ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 21€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 51,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21110
Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ.
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 528
  • ISBN: 978-618-08-0376-1

Το Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου  αποτελεί προϊόν συνεργασίας των Καθηγητών  Βλαχόπουλου και Κοντιάδη. Βασική προϋπόθεση της συγγραφής του αποτέλεσε η πολυετής προηγούμενη διδακτική, αλλά και ερευνητική εμπειρία  των συγγραφέων.

Γιατί χρειαζόμαστε Σύνταγμα; Για 25 περίπου χρόνια πανεπιστημιακής διδασκαλίας του συνταγματικού δικαίου, έρευνας και δικηγορικής πράξης, προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε τους προηγούμενους κανόνες κατά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Tί θα πρέπει να διδασκόμαστε το συνταγματικό δίκαιο; Η απάντηση είναι επειδή πρέπει να υπάρχουν βασικοί κανόνες κρατικής οργάνωσης και προστασίας των δικαιωμάτων, τους οποίους δεν θα μπορεί να αλλάζει η εκάστοτε ευκαιριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επειδή η οριοθέτηση της κρατικής εξουσίας μέσω του Συντάγματος αποτελεί το κυριότερο ανάχωμα στον πειρασμό της αυθαιρεσίας που ενέχει η άσκηση της κάθε εξουσίας. Επειδή όλοι οι νόμοι πρέπει να είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα λόγω της υπέρτερης τυπικής ισχύος του, με αποτέλεσμα το συνταγματικό δίκαιο να «φωτίζει» και να αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα όλων των άλλων κλάδων του δικαίου. Επειδή το Σύνταγμα αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά συνεκτικά στοιχεία των σύγχρονων κοινωνιών.

Αυτά και άλλα πολλά ζητήματα πραγματεύεται το ανά χείρας σύγγραμμα, το οποίο προσανατολίζεται κυρίως στη «μύηση» των φοιτητών στον κόσμο του συνταγματικού δικαίου. Ταυτόχρονα όμως απευθύνεται στον ώριμο νομικό της θεωρίας και της πράξης επιδιώκοντας να συμβάλει στον επιστημονικό διάλογο.

Το παρόν εγχειρίδιο καλύπτει την ύλη του Συντάγματος των εξουσιών, δηλαδή την έννοια, τις διακρίσεις και τις λειτουργίες του Συντάγματος, τη θέσπιση, τη μεταβολή και την ερμηνεία του, τις πηγές του συνταγματικού δικαίου, τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, τις μορφές ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, την εκλογή, την ανάδειξη ή τον διορισμό, τις αρμοδιότητες, τη λειτουργία και τις σχέσεις μεταξύ των άμεσων οργάνων του κράτους. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται επίσης στοιχεία πολιτειολογίας και ένα εκτενές κεφάλαιο συνταγματικής ιστορίας.

Πρόλογος

Κυριότερες συντομογραφίες

Γενική Βιβλιογραφία

Εισαγωγή

Το αντικείμενο του συνταγματικού δικαίου 1

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 9

Πρώτο Κεφάλαιο

Το κράτος 11

I. Το κράτος ως κεντρική έννοια του συνταγματικού δικαίου 11

II. Η έννοια του κράτους 11

1. Ο λαός 12

α. Ορισμός του λαού 12

β. Σχέση του λαού με το έθνος 13

2. Η επικράτεια 15

3. Η αυτοδύναμη εξουσία 16

4. Η νομική προσωπικότητα 17

III. Τα κυριότερα είδη κρατών 18

1. Τα ενιαία κράτη 18

2. Τα ομοσπονδιακά κράτη 19

ΙV. Οι ενώσεις κρατών που δεν σχηματίζουν νέο κράτος 21

1. Οι συνομοσπονδίες κρατών 21

2. Οι προσωπικές και πραγματικές ενώσεις 21

V. Τα όργανα του κράτους 22

1. Διακρίσεις των κρατικών οργάνων 22

2. Διακρίσεις των κρατικών αρμοδιοτήτων 23

 

Δεύτερο Κεφάλαιο

Η εξέλιξη του συνταγματισμού στην Ελλάδα 27

Ι. Οι κυριότερες στιγμές της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας 29

II. Η γένεση του ελληνικού συνταγματισμού. Τα «Συντάγματα
του Αγώνα». Ο Καποδίστριας ως Κυβερνήτης 33

III. Η «σκοτεινή» περίοδος. Η μετακαποδιστριακή περίοδος
και η απόλυτη μοναρχία 38

IV. Το Σύνταγμα του 1844 και η περίοδος της συνταγματικής
μοναρχίας 41

V. Η κυβερνώσα Βουλή του 1863. Το Σύνταγμα του 1864.
Η βασιλευόμενη δημοκρατία 46

VΙ. Τα «ταραγμένα χρόνια»: Από το Σύνταγμα του 1911
στο Σύνταγμα της αβασίλευτης δημοκρατίας του 1927.
Η επάνοδος του βασιλιά και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 51

VII. Η συνταγματική ιστορία της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας έως και τη δικτατορία των συνταγματαρχών 66

VIII. Η επάνοδος της δημοκρατίας. Το Σύνταγμα του 1975
και οι αναθεωρήσεις του 82

Τρίτο Κεφάλαιο

Οι πηγές του συνταγματικού δικαίου 101

Ι. Η έννοια των πηγών 101

II. Οι επιμέρους πηγές 101

1. Το τυπικό Σύνταγμα 101

α. Έννοια 101

β. Το τυπικό Σύνταγμα ως αποτέλεσμα της άσκησης συντακτικής
και αναθεωρητικής εξουσίας 104

γ. Τυπική και άτυπη μεταβολή του Συντάγματος 105

δ. Ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων 106

ε. Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος 113

2. Το συνταγματικό έθιμο 115

3. Τα ψηφίσματα και οι συντακτικές πράξεις 116

4. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 118

5. Το διεθνές δίκαιο 119

 

6. Ο τυπικός νόμος. Οι εφάπαξ εκδιδόμενοι νόμοι 122

7. Ο Κανονισμός της Βουλής 126

8. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου 127

9. Οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις 130

III. Οι οριακές περιπτώσεις 132

1. Η νομολογία ως πηγή του συνταγματικού δικαίου 132

2. Το «ήπιο» δίκαιο (soft law) 133

3. Οι συνθήκες του πολιτεύματος 134

Τέταρτο Κεφάλαιο

Η ερμηνεία του Συντάγματος 139

Ι. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Συντάγματος που επηρεάζουν
την ερμηνεία του 139

1. Η αυστηρότητα του Συντάγματος 139

2. Η γενικόλογη διατύπωση πολλών συνταγματικών διατάξεων και ο χαρακτήρας του Συντάγματος ως πλαισίου της έννομης τάξης 140

3. Ο πολιτικός χαρακτήρας του Συντάγματος 141

4. Η πολλαπλότητα των συνταγματικών ερμηνευτών 142

II. Οι κλασικές ερμηνευτικές μέθοδοι 143

1. Η γραμματική ερμηνεία 143

2. Η ιστορική ερμηνεία 144

3. Η τελολογική ερμηνεία 145

4. Η συστηματική ερμηνεία 146

5. Η σχέση των ερμηνευτικών μεθόδων μεταξύ τους 147

6. Η εφαρμογή του ειδικότερου κανόνα 147

III. Οι σύγχρονες τάσεις. Η δυναμική (εξελικτική) ερμηνεία
του Συντάγματος 148

ΙV. Ειδικότεροι ερμηνευτικοί κανόνες στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου 150

1. Οι αρχές της ενότητας του Συντάγματος και της πρακτικής
εναρμόνισης 150

2. Η σύμφωνη με το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία
του Συντάγματος 151

3. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, ο οριακός

έλεγχος συνταγματικότητάς τους και η ερμηνεία τους υπό
το πρίσμα του Συντάγματος 153

V. Η «δύσκολη εξίσωση» της ερμηνείας του Συντάγματος 154

Πέμπτο Κεφάλαιο

Η αναθεώρηση του Συντάγματος 157

I. Τα ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης 157

II. Η διαδικαστική οριοθέτηση της αναθεωρητικής λειτουργίας 159

III. Ο δικαστικός έλεγχος της αναθεώρησης 163

IV. Η αναθεώρηση των διατάξεων περί αναθεώρησης
του Συντάγματος 167

V. Συνταγματική νομοθέτηση 169

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 173

Έκτο Κεφάλαιο

Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος 175

I. Το κανονιστικό περιεχόμενο των θεμελιωδών αρχών 175

II. Η δημοκρατική αρχή 178

1. Η δημοκρατία ως σύστημα πολιτειακής οργάνωσης 178

2. Το κανονιστικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής 181

3. Δείκτες δημοκρατίας 184

4. Τύποι δημοκρατικών πολιτευμάτων 186

5. Συγκρουσιακή και συναινετική δημοκρατία στην Ελλάδα 189

III. Η αντιπροσωπευτική αρχή 193

IV. Κοινοβουλευτική αρχή και πολυκομματισμός 199

1. Χαρακτηριστικά του κοινοβουλευτικού συστήματος 199

2. Ιστορική εξέλιξη και συνταγματική τυποποίηση
της κοινοβουλευτικής αρχής 202

3. Κοινοβουλευτικό σύστημα και πολιτικά κόμματα 205

4. Κρίση του κοινοβουλευτισμού και του κομματικού φαινομένου 207

V. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών 209

 

1. Θεωρητική θεμελίωση και εννοιολογικές αποσαφηνίσεις 209

2. Το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής 213

α. Η κατανομή της κρατικής εξουσίας 213

β. Νομοθετική εξουσία 214

γ. Εκτελεστική εξουσία 215

δ. Δικαστική εξουσία 216

ε. Διασταύρωση των εξουσιών 217

VI. Η αρχή του κράτους δικαίου 217

1. Το κράτος δικαίου ως μορφή κράτους 217

2. Το κράτος δικαίου ως θεμελιώδης αρχή 220

α. Συνταγματικές εγγυήσεις 220

β. Η ένταση δημοκρατικής και δικαιοκρατικής αρχής 221

γ. Εκφάνσεις της δικαιοκρατικής αρχής 222

δ. Κριτήρια ελέγχου 223

ε. Ευρωπαϊκό κράτος δικαίου 226

VII. Η αρχή του κοινωνικού κράτους 227

1. Η εξέλιξη του κοινωνικού κράτους 227

2. Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους 229

3. Οι επιμέρους λειτουργίες της κοινωνικής αρχής 232

Έβδομο Κεφάλαιο

Το εκλογικό σώμα 237

I. Νομική θέση και σύνθεση του εκλογικού σώματος 237

II. Αρχές που διέπουν την ψηφοφορία 239

1. Άμεση ψηφοφορία 239

2. Καθολική ψηφοφορία 240

3. Μυστική ψηφοφορία 241

4. Ταυτόχρονη διενέργεια των εκλογών 242

5. Ισότητα της ψήφου 243

6. Υποχρεωτικότητα της ψήφου 243

7. Γνησιότητα της ψηφοφορίας 244

III. Αρμοδιότητες 246

1. Ανάδειξη της Βουλής 246

 

α. Ο εκλογικός νόμος 246

β. Το εκλογικό σύστημα 248

γ. Αποκλεισμός συνδυασμών κομμάτων από τις εκλογές 251

2. Ανάδειξη αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 254

3. Εκλογή των αρχών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης 255

4. Δημοψηφίσματα 256

α. Διακρίσεις δημοψηφισμάτων 256

β. Δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα 257

γ. Δημοψήφισμα για ψηφισμένα νομοσχέδια 260

5. Λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία 261

IV. Η οργάνωση σε πολιτικά κόμματα 265

1. Ίδρυση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων 265

2. Κυρώσεις σε κόμματα που δεν εξυπηρετούν την ελεύθερη
λειτουργία του πολιτεύματος 269

3. Περιορισμοί για δικαστικούς λειτουργούς και δημόσιους
υπαλλήλους 272

4. Κρατική χρηματοδότηση, διαφάνεια και ισότητα ευκαιριών 273

Όγδοο Κεφάλαιο

Η Βουλή 279

I. Ο θεσμικός ρόλος της Βουλής 279

1. Η Βουλή ως χώρος δημοσιότητας 279

2. Το Κοινοβούλιο των ομάδων 281

II. Η νομική θέση των βουλευτών 284

1. Προσόντα και κωλύματα εκλογιμότητας 284

α. Θετικά προσόντα εκλογιμότητας 284

β. Κωλύματα εκλογιμότητας 285

2. Ανακήρυξη των βουλευτών και κοινοβουλευτικά ασυμβίβαστα 287

α. Ανακήρυξη και ορκωμοσία 287

β. Κοινοβουλευτικά ασυμβίβαστα 289

γ. Ο δικαστικός έλεγχος των εκλογών και των ασυμβιβάστων 290

3. Δικαιώματα και υποχρεώσεις του βουλευτή 291

α. Η συμμετοχή των βουλευτών στις κοινοβουλευτικές εργασίες 291

β. Η πολιτική λειτουργία των βουλευτών 293

 

γ. Οι υποχρεώσεις των βουλευτών 295

4. Ελεύθερη εντολή και βουλευτικές ασυλίες 297

α. Ελεύθερη εντολή 297

β. Το ανεύθυνο 297

γ. Το ακαταδίωκτο 299

δ. Το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας 300

III. Η οργάνωση της Βουλής 300

1. Η αυτονομία της Βουλής 300

2. Τα όργανα της Βουλής 302

α. Το Προεδρείο της Βουλής 302

β. Η Διάσκεψη των Προέδρων 304

3. Οι σχηματισμοί της Βουλής 305

α. Ολομέλεια και Τμήμα Διακοπής των εργασιών 305

β. Κοινοβουλευτικές Επιτροπές 306

γ. Εξεταστικές και προανακριτικές Επιτροπές 308

4. Τα κοινοβουλευτικά υποκείμενα 309

α. Οι τρεις μορφές κοινοβουλευτικών υποκειμένων 309

β. Η νομική θέση των κοινοβουλευτικών ομάδων 312

γ. Οι Πρόεδροι των κοινοβουλευτικών ομάδων 318

5. Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής 320

IV. Η λειτουργία της Βουλής 321

1. Βουλευτική περίοδος και βουλευτικές σύνοδοι 321

α. Η βουλευτική περίοδος 321

β. Οι βουλευτικές σύνοδοι 323

2. Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες 326

α. Συνεδριάσεις 326

β. Η λήψη αποφάσεων 328

V. Αρμοδιότητες 329

1. Ταξινόμηση των αρμοδιοτήτων 329

2. Νομοθετικό έργο 331

α. Νομοθετική πρωτοβουλία 331

β. Κατάθεση νομοσχεδίων, προτάσεων νόμων και τροπολογιών 335

γ. Η τακτική νομοθετική διαδικασία 336

δ. Συνοπτικές νομοθετικές διαδικασίες 337

 

ε. Οι ειδικές νομοθετικές διαδικασίες 338

στ. Η κατάσταση πολιορκίας 340

ζ. Η παροχή αμνηστίας 341

3. Κοινοβουλευτικός έλεγχος 342

VI. Η θέση της μειοψηφίας 345

VII. Η διάλυση της Βουλής 348

1. Διάλυση της Βουλής και κοινοβουλευτικό σύστημα 348

2. Οι τρεις περιπτώσεις πρόωρης διάλυσης της Βουλής 350

α. Κυβερνητική αστάθεια 350

β. Επίκληση εθνικού θέματος 352

γ. Αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης 353

Ένατο Κεφάλαιο

Η Κυβέρνηση 359

I. Η θέση της Κυβέρνησης στο κοινοβουλευτικό σύστημα 359

II. Ο διορισμός της Κυβέρνησης 362

1. Η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης και ο διορισμός
των μελών της 362

2. Οι διερευνητικές εντολές και οι προεδρικοί χειρισμοί 364

α. Η διαδικασία των διερευνητικών εντολών 364

β. Ο τύπος των διερευνητικών εντολών 365

γ. Η επαλήθευση της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης 366

δ. Εντολή σε εκπρόσωπο νεοσχηματισθείσας κοινοβουλευτικής ομάδας 367

ε. Οι προεδρικοί χειρισμοί μετά την αποτυχία των διερευνητικών
εντολών 367

3. Οι δύο μορφές εκλογικής Κυβέρνησης 368

α. Οικουμενική εκλογική Κυβέρνηση 368

β. Υπηρεσιακή Κυβέρνηση 369

γ. Αρμοδιότητες των εκλογικών Κυβερνήσεων 370

4. Η ιδιότητα του Πρωθυπουργού 370

α. Εξωκοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός 370

β. Διαρχία σε Κυβέρνηση και κόμμα 373

III. Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση 374

1. Υποχρεωτική, άμεση και πανηγυρική διαπίστωση

 

της εμπιστοσύνης 374

2. Προθεσμία της υποχρεωτικής πρότασης εμπιστοσύνης 375

3. Προγραμματικές δηλώσεις και απαιτούμενη πλειοψηφία 376

4. Η νομική θέση της Κυβέρνησης πριν από την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης 378

5. Δυνητική πρόταση εμπιστοσύνης 378

6. Πρόταση εμπιστοσύνης κατά την αναπλήρωση του Πρωθυπουργού 379

IV. Η άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής 380

1. Οι δύο εκδοχές άρσης της εμπιστοσύνης 380

2. Προϋποθέσεις και διαδικασία υποβολής πρότασης δυσπιστίας 381

3. Η παρέλευση εξαμήνου για την υποβολή νέας πρότασης δυσπιστίας 383

4. Συνέπειες της άρσης της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης 386

V. Η απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της 387

1. Απώλεια της εμπιστοσύνης και συλλογική παραίτηση 387

α. Δέσμια αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας 387

β. Συλλογική παραίτηση της Κυβέρνησης 388

γ. Οι δύο εκδοχές για τον σχηματισμό νέας Κυβέρνησης 389

2. Η αντικατάσταση του Πρωθυπουργού 390

α. Ratio και προϋποθέσεις 390

β. Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κόμματος και κοινοβουλευτικής
ομάδας 392

γ. Αναπλήρωση 393

δ. Η διαδικασία στην κοινοβουλευτική ομάδα 393

VI. Οργάνωση και λειτουργία της Κυβέρνησης 395

1. Συγκρότηση της Κυβέρνησης 395

2. Προσόντα, κωλύματα και ασυμβίβαστα των μελών της Κυβέρνησης 396

3. Λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου 397

VII. Αρμοδιότητες της Κυβέρνησης 398

1. Η κατεύθυνση της γενικής πολιτικής της Χώρας 398

2. Συλλογικά κυβερνητικά όργανα 401

3. Οι αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού 402

4. Οι αρμοδιότητες των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών 403

VIII. Η ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης 405

 

1. Πολιτική ευθύνη 405

2. Ποινική ευθύνη 406

3. Αστική ευθύνη 408

Δέκατο Κεφάλαιο

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας 411

I. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως «ρυθμιστής του πολιτεύματος» 411

II. Θητεία, όρκος και ασυμβίβαστα 413

1. Θητεία 413

2. Προσόντα εκλογιμότητας 413

3. Όρκος 414

4. Ασυμβίβαστα και χορηγία 414

III. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας 415

1. Ο χρόνος διενέργειας της προεδρικής εκλογής 415

2. Υποψηφιότητες και απαιτούμενες πλειοψηφίες 417

3. Η διαδικασία εκλογής ενόψει των προεδρικών αρμοδιοτήτων 420

IV. Αρμοδιότητες 422

1. Το αρνητικό τεκμήριο αρμοδιότητας 422

2. Ο κανόνας της προσυπογραφής 423

3. Ρυθμιστικές αρμοδιότητες 425

4. Νομοθετικές αρμοδιότητες 425

α. Έκδοση, δημοσίευση και αναπομπή των νόμων 425

β. Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και προεδρικά διατάγματα 426

γ. Δημοψήφισμα 427

δ. Η κήρυξη της Χώρας σε κατάσταση πολιορκίας 428

5. Εκτελεστικές αρμοδιότητες 428

α. Η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων 428

β. Ο διορισμός και η παύση δημοσίων υπαλλήλων και δικαστικών
λειτουργών 429

γ. Απονομή παρασήμων 429

6. Δικαστικές αρμοδιότητες 429

7. Αρμοδιότητες διεθνούς παραστάτη 431

V. Αναπλήρωση 432

 

VI. Η ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας 433

Ενδέκατο Κεφάλαιο

Η δημόσια διοίκηση 439

I. Η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης 439

1. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις 439

2. Το αποκεντρωτικό σύστημα 440

3. Η συνταγματική διαρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης 444

II. Το προσωπικό της δημόσιας διοίκησης 449

1. Κατηγορίες υπαλλήλων και διαδικασίες επιλογής 449

2. Προσόντα, καθήκοντα και εγγυήσεις 451

Δωδέκατο Κεφάλαιο

Οι ανεξάρτητες αρχές 457

Ι. Η συνταγματική κατοχύρωση των ανεξάρτητων αρχών 457

1. Χαρακτηριστικά και νομικό καθεστώς 457

2. Συνταγματικές εγγυήσεις 459

II. Η θέση των ανεξάρτητων αρχών στην οργάνωση του κράτους 462

1. Ανεξάρτητες αρχές και διάκριση των εξουσιών 462

2. Οι ανεξάρτητες αρχές ως όργανα αποπολιτικοποίησης
της διοίκησης 465

3. Δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία 468

Δέκατο τρίτο Κεφάλαιο

Η δικαστική εξουσία 473

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις στη συνταγματική ρύθμιση
της δικαιοσύνης 473

II. Η λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών 474

1. Το Σύνταγμα και ο νόμος ως μόνα κριτήρια απονομής
της δικαιοσύνης 474

2. Η οριοθέτηση των σχέσεων με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία 476

III. Η προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών 477

1. Ο διορισμός και η ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών 478

 

2. Οι μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης και η άσκηση
της πειθαρχικής εξουσίας 479

3. Η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης 480

4. Η αποκλειστική απασχόληση και οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών 481

ΙV. Οι συνταγματικές αρχές της απονομής δικαιοσύνης 482

1. Η δημοσιότητα 483

2. Τα χαρακτηριστικά της δικαστικής απόφασης 487

V. Η συνταγματική διάρθρωση της δικαιοσύνης 488

1. Οι δικαιοδοσίες 488

2. Τα ειδικά δικαστήρια. Ιδίως το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 490

3. Η ρύθμιση των λοιπών, πλην δικαστών, υπαλλήλων
και επαγγελματιών που συμβάλλουν στην απονομή
της δικαιοσύνης 493

VI. Ο δικαστής στο μεταίχμιο μεταξύ δημοκρατικής αρχής
και αρχής του κράτους δικαίου 494

Αλφαβητικό Ευρετήριο 497

Σελ. 1

Εισαγωγή

Το αντικείμενο του συνταγματικού δικαίου

Ι.

Γιατί χρειαζόμαστε Σύνταγμα; Γιατί θα πρέπει να διδασκόμαστε το συνταγματικό δίκαιο; Αυτά είναι ίσως τα πρώτα αυθόρμητα ερωτήματα, τα οποία έρχονται στο μυαλό όποιου ασχολείται για πρώτη φορά με το συνταγματικό δίκαιο.

Η απάντηση είναι ότι χρειαζόμαστε Σύνταγμα για πάρα πολλούς λόγους. Επειδή μία κοινωνία που δεν διέπεται από θεμελιώδεις κανόνες για τη λήψη των κρατικών αποφάσεων είναι μία άναρχη κοινωνία όπου στο τέλος θα επιβάλει τη θέλησή του ο ισχυρότερος. Επειδή ακόμη θα πρέπει να υπάρχουν βασικοί κανόνες κρατικής οργάνωσης και προστασίας των δικαιωμάτων, τους οποίους δεν θα μπορεί να αλλάζει η εκάστοτε ευκαιριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επειδή η οριοθέτηση της κρατικής εξουσίας μέσω του Συντάγματος αποτελεί το κυριότερο ίσως ανάχωμα στον πειρασμό της αυθαιρεσίας που ενέχει η άσκηση κάθε εξουσίας. Επειδή, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο της συνταγματικής ιστορίας, οι διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος που κατοχυρώνουν τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματός μας αποτελούν την κατάληξη μίας συνταγματικής ιστορίας διακοσίων και πλέον ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας πολλοί αγωνίστηκαν για τις συνταγματικές ρυθμίσεις που σήμερα απολαμβάνουμε και θεωρούμε αυτονόητες. Επειδή όλοι οι νόμοι θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα λόγω της υπέρτερης τυπικής ισχύος του, με αποτέλεσμα το συνταγματικό δίκαιο να «φωτίζει» και να αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα όλων των άλλων κλάδων του δικαίου. Επειδή το Σύνταγμα αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά συνεκτικά στοιχεία των σύγχρονων κοινωνιών, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι πολλά σύγχρονα κράτη έχουν καθιερώσει ως εθνική τους εορτή την ημέρα ψήφισης του Συντάγματός τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους, οι επόμενες σελίδες του βιβλίου θα προσπαθήσουν να σας πείσουν ότι το συνταγματικό δίκαιο αποτελεί ένα συναρπαστικό αντικείμενο και έναν κλάδο του δικαίου που αλλάζει και εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες πηγές και σύγχρονους προβληματισμούς. Κυρίως, όμως, οι επόμενες σελίδες του βιβλίου θα προσπαθήσουν να σας πείσουν ότι το συνταγματικό δίκαιο είναι ένα δίκαιο που μας αφορά

Σελ. 2

όλους, τόσο ως άτομα όσο και ως μέλη του κοινωνικού συνόλου. Γιατί, όπως έγραφε και δίδασκε ο δάσκαλός μας Αριστόβουλος Μάνεσης, το συνταγματικό δίκαιο είναι η τεχνική της πολιτικής ελευθερίας. Άλλωστε, σε ποιο άλλο νομικό κείμενο υπάρχει η ακόλουθη συγκλονιστική διατύπωση, που απαντάται στην ακροτελεύτια διάταξη του ισχύοντος Συντάγματος και αποτελεί το συμπύκνωμα της λαϊκής κυριαρχίας, του συνταγματικού πατριωτισμού και της ιδιότητας του υπεύθυνου ενεργού πολίτη; «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» (άρθρο 120 παρ. 4).

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας εξηγήσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του συνταγματικού δικαίου.

II.

Η ύλη του συνταγματικού δικαίου χωρίζεται παραδοσιακά σε δύο μέρη: Στο Σύνταγμα των εξουσιών που καλύπτει το οργανωτικό μέρος του Συντάγματος και στο Σύνταγμα των δικαιωμάτων. Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονται επίσης στοιχεία πολιτειολογίας και συνταγματικής ιστορίας. Τις βασικές ενότητες του Συντάγματος των εξουσιών αποτελούν η έννοια, οι διακρίσεις και οι λειτουργίες του Συντάγματος, η θέσπιση, η μεταβολή και η ερμηνεία του, οι πηγές του συνταγματικού δικαίου, οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, οι μορφές ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, η εκλογή, η ανάδειξη ή ο διορισμός, οι αρμοδιότητες, η λειτουργία και οι σχέσεις μεταξύ των άμεσων οργάνων του κράτους.

Ο όρος Σύνταγμα καλύπτει τον τρόπο με τον οποίο συντάσσεται η κρατική εξουσία, θέτοντας όρια στο εξουσιαστικό φαινόμενο και κωδικοποιώντας τους θεμελιώδεις κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτείας. Στο Σύνταγμα ως γραπτό, κωδικοποιημένο κείμενο περιλαμβάνονται κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος που θέτουν το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται όλοι οι κλάδοι του δικαίου –ποινικό, αστικό, διοικητικό, εκκλησιαστικό, εργατικό, εμπορικό, δικονομικό δίκαιο–, καθώς και οι σχέσεις της εσωτερικής έννομης τάξης με το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο. Το Σύνταγμα αποτελεί το μέτρο για την τυπική και ουσιαστική νομιμότητα όλων των άλλων κανόνων δικαίου, θεσπίζει τη διαδικασία παραγωγής τους και προβλέπει τις εγγυήσεις τήρησής του.

Το Σύνταγμα οριοθετεί την άσκηση της εξουσίας, επιβάλλει συναινέσεις, επιλύει συγκρούσεις, θέτει σκοπούς στις κρατικές πολιτικές, κατανέμει αρμοδιότητες, διευκολύνει την ανάδειξη της Κυβέρνησης ή την αντιπροσώπευση

Σελ. 3

μειοψηφιών, θέτει το πλαίσιο νομιμοποίησης και ελέγχου των πολιτικών αποφάσεων, επιλέγει ανάμεσα σε κίνητρα και σε κυρώσεις, προτάσσει αξίες, εγγυάται δικαιώματα, κατοχυρώνει το ίδιο τους όρους και τη διαδικασία τροποποίησής του.

Η ερμηνεία και η εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων προϋποθέτει τη μελέτη των κανόνων του κοινού δικαίου, ιδίως των επιμέρους θεσμών που θεσπίζονται και εξειδικεύονται από τη νομοθεσία, προκειμένου να φωτιστεί το πλαίσιο εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων και να τεθούν τα συνταγματικά όρια κάθε θεσμού. Κατανόηση και ανάλυση των ρυθμίσεων του Συντάγματος δίχως διαρκή αναφορά στη νομοθεσία, τη νομολογία και την πρακτική των κρατικών οργάνων δεν είναι νοητή. Αυτό δεν σημαίνει πάντως ούτε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος βασίζεται στην ερμηνεία και την εφαρμογή του κοινού δικαίου, ούτε ότι η νομολογία γίνεται άκριτα αποδεκτή από τη θεωρία του συνταγματικού δικαίου. Ο ρόλος του μελετητή του Συντάγματος είναι να εξηγεί το συνταγματικό φαινόμενο και να συνάγει το ισχύον δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη τη νομοθεσία, τη νομολογία και την πρακτική, χωρίς όμως να υποτάσσεται σε αυτές.

Στις σύγχρονες συνταγματικές δημοκρατίες το Σύνταγμα δεν αποτελεί πλέον μόνο ένα σύμβολο εθνικής ανεξαρτησίας, δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας και δικαιοκρατικών εγγυήσεων, αλλά ταυτόχρονα ένα καθημερινό εργαλείο οργάνωσης και οριοθέτησης των κρατικών λειτουργιών. Το Σύνταγμα ρυθμίζει τις αρμοδιότητες των επιμέρους φορέων εξουσίας, επιχειρώντας να διασφαλίσει θεσμικές ισορροπίες και αντίβαρα.

III.

Το Σύνταγμα εκφράζει ιστορικά τη δυσπιστία έναντι όλων των εκφάνσεων του εξουσιαστικού φαινομένου, ιδίως έναντι της κρατικής εξουσίας, αλλά και απέναντι σε ποικίλα κέντρα οικονομικής ή επικοινωνιακής ισχύος. Η θέσπιση των Συνταγμάτων αποτελεί επίτευγμα των διεκδικήσεων του συνταγματισμού κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ενός ρεύματος ιδεών που εξελίχθηκε σε πολιτικό κίνημα, προτάσσοντας τη νομιμοποίηση και τη δέσμευση της κρατικής εξουσίας από το Σύνταγμα, δηλαδή από κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος.

Θεμέλιο του συνταγματισμού αποτελούν οι κλασικές θεωρίες των νεότερων χρόνων για το κοινωνικό συμβόλαιο, οι οποίες διερευνούν την οργάνωση της κοινωνικής συμβίωσης με αυστηρές και ορθολογικές μεθόδους. Οι θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου εμπεριέχουν τη λογική της θέσπισης ενός θεμελιώδους συστήματος κανόνων, στο οποίο καταγράφονται οι βασικές αρχές

Σελ. 4

συμβίωσης σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό και οι κοινά αποδεκτοί όροι οργάνωσης της πολιτείας.

Παρά τη διατήρηση ενός αναλλοίωτου νοηματικού πυρήνα της έννοιας «Σύνταγμα» και την ομοιότητα των εξωτερικών χαρακτηριστικών των συνταγματικών κειμένων από τα πρώιμα στάδια του συνταγματισμού μέχρι σήμερα, η θέσπιση, το περιεχόμενο και οι λειτουργίες του Συντάγματος υπόκεινται στην εξέλιξη του κρατικού φαινομένου. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να γίνει λόγος για διαφορετικούς τύπους Συνταγμάτων που, πάντως, δεν αντιστοιχούν απόλυτα σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, αλλά αλληλοκαλύπτονται προσδίδοντας στο συνταγματικό φαινόμενο νέα χαρακτηριστικά.

Η συγκρότηση και η νοηματοδότηση του Συντάγματος, από τις πρώιμες φάσεις της φιλελεύθερης πολιτείας μέχρι τη σύγχρονη πλουραλιστική δημοκρατία, δεν παραμένει αμετάβλητη, αλλά εξελίσσεται ως παρακολούθημα των μορφών οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης. Αρχικά το Σύνταγμα συγκροτείται ως όριο έναντι της εξουσίας του μονάρχη, στο πλαίσιο των συνταγματικών μοναρχιών του 19ου αιώνα, ιδίως στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία της περιόδου 1815-1848. Ο μονάρχης διαθέτει το «τεκμήριο αρμοδιότητας», ενώ η λαϊκή αντιπροσωπεία αντλεί τις αρμοδιότητές της από το ίδιο το Σύνταγμα. Η αστική τάξη δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να αναδειχθεί σε πηγή της κρατικής εξουσίας, είχε όμως τη δύναμη να δεσμεύσει τον μονάρχη κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Ο αυστηρός διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας οργανώνεται συνταγματικά με την κατοχύρωση μίας απαραβίαστης σφαίρας του ατόμου ως ιδιώτη και της κοινωνίας από τις παρεμβάσεις του μονάρχη και της μοναρχικής εκτελεστικής εξουσίας.

Από την άλλη πλευρά, κατά τις πρώτες φάσεις του συνταγματισμού τα θεμελιώδη δικαιώματα δεσμεύουν αποκλειστικά την εκτελεστική εξουσία. Σε αντίθεση προς την αυτονόητη σήμερα δικαιοκρατική δέσμευση του κοινού νομοθέτη από το Σύνταγμα, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν διέθεταν υπέρτερη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων. Το Σύνταγμα αποτελούσε πρωτίστως οργανωτική ρύθμιση και περιορισμό των εξουσιών του μονάρχη, η οποία μπορούσε να αναθεωρηθεί κατόπιν συμφωνίας μονάρχη και Κοινοβουλίου. Το Κοινοβούλιο θεωρούνταν όργανο ταγμένο στην προστασία των ατομικών ελευθεριών.

Εξάλλου, το Σύνταγμα δεν γινόταν αντιληπτό ως θεμελιώδες κανονιστικό πλαίσιο καθολικής πολιτικής-κοινωνικής οργάνωσης της πολιτείας, ούτε εμπεριείχε ένα σύστημα αξιών κοινωνικής συμβίωσης, αλλά συνιστούσε απλώς και μόνο στοιχείο της πολιτειακής οργάνωσης, δηλαδή τον τρόπο οργάνωσης της πολιτικής κυριαρχίας.

Σελ. 5

Τα Συντάγματα της συνταγματικής μοναρχίας συγκροτήθηκαν ως αποτύπωση ενός πολιτικού συμβιβασμού μεταξύ του μονάρχη και της αστικής τάξης. Το Σύνταγμα θεσμοποιούσε αυτό τον συμβιβασμό χωρίς να τον επιλύει οριστικά. Αξιοσημείωτο είναι ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος ήταν επιτρεπτή μόνο με τη σύμπραξη του μονάρχη και της λαϊκής αντιπροσωπείας. Υπό αυτήν την έννοια το Σύνταγμα αποτελούσε, κατά τη φάση αυτή του συνταγματισμού, προϊόν ενός πολιτικού συμβιβασμού που εμπεριείχε τη δυναμική της μετάβασης από τη μοναρχία στο δημοκρατικό κράτος.

Από την άλλη πλευρά, τα δημοκρατικά Συντάγματα προτάσσουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμέλιο της πολιτείας. Το Σύνταγμα δεν θεωρείται πλέον απλή αποτύπωση και οριοθέτηση της ήδη υφιστάμενης και δεδομένης μοναρχικής εξουσίας, αλλά σύνταξη και συγκρότηση του κράτους με βάση έναν συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων. Το Σύνταγμα αποτελεί θεμέλιο και όχι απλώς οργανωτικό και περιοριστικό στοιχείο της άσκησης της κρατικής εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι το Σύνταγμα δεν έχει ως κύριο προσανατολισμό τη μονοσήμαντη οριοθέτηση της μοναρχικής εξουσίας, αλλά αναβιβάζεται σε κανονιστικό θεμέλιο όλων των επιμέρους κρατικών εξουσιών. Το σύνολο των κρατικών λειτουργιών και δράσεων εμπεριέχεται στο Σύνταγμα και νομιμοποιείται μέσω της καταγραφής τους σε αυτό.

Κατά συνέπεια το Σύνταγμα αποκτά πλέον αυξημένη τυπική ισχύ, στο μέτρο που η δράση όλων των κρατικών οργάνων εξαρτάται και αξιολογείται με βάση το περιεχόμενό του. Η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν αποτελεί προϊ­όν συμβιβασμού μεταξύ δεδομένων, προϋφιστάμενων δυνάμεων, όπως εμφανιζόταν στο πλαίσιο του μοναρχικού Συντάγματος, αλλά οριοθετείται ως συντεταγμένη εξουσία από το ίδιο το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα διαμορφώνει πλέον τη δομή του κράτους και των κρατικών εξουσιών, σε αντίθεση προς τη μοναρχική αντίληψη περί Συντάγματος που δεχόταν ότι το Σύνταγμα καταγράφει και οριοθετεί ένα ήδη διαμορφωμένο κράτος και τις επιμέρους κρατικές εξουσίες.

Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους του συνταγματισμού, στις οποίες εξελίσσεται η μορφή και το περιεχόμενο των Συνταγμάτων. Την πρώτη περίοδο, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, τα Συντάγματα περιλαμβάνουν κυρίως οργανωτικές διατάξεις και συνοδεύονται από διακηρύξεις ατομικών δικαιωμάτων οι οποίες στερούνται κανονιστικής ισχύος. Κατά τη δεύτερη περίοδο του συνταγματισμού, που εκτείνεται από τον Α’ μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενσωματώνονται στα Συντάγματα κατάλογοι ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι κατάλογοι αυτοί εμπλουτίζονται περαιτέρω κατά την τρίτη περίοδο του συνταγματισμού, μετά τον Β’ Παγκό-

Σελ. 6

σμιο Πόλεμο, όταν επίσης συστηματοποιείται ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και θεσπίζονται διατάξεις που αφορούν το λεγόμενο οικολογικό Σύνταγμα. Τέλος, την τέταρτη περίοδο του συνταγματισμού κατοχυρώνονται σε πολλά Συντάγματα νέα δικαιώματα, που αφορούν την προστασία από νέες διακινδυνεύσεις, συναρτημένες ιδίως με την ανάπτυξη της πληροφορικής και της γενετικής.

IV.

Με την ανανοηματοδότηση της δικαιοκρατικής ιδέας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και με την επέκταση της κοινωνικής και οικονομικής δράσης του σύγχρονου κράτους, το Σύνταγμα λειτουργεί τόσο ως νομικό όσο και ως αξιακό θεμέλιο της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Το Σύνταγμα δεν αποτελεί μόνο νομική βάση για τη συγκρότηση και τη λειτουργία των κρατικών εξουσιών, αλλά εμπεριέχει ταυτόχρονα κανονιστικές αξίες που συνέχουν τις δημόσιες και τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις.

Το Σύνταγμα γίνεται πλέον αντιληπτό όχι απλώς ως οργανωτικό θεμέλιο της πολιτείας, αλλά ως ένα σύστημα αρχών και κανόνων που οριοθετούν, οργανώνουν και νομιμοποιούν την κρατική εξουσία, κατευθύνουν την κρατική δράση και διέπουν συνολικά την έννομη τάξη. Η νομιμοποιητική και η ενοποιητική λειτουργία του Συντάγματος ενισχύονται· η αξιακή του συγκρότηση εμπλουτίζεται κατά τρόπο ώστε να αποτυπώνει το σύνολο των αρχών και αξιών που αναδεικνύονται σε συνδετικούς αρμούς μίας οργανωμένης κοινωνίας.

Η μελέτη του συνταγματικού δικαίου, αλλά και ευρύτερα του εσωτερικού δικαίου, δεν είναι πλέον νοητή χωρίς την αναγωγή στο διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η διεθνοποίηση και ο εξευρωπαϊσμός του συνταγματικού δικαίου συνεπάγονται ότι η συνταγματική θεωρία και πράξη αλληλεπιδρούν και τελούν σε διαρκή διάλογο με το ευρωπαϊκό νομικό σύστημα και τον κοινό ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, διαμορφώνοντας αυτό που αποκαλείται «πολυεπίπεδος συνταγματισμός».

Το Σύνταγμα, από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, αφότου κατέρρευσαν οι τελευταίες στρατιωτικές δικτατορίες στην Ευρώπη και εν συνεχεία τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, δεν φαίνεται πλέον να φοβάται τους εχθρούς του. Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου θεωρούνται αυτονόητες αρχές οργάνωσης της κρατικής εξουσίας. Η κατάσταση πολιορκίας και η αναστολή ισχύος διατάξεων του Συντάγματος μετατράπηκαν σε έννοιες εν υπνώσει, που ακόμη και αν χρειαστεί ποτέ να ανασυρθούν από το παραδοσιακό εννοιολογικό οπλοστάσιο του συνταγματικού δικαίου δεν θα θέσουν σε κίν-

Σελ. 7

δυνο την υπόσταση του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ακόμη και απέναντι στην πανδημία, η επιλογή της αναστολής ισχύος συνταγματικών διατάξεων υπήρξε περιορισμένη στις δυτικές δημοκρατίες.

Δικλείδα ασφαλείας των σύγχρονων Συνταγμάτων αποτελεί η δυνατότητα τροποποίησης και εμπλουτισμού τους, είτε μέσω της δυναμικής-εξελικτικής ερμηνείας είτε μέσω της αναθεώρησής τους. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ διαφορετικών φορέων εξουσίας οριοθετούνται μέσα στο πλαίσιο που έχει θέσει το Σύνταγμα, ως ιστορικό φαινόμενο που διεκδικεί πλέον οικουμενική εμβέλεια. Η κρατική κυριαρχία θεωρείται αυτονοήτως συνυφασμένη με τη θέσπιση Συντάγματος. Όταν οι πολιτικοί και κοινωνικοί ανταγωνισμοί υπερβαίνουν τα όρια που έχει θέσει το Σύνταγμα, τότε το ίδιο το Σύνταγμα έχει προβλέψει τους όρους μεταβολής του.

Σελ. 8

Σελ. 9

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σελ. 10

Σελ. 11

Πρώτο Κεφάλαιο

 

Το κράτος

I. Το κράτος ως κεντρική έννοια του συνταγματικού δικαίου

Όσο και να ηχεί παράξενο, στο συνταγματικό δίκαιο η κεντρική έννοια δεν είναι αυτή του Συντάγματος, αλλά του κράτους. Και αυτό γιατί το συνταγματικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία του κράτους και τις σχέσεις του με τους πολίτες. Κατά συνέπεια, καμία ανάπτυξη του συνταγματικού δικαίου δεν μπορεί να αρχίσει, χωρίς προηγουμένως να αναλυθεί το κράτος ως νομικό φαινόμενο. Γι’ αυτό, η συνέχεια είναι αφιερωμένη στον ορισμό του κράτους και στα εννοιολογικά στοιχεία που το συγκροτούν, στην παρουσία των κυριότερων ειδών κρατών και στα κρατικά όργανα με τις αρμοδιότητές τους.

II. Η έννοια του κράτους

Σύμφωνα με τον πλέον δόκιμο ορισμό στο συνταγματικό δίκαιο, κράτος είναι το νομικό πρόσωπο με αυτοδύναμη εξουσία που αποτελείται από λαό, μόνιμα εγκατεστημένο σε μία εδαφική επικράτεια. Τέσσερα είναι λοιπόν τα εννοιολογικά στοιχεία του κράτους: λαός, επικράτεια, αυτοδύναμη εξουσία και νομική προσωπικότητα. Ο ως άνω ορισμός του κράτους αφορά το συνταγματικό δίκαιο και ενδέχεται να διαφοροποιείται από αντίστοιχους ορισμούς σε άλλα πεδία του δικαίου. Έτσι λοιπόν, δεν συγκαταλέγεται στα εννοιολογικά στοιχεία του κράτους κατά το συνταγματικό δίκαιο η διεθνής του αναγνώριση, στοιχείο που έχει όμως σημασία στο πεδίο του διεθνούς δικαίου.

Σελ. 12

Ας δούμε όμως κάθε ένα από τα τέσσερα αυτά εννοιολογικά στοιχεία του κράτους, ξεκινώντας από το πιο ανθρώπινο και λιγότερο νομικό, τον λαό.

1. Ο λαός

α. Ορισμός του λαού

Λαός είναι το σύνολο των πολιτών ενός κράτους, το σύνολο δηλαδή όσων έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού. Αυτή είναι η έννοια του λαού, η οποία χρησιμοποιείται για τον ορισμό του κράτους (λαός υπό την ευρεία έννοια του όρου) και στην οποία θα γίνεται αναφορά στο παρόν κεφάλαιο. Η έννοια αυτή διαφοροποιείται από τον λαό υπό τη στενή έννοια του όρου, που περιλαμβάνει όλους όσοι έχουν το εκλογικό δικαίωμα (εκλογικό σώμα). Για να καταστεί κάποιος μέρος του λαού υπό την ευρεία έννοια του όρου (λαός ως στοιχείο του κράτους), θα πρέπει να πληρούται μία και μόνη προϋπόθεση: Να έχει την ιδιότητα του πολίτη, να έχει δηλαδή την ιθαγένεια του κράτους αυτού. Οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του προσώπου που έχει αποκτήσει την ιθαγένεια και την ιδιότητα του πολίτη (γλώσσα, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις, σωματικά χαρακτηριστικά κ.λπ.) είναι παντελώς αδιάφορο, όσον αφορά την ένταξή του στον λαό ενός κράτους.

Το πώς και πότε αποκτάται (ή χάνεται) η ιθαγένεια και αν κάποιος μπορεί να έχει περισσότερες από μία ιθαγένειες, είναι θέμα που ρυθμίζεται από το δίκαιο του κάθε κράτους. Στη Χώρα μας, το άρθρο 4 παρ. 4 Συντ. ορίζει ότι «Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος». Ο νόμος, ο οποίος ισχύει στην Ελλάδα και ορίζει το πώς αποκτάται η ελληνική ιθαγένεια, ονομάζεται Κώδικας Ιθαγένειας. Διεθνώς, υπάρχουν περισσότεροι τρόποι απόκτησης μίας ιθαγένειας. Ο πιο συνηθισμένος στον ευρωπαϊκό χώρο συνίσταται στην απόκτηση της ιθαγένειας του πατέρα ή της μητέρας («δίκαιο του αίματος»). Διαφορετικό είναι το «δίκαιο του εδάφους», το οποίο ισχύει λ.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και σύμφωνα με το οποίο το παιδί αποκτάει την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου γεννιέται. Περαιτέρω, κάποιος άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια και μετά τη γέννησή του, σε ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο της ζωής του. Πράγματι, κάποιος πολίτης μπορεί να αποκτήσει μεταγενέστερα την ιθαγένεια ενός κράτους, επειδή λ.χ. ζει πολλά χρόνια στο κράτος αυτό ή επειδή έχει προσφέρει πολύ σημαντικές υπηρεσίες σε αυτό.

Σελ. 13

Όσον αφορά τουλάχιστον το συνταγματικό δίκαιο, ο όρος που θα πρέπει να προτιμάται είναι αυτός της ιθαγένειας και όχι της υπηκοότητας. Ο τελευταίος αυτός όρος παραπέμπει στον «υπήκοο» που με τη σειρά του παραπέμπει στον ηγεμόνα και, συνεπώς, αντανακλά παρωχημένες πολιτειακές μορφές που ουδόλως συμβαδίζουν με τις σύγχρονες φιλελεύθερες και δημοκρατικές αντιλήψεις για την οργάνωση ενός κράτους. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η απόκτηση της ιθαγένειας είναι εξαιρετικά σημαντική, αφού παρέχει στον πολίτη όλα τα θεμελιώδη (συνταγματικά) δικαιώματα, ενώ αντιθέτως οι αλλοδαποί απολαμβάνουν ορισμένα μόνον από τα θεμελιώδη δικαιώματα (π.χ. δεν έχουν το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές). Τέλος, ενώ οι αλλοδαποί έχουν το δικαίωμα εγκατάστασης και διαβίωσης σε μία ξένη Χώρα μόνον υπό τους όρους του εθνικού, διεθνούς και ενωσιακού δικαίου (για τους πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), οι πολίτες ενός κράτους έχουν πάντοτε το δικαίωμα να κατοικούν στην εδαφική επικράτεια του κράτους τους, χωρίς κανείς να μπορεί να τους απελάσει ή να τους εξαναγκάσει να αποχωρήσουν από τη Χώρα ή να τους απαγορεύσει την είσοδο σε αυτήν. Έτσι λοιπόν αν κάποιος Έλληνας που δεν διαθέτει διαβατήριο αποφασίσει να επιστρέψει στην Ελλάδα, οι ελληνικές συνοριακές αρχές είναι υποχρεωμένες να του επιτρέψουν την είσοδο στη Χώρα μας από τη στιγμή που θα αποδειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο η ελληνική ιθαγένειά του. Η μοναδική εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν προβλέπεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου με βάση το «Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης» κάποιος μπορεί παρά τη θέλησή του να δικαστεί και να εκτίσει ποινή σε άλλη, ξένη Χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ποινικό αδίκημα που διέπραξε στη Χώρα αυτή.

β. Σχέση του λαού με το έθνος

Η έννοια του λαού δεν ταυτίζεται με αυτήν του έθνους. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λαός είναι το σύνολο των πολιτών ενός κράτους, το σύνολο δηλαδή όσων έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη ιδιότητα και κανένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα. Από την άλλη, έθνος είναι το σύνολο των ανθρώπων που αισθάνονται ενωμένοι μεταξύ τους με κάποια θεμελιώδη κοινά χαρακτηριστικά. Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους και συγκροτούν την έννοια του έθνους, δεν υπάρχει ένας «κλειστός κατάλογός» τους.

Σελ. 14

Έτσι, ως γνωρίσματα, τα οποία σε διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους προσδίδουν σε ένα σύνολο ανθρώπων την ιδιότητα του έθνους, θα μπορούσαν να αναφερθούν: Η γλώσσα, αν και ορισμένοι από τους πιο σημαίνοντες αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ενώ και σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή στην Αυστραλία πολλοί μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς αισθάνονται Έλληνες χωρίς να μιλούν ελληνικά· η θρησκεία που αποτέλεσε ενοποιητικό στοιχείο των επαναστατημένων Ελλήνων το 1821 και αποτυπώνεται και στην ελληνική σημαία, αν και αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα και των Ελλήνων πολιτών να μην πιστεύουν ή να πιστεύουν σε άλλη θρησκεία, πέρα από το ότι το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα επικρατεί και σε άλλες χώρες (Βαλκανική Χερσόνησος, Ρωσία)· η καταγωγή από ανιόντες ενός έθνους, αν και «ευθείες» εθνοτικές καταγωγές είναι δύσκολο να γίνουν δεκτές σε βαθύ ιστορικό χρόνο που χαρακτηρίζεται από συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών· η ανάμνηση σημαντικών εθνικών επιτυχιών (π.χ. αντίσταση στην ιταλική εισβολή το 1940 και στη γερμανική κατοχή το 1941-1944) ή και καταστροφών (π.χ. Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974), αν και πρόκειται για γνωρίσματα του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου που δεν μπορούν να διερευνηθούν από τρίτους. Ως περαιτέρω στοιχεία που ενδέχεται να συμβάλλουν στην ένταξη ενός προσώπου σε ένα έθνος, θα μπορούσαν να αναφερθούν οι κοινές εμπειρίες, αγωνίες, επιτυχίες και αποτυχίες των κατοίκων μίας Χώρας, αν και είναι γνωστό ότι υπάρχουν κράτη όπου κατοικούν διάφορες εθνότητες με μη φιλικές ή και εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους. Επίσης, η πίστη στα εθνικά σύμβολα (σημαία, εθνικός ύμνος) συμβάλλει στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, αν και το στοιχείο αυτό αφορά ομοίως τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου που δεν μπορεί να διερευνηθεί από τρίτους. Και, όσο και αν φαίνεται παράξενο, μία τέτοια λειτουργία μπορεί να επιτελέσει και το Σύνταγμα, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι περίπου πενήντα κράτη έχουν καθιερώσει ως εθνική τους εορτή την ημέρα ψήφισης του Συντάγματός τους.

Ένα πάντως είναι σίγουρο: Η έννοια του λαού (το σύνολο των πολιτών ενός κράτους) δεν ταυτίζεται με την έννοια του έθνους (το σύνολο των ανθρώπων που αισθάνονται ενωμένοι μεταξύ τους με κάποια κοινά χαρακτηριστικά). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που το αποδεικνύει: Οι πολίτες της Ελλάδας είναι διαφορετικοί από τους πολίτες της Κύπρου, οι Ελληνοκύπριοι ωστόσο ανήκουν στο ελληνικό έθνος, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι εορτάζουν ως εθνικές εορτές και επίσημες αργίες και την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου. Άλλωστε, αν οι έννοιες του λαού και του έθνους ταυτίζονταν, δεν θα τις διαφοροποιούσε το Σύνταγμα, ορίζοντας ότι «Όλες οι

Σελ. 15

εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους» (άρθρο 1 παρ. 3 Συντ.).

Όσο λάθος όμως είναι να νομίσει κανείς ότι οι έννοιες του λαού και του έθνους ταυτίζονται, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρήσει ότι πρόκειται για δύο έννοιες ασύνδετες που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Και μόνο το γεγονός ότι το Σύνταγμα αναφέρει ως σκοπό ύπαρξης των κρατικών εξουσιών τόσο τον λαό όσο και το έθνος, σημαίνει ότι αυτές οι δύο έννοιες συνδέονται μεταξύ τους. Έτσι, η απόδοση ιθαγένειας με «αυτόματες» διαδικασίες και χωρίς κανένα κριτήριο που να υποδηλώνει τον ψυχικό σύνδεσμο του προσώπου με την ιστορική πορεία και τα σύγχρονα διακυβεύματα ενός τόπου κείται εκτός της λογικής του συντακτικού νομοθέτη και θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμη και υποψίες για προσπάθεια αλλοίωσης της σύνθεσης του εκλογικού σώματος.

Από την άλλη όμως πλευρά, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει ένα προέχον και αποκλειστικό στοιχείο για την ένταξη ενός προσώπου σε ένα έθνος και, σε κάθε περίπτωση, η διαβίωση ενός προσώπου για πολλά χρόνια στο έδαφος ενός κράτους ή/και η ολοκλήρωση των σχολικών σπουδών στο κράτος αυτό σε συνδυασμό με τη γνώση της γλώσσας αποτελούν καταρχήν θεμιτά και εύλογα κριτήρια, τα οποία υποδηλώνουν ότι το πρόσωπο αυτό έχει ενταχθεί και προσφέρει στην κοινωνία ταυτίζοντας την τύχη του και τα βιοτικά του συμφέροντα με τα αντίστοιχα των υπολοίπων κατοίκων του κράτους. Συνεπώς και λαμβάνοντας υπόψη και το περιθώριο εκτίμησης που δια­θέτει ο νομοθέτης στα θέματα αυτά, δεν ήταν ορθή η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματικό τον ν. 3838/2010 ο οποίος χορηγούσε την ελληνική ιθαγένεια με βάση γενικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειάς του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα) χωρίς να γίνεται εξατομικευμένη κρίση για τη διακρίβωση της ουσιαστικής προϋπόθεσης του δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό έθνος.

2. Η επικράτεια

Για να υπάρχει κράτος, ο λαός θα πρέπει να είναι μόνιμα εγκατεστημένος σε μία εδαφική επικράτεια στην οποία το κράτος ασκεί την εξουσία του. Έτσι, οι νομαδικοί λαοί που μετακινούνται από τόπο σε τόπο δεν συγκροτούν κράτος. Το έδαφος στο οποίο είναι μόνιμα εγκατεστημένος ένας λαός αποτελεί εννοι-

Σελ. 16

ολογικό στοιχείο του κράτους, στο κράτος δεν ανήκει όμως μόνο το έδαφος. Ανήκει και το υπέδαφος, τα ποτάμια, οι λίμνες, ο εναέριος χώρος πάνω από το έδαφος και τμήμα της θάλασσας που περιβάλλει το έδαφος του κράτους.

Όσον αφορά πάντως την οριοθέτηση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου, συχνά ανακύπτουν αμφισβητήσεις μεταξύ γειτονικών κρατών. Παλαιότερα, ο θαλάσσιος χώρος ενός κράτους ήταν τρία ναυτικά μίλια που ισοδυναμούσε με την εμβέλεια των κανονιών. Σήμερα, ο ελληνικός εναέριος χώρος ορίζεται στα δέκα ναυτικά μίλια (άρθρο 191 παρ. 2 του ν. 1615/1988) και ο θαλάσσιος χώρος (αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα) στα έξι ναυτικά μίλια (α.ν. 230/1936 και άρθρο 136 του ν.δ. 187/1973). Η Χώρα μας ωστόσο έχει κυρώσει (ν. 2321/1995) τη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας που προβλέπει αιγιαλίτιδα ζώνη έως και δώδεκα μίλια και ανά πάσα στιγμή διατηρεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο τη δυνατότητα να προβεί στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της από τα έξι στα δώδεκα μίλια, παρά την απειλή της Τουρκίας που, σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο, θεωρεί την επέκταση αυτή αιτία πολέμου (casus belli).

3. Η αυτοδύναμη εξουσία

Το κράτος είναι ταυτισμένο με την εξουσία. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κράτος χωρίς εξουσία και αν τη χάσει παύει να είναι κράτος. Η κρατική εξουσία έχει ορισμένα χαρακτηριστικά: είναι οργανωμένη, αυτοδύναμη και ανώτερη από όλες τις άλλες εξουσίες.

Καταρχάς, η κρατική εξουσία είναι οργανωμένη και όχι «τυφλή». Ασκείται δηλαδή σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, οι οποίοι την οριοθετούν ως προς τον καθορισμό τόσο των αρμοδιοτήτων (ποιο κρατικό όργανο είναι αρμόδιο να πράξει τι) όσο και ορισμένων πεδίων ελευθερίας στα οποία δεν επιτρέπεται να υπεισέλθει η κρατική εξουσία (π.χ. άσυλο της κατοικίας, ιδιωτική ζωή). Οι κανόνες αυτοί αποτρέπουν την κρατική αυθαιρεσία και συγκροτούν την έννομη τάξη. Η ανοργάνωτη και απεριόριστη άσκηση της κρατικής εξουσίας (όπως, κατά το «σχολικό» παράδειγμα, η πρόσκαιρη κατάληψη ενός νησιού ή μίας πόλης από πειρατές) δεν δημιουργεί κράτος.

Περαιτέρω, η κρατική εξουσία είναι αυτοδύναμη υπό την έννοια ότι δεν αντλεί τη δύναμή της από κάποια άλλη, ανώτερη εξουσία. Σε αντίθεση με την αυτοδύναμη κρατική εξουσία, όλες οι άλλες εξουσίες που υπάρχουν σε μία κοινωνία αντλούν τη δύναμή τους από την κρατική εξουσία. Έτσι λ.χ. η διευθυντική εξουσία του εργοδότη ή η γονική «εξουσία» (ορθότερα: επιμέλεια) των γονέων επί των τέκνων υπάρχουν επειδή τις αναγνωρίζει η κρατική εξουσία με τους αντίστοιχους κανόνες δικαίου.

Σελ. 17

Τέλος, η κρατική εξουσία είναι η ανώτερη από όλες τις άλλες εξουσίες οποιασδήποτε μορφής. Αν κάποια άλλη εξουσία καταστεί ανώτερη από την κρατική εξουσία, τότε η τελευταία καταλύεται και παύει να υπάρχει. Άρρηκτα συνυφασμένο με την ανωτερότητα της κρατικής εξουσίας είναι και το μονοπώλιο της κρατικής βίας και της θέσπισης κανόνων δικαίου. Μόνον το κράτος μπορεί να θέτει αναγκαστικούς κανόνες δικαίου, να χρησιμοποιεί βία και να επιβάλλει τη θέλησή του στους πολίτες, κυρίως μέσω της δημόσιας αστυνομικής δύναμης. Οι εξαιρέσεις από το μονοπώλιο της κρατικής βίας είναι περιορισμένες και αφορούν εντελώς ιδιαίτερες καταστάσεις (π.χ. άμυνα, κατάσταση ανάγκης). Εξάλλου, οι κανόνες δικαίου με δύναμη καταναγκασμού και με απειλή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής τους, που φτάνουν έως και τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, τίθενται μόνον από την κρατική εξουσία. Βέβαια, σε μία κοινωνία υπάρχουν και πολλοί άλλοι κανόνες (ηθικοί, θρησκευτικοί, εθιμοτυπικοί κ.λπ.), πέρα από τους κανόνες δικαίου που θεσπίζει ο νομοθέτης. Η επιβολή όμως των κανόνων με δύναμη καταναγκασμού αποτελεί «προνόμιο» της κρατικής εξουσίας.

4. Η νομική προσωπικότητα

Το κράτος έχει νομική προσωπικότητα. Αποτελεί δηλαδή αυτοτελές νομικό πρόσωπο και είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το νομικό πρόσωπο, σε αντίθεση με το φυσικό πρόσωπο (τον άνθρωπο) δεν υφίσταται στην πραγματικότητα και αποτελεί νομική κατασκευή, η οποία εξυπηρετεί προεχόντως πρακτικές αναγκαιότητες. Ποιες είναι αυτές; Καταρχάς, η νομική προσωπικότητα του κράτους του δίνει τη δυνατότητα να παρίσταται αυτοτελώς στα δικαστήρια και να ενάγεται από τους πολίτες σε αυτά. Αν λ.χ. ένας πολίτης ζημιωθεί από την παράνομη δράση ενός κρατικού οργάνου, τότε έχει το δικαίωμα να προσφύγει στα δικαστήρια με αγωγή κατά του κράτους (του Ελληνικού Δημοσίου) και να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που του προκλήθηκε από την παράνομη και ζημιογόνο δράση του κρατικού οργάνου. Εξάλλου, η κατασκευή της νομικής προσωπικότητας «αποπροσωποποιεί» το κράτος από τα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα (ανθρώπους) που στελεχώνουν τα κρατικά όργανα, έτσι ώστε οι πράξεις των φυσικών αυτών προσώπων που ασκούν ταυτόχρονα και κρατικές αρμοδιότητες να καταλογίζονται στο νομικό πρόσωπο του κράτους και όχι προσωπικά (ατομικά) στα φυσικά πρόσωπα που τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ασκούν κρατικές αρμοδιότητες. Αυτό έχει τεράστιες πρακτικές συνέπειες. Όχι μόνον επειδή, όπως προαναφέρθηκε, επιτρέπει στον πολίτη να προσφύγει στα δικαστήρια εναντίον του κράτους, αλλά και επειδή εξασφαλίζει τη συνέχεια του κράτους στο διηνεκές ανεξάρτητα από την εναλλαγή των φυσικών προσώπων στην εξουσία.

Σελ. 18

III. Τα κυριότερα είδη κρατών

Τα κράτη δεν συγκροτούνται όλα ομοιόμορφα. Ο τρόπος συγκρότησής τους εξαρτάται από τα ιδιαίτερα ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους. Τα κράτη μπορούν να κατηγοριοποιηθούν με βάση διάφορα κριτήρια (ακόμα και με βάση το πόσο φιλελεύθερα και δημοκρατικά είναι), η βασική τους όμως διάκριση ως προς τον τρόπο συγκρότησής τους είναι αυτή ανάμεσα στα ενιαία και στα ομοσπονδιακά κράτη.

1. Τα ενιαία κράτη

Τα ενιαία κράτη, σε αντίθεση με τα ομοσπονδιακά κράτη, δεν προέρχονται από ένωση περισσοτέρων κρατών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ενιαίου κράτους είναι η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Ελλάδα, η οποία ουδέποτε υπήρξε ομοσπονδιακό κράτος και ουδέποτε προήλθε από τη συνένωση περισσοτέρων κρατών. Στα ενιαία κράτη, που συνήθως είναι μικρά σε έκταση και χαρακτηρίζονται από εθνική ομοιογένεια, υπάρχει μία κρατική εξουσία και μία έννομη τάξη, με ένα Σύνταγμα, μία Κυβέρνηση κ.λπ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στα ενιαία κράτη το δίκαιο δεν μπορεί να μεταβιβάζει την άσκηση κάποιων δημοσίων αρμοδιοτήτων σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πέραν του κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού (Δήμοι και Περιφέρειες), στους οποίους το ελληνικό Σύνταγμα αναθέτει τη διοί-

Σελ. 19

κηση των τοπικών υποθέσεων. Πέρα από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υπάρχουν και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία ασκούν δημόσιες αρμοδιότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο e-ΕΦΚΑ, ο οποίος είναι αρμόδιος για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Σε κάθε πάντως περίπτωση, το κράτος διατηρεί την εποπτεία επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της νομιμότητας.

2. Τα ομοσπονδιακά κράτη

Σε αντίθεση με τα ενιαία κράτη, τα ομοσπονδιακά κράτη αποτελούν ένωση κρατών. Με άλλες λέξεις, περισσότερα κράτη (που ονομάζονται ομόσπονδα κράτη) ενώνονται και σχηματίζουν ένα νέο, μεγαλύτερο κράτος, το ομοσπονδιακό κράτος. Κράτη είναι τόσο τα ομόσπονδα όσο και το ομοσπονδιακό. Με μία όμως σημαντική διαφορά: Κυρίαρχο είναι μόνον το ομοσπονδιακό κράτος. Δηλαδή το ομοσπονδιακό κράτος είναι αυτό, το οποίο με το Σύνταγμά του καθορίζει ποιες αρμοδιότητες ασκεί το ίδιο και ποιες αρμοδιότητες ασκούνται από τα ομόσπονδα κράτη («Kompetenz-Kompetenz», «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας»). Επίσης, υποκείμενο του διεθνούς δικαίου είναι μόνον το ομοσπονδιακό κράτος. Οι λόγοι για τη δημιουργία ομοσπονδιακών κρατών είναι πολλοί. Καταρχάς, τα μεγάλα σε έκταση κράτη είναι συνήθως ομοσπονδιακά (π.χ. Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Καναδάς, Αυστραλία, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία), με το σκεπτικό ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για μία κεντρική εξουσία ενός ενιαίου κράτους να διοικεί αποτελεσματικά το σύνολο της επικράτειας.

Η ομοσπονδιακή οργάνωση προσφέρεται επίσης ως η ενδεδειγμένη λύση για τα κράτη εκείνα, τα οποία δεν χαρακτηρίζονται από εθνική ομοιογένεια (π.χ. παλαιότερα η Γιουγκοσλαβία και σήμερα η Βοσνία-Ερζεγοβίνη). Και αυτό γιατί το ομοσπονδιακό σύστημα αποτελεί μία ένωση κρατών, όπου η κάθε εθνική ενότητα μπορεί να κρατήσει ένα βαθμό αυτονομίας στο πλαίσιο του ομόσπον-

Σελ. 20

δου κράτους. Πέραν όμως όλων των ανωτέρω και πέραν των ιστορικών συγκυριών (ομοσπονδιακή οργάνωση της Γερμανίας που επιβλήθηκε από τους Συμμάχους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), τα ομοσπονδιακά κράτη εμφανίζουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα, το οποίο συνίσταται στον μεγαλύτερο βαθμό χωρισμού των εξουσιών με περαιτέρω αποτέλεσμα να αποφεύγεται η συγκέντρωση της εξουσίας σε λίγα πρόσωπα και η κρατική αυθαιρεσία. Ειδικότερα, ενώ στα σύγχρονα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα των ενιαίων κρατών ο Πρωθυπουργός είναι πανίσχυρος και ο αρχηγός του κράτους αποδυναμωμένος (με μόνα θεσμικά αντίβαρα τη δικαστική εξουσία και τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές), στα ομοσπονδιακά κράτη η εξουσία «μοιράζεται» σε περισσότερα επίπεδα, δηλαδή ανάμεσα στο ομοσπονδιακό κράτος και στα ομόσπονδα κράτη.

Τα ανωτέρω καθίστανται περισσότερο σαφή αν ανατρέξει κανείς στα βασικά χαρακτηριστικά του ομοσπονδιακού συστήματος: Καταρχάς, υπάρχουν περισσότερες έννομες τάξεις. Η έννομη τάξη του ομοσπονδιακού κράτους και οι έννομες τάξεις των ομόσπονδων κρατών. Συνεπώς, στη σημερινή Γερμανία των δεκαέξι ομόσπονδων κρατών υφίστανται δεκαεπτά έννομες τάξεις (μία του ομοσπονδιακού κράτους και δεκαέξι των ομόσπονδων κρατών). Σύνταγμα και όργανα διακυβέρνησης (Βουλή, Κυβέρνηση, δικαστήρια) έχουν τόσο το ομοσπονδιακό κράτος όσο και τα ομόσπονδα κράτη. Ωστόσο, αρχηγό του κράτους (Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή βασιλιά) έχουν μόνον τα ομοσπονδιακά και όχι τα ομόσπονδα κράτη.

Επισημάνθηκε ανωτέρω ότι το μεγάλο πλεονέκτημα της ομοσπονδιακής οργάνωσης είναι ο μεγαλύτερος χωρισμός των εξουσιών. Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, «το κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις». Έτσι λοιπόν, ανακύπτει το πρόβλημα της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ ομοσπονδιακού κράτους και ομόσπονδων κρατών (π.χ. ποιος θα είναι αρμόδιος για την εκπαίδευση;). Η κατανομή αυτή των αρμοδιοτήτων γίνεται με τις διατάξεις του ομοσπονδιακού Συντάγματος, αλλά επειδή κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή τους ενδέχεται να ανακύψουν διαφωνίες ως προς το πού ανήκει μία αρμοδιότητα, στα ομοσπονδιακά κράτη υπάρχει πάντοτε ένα ανώτατο (συνταγματικό) δικαστήριο που επιλύει αμετάκλητα τις σχετικές διαφορές.

Επίσης, όλα τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν δύο Βουλές: Μία πρώτη Βουλή, στην οποία εκπροσωπείται ο ομοσπονδιακός λαός ως ενιαίο σύνολο (π.χ. ο γερμανικός λαός) και μία δεύτερη άλλη Βουλή, στην οποία εκπροσωπούνται οι λαοί των ομόσπονδων κρατών (ο λαός της Βαυαρίας, της Βάδης-Βυρτεμβέργης, της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας κ.λπ.).

Η δεύτερη αυτή Βουλή έχει διάφορες ονομασίες στα διάφορα ομοσπονδιακά κράτη (π.χ. Ομοσπονδιακό Συμβούλιο [«Bundesrat»] στη Γερμανία, Γερουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι στη δεύτερη Βουλή οι λαοί των ομόσπονδων κρατών δεν εκπροσωπούνται αυστηρά ανάλογα με τον πληθυσμό τους, αλλά προβλέπονται διάφορες «εξομαλύνσεις» υπέρ των μικρότερων ομόσπονδων κρατών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όπου στη Γερουσία όλες οι Πολιτείες, από την πιο μεγάλη μέχρι την πιο μικρή, εκπροσωπούνται με δύο γερουσιαστές.

 

ΙV. Οι ενώσεις κρατών που δεν σχηματίζουν νέο κράτος

1. Οι συνομοσπονδίες κρατών

Η συνομοσπονδία (ή ομοσπονδία) κρατών αποτελεί μία ένωση κρατών, η οποία ιδρύεται με διεθνή συνθήκη και έχει ορισμένα όργανα για την επίτευξη ορισμένων κοινών στόχων, ιδίως στους τομείς της οικονομικής συνεργασίας και της ασφάλειας. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα όργανα αυτά (συνήθως Συνέλευση των εκπροσώπων των κρατών) δεν ισχύουν αυτομάτως στα κράτη μέλη της συνομοσπονδίας κρατών και θα πρέπει να ενσωματωθούν στο εθνικό εσωτερικό τους δίκαιο σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο κάθε κράτος. Η συνομοσπονδία κρατών αποτελεί μία πιο χαλαρή (σε σχέση με το ομοσπονδιακό κράτος) ένωση κρατών, η οποία δεν σχηματίζει νέο κράτος. Έτσι λοιπόν δεν έχει ούτε Σύνταγμα ούτε διεθνή νομική προσωπικότητα και δεν ιδρύει μία κοινή ιθαγένεια για τους πολίτες των κρατών, τα οποία συμμετέχουν σε αυτήν. Παλαιότερα η εν λόγω ένωση ήταν συνηθισμένη, ωστόσο οι πιο σημαντικές συνομοσπονδίες κρατών μετατράπηκαν είτε σε ενιαία (π.χ. Ολλανδία) είτε σε ομοσπονδιακά (Ελβετία, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) κράτη. Σήμερα πλέον ως συνομοσπονδία κρατών θα μπορούσαν ενδεχομένως να χαρακτηριστούν η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Αρχών (αποτελούμενη από χώρες που προήλθαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης) ή η Κοινοπολιτεία των Εθνών (αποτελούμενη από τέως βρετανικές αποικίες, όπως την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νότια Αφρική κ.λπ.).

2. Οι προσωπικές και πραγματικές ενώσεις

Συχνά και για ιστορικούς κυρίως λόγους, αναφέρονται και άλλες ενώσεις κρατών που δεν σχηματίζουν νέο κράτος. Σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσαμε να εντάξουμε λ.χ. την προσωπική ένωση κρατών. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία το ίδιο πρόσωπο είναι κατά τύχη αρχηγός περισσοτέρων κρατών. Αυτό συνέβαινε παλαιότερα στις μοναρχίες και στη Νό-

Σελ. 22

τια Αμερική επί Μπολιβάρ, ενώ η Συνθήκη του Λονδίνου του 1832 όρισε ότι η Ελλάδα, η Βαυαρία και η Δανία δεν επιτρεπόταν να έχουν κοινό βασιλιά. Για πραγματική ένωση κρατών κάνουμε λόγο όταν δύο ή περισσότερα κράτη έχουν κατά το εσωτερικό τους δίκαιο κοινό αρχηγό του κράτος (ή και άλλα κρατικά όργανα), αλλά όχι πάντως κοινή Βουλή. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται λ.χ. η Δανία και η Ισλανδία, οι οποίες μέχρι το 1944 είχαν κοινό αρχηγό κράτους.

V. Τα όργανα του κράτους

1. Διακρίσεις των κρατικών οργάνων

Τα όργανα του κράτους μπορούν να διακριθούν σε διάφορες κατηγορίες και με βάση διάφορα κριτήρια. Μία πρώτη διάκριση προσανατολίζεται στην ειδικότερη κρατική εξουσία στην οποία εντάσσονται. Διακρίνουμε έτσι (βλ. και άρθρο 26 Συντ.) ανάμεσα στα όργανα της νομοθετικής εξουσίας (Βουλή, Πρόε­δρος της Δημοκρατίας), της εκτελεστικής εξουσίας (Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κυβέρνηση) και της δικαστικής εξουσίας (δικαστήρια). Περαιτέρω, τα κρατικά όργανα διακρίνονται ανάμεσα στα μονοπρόσωπα (π.χ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας) και στα πολυπρόσωπα ή συλλογικά (π.χ. Βουλή, Κυβέρνηση) όργανα.

Ενδιαφέρον είναι ότι κάποια πρόσωπα μπορεί να είναι και μονοπρόσωπα κρατικά όργανα και μέλη ενός συλλογικού κρατικού οργάνου, όπως οι Υπουργοί που ασκούν αρμοδιότητες ως μονοπρόσωπα όργανα (έκδοση υπουργικών αποφάσεων) αλλά αποτελούν και μέλη του συλλογικού οργάνου της Κυβέρνησης (Υπουργικού Συμβουλίου). Τα κρατικά όργανα διακρίνονται περαιτέρω ανάμεσα σε αυτά που έχουν αρμοδιότητα σε όλη την Ελλάδα (π.χ. Βουλή, Πρόεδρος της Δημοκρατίας) και σε αυτά που έχουν αρμοδιότητα σε τμήμα της ελληνικής επικράτειας (όργανα της αποκεντρωμένης διοίκησης).

Τέλος, στη βιβλιογραφία γίνεται και η διάκριση ανάμεσα στα απλά κρατικά όργανα που δρουν μόνα τους (π.χ. Υπουργός που εκδίδει μόνος του μία υπουργική απόφαση) και στα σύνθετα κρατικά όργανα. Τα τελευταία αποτελούνται από δύο ή περισσότερα κρατικά όργανα και δρουν από κοινού (π.χ. κοινή υπουργική απόφαση στην έκδοση της οποίας συμπράττουν περισσότεροι Υπουργοί, προεδρικό διάταγμα που προσυπογράφεται από τον αρμόδιο Υπουργό).

Back to Top