ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 17.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 39,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17726
Αδαμίδης Α., Αλεξίου Ρ., Αντωνόπουλος Κ., Αρώνη Χ., Βασιλακοπούλου Ρ., Δεληγιάννης Βίρβος Κ., Δρακούδη Μ., Κεμπάμπη Ι. Μ., Κοϊνάκη A., Κολόκα X., Κούλα Α. Χ., Λούβη K. M., Μακρής Α. Ε., Μπασέκη Ε., Πετρίδου Γ., Στράντζαλη Χ., Στραταριδάκη K., Σφουντούρη E. A., Σωμαράκης Ε., Τσούκα Δ. Σ., Φασιά Ε. Ε. Γ., Χαραλαμπίδου Ν., Χατζοπούλου Δ., Ψαρομηλίγκου Μ. Δ.
Αντωνόπουλος Κ., Αρώνη Χ.
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνόπουλος Κ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 408
  • ISBN: 978-960-654-097-4
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο Εισαγωγή στο Διεθνές Δίκαιο της Ενέργειας» πραγματεύεται τόσο τους θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου της ενέργειας όσο και επιμέρους ζητήματα, όπως η ανανεώσιμη ενέργεια, η μεταφορά ενέργειας, η εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στη θάλασσα και η ενεργειακή ασφάλεια. Ασχολείται, επίσης, με τη σχέση του Διεθνούς Δικαίου της Ενέργειας με άλλες περιοχές του διεθνούς δίκαιου, όπως το Διεθνές Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος και το Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο, ενώ συμπεριλαμβάνει ζητήματα που αφορούν την επίλυση των διεθνών ενεργειακών διαφορών. Το βιβλίο απευθύνεται στον επιστήμονα, τον επαγγελματία, αλλά και τον φοιτητή που θέλει να εμβαθύνει στο Διεθνές Δίκαιο της Ενέργειας.

Πρόλογος Σελ. IX
Εισαγωγή
Η ενέργεια στο Διεθνές Δίκαιο Σελ. 1
[Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος]
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Ενέργειας
Κεφάλαιο 1
Οι πηγές του Διεθνούς Δικαίου της Ενέργειας Σελ. 9
[Χρυσάνθη Κολόκα]
1. Εισαγωγή Σελ. 10
2. Διεθνές έθιμο Σελ. 10
2.1. Εθιμικοί κανόνες στο χώρο του δικαίου της ενέργειας Σελ. 12
3. Διεθνείς συνθήκες Σελ. 13
3.1. Δέσμευση από διεθνή συνθήκη Σελ. 14
3.2. Εφαρμογή των διεθνών συνθηκών Σελ. 15
3.3. Ερμηνεία των διεθνών συνθηκών Σελ. 15
3.4. Λύση των διεθνών συνθηκών Σελ. 16
3.5. Ιδιαιτερότητες των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της ενέργειας
3.5.1. Περιεχόμενο και λειτουργία της ανωτέρας βίας στις δημόσιες συμβάσεις Σελ. 17
4. Γενικές αρχές διεθνούς δικαίου Σελ. 19
5. Διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων διεθνολόγων Σελ. 20
6. "Hard law" και "soft law" στο διεθνές δίκαιο της ενέργειας Σελ. 20
7. Συμπεράσματα Σελ. 22
Κεφάλαιο 2
Η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας Σελ. 23
[Ναταλία Χαραλαμπίδου]
1. Ιστορικό πλαίσιο δημιουργίας της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας Σελ. 24
2. Σκοπός της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας Σελ. 25
3. Δομή της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας Σελ. 28
4. Προστασία επενδύσεων και επενδυτών Σελ. 29
4.1. Υποχρέωση ίσης και δίκαιης μεταχείρισης Σελ. 33
4.2. Αρχή απολύτως σταθερής προστασίας και ασφάλειας Σελ. 35
4.3. Απαγόρευση μη-εύλογων ή άνισων μέτρων Σελ. 36
4.4. Προστατευτική ρήτρα Σελ. 37
4.5. Απαγόρευση μεταχείρισης λιγότερο ευνοϊκής από εκείνη που απαιτείται βάσει του Διεθνούς Δικαίου Σελ. 38
4.6. Απαγόρευση απαλλοτρίωσης Σελ. 40
5. Επιφυλάξεις και εξαιρέσεις
5.1. Δικαίωμα εξαίρεσης των Συμβαλλόμενων Μερών Σελ. 42
5.2. Προσωρινή εφαρμογή Σελ. 44
5.3. Αποχώρηση Συμβαλλόμενων Μερών Σελ. 46
6. Συμπεράσματα Σελ. 47
Κεφάλαιο 3
Διαρκής κυριαρχία επί των πλουτοπαραγωγικών πόρων Σελ. 49
[Χαρίκλεια Αρώνη]
1. Εισαγωγή Σελ. 50
2. Θεμελίωση και περιεχόμενο της διαρκούς κυριαρχίας επί των πλουτοπαραγωγικών πόρων
2.1. Η καταγωγή της αρχής: η συμβολή της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών Σελ. 51
2.2. Ο Χάρτης των Οικονομικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων των Κρατών ειδικότερα Σελ. 53
2.3. Η διαρκής κυριαρχία στη νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων Σελ. 55
3. Η διαρκής κυριαρχία επί των πλουτοπαραγωγικών πόρων στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο Σελ. 56
4. Η παράμετρος της προστασίας του περιβάλλοντος Σελ. 58
5. Η παράμετρος της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Σελ. 59
6. Συμπεράσματα Σελ. 61
Κεφάλαιο 4
Η εφαρμογή της αρχής της προσήκουσας επιμέλειας στις ενεργειακές δραστηριότητες Σελ. 63
[Κατερίνα Στραταριδάκη]
1. Εισαγωγή Σελ. 64
2. Καταγωγή και διαμόρφωση της υποχρέωσης προσήκουσας επιμέλειας Σελ. 66
3. Η υποχρέωση προσήκουσας επιμέλειας στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο
3.1. Σύνδεση με άλλες αρχές του διεθνούς δικαίου Σελ. 68
3.2. Η προσήκουσα επιμέλεια στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας Σελ. 69
3.3. Η προσήκουσα επιμέλεια στο πλαίσιο της διεθνούς ευθύνης: υποχρέωση συμπεριφοράς ή αποτελέσματος; Σελ. 70
4. Το περιεχόμενο της προσήκουσας επιμέλειας
4.1. Υποχρεώσεις που απορρέουν από την προσήκουσα επιμέλεια Σελ. 72
4.2. Είδος μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο της αρχής της προσήκουσας επιμέλειας Σελ. 75
4.3. Ποια συμπεριφορά είναι αρκετή (threshold-degree of diligence) Σελ. 76
4.4. Σχέση διαδικαστικών υποχρεώσεων με ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις Σελ. 77
5. Συμπεράσματα Σελ. 78
Κεφάλαιο 5
Δρώντες στο Διεθνές Δίκαιο της Ενέργειας Σελ. 79
[Εμμανουήλ Σωμαράκης]
1. Εισαγωγή
1.1. Τι συνιστά ενέργεια Σελ. 80
1.2. Τα ζητήματα κυριαρχίας επηρεάζουν την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων - Η διάδραση με το Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο και με άλλους τομείς του δικαίου. Σελ. 81
2. Υποκείμενα τις σχέσεις των οποίων ρυθμίζει το δίκαιο της ενέργειας Σελ. 82
2.1. Κυρίαρχα Κράτη
2.1.2. Η προβληματική των υποκρατικών οντοτήτων Σελ. 83
2.2. Διεθνείς Οργανισμοί Σελ. 84
2.2.1. Οργανισμοί Διεθνούς Εμβέλειας Σελ. 85
2.2.2. Οργανισμοί (από την πλευρά της) Προσφοράς και της Ζήτησης (Supply- side, Demand- side) [ΟΠΕΚ / IEA] Σελ. 86
2.2.3. Περιφεριακές Ενώσεις και Οργανισμοί
2.3.3.1. Ευρωπαϊκή Ένωση Σελ. 89
2.3.3.2. Άλλες περιφερειακές ενώσεις, και fora Σελ. 90
2.3. Άλλες οντότητες
2.3.1. Επιχειρήσεις Σελ. 91
2.3.2. Το άτομο Σελ. 91
3. Επίλογος - Συμπεράσματα Σελ. 92
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Ενέργεια και Θάλασσα
Κεφάλαιο 6
Εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και ανανεωσίμων πηγών ενέργειας στη θάλασσα Σελ. 95
[Ειρήνη-Ερασμία Γ. Φασιά]
1. Εισαγωγή Σελ. 96
2. Το Δίκαιο της Θάλασσας και η εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων
2.1. Θαλάσσιες Ζώνες Κυριαρχίας και Δικαιοδοσίας
2.1.1. Αιγιαλίτιδα Ζώνη Σελ. 97
2.1.2. Υφαλοκρηπίδα Σελ. 98
2.1.3. Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη Σελ. 99
2.1.4. Ανοικτή θάλασσα και Διεθνής Βυθός Σελ. 101
2.2. Η οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών ως απαραίτητη προϋπόθεση εκμετάλλευσης της ενέργειας στη θάλασσα Σελ. 102
2.2.1. Το Δίκαιο των οριοθετήσεων Σελ. 103
2.2.2. Εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων όσο εκκρεμεί η οριοθέτηση Σελ. 104
3. Επιπλέον κανόνες και κατευθύνσεις για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στη θάλασσα
3.1. Προστασία του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος Σελ. 105
3.2. Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός Σελ. 107
4. Επίλυση διαφορών Σελ. 109
5. Συμπεράσματα Σελ. 110
Κεφάλαιο 7
Η εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στο θαλάσσιο χώρο και η προστασία του περιβάλλοντος Σελ. 111
[Απόστολος Αδαμίδης]
1. Εισαγωγή Σελ. 111
1.1. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) Σελ. 112
1.2. Η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος πριν ή/και κατά την τοποθέτηση των ενεργειακών εγκαταστάσεων Σελ. 113
1.3. Η χωροθέτηση στο θαλάσσιο επίπεδο Σελ. 113
2. Η προστασία του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των ενεργειακών εγκαταστάσεων, πλατφορμών ή αγωγών
2.1. Το νομικό καθεστώς των εγκαταστάσεων για παραγωγή ενέργειας στη θάλασσα - δικαιώματα και υποχρεώσεις του παράκτιου κράτους Σελ. 115
2.2. Ρυθμίσεις της Σύμβασης ΔΘ για άλλες δραστηριότητες των κρατών
2.2.1. Η εγκατάλειψη αποβλήτων στη θάλασσα (Dumping) Σελ. 119
2.2.2. Η μεταφορά της ενέργειας μέσω της θάλασσας Σελ. 120
2.2.3. Ευθύνη και αποζημίωση εκ μέρους των κρατών για ζημίες που προκαλούνται από τη μόλυνση της θάλασσας Σελ. 121
2.3. Συνεργασία με εναλλακτικούς τρόπους – κοινή εκμετάλλευση πόρων και διασυνοριακές ενεργειακές εγκαταστάσεις Σελ. 122
3. Η προστασία μετά τη χρήση των εγκαταστάσεων - ο παροπλισμός Σελ. 123
4. Συμπέρασμα Σελ. 126
Κεφάλαιο 8
Αγωγοί και υποβρύχια καλώδια στη Μεσόγειο Σελ. 127
[Mαρία Δρακούδη]
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σελ. 128
2. Αγωγοί στη Μεσόγειο Σελ. 128
3. Υποβρύχια καλώδια στη Μεσόγειο Σελ. 137
4. Συμπεράσματα Σελ. 141
Κεφάλαιο 9
Οι συμφωνίες οριοθέτησης και κοινής εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων στην Μεσόγειο Σελ. 143
[Xρυσή Στράντζαλη]
1. Οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών Σελ. 144
2. Η ιδιαίτερη γεωμορφολογική φυσιογνωμία της Μεσογείου Σελ. 145
3. Διμερείς συμφωνίες στην Μεσόγειο
3.1. Η συμφωνία Ιταλίας - Γιουγκοσλαβίας (1968) (1975) Σελ. 146
3.2. Η συμφωνία Ιταλίας - Τυνησίας (1971) Σελ. 147
3.3. Η συμφωνία Ιταλίας - Ισπανίας (1974) Σελ. 148
3.4. Η συμφωνία Ιταλίας - Ελλάδας (1977) Σελ. 148
3.5. Η συμφωνία Γαλλίας - Μονακό (1984) Σελ. 148
3.6. Η συμφωνία Γαλλίας - Ιταλίας (1986) (2015) Σελ. 149
3.7. Η συμφωνία Λιβύης - Μάλτας (1986) Σελ. 149
3.8. Η συμφωνία Λιβύης - Τυνησίας (1988) Σελ. 150
3.9. Η συμφωνία Αλβανίας - Ιταλίας (1992) Σελ. 150
3.10. Η συμφωνία Κροατίας - Βοσνίας Ερζεγοβίνης (1999) Σελ. 151
3.11. Η συμφωνία Τυνησίας - Αλγερίας (2002) Σελ. 151
3.12. Η συμφωνία Κύπρου - Αιγύπτου (2003) Σελ. 152
3.13. Η συμφωνία Κύπρου - Λιβάνου (2007) Σελ. 152
3.14. Η συμφωνία Ελλάδας - Αλβανίας (2009) Σελ. 153
3.15. Η συμφωνία Κύπρου - Ισραήλ (2010) Σελ. 154
3.16. Η συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης (2019) Σελ. 155
4. Συμπεράσματα Σελ. 156
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Διεθνές Δίκαιο της Ενέργειας και επιμέρους ενεργειακές δραστηριότητες
Κεφάλαιο 10
Πυρηνική ενέργεια και εγγυήσεις ασφάλειας Σελ. 159
[Ευφροσύνη Μπασέκη]
1. Έννοια πυρηνικής ενέργειας Σελ. 160
2. Οι συνέπειες των πυρηνικών ατυχημάτων Σελ. 161
3. Η πορεία της Ευρωπαϊκής και Διεθνούς Κοινότητας στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας και η ανάγκη νομοθετικών πλαισίων Σελ. 162
4. Ο ρόλος της Συνθήκης ΕΥΡΑΤΟΜ για τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας Σελ. 164
5. Η πυρηνική ενέργεια του σήμερα Σελ. 166
6. Πυρηνικά απόβλητα Σελ. 167
7. Άλλες Διεθνείς Συνθήκες Σελ. 168
8. Ο πυρήνας της Συνθήκης ΕΥΡΑΤΟΜ και η «Οικογένεια των Συμβάσεων για την Πυρηνική Ασφάλεια» Σελ. 170
9. Συμπεράσματα Σελ. 171
Κεφάλαιο 11
Ανανεώσιμη ενέργεια Σελ. 173
[Ναταλία Χαραλαμπίδου]
1. Εισαγωγή Σελ. 175
2. Η έννοια της ανανεώσιμης ενέργειας Σελ. 175
3. Το πλαίσιο της ανανεώσιμης ενέργειας
3.1. Αειφόρος ανάπτυξη και απανθρακοποίηση της ενέργειας
3.1.1. Ανανεώσιμη Ενέργεια και Πυρηνική Ενέργεια Σελ. 178
3.1.2. Ανανεώσιμη Ενέργεια και Φυσικό Αέριο Σελ. 180
3.1.3. Ανανεώσιμη Ενέργεια και «Πράσινος» ή «Καθαρός» Άνθρακας Σελ. 181
3.2. Ενεργειακή απόδοση Σελ. 182
3.3. Ενεργειακή ασφάλεια Σελ. 183
3.4. Τεχνολογική εξέλιξη και καινοτομία Σελ. 184
3.5. Οικονομική ευημερία Σελ. 186
4. Οι προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος Σελ. 187
5. Συμπεράσματα Σελ. 188
Κεφάλαιο 12
Μεταφορά ενέργειας Σελ. 189
[Μαρία Δέσποινα Ψαρομηλίγκου]
1. Εισαγωγή Σελ. 190
2. Βασικοί Ορισμοί
2.1. Πώς ορίζεται η ενέργεια Σελ. 191
2.2. Πώς ορίζεται η μεταφορά Σελ. 192
2.3. Ποια είναι τα Μέσα Μεταφοράς Σελ. 192
3. Το καθεστώς μεταφοράς στα πλαίσια της Συνθήκης για το Χάρτη Ενέργειας
3.1. Τα δύο κριτήρια ορισμού της μεταφοράς Σελ. 193
3.2. Το Άρθρο 7 της ΣυνθΧΕ Σελ. 193
3.2.1. Η αρχή της ελευθερίας διελεύσεως
3.2.1.1. Η προέλευση και εξέλιξη της αρχής της ελευθερίας διελεύσεως Σελ. 194
3.2.1.2. Η αρχή της ελευθερίας διελεύσεως στα πλαίσια του ΠΟΕ και της ΣυνθΧΕ Σελ. 194
3.2.1.3. Η αρχή της ελευθερίας διελεύσεως στα πλαίσια της ΕΕ, της Ένωσης Νοτιοανατολικών Χωρών της Ασίας (ASEAN) και της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA) Σελ. 195
3.2.2. Η αρχή της μη διάκρισης Σελ. 196
3.2.3. Απαγόρευση παρεμπόδισης της μεταφοράς Σελ. 196
4. Διακυβερνητικές και Κυβερνητικές Συμφωνίες του Κράτους Υποδοχής για μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου μέσω αγωγών
4.1. Το νομικό πλαίσιο της θαλάσσιας και χερσαίας μεταφοράς της ενέργειας Σελ. 197
4.2. Η μεταφορά της ενέργειας μέσω αγωγών Σελ. 197
5. Τα Κράτη διελεύσεως στη μεταφορά της ενέργειας μέσω αγωγών Σελ. 198
5.1. Η αρχή της ελευθερίας διελεύσεως στο πλαίσιο της μεταφοράς της ενέργειας μέσω αγωγών Σελ. 199
5.2. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των Κρατών διελεύσεως κατά το άρθρο 5 της ΓΣΔΕ
5.2.1. Το περιορισμένο δικαίωμα παρέμβασης Σελ. 200
5.2.2. Μεταφορά μέσω του πιο κατάλληλου δρόμου διελεύσεως Σελ. 201
5.2.3. Απαγόρευση επιβολής δασμών Σελ. 201
5.2.4. Αρχή του μάλλον ευνοούμενου Κράτους Σελ. 201
6. Θαλάσσια Μεταφορά Πετρελαίου και Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου
6.1. Η Διεθνής Σύμβαση για την Πρόληψη της Θαλάσσιας Ρύπανσης από τα Πλοία Σελ. 201
6.2. Αποζημίωση σε περίπτωση ζημίας ρύπανσης από πετρέλαιο Σελ. 203
7. Συμπέρασμα Σελ. 203
Κεφάλαιο 13
Ενεργειακή ασφάλεια (ασφάλεια εγκαταστάσεων και αποθεμάτων) Σελ. 205
[Ραφαέλα Βασιλακοπούλου, Ραφαήλ Αλεξίου]
1. Εισαγωγή στην ενεργειακή ασφάλεια Σελ. 206
2. Ο ρόλος του ΔΟΕ (Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας) στην ενεργειακή ασφάλεια Σελ. 207
3. Ο ρόλος του OPEC στην ενεργειακή ασφάλεια Σελ. 208
4. Η ασφάλεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση Σελ. 211
5. Ασφάλεια Εγκαταστάσεων Σελ. 212
6. Κίνδυνοι ενεργειακής ασφάλειας Σελ. 214
7. Γεωπολιτική Σελ. 216
8. Συμπέρασμα Σελ. 218
Κεφάλαιο 14
Η ενεργειακή ασφάλεια στη διάρκεια Διεθνών Ενόπλων Συρράξεων Σελ. 219
[Γιολάνδα Πετρίδου]
1. Εισαγωγή Σελ. 220
2. Ο ορισμός της ενεργειακής ασφάλειας Σελ. 221
3. Το περιεχόμενο της ενεργειακής ασφάλειας Σελ. 222
3.1. Η ασφάλεια των υποδομών Σελ. 222
3.2. Η ασφάλεια των μεταφορών Σελ. 223
4. Η συνεισφορά του Διεθνούς Δικαίου των Ενόπλων Συρράξεων στην ενεργειακή ασφάλεια Σελ. 224
5. Ο πόλεμος στη θάλασσα Σελ. 225
6. Η ενεργειακή πενία σε περίοδο ένοπλης σύρραξης ή κατοχής Σελ. 226
7. Οι υποχρεώσεις των εμπόλεμων κρατών κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύρραξης Σελ. 227
8. Η προστασία του περιβάλλοντος στις διεθνείς ένοπλες συρράξεις Σελ. 230
9. Η πυρηνική ενέργεια Σελ. 232
10. Κυβερνοπόλεμος και ενεργειακή ασφάλεια Σελ. 233
11. Συμπεράσματα Σελ. 234
Κεφάλαιο 15
Ενεργειακή ασφάλεια κατά τη διάρκεια μη Διεθνών Ενόπλων Συρράξεων Σελ. 235
[Ευφροσύνη-Αικατερίνη Σφουντούρη]
1. Εισαγωγή Σελ. 236
2. Ενεργειακή Ασφάλεια
2.1. Το νομικό πλαίσιο της ενεργειακής ασφάλειας Σελ. 236
2.2. Ο ορισμός της ενεργειακής ασφάλειας Σελ. 237
2.3. Η μέτρηση της ενεργειακής ασφάλειας Σελ. 237
3. Ένοπλες Συρράξεις
3.1. Η ιστορική πορεία των ενόπλων συρράξεων Σελ. 239
3.2. Οι αιτίες διεξαγωγής ενόπλων συρράξεων Σελ. 239
3.3. Η νομική διάσταση των ενόπλων συρράξεων Σελ. 240
3.4. Οι κατηγορίες ενόπλων συρράξεων Σελ. 240
3.5. Οι μη διεθνείς Ένοπλες Συρράξεις κατά τη Νομολογία Σελ. 241
3.6. Η τυπολογία των Ενόπλων Συρράξεων Σελ. 241
3.7. Ενεργειακή Ασφάλεια και Ένοπλες Συρράξεις Σελ. 242
4. Η περίπτωση του ISIS
4.1. Εισαγωγή Σελ. 243
4.2. Η οργάνωση του ISIS Σελ. 244
4.3. Η ταυτότητα της ένοπλης σύρραξης του ISIS Σελ. 244
4.4. Η στρατηγική του ISIS για την απόκτηση ελέγχου επί των ενεργειακών πηγών Σελ. 245
4.5. Ο αντίκτυπος της δράσης του ISIS στις παγκόσμιες ενεργειακές ροές Σελ. 246
5. Συμπεράσματα Σελ. 247
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
Διεθνές Δίκαιο της Ενέργειας και άλλες περιοχές Διεθνούς Δικαίου
Κεφάλαιο 16
Διεθνές Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος και Ενέργεια Σελ. 251
[Αικατερίνη Κοϊνάκη]
1. Εισαγωγή: Η ανάγκη εφαρμογής των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος σε ενεργειακές δραστηριότητες Σελ. 253
2. Εθιμικοί Κανόνες και Διασυνοριακές υποχρεώσεις
2.1. Η αρχή της Μη Βλάβης Σελ. 253
2.2. Υποχρέωση Προσήκουσας Επιμέλειας Σελ. 255
2.3. Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Σελ. 256
2.4. Συνεργασία και Διαπραγμάτευση Σελ. 257
3. Γενικές Αρχές και άλλες Περιβαλλοντικές Υποχρεώσεις
3.1. Η Αρχή της Πρόληψης Σελ. 258
3.2. Βιώσιμη Ανάπτυξη Σελ. 260
3.3. Συμμετοχή των πολιτών Σελ. 261
3.3.1. Η Σύμβαση του Aarhus Σελ. 262
3.3.2. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Σελ. 264
4. Επίλογος Σελ. 266
Κεφάλαιο 17
Κλιματική Αλλαγή και Ενέργεια Σελ. 267
[Κωνσταντίνα-Μαρίνα Λούβη]
1. Κλιματική αλλαγή και Ενέργεια. Εισαγωγικά στοιχεία Σελ. 268
2. Διασύνδεση Κλιματικής Αλλαγής και Ενέργειας. Οριοθέτηση του κρίσιμου δικαιικού χώρου Σελ. 270
3. Κείμενα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου με προεξάρχοντα ρόλο στο ζεύγμα Κλιματική Αλλαγή και Ενέργεια
3.1. Soft law κείμενα του Διεθνούς Δικαίου της Ανάπτυξης
3.1.1. Εισαγωγικά στοιχεία Σελ. 270
3.1.2. Τα κατ’ ιδίαν κείμενα. Σελ. 272
3.2. Lato sensu κλιματικά κείμενα για την προστασία της ατμόσφαιρας και της στιβάδας του όζοντος
3.2.1. Εισαγωγικά στοιχεία Σελ. 273
3.2.2. Τα κατ’ ιδίαν κείμενα Σελ. 274
3.3. Stricto sensu κλιματικά κείμενα περί αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής
3.3.1. Εισαγωγικά στοιχεία Σελ. 277
3.3.2. Τα κατ’ ιδίαν κείμενα
3.3.2.1. Η U.N.F.C.C.C Σελ. 277
3.3.2.2. Το Πρωτόκολλο του Κιότο και η Τροποποίηση της Ντόχα Σελ. 279
3.3.2.3. Η Συμφωνία των Παρισίων Σελ. 280
4. Συμπέρασμα Σελ. 282
Κεφάλαιο 18
Το δικαίωμα στην ενέργεια Σελ. 283
[Αικατερίνη-Χριστίνα Κούλα]
1. Από τους αναπτυξιακούς στόχους της χιλιετίας στους στόχους για την Αειφόρο Ανάπτυξη - Δικαίωμα στην Ενέργεια
1.1. Αναπτυξιακοί στόχοι της χιλιετίας (2000) Σελ. 284
1.2. Στόχοι της Αειφόρου Ανάπτυξης Σελ. 285
2. Το δικαίωμα στην Ενέργεια Σελ. 286
3. Κατοχύρωση του δικαιώματος στην ενέργεια στο Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
3.1. Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης κατά των γυναικών Σελ. 288
3.2. Το Δικαίωμα για πρόσβαση στην ενέργεια μέσα από το δικαίωμα σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης Σελ. 290
4. Έμμεση προστασία του δικαιώματος στην ενέργεια Σελ. 291
4.1. Το δικαίωμα στην ενέργεια και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Σελ. 292
4.2. Το Αφρικανικό σύστημα και η πρόσβαση στην ενέργεια Σελ. 294
4.3. Οι συνέπειες της ύπαρξης ενός κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ενέργεια Σελ. 294
5. Συμπεράσματα Σελ. 295
Κεφάλαιο 19
Διεθνές εμπόριο και ενέργεια Σελ. 297
[Δέσποινα Χατζοπούλου]
1. Εισαγωγή Σελ. 298
2. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου
2.1. Η εφαρμογή του δικαίου του ΠΟΕ στον τομέα της ενέργειας Σελ. 299
2.2. Βασικά στοιχεία του δικαίου του ΠΟΕ Σελ. 300
2.3. Η ενέργεια ως προϊόν ή υπηρεσία Σελ. 302
2.4. Αρχές ανοίγματος των εθνικών αγορών στο διεθνή ανταγωνισμό Σελ. 303
2.5. Επιδοτήσεις Σελ. 304
2.6. Κρατικές Εμπορικές Επιχειρήσεις Σελ. 305
2.7. Διπλή Τιμολόγηση Σελ. 306
2.8. Δημόσιες Συμβάσεις Σελ. 308
2.9. Όροι τοπικού περιεχομένου Σελ. 308
2.10. Μεταφορά Ενέργειας Σελ. 308
2.11. Εξαιρέσεις Σελ. 309
3. Σχέση μεταξύ ΠΟΕ και άλλων συνθηκών
3.1. Σχέση ΠΟΕ με περιφερειακές εμπορικές συνθήκες Σελ. 310
3.2. Σχέση μεταξύ ΠΟΕ και Συνθήκης για το Χάρτη της Ενέργειας Σελ. 311
4. Παγκόσμια Τράπεζα Σελ. 312
5. Συμπερασματικές παρατηρήσεις Σελ. 314
Κεφάλαιο 20
Οι επενδύσεις στο χώρο της ενέργειας και το Διεθνές Δίκαιο: Η προστασία των μετόχων Σελ. 315
[Iωάννα Mαρία Κεμπάμπη]
1. Εισαγωγή Σελ. 316
2. Διπλωματική προστασία και μέτοχοι Σελ. 316
3. Η διεθνής διαιτησία, οι μέτοχοι και ο ορισμός της επένδυσης Σελ. 317
4. Κατηγορίες προστατευόμενων μετόχων Σελ. 321
5. Συνέπειες του ανεξάρτητου της εταιρίας δικαιώματος των μετόχων για προσφυγή στη διεθνή διαιτησία
5.1. Συνέπειες ως προς την προβλεψιμότητα και τη νομική αβεβαιότητα
5.1.1. Μικρότερη προβλεψιμότητα των δικαιωμάτων των μετόχων συγκριτικά με τα αντίστοιχα της ζημιωθείσας εταιρίας Σελ. 323
5.1.2. Διευκόλυνση της πρακτικής του “treaty shopping” Σελ. 324
5.1.3. Δυσκολότερη η διευθέτηση υποθέσεων λόγω της ικανότητας προσφυγής των μετόχων για την έμμεση ζημία τους Σελ. 324
5.2. Το πρόβλημα της διπλής επανόρθωσης Σελ. 324
5.3. Πολλαπλές προσφυγές διαφορετικών μετόχων Σελ. 325
5.4. Πιθανές πολλαπλές προσφυγές του τελικού ιδιοκτήτη των μετοχών Σελ. 326
5.5. Διακινδύνευση της θέσης των εταιρικών πιστωτών Σελ. 326
5.6. Διαφορετικά κίνητρα και συμφέροντα μετόχων Σελ. 327
6. Συμπερασματικές Παρατηρήσεις Σελ. 328
ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ
Επίλυση των διαφορών
Κεφάλαιο 21
Η επίλυση των ενεργειακών διαφορών Σελ. 331
[Κωνσταντίνος Δεληγιάννης - Βίρβος]
1. Εισαγωγή Σελ. 332
2. Διακρατικές Διαφορές
2.1. Διπλωματικές / Εξωδικαστικές Μέθοδοι Επίλυσης Διαφορών Σελ. 333
2.2. Το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών Σελ. 333
2.2.1. Υποθέσεις που άπτονται του Διεθνούς Δικαίου της Ενέργειας Σελ. 334
2.2.2. Υποθέσεις Διπλωματικής Προστασίας Σελ. 335
2.3. Μέθοδοι Επίλυσης Διαφορών που προβλέπονται σε συγκεκριμένες Συνθήκες
2.3.1. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 Σελ. 336
2.3.2. Το Σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου Σελ. 337
3. Διαφορές Κράτους με Ιδιώτη Σελ. 339
4. Διεθνές Δίκαιο της Ενέργειας και Ανθρώπινα Δικαιώματα Σελ. 341
5. Επίλογος - Συμπεράσματα Σελ. 342
Κεφάλαιο 22
Η επίλυση των διεθνών ενεργειακών διαφορών και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης της Ενέργειας Σελ. 343
[Δήμητρα Σ. Τσούκα]
1. Η Συνθήκη για το Χάρτη της Ενέργειας- Energy Charter Treaty- Ιστορικό-Εξέλιξη Σελ. 344
1.2. Σκοπός και Βασικό Περιεχόμενο Σελ. 345
2. Το ζήτημα της προσωρινής εφαρμογής (“provisional application”) του άρ. 45 της Συνθήκης Σελ. 346
3. Ο «επενδυτής» και η «επένδυση» στην Συνθήκη του Χάρτη της Ενέργειας Σελ. 347
4. Δεσμεύσεις και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών
4.1. Δυνατότητα Αποκλεισμού των προστατευτικών για τις επενδύσεις διατάξεων (άρ. 17) Σελ. 348
5. Η επίλυση των διαφορών μεταξύ του επενδυτή και του κράτους υποδοχής της επένδυσης (investor- state disputes)- άρ. 26 Σελ. 349
5.1. Προσφυγή σε διεθνή διαιτησία: Η ανεπιφύλακτη συναίνεση των μερών και οι εξαιρέσεις της (άρ. 26 παρ. 3) Σελ. 350
5.2. H προσφυγή σε διεθνή διαιτησία: Τα προβλεπόμενα όργανα και εφαρμοστέοι κανόνες (άρ. 26 παρ. 4) Σελ. 351
6. Η επίλυση των διακρατικών διαφορών (state to state disputes) -άρ. 27 Σελ. 354
6.1. Ειδικότερες διατάξεις για την επίλυση των διακρατικών εμπορικών διαφορών (αρ. 29) και των διακρατικών διαφορών διαμετακόμισης - transit (άρ. 7) Σελ. 355
7. Μηχανισμοί επίλυσης των διακρατικών διαφορών για θέματα ανταγωνισμού (άρ. 6) και περιβάλλοντος (άρ.19) Σελ. 357
8. Συμπεράσματα Σελ. 358
Κεφάλαιο 23
Η προστασία επενδύσεων, εταιρειών και των μετόχων τους, στον τομέα της ενέργειας, ενώπιον διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων Σελ. 359
[Αθανάσιος Ε. Μακρής]
1. Η ανάγκη προστασίας των ενεργειακών επενδύσεων Σελ. 361
2. Η θεσμοθέτηση της Διεθνούς Διαιτησίας Σελ. 361
3. Ζητήματα δικαιοδοσίας και παραδεκτού
3.1. Ιθαγένεια και μόνιμη κατοικία Σελ. 364
3.2. Προστατευόμενες επενδύσεις και επενδυτές Σελ. 366
3.3. Οι αξιώσεις των μετόχων Σελ. 369
3.4. Παράλληλες Διαδικασίες Σελ. 371
3.5. Η ρήτρα «άρνησης πλεονεκτημάτων» Σελ. 372
4. Η ανάγκη εξισορρόπησης των συγκρουόμενων συμφερόντων Σελ. 373
5. Συμπέρασμα Σελ. 374
Ευρετήριο Σελ. 375

Σελ. 1

Εισαγωγή - Η ενέργεια στο Διεθνές Δίκαιο

Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος

Βιβλιογραφία

Azaria D., State Responsibility and Community Interest in International Energy Law, 5 Cambridge Journal of International & Comparative Law 169 (2016). Bradbrook A., Energy law as an Academic Discipline, 14 Journal of Energy and Natural Resources Law 193 (1996). Bradbrook A., Energy and Law - Searching for New Directions στο Stephens D. & Babie P. (eds.) Imagining Law. Essays in Conversation with Judith Gardam, University of Adelaide Press 2016, 13-33. Bruce S., International Energy Law, Max Planck Encyclopedia of Public International Law, Oxford University Press 2012. - Encyclopedia Britannica https://www.britannica.com/science/energy. Fatouros A., An International Legal Framework for Energy, 332 Récueil des Cours de l’ Académie de Droit International (2008), 355-446. Heffron R.J. et al., A Treatise for Energy Law, 11 Law of World Energy law and Business 34 (2018). Imam Mulyana, The Development of International law in the Field of Renewable Energy, 2 (1) Hasanuddin Law Review 38 (2016), 38-60. Konoplyanik A & Wälde T., Energy Charter Treaty and its Role in International Energy, 24 Journal of Energy and Natural resources Law 523 (2006). Lauterpacht E., Law and Policy in International Resource Development, 11 Journal of Energy &Natural Resources Law 145 (1993). Wawryk A., International Energy Law: An Emerging Academic Discipline στο Babie P. & Leadbeter P. (eds.), Law as Change, University of Adelaide Press 2014, 223-255.

Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Britannica στην φυσική ο όρος «ενέργεια» σημαίνει την ικανότητα παραγωγής έργου. Υπάρχουν πολλά είδη ενέργειας (κινητική, μηχανική, χημική) και η ενέργεια εμφανίζεται σε πολλές μορφές (θερμότητα, φως, ηλεκτρισμός κλπ.). Η ενέργεια δεν μπορεί ούτε να δημιουργηθεί ούτε να καταστραφεί. Απλά υπάρχει και μετατρέπεται από μία μορφή της σε άλλη μορφή. Οι μεταβολές στην ύλη παράγουν ενέργεια (π.χ. η διάσπαση του ατόμου παράγει την πυρηνική ενέργεια) και αυτό είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί με πολλούς τρόπους - π.χ. η μηχανική και ηλεκτρική ενέργεια παράγονται με πολλούς τρόπους, όπως γεννήτριες ή μηχανές εσωτερικής καύσης.

Στο πλαίσιο της επιστήμης του δικαίου η ενέργεια πρέπει να γίνει αντιληπτή ως «κοινωνικό φαινόμενο, ως τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας» και συνεπώς οι αναφορές στην ενέργεια αφορούν τη «βιομηχανία της ενέργειας», δηλαδή, τον οικονομικό τομέα που παράγει, μεταφέρει και διανέμει την ενέργεια και τις έννομες σχέσεις οι οποίες δημιουργούνται. Η ενέργεια σε όλες τις μορφές της έχει πολύ μεγάλη σημασία για την ανθρώπινη ζωή και συνδέεται στενά με όλα τα κοινωνικά ζητήματα. Όπως αναφέρει ο Αργύριος Φατούρος είναι δυνατό να αντιληφθούμε την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από την εξέλιξη των μεθόδων παραγωγής και χρήσης της ενέργειας. Έτσι, μετά τη

Σελ. 2

χρήση της ζωικής ενέργειας έγινε η μετάβαση στην παραγωγή μηχανικής ενέργειας με τη χρήση φυσικών φαινομένων, όπως ο άνεμος (κίνηση ιστιοφόρων πλοίων και ανεμόμυλοι) και το νερό (νερόμυλοι) για να φθάσουμε στη βιομηχανική επανάσταση από την οποία και μετά η παραγωγή και η χρήση της ενέργειας αναπτύχθηκε ραγδαία. Κατά το τέλος του 18ου αιώνα η εφεύρεση της ατμομηχανής επέτρεψε την παραγωγή μηχανικής ενέργειας από την θερμότητα που παρήγαγε η καύση, αρχικά, ξύλου και εν συνεχεία άνθρακα για τη λειτουργία των μηχανών στα εργοστάσια, την κίνηση των σιδηροδρόμων και ατμόπλοιων. Η εφεύρεση της μηχανής εσωτερικής καύσης οδήγησε στην εκτεταμένη χρήση καυσίμων από τη επεξεργασία υδρογονανθράκων, με το πετρέλαιο να αναδεικνύεται ως η κύρια ενεργειακή πηγή. Η δυνατότητα χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας με τη λειτουργία γεννητριών που χρησιμοποιούσαν νερό ή ορυκτά καύσιμα επέτρεψε νέες δυνατότητες για την παραγωγή ενέργειας. Τέλος, η διάσπαση του ατόμου οδήγησε τα μέσα του 20ου αιώνα στην εμφάνιση της πυρηνικής ενέργειας, της νεώτερης πηγής ενέργειας.

Αλλά, ποια είναι η θέση της ενέργειας στο διεθνές δίκαιο; Αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του διεθνούς δικαίου; Μια πρώτη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι ότι δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί, με την έννοια αποκρυσταλλωθεί ή παγιωθεί, «το διεθνές δίκαιο της ενέργειας» ως ένας διακριτός κλάδος του διεθνούς δικαίου όπως το δίκαιο της θάλασσας ή το δίκαιο προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου. Και τούτο φαίνεται ότι οφείλεται στο ότι ζητήματα τα οποία αφορούν την ενέργεια, ή ορθότερα τις πηγές και τα προϊόντα ενέργειας, όπως η ιδιοκτησία και η άσκηση αρμοδιοτήτων, η μεταφορά, η προστασία του περιβάλλοντος, η κλιματική αλλαγή, η ασφάλεια λειτουργίας ενεργειακών εγκαταστάσεων και προμήθειας στους καταναλωτές αποτελούν αντικείμενα ad hoc ρύθμισης και όχι μιας ολιστικής προσέγγισης. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι τα παραπάνω ζητήματα ρυθμίζονται στο πλαίσιο άλλων κλάδων του διεθνούς δικαίου, όπως, το δίκαιο της θάλασσας, το δίκαιο της διεθνούς ευθύνης και το δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, όπως επίσης και από γενικές αρχές του εσωτερικού δικαίου (κυρίως ενοχικού δικαίου). Ακόμη, δεν υφίσταται μια ενιαία αναγνωρίσιμη αγορά ενέργειας ούτε μια ενιαία πηγή του δικαίου της ενέργειας. Άλλωστε, από τη στιγμή που ζητήματα

Σελ. 3

ενέργειας ήδη ρυθμίζονται από καθιερωμένους κλάδους του διεθνούς δικαίου προς τι η αναζήτηση της δημιουργίας ενός νέου κλάδου;

Είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι εκλείπει η ανάγκη εξισορρόπησης αντιτιθέμενων συμφερόντων ως προς τη χρήση του ίδιου αντικειμένου – όπως συμβαίνει επί παραδείγματι με τη θάλασσα. Αντιθέτως, στην περίπτωση της ενέργειας βλέπουμε περισσότερο αμοιβαία αποκλειόμενα παρά απλά αντιτιθέμενα συμφέροντα που μπορούν να συνυπάρξουν εντός ενός ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου. Η ζήτηση και κατανάλωση ενέργειας είναι αυξημένη στις σύγχρονες οικονομίες, αλλά φαίνεται να είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη όσον αφορά τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Όσο οι ενεργειακές πηγές, η εκμετάλλευσή τους και η κατανάλωσή τους περιορίζονταν στο έδαφος του ίδιου Κράτους (π.χ. η παραγωγή ενέργειας με τη χρήση άνθρακα στη Μ. Βρετανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία) η ρύθμιση του συνόλου των ζητημάτων που αφορούσε την ενέργεια γινόταν από το εσωτερικό δίκαιο. Ωστόσο, από τη στιγμή που οι πηγές της ενέργειας – κυρίως οι μη-ανανεώσιμες και, ειδικότερα, οι υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο και το φυσικό αέριο) – βρίσκονται σε Κράτη διαφορετικά από αυτό στο οποίο γίνεται η κατανάλωση τότε ανακύπτουν ζητήματα που καθιστούν απαραίτητη την παρέμβαση του διεθνούς δικαίου. Αλλά θα πρέπει για τον σκοπό αυτό να διαμορφωθεί ένας νέος κλάδος του διεθνούς δικαίου ή να γίνει χρήση των υφιστάμενων κανόνων του διεθνούς δικαίου που βρίσκονται διάσπαρτοι σε άλλους κλάδους και αφορούν την ενέργεια;

Κεντρική θέση σχετικά με την ενέργεια κατέχει η έννοια της κυριαρχίας και, ειδικότερα, της εδαφικής κυριαρχίας. Είναι αυτή που αποτελεί τη βάση για τη διεκδίκηση της ιδιοκτησίας και του ελέγχου επί των ενεργειακών πηγών από τα Κράτη. Σύμφωνα με την Απόφαση 1803 (XVII) «Διαρκής Κυριαρχία επί των Πλουτοπαραγωγικών Πηγών» (1962), η οποία αντανακλά εθιμικό διεθνές δίκαιο, κάθε Κράτος έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να διαθέτει τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές σύμφωνα με τα συμφέροντα του και με σκοπό την οικονομική του ανάπτυξη. Επιπλέον, προβλέπεται ότι αλλοδαπές επενδύσεις θα γίνονται πάνω στη βάση της ισότητας και προς όφελος της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης του Κράτους υποδοχής. Επίσης, το Κράτος στο οποίο πραγματοποιείται μια επένδυση έχει το δικαίωμα να την εθνικοποιήσει καταβάλλοντας «κατάλληλη αποζημίωση» (appropriate compensation) ενώ για όλες τις διαφορές περί την

Σελ. 4

εθνικοποίηση θα υπάρχει υποχρεωτική εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων πριν από την υποβολή της διαφοράς σε διεθνή διαιτησία ή δικαστικό διακανονισμό.

Όσον αφορά τις πλουτοπαραγωγικές πηγές (κυρίως υδρογονάνθρακες) που βρίσκονται στον βυθό και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης, ο θεσμός της υφαλοκρηπίδας εγγυάται σε κάθε παράκτιο Κράτος το αποκλειστικό κυριαρχικό δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης αυτών των ενεργειακών πόρων ενώ ο θεσμός της ΑΟΖ (εφόσον θεσπιστεί από το παράκτιο Κράτος) επεκτείνει αυτό το αποκλειστικό κυριαρχικό δικαίωμα και στις Ανανεώσιμες Πηγές ενέργειας (άνεμος, θαλάσσια ρεύματα, κύματα) στα υπερκείμενα ύδατα μέχρι την απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης. Έτσι και στην περίπτωση της θάλασσας τα Κράτη πέτυχαν να εξασφαλίσουν την ένα μεγάλο βαθμό αποκλειστικότητας όσον αφορά την ιδιοκτησία και την άσκηση αρμοδιοτήτων επί των ενεργειακών πόρων στη θάλασσα.

Ακόμη, η μεταφορά ενέργειας, χερσαία ή θαλάσσια, με πλωτά ή χερσαία μέσα ή με επίγειους ή υποθαλάσσιους αγωγούς (ή καλώδια) βρίσκεται υπό τη σκιά της κρατικής κυριαρχίας, απαιτεί την συναίνεση του Κράτους από το έδαφος του οποίου διέρχεται ο αγωγός για την τοποθέτηση και πορεία του ή μόνο για την πορεία του αν τοποθετείται στην υφαλοκρηπίδα του. Επίσης, γεννάται το ζήτημα της ασφάλειας στη μεταφορά και προμήθεια της ενέργειας σε περιπτώσεις όπου το Κράτος από το οποίο διέρχεται ένας αγωγός λαμβάνει αντίμετρα που συνίστανται στη διακοπή λειτουργίας του.

Τέλος, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση των αιτίων της κλιματικής αλλαγής ασκούν πολύ σημαντική επίδραση στην εξερεύνηση ενεργειακών πόρων και την παραγωγή και εκμετάλλευση της ενέργειας. Μάλιστα, η επίτευξη των παραπάνω στόχων εισήγαγε την έννοια της «βιώσιμης» ενέργειας και υποχρέωσε τα Κράτη να ασκήσουν τις αρμοδιότητες που απορρέουν από την κυριαρχία τους μέσα από την υιοθέτηση πολιτικών που έχουν ως πυρήνα τον συγκεκριμένο σκοπό.

Όλα τα παραπάνω – η κυριαρχία (και η άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων) ως βάση για την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και της παραγωγής ενέργειας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την διευκόλυνση και ασφάλεια της μεταφοράς της ενέργειας, και η προσαρμογή της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας στις προκλήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής – φαίνεται να έρχονται σε αντιπαράθεση με το δικαίωμα των αλλοδαπών επενδυτών στην προστασία της επένδυσής τους απέναντι στην διακριτική ευχέρεια του Κράτους να εθνικοποιεί επενδύσεις προς όφελος της εθνικής οικονομίας και να υιοθετεί νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος ή τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Όσον αφορά τις εθνικοποιήσεις, η βιομηχανία πετρελαίου προσφέρει πολλά παραδείγματα (π.χ. οι εθνικοποιήσεις στο Μεξικό το 1940, η εθνικοποίηση της Άγγλο-ιρανικής Εταιρείας Πετρελαίου στο Ιράν το 1951, οι εθνικοποιήσεις των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων

Σελ. 5

των εταιριών TEXACO, BP και LIAMCO στη Λιβύη το 1971). Οι αλλοδαποί επενδυτές ποτέ δεν αισθάνθηκαν άνετα με την ίδια την ιδέα της εθνικοποίησης και του αποκλεισμού τους από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων ενός άλλου Κράτους. Γι’ αυτόν τον λόγο και με τη στήριξη των ανεπτυγμένων Κρατών από τα οποία προέρχονταν έκαναν προσπάθειες να εξασφαλίσουν όσο το δυνατό περισσότερο ευνοϊκούς όρους έναντι του Κράτους που προέβαινε στην εθνικοποίηση μέσω του περιορισμού των αποτελεσμάτων της άσκησης της κρατικής κυριαρχίας. Μια πρώτη προσπάθεια είχε σχέση με τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης, ο οποίος θα αποσπόταν από το πεδίο της κρατικής κυριαρχίας, του αποκλειστικού δικαιώματος υπολογισμού του από το Κράτος και θα υπαγόταν στον κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί «άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποζημίωσης». Σε δεύτερο επίπεδο, έγινε προσπάθεια «διεθνοποίησης» των συμφωνιών εκχώρησης εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων ώστε να θεωρηθούν οιονεί διεθνείς συνθήκες και να αποσπαστούν από το πεδίο του εσωτερικού δικαίου. Μια τρίτη επιδίωξη είχε να κάνει με την παράκαμψη της διπλωματικής προστασίας ως μέσου προβολής αξιώσεων σε διεθνές επίπεδο επιδιώκοντας την ολοκληρωτική εξάλειψη του κανόνα εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων από τον επενδυτή, ο οποίος θα αποκτούσε αυτοτελές δικαίωμα προβολής αξίωσης κατά του Κράτους. Τέλος, επιδιώχθηκε η πλήρης αποζημίωση των μετόχων των εταιριών που η επένδυσή τους εθνικοποιήθηκε και όχι μόνον της εταιρίας ως διακριτού νομικού προσώπου που παρεμβαλλόταν μεταξύ του Κράτους και των μετόχων, που έγινε αποδεκτός ως κανόνας εθιμικού διεθνούς δικαίου από το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών στην υπόθεση Barcelona Traction (Δεύτερη Φάση) (Βέλγιο κατά Ισπανίας)[15]. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς συνέβαλαν ώστε σε πολύ μεγάλο βαθμό να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, κυρίως μέσω της επενδυτικής διαιτησίας του ICSID.

Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ο περιορισμός των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αποτελεί ένα επιπλέον πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ επενδυτών και άσκησης της κρατικής κυριαρχίας στο βαθμό που η επίτευξή τους αποτελεί αντικείμενο εισαγωγής εθνικής νομοθεσίας. Τέτοια νομοθεσία συχνά εκλαμβάνεται από την πλευρά των επενδυτών όχι απλά ως μια δέσμη περιορισμών της επένδυσης αλλά ως οιονεί απαλλοτρίωσή της, η οποία ενεργοποιεί το δικαίωμα προβολής αξιώσεων για εθνικοποίηση σε διεθνές επίπεδο με τις προϋποθέσεις που οι επενδυτές θεωρούν ως αποδεκτές για τα συμφέροντά τους.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο τομέας της ενέργειας αφορά σε μεγάλο βαθμό επενδύσεις και η μόνη πολυμερής διεθνής συνθήκη που έχει ως αντικείμενο ρύθμισης την ενέργεια – η Συνθήκη του Χάρτη Ενέργειας – εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στην

Σελ. 6

προστασία των επενδύσεων. Επιπλέον, αυτή η διαπίστωση ενισχύεται από την πολύ μεγάλη ενεργοποίηση του μηχανισμού του ICSID στον τομέα των επενδυτικών ενεργειακών διαφορών. Επομένως, επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα αν απαιτείται ένας νέος κλάδος του διεθνούς δικαίου για την ενέργεια, η απάντηση την οποία προτείνουμε μπορεί να είναι η εξής: Η τάση προς αυτή την κατεύθυνση είναι εμφανής όσον αφορά την πλευρά των επενδυτών και ένα σημαντικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας έχει ήδη συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην διαμόρφωση ενός διακριτού κλάδου του διεθνούς δικαίου. Γι’ αυτό τον λόγο προβάλλεται η σημασία της ενέργειας ως απαραίτητου στοιχείου για την ανθρώπινη διαβίωση και την λειτουργία κάθε κοινωνίας και οικονομίας. Επιπλέον, επιδιώκεται να αποτελέσει η ενέργεια το σημείο επαφής διαφορετικών κλάδων του διεθνούς δικαίου και την κοινή βάση για έναν νέο. Η μεγάλη επιρροή των επενδυτών και η θέση τους ως απαραίτητων παραγόντων για την οικονομική ανάπτυξη ενός Κράτους έχουν συμβάλλει σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Από το άλλο μέρος, τα ζητήματα εξερεύνησης, εκμετάλλευσης και της διακίνησης ενεργειακών πόρων παρουσιάζονται εμφανώς μέσα από το πρίσμα της πλευράς των επενδυτών. Ωστόσο, τούτη η πραγματικότητα δεν έχει σηματοδοτήσει την εξαφάνιση της κρατικής κυριαρχίας. Τουναντίον, η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής προοιωνίζονται (και προϋποθέτουν) μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση. Συνεπώς, είναι ορθότερο να θεωρήσουμε ότι προσώρας υπάρχει «διεθνές δίκαιο για την ενέργεια» παρά το «διεθνές δίκαιο της ενέργειας» ως νέος αυτοτελής κλάδος του δικαίου. Η προβολή του «διεθνούς δικαίου της ενέργειας» δεν είναι παρά μια πράξη συστηματοποίησης πτυχών της ενέργειας ως κοινωνικού φαινομένου, με τα ενεργειακά ζητήματα να αποτελούν ακόμη αντικείμενο άλλων περιοχών του διεθνούς δικαίου.

Σελ. 7

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Ενέργειας

Σελ. 9

Κεφάλαιο 1

Οι πηγές του Διεθνούς Δικαίου της Ενέργειας

Χρυσάνθη Κολόκα

Βιβλιογραφία

Al-Emadi T. Α., The Hardship and Force MajeureClauses in International Petroleum Joint Venture Agreements, 2011, διαθέσιμο στο: http://ssrn.com/abstract=1878558. Alogna I., The Circulation of the Model of Sustainable Development: Tracing the Path in a Comparative Law Perspective, στο Mauerhofer V. (Επιμ.), Legal Aspects of Sustainable Development, Springer, 2016, σ. 13-33. Anton D. K. & Shelton D. L., Environmental Protection and Human Rights, Cambridge University Press, 2011. Arévalo L. B., The Work of the International Law Commission in the Field of International Environmental Law, Boston College Environmental Affairs Law Review, Vol. 32, No. 3, 2005, σ. 493-507. Aust A., Handbook of International Law, Cambridge University Press, 2ηέκδοση, 2010. Boas G., Public International Law: Contemporary Principles and Perspectives, Elgar, 2012. Bogdan M., General Principles of Law and the Problem of Lacunae in the Law of Nations, Nordisk Tidsskrift for International Ret: Acta ScandinavicaJuris Gentium, Vol. 46, 1977, σ. 37-53. Charlesworth Η., Law-making and Sources, στο Crawford J./ Koskenniemi M. (Επιμ.),The Cambridge Companion toInternational Law, Cambridge University Press, 2012. – Crawford J., State Responsibility: The General Part, Cambridge University Press, 2013. Currie J. H., Public International Law, Irwin Law, 2η έκδοση, 2008. FellrathΙ. &Spoorenberg F., Energy Agreements - Force Majeure and Hardship Clauses, στο Makuch K. E./ Pereira R. (Επιμ.), Environmental and Energy Law, Wiley-Blackwell, 2012, σ. 240-52. Firoozmand M. R., Force Majeure Clause in Long-Term Petroleum Contracts: Key Issues in Drafting, Journal of Energy & Natural Resources Law: The Journal of the Section on Energy and Natural Resources Law of the International Bar Association, Vol. 24, No. 3, 2006, σ. 423-38. Hahn Μ. & Holzer Κ., Special Agreements and Energy: Filling the Gaps, στο Matsushita Μ./ SchoenbaumΤ. J. (Επιμ.), Emerging Issues in Sustainable Development-Ιnternational Trade Law and Policy Relating to Natural Resources, Energy, and the Environment, Springer, 2016. Hobe S.,Evolution of the Principle on Permanent Sovereignty Over Natural Resources, στο: Bungenberg M./Hobe S. (Επιμ.), Permanent Sovereignty over Natural Resources, Springer, 2015, σ. 1-15. Jennings R. Y., General Course on Principles of International Law, Recueil des cours, Vol. 121, σ. 323-605, 1969. Kaczorowska Α., Public International Law, Routledge, 4ηέκδοση, 2010. Kolb R., The International Law of State Responsibility: An Introduction, Edward Elgar Publishing, 2017. Lyster R. & Bradbrook A., Energy Law and the Environment, Cambridge University Press, 2006. Peat D. & Windsor M., Playing the Game of Interpretation: On Meaning and Metaphor in International Law, στοBianchi A./ Peat D./ Windsor M. (Επιμ.), Interpretation in International law, Oxford University Press, 2015, σ. 9-30. Rainne J., The Work of the International Law Commission on Shared Natural Resources: Τhe Pursuit of Competence and Relevance, Nordic Journal of International Law, Vol. 75, No. 2, 2006, σ. 321-38. Redgwell C., International Regulation of Energy Activities, στο Roggenkamp M./ Redgwell C./ RØnne A./ Guayo del I. (Επιμ.), Energy Law in Europe: National, EU, and International Regulation, Oxford University Press, 3η έκδοση 2016, σ. 13-136. Reinisch A., Necessity in Investment Arbitration, Netherlands Yearbook of International Law, Vol. 41, 2010, σ. 137-58. – Schlütter B., Developments in Customary International Law: Theory and the Practice of the International Court of Justice and the International “ad hoc” Criminal Tribunals for Rwanda and Yugoslavia, Nijhoff, 2010. – Schrijver N. J., Fifty Years Permanent Sovereignty over Natural Resources, στο Bungenberg M./Hobe S. (Επιμ.), Permanent Sovereignty over Natural Resources, Springer, 2015, σ. 15-29. – Shelton D., Soft Law, στοArmstrong D./ Brunée J. [et al.] (Επιμ.), Routledge Handbook of International Law, Routledge, 2009, σ. 68-80. – SØrensen M., Manual of Public International Law, Macmillan, 1968. – Yodogawa N., Energy Charter Treaty: Standing Out Beside the WTO, στο Matsushita Μ./ SchoenbaumΤ. J. (Επιμ.), Emerging Issues in Sustainable DevelopmentΙnternational Trade Law and Policy Relating to Natural Resources,

Σελ. 10

Energy, and the Environment, Springer, 2016. – Κωνσταντινίδης Α., Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών, στο Αντωνόπουλος Κ./ Μαγκλιβέρας Κ. (Επιμ.), Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 3η έκδοση 2017, σ. 389-432. – Σαλωνίδης Κ., Οι πηγές του διεθνούς δικαίου, στο Αντωνόπουλος Κ./ Μαγκλιβέρας Κ. (Επιμ.), Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 3η έκδοση, 2017, σ. 65-89.

Περιεχόμενα

1. Εισαγωγή 1

2. Διεθνές έθιμο 2-5

2.1. Εθιμικοί κανόνες στο χώρο του δικαίου της ενέργειας 6-8

3. Διεθνείς συνθήκες 9-10

3.1. Δέσμευση από διεθνή συνθήκη 11-12

3.2. Εφαρμογή των διεθνών συνθηκών 13

3.3. Ερμηνεία των διεθνών συνθηκών 14

3.4. Λύση των διεθνών συνθηκών 15-16

3.5. Ιδιαιτερότητες των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της ενέργειας 17-18

3.5.1. Περιεχόμενο και λειτουργία της ανωτέρας βίας στις δημόσιες συμβάσεις 19-21

4. Γενικές αρχές διεθνούς δικαίου 22-24

5. Διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων διεθνολόγων 25

6. "Hardlaw" και "softlaw" στο διεθνές δίκαιο της ενέργειας 26-29

7. Συμπεράσματα 30-31

1. Εισαγωγή

1Στο διεθνές δίκαιο της ενέργειας εφαρμογή έχουν οι κλασικές πηγές του διεθνούς δικαίου, οι οποίες κωδικοποιούνται στο άρθρο 38 παρ. 1 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου. Μάλιστα, παρά το ότι έχει εκφραστεί σκεπτικισμός μεταξύ άλλων και ως προς εάν το άρθρο 38 παρ. 1 περιέχει μία εξαντλητική απαρίθμηση των πηγών του διεθνούς δικαίου, δεν παύει να θεωρείται η πιο έγκυρη καταγραφή αυτών. Με βάση το παραπάνω άρθρο πηγές του διεθνούς δικαίου θεωρούνται οι διεθνείς συνθήκες, το διεθνές έθιμο, οι γενικές αρχές δικαίου και επικουρικές πηγές οι δικαστικές αποφάσεις και τα διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων διεθνολόγων.

2. Διεθνές έθιμο

2Στο άρθρο 38 παρ. 1 στοιχείο β΄ του Καταστατικού ορίζεται το διεθνές έθιμο ως απόδειξη μίας γενικής πρακτικής, η οποία γίνεται αποδεκτή ως κανόνας δικαίου. Το έθιμο αποτελεί επομένως έναν άγραφο κανόνα, ο οποίος έχει δημιουργηθεί μέσω κρατικής πρακτικής

Σελ. 11

(αντικειμενικό στοιχείο) σε συνδυασμό με πεποίθηση δικαίου (υποκειμενικό στοιχείο) από τα κράτη. Ένας εθιμικός κανόνας δεσμεύει καταρχήν όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας με κάποιες εξαιρέσεις που θα εξεταστούν στη συνέχεια.

3Η κρατική πρακτική θα πρέπει να είναι συνεπής και ομοιόμορφη, χωρίς ωστόσο να απαιτείται και απόλυτη ομοιομορφία. Παράλληλα, θα πρέπει να είναι και εκτεταμένη, χωρίς να χρειάζεται και πάλι όλα τα κράτη να την υιοθετούν, εντούτοις δίνεται βαρύτητα στα κράτη που θίγονται άμεσα. Ο χρόνος δεν διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο, εφόσον και με την παρέλευση ενός σύντομου χρονικού διαστήματος μπορεί να δημιουργηθεί έθιμο. Είναι χρήσιμο το χρονικό στοιχείο, όμως, στη διάγνωση του κριτηρίου της συνέπειας. Έτσι, εάν τα κράτη υιοθετούν μία συγκεκριμένη συμπεριφορά χωρίς αποκλίσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να συναχθεί ασφαλέστερα η γέννηση ενός εθιμικού κανόνα. Κρατική πρακτική συνιστούν οι πράξεις των κρατών στη σχέση τους με άλλα κράτη, οι εθνικές νομοθεσίες, ακόμα και τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

4Η κρατική πρακτική με τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα πρέπει να συνοδεύεται και από πεποίθηση δικαίου (opinion juris sive necessitatis). Τα κράτη θα πρέπει να έχουν την πεποίθηση ότι είναι νομικά δεσμευμένα να προβαίνουν σε κάποιες πράξεις ή παραλείψεις. Η opiniojuris συνήθως τεκμαίρεται, όταν υπάρχει γενικευμένη πρακτική, αλλά σε μία σημαντική μειοψηφία υποθέσεων το Δικαστήριο ζήτησε πιο ενεργητική απόδειξή της. Η opini ojuris προκύπτει, inter alia, από τις Διακηρύξεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, τις παρατηρήσεις των κρατών στις εργασίες της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου ή από τη διπλωματική αλληλογραφία τους.

5Ένας εθιμικός κανόνας, σε αντίθεση με τους συμβατικούς κανόνες, δεσμεύει όλη τη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο, ένα κράτος είναι δυνατόν να αποφύγει τη νομική δεσμευτικότητα

Σελ. 12

ενός εθιμικού κανόνα, εφόσον κατά τη διάρκεια αποκρυστάλλωσης του κανόνα εκφράσει τη βούλησή του να μη δεσμεύεται από αυτόν (κανόνας του επίμονου αντιρρησία). Προκειμένου ένα κράτος να αποκτήσει το status του επίμονου αντιρρησία, θα πρέπει να έχει εκφράσει την αντίθεση του στον αναδυόμενο κανόνα ρητά, με συνέπεια και δημόσια, διαφορετικά η έλλειψη αντίδρασης εκ μέρους του θα εκληφθεί ως αποδοχή του κανόνα.

2.1. Εθιμικοί κανόνες στο χώρο του δικαίου της ενέργειας

6Στο διεθνές δίκαιο της ενέργειας ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι εθιμικοί κανόνες της διαρκούς κυριαρχίας του κράτους στις πλουτοπαραγωγικές του πηγές, της απαγόρευσης πρόκλησης διασυνοριακής βλάβης, της υποχρεωτικής συνεργασίας με γειτονικά κράτη σε περίπτωση διασυνοριακών περιβαλλοντικών κινδύνων και της υποχρεωτικής ειδοποίησης και συνεργασίας σε περίπτωση περιβαλλοντικής κρίσης. Ο κανόνας της διαρκούς κυριαρχίας του κράτους στις πλουτοπαραγωγικές του πηγές έχει την έννοια ότι τα κράτη και όχι οι λαοί ασκούν διαρκή κυριαρχία σε έμβιους ή άβιους πόρους, οι οποίοι μπορεί να είναι ανανεώσιμοι ή μη και βρίσκονται στο έδαφός τους. Έμβιοι πόροι θεωρούνται, λόγου χάρη, τα αλιεύματα και άβιοι τα ορυκτά καύσιμα. Το Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για τη Διαρκή Κυριαρχία στις Πλουτοπαραγωγικές Πηγές του 1962 διεύρυνε τον όρο πλουτοπαραγωγικές πηγές συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν και τον φυσικό πλούτο του κράτους. Ο συγκεκριμένος κανόνας έχει επηρεάσει πάρα πολύ το διεθνές δίκαιο, με περισσότερο εμφανή την επιρροή του στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 όσον αφορά τα δικαιώματα του κράτους στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και την υφαλοκρηπίδα. Η Συνθήκη για το Χάρτη Ενέργειας (ECT), υιοθέτησε τον παραπάνω κανόνα στο άρθρο 18, όσον αφορά τους ενεργειακούς πόρους, ενώ και το Δικαστήριο έχει αναφερθεί συχνά σε αυτόν.

7Στη συνέχεια, ο κανόνας της απαγόρευσης πρόκλησης διασυνοριακής βλάβης κωδικοποιείται στην Αρχή 2 της Διακήρυξης του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (στο εξής: Διακήρυξη του Ρίο). Σύμφωνα με αυτόν, τα κράτη πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να ελέγχονται μέσα στο έδαφός τους ή σε χώρους στους οποίους ασκούν δικαιοδοσία οι πηγές που μπορούν να προκαλέσουν παγκόσμια ή διασυνοριακή βλάβη. Περιεχόμενο του κανόνα αποτελεί και ο κανόνας της προσήκουσας επιμέλειας

Σελ. 13

(due diligence), ο οποίος εισάγει υποχρέωση συμπεριφοράς και όχι αποτελέσματος. Το Δικαστήριο στην υπόθεση Pulp Mills on the River Uruguay (Αργεντινή/Ουρουγουάη) τόνισε ότι ο κανόνας της προσήκουσας επιμέλειας σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να λάβει όχι μόνο τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή πρόκλησης διασυνοριακής βλάβης, αλλά οφείλει να δείξει και ένα βαθμό μέριμνας για την εφαρμογή αυτών των μέτρων. Μία άλλη υποχρέωση που απορρέει από τον κανόνα αυτόν, επεσήμανε το Δικαστήριο, είναι η υποχρέωση του κράτους να διεξάγει Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, εάν και εφόσον προκύπτει πριν την ανάληψη κάποιας επικίνδυνης δραστηριότητας κίνδυνος για πρόκληση διασυνοριακής βλάβης. To γεγονός ότι ο κανόνας της προσήκουσας επιμέλειας εισάγει υποχρέωση συμπεριφοράς έχει την έννοια ότι το κράτος είναι δυνατόν να τον παραβιάσει μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα ακόμα και αν ποτέ δεν επέλθει η διασυνοριακή βλάβη.

8Ο κανόνας της υποχρεωτικής συνεργασίας με γειτονικά κράτη σε περίπτωση διασυνοριακών περιβαλλοντικών κινδύνων έχει την έννοια ότι κάθε κράτος έχει την υποχρέωση να συμβουλεύεται τα γειτονικά του κράτη παρέχοντάς τους όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται σε περίπτωση παγκόσμιου ή διασυνοριακού κινδύνου από κάποια δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στο έδαφος του πρώτου. Τέλος, εθιμική υποχρέωση εισάγει και ο κανόνας της υποχρεωτικής ειδοποίησης και συνεργασίας σε περίπτωση περιβαλλοντικής κρίσης. Πράγματι, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να ειδοποιούν έγκαιρα τα γειτονικά τους κράτη που αναμένεται να επηρεαστούν από κάποια σημαντική περιβαλλοντική καταστροφή που έλαβε χώρα στο έδαφός τους, προκειμένου να μπορούν τα δεύτερα να λάβουν μέτρα, για να ελαχιστοποιήσουν ή να αποφύγουν τη ζημία.

3. Διεθνείς συνθήκες

9Οι διεθνείς συνθήκες αποτελούν μαζί με το έθιμο μία από τις κύριες πηγές του διεθνούς δικαίου. Ως διεθνής συνθήκη ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α΄ της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης) κάθε συμφωνία μεταξύ κρατών, σε γραπτή μορφή, η οποία διέπεται από το διεθνές δίκαιο. Ο ορισμός αυτός θεωρείται σήμερα ότι αποτελεί και εθιμικό κανόνα. Ο τίτλος που έχουν δώσει τα μέρη δεν έχει καμία σημασία για το χαρακτηρισμό μίας διεθνούς συμφωνίας ως συνθήκης, εφόσον πληρούνται όλες οι άλλες προϋποθέσεις. Η Σύμβαση της Βιέννης, ωστόσο, δίνει έναν πολύ περιορισμένο ορισμό της διεθνούς συνθήκης, αφήνοντας εκτός του ρυθμιστικού της πεδίου

Σελ. 14

αρκετά κείμενα. Η νομική δεσμευτικότητα των κειμένων αυτών, βέβαια, δεν επηρεάζεται κατά ρητή διάταξη της ίδιας της Σύμβασης της Βιέννης (άρθρο 3 στοιχείο α΄).

10Όσον αφορά το διεθνές δίκαιο της ενέργειας δεν υπάρχει προς το παρόν μία διεθνής σύμβαση που να ρυθμίζει ζητήματα ενέργειας με οικουμενική αποδοχή. Το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης μίας ομοιόμορφης οικουμενικά ρύθμισης των ενεργειακών ζητημάτων αναπληρώνουν τα διάφορα fora ανά τον κόσμο και διάφοροι περιβαλλοντικοί και οικονομικοί θεσμοί, οι οποίοι προσπαθούν να συμπληρώσουν τα κενά. Την πιο επιτυχημένη προσπάθεια για τη ρύθμιση ενεργειακών ζητημάτων αποτελεί η Συνθήκη για το Χάρτη Ενέργειας (ECT), με 53 κράτη-μέλη, η οποία υπογράφτηκε το 1994 και τέθηκε σε ισχύ το 1998. Η Συνθήκη αυτή αποτελεί τη μοναδική που ρυθμίζει αποκλειστικά ζητήματα ενέργειας, ενώ στα μέλη της συμπεριλαμβάνονται η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ). Η Συνθήκη αυτή στοχεύει στη ρύθμιση τεσσάρων βασικών ζητημάτων· στην προστασία των ξένων επενδύσεων, στην καθιέρωση αρχών μη-διάκρισης στο διεθνές εμπόριο που σχετίζεται με την ενέργεια, στην επίλυση των διαφορών μεταξύ των μελών της και στην προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, σε συνδυασμό με την προστασία του περιβάλλοντος.

3.1. Δέσμευση από διεθνή συνθήκη

11Ένα κράτος εκφράζει τη βούλησή του να δεσμευτεί από μία σύμβαση με την υπογραφή, ανταλλαγή οργάνων, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση, προσχώρηση ή και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο έχουν συμφωνήσει τα μέρη (άρθρο 11 της Σύμβασης της Βιέννης). Mία συνθήκη μπορεί να κωδικοποιεί προϋπάρχον έθιμο ή να αποκρυσταλλώνει έθιμο κατά τη στιγμή που αυτό γεννιέται (in statu nascendi). Τέλος, μπορεί να δημιουργεί έθιμο, όταν μία διάταξή της εφαρμόζεται ελεύθερα και από κράτη-μη μέλη της σύμβασης είτε στις σχέσεις τους με τα κράτη-μέλη της σύμβασης είτε στις μεταξύ τους σχέσεις, εφόσον όμως διαπιστώνεται και πεποίθηση δικαίου (opinion juris). Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας εθιμικός κανόνας και ένας που απορρέει από σύμβαση, ακόμα κι αν έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και βρίσκονται παράλληλα σε ισχύ. Έτσι, ο μόνος τρόπος ένας συμβατικός όρος να είναι δεσμευτικός και για κράτη-μη μέλη της σύμβασης είναι ο όρος αυτός να αποτελεί ταυτόχρονα κανόνα και του εθιμικού διεθνούς δικαίου.

12Μία διεθνής σύμβαση, προκειμένου να είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη της δεν αρκεί να έχει επικυρωθεί, αλλά θα πρέπει επιπλέον να έχει τεθεί σε ισχύ. Το ίδιο το

Σελ. 15

κείμενο της σύμβασης θα προβλέπει συνήθως το πότε θα τεθεί σε ισχύ. Αν και ενίοτε αρκεί η υπογραφή από τα ενδιαφερόμενα κράτη, ενδέχεται μία συνθήκη να εξαρτά την ισχύ της από την επικύρωση από έναν ικανοποιητικό αριθμό κρατών που τους αφορά άμεσα η σύμβαση. Για παράδειγμα, το Πρωτόκολλο του Κιότο του 1997,το οποίο ήρθε να συμπληρώσει τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές (UNFCCC), απαιτούσε, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ, να επικυρωθεί από κράτη που να ευθύνονται συνολικά για το 55% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Γι’ αυτό το λόγο είναι σύνηθες μία σύμβαση να αρχίσει να επικυρώνεται από τα κράτη, αλλά μέχρι να συμπληρωθεί ο κατώτατος αριθμός συμβαλλομένων που έχει συμφωνηθεί, να αργήσει σημαντικά να τεθεί σε ισχύ. Τα κράτη από την υπογραφή της σύμβασης και έως τη θέση της σε ισχύ διατηρούν την υποχρέωση να μη δρουν με τρόπο αντίθετο στο αντικείμενο και το σκοπό της (άρθρο 18 της Σύμβασης της Βιέννης).

3.2. Εφαρμογή των διεθνών συνθηκών

13Ένα κράτος, το οποίο έχει προσχωρήσει σε μία σύμβαση και δεσμεύεται από αυτή, οφείλει να την εφαρμόζει στην εδαφική του επικράτεια. Ως έδαφος του κράτους θεωρείται το χερσαίο έδαφος, το υπέδαφος, τα χωρικά ύδατα και ο υπερκείμενος εναέριος χώρος. Ζήτημα δημιουργείται σχετικά με την τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων του κράτους στην υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, στις οποίες ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα αλλά όχι κυριαρχία.

3.3. Ερμηνεία των διεθνών συνθηκών

14Ένα ζήτημα το οποίο παρουσιάζει αρκετές δυσχέρειες είναι το ζήτημα της ερμηνείας των συνθηκών. Ο πληρέστερος κανόνας ερμηνείας δίνεται στο άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης, το οποίο εκφράζει και εθιμικό διεθνές δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 31 μία συνθήκη ερμηνεύεται σύμφωνα με το συνηθισμένο νόημα των λέξεων, το γενικότερο πλαίσιο, υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της και πάντοτε με καλή πίστη. Ταυτόχρονα, λαμβάνονται υπόψη και τυχόν μεταγενέστερες συμφωνίες ή η πρακτική των κρατών όσον αφορά την ερμηνεία της σύμβασης, όπως και άλλοι σχετικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου δεσμευτικοί για τα κράτη-μέρη. Ως σχετικοί κανόνες θωρούνται αυτοί που ρυθμίζουν το ίδιο αντικείμενο

Σελ. 16

με την υπό ερμηνεία διάταξη ή που παρουσιάζουν γραμματική ομοιότητα με αυτή. Επειδή στο κείμενο της Σύμβασης της Βιέννης δεν τέθηκε κάποιος χρονικός περιορισμός, ως σχετικοί και δεσμευτικοί κανόνες θεωρούνται και αυτοί που τέθηκαν σε ισχύ ακόμα και μεταγενέστερα της υπό ερμηνεία συμβάσεως. Στην υπόθεση Gabčikovo-Nagymaros Project (Ουγγαρία/Σλοβακία) το Δικαστήριο ερμήνευσε τη σύμβαση που υπέγραψαν τα κράτη το 1977 για την πραγματοποίηση κοινών έργων στον ποταμό Δούναβη υπό το φως μεταγενέστερων της σύμβασης κανόνων του δικαίου περιβάλλοντος. Ωστόσο, βάσισε την κρίση του στην πρόθεση των μερών, εφόσον η σύμβαση του 1977 περιείχε άρθρα που επέτρεπαν να ληφθούν υπόψη για την εφαρμογή της και μεταγενέστεροι κανόνες.

3.4. Λύση των διεθνών συνθηκών

15Όσον αφορά τη λύση των συμβάσεων πολλές συμβάσεις ρυθμίζουν οι ίδιες ένα χρονικό διάστημα ισχύος και παύουν να βρίσκονται σε ισχύ με την παρέλευση αυτού. Άλλες μπορούν να λυθούν μόνο με σχετική συμφωνία όλων των μερών. Έτσι, η παραβίαση της συνθήκης από ένα μέρος δίνει το δικαίωμα στο άλλο μέρος να την λύσει ή να την αναστείλει στο σύνολό της ή εν μέρει (άρθρο 60 παρ. 1). Στις πολυμερείς συμβάσεις τα κράτη έχουν τη δυνατότητα, εφόσον το συμφωνήσουν, να αναστείλουν τη σύμβαση εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή να την τερματίσουν είτε μόνο στις σχέσεις τους με το μέρος που παραβίασε είτε ως προς όλα τα μέρη (άρθρο 60 παρ. 2 στοιχείο α΄). Παραβίαση της συνθήκης που δίνει τα παραπάνω δικαιώματα στα άλλα μέρη θεωρείται η καταγγελία της συνθήκης με τρόπο αντίθετο στις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης ή η παραβίαση κάποιας ουσιώδους διάταξης για την επίτευξη του αντικειμένου και του σκοπού της συνθήκης (άρθρο 60 παρ. 3).

16Άλλος λόγος που δικαιολογεί τη λύση, αποχώρηση ή αναστολή της σύμβασης είναι η θεμελιώδης μεταβολή των περιστάσεων (ρήτρα rebus sic stantibus), η οποία προβλέπεται στο άρθρο 62 της Σύμβασης της Βιέννης, το οποίο εκφράζει εθιμικό διεθνές δίκαιο. Μόνο, όμως, οι μεταβολές που συνδέονται πολύ στενά με το αντικείμενο και το σκοπό της σύμβασης μπορούν να δικαιολογήσουν τη μονομερή λύση ή αναστολή της σύμβασης και όχι όλες οι μεταβολές των περιστάσεων που θα προκύψουν στο χρόνο. Θα πρέπει, ωστόσο, να μην οφείλεται η μεταβολή των περιστάσεων σε παράνoμη ενέργεια του κράτους που την επικαλείται (άρθρο 62 παρ. 2 στοιχείο β΄). Στην υπόθεση Gabčikovo-Nagymaros Project (Ουγγαρία/ Σλοβακία) το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Ουγγαρίας ότι η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος αποτελούσε απρόοπτη μεταβολή των περιστάσεων, η οποία θα δικαιολογούσε τον τερματισμό της σύμβασης των δύο κρατών. Το Δικαστήριο

Σελ. 17

υπογράμμισε ότι η γέννηση του νέου αυτού κλάδου του δημοσίου διεθνούς δικαίου δεν ήταν τελείως απρόβλεπτη από τα μέρη, εφόσον η σύμβαση περιείχε άρθρα προορισμένα να υιοθετούν τις εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο.

3.5. Ιδιαιτερότητες των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της ενέργειας

17Είναι γεγονός ότι, αφενός οι ενεργειακές συμβάσεις είναι ζωτικής σημασίας για τα κράτη, αφετέρου οι συμφωνίες σχετικά με την ενέργεια επηρεάζονται ιδιαιτέρως από τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό των κρατών και τις σχέσεις μεταξύ τους. Τα συμβαλλόμενα μέρη, επομένως, προκειμένου να προσδώσουν ευελιξία στις ενεργειακές συμβάσεις, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένες σε μεταβολές, υιοθετούν αρκετά συχνά ρήτρες προσαρμογής ή αναθεώρησης τους ή ρήτρες όπως αυτή του μάλλον ευνοούμενου κράτους. Παράλληλα, επιλέγουν συνήθως τη διαιτησία ως τρόπο επίλυσης των διαφορών τους, καθώς επιθυμούν ταχύτητα σε αυτή τη διαδικασία. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος, όμως, για να προσαρμόζονται οι συμβάσεις στις αλλαγές με την πάροδο του χρόνου, είναι με την υιοθέτηση των ρητρών rebus sic stantibus και force majeure. Πράγματι, οι τελευταίες υιοθετούνται αρκετά συχνά στο πλαίσιο πετρελαϊκών συμβάσεων μείζονος διάρκειας, όπως λόγου χάρη στις Συμβάσεις Διανομής της Παραγωγής, οι οποίες ρυθμίζουν την ποσότητα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που εξορύσσεται από το κράτος η οποία και θα περάσει στην κυριότητα των εταιρειών εξόρυξης.Αυτό που παρατηρείται είναι ότι η υιοθέτηση του κανόνα της απρόοπτης μεταβολής των περιστάσεων έχει ατονήσει στις σύγχρονες συμβάσεις, λόγω ακριβώς του κανόνα της ανωτέρας βίας, ο οποίος πια χρησιμοποιείται για να καλύψει όλες τις περιπτώσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο πρώτος κανόνας συναντάται πια κυρίως σε παλαιότερες πετρελαϊκές συμβάσεις.

18Το κοινό σημείο των παραπάνω ρητρών είναι ότι προσδίδουν ευελιξία και διαφυλάσσουν το εύρος των υποχρεώσεων που είχαν δεχτεί εξαρχής να αναλάβουν τα μέρη, σε περίπτωση απρόοπτων και σημαντικών μεταβολών των περιστάσεων. Έτσι, με τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω τα μέρη σε περίπτωση κρίσιμων και απρόοπτων μεταβολών μπορούν να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους της σύμβασης ή ακόμα και να την τερματίσουν.

3.5.1. Περιεχόμενο και λειτουργία της ανωτέρας βίας στις δημόσιες συμβάσεις

19Η ανωτέρα βία, η χρήση της οποίας είναι αρκετά συχνή, εκτός από συμβατικός όρος -όταν υιοθετείται σε δημόσιες συμβάσεις-συναντάται και ως δευτερογενής κανόνας ως λόγος άρσης του αδίκου. Ως λόγος άρσης του αδίκου δικαιολογεί την παραβίαση κάποιας διεθνούς υποχρέωσης του κράτους, όταν αυτή προκλήθηκε από απρόβλεπτο γεγονός ή ακαταμάχητη βία, η οποία βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο του και δεν του αφήνει κανένα περιθώριο να αντιδράσει

Σελ. 18

διαφορετικά. Παράλληλα, η ανωτέρα βία θα πρέπει να μην οφείλεται σε ίδιον πταίσμα του κράτους που την επικαλείται και το τελευταίο να μην ανέλαβε τον κίνδυνο επέλευσής της (άρθρο 23 των Άρθρων περί Ευθύνης των Κρατών από Διεθνώς Άδικες Ενέργειες).

20Ο κανόνας της ανωτέρας βίας που λειτουργεί ως λόγος άρσης του αδίκου πρέπει να διαχωρίζεται από τον αντίστοιχο κανόνα που υιοθετείται στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων. O λόγος που τα μέρη συμπεριλαμβάνουν στις δημόσιες συμβάσεις τον κανόνα της ανωτέρας βίας ή ακόμα και τον κανόνα της απρόοπτης μεταβολής των περιστάσεων είναι για την αποφυγή κενών του εκάστοτε εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, το οποίο και επιλέγουν να διέπει τις σχέσεις τους και για την επίλυση των διαφορών τους. Συνηθέστερα, τα μέρη προσδίδουν στον συμβατικό κανόνα της ανωτέρας βίας ένα πιο ευρύ περιεχόμενο, με αποτέλεσμα περισσότερες περιπτώσεις να μπορούν να υπαχθούν στο ρυθμιστικό του πεδίο. Η διαφορά μεταξύ του κανόνα της ανωτέρας βίας ως λόγου άρσης του αδίκου και ως συμβατικού είναι ότι ο συμβατικός κανόνας είναι πρωτογενής και λειτουργεί με τον ακόλουθο τρόπο. Εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του όπως τις έχουν συμφωνήσει τα μέρη, τα τελευταία διατηρούν το δικαίωμα να ζητήσουν τον τερματισμό ή την αναστολή της σύμβασης χωρίς, βέβαια, να υπάρχει παραβίαση της τελευταίας. Η ανωτέρα βία ως δευτερογενής κανόνας, δηλαδή ως λόγος άρσης του αδίκου, εφαρμόζεται όταν έχει ήδη παραβιαστεί η συνθήκη και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, με αποτέλεσμα την απαλλαγή του κράτους από τη διεθνή του ευθύνη λόγω της παραβίασης. Ως λόγος άρσης του αδίκου, μάλιστα, δικαιολογεί τη μη εφαρμογή των όρων της συνθήκης, χωρίς όμως και να την καταργεί.

21Αναφορικά με το κατά πόσο η οικονομική δυσπραγία ενός κράτους μπορεί να θεωρηθεί λόγος ανωτέρας βίας ή ακόμα και λόγος που δημιουργεί κατάσταση ανάγκης ή απρόοπτη μεταβολή των περιστάσεων, αξίζει να σημειωθούν τα ακόλουθα. Αρχικά, δύσκολα θα μπορούσε μία οικονομική κρίση να θεωρηθεί απρόοπτη μεταβολή των περιστάσεων ή λόγος ανωτέρας βίας, κυρίως, διότι οι οικονομικοί δείκτες μεταβάλλονται τόσο συχνά, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα μίας οικονομικής κρίσης σε κάποιο κράτος να μην μπορεί να θεωρηθεί τελείως απρόβλεπτο από τα μέρη. Μάλιστα, παρά το ότι έχει γίνει δεκτό, κυρίως από διαιτητικές αποφάσεις ενώπιον του ICSID, ότι μία πολύ σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργία κατάστασης ανάγκης -εθιμικής ή συμβατικής-, ήταν σε μια μειοψηφία αποφάσεων μόνο που έγινε δεκτή η κατάσταση ανάγκης λόγω οικονομικής κρίσης. Κομβικό ρόλο διαδραματίζει, επομένως, η βούληση των συμβαλλομένων μερών στις συμβάσεις που συνάπτουν οι εταιρείες με τα κράτη, εφόσον, εάν το επιθυμούν,

Σελ. 19

μπορούν να διευρύνουν συμβατικά τόσο πολύ τις προϋποθέσεις των παραπάνω κανόνων, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνουν και περιπτώσεις σοβαρής χρηματοπιστωτικής αστάθειας.

4. Γενικές αρχές διεθνούς δικαίου

22Στο άρθρο 38 παρ. 1 στοιχείο γ’ του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου ορίζονται ως πηγή του διεθνούς δικαίου οι γενικές αρχές δικαίου που αναγνωρίζονται απ’ όλα τα πολιτισμένα έθνη. Η τελευταία αυτή φράση ως αναχρονιστική, στην πραγματικότητα παραμένει σήμερα κενό γράμμα. Επομένως, στο διεθνές δίκαιο εφαρμόζονται και αρχές οι οποίες αναγνωρίζονται στα κυριότερα νομικά συστήματα του κόσμου. Οι αρχές που αναγνωρίζονται στα εθνικά δικαιικά συστήματα χρησιμοποιούνται τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό διεθνές δίκαιο, προκειμένου να συμπληρώσουν τους κανόνες ή να καλύψουν κενά του συμβατικού και του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Παραδείγματα τέτοιων αρχών αποτελούν η αρχή της καλής πίστης, της σιωπηρής συναίνεσης και της επιείκειας.

23Όσον αφορά το διεθνές δίκαιο της ενέργειας, αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχή της πρόληψης και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» δεν γίνονται αποδεκτές ως εθιμικοί κανόνες στο διεθνές δίκαιο. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να τεθούν σε ισχύ είναι να υιοθετηθούν από τα κράτη με σύμβαση. Σύμφωνα με την Αρχή 15 της Διακήρυξης του Ρίο η αρχή της πρόληψης έχει το εξής περιεχόμενο· όταν υπάρχει κίνδυνος για σοβαρή ή μη αναστρέψιμη περιβαλλοντική βλάβη, η έλλειψη επαρκούς επιστημονικής βεβαιότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καθυστέρηση λήψης των κατάλληλων μέτρων, τα οποία θα προλάμβαναν την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Επιπλέον, η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» συνεπάγεται ότι σε περίπτωση μόλυνσης του περιβάλλοντος το ρυπαίνον κράτος θα είναι αυτό που θα επωμιστεί οικονομικά το μεγαλύτερο βάρος της αποκατάστασης του περιβάλλοντος (Αρχή 16 της Διακήρυξης του Ρίο). Βέβαια, παρά το ότι οι παραπάνω αρχές συχνά αμφισβητούνται λόγω έλλειψης σαφήνειας, μπορούν εντούτοις να αποτελέσουν και έχουν αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για την ερμηνεία συμβάσεων.

24Σε αντίθεση με τις παραπάνω αρχές, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης υποστηρίζεται ότι αποτελεί αναδυόμενο κανόνα εθιμικού δικαίου, αν και έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις από μερίδα της θεωρίας. Ο πληρέστερος ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης θεωρείται αυτός που υιοθέτησε η Επιτροπή Brundtland το 1987. Έτσι, βιώσιμη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς όμως να υπονομεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους. Επιπλέον, το ίδιο το Δικαστήριο στην υπόθεση Gabčikovo-Nagymaros Project (Ουγγαρία/ Σλοβακία) αναφέρθηκε στην ανάγκη τα κράτη να λαμβάνουν υπόψη τους τη βιώσιμη ανάπτυξη και όταν αναλαμβάνουν νέα έργα, αλλά και όταν συνεχίζουν

Σελ. 20

έργα που είχαν ήδη αναληφθεί. Με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, υπογράμμισε, επέρχεται μία ισορροπία μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και της επιθυμίας των κρατών για ανάπτυξη. Η Αρχή 4 της Διακήρυξης του Ρίο αναφέρει, επιπρόσθετα, ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βιώσιμης ανάπτυξης.

5. Διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων διεθνολόγων

25Τέλος, επικουρική πηγή του διεθνούς δικαίου αποτελούν και τα συγγράμματα των επιφανών διεθνολόγων. Είναι αρκετά σύνηθες διαιτητικά όργανα και διάφορα διεθνή ή μη δικαστήρια να παραπέμπουν στα γραπτά αναγνωρισμένων διεθνολόγων προκειμένου να διευκρινιστεί μία νομική έννοια ή προς επίρρωση του σκεπτικού που υιοθετούν στις αποφάσεις τους. Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι, το Διεθνές Δικαστήριο σπάνια παραπέμπει στα έργα διεθνολόγων, ενώ προτιμά να παραπέμπει στο έργο της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου. Η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου έχει ως αποστολή σύμφωνα με το άρθρο 1 του Καταστατικού της την κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου και την προοδευτική ανάπτυξή του και στελεχώνεται από διεθνολόγους αναγνωρισμένου κύρους. Αυτός είναι και ο λόγος που ολόκληρο το έργο της Επιτροπής εξομοιώνεται με πηγή ανάλογη των διδαγμάτων των πιο αναγνωρισμένων διεθνολόγων του άρθρου 38 παρ. 1 στοιχείο δ΄ του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου. Η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου μάλιστα έχει επιτελέσει σημαντικό ρόλο και στη διαμόρφωση του δικαίου της ενέργειας, καθώς ήταν αυτή που ετοίμασε τα άρθρα για το δίκαιο των χρήσεων των διεθνών ποταμών πλην εκείνων που αφορούν τη ναυσιπλοΐα, τα οποία μετεξελίχθηκαν αργότερα σε Σύμβαση, όταν ψηφίστηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1997. Η Επιτροπή συμπεριέλαβε, επίσης, στην ατζέντα της το 2002 και το ζήτημα της νομικής ρύθμισης της χρήσης κοινών πλουτοπαραγωγικών πόρων, πόρων δηλαδή που ναι μεν δεν ανήκουν σε όλα τα κράτη, αλλά ούτε βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία ενός μόνο κράτους.

6. "Hard law" και "soft law" στο διεθνές δίκαιο της ενέργειας

26Οι κανόνες που απορρέουν από συμβάσεις, όπως και οι εθιμικοί κανόνες έχουν νομική δεσμευτικότητα αποτελώντας «hard law», το οποίο σημαίνει ότι η παραβίαση από ένα κράτος αυτών των κανόνων επισύρει τη διεθνή του ευθύνη. Υπάρχουν, ωστόσο, και κείμενα με προβλέψεις οι οποίες δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τα κράτη, αποτελώντας «soft law». Τα κείμενα αυτά αποτελούν συνήθως διακηρύξεις ή συστάσεις, οι οποίες προέρχονται κυρίως από διεθνείς οργανισμούς. Τα Ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα.

Σελ. 21

27Ένα κείμενο χωρίς νομική δεσμευτικότητα μπορεί κάποια στιγμή να μετατραπεί σε νομικά δεσμευτικό, εάν με συνδυασμό κρατικής πρακτικής και opinion juris μετεξελιχθούν οι διατάξεις του σε εθιμικούς κανόνες. Επίσης, είναι αρκετά συχνό στην πράξη μία διακήρυξη να αποτελεί το προστάδιο για τη συνομολόγηση μίας μεταγενέστερης σύμβασης που να υιοθετεί το περιεχόμενό της, οπότε με αυτόν τον τρόπο να αποκτά δεσμευτικότητα. Για παράδειγμα, η Αρχή 21 της Διακήρυξης της Στοκχόλμης υιοθετήθηκε πανομοιότυπα σχεδόν στην Διακήρυξη του Ρίο και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο άρθρο 3 της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Βιοποικιλότητα έχοντας, βέβαια, αποκτήσει πια νομική δεσμευτικότητα. Σε άλλες περιπτώσεις ένα κείμενο που αποτελεί «soft law» χρησιμεύει για να καλύψει τα κενά μίας σύμβασης (βλ. λόγου χάρη την περίπτωση των συμφωνιών που συνομολογήθηκαν υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Ατομικής Ενέργειας και οι οποίες συμπληρώνουν τη Συνθήκη περί μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων). Υπάρχουν, επίσης, περιπτώσεις που τα κράτη συμβουλεύονται μη δεσμευτικά κείμενα, καθώς θεωρείται ότι προσφέρουν μία αξιόπιστη ερμηνεία των όρων κάποιας σύμβασης ή τέλος, αποφασίζουν να υιοθετήσουν στο εθνικό τους δίκαιο τις ρυθμίσεις τέτοιων κειμένων. Με τους παραπάνω τρόπους, ένα κείμενο που αποτελεί «soft law» μπορεί να μετατραπεί σε «hard law».

28Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι και τα μη δεσμευτικά κείμενα δε χάνουν τη σημασία τους. Ειδικά στον τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος είναι χάρη στη συνεισφορά αυτών των κειμένων που τα κράτη υιοθετούν όλο και συχνότερα κανόνες που εγγυώνται την προστασία του περιβάλλοντος. Ανάμεσα στα μη δεσμευτικά κείμενα αυτά που είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή στον τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος είναι αναμφίβολα η Διακήρυξη του Ρίο και η Ατζέντα 21. Πράγματι, η πρώτη ήταν αυτή που υιοθέτησε την αρχή της μη πρόκλησης διασυνοριακής βλάβης (Αρχή 2), η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε αποτελεί εθιμικό κανόνα, την αρχή της πρόληψης (Αρχή 15) και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» (Αρχή 16). Και μπορεί οι δύο τελευταίες αρχές να μην γίνονται ακόμα αποδεκτές στο διεθνές δίκαιο, ωστόσο έθεσαν τις βάσεις για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και στον τομέα της ενέργειας, η οποία τείνει να αποκτήσει το status δεσμευτικού κανόνα. Όσον αφορά την Ατζέντα 21, το Κεφάλαιο 9 είναι αφιερωμένο στην προστασία της ατμόσφαιρας. Μάλιστα, η πρωτοτυπία του κεφαλαίου 9 είναι ότι επιδιώκει να συγκεράσει τις προβλέψεις της Σύμβασης της Βιέννης για την Προστασία της Στιβάδας του Όζοντος του 1985 και του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ για τις Ουσίες που Καταστρέφουν τη Στιβάδα του Όζοντος του 1987, όπως αυτό τροποποιήθηκε, με τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές του 1992.

Back to Top