεις, αντανακλώντας την διαφορετική κοινωνι
Σελ. 7
κή σημασιολόγηση του γονιμοποιημένου ωαρίου και του εμβρύου. Οι διακρίσεις αυτές δεν μπορούν να ισχύσουν αναλογικά στον άνθρωπο, γιατί αφορούν σε ένα ποιοτικά διαφορετικό μέγεθος.
1.1.2. Δομή του ΙΕ΄ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα
Με βάση όσα ειπώθηκαν παραπάνω, θα έπρεπε λογικά οι διατάξεις για την προστασία της ζωής να βρίσκονται σε ένα πρώτο μέρος του ΙΕ' κεφαλαίου και να έπονται οι διατάξεις για την προστασία του εμβρύου.
Ωστόσο, η επιλογή που έγινε κατά την διαμόρφωση της ύλης του νέου Ποινικού Κώδικα να τηρηθεί η αρίθμηση των άρθρων του παλιού Κώδικα, οδήγησε σε διαφορετική διευθέτηση: Οι διατάξεις του κεφαλαίου διακρίνονται σε τρεις ενότητες, από τις οποίες η πρώτη περιλαμβάνει τα εγκλήματα βλάβης της ζωής (άρθρα 299 – 303 ΠΚ), η δεύτερη τις προσβολές του εμβρύου (άρθρα 304 – 304 ΠΚ) και η τρίτη τα εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής (άρθρα 306 – 307 ΠΚ).
1.1.3. Η αρχή και το τέλος του ανθρώπου στο ποινικό δίκαιο
(α) Πότε αρχίζει να υπάρχει ο άνθρωπος
(i) Οι απόψεις που έχουν υποστηριχθεί
Η έννοια του ανθρώπου είναι μια περιγραφική έννοια, γιατί αποδίδει ευθέως ορισμένη εμπειρική πραγματικότητα που υπόκειται στην αντίληψη των αισθήσεων. Καθώς αποτελεί ταυτόχρονα μια από τις βασικές έννοιες του ποινικού δικαίου, θα περίμενε κανείς ότι το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να υπάρχει ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο σοβαρών αντιρρήσεων. Συμβαίνει ωστόσο το ακριβώς αντίθετο. Έχει ειδικότερα υποστηριχθεί ότι άνθρωπος αρχίζει να υπάρχει από την στιγμή που:
▪ έχουν αρχίσει οι ωδίνες διαστολής,
▪ έχουν αρχίσει οι ωδίνες εξώθησης,
▪ έχει αρχίσει με οποιοδήποτε τρόπο η διαδικασία που οδηγεί στην γέννηση του παιδιού,
Σελ. 8
▪ έχει εμφανιστεί ένα μέρος του σώματος του νεογνού στον εξωτερικό κόσμο,
▪ το νεογνό έχει βγει πλήρως από το μητρικό σώμα.
Οι τρεις πρώτες απόψεις έχουν ως κοινό μεταξύ τους στοιχείο ότι δέχονται την ύπαρξη ανθρώπου ήδη όσο το έμβρυο βρίσκεται ακόμα μέσα στο μητρικό σώμα. Έτσι, όλες οι πράξεις ή παραλείψεις μετά την έναρξη των πόνων διαστολής ή των πόνων εξώθησης τιμωρούνται ως ανθρωποκτονίες ή σωματικές βλάβες από αμέλεια σε βάρος του ανθρώπου που εκείνη τη στιγμή γεννιέται. Εάν οι πόνοι είναι φυσιολογικοί ή έχουν δημιουργηθεί τεχνητά, δεν ενδιαφέρει. Αν ο τοκετός αρχίζει με άλλο τρόπο, και όχι με πόνους, όπως λ.χ. με τη ρήξη του μητρικού θυλακίου, αποφασιστικής σημασίας θεωρείται το χρονικό σημείο από το οποίο, σύμφωνα με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης, τίθεται σε λειτουργία η διαδικασία για τη γέννηση του παιδιού.
Η απόψεις αυτές εγείρουν σοβαρά ζητήματα:
Ένα βασικό μειονέκτημά τους είναι η ανασφάλεια που δημιουργούν ως προς τον ακριβή προσδιορισμό του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζει να υπάρχει ο άνθρωπος. Η ανασφάλεια προκύπτει αρχικά από το γεγονός ότι η έναρξη της διαδικασίας του τοκετού δεν είναι εύκολο να διακριθεί από φαινόμενα που παρατηρούνται συχνά κατά τα τελευταία στάδια της κύησης. Οι πόνοι διαστολής, που σύμφωνα με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης αποτελούν τον συνήθη τρόπο έναρξης της διαδικασίας του τοκετού, δεν είναι εύκολο να διακριθούν, ακόμα κι από τους ειδικούς, από τους πόνους της κύησης ή τους λεγόμενους προπαρασκευαστικούς πόνους, που εμφανίζονται συχνά κατά τις τελευταίες εβδομάδες ή ημέρες της εγκυμοσύνης και θεωρούνται ως προειδοποίηση για την έναρξη της διαδικασίας του τοκετού. Πολλές περιπλοκές κατά τα τελευταία στάδια της κύησης εμφανίζουν επίσης συμπτώματα ανάλογα με αυτά της έναρξης του τοκετού.
Η ανασφάλεια επαυξάνεται από το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι πόνοι διαστολής υποχωρούν για σημαντικό χρονικό διάστημα και επανέρχονται αργότερα, και τούτο μπορεί να κρατήσει για αρκετές ημέρες ή ακόμα και εβδομάδες. Θα έπρεπε έτσι να δεχτεί κανείς ότι ο άνθρωπος αρχίζει να υπάρχει μόλις αυτοί εμφανιστούν και παύει να υπάρχει μόλις σταματή-
Σελ. 9
σουν, για να «ξαναγεννηθεί» και πάλι μετά την επανεμφάνισή τους. Μια τέτοια όμως σύλληψη της αρχής του ανθρώπου δεν ανταποκρίνεται στις σοβαρότατες συνέπειες που έχει η γέννησή του.
Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία του τοκετού δεν διαφέρει σε τίποτε από την διαδικασία αποβολής του εμβρύου σε προχωρημένο στάδιο, στον πέμπτο ή έκτο μήνα της κύησης. Αν λοιπόν δεχόμασταν ότι ο άνθρωπος αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία της γέννησης, τότε θα έπρεπε να θεωρείται ανθρωποκτονία κάθε θανάτωση του εμβρύου κατά την διάρκεια μιας αποβολής.
Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί αν ο τοκετός οριστεί για το ποινικό δίκαιο ως εκείνη η διαδικασία που έχει πιθανότητες να οδηγήσει σε έξοδο από το μητρικό σώμα ενός ζωντανού ανθρώπου. Ωστόσο, μια αποβολή κατά τον πέμπτο ή έκτο μήνα της κύησης έχει πολύ σοβαρές πιθανότητες να οδηγήσει στην γέννηση ζωντανού ανθρώπου. Απλώς αυτός, με βάση τις υπάρχουσες δυνατότητες, δεν αναμένεται να είναι βιώσιμος, στοιχείο το οποίο όμως δεν θεωρείται σημαντικό για την ύπαρξη του ανθρώπου. Αν πάλι ο τοκετός οριστεί ως η διαδικασία που οδηγεί στη γέννηση βιώσιμου ανθρώπου, τότε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί γιατί θεωρείται αναγκαία στην περίπτωση αυτή η βιωσιμότητα, ενώ είναι αδιάφορη μετά την έξοδο του παιδιού από το μητρικό σώμα.
Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί πως, κυρίως όταν η θανάτωση του εμβρύου γίνεται κατά τον όγδοο ή ένατο μήνα της κύησης, κατά τη διάρκεια καισαρικής τομής, η πράξη καθαυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ως ανθρωποκτονία ούτε ως διακοπή της κύησης όσο δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος υπάρχει πριν ακόμα εμφανιστεί στον εξωτερικό κόσμο. Αν λ.χ. ένας γιατρός με δική του ενέργεια προκαλεί τον θάνατο του εμβρύου μέσα στο μητρικό σώμα, η πράξη του αντικειμενικά μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως πράξη ανθρωποκτονίας είτε ως διακοπή της κύησης. Ο χαρακτήρας της εξαρτάται αποκλειστικά από τον δόλο του δράστη: εάν επεδίωκε να σκο-
Σελ. 10
τώσει το έμβρυο μέσα στο μητρικό σώμα, πρόκειται για διακοπή της κύησης· εάν αντίθετα επεδίωκε να γεννηθεί το παιδί ζωντανό και από αμέλεια προκάλεσε τον θάνατο, πρόκειται για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Ο χαρακτήρας όμως μιας πράξης εξαρτάται από το προσβαλλόμενο μέσω αυτής αγαθό και όχι από τον δόλο του δράστη.
Τέλος, προσδιορίζοντας την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης στο ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι η έννοια του ανθρώπου είναι, όπως ειπώθηκε, έννοια περιγραφική, αποδίδει δηλαδή ορισμένη κοινωνική πραγματικότητα αντιληπτή με την λειτουργία των αισθήσεων. Για τον λόγο αυτό, περιμένει κανείς το περιεχόμενό της να μη βρίσκεται σε διάσταση προς το περιεχόμενο που έχει προσλάβει η έννοια του ανθρώπου στην καθημερινή ζωή. Στην καθημερινή μας ζωή, ο άνθρωπος νοείται ως αυτοτελής οντότητα, με συγκεκριμένη εμφάνιση στον εξωτερικό κόσμο. Τέτοια οντότητα υπάρχει πράγματι μόνο από τη στιγμή που το παιδί έχει εξέλθει, έστω και κατά ένα μέρος, από το σώμα της μητέρας, έτσι ώστε να πιστοποιείται μέσα στον κοινωνικό χώρο η ανθρώπινή του υπόσταση.
Με τα δεδομένα αυτά, ορθότερη εμφανίζεται η άποψη που είχε υποστηριχθεί ήδη από τον βασικό συντάκτη του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, τον Χωραφά, ότι δηλαδή ο άνθρωπος αρχίζει να υπάρχει μόνο από τη στιγμή που εμφανίζεται, έστω και κατά ένα μέρος, ζωντανός στον εξωτερικό κόσμο.
Η άποψη αυτή έχει υιοθετηθεί ρητά πλέον από τον Έλληνα νομοθέτη στον Ποινικό Κώδικα του 2019. Πράγματι, στα άρθρα 304 παρ. 5 και 304 παρ. 2 ΠΚ, πράξεις που τελούνται κατά την διάρκεια του τοκετού και πριν την εμφάνιση του παιδιού στον εξωτερικό κόσμο αντιμετωπίζονται ως προσβολές του εμβρύου και όχι του ανθρώπου.
Σελ. 11
Οι διατάξεις αυτές συμβαδίζουν με την διάταξη του άρθρ. 303 ΠΚ. Το γεγονός ότι ο ποινικός νομοθέτης ορίζει στο άρθρο αυτό ότι ανθρωποκτονία μπορεί να τελεστεί και «κατά» τον τοκετό, δεν σημαίνει ότι αναφέρεται στην αρχή του τοκετού. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στην ιατρική επιστήμη, ο φυσιολογικός τοκετός αποτελείται από τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο διαρκεί ως το τέλος των συσπάσεων (ωδινών) διαστολής, έως ότου ολοκληρωθεί δηλαδή η διαδικασία προετοιμασίας του μητρικού σώματος για την έξοδο του παιδιού από αυτό. Στο δεύτερο στάδιο εντάσσονται οι συσπάσεις εξόδου (ωδίνες εξώθησης), και το στάδιο αυτό ολοκληρώνεται με την εμφάνιση του παιδιού στον εξωτερικό κόσμο. Τέλος, το τρίτο και τελευταίο στάδιο του τοκετού περιλαμβάνει τον αποχωρισμό του παιδιού από τη μητέρα, την απομάκρυνση του πλακούντα, την πρόσδεση του ομφάλιου λώρου κ.λπ. Εάν λοιπόν η μητέρα σκοτώνει το νεογέννητο παιδί της μόλις εμφανισθεί στον εξωτερικό κόσμο, αλλά πριν ακόμα αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος, τελεί την πράξη της «κατά» τον τοκετό και η πράξη της αυτή συνιστά ανθρωποκτονία, στην ειδικότερη μορφή της παιδοκτονίας.
Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι στο πλαίσιο του νέου Ποινικού Κώδικα δεν αφήνεται περιθώριο αμφιβολιών ως προς το σημείο έναρξης της ανθρώπινης ζωής, ως αυτοτελούς έννομου αγαθού: ο άνθρωπος αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο, έστω κι αν δεν είναι βιώσιμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει να υπάρχει στον κοινωνικό χώρο μια αυτοτελής οντότητα που δεν εξαρτάται πλέον οργανικά κατ’ απόλυτο τρόπο από το μητρικό σώμα και που για τον λόγο αυτό μπορεί πλέον να είναι «υποκείμενο δικαίου», φορέας δικαιωμάτων και έννομων αγαθών.
(ii) Το στοιχείο της βιωσιμότητας του νέου ανθρώπου
Όταν ο άνθρωπος εμφανίζεται ζωντανός στον εξωτερικό κόσμο, έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτός ως μία αυτοτελής ανθρώπινη οντότητα, δεν ενδιαφέρει εάν μπορεί να ζήσει για πολύ έξω από το μητρικό σώμα, αν είναι αρτιμελής ή αν παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Έτσι, άνθρωπος θεωρείται και το έμβρυο που με σκοπό διακοπής της κύησης έχει γεννηθεί ζωντανό, μολονότι δεν έχει καμία πιθανότητα να ζήσει για πολύ αυτοδύναμα. Άνθρωπος θεωρείται επίσης το νεογνό που μπορεί να πάσχει από ανεγκεφαλία ή σοβαρές παραμορφώσεις ή δυσπλασίες. Δεν θεωρείται αντίθετα άνθρωπος το έμβρυο που έχει εκφυλιστεί και αποβληθεί από τον γυναικείο οργανισμό (μύλη).
Σελ. 12
(iii) Τα μορφικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου
Ιδιαίτερος προβληματισμός έχει αναπτυχθεί για την ένταξη στην έννοια του ανθρώπου και νεογέννητων που δεν έχουν καν ανθρώπινη μορφή (τεράτων) όπως λ.χ. νεογέννητων που έχουν τα χαρακτηριστικά κάποιου ζώου. Αυτά δεν μπορούν βέβαια κατά κανόνα να ζήσουν για πολύ, το ερώτημα όμως που δημιουργείται είναι εάν προστατεύονται ως άνθρωποι για όσο χρόνο ζουν.
Κατά μία άποψη, καθετί που γεννιέται από γυναίκα είναι άνθρωπος, έστω κι αν δεν έχει ανθρώπινη μορφή, και επομένως η θανάτωσή του συνιστά πράξη ανθρωποκτονίας. Κατ’ άλλη άποψη, αντίθετα, εάν το νεογέννητο δεν έχει καν ανθρώπινη μορφή, δεν είναι άνθρωπος και επομένως δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο εγκλημάτων κατά της ζωής.
Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη άποψη. Εφόσον ο άνθρωπος προστατεύεται ως συγκεκριμένο βιολογικό είδος, πρέπει να έχει τουλάχιστον τα βασικά χαρακτηριστικά που τον εντάσσουν στο είδος αυτό. Στις εξαιρετικές λοιπόν έστω περιπτώσεις που το νεογέννητο δεν έχει καν ανθρώπινη μορφή, η θανάτωσή του δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ανθρωποκτονία.
(β) Η έννοια του θανάτου στο ποινικό δίκαιο
(i) Η οριστική παύση της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 γινόταν δεκτό στο ποινικό δίκαιο ότι ο άνθρωπος παύει να υπάρχει όταν σταματά οριστικά η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή. Η ανάπτυξη ωστόσο των δυνατοτήτων τεχνητής συνέχισης της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος, η δυνατότητα αποκατάστασης της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού, καθώς και οι πρώτες μεταμοσχεύσεις αποκάλυψαν τις αδυναμίες της συγκεκριμένης αυτής θεώρησης. Ο άνθρωπος από τον οποίο οι γιατροί αφαιρούσαν όργανα για μεταμόσχευση θεωρούνταν συχνά ζωντανός για το ποινικό δίκαιο.
Ένα περιστατικό, που απασχόλησε τα δικαστήρια των ΗΠΑ, αποκαλύπτει με σαφήνεια τα προβλήματα που δημιουργούσε ο παλαιός ορισμός:
Ο οικοδόμος Α εισήχθη στη χειρουργική κλινική με συντετριμμένο το κρανίο μετά από ένα ατύχημα. Ο γιατρός Β τον συνέδεσε με μηχάνημα τεχνητής αναπνοής και μόλις διαπίστωσε την πλήρη νέκρωση του εγκεφάλου, αφαίρεσε την καρδιά και τη μεταμόσχευσε σε άλλο άνθρωπο. Εφό-
Σελ. 13
σον όμως δεν είχε σταματήσει ούτε η αναπνοή ούτε η κυκλοφορία του αίματος, ο άνθρωπος από τον οποίο αφαιρέθηκε η καρδιά ήταν ζωντανός για το ποινικό δίκαιο και επομένως η αφαίρεση της καρδιάς στοιχειοθετούσε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.
Ανάλογο πρόβλημα δημιουργήθηκε κατά την εκτίμηση πράξεων προσβολής του ανθρώπου μετά την παύση της λειτουργίας της καρδιάς, ενώ όμως υπήρχε ακόμα η δυνατότητα σύνδεσης με μηχάνημα τεχνητής αναπνοής.
Σ’ ένα παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Williams, ενώ είχε σταματήσει η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή του πλούσιου Α και ενώ ο γιατρός του Β ετοιμαζόταν να τον συνδέσει με μηχάνημα τεχνητής αναπνοής, επενέβη ο κληρονόμος Γ και χτύπησε τον Α με μαχαίρι στην καρδιά. Στην περίπτωση αυτή, η πράξη του Γ, εφόσον έμενε κανείς στον παλιό ορισμό για τον χρόνο του θανάτου, στρεφόταν εναντίον νεκρού και δεν μπορούσε επομένως να θεωρηθεί πράξη ανθρωποκτονίας.
Ταυτόχρονα έγινε κατανοητό, ότι τη νομική επιστήμη δεν μπορούσε να την αφήνει αδιάφορη το γεγονός ότι ο θάνατος δεν είναι πράγματι ένα «στιγμιαίο συμβάν» -όπως η παύση της αναπνοής ή της κυκλοφορίας του αίματος- αλλά μια ολόκληρη διαδικασία σταδιακής νέκρωσης των οργάνων του σώματος. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής τα κύτταρα επιμέρους οργάνων έχουν διαφορετικό χρόνο «επαναφοράς» στη ζωή, το χρονικό δηλαδή διάστημα κατά το οποίο μπορούν να επιβιώσουν χωρίς αιμάτωση διαφοροποιείται σημαντικά. Έχει αποδειχθεί ότι πρώτα, σε τρία έως τέσσερα λεπτά αφού σταματήσει η κυκλοφορία του αίματος, νεκρώνεται ο εγκέφαλος. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί σε οκτώ έως δώδεκα λεπτά αν συντρέχουν συγκεκριμένες συνθήκες, όπως λ.χ. υπερβολικό ψύχος. Αντίθετα, άλλα όργανα, όπως το συκώτι, οι πνεύμονες, η καρδιά κ.λπ. έχουν μεγαλύτερο χρόνο επαναφοράς. Για την καρδιά λ.χ. θεωρείται στην ιατρική ότι ο χρόνος επαναφοράς κυμαίνεται από τριάντα λεπτά ως μιάμιση ώρα. Από τα στοιχεία αυτά φάνηκε ότι μια καθυστερημένη επαναφορά της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος, μπορεί να ξαναθέσει σε λειτουργία κάποια όργανα του σώματος, μολονότι κάποια άλλα, και πρωτ’ απ’ όλα βέβαια ο εγκέφαλος, θα έχουν ήδη οριστικά νεκρωθεί.
Σελ. 14
(ii) Ο εγκεφαλικός θάνατος
Με τα δεδομένα αυτά, από όλη τη διαδικασία του θανάτου θα πρέπει να απομονώσει κανείς εκείνο το χρονικό σημείο κατά το οποίο διαπιστώνεται μια τέτοια μεταβολή στην ανθρώπινη υπόσταση, που εμφανίζει πράγματι δικαιολογημένη την άρση της ποινικής προστασίας. Τρεις πιθανές εκδοχές υπάρχουν για τον προσδιορισμό του σημείου αυτού: Είτε θα δεχτεί κανείς ότι ο άνθρωπος είναι νεκρός από την στιγμή που αρχίζει η διαδικασία νέκρωσης είτε θα επιλέξει την νέκρωση ενός σημαντικού οργάνου του σώματος ως χρόνο πλασματικής επέλευσης του θανάτου είτε θα περιμένει να ολοκληρωθεί η διαδικασία του θανάτου με την παύση της λειτουργίας και του τελευταίου οργάνου του σώματος.
Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία λύση μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η πρώτη, γιατί η έναρξη της διαδικασίας του θανάτου δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση και την πραγματική επέλευσή του. Η ιατρική διαθέτει πολλά μέσα για να ανακόψει την πορεία προς τον θάνατο. Ούτε όμως και χρειάζεται να νεκρωθούν όλα τα όργανα, για να μιλήσουμε για θάνατο. Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι ένα απλό άθροισμα επιμέρους οργάνων, ώστε να μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο άνθρωπος εξακολουθεί να υπάρχει επειδή λειτουργούν ακόμα κάποια όργανα του σώματός του, επειδή λ.χ. μεγαλώνουν ακόμα τα μαλλιά ή τα νύχια του. Ο άνθρωπος εξακολουθεί να υπάρχει όταν, παρά την ενδεχόμενη ύπαρξη επιμέρους προβλημάτων, ο οργανισμός του, ως ενιαίο σύστημα λειτουργιών, παραμένει ζωντανός. Πρέπει γι’ αυτό από όλη την διαδικασία του θανάτου να απομονώσει κανείς εκείνο το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ανθρώπινος οργανισμός, ως ενιαίο σύστημα λειτουργιών, δεν μπορεί πια να λειτουργήσει αυτοδύναμα. Και αυτό το χρονικό σημείο δεν μπορεί να είναι άλλο από τη νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους. Όχι επειδή αυτό είναι το όργανο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα ή του προσφέρει το στοιχείο της υπεροχής, αλλά επειδή, με καθαρά φυσιοκρατικά κριτήρια, η νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους αφενός είναι, με τις μέχρι στιγμής γνώσεις της ιατρικής, αμετάκλητη και αφετέρου συνεπάγεται και την οριστική αδυναμία φυσιολογικής λειτουργίας όλων των υπόλοιπων οργάνων του σώματος, αφού εκεί βρίσκεται το κέντρο παροχής εντολών που επιτρέπει την λειτουργία τους. Η θέση αυτή ως προς το χρονικό σημείο επέλευσης του θανάτου επικρατεί απόλυτα σήμερα τόσο στον χώρο της ιατρικής όσο και στον χώρο της νομικής επιστήμης.
Σελ. 15
Το χρονικό σημείο επέλευσης του θανάτου – όπως αυτό προσδιορίστηκε παραπάνω – δεν πρέπει να συγχέεται με τον τρόπο πιστοποίησης του θανάτου. Ο εγκεφαλικός θάνατος (η οριστική νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους) μπορεί να διαγνωσθεί μόνο στις ΜΕΘ, με μια συγκεκριμένη διαδικασία, που προσδιορίζεται με αυστηρότητα από τον νομοθέτη. Όταν ο ασθενής πεθαίνει στο σπίτι του, ο γιατρός επιβεβαιώνει κατ’ ανάγκη τον θάνατο στηριζόμενος στην μη αναστρέψιμη παύση της λειτουργίας της καρδιάς και της αναπνοής. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ν. 5034/2023, προκειμένου να διευκολύνει την πραγματοποίηση των μεταμοσχεύσεων, δεν επιμένει στην διαπίστωση του εγκεφαλικού θανάτου, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά αντίθετα ορίζει (άρθρο 28) ότι η πιστοποίηση του θανάτου προϋποθέτει «την μη αναστρέψιμη απώλεια της λειτουργίας του εγκεφαλικού στελέχους (εγκεφαλικός θάνατος) ή την μη αναστρέψιμη παύση της καρδιακής λειτουργίας (καρδιακός θάνατος)». Όταν ο γιατρός διαπιστώνει τον θάνατο με αυτόν τον τρόπο, ο ασθενής είναι ήδη εγκεφαλικά νεκρός.
1.1.4. Ο «απόλυτος» χαρακτήρας της προστασίας της ζωής
(α) Οι θέσεις σχετικά με τον απόλυτο χαρακτήρα της προστασίας της ζωής
Συχνά στην επιστήμη διατυπώνεται η άποψη ότι η ποινική προστασία που προσφέρει ο νομοθέτης στο έννομο αγαθό της ζωής είναι «απόλυτη».
Εάν με αυτό εννοείται ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς αξία ή ότι η αξία της ζωής δεν εξαρτάται από την αξία που αποδίδει ο ίδιος ο άνθρωπος ή το κοινωνικό σύνολο στη ζωή του, τότε βέβαια η πιο πάνω θέση είναι ορθή. Με την αναφορά εντούτοις στον απόλυτο χαρακτήρα της ποινικής προστασίας της ζωής υπονοείται συχνά ότι η ζωή προστατεύεται «αιώνια» και «απεριόριστα». «Κατά συνεπή εφαρμογήν της σκέψεως περί του απολύτου χαρακτήρος της προστασίας της ανθρωπίνης ζωής», σημειώνει ο Ανδρουλάκης, «δεν είναι νοητή η ύπαρξις συνθηκών υφ’ άς η θανάτωσις ετέρου τινος ανθρώπου παρίσταται ως δεδικαιολογημένη».
Σελ. 16
(β) Επιφυλάξεις ως προς τον πράγματι απόλυτο χαρακτήρα της παρεχόμενης στη ζωή προστασίας
Το έννομο αγαθό δεν θα πρέπει ωστόσο να συγχέεται με το φυσικό δικαίωμα κάθε προσώπου στη ζωή του. Με την αναγωγή των αγαθών σε έννομα, το κράτος προσδιορίζει αυτό τα όρια της προστασίας τους και κατά λογική αναγκαιότητα κατά τέτοιο τρόπο ώστε ούτε η «αυθεντία» του να θίγεται ή να αμφισβητείται ούτε θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης, η διατάραξη των οποίων θα κλόνιζε τα θεμέλια της ύπαρξής του, να προσβάλλονται. Για τους λόγους αυτούς η ποινική προστασία που προσφέρεται στη ζωή είναι προφανώς σχετική. Προσβολές της ζωής δικαιολογούνται όταν γίνονται για την προάσπιση της κρατικής αυθεντίας ή την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνικής ζωής, ενώ η προστασία της ζωής οριοθετείται ταυτόχρονα και από την προστασία των έννομων αγαθών και των δικαιωμάτων άλλων προσώπων.
Ειδικότερα, η προσβολή της ζωής θεωρείται κατ’ αρχήν επιτρεπτή στη διάρκεια του πολέμου, εφόσον γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά και σε περίοδο ειρήνης, όταν είναι επιβεβλημένη για την προστασία του ατόμου από άδικες πράξεις βίας σε βάρος του ή σε βάρος τρίτων. Προσβολές της ζωής για την καταστολή στάσης ή εσχάτης προδοσίας θεωρούνται επίσης επιτρεπτές, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρ. 2 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας της ζωής φαίνεται εξάλλου και από τη θεσμοθετημένη λειτουργία πηγών κινδύνου για το έννομο αυτό αγαθό. Αν η προστασία της ανθρώπινης ζωής ήταν απόλυτη, θα έπρεπε να απαγορεύεται και να τιμωρείται οποιαδήποτε δραστηριότητα που μπορεί να θέτει όρους κινδύνου ή να βλάπτει το έννομο αγαθό. Τούτο ασφαλώς δεν ισχύει, καθώς η «ανάπτυξη» της σύγχρονης κοινωνίας στηρίζεται στην αναγνώριση και την αποδοχή λειτουργιών που συνεπάγονται σοβαρότατους κινδύνους για τη ζωή. Η λειτουργία πυρηνικών εργοστασίων, η μόλυνση του περιβάλλοντος από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την κίνηση των οχημάτων, ο εξοπλισμός των κρατών με πυρηνικά όπλα κ.λπ. δημιουργούν σοβαρότατους κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων. Οι κίνδυνοι αυτοί θεωρούνται εντούτοις επιτρεπτοί –από όλες μάλιστα τις έννομες τάξεις– για λόγους εθνικής ασφάλειας, ανάπτυξης ή εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνικής ζωής. Η ίδια λοιπόν η κοινωνική ζωή ή το κράτος για τον εαυτό του (ανεξάρτητα από τις υφιστάμενες κοινωνικές ανάγκες) αναγνωρίζει χώρους επιτρεπόμενης κινδυνώδους –για την ανθρώπινη ζωή– δράσης.
Ιδιαίτερη συζήτηση έγινε εξάλλου για τη σχέση της ζωής με προσωποπαγή αγαθά άλλων, στις περιπτώσεις, ειδικότερα, που η προάσπισή της θίγει το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και την αξιοπρέπεια ενός άλλου ατόμου.
Σελ. 17
Το παράδειγμα που μνημονεύεται συνήθως για την ανάπτυξη της σχετικής προβληματικής είναι εκείνο του γιατρού, ο οποίος με τη βία παίρνει αίμα από ανύποπτο διαβάτη προκειμένου να σώσει την ζωή ενός τραυματία που δεν μπορούσε να σωθεί διαφορετικά.
Αν δεχόμασταν ότι η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι απόλυτη, θα έπρεπε λογικά να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε προσβολή της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας άλλου, προκειμένου να σωθεί η ζωή, μπορεί να θεωρείται δικαιολογημένη. Επιχείρημα προς την κατεύθυνση αυτή προσφέρει άλλωστε και το άρθρ. 25 ΠΚ, εφόσον μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση άμεσος και διαφορετικά αναπότρεπτος κίνδυνος που απειλεί ένα έννομο αγαθό σημαντικά υπέρτερο στην αφηρημένη του όψη από εκείνο το οποίο θίγεται.
Τα πράγματα δεν είναι όμως έτσι όπως από πρώτη άποψη φαίνονται. Στη θεωρία γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση βίας για τη λήψη ενός νεφρού ή άλλου οργάνου ή ακόμα και αίματος από έναν τυχαίο περαστικό προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αναγκαία μεταμόσχευση ή μετάγγιση σε ασθενή του οποίου η ζωή δεν μπορούσε με διαφορετικό τρόπο να σωθεί. Τέτοιου είδους πράξεις, υποστηρίζεται, που υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε «κονσέρβα» οργάνων ή αίματος και έτσι προσβάλλουν κατάφωρα την αξιοπρέπειά του, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Η ανάγκη επομένως σωτηρίας της ζωής ενός ατόμου – ακόμα κι αν είναι άμεση – δεν μπορεί να δικαιολογήσει σε καμία περίπτωση την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός άλλου ατόμου και, με την έννοια αυτή, η συνταγματικά κατοχυρωμένη αξίωση για σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας οριοθετεί και «σχετικοποιεί» τελικά την προστασία όλων των έννομων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης και της ζωής.
1.1.5. Το πρόβλημα της ευθανασίας
(α) Η έννοια της ευθανασίας
Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, ο όρος «ευθανασία» δεν συναντάται σε κάποιο κανόνα δικαίου. Το νόημά του προσδιορίζεται από την επιστήμη, που του έχει δώσει ένα εξαιρετικά ευρύ περιεχόμενο. Περιλαμβάνει αρχικά την καταδώρηση ενός ανώδυνου θανάτου σε εκείνους
Σελ. 18
που πεθαίνουν με επώδυνο τρόπο λόγω ασθένειας, ατυχήματος ή γήρατος. Περιλαμβάνει όμως επίσης και την θανάτωση νεογνών που γεννιούνται με σοβαρά προβλήματα υγείας, ατόμων που έχουν περιέλθει κατά αμετάκλητο τρόπο σε κώμα ή ατόμων που βρίσκονται συνδεδεμένα με μηχανήματα τεχνητής διατήρησης στη ζωή, ακόμα κι όταν δεν αισθάνονται πόνο ούτε η επέλευση του θανάτου είναι επικείμενη. Η σύμφωνη γνώμη του ασθενούς στην πράξη της ευθανασίας δεν θεωρείται σημαντική για την οριοθέτηση της έννοιας αυτής. Η πράξη μπορεί να εμφανίζεται ως πραγμάτωση της προηγούμενης απαίτησης του θύματος ή να γίνεται με την συναίνεσή του, μπορεί όμως να στηρίζεται και σε πρωτοβουλία εκείνου που την τελεί ή τρίτου.
Η ποινική αξιολόγηση όλων αυτών των συμπεριφορών δεν γίνεται με ενιαίο τρόπο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, ούτε και στην Ελλάδα. Στηρίζεται αντίθετα σε επιμέρους διακρίσεις, με πρώτη τη διάκριση μεταξύ επιθανάτιας αρωγής, ενεργητικής ευθανασίας και παθητικής ευθανασίας.
(β) Η επιθανάτια αρωγή
Επιθανάτια αρωγή είναι η υποβοήθηση ενός ατόμου που πεθαίνει με επώδυνο τρόπο, ώστε να μην υποφέρει ή να υποφέρει λιγότερο. Στις περιπτώσεις αυτές, ο γιατρός δεν συντομεύει τη ζωή, αλλά χρησιμοποιεί αναισθητικά ή ναρκωτικά φάρμακα, τα οποία συχνά προκαλούν πλήρη παράλυση της συνείδησης και απαλλάσσουν τον ασθενή από την επιθανάτια αγωνία (επιθανάτια αρωγή). Η πράξη του γιατρού δεν είναι βέβαια αξιόποινη, στο μέτρο που δεν πραγματώνεται καν η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας: ο γιατρός δεν προκαλεί τον θάνατο, αλλά τον κάνει «καλύτερο» (κατά κυριολεξία ευθανασία).
(γ) Η ενεργητική ευθανασία
(i) Η ευθεία ενεργητική ευθανασία
Ευθεία ενεργητική ευθανασία υπάρχει όταν κάποιος προκαλεί τον θάνατο ενός ατόμου, το οποίο βρίσκεται σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, χορηγώντας του ουσίες ή χρησιμοποιώντας άλλα μέσα που επισπεύδουν άμεσα τον θάνατο. Οι πράξεις αυτές εντάσσονται στη νομοτυπική μορφή είτε της ανθρωποκτονίας κατ’ απαίτηση, όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρ. 300 ΠΚ, είτε της βασικής μορφής της ανθρωποκτονίας κατά το άρθρ. 299 ΠΚ και εμπεριέχουν, επομένως, αρχικό άδικο.
Ο τελικά άδικος χαρακτήρας τους έχει ωστόσο αμφισβητηθεί από την θεωρία. Έχει, ειδικότερα, υποστηριχθεί ότι ο άδικος χαρακτήρας των συγκε-
Σελ. 19
κριμένων πράξεων αίρεται, επειδή γίνονται για το αληθινό συμφέρον του ασθενούς. Η θέση όμως αυτή επικρίθηκε ως βαθύτατα αντιφατική. Όταν ο άνθρωπος παύει να υπάρχει δεν φαίνεται πώς μπορεί ταυτόχρονα να γίνεται δεκτό ότι ωφελείται από την προσβολή της ζωής του. Έτσι, κατά την απολύτως επικρατούσα σήμερα άποψη, η ευθεία ενεργητική ευθανασία συνιστά σε κάθε περίπτωση μια τελικά άδικη πράξη. Ο δράστης της πράξης αυτής θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητος μόνο αν συντρέχουν λόγοι άρσης του καταλογισμού του, όπως είναι κυρίως η υπέρβαση του ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητας (άρθρ. 33 ΠΚ).
(ii) Η έμμεση ενεργητική ευθανασία
Η έμμεση ενεργητική ευθανασία διαφέρει ουσιωδώς από την προηγούμενη συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή, τελείται μια ιατρική πράξη, μια πράξη, δηλαδή, που είναι ενδεδειγμένη για την αντιμετώπιση της κατάστασης του ασθενούς - που μπορεί λ.χ. να μειώνει τον πόνο ή να αυξάνει το προσδόκιμο της ζωής του - και ο θάνατος προκαλείται ως πιθανή παρενέργεια της συγκεκριμένης πράξης. Στο μέτρο που ο θάνατος έχει πάντως επέλθει από την πράξη αυτή, πληρούται και πάλι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, και άρα η πράξη είναι αρχικά άδικη. Ο άδικος χαρακτήρας της μπορεί ωστόσο να αρθεί όταν συντρέχουν οι όροι της επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης, όταν δηλαδή (Ι) η αγωγή θεωρείται ενδεδειγμένη για τον συγκεκριμένο ασθενή με βάση την εγγύτητα του θανάτου, το ποσοστό κινδύνου προσβολής της ζωής, την ένταση των πόνων κ.λπ., (ΙΙ) υπάρχει πλήρης ενημέρωση του ασθενούς σχετικά με τις πιθανές παρενέργειες της αγωγής, (ΙΙΙ) ο ασθενής έχει συναινέσει στην υιοθέτησή της και (ΙV) η αγωγή έχει εφαρμοστεί lege artis από τον αρμόδιο γιατρό.
(δ) Η παθητική ευθανασία
Η παθητική ευθανασία διαφέρει από την ενεργητική ως προς τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος. Η ενεργητική ευθανασία προϋποθέτει πράξη. Αντίθετα, η παθητική ευθανασία συνίσταται σε παράλειψη, σε αποχή δηλαδή από την εφαρμογή ή συνέχιση μιας θεραπευτικής αγωγής. Εδώ θα πρέπει κανείς να διακρίνει τις εξής περιπτώσεις:
Σελ. 20
(i) Ο ασθενής αρνείται την θεραπεία
Όταν ο ασθενής αρνείται την έναρξη ή τη συνέχιση μιας θεραπείας, είτε δεν συνάπτεται ποτέ συμφωνία θεραπείας με τον γιατρό του είτε η σχέση που έχει δημιουργηθεί με αυτόν λήγει και επομένως ο τελευταίος δεν έχει πια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση δράσης σύμφωνα με το άρθρ. 15 ΠΚ. Όταν λοιπόν παραλείπει μια πράξη που θα μπορούσε να ανακόψει την εξέλιξη του κινδύνου προς την βλάβη του έννομου αγαθού, δεν πληρούται καν από την πλευρά του η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με παράλειψη. Αυτό βεβαίως ισχύει εφόσον η δήλωση του ασθενούς είναι έγκυρη, εφόσον δηλαδή υπάρχει πλήρης ενημέρωσή του για την κατάσταση της υγείας του και ο ίδιος έχει πλήρη συνείδηση της σημασίας της δήλωσής του. Οι λεγόμενες «διαθήκες ευθανασίας», που υπογράφονται πριν δημιουργηθεί το πρόβλημα της υγείας, δεν είναι αρκετές για την άρση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, όσο δεν έχει ακόμα θεσπιστεί το νομοθετικό πλαίσιο που θα επιτρέπει την αξιοποίησή τους και θα προσδιορίζει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θα συντάσσονται.
(ii) Ο ασθενής ζητεί τη θεραπεία
Όταν ο ασθενής ή οι συγγενείς του δηλώνουν ότι επιθυμούν να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την παράταση της ζωής, υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του γιατρού για τη λήψη των μέτρων αυτών όταν ο ίδιος έχει αναλάβει την θεραπευτική αγωγή ή είναι υποχρεωμένος βάσει του νόμου να την αναλάβει, και επομένως η παράλειψή του συγκροτεί τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας κατά τα άρθρ. 299 και 15 ΠΚ, της οποίας ο άδικος χαρακτήρας δεν μπορεί να αρθεί.
(iii) Ο ασθενής αδυνατεί να εκφράσει έγκυρη βούληση
Όταν ο ασθενής δεν είναι σε θέση να αποφασίσει ή να εκφράσει έγκυρα την βούλησή του, τότε ο γιατρός είναι υποχρεωμένος κατ’ αρχήν να παίρνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την παράταση της ζωής, ακόμα κι αν αυτή ταυτίζεται με παράταση των πόνων, εφόσον υφίσταται ακόμα η δυνατότητα φυσικής - βιολογικής λειτουργίας του οργανισμού. Η υποχρέωση του γιατρού λήγει μόνο όταν η αυτόνομη βιολογική λειτουργία του οργανισμού, έστω και με κάποια μηχανική υποστήριξη, δεν είναι πια εφικτή. Εάν λοιπόν ο γιατρός παραλείπει να λάβει μέτρα παράτασης της ζωής πριν από το χρονικό εκείνο σημείο, πληρούται από την πλευρά του η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με παράλειψη, της οποίας ο άδικος χαρακτήρας δεν μπορεί να αρθεί.