ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΔΙΕΘΝΙΚΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

Πολιτική και πράξη στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας στην ΕΕ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 18.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 46,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21018
Αρναουτίδης Π.
Τσόλκα Ό.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 496
  • ISBN: 978-618-08-0369-3

Η μονογραφία πραγματεύεται τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στην ΕΕ με στόχο την αποτελεσματική δικονομική αντιμετώπιση των διεθνικών (transnational) εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων. Παράλληλα αναλύει τις προκλήσεις στη συνεργασία των εθνικών αστυνομικών και δικαστικών αρχών κατά τη διασυνοριακή διενέργεια των πράξεων αυτών και αναδεικνύει ζητήματα σχετικά με την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των καθ’ων οι ειδικές ανακριτικές πράξεις.

Κύρια σημεία του έργου αποτελούν:
• Η εξέλιξη της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στην ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
• Η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο των ενωσιακών θεσμών διασυνοριακής συλλογής αποδείξεων στην ΕΕ (Κοινές Ομάδες Έρευνας, Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας) και ανακύπτοντα προβλήματα στην αποδεικτική αξιοποίηση των κτηθέντων αποδεικτικών μέσων.
• Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων βάσει του δικαίου της ΕΕ και της ΕΣΔΑ.
• Η συμβολή των οργάνων δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας (Eurojust, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και Europol) και τα όρια των αρμοδιοτήτων τους.
Το βιβλίο απευθύνεται κυρίως σε επαγγελματίες που ασχολούνται με την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου, καθώς και με τη διαμόρφωση αντεγκληματικών πολιτικών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται για την πολιτική της ΕΕ σχετικά με την αντιμετώπιση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.

Πρόλογος IX

Προλογικό σημείωμα συγγραφέα XIII

περιεχομενα XV

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ XXIX

Συντομογραφίες XXXI

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ι. Το φαινόμενο στη σύγχρονη εμφάνισή του 1

ΙΙ. Αντικείμενο - Έρευνα 8

ΙΙΙ. Δομή και μεθοδολογικές επισημάνσεις 9

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η αντιμετώπιση διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων κατά την ανάπτυξη της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις της ΕΕ:
θεσμική και κανονιστική πλαισίωση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Επισκόπηση της διαχρονικής εξέλιξης της «δικαστικής»
και «αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις»
στην ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου
εγκλήματος και της τρομοκρατίας 15

Ι. Ο πρόδρομος της «αστυνομικής συνεργασίας»: Η Ομάδα TREVI 15

1. Η θεσμοθέτηση της Ομάδας TREVI 15

2. Ο κύκλος αρμοδιότητας της Ομάδας TREVI και η συμβολή της
στην ανάπτυξη «κλίματος συνεργασίας» 16

ΙΙ. Ένας ενδιάμεσος σταθμός: Η Συμφωνία Schengen και η Σύμβαση
Εφαρμογής της Συμφωνίας αυτής 19

1. Ρυθμίσεις περί της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας 19

2. Το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν – Schengen Information System (SIS) και
η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 22

3. Ο «χώρος Schengen» 24

ΙΙΙ. Θεμελίωση και ανάπτυξη της ενωσιακής «δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις»: Από τη Συνθήκη του Maastricht
μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας 25

1. Η Συνθήκη του Maastricht 25

1.1 Γενικό κανονιστικό πλαίσιο 25

1.2. Προώθηση νέων μορφών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας και σύσταση
της Europol 28

2. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ 31

2.1 Λειτουργική σύνδεση της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές
υποθέσεις με την ανάπτυξη της Ένωσης ως «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» 31

2.2 Αντικείμενο και κανονιστικό πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας
σε ποινικές υποθέσεις 33

2.3. Τα Προγράμματα της Βιέννης και του Τάμπερε 37

2.3.1. Το Πρόγραμμα της Βιέννης 37

2.3.2. Το Πρόγραμμα του Τάμπερε 38

3. Η Συνθήκη της Νίκαιας 39

3.1. Επί των αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας 39

3.2. Το Πρόγραμμα της Χάγης 41

ΙV. Ισχύον σύστημα της ενωσιακής δικαστικής και αστυνομικής
συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις: Η Συνθήκη της Λισαβόνας 44

1. Διατήρηση και ανάπτυξη της Ένωσης ως «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» 44

2. Θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο 45

3. Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης 48

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ενωσιακοί κανόνες για τον ορισμό της «διεθνικής
εγκληματικής» και «τρομοκρατικής οργάνωσης»
ως ποινικά αξιόλογων συμπεριφορών 53

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 53

ΙΙ. Η έννοια της «διεθνικής» (:transnational) φύσης των εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων 53

ΙΙΙ. Ο ορισμός της «εγκληματικής οργάνωσης» ως αξιόποινης πράξης 58

1. Προκαταρκτικές διευκρινίσεις 58

2. Οι πρωτοβουλίες του ενωσιακού νομοθέτη 59

3. Στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της «εγκληματικής οργάνωσης»
κατά τον ενωσιακό νομοθέτη και η ενσωμάτωσή τους στο εσωτερικό δίκαιο
των κρατών μελών 62

3.1. Αντικειμενικά στοιχεία 62

3.1.1. Η διαρθρωμένη ένωση 62

3.1.2. Η διάρκεια δράσης 64

3.1.3. Ο ελάχιστος αριθμός προσώπων που συγκροτούν εγκληματική οργάνωση 65

3.2. Υποκειμενικό στοιχείο: Εγκλήματα τελούμενα από την εγκληματική οργάνωση
με σκοπό το οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος 65

4. Η «συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση» 67

5. Η μη ενιαία ενσωμάτωση της Απόφασης Πλαίσιο στο εσωτερικό δίκαιο
των κρατών μελών ως καίριο πρόβλημα και οι προτεινόμενες λύσεις 71

5.1. Έλλειμμα συναντίληψης και δυσχέρειες στην πράξη της αστυνομικής
και δικαστικής συνεργασίας 71

5.2. Αναγκαιότητα θέσπισης νέας ενωσιακής νομικής πράξης 73

ΙV. Ο ορισμός της «τρομοκρατικής οργάνωσης» ως αξιόποινης πράξης 75

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 75

2. Τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της «τρομοκρατικής οργάνωσης»,
σύμφωνα με την Οδηγία (ΕΕ) 2017/541 77

2.1. Γενικά περί του ορισμού της «τρομοκρατικής οργάνωσης» 77

2.2. Στοιχειοθέτηση μιας οργάνωσης ως «τρομοκρατικής» 78

2.3. Η αναγωγή αξιοποίνων πράξεων ως «τρομοκρατικών εγκλημάτων» 83

3. Εγκλήματα που σχετίζονται με τρομοκρατικές δραστηριότητες 91

4. Εγκλήματα σχετικά με τρομοκρατική οργάνωση: διεύθυνση και συμμετοχή 94

5. Προκλήσεις από την ενσωμάτωση της Οδηγίας για το «τρομοκρατικό έγκλημα»
στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών και προβλήματα στην πράξη 95

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Οι «ειδικές ανακριτικές πράξεις» ως καίριο μέσο
για τη δικονομική αντιμετώπιση των διεθνικών
εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων 101

I. Ο πραγματοπαγής χαρακτήρας των εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων ως έννοια κλειδί για την κοινή συμφωνία μιας «ειδικής» δικονομικής τους αντιμετώπισης 101

ΙΙ. Διευκρινίσεις ως προς τη χρήση του όρου «ειδικές ανακριτικές πράξεις» 104

IIΙ. Οι μέχρι τούδε βασικές ενωσιακές πολιτικές αποφάσεις και επιλογές 106

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Θέσπιση ειδικών ανακριτικών πράξεων στις εσωτερικές
έννομες τάξεις και ελληνική προσαρμογή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ενωσιακοί κανόνες περί της υποχρέωσης πρόβλεψης ειδικών
ανακριτικών πράξεων
και προβλήματα «ασυμμετρίας»
στις εθνικές έννομες τάξεις 113

Ι. Προκαταρκτικές διευκρινήσεις 113

ΙΙ. Ειδικές ανακριτικές πράξεις για την αντιμετώπιση
του «οργανωμένου εγκλήματος» 113

1. Η προσχώρηση της ΕΕ στη Σύμβαση του ΟΗΕ για την Καταπολέμηση
του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος 113

2. Η Απόφαση Πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ και η Οδηγία 2011/36/ΕΕ 115

3. Αξιολόγηση των εθνικών ρυθμίσεων και πρακτικών 116

ΙΙΙ. Ειδικές ανακριτικές πράξεις για την αντιμετώπιση
της «τρομοκρατίας» 119

IV. Το πρόβλημα της διαφορετικότητας των εθνικών ρυθμίσεων
περί των ειδικών ανακριτικών πράξεων και οι σχετικές πρωτοβουλίες
των θεσμικών οργάνων της ΕΕ 120

1. Μια αρχική παρατήρηση: Η Σύσταση (2005) 10 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τις «ειδικές ανακριτικές τεχνικές» 120

2. Ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αναγκαιότητα θέσπισης
κοινών ελάχιστων κανόνων σε επίπεδο Ένωσης 122

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ειδικές ανακριτικές πράξεις και όρια παρέμβασης σε θεμελιώδη
δικαιώματα του δικαίου της ΕΕ και της ΕΣΔΑ 127

Ι. Κανονιστικές δεσμεύσεις προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων,
υπό το πρίσμα του ΧΘΔ της ΕΕ και της ΕΣΔΑ 127

1. Πεδίο εφαρμογής του ΧΘΔ της ΕΕ και της ΕΣΔΑ 127

2. Ουσιαστική σχέση μεταξύ ΧΘΔ της ΕΕ και ΕΣΔΑ 130

ΙΙ. Γενικά κριτήρια νομιμότητας των ειδικών ανακριτικών πράξεων,
σύμφωνα με τον ΧΘΔ της ΕΕ και την ΕΣΔΑ 131

1. Όροι περιορισμού στην άσκηση των δικαιωμάτων, κατ’ άρθρο 52 παρ. 1 ΧΘΔ
της ΕΕ 131

2. Επί του περιορισμού στην άσκηση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα,
κατ’ άρθρο 8 ΕΣΔΑ 133

2.1. Προκαταρκτική διευκρίνηση 133

2.2. Επισκόπηση των ειδικότερων όρων περιορισμού στην άσκηση του δικαιώματος 134

2.2.1. «Ποιότητα» του νόμου 134

2.2.2. Αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος και αναλογικότητα
του ληφθέντος μέτρου 136

ΙΙΙ. Ειδικότερη επισκόπηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ 138

1. Ως προς την «άρση του απορρήτου των επικοινωνιών» 138

1.1. Επιταγή διασφάλισης «ελαχίστων εγγυήσεων» 138

1.2. Οι «ελάχιστες εγγυήσεις» 139

1.2.1. Προσδιορισμός του χαρακτήρα των ποινικών αδικημάτων, για τα οποία
δύναται να διαταχθεί παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών ατόμου 139

1.2.2. Κατηγορίες προσώπων κατά των οποίων δύναται να διενεργηθεί
παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών τους 140

1.2.3. Μορφές επικοινωνίας που μπορούν να τεθούν υπό παρακολούθηση 141

1.2.4. Χρονική διάρκεια των παρακολουθήσεων 142

1.2.5. Αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων παρακολούθησης επικοινωνιών 143

1.2.6. Εξουσιοδότηση και εποπτεία της παρακολούθησης των επικοινωνιών,
ενημέρωση του καθ’ ου και διαθέσιμα μέτρα θεραπείας 147

2. Ως προς τις «μυστικές έρευνες» 148

2.1. Η ανακριτική διείσδυση και η συγκαλυμμένη έρευνα ως κύριες μορφές «μυστικών ερευνών» 148

2.2. Όρια της συγκαλυμμένης έρευνας και δικαστική προστασία 150

2.2.1. Το «υποκειμενικό τεστ της υποκίνησης» 150

2.2.2. Δικαστικός έλεγχος της αιτίασης περί αστυνομικής παγίδευσης 152

2.3. Ανακριτική διείσδυση και δικαίωμα σιωπής και μη αυτενοχοποίησης του καθ’ ου 155

3. Ως προς το ζήτημα των αποδεικτικών απαγορεύσεων 157

ΙV. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 160

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Οι ρυθμίσεις περί των ειδικών ανακριτικών πράξεων
στην ελληνική έννομη τάξη
163

Ι. Προκαταρκτικές επισημάνσεις 163

ΙΙ. Επί των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των «ειδικών
ανακριτικών πράξεων» 163

ΙΙΙ. Γενικές προϋποθέσεις διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων 167

1. Σοβαρές ενδείξεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης 167

2. Αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια εξάρθρωσης εγκληματικής οργάνωσης ή
εξιχνίασης των τρομοκρατικών πράξεων του άρθρου 187Α ΠΚ με άλλο τρόπο 168

3. Έκδοση ειδικά αιτιολογημένου βουλεύματος του αρμοδίου δικαστικού
συμβουλίου 169

ΙV. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 254 ΚΠΔ 172

1. Η συγκαλυμμένη έρευνα 172

2. Η ανακριτική διείσδυση 175

3. Οι ελεγχόμενες μεταφορές 177

4. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών 178

4.1. Προϋποθέσεις και προβλεπόμενη στο Ν.5002/2022 διαδικασία 179

4.2. Είδη επικοινωνίας για τα οποία προβλέπεται η άρση του απορρήτου 184

4.3. Χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών 185

4.4. Αποδεικτικές απαγορεύσεις τυχαίων ευρημάτων 186

4.5. Ενημέρωση του καθ’ ου 187

5. Η καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας 189

6. Η συσχέτιση ή ο συνδυασμός δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 191

V. Διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων σε βάρος τρίτου προσώπου αμέτοχου στο έγκλημα 193

VI. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 193

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Διασυνοριακή/διεθνική διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων
εντός του χώρου της ΕΕ: Ενωσιακοί θεσμοί και οργανισμοί
αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας 195

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ενωσιακοί κανόνες «συνεργασίας» μεταξύ των εθνικών αρχών
για τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων 197

Ι. Προκαταρκτικές διευκρινήσεις 197

ΙΙ. Επισκόπηση συμβατικών κανόνων υπό την παραδοσιακή αντίληψη
της διεθνούς συνεργασίας 197

1. Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας του Schengen: Διενέργεια ειδικών
ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο της «αστυνομικής συνεργασίας» 197

2. Σύμβαση περί αμοιβαίας συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των τελωνειακών υπηρεσιών: Διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο
της «συνεργασίας μεταξύ εθνικών τελωνειακών αρχών» 200

2.1. Ρυθμιστικό αντικείμενο της Σύμβασης 200

2.2. Επί της «διασυνοριακής παρακολούθησης» 202

2.3. Επί των «ελεγχόμενων παραδόσεων» 203

2.4. Επί των «μυστικών ερευνών» 204

3. Συνεργασία για τη διενέργεια «ειδικών ανακριτικών τεχνικών» στη Σύμβαση
του Ο.Η.Ε. για την Καταπολέμηση του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος 204

4. Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων
μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης 205

4.1.Επί του σκοπού της Σύμβασης 205

4.2. Διαδικαστικοί κανόνες συνεργασίας 206

4.2.1. Για τη διενέργεια «ελεγχόμενων παραδόσεων» 206

4.2.2. Για τη διενέργεια «μυστικών ερευνών» 206

4.2.3. Για την «παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών», κατ’ άρθρο 18
της Σύμβασης 207

4.2.4. Για την «παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών» χωρίς την τεχνική συνδρομή
άλλου κράτους μέλους, κατ’ άρθρο 20 της Σύμβασης 208

IΙΙ. Ο θεσμός των Κοινών Ομάδων Έρευνας 209

1. Εισαγωγικές επισημάνσεις 209

1.1. Η πολιτική απόφαση για τη σύσταση των Κ.Ο.Ε και οι σχετικές ενωσιακές
νομικές πράξεις 209

1.2. Η ιδιαίτερη πρακτική σημασία των ΚΟΕ με αριθμούς 211

2. Ενωσιακό κανονιστικό πλαίσιο των ΚΟΕ 212

2.1. Έννοια και σκοπός της ΚΟΕ 212

2.2. Προϋποθέσεις σύστασης της ΚΟΕ 213

2.3. Ειδικότερα επί της συναφθείσας συμφωνίας για την σύσταση ΚΟΕ 215

2.3.1. Τύπος και βασικό περιεχόμενο της συμφωνίας 215

2.3.2. Αρμόδιες αρχές για τη σύναψη της συμφωνίας 215

2.3.3. Καθορισμός των μελών της Κ.Ο.Ε. 216

2.4. Διενέργεια ανακριτικών πράξεων από τα μέλη της Κοινής Ομάδας Έρευνας 217

2.4.1. Αρμοδιότητες των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών 217

2.4.2. Επί της δυνατότητας διενέργειας ανακριτικών πράξεων από τα αποσπασμένα
μέλη της Κ.Ο.Ε. 218

2.4.3. Επί του αιτήματος των αποσπασμένων μελών της Κ.Ο.Ε. προς τις αρμόδιες Αρχές
των κρατών μελών τους για διενέργεια ανακριτικής πράξης 220

2.5. Συμμετοχή σε Κ.Ο.Ε. τρίτων προσώπων 220

2.6. Ποινική και αστική ευθύνη μελών της Κ.Ο.Ε. 223

2.7. Αξιοποίηση των πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται
από την ΚΟΕ 224

3. Ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας για τις Κ.Ο.Ε. στην ελληνική
έννομη τάξη 227

3.1. Σκοπός και έννοια της Κοινής Ομάδας Έρευνας 227

3.2. Προϋποθέσεις σύστασης Κ.Ο.Ε. 228

3.3. Επί της συναφθείσας συμφωνίας για τη σύσταση Κ.Ο.Ε. 230

3.3.1. Τύπος και βασικό περιεχόμενο της συμφωνίας 230

3.3.2. Αρμόδια εθνική αρχή για τη σύναψη της συμφωνίας 230

3.3.3. Καθορισμός των μελών της Κ.Ο.Ε. 231

3.4. Διενέργεια ανακριτικών πράξεων από Κ.Ο.Ε. στην Ελλάδα 231

3.5. Αίτημα του αποσπασμένου μέλους της χώρας μας σε Κ.Ο.Ε. προς
τις αρμόδιες εθνικές αρχές για τη διενέργεια ανακριτικής πράξης 233

3.6. Αξιοποίηση των πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται
από την ΚΟΕ 235

3.7. Ποινική και αστική ευθύνη μελών της Κ.Ο.Ε. 236

4. Αξιολόγηση της ενσωμάτωσης της Απόφασης Πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ
στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών και κατευθυντήριες γραμμές για
την ορθή εφαρμογή της 236

5. Προστασία των δικαιωμάτων των καθ’ ων η διενέργεια ειδικών ανακριτικών
πράξεων από Κ.Ο.Ε. 239

ΙV. Ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας 241

1. Λόγος θέσπισης και κανονιστικό περιεχόμενο της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ 241

1.1. Σκοπός και έννοια της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας 241

1.2. Προϋποθέσεις έκδοσης, αναγνώρισης και εκτέλεσης της Ευρωπαϊκής
Εντολής Έρευνας 243

1.3. Τα προβλεπόμενα «ερευνητικά μέτρα» 247

1.4. Ειδικότερα επί της «διασυνοριακής» συλλογής αποδείξεων μέσω της διενέργειας
ειδικών ανακριτικών πράξεων 248

1.4.1. «Ελεγχόμενες παραδόσεις» 248

1.4.2. «Μυστικές έρευνες» 249

1.4.3. «Παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών» 251

α) Η παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών με την τεχνική βοήθεια άλλου κράτους
μέλους 251

β) Η κοινοποίηση προς το κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκεται ο παρακολουθούμενος
και από το οποίο δεν απαιτείται παροχή τεχνικής βοήθειας 253

1.5. Δικονομικά δικαιώματα του καθ’ ου 254

1.5.1. Η νομοτεχνική επιλογή της γενικής παραπομπής σε Οδηγίες της ΕΕ 254

1.5.2. Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση 255

1.5.3. Το δικαίωμα ενημέρωσης 256

1.5.4. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο 257

1.5.5. Το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα σιωπής και μη αυτενοχοποίησης 258

1.6. Το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου 260

2. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ στην ελληνική έννομη τάξη 263

2.1. Προκαταρκτικές διευκρινίσεις 263

2.2. Οι διατάξεις του Ν. 4489/2017 περί της έκδοσης και εκτέλεσης ΕΕΕ για διενέργεια
ειδικών ανακριτικών πράξεων 264

2.2.1. ΕΕΕ για διενέργεια «ελεγχόμενης παράδοσης» 264

2.2.2. ΕΕΕ για διενέργεια «μυστικών ερευνών» (:άρθρο 29 Οδηγίας) 266

2.2.3. ΕΕΕ για «άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών» 267

α) Άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών με την τεχνική βοήθεια άλλου κράτους μέλους 268

β) Κοινοποίηση προς το κράτος-μέλος στο οποίο βρίσκεται ο καθ’ ου η άρση
απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και από το οποίο δεν απαιτείται παροχή
τεχνικής βοήθειας 269

2.3. Ένδικα μέσα κατά της ΕΕΕ 271

3. Ζητήματα ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών
και εφαρμογής στην πράξη 274

3.1. Επί της αξιολόγησης της Επιτροπής, κατ’ άρθρο 70 ΣΛΕΕ 274

3.2. Οι διαπιστωθείσες αποκλίσεις στους εθνικούς νόμους ενσωμάτωσης 275

3.3. Η εφαρμογή της ΕΕΕ για τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων στην πράξη 277

3.3.1. Οι διαπιστωθείσες δυσχέρειες 277

α) Μυστικές έρευνες 278

β) Παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών 278

3.3.2. Η συνδρομή της Eurojust και τα στατιστικά μεγέθη 279

4. Σχέση ΚΟΕ – ΕΕΕ: Αμοιβαίως αποκλειόμενοι ή αλληλοσυμπληρούμενοι θεσμοί ενωσιακής συνεργασίας; 281

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η συμβολή της Europol ως Οργανισμού της Ε.Ε.
«για τη Συνεργασία στον Τομέα Επιβολής του Νόμου» 283

Ι. Προκαταρκτικές επισημάνσεις 283

ΙΙ. Η Europol ως ο κατεξοχήν φορέας της αστυνομικής συνεργασίας
στην Ε.Ε. 284

1. Συνοπτική ιστορική θεσμική εξέλιξη 284

2. Το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο περί της αποστολής και των αρμοδιοτήτων
της Europol: Ο Κανονισμός 2016/794 287

ΙΙΙ. Το πλέγμα των λειτουργικών αρμοδιοτήτων της Europol για
τη δικονομική αντιμετώπιση των διεθνικών εγκληματικών και
τρομοκρατικών οργανώσεων 291

1. Συντονισμός και υποστήριξη της δράσης των αρμοδίων αρχών
των κρατών μελών 291

1.1. Αντικείμενο των πράξεων συντονισμού και υποστήριξης 291

1.2. Ειδικότερα ως προς την επεξεργασία δεδομένων που υφίστανται σε
αποδεικτικά μέσα προερχόμενα από τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων 295

1.2.1. Τα υπό επεξεργασία δεδομένα και η «υποστηρικτική» συνδρομή της Europol 295

1.2.2. Επί της πρόσβασης του υπόπτου ή κατηγορουμένου στο «αποτέλεσμα»
της επεξεργασίας των δεδομένων 296

2. Συμμετοχή στις Κ.Ο.Ε. 297

3. Διαβίβαση πληροφοριών στην Europol 299

4. Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 301

4.1. Σκοποί και όρια της επεξεργασίας 301

4.2. Ο ρόλος του Ευρωπαίου Επόπτη Προσωπικών Δεδομένων 304

4.3. Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων 307

4.4. Ο ρόλος του Υπευθύνου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων 307

IV. Έλεγχος των δραστηριοτήτων της Europol 309

1. Δικαστικός έλεγχος 309

2. Μικτός Κοινοβουλευτικός Έλεγχος 314

V. Επί της υποχρέωσης μαρτυρίας των υπαλλήλων της Europol ενώπιον
των εθνικών δικαστηρίων 316

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Συμβολή της Eurojust, ως Οργανισμού της ΕΕ,
στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων 321

Ι. Προκαταρκτικές επισημάνσεις 321

ΙΙ. Η Eurojust ως φορέας της δικαστικής συνεργασίας στην Ε.Ε. 322

1. Διαχρονική επισκόπηση της θεσμικής εξέλιξης 322

2. Το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο: Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1727 326

III. Οργανωτική δομή της Eurojust, αρμοδιότητες και εσωτερική κατανομή άσκησης αυτών 327

1. Δομή και αρμοδιότητες της Eurojust, ιδίως για την αντιμετώπιση διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων στην ΕΕ 327

1.1. Δομή 327

1.2. «Επιχειρησιακές» αρμοδιότητες 328

2. Άσκηση των αρμοδιοτήτων μέσω του Συλλογικού Οργάνου
της Eurojust 333

3. Άσκηση των αρμοδιοτήτων μέσω των εθνικών μελών της Eurojust 333

4. Διαδικασία λήψης απόφασης περί συνδρομής της Eurojust 334

IV. Ειδικότερη προσέγγιση βασικών λειτουργικών αρμοδιοτήτων
της Eurojust 335

1. Ανταλλαγή πληροφοριών, επεξεργασία και προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 335

1.1. Κανονιστικό πλαίσιο 335

1.2. Ο ρόλος του Ευρωπαίου Επόπτη Προσωπικών Δεδομένων 338

1.3. Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων 338

2. Συμμετοχή στις Κ.Ο.Ε. 339

3. Διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων 342

4. Η συνδρομή της Eurojust προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών 343

5. Έλεγχος των δραστηριοτήτων της Eurojust 345

5.1. Δικαστικός έλεγχος 345

5.2. Μικτός Κοινοβουλευτικός Έλεγχος 347

6. Η ειδικότερη σχέση της Eurojust με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία 348

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ενδεικτικά παραδείγματα υποθέσεων επί της αποτελεσματικότητας
των Κ.Ο.Ε
., της Europol και της Eurojust στη δικονομική αντιμετώπιση
των διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων 351

I. Προκαταρτικές διευκρινίσεις 351

II. Η λειτουργία των ΚΟΕ στην πράξη, με τη συνδρομή της Europol και της Eurojust 352

1. Η περίπτωση των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Γαλλία, 13 Νοεμβρίου 2015 352

2. Η περίπτωση EncroChat 354

2.1. Έρευνες από Κ.Ο.Ε. στην υπόθεση EncroChat 354

2.2. Ανακύπτοντα ερωτήματα κατά τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης EncroChat
σε Ολλανδία και Γερμανία 356

2.3. Προσφυγή στο ΔΕΕ κατά ενεργειών της Europol και της Eurojust 359

III. Η περαιτέρω συνδρομή της Europol στην πράξη 360

1. Η περίπτωση δολοφονίας δημοσιογράφου σε κράτος μέλος 360

2. Operation Trojan Shield – Συνδρομή της Europol σε υπόθεση που αφορά
κράτη μέλη της ΕΕ και τρίτα κράτη 362

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία 365

Ι. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 365

ΙΙ. Πεδίο αρμοδιότητας, καθήκοντα και δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 368

1. Καθ’ ύλην, κατά τόπο και έναντι προσώπων αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής
Εισαγγελίας 368

2. Καθήκοντα και δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 371

3. Περίγραμμα του κανονιστικού πλαισίου για την άσκηση της αρμοδιότητας
της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 373

ΙΙΙ. Ειδικότερα επί της διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων και
της αποδεικτικής αξιοποίησης των συλλεγέντων στοιχείων
στην ποινική δίκη 376

1. Ειδικές ανακριτικές πράξεις και εφαρμοστέο δίκαιο 376

2. Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν
σε άλλο κράτος μέλος 382

ΙV. Δικονομικές εγγυήσεις 382

1. Δικαιώματα υπόπτων ή κατηγορούμενων 382

2. Δικαστικός έλεγχος των πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 385

V. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με όργανα και οργανισμούς
της Ένωσης 388

1. Σχέσεις με την Eurojust 388

2. Σχέσεις με την OLAF 390

3. Σχέσεις με την Europol 391

VΙ. Σχέση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τα κράτη μέλη που
δεν συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία 392

VΙI. Επί της προβλεπόμενης διεύρυνσης της καθ’ ύλην αρμοδιότητας
της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 394

VΙII. Η προσαρμογή της Ελλάδας στις διατάξεις του Κανονισμού
(ΕΕ) 2017/1939 396

ΙΧ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 399

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η αποτελεσματικότητα της ενωσιακής πολιτικής και πράξης για
την αντιμετώπιση των διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών
οργανώσεων εντός του χώρου της Ένωσης: Παρόν και μέλλον
στο πεδίο των ειδικών ανακριτικών πράξεων 403

Βιβλιογραφία 411

Ελληνόγλωσση 411

Ξενόγλωσση 420

Πηγές 429

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 457

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ι. Το φαινόμενο στη σύγχρονη εμφάνισή του

Η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα αποτελούν διαχρονική απειλή για τη δημόσια τάξη των κρατών μελών της ΕΕ και την ασφάλεια των πολιτών τους. Η δράση των εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, συχνά πέρα από τα σύνορα ενός κράτους μέλους, έχει ουσιαστικές και πολυεπίπεδες συνέπειες σε βάρος των πολιτών, των κρατών μελών και εν τέλει της ίδιας της Ένωσης και των αξιών της.

Το φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι καινούριο για τις χώρες της Ευρώπης, καθώς εγκληματικές οργανώσεις τύπου «Σικελικής Μαφίας» δραστηριοποιούνταν σε τοπικό ή και εθνικό επίπεδο εδώ και δεκαετίες. Η ειδοποιός διαφορά, ωστόσο, με τις εγκληματικές οργανώσεις των τελευταίων ετών είναι πως η δράση των σύγχρονων οργανώσεων εκτείνεται πέρα από τα σύνορα ενός κράτους, έχουν πολυσχιδή εγκληματική δραστηριότητα, τα δε μέλη τους είναι διαφορετικών εθνοτήτων και ευκόλως αντικαταστατά.

Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα των Εκθέσεων της Europol των τελευταίων ετών για το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα. Συγκεκριμένα, αναλύοντας τη δράση των εγκληματικών οργανώσεων στην ΕΕ, η Europol στις σχετικές περιοδικές Εκθέσεις της για το Σοβαρό και Οργανωμένο Έγκλημα (Serious and Organised Crime Threat Assessment - SOCTA Reports) αναφέρει πως τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των εν λόγω οργανώσεων αγγίζει τις 5000 και οι περισσότερες από αυτές έχουν επεκτείνει την παράνομη δράση τους σε τουλάχιστον 3 κράτη ταυτόχρονα. Στην πλειονότητά τους, διακρίνονται για την πολυσχιδή εγκληματική τους δραστηριότητα, η δε σύνθεσή τους είναι πολυεθνική, δηλαδή τα μέλη τους προέρχονται από διάφορες εθνικότητες.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα της Έκθεσης της Europol Serious and Organised Crime Threat Assessment (SOCTA) του 2013, στην ΕΕ δραστηριοποιούνταν περίπου 3600 εγκληματικές οργανώσεις διεθνικού χαρακτήρα, με το 70% αυτών να αποτελούνται από μέλη διαφορετικών εθνικοτήτων και το 30% να αναπτύσσουν πολυσχιδή εγκληματική δράση (δεν περιορίζονται δηλαδή στην τέλεση ενός συγκεκριμένου αδικήματος, π.χ. εμπόριο ναρκωτικών, αλλά η παράνομη δραστηριότητά τους περιλαμβάνει την τέλεση και άλλων εγκλημάτων). Περαιτέρω, στην Έκθεση SOCTA 2017 κα-

Σελ. 2

ταγράφεται αύξηση των διεθνικών εγκληματικών οργανώσεων, ήτοι ο αριθμός τους ανήλθε περίπου σε 5000, εκ των οποίων το 70% ανέπτυσσε παράνομη δράση σε περισσότερες από 3 χώρες και το 45% αυτών είχε πολυσχιδή εγκληματική δραστηριότητα. Ενδιαφέρον εύρημα της Έκθεσης αυτής αποτελεί το γεγονός ότι οι εγκληματικές οργανώσεις αποτελούνταν από μέλη που ανήκαν σε περισσότερες από 180 εθνικότητες. Τέλος, η Έκθεση SOCTA 2021, παρόλο που δεν αναφέρει τον ακριβή αριθμό των διεθνικών εγκληματικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ, εντούτοις δεν διαφέρει -κατά τα ευρήματά της- με εκείνη της αντίστοιχης Έκθεσης 2017.

Συγχρόνως, τα κράτη μέλη της ΕΕ βρίσκονται αντιμέτωπα και με τη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Την εποχή εκείνη και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, επρόκειτο για οργανώσεις που εμφορούνταν κυρίως από ακραίες πολιτικές ιδεολογίες αμφότερων των άκρων του πολιτικού φάσματος ή συνδέονταν με απελευθερωτικά ή αποσχιστικά κινήματα. Η δε δράση τους περιορίζονταν ως επί το πλείστον στο κράτος προέλευσης (ή της πολύχρονης διαβίωσης) των μελών τους. Σταδιακά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, εμφανίστηκαν νέες (τρομοκρατικές) οργανώσεις, με κύριο χαρακτηριστικό το θρησκευτικό φανατισμό (τζιχαντιστική τρομοκρατία) και την στρατολόγηση μελών βάσει της θρησκευτικής τους ταυτότητας και όχι της εθνικότητάς τους. Οι εν λόγω οργανώσεις δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε διάφορες χώρες τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ.

Σήμερα, η τρομοκρατία -σε όλες τις εκφάνσεις της, ήτοι ιδεολογική, θρησκευτική, αποσχιστική κ.α.- αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές για την ασφάλεια τόσο των κρατών μελών όσο και της ίδιας της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με τις Εκθέσεις της Europol “Terrorism Situation and Trend Report” (TE-SAT), από το 2012 μέχρι το 2021 έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 1400 τρομοκρατικές επιθέσεις κι έχουν συλληφθεί πάνω από 7500 άτομα για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων.

Σελ. 3

Προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος της δράσης διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων στο χώρο της ΕΕ, στα διαγράμματα που ακολουθούν παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία από τις σχετικές Εκθέσεις της Eurojust και της Europol για υποθέσεις διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας κατά τα έτη 2012-2021 (Γράφημα 1). Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν εν μέρει την έκταση του φαινομένου, καθώς περιορίζονται σε περιπτώσεις, στις οποίες υπήρξε κάποιου είδους συνδρομή είτε της Eurojust είτε της Europol προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Ευνόητο είναι πως υφίσταται ένας επιπλέον άγνωστος αριθμός υποθέσεων, στις οποίες δεν υπήρξε ανάμιξη των δύο αυτών Οργανισμών της ΕΕ, αλλά αντιμετωπίστηκαν από τις αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.

Σελ. 4

 

Στη συνέχεια (Γράφημα 2) παρουσιάζεται ο ρυθμός μεγέθυνσης της τρομοκρατικής απειλής στην ΕΕ, όπως αυτός προκύπτει από τα στατιστικά δεδομένα της Europol (Εκθέσεις TE-SAT) σχετικά με τις τρομοκρατικές επιθέσεις, τον αριθμό των συλλήψεων και των αποτελεσμάτων της διαδικασίας στο ακροατήριο (απαλλακτικές ή καταδικαστικές αποφάσεις) κατά τα έτη 2012 έως 2021.

Σελ. 5

 

Αντίστοιχα, και η χώρα μας πλήττεται από τη δράση εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων με όμοια ως άνω χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τις Εκθέσεις της Ελληνικής Αστυνομίας για το Σοβαρό και Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα διαπιστώνεται ότι από το έτος 2013 έως το 2021, στη χώρα μας δραστηριοποιούνται σταθερά κατ’ έτος περισσότερες 350 εγκληματικές οργανώσεις, με περίπου το 25% αυτών να ανα-

Σελ. 6

πτύσσει διεθνική εγκληματική δράση, ενώ παράλληλα το 30% έχει πολυεθνική σύνθεση μελών.

Σε ό,τι αφορά στις τρομοκρατικές οργανώσεις, ήδη από τη δεκαετία του 1970 δραστηριοποιούνταν στη χώρα μας διεθνικές τρομοκρατικές οργανώσεις κυρίως σχετιζόμενες με το παλαιστινιακό ζήτημα και αποτελούμενες ως επί το πλείστον από αλλοδαπούς. Οι οργανώσεις αυτές πιθανόν να συνεργάζονταν και με Έλληνες τρομοκράτες, μέλη εγχώριων ακρο-αριστερών τρομοκρατικών οργανώσεων. Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί η παρουσία μελών διεθνικών τρομοκρατικών οργανώσεων στη χώρα μας, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει πραγματοποιηθεί κάποια τρομοκρατική ενέργεια από μέρους τους.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το έτος 2020 συνελήφθησαν δώδεκα μέλη της τουρκικής τρομοκρατικής Devrimci Halk Kurtuluş Partisi-Cephesi (DHKP-C/ Revolutionary People’s Liberation Party-Front), ενώ από το 2016 μέχρι το τέλος του 2021, έχουν συλληφθεί στη χώρα μας περί τα 30 άτομα κατηγορούμενα για συμμετοχή σε διεθνικές τζιχαντιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Επίσης, είναι γνωστό πως έχουν διέλθει από τη χώρα μας, μέσω των μεταναστευτικών ροών, μέλη διεθνικών τρομοκρατι-

Σελ. 7

κών οργανώσεων, τα οποία στη συνέχεια πραγματοποίησαν τρομοκρατικές επιθέσεις σε άλλο κράτος της ΕΕ.

Από τις εγχώριες τρομοκρατικές οργανώσεις, αυτή που παρουσιάζει διεθνικά χαρακτηριστικά είναι η αναρχική τρομοκρατική οργάνωση «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς». Και τούτο για δύο λόγους: Πρώτον, προσχώρησε αυτοβούλως στο διεθνές δίκτυο τρομοκρατικών οργανώσεων «Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο/ Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία» (International Revolutionary Front/ Informal Anarchist Federation) πραγματοποιώντας τρομοκρατικές επιθέσεις στο όνομά του Μετώπου. Δεύτερον, με την αποστολή παγιδευμένων με εκρηκτικά δεμάτων σε παραλήπτες σε διάφορες χώρες της ΕΕ, έγινε η πρώτη ημεδαπή τρομοκρατική οργάνωση που πραγματοποίησε τρομοκρατικές επιθέσεις εκτός των συνόρων της χώρας.

Σελ. 8

ΙΙ. Αντικείμενο - Έρευνα

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, τα κράτη μέλη διαπίστωσαν την ανάγκη της μεταξύ τους συνεργασίας σε αστυνομικό και δικαστικό επίπεδο, για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας (αρχικά) και του οργανωμένου εγκλήματος (στη συνέχεια). Η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών θεσμοθετήθηκε και οριοθετήθηκε μέσα από διαδοχικές προβλέψεις των Συνθηκών ξεκινώντας από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όπου τέθηκαν τα θεμέλια της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στην ΕΕ και φτάνοντας μέχρι το ισχύον θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο συνεργασίας που καθορίζεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (ΣΛΕΕ).

Με νομική βάση τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έλαβαν διαχρονικά κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, ο δε ενωσιακός νομοθέτης προέβη στη θέσπιση νομικών πράξεων για την ουσιαστική και δικονομική αντιμετώπιση της εν λόγω εγκληματικότητας, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων ίδρυσης Οργάνων ή Οργανισμών της Ένωσης, όπως της Europol και της Eurojust. Μάλιστα από τις προαναφερθείσες Εκθέσεις των Οργανισμών αυτών αλλά και από άλλα ενωσιακά κείμενα όπως π.χ. το ευρωπαϊκό Θεματολόγιο για την Ασφάλεια του έτους 2015 και τη Στρατηγική της ΕΕ για την Ένωση Ασφάλειας του 2020, καθίσταται σαφές πως η εγκληματική δράση των διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο για τη ζωή, την ασφάλεια, την ευημερία και γενικώς την ποιότητα ζωής των ευρωπαίων πολιτών ταυτόχρονα συνιστά απειλή για την επίτευξη του διακηρυγμένου στόχου της Ένωσης να καταστεί η ΕΕ χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Εκκινώντας από τις παραπάνω διαπιστώσεις, η παρούσα μελέτη εξετάζει κατ’ αρχάς τη διαχρονική εξέλιξη του συστήματος αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας της ΕΕ και τη γενική πολιτική της ΕΕ για την καταπολέμηση των συγκεκριμένων μορφών εγκληματικής δραστηριότητας. Ακολούθως, μετά από την επισκόπηση της ουσιαστικής αντιμετώπισής τους σε επίπεδο ΕΕ, αντικείμενο έρευνας αποτελεί μια βασική πτυχή της δικονομικής αντιμετώπισης των διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων. Πρόκειται για τη θέσπιση και τη διενέργεια -ιδίως σε διασυνοριακές υποθέσεις- των αποκαλούμενων «ειδικών ανακριτικών πράξεων» (ή «ειδικών ανακριτικών τεχνικών») που χαρακτηρίζονται ως ιδιαιτέρως παρεμβατικές στα δικαιώματα του καθ’ ου. Σχετικά, η παρούσα μελέτη διερευνά:

Σελ. 9

α) εάν στο πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας απαντούν ενωσιακοί κανόνες περί των ειδικών ανακριτικών πράξεων για τη δικονομική αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων,

β) ποιες συγκεκριμένα είναι οι ειδικές ανακριτικές πράξεις που προκρίνονται από τον ενωσιακό νομοθέτη ως κατάλληλες για την αντιμετώπιση των οργανώσεων αυτών,

γ) ποιες είναι οι προϋποθέσεις διενέργειας των ανακριτικών αυτών πράξεων αυτών σε εθνικό επίπεδο και οι συνέπειές τους στα δικαιώματα των καθ’ ων,

δ) με ποιους ενωσιακούς θεσμούς και Όργανα δικαστικής ή αστυνομικής συνεργασίας επιδιώκεται η διασυνοριακή/διεθνική διενέργεια των εν λόγω πράξεων και συλλογή αποδείξεων,

ε) τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη διενέργεια των πράξεων αυτών στο πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στην ΕΕ και

στ) την αποτελεσματικότητα των ισχυόντων ενωσιακών θεσμών και κανόνων για την επίτευξη του σκοπού, ήτοι τη συγκεκριμένη -δια των ειδικών ανακριτικών πράξεων- δικονομική αντιμετώπιση της δράσης διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων στην ΕΕ.

ΙΙΙ. Δομή και μεθοδολογικές επισημάνσεις

Το παρόν έργο διαρθρώνεται σε τρία Μέρη.

Στο πρώτο Μέρος, το οποίο περιλαμβάνει τρία Κεφάλαια, εξετάζεται η θεσμική και κανονιστική πλαισίωση για την αντιμετώπιση των διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων κατά την ανάπτυξη της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις της ΕΕ.

Ειδικότερα, στο πρώτο Κεφάλαιο επισκοπείται η διαχρονική εξέλιξη της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στην ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Οι σχετικές αναφορές, ξεκινώντας από τη σύσταση και αποστολή της Ομάδας TREVI, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και καταλήγοντας στη Συνθήκη της Λισαβόνας, αναδεικνύουν τα θεσμικά βήματα που οδήγησαν στο σημερινό πλαίσιο αντιμετώπισης των εν λόγω εγκληματικών φαινομένων, ως βασικού αντικειμένου πολιτικής της Ένωσης. Ως ενδιάμεσοι «σταθμοί» αναφέρονται οι προβλέψεις της Συμφωνίας Schengen για τη δικαστική και αστυνομική συνεργασία, καθώς και οι αντίστοιχες των Συνθηκών του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ και στη λειτουργική διασύνδεση της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις με την ανάπτυξη της Ένωσης ως «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης». Παράλληλα, αναπτύσσονται οι προτεραιότητες που τέθηκαν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, όπως αυτά περιγράφονται στα πολυετή Προγράμματα της Βιέννης και του Τάμπερε (μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ), του

Σελ. 10

Προγράμματος της Χάγης (μετά τη Συνθήκη της Νίκαιας) και τέλος του Προγράμματος της Στοκχόλμης, με το οποίο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε τους σχετικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς της Ένωσης, βάσει του άρθρου 68 ΣΛΕΕ.

Στο δεύτερο Κεφάλαιο αναλύονται οι ενωσιακοί κανόνες για τον ορισμό της διεθνικής εγκληματικής και τρομοκρατικής οργάνωσης ως ποινικά αξιόλογων συμπεριφορών. Στόχος είναι να καταδειχθεί εάν και σε ποιο βαθμό υφίστανται κοινοί ενωσιακοί κανόνες που καθορίζουν τη διεθνική φύση των εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων καθώς και το νόημα των σχετικών εννοιών. Στο πλαίσιο αυτό, προσδιορίζονται τα στοιχεία που συνθέτουν, κατά τον ενωσιακό νομοθέτη, τις έννοιες της εγκληματικής και τρομοκρατικής οργάνωσης και αναδεικνύονται τα προβλήματα από την ανομοιόμορφη (μη ενιαία) ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών.

Το τρίτο Κεφάλαιο εστιάζει στους λόγους που οι ειδικές ανακριτικές πράξεις αποτελούν το καίριο δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση των διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται η πραγματοπαγής φύση των εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, ως έννοιας κλειδί για την κοινή συμφωνία μιας «ειδικής» δικονομικής τους αντιμετώπισης. Στη συνέχεια, αναπτύσσεται η έννοια των ειδικών ανακριτικών πράξεων και συναφώς επισημαίνεται η διαφορετικότητα των σχετικών εθνικών ρυθμίσεων των κρατών μελών. Τέλος, επισημαίνονται οι μέχρι σήμερα βασικές ενωσιακές επιλογές για τη λήψη μέτρων εναρμόνισης σε τομείς του ουσιαστικού και του δικονομικού ποινικού δικαίου βάσει της ΣΛΕΕ, με έμφαση στις επιλογές του ενωσιακού νομοθέτη όσον αφορά τις ειδικές ανακριτικές πράξεις

Αντικείμενο διερεύνησης του δευτέρου Μέρους, το οποίο διαρθρώνεται σε τρία κεφάλαια, αποτελεί η θέσπιση των ειδικών ανακριτικών πράξεων στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και η ελληνική προσαρμογή. Σημειώνεται ότι εκφεύγει του σκοπού της παρούσας μελέτης η συγκριτική αναλυτική μελέτη των εσωτερικών νομοθεσιών των κρατών μελών αναφορικά με τις δικονομικές προϋποθέσεις διενέργειας των εν λόγω ανακριτικών πράξεων.

Εν προκειμένω, στο πρώτο Κεφάλαιο αναλύονται οι ενωσιακοί κανόνες, βάσει των οποίων καλούνται τα κράτη μέλη να εισαγάγουν στο εθνικό τους δίκαιο την πρόβλεψη διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων στις υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας. Ακολούθως, εξετάζονται οι συνέπειες της μη ομοιόμορφης μεταφοράς τους στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών.

Η επεμβατική φύση των ειδικών ανακριτικών πράξεων στα δικαιώματα των θιγομένων προσώπων αποτελεί το αντικείμενο του δευτέρου Κεφαλαίου. Αρχικά, περιγράφεται το κανονιστικό πλαίσιο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των καθ’ ων οι ειδικές ανακριτικές πράξεις, όπως αυτό προσδιορίζεται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔ της ΕΕ) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Στη συνέχεια αναπτύσσονται τα γενικά κριτήρια νομιμότητας της διενέργειας των εν λόγω πράξεων, όπως αυτά ορίζονται από τα ανωτέρω κανονιστικά κείμενα. Τέλος, εξετάζεται η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) και του

Σελ. 11

Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), όσον αφορά τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και των μυστικών ερευνών. Στόχος είναι να καταδειχθεί, αν και σε ποιο βαθμό, βάσει της νομολογίας των δύο ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, προσδιορίζονται οι ελάχιστες εγγυήσεις που η εθνική νομοθεσία πρέπει να παρέχει, ώστε η διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων να είναι σύννομη και μη καταχρηστική.

Στο τρίτο Κεφάλαιο εξετάζονται οι ρυθμίσεις περί των ειδικών ανακριτικών πράξεων στην ελληνική έννομη τάξη. Αρχικά επισημαίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και αναπτύσσονται οι γενικές προϋποθέσεις διενέργειάς τους. Στη συνέχεια, αναλύονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις κάθε μιας από τις έξι ειδικές ανακριτικές πράξεις που προβλέπονται στον ΚΠΔ (άρθρο 254). Πλέον συγκεκριμένα, πρόκειται για: α) Την συγκαλυμμένη έρευνα, β) την ανακριτική διείσδυση, γ) τις ελεγχόμενες μεταφορές, δ) την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, ε) την καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας και στ) την συσχέτιση ή τον συνδυασμό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τέλος, εξετάζονται οι προϋποθέσεις διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων σε βάρος τρίτων προσώπων, αμέτοχων στο υπό διερεύνηση έγκλημα.

Το τρίτο Μέρος, το οποίο δομείται σε πέντε κεφάλαια, πραγματεύεται τη διασυνοριακή/διεθνική διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων για τη δικονομική αντιμετώπιση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας εντός του χώρου της Ένωσης στο πλαίσιο λειτουργίας των ενωσιακών θεσμών και οργανισμών αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας. Ιδιαίτερο αντικείμενο έρευνας αποτελούν οι προϋποθέσεις διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων κατά τη διεξαγωγή ποινικών ερευνών στη χώρα μας στο πλαίσιο της ενωσιακής δικαστικής ή/και αστυνομικής συνεργασίας. Συναφώς εξετάζονται ζητήματα πρακτικής εφαρμογής των σχετικών ενωσιακών και εθνικών κανόνων όπως π.χ. εάν δύνανται τα αλλοδαπά μέλη μιας Κοινής Ομάδας Έρευνας που δραστηριοποιείται στη χώρα μας να προβούν στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων ή εάν και με ποιο τρόπο αξιοποιούνται αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν σε έτερο κράτος μέλος με τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων που στη χώρα μας απαγορεύονται, όπως για παράδειγμα η άρση απορρήτου επικοινωνιών για παγίδευση του καθ’ου με συσκευές καταγραφής ήχου εντός της κατοικίας ή η καταγραφή δραστηριότητας (βιντεοσκόπηση) δραστηριότητας εντός κατοικίας.

Ειδικότερα, στο πρώτο Κεφάλαιο, αναπτύσσονται οι ενωσιακοί κανόνες συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών που προβλέπουν τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων. Εν προκειμένω, εξετάζονται οι σχετικές προβλέψεις στη Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen, στη Σύμβαση περί αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των τελωνειακών αρχών της ΕΕ, στη Σύμβαση του ΟΗΕ για την καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και στη Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις προβλέψεις σχετικά με τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο των ποινικών ερευνών που διεξάγουν οι Κοινές Ομάδες Έρευνας και στην Οδηγία για την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας.

Σελ. 12

Στα επόμενα κεφάλαια γίνεται ανάλυση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των Οργανισμών της ΕΕ που είναι επιφορτισμένοι με την αστυνομική (Europol: Κεφάλαιο δεύτερο) και τη δικαστική (Eurojust και Ευρωπαϊκή Εισαγγελία: Κεφάλαια τρίτο και πέμπτο αντίστοιχα) συνεργασία στην ΕΕ. Το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην αποστολή και το εύρος των αρμοδιοτήτων τους και κυρίως στη διερεύνηση της δυνατότητας διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων από τους υπαλλήλους των Οργανισμών αυτών, στο πλαίσιο ποινικών ερευνών για την αντιμετώπιση της δράσης διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων που δρουν στην ΕΕ. Στη συνάφεια αυτή, μέσα από την παράθεση και ανάλυση πραγματικών υποθέσεων ευρωπαϊκής ή και παγκόσμιας εμβέλειας, παρουσιάζεται σε αυτοτελές κεφάλαιο (:Κεφάλαιο τέταρτο) το εύρος των υποστηρικτικών δράσεων που δύνανται να παράσχουν οι Οργανισμοί δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας της ΕΕ (: κυρίως η Europol και η Eurojust) στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στο πλαίσιο αντιμετώπισης της εν λόγω εγκληματικότητας.

Το παρόν έργο ολοκληρώνεται με τον Επίλογο, όπου διατυπώνεται ως συμπερασματική αποτίμηση της έρευνας, η θέση της παρούσας μελέτης αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της ενωσιακής πολιτικής και πράξης για την αντιμετώπιση των διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων εντός του χώρου της Ένωσης. Στη συνάφεια αυτή, καταδεικνύονται τα προβλήματα που ανακύπτουν σε πρακτικό επίπεδο από τη διενέργεια των πράξεων αυτών στο πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στην ΕΕ, επισημαίνονται τα κενά της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας και προτείνονται περαιτέρω ενέργειες σε ενωσιακό επίπεδο για τη θεραπεία τους.

Τέλος, σημειώνεται ότι η απόδοση στην ελληνική γλώσσα των χωρίων ξενόγλωσσων έργων (από τα αγγλικά ή τα ισπανικά) έχει γίνει από τον γράφοντα. Ομοίως και η απόδοση αποφάσεων του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, Εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή Οργανισμών της Ένωσης, χωρίων νομοθετημάτων τρίτων κρατών, ενωσιακών κειμένων ή κειμένων του Συμβουλίου της Ευρώπης, για τα οποία δεν υπάρχει επίσημη μετάφραση/απόδοση στην ελληνική γλώσσα.

Σελ. 13

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η αντιμετώπιση διεθνικών εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων κατά την ανάπτυξη της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις της ΕΕ: θεσμική και κανονιστική πλαισίωση

Σελ. 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Επισκόπηση της διαχρονικής εξέλιξης της «δικαστικής» και «αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις» στην ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας

Ι. Ο πρόδρομος της «αστυνομικής συνεργασίας»: Η Ομάδα TREVI

1. Η θεσμοθέτηση της Ομάδας TREVI

Η αναγκαιότητα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας (αρχικά) και του οργανωμένου εγκλήματος (στη συνέχεια) αποτέλεσε τη θρυαλλίδα των εξελίξεων στον τομέα της αστυνομικής (και αργότερα της δικαστικής) συνεργασίας στο πλαίσιο της ΕΕ.

Κατ’ αρχάς, η ανάπτυξη αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών των τότε Ε.Κ. είχε τεθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως αντικείμενο διαφόρων διακρατικών συναντήσεων και συνεδριάσεων. Η απαρχή της, ωστόσο, εντοπίζεται στη Συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Ρώμη το Δεκέμβριο του 1975, όταν, στο τέλος της Συνεδρίασης, ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου πρότεινε να συναντώνται οι Υπουργοί Εσωτερικών και Δικαιοσύνης (ή οι Υπουργοί με ανάλογες αρμοδιότητες) της Κοινότητας, ώστε να συζητούν θέματα αρμοδιότητάς τους και ειδικότερα εκείνα που σχετίζονται με την τήρηση του νόμου και της τάξης.

Η πρόταση του Ηνωμένου Βασιλείου υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και, τον Ιούνιο του 1976, οι Υπουργοί Εσωτερικών συναντήθηκαν στο Λουξεμβούργο, στην πρώτη συνεδρίαση της αποκαλούμενης Ομάδας TREVI. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με την επεξήγηση του όρου TREVI. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρόκει-

Σελ. 16

ται για αρκτικόλεξο, προερχόμενο από τα αρχικά των όρων Terrorism, Radicalism, Extremism και Violence International (TREVI).

Η Ομάδα TREVI λειτουργούσε στο πλαίσιο διακρατικής συνεργασίας μεταξύ των τότε κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθότι η σύστασή της δεν προβλεπόταν στην Συνθήκη της Ρώμης του 1957. Ως εκ τούτου, δεν εντασσόταν στο θεσμικό σύστημα της Κοινότητας.

2. Ο κύκλος αρμοδιότητας της Ομάδας TREVI και η συμβολή της στην ανάπτυξη «κλίματος συνεργασίας»

Η αρχική αποστολή της Ομάδας TREVI αφορούσε στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο πεδίο της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Στη συνέχεια, όμως, απέκτησε αρμοδιότητα και σε θέματα οργανωμένου εγκλήματος.

Αρχικά, εντός του πλαισίου λειτουργίας της Ομάδας TREVI, αποφασίστηκε η δημιουργία πέντε Ομάδων Εργασίας (TREVI I-V), με αντικείμενο:

i. Την ανταλλαγή πληροφοριών σχετιζόμενες με τρομοκρατική δραστηριότητα και την πρόβλεψη αμοιβαίας υποστήριξης σε περίπτωση τρομοκρατικών ενεργειών

Σελ. 17

ii. Την ανταλλαγή επιστημονικής και τεχνολογικής εμπειρογνωμοσύνης

iii. Συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας αεροπλοΐας

iv. Συνεργασία στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας

v. Συνεργασία στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και της πρόληψης και αντιμετώπισης πυρκαγιών

Η δημιουργία των Ομάδων Εργασίας αποσκοπούσε στη συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο. Γι’ αυτό, αποφασίστηκε από τους Υπουργούς να συμμετάσχουν στις Ομάδες αυτές, αναλόγως της θεματικής, εκπρόσωποι των Αρχών Επιβολής του Νόμου, των Υπηρεσιών Ασφαλείας, των Υπηρεσιών Πυρόσβεσης, όπως και υπαλλήλων διαφόρων Υπουργείων. Καθήκοντα προέδρου της Ομάδας ασκούσε κάθε φορά το κράτος-μέλος που είχε την προεδρεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι συνεδριάσεις της σε επίπεδο Υπουργών (Ομάδα Υπουργών TREVI), που αποτελούσαν το ανώτατο «όργανο» της Ομάδας, λάμβαναν χώρα τον τελευταίο μήνα της κάθε προεδρίας, ήτοι Ιούνιο και Δεκέμβριο. Η δομή της περιλάμβανε επίσης την Ομάδα των Ανωτάτων Αξιωματούχων TREVI, την τρόικα TREVI και τέλος τις διάφορες Ομάδες Εργασίας.

Έχει υποστηριχθεί ότι η Ομάδα των Ανώτατων Αξιωματούχων διέθετε την μεγαλύτερη επιρροή και ισχύ, καθόσον προετοίμαζε τα θέματα που θα συζητούνταν στο ανώτατο επίπεδο – αυτό των Υπουργών TREVI – και ήλεγχε την πορεία και πρόοδο του έργου, το οποίο είχε ανατεθεί στις διάφορες Ομάδες Εργασίας.

Από τις πέντε Ομάδες Εργασίας που συστάθηκαν εντός της Ομάδας TREVI, μόνον οι δύο πρώτες λειτούργησαν άμεσα. Η τέταρτη και η πέμπτη ουδέποτε συνεδρίασαν, ενώ το αντικείμενο της τρίτης ομάδας επαναπροσδιορίστηκε κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης του Συμβουλίου των Υπουργών Εσωτερικών στη Ρώμη το 1985. Ειδικότερα, στον κύκλο της αρμοδιότητάς της συμπεριλήφθηκε η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, καθώς και άλλων μορφών παράνομης δραστηριότητας όπως κλοπές οχημάτων, διακίνηση κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών, παράνομη μετανάστευση και ληστείες. Η εν λόγω Ομάδα Εργασίας μετεξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Μονάδα Καταπολέμησης Ναρκωτικών

Σελ. 18

(European Drug Unit - EDU), τον προάγγελο της σημερινής Europol.

Οι συναντήσεις της Ομάδας TREVI καλύπτονταν από μυστικότητα και εχεμύθεια. Γι’ αυτό δεν γνωρίζουμε πολλά για τις δράσεις της ούτε για το περιεχόμενο των συναντήσεών της. Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι η μυστικότητα και η εχεμύθεια αποτελούσαν προαπαιτούμενα της δράσης της, λόγω των ευαίσθητων πληροφοριών που ανταλλάσσονταν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων. Ως μηχανισμός διακρατικής συνεργασίας σε θέματα επιβολής του νόμου, η Ομάδα TREVI δεν λογοδοτούσε σε κάποιο Όργανο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, παρά μόνο στο Συμβούλιο Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της Ομάδας TREVI, ήτοι στις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Βεβαίως, εναπόκειτο στις εσωτερικές διαδικασίες κάθε κράτους μέλους ο έλεγχος της κυβέρνησής του για τις ενέργειές της ως μέλους της Ομάδας TREVI.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναγνωρισθεί στην Ομάδα TREVI η θετική συνδρομή της στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών Αρχών Επιβολής του Νόμου. Έτσι, συνέβαλε στην ωρίμανση των συνθηκών, ώστε στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ναρκωτικών (EDU) και αργότερα η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol) να αποκτήσουν σάρκα και οστά, ξεφεύγοντας από τη σφαίρα των θεωρητικών συζητήσεων και των ευχολογίων.

Η θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ τροποποίησε δραστικά το πλαίσιο λειτουργίας της Ομάδας TREVI, καθώς το εν λόγω κεκτημένο της διακρατικής συνεργασίας μεταξύ των τότε κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εντάχθηκε στο θεσμικό και νομικό σύστημα της Ένωσης, όπως αναπτύσσεται σε επόμενο κεφάλαιο.

Σελ. 19

ΙΙ. Ένας ενδιάμεσος σταθμός: Η Συμφωνία Schengen και η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας αυτής

1. Ρυθμίσεις περί της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας

Επόμενος σταθμός στην εξέλιξη της αστυνομικής (πλέον) και δικαστικής συνεργασίας στην ΕΕ για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας είναι η Συμφωνία Schengen και η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας του Schengen.

Σε συνέχεια της δήλωσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Fontainebleau (25 και 26 Ιουνίου 1984), οι κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας (Κάτω Χωρών) υπέγραψαν στις 14 Ιουνίου 1985, στο χωριό Σένγκεν (Schengen) του Λουξεμβούργου την ομώνυμη Συμφωνία (Συμφωνία Schengen), εκτός -όμως- του κοινοτικού πλαισίου. Η εν λόγω Συμφωνία έθεσε τις βάσεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, αρχικά στο κοινό έδαφος των πέντε αυτών κρατών και στη συνέχεια στην πλειονότητα των κρατών μελών στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Επειδή η κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες, όσον αφορά στην παράνομη μετανάστευση και στην ασφάλεια, τα συμβαλλόμενα κράτη ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν κάθε προσπάθεια, ώστε να συντονίσουν τις πολιτικές τους για να αντιμετωπίσουν τέτοια φαι-

Σελ. 20

νόμενα.Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήθηκαν μέτρα που σκοπό είχαν να εμβαθύνουν τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων Αστυνομικών και Δικαστικών Αρχών των συμβαλλομένων κρατών. Τα μέτρα «δικαστικής συνεργασίας» αφορούσαν την απλοποίηση και επιτάχυνση των θεσμών της δικαστικής συνδρομής και της έκδοσης, ενώ εκείνα της «αστυνομικής συνεργασίας» επικεντρώνονταν στους τομείς της έρευνας και της πρόληψης της εγκληματικότητας, αλλά και της κοινής αντιμετώπισής της, παρέχοντας τη δυνατότητα (στα αστυνομικά όργανα) της συνέχισης της καταδίωξης και πέραν των εθνικών συνόρων. Προχωρώντας έτι περαιτέρω, τα κράτη συμφώνησαν ότι κοινή τους επιδίωξη είναι η εναρμόνιση των νομοθεσιών τους στους τομείς των ναρκωτικών, των όπλων και των εκρηκτικών υλών.

Πέντε χρόνια αργότερα, στις 19 Ιουνίου 1990, τα ίδια πέντε κράτη προχώρησαν στην υπογραφή της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας του Schengen της 14 Ιουνίου 1985 ρυθμίζοντας λεπτομερώς ζητήματα που άπτονται της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και της απρόσκοπτης μεταφοράς και κυκλοφορίας εμπορευμάτων.

Back to Top