ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Μετά τον Ν 5090/2024

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 27,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21071
Ορφανός Σ.
Αϊδινλής Σ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 208
  • ISBN: 978-618-08-0467-6

Το βιβλίο «Εγκλήματα κατά των Τηλεπικοινωνιών» αποτελεί συστηματική μελέτη των άρθρων 292Α-292Ε ΠΚ και των άρθρων 370-370ΣΤ ΠΚ, μετά τον Ν 5090/2024, της ελληνικής νομολογίας και της νομολογίας του ΔΕΕ. Εξετάζονται τα συγκεκριμένα ζητήματα και ανιχνεύονται ορισμένα κρίσιμα πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα, όπως είναι:

| η ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας, της φύσης και του σκοπού των εγκλημάτων κατά των τηλεπικοινωνιών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο

| το προστατευόμενο έννομο αγαθό, τα βασικά εγκλήματα, οι επιβαρυντικές περιστάσεις, οι προβλεπόμενες ποινές των εγκλημάτων και η συμβατότητά τους με το Σύνταγμα, τα δικονομικά ζητήματα, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις κτλ

| οι θεμελιώδεις αρχές «nullum crimen nulla poena sine lege certa», της αναλογικότητας κτλ

| η έννοια και τα χαρακτηριστικά των τηλεπικοινωνιών, των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, του απορρήτου των επικοινωνιών και ειδικοτερα των τηλεπικοινωνιών, της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων (Ν 5002/2022) και της αντιμετώπισης των εγκλημάτων κατά των τηλεπικοινωνιών στον ΠΚ

| η σχετική ευρωπαϊκή νομολογία

| η νομοθετική ρύθμιση των τηλεπικοινωνιών σε ξένες έννομες τάξεις

| οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στο πεδίο των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα

| τα καταληκτικά συμπεράσματα και οι προτάσεις τροποποίησης του σχετικού νομοθετικού πλαισίου

| όλες οι βασικές νομικές πτυχές Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου αναφορικά με τα επίμαχα ζητήματα κ.ά.

Το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε δικηγόρους, δικαστές, εισαγγελείς, φοιτητές νομικής, ερευνητές και πάσης φύσεως νομικούς επιστήμονες, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το Ουσιαστικό και Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο και τις προεκτάσεις του.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ποινική προστασία των τηλεπικοινωνιών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

Ι. Η έννοια των τηλεπικοινωνιών 25

ΙΙ. Η έννοια των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων 27

ΙΙΙ. Το απόρρητο των επικοινωνιών 28

IV. Το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών 36

V. H άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση
εγκλημάτων (Ν 5002/2022) 47

VI. Η αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά των τηλεπικοινωνιών
στον ΠΚ 63

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Τα επιμέρους εγκλήματα κατά των τηλεπικοινωνιών στον ΠΚ

I. Τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών
(Άρθρο 292Α ΠΚ) 67

ΙΙ. Η παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων (Άρθρο 292Β ΠΚ)
και οι προπαρασκευαστικές πράξεις της (Άρθρο 292Γ ΠΚ) 72

ΙΙΙ. Οι προσβολές του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών του κοινού
(Άρθρο 292Δ ΠΚ) 77

IV. Η παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών (Άρθρο 292Ε ΠΚ) 79

V. Η παραβίαση του απορρήτου των εγγράφων (Άρθρο 370 ΠΚ) 82

 

VI. Η παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας
και προφορικής συνομιλίας (Άρθρο 370Α ΠΚ) 84

VII. Η παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών ή σε δεδομένα
(Άρθρο 370Β ΠΚ) 87

VIII. Τα εγκλήματα των άρθρων 370Γ, 370Δ και 370Ε ΠΚ 90

ΙΧ. Η απαγόρευση διακίνησης λογισμικών, συσκευών
παρακολούθησης και άλλων δεδομένων (Άρθρο 370ΣΤ ΠΚ) 96

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η διατήρηση των δεδομένων και οι αποδεικτικές απαγορεύσεις
στο πεδίο των τηλεπικοινωνιών

Ι. Η ευρωπαϊκή νομολογία για τις τηλεπικοινωνίες 99

II. Η νομοθετική ρύθμιση των τηλεπικοινωνιών σε ξένες έννομες τάξεις 110

ΙΙΙ. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στο πεδίο των τηλεπικοινωνιών
στην Ελλάδα 112

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 119

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 125

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 165

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 173

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 177

ΛΗΜΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 179

Σελ. 1

Κεφάλαιο Πρώτο

Η ποινική προστασία των τηλεπικοινωνιών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Καταρχάς, σημειώνεται πως στα πλαίσια των πρόσφατων συνταρακτικών εξελίξεων, τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, τα εγκλήματα κατά των τηλεπικοινωνιών αποτελούν ειδικά σήμερα, εν έτει 2024, ένα άκρως επίκαιρο ζήτημα, το οποίο ασφαλώς χρήζει μιας ενδελεχούς δογματικής ανάλυσης, αλλά και αντίστοιχα μιας εκτενούς νομολογιακής προσέγγισης, προκειμένου να καταστεί όσο το δυνατό γίνεται πιο εφικτή η επίτευξη του απώτερου στόχου της κατανόησης των αντίστοιχων κρίσιμων νομικών εννοιών, αλλά και να αποτυπωθούν εναργώς οι

Σελ. 2

θέσεις μας για το πως θα πραγματωθεί η αποτελεσματική καταπολέμηση του επίμαχου κοινωνικού και εγκληματικού φαινομένου.

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι τα επίκαιρα νομικά ζητήματα των επίμαχων εγκλημάτων κατά των τηλεπικοινωνιών, σχετίζονται πρωτίστως με το ουσιαστικό ποινικό

Σελ. 3

δίκαιο, το οποίο αναντίλεκτα βρίσκεται στα «όρια της δικαιοκρατικής δοκιμασίας». Αντίστοιχα, τα εγκλήματα αυτά σχετίζονται άμεσα με το δικονομικό

Σελ. 4

ποινικό δίκαιο, γεγονός το οποίο αδιαμφισβήτητα παρουσιάζει μια τεράστια σημασία για τη συγκεκριμένη προβληματική, αλλά και θα αναδειχθεί εκτενώς και εναργώς στη συνέχεια.

Σελ. 5

Ασφαλώς, η αποτελεσματική προστασία του καλούμενου ως «απορρήτου των επικοινωνιών» (και ειδικότερα του «απορρήτου των τηλεπικοινωνιών»), αλλά και των

Σελ. 6

τηλεπικοινωνιών (και ιδιαίτερα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των πολιτών), αποτελεί σήμερα μια άκρως «επιτακτική» ανάγκη, και αντίστοιχα μια σημαντική «πρόκληση» για το δημοκρατικό κράτος δικαίου. Αναντίρρητα, το «απόρρητο των τηλεπικοινωνιών» πλήττεται σε έναν σημαντικό βαθμό από ορισμένες εγκληματικές παρεμβάσεις, οι οποίες φρονούμε πως τόσο σε νομοθετικό επίπεδο, όσο και σε πρακτικό επίπεδο, πρέπει να καταπολεμηθούν ακόμη πιο αποτελεσματικά στο άμεσο μέλλον από τον ποινικό νομοθέτη.

Σαφέστατα, η δογματική μας ανάλυση θα εστιάσει κυρίως στα εγκλήματα κατά των τηλεπικοινωνιών στην ελληνική έννομη τάξη, στα πλαίσια της οποίας καθίστατα-

Σελ. 7

ται τεράστια η συμβολή της δικαστικής εξουσίας, όπως και επιμέρους δικονομικών θεσμών, εκ των οποίων ξεχωρίζουμε φυσικά τον δικονομικό θεσμό των ενόρκων, τον αντίστοιχο θεμελιώδη δικονομικό θεσμό του ανακριτή, τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια (εις το εξής ΜΟΔ) και αντίστοιχα τα Μικτά Ορκωτά Εφετεία (εις το εξής

Σελ. 8

ΜΟΕ), τoν καινοτόμο δικονομικό θεσμό της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης και τον συναφή θεμελιώδη δικονομικό θεσμό της Ποινικής Διαπραγμάτευσης σε ορισμένες κρίσιμες ποινικές υποθέσεις, που είναι σε θέση να συμβάλουν σε σημαντικό βαθμό για την επίτευξη του στόχου της λειτουργικής αντιμετώπισης του επίμαχου κοινωνικού και εγκληματικού φαινομένου.

Επίσης, όπως θα αναδειχθεί εκτενώς στη συνέχεια, η καλούμενη ως «άρση του απορρήτου των επικοινωνιών» (και ιδιαίτερα των τηλεπικοινωνιών), είναι αδιαμφισβήτητα κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη του απώτερου σκοπού της καταπολέμησης πληθώρας δυσμενών κοινωνικών και εγκληματικών φαινομένων, όπως είναι το οργανωμένο έγκλημα (και συναφώς οι εγκληματικές οργανώσεις), καθότι

Σελ. 9

π.χ. θα μπορούσε να αναδείξει τον οποιοδήποτε πιθανό συσχετισμό των «συσσωματώσεων» αυτών με ήδη συνεστημένα πολιτικά κόμματα κ.ά. Άλλωστε, αναφέρεται πως μια τέτοια περίπτωση ανάδειξης του πιθανού συσχετισμού ενός πολιτικού κόμματος και μιας εγκληματικής οργάνωσης πραγματεύθηκε το σχετικό Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών 215/2015 (εις το εξής ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015).

Ειδικότερα, τονίζεται πως η εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ είναι κακούργημα, κάτι που προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 18 και 26 ΠΚ, και τιμωρείται αποκλειστικά εφόσον τελείται από τον φυσικό αυτουργό του με δόλο, ήτοι με πρόθεση. Επομένως, η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη είναι «υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης», ή αλλιώς «στενότερης αντικειμενικής υπόστασης», καθώς προκύπτει ότι υποκειμενικά απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης εκ μέρους του συγκροτήσαντος, δηλαδή ως προς τη δημιουργία της εγκληματικής οργάνωσης κυριολεκτικά «εκ του μηδενός», ή κάθε μέλους, ως προς την ένταξή του στην ήδη συγκροτηθείσα εγκληματική οργάνωση, και ταυτόχρονα ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος πρέπει να έχει και δόλο σκοπού, ήτοι άμεσο δόλο α’ βαθμού, κάτι που προκύπτει από τη χρή-

Σελ. 10

ση του όρου «που επιδιώκει», για τη διάπραξη περισσότερων του ενός κακουργημάτων, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ.

Παράλληλα, σημειώνεται πως ο ειδικός αυτός δόλος του φυσικού αυτουργού του εγκλήματος νοείται πάντοτε ως ενιαίος, δηλαδή τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης πρέπει να έχουν αποφασίσει πως η εγκληματική δραστηριότητά τους θα εκδηλωθεί σε μεγάλο βάθος χρόνου, με την τέλεση περισσότερων του ενός κακουργημάτων, και χωρίς απαραίτητα να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες των εγκλημάτων αυτών. Συνεπώς, αν κάποιο πρόσωπο εντάσσεται ως μέλος σε ήδη συγκροτηθείσα εγκληματική οργάνωση, και δεν «επιδιώκει», αλλά απλά «αποδέχεται» την τέλεση των σχεδιαζόμενων κακουργημάτων από αυτήν, δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί τελικά ως φυσικός αυτουργός του εγκλήματος του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, όμως μπορεί ενδεχομένως να χαρακτηριστεί ως συμμέτοχος, ήτοι ως άμεσος συνεργός ή απλός συνεργός στη διάπραξή του.

Επίσης, αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί ότι αν κάποιο πρόσωπο έχει ενταχθεί σε ήδη συγκροτηθείσα εγκληματική οργάνωση, αγνοώντας πάντως τους εγκληματικούς σκοπούς της, ή πιστεύοντας ότι οι σχεδιαζόμενες αξιόποινες πράξεις είναι διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ, ή αγνοώντας τα πραγματικά περιστατικά που «αναβαθμίζουν» το έγκλημα από πλημμέλημα σε κακούργημα του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, τότε υφίσταται στο πρόσωπό του πραγματική πλάνη, η οποία αποκλείει τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου. Εφόσον το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα δεν τιμωρείται όταν τελείται από αμέλεια, δε συντρέχει οποιαδήποτε ποινική ευθύνη του προσώπου αυτού για το έγκλημα του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ.

Περαιτέρω, αν σε άλλη περίπτωση το εμπλεκόμενο πρόσωπο νομίζει ότι οι σχεδιαζόμενες αξιόποινες πράξεις υπάγονται στην έννοια των κακουργημάτων του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, ενώ αυτά δεν υπάγονται, τότε συντρέχει η περίπτωση νομιζόμενου εγκλήματος, που αποτελεί αντίστροφη νομική πλάνη, αφού το συγκεκριμένο πρόσωπο νομίζει πράγματι ότι η πράξη του είναι αξιόποινη δυνάμει του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, ενώ αυτή δεν είναι. Όσον αφορά τη θέση της ελληνικής νομολογίας σχετικά με το νομικό ζήτημα της υποκειμενικής υπόστασης της συγκρό-

Σελ. 11

τησης της εγκληματικής οργάνωσης, ή της ένταξης σε ήδη συγκροτηθείσα εγκληματική οργάνωση, εντοπίζονται δύο «αντιμαχόμενες» δογματικές κατευθύνσεις, εκ των οποίων σύμφωνους μας βρίσκει μόνο η δεύτερη.

Δυνάμει της πρώτης δογματικής κατεύθυνσης της ελληνικής νομολογίας, η συμμετοχή σε ήδη συγκροτηθείσα εγκληματική οργάνωση δεν αποτελεί έγκλημα «υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης», ή αλλιώς «στενότερης αντικειμενικής υπόστασης», και έτσι για την πλήρωση της υποκειμενικής του υπόστασης, απαιτείται η συνδρομή του απαιτούμενου δόλου σύστασης ή ένταξης σε τέτοια οργάνωση, που αποσκοπεί στην τέλεση περισσοτέρων του ενός κακουργημάτων, δυνάμει του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ. Συχνά υποστηρίζεται στην ελληνική νομολογία πως απαιτείται η επίμαχη εγκληματική ομάδα να παρουσιάζει εσωτερική διάρθρωση και ιεραρχική δομή, ήτοι ότι τα νεότερα ή τα κατώτερα μέλη της υποτάσσουν τη βούλησή τους στα παλαιότερα ή στα ανώτερα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, και ότι όλοι μαζί, αδιαφόρως του αν αυτό επιτυγχάνεται ελεύθερα ή με την «καλλιέργεια» σχέσεων επιβολής και υποταγής μεταξύ των μελών, διαμορφώνουν νέα, ενιαία εγκληματική βούληση, αυτήν της εγκληματικής οργάνωσης, που κατευθύνεται προς την επίτευξη κοινού εγκληματικού σκοπού.

Προφανώς, ο κοινός αυτός σκοπός που είναι δυνατό να έχει οποιοδήποτε κίνητρο, κυρίως οικονομικό κίνητρο ή και άλλο υλικό κίνητρο, πρέπει να αναφέρεται στη διάπραξη κάποιου ή κάποιων κακουργημάτων, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ. Προσέτι, τα συγκεκριμένα κακουργήματα, δε χρειάζεται να είναι εκ των προτέρων καθορισμένα ως προς το είδος ή τις λεπτομέρειες τους, και κυρίως ως προς το αντικείμενο της διερευνώμενης αξιόποινης πράξης, ενώ πρέπει να προ-

Σελ. 12

βλέπονται με τρόπο, όπου η οποιαδήποτε αφηρημένη επιδίωξή τους αφενός χαρακτηρίζει τη συγκρότηση ή τη λειτουργία της εγκληματικής ομάδας, και αφετέρου εμπίπτει στη γνώση και στη βούληση καθενός από εκείνους που συγκροτούν ή εντάσσονται σε αυτήν.

Ακόμη, δυνάμει της δεύτερης τάσης της ελληνικής νομολογίας, που μας βρίσκει σύμφωνους δογματικά στα πλαίσια της ανάλυσής μας, το ποινικό αδίκημα του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ είναι έγκλημα «υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης», ή «στενότερης αντικειμενικής υπόστασης». Συνεπώς, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του επίμαχου εγκλήματος, απαιτείται η συνδρομή δόλου σε κάθε μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, ήτοι αυτό να επιθυμεί την ένταξή του σε αυτήν και παράλληλα απαιτείται το μέλος να έχει ως σκοπό του τη διάπραξη περισσότερων του ενός κακουργημάτων στα πλαίσια της εγκληματικής δραστηριότητάς της.

Ταυτόχρονα, ο συγκεκριμένος ειδικός δόλος νοείται ότι είναι συνολικός και ενιαίος, δηλαδή τα μέλη του παράνομου «μορφώματος» της εγκληματικής οργάνωσης πρέπει να έχουν προαποφασίσει ότι η εγκληματική τους δραστηριότητα θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσότερων του ενός κακουργημάτων, ακόμη και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειές τους. Επιπλέον, ο ειδικός αυτός δόλος, που μπορεί να είναι και επιγενόμενος (dolus subsequens), εκδηλώνεται με την ενεργητική συμμετοχή του ενταχθέντος μέλους της εγκληματικής οργάνωσης στις εκδηλώσεις και παράνομες δραστηριότητές της, με την πλήρη αποδοχή των σκοπών της ως θεμιτών, όπως και με την προπαγάνδισή τους, τη χρηματοδότηση της οργάνωσης, την προσέλκυση και άλλων μελών ή και την κάθε είδους υποστήριξη του «μορφώματος», τη συμμετοχή σε στρατιωτική εκπαίδευση ή και σε εορταστικές συναθροίσεις και ομιλίες, τη μη αποκήρυξη της βίας και τη μη αποχώρησή του από την εγκληματική ομάδα, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητη η διάπραξη εκ μέρους του οποιωνδήποτε αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης.

Επιπροσθέτως, επισημαίνεται πως για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, δεν απαιτείται και η τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος εκ μέρους του ενταχθέντος μέλους, αλλά αρκεί μόνο η ύπαρξη του σκοπού τέλεσης περισσότερων του ενός κακουργημάτων, ήτοι το έγκλημα αυτό στοιχειοθετείται πλήρως, ακόμα και αν δε διαπράχθηκε κα-

Σελ. 13

κούργημα, ούτε έλαβε χώρα οποιαδήποτε απόπειρα των σχεδιαζόμενων αξιόποινων πράξεων. Μάλιστα, σύμφωνα με μια τάση της ελληνικής νομολογίας, που δε μας βρίσκει σύμφωνους σε δογματικό επίπεδο, τιμωρείται η εγκληματική βούληση των μελών της εγκληματικής ομάδας, που προέβη στον σχηματισμό της διάπραξης εγκλήματος ή εγκλημάτων, δηλαδή των κακουργημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ, χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα σε αυτήν οικονομικοϋλικοτεχνικά μέσα. Φρονούμε λοιπόν πως η απλή συμφωνία για τη διάπραξη περισσότερων του ενός κακουργημάτων, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος, και για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασής του, γιατί έτσι κάθε μορφή συναυτουργίας θα ήταν δυνατό να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Αυτό θα ήταν ανεπί-

Σελ. 14

τρεπτο, και έτσι θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη θέση της ελληνικής νομολογίας δεν είναι ορθή. Άλλωστε, αν τελικά γινόταν δεκτό ότι τιμωρείται αποκλειστικά η εγκληματική βούληση του φυσικού αυτουργού του συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος, τότε θα υφίστατο «ανεπίτρεπτη τιμώρηση του φρονήματος», που θα παραβίαζε κατάφωρα τη συνταγματική «αρχή της τιμώρησης της πράξης» του άρθρου 7 Σ., αλλά και της θεμελιώδους αρχής του ότι στο ποινικό δίκαιο το «φρόνημα δε διώκεται» («cogitationis poenam nemo patitur»).

Ωστόσο, αν αποδοθεί βαρύτητα στο δεύτερο μέρος της διατύπωσης της επίμαχης νομολογιακής τάσης, ήτοι ότι : «τιμωρείται η βούληση της ομάδας, η οποία προέβη στο σχηματισμό της διάπραξης αδικήματος χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα υλικοτεχνικά μέσα», τότε φρονούμε ότι εξορθολογίζεται ενδεχομένως το περιεχόμενό της, υπό την έννοια προφανώς ότι εφόσον έχει αποδειχθεί η ετοιμότητα της εγκληματικής οργάνωσης για τη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων στα πλαίσια της εγκληματικής της δραστηριότητας, ήτοι η τέλεση περισσότερων του ενός κακουργημάτων, υφίσταται τω όντι σημαντική διακινδύνευση του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης. Πάντως, φρονούμε πως είναι ορθότερο να διατυπωθεί με σαφήνεια από την ελληνική νομολογία στο μέλλον ότι τιμωρείται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όχι η εγκληματική βούληση των φυσικών αυτουργών του επίμαχου ποινικού αδικήματος, αλλά η απτή εγκληματική δραστηριοποίηση «πηγής κινδύνου», που απειλεί ευθέως την κοινωνική ευταξία, ερχόμενη σε «σύγκρουση» με αυτήν, και προσβάλλοντας ως εκ τούτου το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης.

Επίσης, επισημαίνεται ότι δυνάμει της κρατούσας στην ελληνική νομολογία θέσης, ο ποινικός νομοθέτης συνέλαβε την έννοια του παράνομου «μορφώματος»

Σελ. 15

της «εγκληματικής οργάνωσης», ανεξάρτητα από τον στόχο της, δηλαδή από το αν αυτή επιδιώκει μόνο οικονομικά ή και άλλα υλικά οφέλη στα πλαίσια της δραστηριότητάς της, ή αν αποβλέπει στην επίτευξη ορισμένων ιδεολογικών, θρησκευτικών ή και πολιτικών στόχων. Έτσι, το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ ισχύει και για κάθε μορφή ομαδικής εγκληματικής δράσης που συγκρούεται ευθέως με την ελληνική έννομη τάξη.

Φρονούμε λοιπόν πως η επιλογή της συγκεκριμένης διατύπωσης του νόμου, στηρίζεται κυρίως στο γεγονός ότι σκοπός του ποινικού νομοθέτη κατά τη θέσπιση του Ν 2928/2001, ήταν να συμπεριληφθούν σε αυτήν την εγκληματική ομάδα και οι πολιτικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Παρόλο που στη συνέχεια εισήχθη με το άρθρο 40 παρ. 1 Ν 3251/2004, το άρθρο 187Α ΠΚ, που σχετίζεται με την ποινική ευθύνη της συγκρότησης και ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση, η προϋπόθεση του σκοπού πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, είτε άμεσα είτε έμμεσα, δυστυχώς δεν έχει μέχρι και σήμερα προστεθεί ως συστατικό στοιχείο στο άρθρο 187 ΠΚ, κάτι που ορθά κατακρίνεται.

Συνακόλουθα, κρίσιμο για την αξιόποινη πράξη της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 ΠΚ στην Ελλάδα είναι το ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015, που αναδεικνύει εναργώς το αν ενδεχομένως υφίσταται σχέση της με το πολιτικό κόμμα. Ασφαλώς, παρουσιάζει ενδιαφέρον στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης η ειδική και περιεκτική αναλυτική προσέγγιση του ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015, με το οποίο έλαβε χώρα η παραπομπή του πολιτικού κόμματος «Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή», στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την κατηγορία της τέλεσης του εγκλήματος της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 ΠΚ.

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την πρωτόδικη «ιστορικής» σημασίας απόφασή του το 2020, καταδίκασε σε πολυετείς καθείρξεις και φυλακίσεις αρκετά από τα υψηλόβαθμα στελέχη και τα απλά μέλη του, ενόψει της αναμονής της ολοκλήρωσης της εκδίκασης της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Συν τοις άλλοις, κρίσιμο νομικό ζήτημα αποτελεί το αν στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης είναι δυνατό, να απαγορευτεί η λειτουργία πολιτικού κόμματος, λόγω των εκπεφρασμένων πολιτικών απόψεών του, και αν είναι εφικτό τελικά να αξιολογηθεί ένα ήδη συνεστημένο πολιτικό κόμμα ως εγκληματική οργάνωση, εφόσον de facto όλα τα μέλη του, ή ακόμα και η πλειοψηφία των μελών του, λειτουργεί ως μια τέτοια «εγκληματική συσσωμάτωση» στους «κόλπους» της κοινωνίας.

Σαφέστατα, στην Ελλάδα αποτελεί γεγονός πως δεν προβλέπεται, ούτε σε νομοθετικό επίπεδο, ούτε σε συνταγματικό επίπεδο, η απαγόρευση της δράσης συνεστημέ-

Σελ. 16

νου πολιτικού κόμματος λόγω των εκπεφρασμένων πολιτικών του θέσεων. Προφανώς, οι Έλληνες πολίτες έχουν το «αναφαίρετο» δικαίωμα να ψηφίζουν οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, να συστήνουν «εκ του μηδενός» πολιτικό κόμμα, ενώ βρίσκονται σε θέση να συμμετέχουν ελεύθερα και ακώλυτα σε οποιοδήποτε από τα ήδη συσταθέντα στην Ελληνική επικράτεια πολιτικά κόμματα. Από την άλλη πλευρά, όλα τα ήδη συνεστημένα πολιτικά κόμματα βρίσκονται σε θέση να παρουσιάζουν ελεύθερα όλες τις πολιτικές θέσεις τους στους Έλληνες πολίτες, αλλά και να διεκδικούν αενάως τη στήριξη και την ψήφο τους χωρίς «παρεκκλίσεις».

Στη Γερμανία, τα δικαστήρια μπορούν, δυνάμει συνταγματικής διάταξης, να απαγορεύσουν τη λειτουργία και τη δράση ήδη συσταθέντος πολιτικού κόμματος, όταν το τελευταίο αξιολογείται ότι δε «συνάδει» με τους δημοκρατικούς κανόνες και τη νομιμότητα στα πλαίσια της γερμανικής έννομης τάξης. Αντιθέτως, στην Ελλάδα τα δικαστήρια δεν μπορούν να απαγορεύσουν τη λειτουργία και τη δραστηριότητα οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος, αλλά όλα τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να τηρούν τους νόμους της χώρας μας κατά τη δραστηριοποίησή τους στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, καθώς δεν αποτελεί ούτε δικαιολογία, ούτε και «υπεράσπιση» η ιδιότητα του μέλους σε πολιτικό κόμμα, όπως ούτε και η οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία αποτελεί θεμιτή «παρέκκλιση» αναφορικά με τους κανόνες δικαίου, που ισχύουν ούτως ή άλλως για όλους τους πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Αδιαμφισβήτητα, ένας από αυτούς τους κανόνες δικαίου είναι και το άρθρο 187 ΠΚ, που τυποποιεί την εγκληματική οργάνωση, και προβλέπει αυστηρό πλαίσιο ποινής για τα πρόσωπα που είτε συγκροτούν, είτε διευθύνουν, είτε εντάσσονται ως μέλη σε αυτήν. Παράλληλα, επισημαίνεται πως η εγκληματική οργάνωση είναι εγκληματική ομάδα τριών ή και περισσότερων προσώπων, που είναι δομημένη και με διαρκή δράση, και επιδιώκει την τέλεση κακουργημάτων, π.χ. ανθρωποκτονία, απάτη, ληστεία, βαριά σωματική βλάβη, κλοπή κ.ά.

Επομένως, το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ προβλέπει πως είναι αξιόποινη η συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης και η ένταξη προσώπου ως μέλους σε αυτήν, ανεξαρτήτως του ποιο πρόσωπο τελικά διέπραξε τα σχεδιαζόμενα κακουργήματα, ή του αν αυτά τελικά τελέστηκαν. Όταν συνεστημένο πολιτικό κόμμα της Ελλάδας, ή έστω ομάδα προσώπων που δραστηριοποιείται εντός των «κόλπων» του, παρουσιάζει τα συγκε-

Σελ. 17

κριμένα χαρακτηριστικά, τότε το πολιτικό κόμμα ή η αντίστοιχη «υποομάδα», ή ο «θύλακας εγκληματικότητας», συμπίπτει με τη φύση της εγκληματικής οργάνωσης.

Φρονούμε λοιπόν ότι όταν πολιτικό κόμμα, ή ομάδα προσώπων εντός του πολιτικού κόμματος, επιδιώκει τη διάπραξη κακουργηματικών πράξεων, π.χ. ανθρωποκτονιών, ληστειών, κλοπών, βαριών σωματικών βλαβών κτλ, τότε θα ήταν δυνατό να καταγνωστεί η προφανής «ταύτισή» του με τη δράση εγκληματικής οργάνωσης. Ωστόσο, φρονούμε πως αυτό θα συμβαίνει υπό την προϋπόθεση ότι τα ελληνικά δικαστήρια θα κρίνουν πως συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου, αλλά και ότι από την επισκόπηση του διαθέσιμου αποδεικτικού υλικού συντρέχει η απόδειξη της συμμετοχής στο παράνομο «μόρφωμα», που «κρύβεται» πίσω από το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα.

Αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, τα πρόσωπα που είτε συγκρότησαν την επίμαχη εγκληματική ομάδα, είτε εντάχθηκαν σε αυτή ως απλά μέλη, τιμωρούνται δυνάμει του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ. Πάντως, τονίζεται πως σε μια τέτοια περίπτωση, τα ελληνικά δικαστήρια δεν απαγορεύουν τη νόμιμη δραστηριότητα πολιτικού κόμματος για τις εκπεφρασμένες ιδέες του, αλλά ουσιαστικά τιμωρείται το παράνομο «μόρφωμα» της εγκληματικής οργάνωσης που βρίσκεται πίσω από το πολιτικό κόμμα. Άλλωστε, το πολιτικό κόμμα ή η ομάδα προσώπων που λειτουργεί και δραστηριοποιείται παράνομα εντός του κόμματος αυτού, με τέτοια εγκληματική δράση «παρεκκλίνει» ξεκάθαρα από τη συνταγματική του «αποστολή», που δυνάμει του άρθρου 29 παρ. 1 Σ. είναι το : «να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Δηλαδή, αν πολιτικό κόμμα ή «υποομάδα» προσώπων που δραστηριοποιείται εντός του πολιτικού κόμματος, παρουσιάζει de facto τέτοια εγκληματική δράση, παύει να είναι φορέας πολιτικών ιδεών, αλλά αποτελεί «μηχανισμό διευκόλυνσης» της τέλεσης αξιόποινων πράξεων στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας και της Πολιτείας. Πάντως, το κρίσιμο ζήτημα των «αποδεικτικών δυσχερειών» που είναι δυνατό να παρουσιάζει μια παραδοχή περί του ότι ήδη συνεστημένο πολιτικό κόμμα, ή «υποομάδα» που λειτουργεί εντός των «κόλπων» του ως «θύλακας εγκληματικότητας» δραστηριοποιείται «σύσσωμα» ως το παράνομο «μόρφωμα» της εγκληματικής οργάνωσης, είναι εντελώς διαφορετικό από τα όσα έχουν ήδη επισημανθεί.

Συνεπώς, αναφορικά με το ζήτημα της σχέσης πολιτικού κόμματος και εγκληματικής οργάνωσης, θέση μας αποτελεί ότι μπορεί μεν η απόδειξη του «άμεσου» συσχετισμού πολιτικού κόμματος με τις κακουργηματικές πράξεις της συγκρότησης, της ένταξης και της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης να είναι δύσκολη, ειδικά όταν έχουμε ενώπιον μας πολιτικά κόμματα που αριθμούν χιλιάδες μέλη σε ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια, και πιθανότατα «πολυδαίδαλες» διαδικασίες και «κανονι-

Σελ. 18

σμούς» στο εσωτερικό τους, εντούτοις ο συσχετισμός της εγκληματικής οργάνωσης με το πολιτικό κόμμα, ή με τον «θύλακα εγκληματικότητας» που δραστηριοποιείται στους «κόλπους» του, δεν αποκλείεται να συντρέχει στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, εφόσον πληρούνται οι απαραίτητες από τον ποινικό νόμο προϋποθέσεις.

Έτσι, από την ειδική ανάλυση του ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015, με το οποίο παραπέμφθηκε το πολιτικό κόμμα της «Χρυσής Αυγής» στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καθίσταται εναργές ότι η υπόθεση παρουσιάζει τόσο νομικές, όσο και πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Φρονούμε ότι κρίσιμης σημασίας, στα πλαίσια του συγκεκριμένου ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015, ήταν η μειοψηφούσα άποψη του Εφέτη – Εισηγητή, Νικόλαου Σαλάτα, ο οποίος ορθά δε δέχθηκε την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, ήτοι του ποινικού αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης.

Η μειοψηφούσα άποψη επισημαίνει ορθά ότι : «… Από τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι, εκτός από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που είναι γενικά παραδεκτοί, και οι διεθνείς συμβάσεις αποτελούν μέρος του εσωτερικού δικαίου υπό την προϋπόθεση ότι έχουν κυρωθεί με νόμο και έχουν γίνει οι κατά περίπτωση αναγκαίες προβλέψεις με τον προς τούτο προσαρμοστικό νόμο. Η ενσωμάτωση των προβλέψεων των συμβάσεων στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, γίνεται είτε ταυτόχρονα με την κύρωση της εκάστοτε σύμβασης είτε με μεταγενέστερο της κύρωσης νόμο, κατά τρόπο, ώστε να αντικαθίστανται ή να τροποποιούνται υφιστάμενες διατάξεις ή και να εισάγονται το πρώτον νομοθετικές ρυθμίσεις, με σκοπό τη συμμόρφωση της Ελλάδας στις αναληφθείσες υποχρεώσεις. Στα ποινικού ενδιαφέροντος θέματα ενόψει της διαφορετικότητας των ποινικών συστημάτων των συμβαλλομένων κρατών μερών, δεν είναι νοητή και δογματικά συνεπής η άμεση ενσωμάτωση στην ελληνική ποινική νομοθεσία των διαλαμβανομένων στη σύμβαση προβλέψεων, λαμβανομένου υπόψη ότι με τις διεθνείς συμβάσεις καθορίζονται οι πρωτεύοντες κανόνες και τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προσαρμόσουν κατά τούτο τη νομοθεσία τους, σύμφωνα με τους περιεχόμενους στο κείμενο της σύμβασης κανόνες και όρους, με τη θέσπιση, εφόσον υπόκειται περίπτωση, των ανάλογων κυρωτικών ποινικών νόμων, μη αποκλειομένης και της επί το αυστηρότερον προσαρμογής της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας έναντι των συγκεκριμένων συμβατικών προβλέψεων …».

Μάλιστα, αναφέρεται πως σύμφωνα με άλλο σημείο της μειοψηφίας του Νικόλαου Σαλάτα, καθίσταται εναργές ότι : «… Η σύμβαση του Παλέρμο ορίζει ως οργανωμένη

Σελ. 19

εγκληματική ομάδα τη δομημένη ομάδα, που κάποια χρονική στιγμή ενεργεί με κοινό σκοπό τέλεσης ενός ή περισσότερων εγκλημάτων προκειμένου να προσποριστεί αμέσως ή εμμέσως οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος … Ρητά επομένως εκλαμβάνεται ως «εγκληματική οργάνωση» εκείνη που τα μέλη της ενεργούν, όχι από ακραία πολιτική ιδεολογία ή πεποιθήσεις, ακόμα και από διαστροφικό χαρακτήρα (λ.χ. ομάδα σατανιστών), αλλά με σκοπό να προσποριστούν, άμεσα ή έμμεσα οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος. Και από τη νομική αυτή περιγραφή προκύπτει ότι η αναφορά γίνεται σε εγκληματικές οργανώσεις τύπου μαφίας ή παρόμοια εγκληματικά κυκλώματα …».

Η Ελλάδα υπέγραψε τη «Σύμβαση του Παλέρμο» για το «Οργανωμένο Έγκλημα» και την κύρωσε με τον Ν 3875/2010, προσαρμόζοντας έτσι την ισχύουσα μορφή του άρθρου 187 ΠΚ, αλλά όπως καθίσταται σαφές ο Έλληνας ποινικός νομοθέτης, προτίμησε δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης, να προβεί σε μια επί το αυστηρότερο προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας για την επίτευξη των σκοπών της Σύμβασης, που πλέον έχει καταστεί «αναπόσπαστο» μέρος της εσωτερικής νομοθεσίας. Συνεπώς, για την κατάφαση του εγκλήματος του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ δεν απαιτείται, ως συστατικό στοιχείο της υποκειμενικής του υπόστασης, η επιδίωξη πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, είτε άμεσα είτε έμμεσα, που αποτελούσε, σε περίπτωση συνδρομής του, επιβαρυντική περίσταση, βάσει του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, που ίσχυε πριν από τροποποιητικό Ν 4619/2019.

Ωστόσο, δυνάμει του σκεπτικού της μειοψηφίας στο επίμαχο Βούλευμα, η Ελλάδα, ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, διατηρεί το δικαίωμα να προβλέπει ως έγκλημα και την περίπτωση εγκληματικών οργανώσεων, που δεν επιδιώκουν τον προσπορισμό, είτε άμεσα είτε έμμεσα, οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, αλλά επιδιώκουν τη διάπραξη κακουργηματικών πράξεων βασιζόμενες σε διαφορετικούς σκοπούς. Πάντως, η άποψη της πλειοψηφίας στο ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015 είναι εντελώς διαφορετική, καθότι επισημαίνει πως στην «υπόθεση της Χρυσής Αυγής» εφαρμόζεται χωρίς παρεκκλίσεις το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ, δηλαδή η ελληνική νομοθεσία, που είναι αυστηρότερη από τη «Σύμβαση του Παλέρμο», όπως συμβαίνει και με άλλες νομοθεσίες ευρωπαϊκών χωρών.

Σελ. 20

Έτσι, βάσει του σκεπτικού της πλειοψηφίας, εφόσον ο ποινικός νομοθέτης επέλεξε, δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης, την επί το αυστηρότερο προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας για την αποτελεσματική επίτευξη των στόχων της Σύμβασης που έχει καταστεί πλέον μέρος της εσωτερικής μας νομοθεσίας, θα έπρεπε στην υπόθεση του πολιτικού κόμματος της «Χρυσής Αυγής», να εφαρμοστεί το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ, κάτι που δε μας βρίσκει σύμφωνους σε δογματικό επίπεδο.

Συνακόλουθα, φρονούμε πως σε σύμπνοια με τη μειοψηφία του ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015, και δεδομένου ότι η «Σύμβαση του Παλέρμο» του ΟΗΕ παρουσιάζει υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 Σ., το άρθρο 187 ΠΚ πρέπει να εφαρμοστεί σε εκείνο τον βαθμό που βρίσκεται σε «σύμπλευση» με τη «Σύμβαση του Παλέρμο». Κατά τα υπόλοιπα νομικά ζητήματα πρέπει να εφαρμοστεί η «Σύμβαση του Παλέρμο» από μόνη της, ήτοι να θεωρηθεί ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν πληρούται η αναγκαία κατά τη βούληση του υπερεθνικού νομοθέτη υποκειμενική υπόσταση, καθώς ελλείπει το ειδικό υποκειμενικό στοιχείο του κινήτρου για τον προσπορισμό, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους.

Επανερχόμενοι στο συγκεκριμένο Βούλευμα, υπενθυμίζεται πως ορθή είναι η θέση που διατυπώθηκε από τη μειοψηφία, κατά την οποία στην έννοια του «παράνομου μορφώματος» της εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνεται το απαραίτητο στοιχείο του «επιδιωκόμενου αθέμιτου πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους», καθώς πρόκειται για ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού και εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, που κατά τη «Σύμβαση του Παλέρμο» πρέπει να συνοδεύει την τυποποίησή του στις εθνικές έννομες τάξεις όλων των συμβληθέντων στη Σύμβαση κρατών, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Σαφέστατα, το συγκεκριμένο συστατικό στοιχείο, αποτελεί κρίσιμη διαφοροποίηση της αξιόποινης πράξης της εγκληματικής οργάνωσης, έναντι των άλλων μορφών βαριάς οργανωμένης εγκληματικότητας που δεν έχουν σκοπό τους τον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, είτε άμεσα είτε έμμεσα, π.χ. οι τρομοκρατικές οργανώσεις ή άλλου είδους οργανώσεις, που είναι υποκινούμενες από ιδεολογικούς σκοπούς.

Επιπρόσθετα, η ίδια διατύπωση υφίσταται και στην «απόφαση πλαίσιο 2008 / 841 / ΔΕΥ», όπου εκλαμβάνεται ως εγκληματική οργάνωση, εκείνη η εγκληματική ομάδα στην οποία τα μέλη της ενεργούν, όχι στα πλαίσια ακραίας πολιτικής ιδεολογίας ή πεποιθήσεων ή από διαστροφικό χαρακτήρα, όπως είναι π.χ. μια εγκληματική ομάδα «σατανιστών», αλλά «με σκοπό να προσπορισθούν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος». Προφανώς, κάθε νομοθετικό κείμενο που κατευθύνεται στην αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, αποσκοπεί στην απόδοση τεράστιων ποινικών ευθυνών σε εγκληματικές οργανώσεις, που αποσκοπούν στην επίτευξη κέρδους, είτε άμεσα είτε και έμμεσα, και με αυτό το κίνητρο διαπράττουν και τις αξιόποινες πράξεις τους.

Back to Top