ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
- Εκδοση: 2η 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 376
- ISBN: 978-960-654-167-4
- Black friday εκδόσεις: 10%
Στη 2η αναθεωρημένη έκδοση του έργου «Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» εξετάζονται, μεταξύ άλλων, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ενωσιακού δικαίου, η οργάνωση του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης μετά τη Λισαβόνα, οι μηχανισμοί δικαστικής προστασίας και οι σχέσεις της ενωσιακής με την εσωτερική έννομη τάξη, καθώς και οι αρχές και οι κανόνες που εφαρμόζονται σε βασικά πεδία νομοθετικής δράσης της Ένωσης. Περιλαμβάνοντα επίσης:
- λεξιλόγιο, με επεξήγηση θεμελιωδών εννοιών του δικαίου της ΕΕ,
- ευρετήριο νομολογίας, με αποφάσεις και διατάξεις των ΔικΕΕ, ΓενΔΕΕ και Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, και
- αναλυτικό αλφαβητικό ευρετήριο
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
Πρόλογος 2ης έκδοσης | Σελ. V |
Πρόλογος 1ης έκδοσης | Σελ. VII |
Συντομογραφίες | Σελ. IX |
Γενική βιβλιογραφία | Σελ. XXI |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | |
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ | |
§ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 1 |
§ 2. Ευρωπαϊκό δίκαιο, Κοινοτικό δίκαιο και δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 3 |
§ 3. Μέθοδος προσέγγισης | Σελ. 6 |
Α΄. Διαφοροποίηση από το εσωτερικό δίκαιο | Σελ. 7 |
α’. Όροι και έννοιες του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών | Σελ. 7 |
β΄. Οι νομικές κατηγορίες του εσωτερικού δικαίου | Σελ. 10 |
i. Η διάκριση των διαφορών σε διαφορές ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου | Σελ. 10 |
ii. Το δίκαιο του ανταγωνισμού και η κατάταξή του στο εμπορικό, αστικό ή διοικητικό δίκαιο | Σελ. 12 |
iii. Η εξωσυμβατική ευθύνη υπό το φως του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 13 |
γ’. Η σημασία της νομολογίας | Σελ. 15 |
δ΄. Οι γενικές αρχές | Σελ. 18 |
Β΄. Διαφοροποίηση από το δημόσιο διεθνές δίκαιο | Σελ. 19 |
α΄. Διεθνείς Συνθήκες Συνεργασίας και Διεθνείς Συνθήκες Ενοποίησης | Σελ. 19 |
β΄. Το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων | Σελ. 21 |
γ΄. Η γενικότερη απομάκρυνση από το δημόσιο διεθνές δίκαιο | Σελ. 22 |
§ 4. Συμπεράσματα | Σελ. 26 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | |
ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ | |
§ 1. Θεμελιώδη χαρακτηριστικά | Σελ. 28 |
Α΄. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως έννομη τάξη και ως Ένωση δικαίου | Σελ. 28 |
α΄. Αξίες της Ένωσης και ο μηχανισμός προστασίας τους | Σελ. 29 |
i. Το άρθρο 2 ΣΕΕ | Σελ. 29 |
ii. Ο μηχανισμός του άρθρου 7 ΣΕΕ | Σελ. 30 |
β΄. Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων | Σελ. 34 |
Β΄. Τα υποκείμενα της ενωσιακής έννομης τάξης | Σελ. 36 |
Γ΄. Αυτονομία της ενωσιακής έννομης τάξης | Σελ. 38 |
α΄. Άμεση ισχύς και «αρχή της υπεροχής» | Σελ. 40 |
β΄. Άμεση εφαρμογή και «άμεσο αποτέλεσμα» | Σελ. 44 |
i. Οι προϋποθέσεις παραγωγής αμέσου αποτελέσματος από τον ενωσιακό κανόνα | Σελ. 45 |
ii. Διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου | Σελ. 47 |
iii. Διατάξεις διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Ένωση | Σελ. 49 |
iv. Διατάξεις παραγώγου δικαίου | Σελ. 50 |
v. Διατάξεις οδηγιών | Σελ. 51 |
§ 2. Αρχές λειτουργίας | Σελ. 56 |
Α΄. Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας | Σελ. 56 |
Β΄. Η απονομή αρμοδιοτήτων στην Ένωση | Σελ. 58 |
Γ΄. Η κατανομή αρμοδιοτήτων με τα κράτη μέλη | Σελ. 60 |
α΄. Κατηγορίες αρμοδιοτήτων | Σελ. 60 |
β΄. Ενισχυμένες συνεργασίες | Σελ. 63 |
Δ΄. Αρχές άσκησης αρμοδιοτήτων | Σελ. 63 |
α΄. Η αρχή της επικουρικότητας | Σελ. 63 |
β΄. Η αρχή της αναλογικότητας | Σελ. 66 |
§ 3. Συμπεράσματα | Σελ. 69 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | |
ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ | |
§ 1. Άγραφες πηγές | Σελ. 72 |
Α΄. Γενικές αρχές του δικαίου | Σελ. 72 |
Β΄. Θεμελιώδη δικαιώματα | Σελ. 74 |
§ 2. Γραπτές πηγές | Σελ. 76 |
Α΄. Το πρωτογενές δίκαιο | Σελ. 76 |
Β΄. Το παράγωγο δίκαιο - Τυπολογία | Σελ. 77 |
α΄. Κανονισμός | Σελ. 77 |
β΄. Οδηγία | Σελ. 78 |
γ΄. Απόφαση | Σελ. 81 |
δ΄. Σύσταση και Γνώμη | Σελ. 81 |
Γ΄. Διεθνείς κανόνες που δεσμεύουν την Ένωση | Σελ. 81 |
§ 3. Ιεραρχία κανόνων του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 85 |
§ 4. Η θέση του ηπίου δικαίου (soft law) | Σελ. 86 |
§ 5. Συμπεράσματα | Σελ. 87 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | |
ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ | |
§ 1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο | Σελ. 90 |
Α΄. Οργάνωση, Σύνθεση και Λειτουργία | Σελ. 90 |
Β΄. Αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου | Σελ. 92 |
§ 2. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή | Σελ. 93 |
Α΄. Οργάνωση, Σύνθεση και Λειτουργία | Σελ. 93 |
α΄. Σύνθεση της Επιτροπής - Ορισμός των μελών της | Σελ. 93 |
β΄. Ανεξαρτησία της Επιτροπής | Σελ. 95 |
γ΄. Θητεία και ευθύνη | Σελ. 95 |
Β΄. Αρμοδιότητες της Επιτροπής | Σελ. 97 |
α΄. Εξουσία υποβολής προτάσεων | Σελ. 97 |
β΄. Εγγύηση τήρησης Συνθηκών | Σελ. 98 |
γ΄. Νομοθετικές - Κανονιστικές αρμοδιότητες | Σελ. 99 |
δ΄. Δημοσιονομικές αρμοδιότητες | Σελ. 99 |
ε΄. Λοιπές εξουσίες | Σελ. 99 |
§ 3. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 100 |
Α΄. Οργάνωση, Σύνθεση και Λειτουργία | Σελ. 100 |
Β΄. Αρμοδιότητες του Συμβουλίου | Σελ. 102 |
Γ΄. Η περίπτωση της Ευρωομάδας (Eurogroup) | Σελ. 102 |
α΄. Οργάνωση, Σύνθεση και Λειτουργία | Σελ. 102 |
β΄. Νομική φύση | Σελ. 103 |
§ 4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο | Σελ. 104 |
Α΄. Οργάνωση, Σύνθεση και Λειτουργία | Σελ. 104 |
Β΄. Αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου | Σελ. 105 |
§ 5. Το Ελεγκτικό Συνέδριο | Σελ. 107 |
Α΄. Οργάνωση, Σύνθεση και Λειτουργία | Σελ. 107 |
B΄. Αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου | Σελ. 108 |
§ 6. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα | Σελ. 109 |
Α΄. Σκοποί και καθήκοντα | Σελ. 110 |
Β΄. Ανεξαρτησία και λογοδοσία | Σελ. 111 |
Γ΄. Όργανα της ΕΚΤ | Σελ. 111 |
Δ΄. Πράξεις της ΕΚΤ | Σελ. 112 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 | |
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ | |
§ 1. Η συνήθης και οι ειδικές νομοθετικές διαδικασίες | Σελ. 114 |
§ 2. Ειδικότερα οι μη νομοθετικές πράξεις | Σελ. 116 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 | |
ΤΟΜΕΙΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ | |
§ 1. Η Εσωτερική Αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 119 |
Α΄. Οι οικονομικές ελευθερίες | Σελ. 120 |
α΄. Γενικά | Σελ. 120 |
β΄. Οι επιμέρους ελευθερίες | Σελ. 122 |
i. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων | Σελ. 122 |
ii. Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων | Σελ. 124 |
iii. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών | Σελ. 127 |
iv. Η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων | Σελ. 128 |
Β΄. Ο ανταγωνισμός | Σελ. 129 |
α΄. Γενικά | Σελ. 129 |
β΄. Οι απαγορευμένες συμπεριφορές των επιχειρήσεων | Σελ. 130 |
i. Παράνομη σύμπραξη επιχειρήσεων (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) | Σελ. 131 |
ii. Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 102 ΣΛΕΕ) | Σελ. 132 |
iii. Ο έλεγχος της εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ: δημόσια και ιδιωτική επιβολή των κανόνων του ανταγωνισμού | Σελ. 133 |
γ΄. Οι απαγορευμένες συμπεριφορές των κρατών μελών | Σελ. 134 |
i. Απαγορεύσεις βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ | Σελ. 134 |
ii. Απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων | Σελ. 134 |
iii. Οι δημόσιες επιχειρήσεις | Σελ. 136 |
§ 2. Η Οικονομική και Νομισματική Πολιτική (ΟΝΕ) | Σελ. 137 |
Α΄. Η νομισματική πολιτική | Σελ. 138 |
Β΄. Η οικονομική πολιτική | Σελ. 141 |
α΄. Η πολυμερής εποπτεία | Σελ. 141 |
β΄. Η δημοσιονομική πειθαρχία | Σελ. 142 |
γ΄. Η ρήτρα μη-διάσωσης (no-bailout clause) και ο ΕSM | Σελ. 143 |
δ΄. Η νέα οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση | Σελ. 145 |
§ 3. Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) | Σελ. 147 |
Α΄. Νομική βάση, σκοποί και μέσα | Σελ. 148 |
α΄. Αρμοδιότητα | Σελ. 148 |
β΄. Σκοποί | Σελ. 149 |
γ΄. Μέσα άσκησης | Σελ. 149 |
Β΄. Τα ενωσιακά όργανα στην ΚΕΠΠΑ | Σελ. 150 |
Γ΄. Η ειδικότερη έκφανση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ | Σελ. 153 |
§ 4. Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ) | Σελ. 155 |
Α΄. Γενικά | Σελ. 155 |
Β΄. Τα θεσμικά χαρακτηριστικά του ΧΕΑΔ | Σελ. 157 |
Γ΄. Οι επιμέρους τομείς του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης | Σελ. 159 |
α΄. Έλεγχοι στα σύνορα, άσυλο, μετανάστευση | Σελ. 159 |
i. Οι έλεγχοι στα σύνορα - Το σύστημα Σένγκεν | Σελ. 160 |
ii. Η πολιτική θεωρήσεων | Σελ. 161 |
iii. Η πολιτική ασύλου | Σελ. 162 |
β΄. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις | Σελ. 164 |
γ΄. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις | Σελ. 166 |
δ΄. Αστυνομική συνεργασία | Σελ. 170 |
§ 5. Η ιθαγένεια της Ένωσης | Σελ. 171 |
Α΄. Η νομική φύση και η εξέλιξη του θεσμού | Σελ. 171 |
Β΄. Τα επιμέρους δικαιώματα που απορρέουν από την ενωσιακή ιθαγένεια | Σελ. 173 |
Γ΄. Η σημασία της νομολογίας στην εξέλιξη του θεσμού της ενωσιακής ιθαγένειας | Σελ. 174 |
§ 6. Συμπεράσματα | Σελ. 176 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 | |
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ | |
§ 1. Οι πηγές του ενωσιακού δικαιοδοτικού συστήματος | Σελ. 177 |
Α΄. Γραπτές πηγές | Σελ. 178 |
α΄. Πρωτογενές δίκαιο: Διατάξεις της Συνθήκης και sui generis πράξεις της Ένωσης | Σελ. 178 |
β΄. Παράγωγο δίκαιο | Σελ. 179 |
Β΄. Άγραφες Πηγές | Σελ. 179 |
α΄. Πρωτογενές δίκαιο | Σελ. 179 |
β΄. Δικαστική πρακτική | Σελ. 180 |
§ 2. Θεμελιώδη Χαρακτηριστικά του δικαιοδοτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 180 |
α΄. Έλλειψη κωδικοποίησης | Σελ. 181 |
β΄. Ατελής και ανολοκλήρωτος χαρακτήρας | Σελ. 181 |
γ΄. Πηγές έμπνευσης: Τα δικονομικά δίκαια των κρατών μελών και το Ρωμαϊκό Δίκαιο συνιστούν πηγές έμπνευσης του δικαιοδοτικού συστήματος και του δικονομικού δικαίου της Ένωσης | Σελ. 182 |
δ΄. Επιρροές από τη ρωμανογερμανική «οικογένεια» δικαίου καθώς και τις «οικογένειες» του common law και του σκανδιναβικού συστήματος | Σελ. 183 |
§ 3. Τα ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του ενωσιακού δικαιοδοτικού συστήματος | Σελ. 184 |
Α΄. Όργανα του ενωσιακού δικαιοδοτικού συστήματος | Σελ. 184 |
α΄. Αποκεντρωμένα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης | Σελ. 185 |
β΄. Κεντρικά δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης | Σελ. 186 |
Β΄. Οι αρμοδιότητες του ενωσιακού δικαστή | Σελ. 188 |
Γ΄. Κανόνες διαδικασίας | Σελ. 190 |
α΄. Χαρακτηριστικά της διαδικασίας | Σελ. 191 |
i. Ιδιαιτερότητες | Σελ. 191 |
ii. Αρχές | Σελ. 192 |
β΄. Η δομή της Απόφασης | Σελ. 196 |
γ΄. Η αμφισβήτηση της Απόφασης | Σελ. 197 |
Δ΄. Η αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου | Σελ. 198 |
α΄. Εκτελεστός τίτλος | Σελ. 199 |
β΄. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση | Σελ. 200 |
i. Ενεργητική νομιμοποίηση | Σελ. 200 |
ii. Παθητική νομιμοποίηση | Σελ. 200 |
γ΄. Αρμόδια δικαστήρια και διαδικασία | Σελ. 202 |
§ 4. Συμπεράσματα | Σελ. 202 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 | |
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ | |
§ 1. Ο άμεσος έλεγχος κρατών μελών | Σελ. 206 |
Α΄. Έννοια της παράβασης | Σελ. 207 |
α.΄ Νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πράξεις ή συμπεριφορά (διοικητική πρακτική) του κράτους που αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης | Σελ. 208 |
β΄. Παραλείψεις ή αδράνεια του κράτους | Σελ. 209 |
γ΄. Γενική και διαρκής ή συστηματική παράβαση κράτους | Σελ. 210 |
δ΄. Αφηρημένη ή ενδεχόμενη παράβαση του δικαίου της Ένωσης | Σελ. 213 |
Β΄. Διαδικασία | Σελ. 215 |
α΄. Αναγκαιότητα ειδικής προδικασίας | Σελ. 215 |
β΄. Ανάγκη ταυτότητας αντικειμένου αιτιολογημένης γνώμης και προσφυγής | Σελ. 218 |
γ΄. Απόδειξη της παράβασης και βάρος αποδείξεως | Σελ. 219 |
δ΄. Μέσα άμυνας του κράτους μέλους | Σελ. 220 |
i. Ανάγκη προηγούμενης εξάντλησης των ένδικων μέσων | Σελ. 221 |
ii. Exceptio non adimpleti contractus | Σελ. 222 |
Γ΄. Συνέπειες της διαπίστωσης παράβασης - Μηχανισμός επιβολής κυρώσεων | Σελ. 223 |
§ 2. Ο άμεσος έλεγχος της δράσης των ενωσιακών οργάνων και οργανισμών | Σελ. 228 |
Α.΄ Η προσφυγή ακυρώσεως - Γενικά οι προσφεύγοντες και οι λόγοι προσφυγής | Σελ. 228 |
Β΄. Ειδικότερα η άσκηση της προσφυγής από ιδιώτες | Σελ. 234 |
α΄. Πράξεις με αποδέκτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα | Σελ. 235 |
β΄. Πράξεις που αφορούν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα άμεσα και ατομικά | Σελ. 235 |
γ΄. Κανονιστικές πράξεις που αφορούν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα | Σελ. 239 |
δ΄. Αποτίμηση της νέας ρύθμισης της προσφυγής ακυρώσεως | Σελ. 240 |
Γ΄. Προσφυγή κατά παραλείψεως | Σελ. 242 |
Δ΄. Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας | Σελ. 244 |
Ε΄. Εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης | Σελ. 246 |
α΄. Λόγοι ευθύνης | Σελ. 247 |
i. Ευθύνη από παράνομη πράξη | Σελ. 247 |
ii. Ευθύνη από νόμιμη πράξη; | Σελ. 249 |
β΄. Ζημία | Σελ. 250 |
γ΄. Αιτιώδης συνάφεια | Σελ. 251 |
§ 3. Ο έμμεσος έλεγχος κρατών και θεσμικών οργάνων | Σελ. 252 |
Α΄. Η προδικαστική παραπομπή | Σελ. 252 |
Β΄. Αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος | Σελ. 254 |
Γ΄. Γιατί τα δικαστήρια κράτους μέλους καθίστανται αρμόδια; | Σελ. 258 |
Δ΄. Υπό ποιες προϋποθέσεις τα εθνικά δικαστήρια ασκούν τις αρμοδιότητες; | Σελ. 261 |
Ε΄. Τα αποτελέσματα των προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου | Σελ. 264 |
§ 4. Συμπεράσματα | Σελ. 268 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 | |
Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ | |
§ 1. Η θεσμική και δικονομική αυτονομία των κρατών μελών | Σελ. 270 |
A΄. Η θεσμική αυτονομία των κρατών μελών | Σελ. 270 |
B΄. Η έννοια της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών | Σελ. 271 |
Γ΄. Οι περιορισμοί στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών | Σελ. 271 |
§ 2. Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του εθνικού δικαίου | Σελ. 274 |
Α΄. Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας | Σελ. 274 |
Β΄. Σύμφωνη ερμηνεία στις διαφορές μεταξύ ιδιώτη και κράτους | Σελ. 276 |
Γ΄. Σύμφωνη ερμηνεία στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών | Σελ. 277 |
Δ΄. Σύμφωνη ερμηνεία «κατά το μέτρο του δυνατού» | Σελ. 279 |
Ε΄. Αυτεπάγγελτη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τον εθνικό δικαστή | Σελ. 284 |
§ 3. Εξωσυμβατική ευθύνη κράτους μέλους | Σελ. 286 |
Α΄. Νομική βάση | Σελ. 287 |
Β΄. Προϋποθέσεις | Σελ. 294 |
α΄. Πρώτη Προϋπόθεση: Απονομή δικαιωμάτων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα | Σελ. 295 |
β΄. Δεύτερη Προϋπόθεση: Κατάφωρη παραβίαση | Σελ. 299 |
i. Συγκεκριμένο αντικείμενο παράβασης | Σελ. 299 |
ii. Υπεύθυνα για την παράβαση κρατικά όργανα | Σελ. 300 |
iii. Τα κριτήρια της κατάφωρης παράβασης | Σελ. 308 |
γ΄. Τρίτη προϋπόθεση: Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ κατάφωρης παράβασης και επέλευσης ζημίας | Σελ. 312 |
§ 4. Συμπεράσματα | Σελ. 317 |
Παραρτήματα | |
Ι. Λεξιλόγιο | Σελ. 319 |
ΙΙ. Ευρετήριο παρατιθέμενης νομολογίας | Σελ. 327 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 347 |
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Βιβλιογραφία
Πλιάκος Α., Η σχέση μεταξύ του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της ΕΕ: μονισμός, δυισμός ή ένας ανοιχτός συνταγματικός χώρος, ΝοΒ 2017, σελ. 3014, Σκανδάμης Ν., Το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, 2006, Στεφάνου Κ., Μία επαναθεώρηση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, Ευρωπαϊκή Ένωση (επιμ. Ν. Μαραβέγια), 2016, Χριστιανός Β., Νομικές προοπτικές λειτουργίας της Ευρώπης χωρίς Σύνταγμα, Ευρωπαίων Πολιτεία, 1/2007, σελ. 27, Christianos V., Prolégomènes: “Entité doctrinale européenne” ou auteurs à titre individuel?, Doctrine et droit de l’ Union européenne, Bruylant, 2009, σελ. 9, Lenaerts K. / Gutierrez-Fons J. A., The Constistutional allocation of powers and general principles of law, CMLR 2010, σελ. 1629, Louis J.V. / Ronse T., L’ordre juridique de l’Union européene, Bruylant, 2005, Rideau J., Tableau du paysage doctrinal européen, Doctrine et droit de l’Union europeenne, Bruylant, 2009, σελ. 161, Weiler J.H.H., The Transformation of Europe, Yale Law Journal 1991, σελ. 2403.
§ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
- 1
Η σύγχρονη νομική επιστήμη, ιδίως εκείνη που έχει ως αντικείμενο την ενασχόληση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κινείται σε ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζεται από το πρώτο συνθετικό «δια»: «Διασυνοριακές σχέσεις», «διακρατικές σχέσεις», «διαπροσωπικές σχέσεις», «διεπιστημονικότητα», «διεπιστημονική θεώρηση» κ.ά.
- 2
«Διεπιστημονικότητα» και «διεπιστημονική θεώρηση», που συχνά απαντούν στην προσέγγιση του «δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», κινούνται στις παρυφές του δικαίου και άλλων επιστημών, όπως η πολιτική επιστήμη, η οικονομική και η πολιτική φιλοσοφία, η ιστορία και άλλες. Η συμβολή τους είναι σημαντική, διότι φωτίζουν από άλλη πλευρά τη δικαϊκή πραγματικότητα και αποτρέπουν τη στείρα δογματική προσέγγιση του δικαίου και, ιδίως, τον πολιτικό δογματισμό και τον τεχνικό δογματισμό. Εδώ πρέπει να ανοίξει μία παρένθεση για να διευκρινισθούν οι έννοιες του «πολιτικού δογματισμού» και του «τεχνικού δογματισμού».
- 3
Ο πολιτικός δογματισμός εκκινεί από τη βασική ιδέα ότι κάθε κανόνας δικαίου είναι η έκφραση πολιτικής του νομοθέτη. Πρέπει, συνεπώς, να αναζητείται το πολιτικό υπόβαθρο των κανόνων δικαίου. Μέχρι εδώ η προσέγγιση αυτή είναι ορθή. Εύκολα όμως διαστρεβλώνεται στη συνέχεια, διότι προχωρώντας το συλλογισμό βάσει αυτής της ιδέας μπορεί να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη μόνο πολιτικών παραμέτρων. Πα
Σελ. 2
ραδείγματος χάριν, κανόνες που αφορούν τους δια-κινουμένους εργαζομένους, το περιβάλλον ή τους καταναλωτές πρέπει πάντα και μόνο να ερμηνεύονται έτσι ώστε να διασφαλίζουν πάση θυσία την προστασία τους.
- 4
Εντούτοις, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι ή οι καταναλωτές δεν έχουν μόνο δικαιώματα, επειδή ακριβώς είναι διακινούμενοι εργαζόμενοι ή καταναλωτές· ούτε η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι θεματοφύλακας των Συνθηκών (άρθρο 17 ΣΕΕ), έχει μόνο δικαιώματα, επειδή είναι η Επιτροπή. Η επιλογή με τέτοιο κριτήριο, όταν γίνεται συστηματικά υπέρ ομάδας προσώπων ή ενός ενωσιακού θεσμικού οργάνου, αρνείται την ιδέα της δικαιοσύνης. Ο πολιτικός δογματισμός είναι μονομερής, τυφλός, δεν ανέχεται άλλες θέσεις και καταλήγει σε αδικίες.
- 5
Ο τεχνικός δογματισμός είναι τις τελευταίες δεκαετίες της μόδας. Θεωρεί ότι οι κανόνες του δικαίου έχουν καθαρά τεχνικό χαρακτήρα και πρέπει να αναλύονται με βάση την τεχνική του Δικαίου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες παράμετροι. Αρκεί να έχει κανείς μία τεχνική γνώση του Δικαίου ή της δικαστικής πρακτικής και τα πράγματα οδηγούν στις λύσεις από μόνα τους. Ασφαλώς η τεχνική γνώση είναι χρήσιμη. Πρέπει να γνωρίζει κανείς τι σήμαιναν ιστορικά «επιτροπολογία» και «νομισματικά εξισωτικά ποσά» ή τι είναι οι «ίδιοι πόροι» της Ένωσης (βλ. Λεξιλόγιο).
- 6
Η τεχνική, όμως, γνώση περιορίζεται σε τυπολογικά επιχειρήματα και αγνοεί τις αξίες ή τους τελικούς στόχους που επιδιώκει το Δίκαιο, παραμερίζει τα έννομα συμφέροντα των κοινωνών του Δικαίου, υπέρ των οποίων τίθενται σε τελική ανάλυση οι κανόνες. Ο τεχνικός δογματισμός προσεγγίζει μηχανικά και τεχνοκρατικά τους κανόνες δικαίου, ενώ η προσέγγισή τους πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τη μέθοδο και τους σκοπούς της ενωσιακής έννομης τάξης. Χρήσιμο είναι να γνωρίζει κανείς τι ήταν «επιτροπολογία» κι ας ανήκει πια στην ιστορία του ενωσιακού δικαίου, αλλά πρέπει να τη συνδέει με τη νομική της σημασία και την ανάγκη που θέλει να καλύψει· ενώ η μη χρησιμοποιούμενη πια έννοια «νομισματικά εξισωτικά ποσά» δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να συνδεθεί με την τελολογία της ρύθμισής τους. Τέλος, οι «ίδιοι πόροι» δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά συνδέονται με το ενωσιακό δημοσιονομικό δίκαιο. Μόνο μέσω της σύνδεσής τους με τους στόχους και τη λειτουργία των ενωσιακών θεσμικών μηχανισμών οι όροι αυτοί αποκτούν το αληθές τους νόημα και τις πραγματικές τους διαστάσεις.
- 7
Κλείνοντας την παρένθεση και λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η προσέγγιση που υιοθετείται στο παρόν είναι νομική και όχι διεπιστημονική. Επικεντρώνεται
Σελ. 3
στα θεμελιώδη ζητήματα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο, όπως θα δειχθεί (βλ. infra § 8), είναι ευρύτερη έννοια. Δεν γίνονται επίσης συστηματικά και αναλυτικά αναφορές στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ούτε στην από άποψη πολιτικής επιστήμης προσέγγιση της Ευρώπης ούτε στην οικονομία της. Οι προσεγγίσεις αυτές, αντίθετα προς τη νομική προσέγγιση που υιοθετείται εδώ, εκκινούν από διαφορετικές αρχές και αποδίδουν σημασία ιδίως στα αποτελέσματα (πολιτική, κοινωνική, οικονομική ενοποίηση) και πολύ λιγότερο στα νομικά μέσα, με τα οποία τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται. Κατά το μέρος, όμως, που υπάρχουν τέτοιες αναφορές στο παρόν, αυτές γίνονται περιστασιακά, συνοπτικά και εφόσον παρίσταται αναγκαίο.
§ 2. Ευρωπαϊκό δίκαιο, Κοινοτικό δίκαιο και δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- 8
Το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι μία ευρεία έννοια που εμπεριέχει σύνολο θεσμών και εννόμων τάξεων, εκ των οποίων, στο πλαίσιο των διακρατικών συνεργασιών στην Ευρώπη, κρίσιμοι είναι δύο διεθνείς οργανισμοί, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Οι οργανισμοί αυτοί, αν και είναι συμπληρωματικοί ως προς την επιδίωξη του κοινού σκοπού της ειρήνης, της δημοκρατίας και της ανάπτυξης, ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις για την επίτευξή τους.
- 9
Αφενός, το δίκαιο που θεσπίστηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδίως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εντάσσεται στο κλασικό διεθνές δίκαιο και στηρίζεται στη διακυβερνητική συνεργασία. Το ευρωπαϊκό δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ένα από τα πιο τελειοποιημένα συστήματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αναπτύσσει προνομιακές σχέσεις με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- 10
Αφετέρου, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έννοια στενότερη του ευρωπαϊκού δικαίου, διαφοροποιείται από το κλασικό διεθνές δίκαιο και αναπτύσσει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο στόχο της ενοποίησης, τον οποίο προέκριναν τα κράτη μέλη αντί της διακυβερνητικής συνεργασίας. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελείται σήμερα από το σύνολο αρχών και κανόνων που διαμορφώθηκαν σταδιακά, αρχικώς στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Κοινοτικό Δίκαιο) και κατόπιν, με τη Συνθήκη του Μααστρίχτ, που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.1993, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- 11
Ως δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να ορισθεί συνοπτικά το σύστημα κανόνων δικαίου που διέπει την οργάνωση και λειτουργία των οργάνων της Ένωσης, τη συμπεριφορά των υποκειμένων δικαίου της Ένωσης, καθώς και την επίλυση των διαφορών μεταξύ των υποκειμένων αυτών.
Σελ. 4
- 12
Η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα», το «Κοινοτικό Δίκαιο» και άλλοι όροι που εμπεριέχουν τους ανωτέρω, π.χ. Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ανήκουν σήμερα στην ιστορία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον από την 1η Δεκεμβρίου 2009 η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» καταργήθηκε ως όρος και θεσμός, χωρίς όμως να καταργηθεί πλήρως και η «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Εν συντομία, τα πράγματα εξελίχθηκαν μέχρι σήμερα ως εξής.
- 13
Ο όρος «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» αναφέρεται συνήθως κατά συνεκδοχή στις τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες που ιδρύθηκαν με τις αντίστοιχες Συνθήκες Ε.Κ.Α.Χ. (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, 1952), Ε.Ο.Κ. (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, 1957), Ε.Κ.Α.Ε. (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, 1957). Δεδομένου, όμως, του ότι η Συνθήκη Ε.Κ.Α.Χ. δεν ισχύει πλέον από την 23η Ιουλίου 2002, οι δε δύο λοιπές Συνθήκες είχαν ήδη προ πολλού ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, επιλέχθηκε παλαιότερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η χρήση του όρου «Κοινότητα» αντί «Κοινότητες», όπως τούτο ήδη καθιερώθηκε πολύ νωρίς με σχετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στο παρελθόν αλλά και σήμερα, πολλές αναφορές γίνονται στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής, «ΕΚ»), όπως ίσχυε μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις μέχρι την τροποποίησή της από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (ΣτΛ).
- 14
Εντούτοις, οι αρχικές Συνθήκες τροποποιήθηκαν κατά καιρούς με τις προσχωρήσεις νέων κρατών μελών και, ανεξάρτητα απ’ αυτές, ιδίως με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1987, τη Συνθήκη του Μααστρίχτ που τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993 και θέσπισε τις διατάξεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση στην προγενέστερη της Λισαβόνας μορφή, τη Συνθήκη του Άμστερνταμ που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999, τη Συνθήκη της Νίκαιας που τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2003. Οι τροποποιήσεις αυτές ανήκουν σήμερα εν πολλοίς στην ιστορία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι ακολουθούσαν την τακτική των «μικρών ρεαλιστικών βημάτων», υπό την έννοια ότι δεν επιχειρούσαν την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του ενωσιακού οικοδομήματος, αλλά επέφεραν κάθε φορά τις αναγκαίες και εφικτές τροποποιήσεις στους στόχους, στο πεδίο εφαρμογής και στον τρόπο λειτουργίας του.
- 15
Μία απόπειρα αλλαγής της παραπάνω τακτικής έγινε με το σχέδιο «Συνθήκης για τη θέσπιση ενός Συντάγματος της Ευρώπης» (στο εξής, «Συνταγματική Συνθήκη»), όπου, αντί για την τακτική των μικρών ρεαλιστικών βημάτων, επιχειρήθηκε ένα ποιοτικό άλμα. Το άλμα αυτό συνίστατο τόσο στη διαδικασία εκπόνησης του σχεδίου από ένα σώμα sui generis που ονομάσθηκε «Συνέλευση» και στο οποίο συμμετείχαν, εκτός από εκπροσώπους των κρατών μελών, και άλλοι ενωσιακοί και εθνικοί παράγοντες, όσο και στην πλήρη αναδιάρθρωση της μορφής
Σελ. 5
των προηγούμενων Συνθηκών ώστε αυτές να επιτελούν λειτουργία ανάλογη ενός εθνικού Συντάγματος. Τελικά το εγχείρημα αυτό δεν ευοδώθηκε, καθώς η Συνταγματική Συνθήκη δεν μπόρεσε να κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Πολλοί συγγραφείς υποστήριξαν τότε ότι η Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει χωρίς «Σύνταγμα», όπως έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα. Μετά την απόσυρση του σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης, λόγω αρνητικών δημοψηφισμάτων σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, ο προσανατολισμός που αποτυπώνεται σήμερα στη ΣτΛ επιστρέφει χωρίς τυμπανοκρουσίες στην αρχική τακτική των μικρών ρεαλιστικών βημάτων. Χαρακτηριστικό είναι σχετικά το προσωνύμιό της ως «Τροποποιητικής» ή «Μεταρρυθμιστικής» Συνθήκης, το οποίο καταδεικνύει ακριβώς τη σχέση της με τις προηγούμενες Συνθήκες.
- 16
Η ΣτΛ δεν κατήργησε ούτε αντικατέστησε τα προγενέστερα κείμενα των Συνθηκών που εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος της και εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Υπό την έννοια αυτή, η νέα Συνθήκη ακολούθησε την ήδη γνωστή μέθοδο της διαδοχής Συνθηκών, τις οποίες διαπραγματεύθηκαν τα κράτη μέλη σε διακυβερνητικό επίπεδο χωρίς την παρέμβαση «Συνέλευσης», όπως έγινε και παλαιότερα με τη ΣυνθΕΚΑΧ, τη ΣυνθΕΟΚ, τη ΣυνθΕΚΑΕ, την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, τη Συνθήκη του Μααστρίχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας. Ως προς τη ΣτΛ, η συνέπεια ήταν ότι τα κράτη μέλη κλήθηκαν να επικυρώσουν μόνο τις τροποποιήσεις που επέφερε η νέα Συνθήκη στις ισχύουσες μέχρι τώρα διατάξεις.
- 17
Η ΣτΛ περιείχε διατάξεις που τροποποίησαν:
α΄) Πρώτον, την προγενέστερη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση που ξεκίνησε από το Μααστρίχτ (στο εξής, «ΕΕ») και η οποία, αν και διατηρεί την ονομασία της, αλλάζει δομή και περιεχόμενο (στο εξής, «ΣΕΕ»).
β΄) Δεύτερον, τη Συνθήκη ΕΚ, η οποία μετονομάζεται πλέον σε Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής, «ΣΛΕΕ»). Οι δυο Συνθήκες ΣΕΕ και ΣΛΕΕ έχουν το ίδιο νομικό κύρος.
γ΄) Τρίτον, σειρά πρωτοκόλλων και δηλώσεων.
- 18
Οι εν λόγω Συνθήκες αποτελούν αντικείμενο ανεπίσημης κωδικοποίησης. Η Ένωση υποκαταστάθηκε στην Κοινότητα και τη διαδέχθηκε (άρθρο 1 ΣΕΕ). Η ΣυνθΕΚΑΕ (Ευρατόμ) δεν εθίγη. Απλώς ένα από τα Πρωτόκολλα που προσαρτώνται στη ΣτΛ την «ευθυγράμμισε» με τη νέα δομή της Ένωσης. Αντί για την πλήρη ρήξη σε σχέση με τις προηγούμενες Συνθήκες, επικράτησε η λογική της συνέχειας.
- 19
Παρόλα αυτά, για πολιτικούς λόγους, δηλαδή για να μην ταυτισθεί το νέο σύστημα με το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης, διατηρήθηκαν τελικά δύο χωριστά κείμενα. Η διατήρησή τους περιέχει ένα διττό μήνυμα: Αφενός, πολιτικό, υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη διατηρούν, αν όχι ενισχύουν, τις εξουσίες τους, όπως
Σελ. 6
αυτές προβλέπονταν από τις προγενέστερες Συνθήκες, αφετέρου, τεχνικό, υπό την έννοια ότι η ύπαρξη δύο Συνθηκών, ήταν, από απόψεως νομικής τεχνικής, η πλέον πρόσφορη λύση για την απεμπλοκή της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τη στασιμότητα στην οποία κατέληξε μετά την απόσυρση της Συνταγματικής Συνθήκης.
- 20
Ενόψει των ανωτέρω:
α΄) Πρώτον, αντικαταστάθηκε η ισχύουσα διάκριση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από μία (ενιαία) Ευρωπαϊκή Ένωση που διαθέτει νομική προσωπικότητα, με συνέπεια μόνον η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει εξουσία συνάψεως διεθνών συμφωνιών στους τομείς της αρμοδιότητάς της ή να είναι μέλος διεθνών οργανισμών.
β΄) Δεύτερον, με την κατάργηση του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο της προηγηθείσας Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), το οποίο αναφερόταν στις «Ευρωπαϊκές Κοινότητες, όπως συμπληρώνονταν από τις πολιτικές και τις συνεργασίες της εν λόγω Συνθήκης», καταργήθηκαν οι τρεις «πυλώνες», δηλαδή ο κοινοτικός «πυλώνας», ο «πυλώνας» της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, καθώς και ο «πυλώνας» της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Η Ένωση δεν στηρίζεται πλέον στους «πυλώνες». Αντίθετα αυτοί ενσωματώθηκαν στην Ένωση.
- 21
Το σημερινό ενωσιακό δίκαιο στηρίζεται πολύ λιγότερο στη διακυβερνητική συνεργασία, απ’ ό,τι πριν την έναρξη ισχύος της ΣτΛ. Διακρίνεται από το κλασικό διεθνές δίκαιο τόσο ως προς τις μεθόδους του όσο και ως προς τους τομείς τους οποίους διέπει. Εντάσσεται σε μία διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης που στοχεύει στη δημιουργία μίας διαρκώς στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Υπερβαίνει έτσι το πλαίσιο της διακυβερνητικής συνεργασίας, δεδομένου ότι, για την υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, τα κράτη μέλη συμφώνησαν ως προς την αναγκαιότητα να μην ασκούν ορισμένα κυριαρχικά δικαιώματά τους και να τα μεταβιβάσουν στην Ένωση.
§ 3. Μέθοδος προσέγγισης
- 22
Σε πολλές περιπτώσεις η προσέγγιση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκκινεί από την οπτική του εσωτερικού δικαίου και άλλες φορές υπάρχει η τάση να συγχέεται με την οπτική του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Όμως, η μέθοδος προσέγγισης του ενωσιακού δικαίου πρέπει να διαφοροποιηθεί κατ’ αρχάς από την προσέγγιση του εσωτερικού δικαίου και κατόπιν από εκείνη του δημοσίου διεθνούς δικαίου.
Σελ. 7
Α΄. Διαφοροποίηση από το εσωτερικό δίκαιο
- 23
Πρώτος λόγος της ανάγκης για τη διαφοροποίηση από το εσωτερικό δίκαιο είναι ότι το ενωσιακό δίκαιο, επειδή στηρίζεται στις λέξεις, κάνει χρήση της ίδιας κατά κανόνα ορολογίας, η οποία απαντά στην εσωτερική έννομη τάξη. Οι όροι που χρησιμοποιεί το ενωσιακό δίκαιο, πλην συγκεκριμένων που προσιδιάζουν στο ενωσιακό σύστημα (π.χ. ο παλαιότερος όρος «νομισματικά εξισωτικά ποσά», και ο τρέχων «ίδιοι πόροι της Ένωσης»), προέρχονται ιδίως από τα δίκαια των κρατών μελών. Εντούτοις, παρά την εξωτερική ταυτότητα των όρων, οι έννοιες στις οποίες οι όροι αυτοί παραπέμπουν δεν ταυτίζονται. Επομένως, το πρώτο μεθοδολογικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπισθεί είναι η απεξάρτηση των εννοιών του ενωσιακού δικαίου από τις αντίστοιχες του εσωτερικού δικαίου (α΄).
- 24
Αντίστοιχο ζήτημα μεθοδολογικής απεξάρτησης από το εσωτερικό δίκαιο θέτουν και οι νομικές κατηγορίες του ενωσιακού δικαίου, οι οποίες δεν ταυτίζονται με εκείνες του εσωτερικού (β΄).
- 25
Τα ζητήματα που θέτουν οι αόριστες έννοιες που χρησιμοποιούνται στο ενωσιακό δίκαιο, καθώς και τα κείμενα του ενωσιακού δικαίου που είναι ισοδύναμα σε πλείονες γλώσσες, απαιτούν εξειδίκευση, η οποία αναδεικνύει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο εσωτερικό δίκαιο τη σημασία της νομολογίας (γ΄).
- 26
Τέλος, οι γενικές αρχές του δικαίου των κρατών μελών και της Ένωσης έχουν πρωτεύουσα σημασία και ο ρόλος τους δεν είναι απλώς συμπληρωματικός του γραπτού δικαίου, όπως αυτό ισχύει στο εσωτερικό δίκαιο (δ΄).
α’. Όροι και έννοιες του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών
- 27
Πράγματι, όταν στο ενωσιακό δίκαιο γίνεται χρήση όρων, οι οποίοι απαντούν στο ή προέρχονται από το δίκαιο ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, τίθεται το ζήτημα αν η χρήση τέτοιων όρων συνιστά έμμεση ή σιωπηρή παραπομπή του ενωσιακού δικαίου στο εθνικό δίκαιο –και συνεπώς, ένας τέτοιος όρος θα πρέπει να έχει την έννοια που του προσδίδει μία εθνική έννομη τάξη– ή αν πρόκειται για όρο του ενωσιακού δικαίου, με εννοιολογικό περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο των εθνικών δικαίων. Το ερμηνευτικό ζήτημα που αντιμετωπίζει ο ενωσιακός δικαστής εντάσσεται στο πλαίσιο της συνήθους ασκήσεως του δικαιοδοτικού του λειτουργήματος.
- 28
Η παραπομπή του ενωσιακού δικαίου στο εθνικό συνιστά εξαίρεση και ερμηνεύεται ως τέτοια από τον ενωσιακό δικαστή, βλ. π.χ. τον όρο «εταιρείες» του πρώην άρθρου 48 ΕΚ (νυν άρθρο 54 ΣΛΕE που αναφέρεται σε «εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους»). Κατά κανόνα, όμως, οι όροι που χρησιμοποιεί το ενωσιακό δίκαιο και οι οποίοι απαντούν στο ή προέρχονται από το δίκαιο των κρατών μελών απηχούν «ενωσιακές έννοιες» που έχουν διαφορετικό
Σελ. 8
εννοιολογικό περιεχόμενο από εκείνο που προσδίδεται από τις εσωτερικές έννομες τάξεις και κατά συνέπεια, διαφορετικές έννομες συνέπειες. Για παράδειγμα, ο όρος παραγραφή που απαντά στο άρθρο 46 Οργ. Δικαστηρίου συνιστά για τα ηπειρωτικά δίκαια θεσμό ουσιαστικού δικαίου, ενώ για το αγγλοαμερικανικό κοινοδίκαιο θεσμό δικονομικού δικαίου. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα πώς θα συγκερασθούν οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις.
- 29
Συνεπώς, ακόμη και όταν γίνεται χρήση συγκεκριμένων όρων που είναι γνωστοί από τα δίκαια των κρατών μελών, ο ενωσιακός δικαστής προβαίνει στην ερμηνεία τους με ενωσιακό κριτήριο. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, εξάλλου, σαφώς ότι η ενωσιακή έννομη τάξη δεν επιθυμεί οι έννοιές της να ορίζονται βάσει μίας ή περισσοτέρων εθνικών έννομων τάξεων, εφόσον τούτο δεν προβλέπεται ρητώς: το Δικαστήριο τόνισε ότι «…υπό το πρίσμα τόσο της αρχής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι στο γράμμα μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της, πρέπει κανονικά να δίδεται, σε όλη την Κοινότητα, αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τo νοηματικό πλαίσιο της διατάξεως και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση» (σκ. 37 της υπόθ. C-201/02, Delena Wells, σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της «άδειας» για την πραγματοποίηση δημοσίων και ιδιωτικών έργων που μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, η οποία προβλεπόταν στην οδηγία 85/337). Η ερμηνεία του ενωσιακού δικαστή είναι αναγκαία για την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη, και δη για την «ενότητα και την αποτελεσματικότητά του» (υπόθ. 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, όπου το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του κύρους του συστήματος πιστοποιητικών εισαγωγής και εξαγωγής στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των σιτηρών στην Ένωση) και τούτο διότι οι νομικοί, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, έχουν την τάση να ερμηνεύουν τέτοιους όρους υπό το πρίσμα της δικής τους έννομης τάξης και για το λόγο αυτό μπορεί να αποπροσανατολίζονται, ενώ στην πραγματικότητα, για το ενωσιακό δίκαιο, πρέπει να παίρνουν μία απόσταση από τη δική τους έννομη τάξη και να αντιμετωπίζουν τις έννοιες του ενωσιακού δικαίου υπό το φως του.
- 30
Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται μία ιδιαίτερη αρχή ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, η αυτόνομη ερμηνεία, δηλαδή η ερμηνεία που γίνεται ανεξαρτήτως των
Σελ. 9
κριτηρίων του εθνικού νομοθέτη. Η αυτόνομη ερμηνεία γίνεται δεκτή σε πολλούς τομείς του ενωσιακού δικαίου και διασφαλίζει την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του: για παράδειγμα, ο κανονισμός 44/2001 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και ο κανονισμός 1215/2012 που τον αντικατέστησε, παρέχουν «ενωσιακή» ερμηνεία όρων όπως «απόφαση», «δημόσιο έγγραφο», «δικαστήριο» κ.λπ. Ομοίως, ο κανονισμός 2019/1111 που αφορά στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας οριοθετεί έννοιες όπως η «γονική μέριμνα», το «δικαίωμα επιμέλειας» κά, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που δίδεται στους όρους αυτούς από το εκάστοτε εθνικό δίκαιο. Απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα φινλανδικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αφαίρεση της επιμέλειας τέκνου και η ανάθεσή της σε ανάδοχη οικογένεια θεωρείται «αστική υπόθεση» κατά την έννοια του προηγουμένου αντιστοίχου κανονισμού 2201/2003, ακόμη και αν γίνεται με απόφαση διοικητικής αρχής και κρίνεται, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από διοικητικά δικαστήρια, καθώς το κριτήριο περί του κυριαρχικώς δρώντος κράτους δεν είναι λυσιτελές για το χαρακτηρισμό μίας υπόθεσης ως διοικητικής διαφοράς στο πλαίσιο του κανονισμού (υπόθ. C-435/2006).
- 31
Απόρροια της ως άνω αρχής είναι και η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ερμηνεύει τους όρους του εθνικού δικαίου, το οποίο τίθεται κατ’ εφαρμογή του ενωσιακού, με βάση το περιεχόμενο που έχουν στην ενωσιακή έννομη τάξη. Έτσι, το Δικαστήριο έχει για παράδειγμα αποφανθεί επί της ορθής ερμηνείας του όρου «εργαζόμενος», που θα πρέπει να είναι η ίδια σε όλα τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων ενωσιακές διατάξεις.
Σελ. 10
Παρομοίως έχει αποφανθεί επί του ορισμού του όρου «δικαστήριο» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ώστε να είναι σαφές ποια εθνικά όργανα αποτελούν «δικαστήρια» που δύνανται ή υποχρεούνται υπό προϋποθέσεις να ενεργοποιούν το μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής. Τέλος, με βάση την ίδια αρχή έχει προσδιορίσει το ακριβές νόημα του όρου «απασχόληση στη δημόσια διοίκηση» στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 45 παρ. 4 ΣΛΕΕ.
β΄. Οι νομικές κατηγορίες του εσωτερικού δικαίου
- 32
Η αλλαγή της οπτικής γωνίας, την οποία υιοθετεί το ενωσιακό δίκαιο, έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες, καθώς μεταβάλλει άρδην την αντίληψη περί των νομικών κατηγοριών που έχει γίνει δεκτή στο εσωτερικό δίκαιο. Η αλλαγή οπτικής αφορά κρίσιμα ζητήματα, π.χ. τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, όπως αποτυπώνεται στη διάκριση των διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ιδιωτικές ή δημοσίου δικαίου διαφορές (i), την κατάταξη σε κλάδους του δικαίου π.χ. του ανταγωνισμού στο εσωτερικό δίκαιο (ii) ή την αντίληψη του αστικού δικαίου περί της εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία, αν εξετασθεί από την οπτική γωνία του ενωσιακού δικαίου και των αρχών του, εμπλουτίζεται και αναδεικνύει νέους στόχους (iii).
i. Η διάκριση των διαφορών σε διαφορές ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου
- 33
Σε πολλές έννομες τάξεις του εσωτερικού δικαίου υπάρχει μία θεμελιώδης διάκριση μεταξύ ιδιωτικών διαφορών και διαφορών δημοσίου δικαίου (διοικητικών διαφορών), με συνέπειες για τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων και τους εφαρμοστέους κανόνες διαδικασίας. Τέτοια διάκριση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το ενωσιακό δίκαιο και δεν συνιστά νομική κατηγορία του ενωσιακού, αλλά του εσωτερικού δικαίου, τουλάχιστον ορισμένων κρατών μελών. Το παράδειγμα εδώ προσφέρει η σειρά προδικαστικών ερωτημάτων για το ζήτημα των προβληματικών επιχειρήσεων που απευθύνθηκαν στο Δικαστήριο από ελληνικά δικαστήρια,
Σελ. 11
ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ. Η εν λόγω οδηγία επέβαλλε στα κράτη μέλη να συντονίσουν τις εγγυήσεις που παρέχονται κατά τη σύσταση καθώς και κατά τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιριών, ώστε να επιτευχθεί η προστασία των εταίρων και των τρίτων. Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα 25 παρ. 1 και 29 προέβλεπαν ότι η αύξηση κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση των εταίρων και ότι οι μετοχές πρέπει να προσφέρονται κατά προτίμηση στους μετόχους ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές τους.
- 34
Το κεντρικό νομικό ζήτημα σε όλα τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν ήταν κατ’ ουσίαν το ίδιο και αφορούσε τη συμβατότητα, προς το δίκαιο της Ένωσης, του ελληνικού ν. 1386/83, όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος επέτρεπε, κατ’ αντίθεση προς τα παραπάνω άρθρα της οδηγίας, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, προβληματικών ανωνύμων εταιρειών με Υπουργική απόφαση ή απόφαση του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων (άρθρο 8 ν. 1386/83), χωρίς να χωρήσει απόφαση της γενικής συνέλευσης, όπως όριζε η οδηγία. Το ζήτημα αυτό τέθηκε όμως στο πλαίσιο διαφορετικών εθνικών διαδικασιών: μία από τις υποθέσεις ανέκυψε σε διαφορά που κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (υπόθ. C-19/90 και C-20/90, Καρέλλας κ.ά.), ενώ άλλες υποθέσεις ανέκυψαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπόθ. C-381/89, ΒΑΣΚΟ κ.ά.) και του Εφετείου Αθηνών (υπόθ. C-367/96, Κεφάλας).
- 35
Κατά το ελληνικό δίκαιο, στην υπόθεση C-19/90 και C-20/90 (Καρέλλας) που ήχθη ενώπιον του ΣτΕ, επρόκειτο για διοικητική διαφορά, δηλαδή για δημοσίου δικαίου διαφορά που κρίθηκε ενώπιον του ΣτΕ σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες του δημοσίου δικαίου, ενώ στις άλλες, που κρίθηκαν από τα πολιτικά δικαστήρια, για ιδιωτική διαφορά που ήχθη ενώπιον των δικαστηρίων αυτών με βάση τους κανόνες του Κ.Πολ.Δικ. Η διάκριση όμως αυτή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το ενωσιακό δίκαιο, όπως δεν έχουν και πολλές άλλες διακρίσεις του εσωτερικού δικαίου, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις το αντικείμενο της διαφοράς είναι, από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, η ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου
Σελ. 12
και η συμβατότητα του εσωτερικού δικαίου προς το τελευταίο. Πράγματι, τί σημασία έχει από την άποψη του ενωσιακού δικαίου αν το ζήτημα της συμβατότητας του εθνικού κανόνα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου από, κατά το εσωτερικό δίκαιο, διοικητικά ή πολιτικά δικαστήρια;
- 36
Το δίκαιο της Ένωσης δεν ενδιαφέρεται, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, αν το παραπέμπον δικαστήριο χαρακτηρίζεται κατά το εσωτερικό δίκαιο ως διοικητικό ή πολιτικό ούτε αν το ένδικο βοήθημα σε συγκεκριμένη περίπτωση χαρακτηρίζεται ως αγωγή, προσφυγή ή αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τις νομικές κατηγορίες του εθνικού δικαίου. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού των δικαστηρίων ή των ένδικων βοηθημάτων κατά το εσωτερικό δίκαιο, πρώτον, η εθνική έννομη τάξη δεν θα μεταχειρίζεται δικονομικά τις απορρέουσες από το ενωσιακό δίκαιο αξιώσεις κατά τρόπο δυσμενέστερο από εκείνον με τον οποίο μεταχειρίζεται την ένδικη προστασία αντιστοίχων αξιώσεων που απορρέουν από το εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεύτερον, οι διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων που ορίζονται από το εθνικό δίκαιο δεν θα καθιστούν αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση των εκ του ενωσιακού δικαίου απορρεουσών αξιώσεων (αρχή της αποτελεσματικότητας) (υπόθ. C-430/93 και C-431/93, Van Schijndel και Van Veen). Πρόκειται για τη θεμελιώδη αρχή της «δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών», η οποία αναγνωρίζεται παγίως και οριοθετείται στη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. infra § 895 επ.).
ii. Το δίκαιο του ανταγωνισμού και η κατάταξή του στο εμπορικό, αστικό ή διοικητικό δίκαιο
- 37
Το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού έχει στην ουσία ως αντικείμενο να υποβάλλει σε έλεγχο τη συγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας, καθώς και την πρακτική των επιχειρήσεων, όταν αυτές αντίκεινται στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Το εσωτερικό δίκαιο εξετάζει τα ζητήματα αυτά προεχόντως ως μηχανισμούς του εμπορικού δικαίου και τα εντάσσει, από απόψεως ουσιαστικού δικαίου, στο ιδιωτικό δίκαιο, ενώ ως προς τη δικαστική προστασία, αφενός, στο διοικητικό και αφετέρου, ως προς το ζήτημα ενεργοποίησης του μηχανισμού ιδιωτικής εφαρμογής, στο αστικό δίκαιο.
- 38
Από την οπτική γωνία του ενωσιακού δικαίου, δεν πρόκειται αποκλειστικά για ζητήματα αστικού ή εμπορικού δικαίου ούτε απλώς διοικητικού δικαίου, επειδή ο
Σελ. 13
έλεγχος γίνεται από δημόσια αρχή. Από την οπτική του ενωσιακού δικαίου, πρόκειται για θεμελιώδεις συνταγματικές πτυχές της σύγχρονης βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας και υπό την έννοια αυτή, η κατάταξη στο ιδιωτικό (εμπορικό ή αστικό δίκαιο) ή το διοικητικό δίκαιο μικρή σημασία έχει. Στην ενωσιακή έννομη τάξη, τα ζητήματα της λειτουργίας του ανταγωνισμού αντιμετωπίζονται και ρυθμίζονται ως αυτόνομα, τόσο από ουσιαστικής όσο και από διαδικαστικής απόψεως.
iii. Η εξωσυμβατική ευθύνη υπό το φως του ενωσιακού δικαίου
- 39
Η κλασική θεωρία της εξωσυμβατικής ευθύνης, όπως εξετάζεται στο αστικό δίκαιο, εκκινεί από την ανάλυση των προϋποθέσεων της ευθύνης αυτής (παράνομη πράξη ή παράλειψη, κατά κανόνα πταίσμα, ζημία και αιτιώδης συνάφεια). Στόχος είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος και ιδίως η χρηματική αποζημίωσή του.
- 40
Το ενωσιακό δίκαιο επιτρέπει σήμερα η εξωσυμβατική ευθύνη να προσεγγισθεί υπό το φως ενός άλλου στόχου, που είναι η restitutio in integrum, δηλαδή η αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Εκτός, όμως, του πρώτου νέου αυτού στόχου, επιτρέπει και μία άλλη οπτική γωνία, εξίσου σημαντική, η οποία συχνά αγνοείται: πρόκειται για το προληπτικό και αποτρεπτικό αποτέλεσμα της εξωσυμβατικής ευθύνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των δύο αυτών πτυχών της ευθύνης είναι η οδηγία 2004/35/ΕΚ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας: στόχος της οδηγίας αυτής είναι να διαμορφώσει ένα πλαίσιο για την περιβαλλοντική ευθύνη βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και, στο πλαίσιο αυτό, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση τόσο στη δράση αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών από εκείνους που τις προκαλούν –άρθρο 6 οδηγίας– όσο και στην προληπτική δράση που πρέπει αυτοί να αναλαμβάνουν –άρθρο 5 οδηγίας. Πράγματι, ο υπεύθυνα πράττων, δηλαδή εκείνος που ενεργεί με συνείδηση των ενδεχομένων και πιθανών συνεπειών της πράξης, λαμβάνει προφυλάξεις, τις οποίες ούτε καν σκέπτεται εκείνος που ενεργεί χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες αυτές. Η συνείδηση αυτή του πράττοντος υποκειμένου συνεπάγεται ότι κάθε δημόσια αρχή ή επιχείρηση (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) πρέπει να ενεργεί με εξαιρετική συνέπεια ενώπιον των αγνώστων και απροσδιορίστων κινδύνων, οι οποίοι είναι σύμφυτοι με τη χρήση νέων τεχνικών που δεν έχουν ακόμη δοκιμασθεί.
- 41
Το σύγχρονο δίκαιο της εξωσυμβατικής ευθύνης επηρεάζεται από το παραπάνω σκεπτικό που αναδείχθηκε στο ενωσιακό δίκαιο, ιδίως στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, της προστασίας των καταναλωτών, της υγείας, της διάδοσης των γενετικώς τροποποιημένων προϊόντων κ.ά. Αποτυπώνει μία σημαντική
Σελ. 14
αρχή του ενωσιακού δικαίου και εμπλουτίζεται απ’ αυτή. Πρόκειται για την αρχή της προφύλαξης.
- 42
Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Artegodan, η οποία αφορούσε το ζήτημα των προϋποθέσεων ανάκλησης της άδειας κυκλοφορίας των φαρμάκων (T-74/00), η αρχή της προφύλαξης βαίνει πέραν του πεδίου του περιβάλλοντος και αναγνωρίζεται, μάλιστα, ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου,που επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές τη λήψη κατάλληλων μέτρων προκειμένου να προλαμβάνουν, όταν υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τον κίνδυνο, ορισμένους ενδεχόμενους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών επί των οικονομικών συμφερόντων. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σήμερα: Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ) τόνισε ότι, στο μέτρο που τα θεσμικά όργανα είναι υπεύθυνα, στο σύνολο των τομέων δράσεώς τους, για την προστασία της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος, η αρχή της προφύλαξης μπορεί να θεωρηθεί ως αυτόνομη αρχή που απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης. Την τήρηση της αρχής αυτής οφείλουν και οι επιχειρήσεις.
- 43
Η γενική αυτή αρχή υπαγορεύει τη λήψη προσωρινών μέτρων διαχείρισης του κινδύνου ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών και εντοπισμό πιθανότητας βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία, στο περιβάλλον και σε άλλους τομείς, ακόμη και αν ή, μάλλον, επειδή εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλού επιπέδου προστασία, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μία πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου.
- 44
Κατά πάγια νομολογία η αρχή της προφύλαξης συνεπάγεται ότι, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη ή τη σημασία κινδύνων, τα θεσμικά όργανα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υποστατό και το μέγεθος των εν λόγω κινδύνων. Στην υπόθεση Monsanto (C-236/01), όπου τέθηκε το ζήτημα της διάθεσης στην αγορά νέων τροφίμων που παράγονταν από γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι, το Δικαστήριο έκρινε ότι αρκούν ειδικές ενδείξεις οι οποίες, χωρίς να εξαφανίζουν την επιστημονική αβεβαιότητα, καθιστούν δυνατόν ευλόγως να συναχθεί, βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων και των πλέον προσφάτων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας, ότι η θέση σε εφαρμογή [μέτρων] επιβάλλεται προκειμένου να αποφευχθεί η προσφορά στην αγορά νέων τροφίμων που ενέχουν δυνητικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Η αρχή της προφύλαξης θέτει, επομένως, ζητήματα αποδείξεως, και ιδίως το ζήτημα ποιό
Σελ. 15
είναι το αντικείμενο της αποδείξεως, δηλαδή ο επαπειλούμενος ή επελθών κίνδυνος, καθώς και το ζήτημα του βάρους αποδείξεως.
- 45
Συναφώς, ως προς το βάρος αποδείξεως, ένα μέρος της θεωρίας είναι της άποψης ότι η αρχή της προφύλαξης εισάγει κανόνα αντιστροφής του βάρους απόδειξης, υπό την έννοια ότι ο αιτούμενος την κυκλοφορία ενός προϊόντος οφείλει να προσκομίσει επιστημονικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι αυτό δεν παρουσιάζει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Κατά την ορθότερη άποψη, ιδίως, όταν εξετάζεται επαπειλούμενος κίνδυνος, δεν υπάρχει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αρχής απόκλιση από τους παραδοσιακούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως, σύμφωνα με τους οποίους ο επικαλούμενος τέτοιο κίνδυνο οφείλει να τον αποδείξει. Αντιθέτως, αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί είναι ότι η αρχή της προφύλαξης συνεπάγεται μείωση των κριτηρίων αποδείξεως, στο μέτρο που αρκεί ως αποδεικτικό μέσο η πιθανολόγηση του κινδύνου και η επίκληση ατελών επιστημονικών στοιχείων.
γ’. Η σημασία της νομολογίας
- 46
Η χρήση αόριστων νομικών εννοιών (unbestimmte Rechtsbegriffe) είναι σύνηθες φαινόμενο στη Συνθήκη, αλλά και στο παράγωγο δίκαιο. Στην πραγματικότητα, οι αόριστες νομικές έννοιες χρησιμοποιούνται, όταν οι συντάκτες κειμένων, ιδίως στις διαπραγματεύσεις μεταξύ κρατών, δεν συμφωνούν απόλυτα και αφήνουν την εξειδίκευση των όρων που χρησιμοποιούν στα δικαιοδοτικά όργανα. Τέτοια αόριστη νομική έννοια είναι π.χ. τα «μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος» προς ποσοτικούς περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, που απαγορεύονται σύμφωνα με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, ή η «εναρμονισμένη πρακτική» μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία περιορίζει τον ανταγωνισμό κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Τέτοιου τύπου νομικές έννοιες επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες, εκ των οποίων μία μόνο μπορεί να απηχεί θετικό δίκαιο σε δεδομένη χρονική στιγμή. Η χρήση των εννοιών αυτών είναι αποτέλεσμα νομοθετικής τεχνικής που χρησιμοποιεί ο συντακτικός ή αναθεωρητικός ενωσιακός νομοθέτης και γενικότερα, οι συντάκτες διεθνών Συνθηκών, οι οποίοι δυσκολεύονται να προβλέψουν την εξελικτική διαμόρφωση του νομικού περιγύρου των Συνθηκών για μακρά περίοδο και αδυνατούν να συμφωνήσουν για το συγκεκριμένο περιεχόμενο μίας νομικής έννοιας. Με τη χρήση τέτοιων αορίστων εννοιών, ο ενωσιακός νομοθέτης μεταθέτει στην ουσία την αρμοδιότητα της συγκεκριμενοποίησής τους, μέσω της ερμηνείας, στον ενωσιακό δικαστή. Η τεχνική αυτή προσδίδει στο ενωσιακό δίκαιο την αναγκαία ευελιξία που του επιτρέπει να προσαρμόζεται στους στόχους και τις ανάγκες της ενοποιητικής διαδικασίας. Ανάλογα φαινόμενα απαντούν και στο πλαίσιο της ενωσιακής νομοθετικής λειτουργίας του κοινού νομοθέτη, όταν θεσπίζονται κανονισμοί ή οδηγίες.
Σελ. 16
- 47
Ένα άλλο ζήτημα ανακύπτει από το γεγονός ότι το ενωσιακό δίκαιο συντάσσεται σε πλείονες ισοδύναμες γλωσσικές αποδόσεις. Το άρθρο 55 παρ. 1 ΣΕΕ αναφέρει τις γλώσσες στις οποίες έχει συνταχθεί η ΣΕΕ, είκοσι τέσσερις (24) τον αριθμό. Τα κείμενα της Συνθήκης είναι όλα εξίσου αυθεντικά. Το ίδιο ισχύει και για την ΣΛΕΕ (άρθρο 358 ΣΛΕΕ). Το φαινόμενο των νομικών κειμένων που είναι ισοδύναμα σε πλείονες γλώσσες απαντά σε πολλές περιπτώσεις στα διεθνή κείμενα, αλλά και στο εσωτερικό δίκαιο κρατών μελών (π.χ. Λουξεμβούργο, Φινλανδία, κ.ά.). Επομένως, η ιδιαιτερότητα δεν ανήκει αποκλειστικά στο ενωσιακό δίκαιο. Εδώ, όμως, η ιδιαιτερότητα συνίσταται στο ότι, αντίθετα από τα κείμενα των κλασικών διεθνών συνθηκών συνεργασίας, το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, πράγμα που σημαίνει μόνιμη εγρήγορση από το μελετητή του ενωσιακού δικαίου και τον εθνικό δικαστή, διότι σφάλματα ή παρανοήσεις που οφείλονται στις πολλαπλές γλωσσικές αποδόσεις όρων, εμφανίζονται όταν τίθεται θέμα ερμηνείας.
- 48
Σε πολλές περιπτώσεις, η εξέταση του ενωσιακού κειμένου και η αντιπαραβολή των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων δεν επιτρέπουν να δοθεί ασφαλής απάντηση ως προς το νόημα των όρων που χρησιμοποιούνται στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις. Όταν υπάρχει τέτοια δυσχέρεια ή αδυναμία, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, ο εθνικός δικαστής έχει δυνατότητα και υπό προϋποθέσεις, υποχρέωση να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ένωσης, το οποίο θα ερμηνεύσει δεσμευτικά το αμφισβητούμενο κείμενο (άρθρο 267 ΣΛΕΕ). Ο ενωσιακός δικαστής δεν αγνοεί τη γραμματική ερμηνεία, η οποία διατυπώνει το νόημα των επίμαχων όρων εστιάζοντας στη διατύπωσή τους, όμως η μέθοδος αυτή δεν επιτρέπει πάντα την ομοιόμορφη ερμηνεία, και για το λόγο αυτό πρωτεύων ρόλος επιφυλάσσεται στην τελολογική ερμηνεία, η οποία επιχειρεί να αναδείξει το σκοπό (τέλος) του ενωσιακού κειμένου. Από τις μεθόδους ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου δεν αποκλείονται πάντως η ιστορική και η συστηματική ερμηνεία, οι οποίες αξιοποιούν ερμηνευτικά το ιστορικό της θέσπισης του ενωσιακού κανόνα και την ένταξή του σε συγκεκριμένο σύνολο διατάξεων, αντίστοιχα.
- 49
Η προβληματική της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου στις περιπτώσεις αορίστων εννοιών και όρων που αποδίδονται σε κείμενα συνταχθέντα σε διάφορες γλώσσες, τα οποία είναι ισοδύναμα, αναδεικνύει το ρόλο της νομολογίας του Δικαστηρίου στο ενωσιακό δίκαιο. Το ενωσιακό δίκαιο είναι νομολογιακό δίκαιο και η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης είναι εκείνη που εν πολλοίς δημιουργεί το ενωσιακό δίκαιο.
- 50
Πράγματι, ανεξάρτητα από την περί νομολογίας αντίληψη με την οποία τάσσεται κανείς όσον αφορά το εσωτερικό δίκαιο, δηλαδή την παραδοσιακή, σύμφωνα με την οποία ο δικαστής ανευρίσκει και διατυπώνει απλώς τον ήδη ισχύοντα
Σελ. 17
άγραφο κανόνα δικαίου ή την πιο ριζοσπαστική, σύμφωνα με την οποία ο δικαστής διαμορφώνει και δημιουργεί τον κανόνα δικαίου (και η μόνη διαφορά που έχει από το νομοθέτη συνίσταται στον τρόπο που τον δημιουργεί), πολλοί συγγραφείς θεωρούν ότι η νομολογία του Δικαστηρίου είναι πηγή δικαίου και μάλιστα ορισμένοι ομιλούν για «νομολογιακή νομοθεσία» (Rechtsschöpfung - Judge made law - législation jurisprudentielle).
- 51
Κατά την άποψη αυτή, ναι μεν δεν αμφισβητείται ότι η θέσπιση κανόνων δικαίου αποτελεί κατά προτεραιότητα έργο του νομοθέτη, όμως το Δικαστήριο, μέσω της ερμηνείας, δημιουργεί δίκαιο μετέχοντας εκάστοτε, με διάφορο τρόπο και με διάφορο βαθμό συμμετοχής, στη δικαιοπαραγωγική λειτουργία. Ειδικότερα, ο τρόπος συμμετοχής του ενωσιακού δικαστή στη δικαιοπαραγωγή της Ένωσης γίνεται υπό τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη φύση του δικαστικού λειτουργήματος. Τέτοιοι περιορισμοί είναι π.χ. η υποχρέωση του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται, μόνο όταν συγκεκριμένη υπόθεση τεθεί ενώπιόν του είτε από τον εθνικό δικαστή (προδικαστικό ερώτημα) είτε κατόπιν πρωτοβουλίας θεσμικών οργάνων, κράτους μέλους ή ιδιώτη (ubi non est actio, ibi non est jurisdictio)· η υποχρέωσή του να κρίνει βάσει των αιτημάτων των διαδίκων (intra petita και secundum legem)· η υποχρέωσή του επίσης να αιτιολογεί την απόφασή του κ.ά.
- 52
Η θέση αυτή περί της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πηγής του ενωσιακού δικαίου, έχει ως φιλοσοφικό υπόβαθρο την κατηγορική προσταγή του Kant, όπως έχει διατυπωθεί στο θεμελιώδες έργο του “Grundlegung zur Metaphysik der Sitten” (1785). Παρά το ότι στο έργο αυτό υπάρχουν διαφορετικές αποδόσεις της κατηγορικής προσταγής, η θεμελιώδης ιδέα της συνίσταται στην επιταγή: «Να πράττεις μόνο σύμφωνα με την αρχή η οποία θα ήθελες να αναχθεί σε γενικό κανόνα». Η κατηγορική προσταγή του Kant δεν αποτελεί μόνο οδηγό για τις ατομικές πράξεις στο χώρο της Ηθικής. Παρέχει επίσης μία ισχυροτάτη οδηγία για το δικαστή που αναπτύσσει τη νομολογία, υπό την έννοια ότι οφείλει να επιλύσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομολογιακό προηγούμενο για μελλοντικές αντίστοιχες περιπτώσεις. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή στο ενωσιακό δίκαιο της κατηγορικής προσταγής του Kant μπορεί να εξηγήσει τον «κανονιστικό» χαρακτήρα της νομολογίας ως πηγής του ενωσιακού δικαίου.
- 53
Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, η οποία φαίνεται, τουλάχιστον για το ενωσιακό δίκαιο, να είναι η ορθότερη, η παραγωγή κανόνων δικαίου από τον ενωσιακό νομοθέτη είναι ένας από τους τρόπους παραγωγής του ενωσιακού δικαίου και δεν ανήκει αποκλειστικά στα ενωσιακά νομοθετικά όργανα. Κανόνες ενωσιακού δικαίου θέτει όχι μόνο ο ενωσιακός νομοθέτης, αλλά και ο ενωσιακός δικαστής, διότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει εντονότερη ανάγκη δικαστικής δικαιοπαραγωγής.
Σελ. 18
- 54
Οι λόγοι της ανάγκης αυτής συναιρούνται στο ότι η Συνθήκη και το λοιπό ενωσιακό δίκαιο έχουν πολλές φορές αποσπασματικό χαρακτήρα, είναι κείμενα ελλιπή, καθορίζουν στόχους χωρίς να διατυπώνουν συγκεκριμένους κανόνες, χρησιμοποιούν αόριστες έννοιες και είναι διατυπωμένα σε περισσότερες γλωσσικές αποδόσεις που είναι ισοδύναμες. Οι λόγοι αυτοί παρέχουν στον ενωσιακό δικαστή a fortiori τη δυνατότητα ασκήσεως δικαιοπαραγωγικής λειτουργίας. Εξ ού και η σημασία της νομολογίας του Δικαστηρίου.
δ΄. Οι γενικές αρχές
- 55
Σε μία από τις παλαιές αποφάσεις του Δικαστηρίου αναφέρεται ότι «το γεγονός ότι ένας κανόνας δεν μνημονεύεται στο γραπτό [ενωσιακό] δίκαιο, δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η ισχύς του» (υπόθ. 108/63, Merlini). Το dictum αυτό αναδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία που έχουν οι γενικές αρχές στο ενωσιακό δίκαιο. Η σημασία τους είναι ιδιάζουσα, διότι στο δίκαιο της Ένωσης οι γενικές αρχές έχουν διαφορετική λειτουργία απ’ ό,τι στο εσωτερικό δίκαιο.
- 56
Πράγματι, στο δίκαιο των κρατών μελών, ιδίως εκείνων που κατατάσσονται στα «ηπειρωτικά δίκαια», ο νομικός, ιδίως ο δικαστής, έχει την τάση να προσεγγίζει τα ζητήματα με αναφορά στο γραπτό δίκαιο (Σύνταγμα, νόμοι, κανονιστικές διατάξεις, διεθνείς συνθήκες). Αναγκαστικά ερευνά τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις και πολλές φορές τη θεωρία, η οποία παρέχει πληροφορίες αλλά και απόψεις των συγγραφέων για τα υπό επίλυση νομικά ζητήματα, ειδικότερα σε σχέση με μία επερχόμενη ή πρόσφατα επελθούσα νομοθετική τροποποίηση ή νομολογιακή εξέλιξη. Η θεωρία καταρχάς πληροφορεί, μερικές φορές απλώς περιγράφει και άλλες φορές συστηματοποιεί τα ζητήματα, αποτιμά τη νομοθετική ή νομολογιακή εξέλιξη και διευκολύνει την ένταξή τους στο θετικό δίκαιο.
- 57
Στο τέλος αυτής της διαδρομής μεταξύ νομοθεσίας, νομολογίας και θεωρίας, ο ενασχολούμενος με το εσωτερικό δίκαιο νομικός θέτει ερωτήματα για τους κανόνες του άγραφου δικαίου και των γενικών αρχών. Αυτά τα ερωτήματα τίθενται στο εσωτερικό δίκαιο όταν ανευρίσκονται νομοθετικά κενά.
- 58
Η προσέγγιση στο ενωσιακό δίκαιο αντιστρέφει αυτή την οπτική και αναδεικνύει το θεμελιακό χαρακτήρα των γενικών αρχών, ως αρχών διαμόρφωσης του ενωσιακού δικαίου. Οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου συνιστούν προαπαιτούμενο για την ερμηνευτική προσέγγιση του δικαίου της Ένωσης. Οι δε γραπτοί κανόνες του ενωσιακού δικαίου, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν εξειδίκευση των γενικών αρχών, δεν έχουν σημασία παρά μόνο σε σχέση προς τις αρχές αυτές, ερμηνεύονται πάντα υπό το φως τους και ελέγχονται για τη συμβατότητά
Σελ. 19
τους προς αυτές. Οι γενικές αρχές αναδεικνύουν την αυτοτέλεια της ενωσιακής έννομης τάξης, στηρίζουν το σύνολο του δικαίου της Ένωσης και διασφαλίζουν τη συστηματική συνοχή του. Αντίθετα απ’ ό,τι ισχύει στο εσωτερικό δίκαιο, οι γενικές αρχές δεν έρχονται στην τελική ευθεία μόνο για να συμπληρώσουν τα κενά του γραπτού δικαίου. Βρίσκονται στα θεμέλια του οικοδομήματος και στην ύψιστη ιεραρχική θέση των πηγών μαζί με τις Συνθήκες και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
- 59
Ένας σοβαρός λόγος που δεν επέτρεψε την προσέγγιση που προαναφέρθηκε είναι το γεγονός ότι πολλοί κλάδοι του εσωτερικού δικαίου καθώς και το δημόσιο διεθνές δίκαιο διεκδικούν τη μελέτη και ανάλυση του ενωσιακού δικαίου, ένα είδος ανταγωνισμού μεταξύ δικαιικών κλάδων. Παρά το ότι η προσέγγιση του ενωσιακού δικαίου από κλάδους του εσωτερικού ή από το δημόσιο διεθνές δίκαιο συνιστά εξαιρετικά γόνιμη διαδικασία και καταλήγει σε θετικά πολλές φορές αποτελέσματα, δεν επιτρέπει την ανάδειξη των γενικών αρχών ως θεμελιακών προαπαιτουμένων της μεθοδολογίας του ενωσιακού δικαίου. Το τελευταίο αυτό έχει κατά καιρούς διεκδικηθεί και αναλυθεί, ιδίως στην αρχικές του φάσεις εξελίξεως, άλλοτε από το δημόσιο διεθνές δίκαιο, άλλοτε από το εσωτερικό δημόσιο δίκαιο (συνταγματικό και διοικητικό), ακόμη και από το ιδιωτικό δίκαιο (αστικό και εμπορικό). Εντούτοις, κανένας κλάδος του εσωτερικού ή του δημόσιου διεθνούς δικαίου δεν έχει επιβληθεί και αναλάβει ηγεμονική θέση στην προσέγγιση του ενωσιακού δικαίου. Οι προσεγγίσεις τους, όμως, δεν επέτρεψαν να αναδειχθούν οι γενικές αρχές ως θεμελιακό προαπαιτούμενο της μεθοδολογίας του ενωσιακού δικαίου.
- 60
Από την πλευρά του επίσης το ενωσιακό δίκαιο δεν επιδιώκει να έχει ηγεμονική θέση σε σχέση με τους λοιπούς δικαιικούς κλάδους, ιδίως του εσωτερικού αλλά και του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Στόχος του δεν είναι να προστεθεί μία νέα έννομη τάξη στην έννομη τάξη των κρατών μελών, αλλά η έννομη αυτή τάξη να συναρμοσθεί προς αυτές με σκοπό να τις εναρμονίσει.
Β΄. Διαφοροποίηση από το δημόσιο διεθνές δίκαιο
α΄. Διεθνείς Συνθήκες Συνεργασίας και Διεθνείς Συνθήκες Ενοποίησης
- 61
Στο χώρο του δημόσιου διεθνούς δικαίου συνάπτονται μεταξύ πλειόνων κρατών πολυμερείς διεθνείς συνθήκες. Αποτέλεσμά τους είναι η δημιουργία ενός πλέγματος νομικών δεσμεύσεων μεταξύ κρατών. Πολλές από τις διεθνείς αυτές συμφωνίες είναι συμφωνίες συνεργασίας, στο πλαίσιο της οποίας κάθε συμβαλλόμενο μέρος διατηρεί πλήρως την αυτοτέλειά του και τα δικαστήριά του έχουν την αρμοδιότητα να προσδιορίζουν το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής κάθε διεθνούς συμφωνίας.
Σελ. 20
- 62
Τέτοια περίπτωση, που αφορά προσδιορισμό του περιεχομένου και του πεδίου εφαρμογής διεθνούς συμφωνίας, έχει σημασία για την απονομή από τις διεθνείς συμφωνίες δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Ειδικότερα, στο κλασικό δημόσιο διεθνές δίκαιο το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης έκρινε ότι μία διεθνής συμφωνία μπορεί να δημιουργεί δικαιώματα υπέρ ιδιωτών, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύσουν (ΔΔΔΔ, Advisory Opinion 3.3.1928, Danzig, Series B, no 15, η οποία αφορούσε χρηματικές αξιώσεις σιδηροδρομικών υπαλλήλων έναντι του πολωνικού οργανισμού σιδηροδρόμων). Η δημιουργία όμως δικαιωμάτων υπέρ ιδιωτών στο δημόσιο διεθνές δίκαιο δεν είναι απόρροια ενός «θεσμικού αυτοματισμού», αλλά εξαρτάται από την πρόθεση ή τη βούληση των συμβαλλομένων μερών.
- 63
Εφόσον όλα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν για την ερμηνεία του περιεχομένου και του πεδίου εφαρμογής των διεθνών αυτών συμφωνιών, τίθενται μόνο ζητήματα ομαλής εφαρμογής τους. Όταν, όμως, σημειώνονται διαφωνίες μεταξύ των μερών, αυτές οδηγούν αναπόφευκτα σε νομικό αδιέξοδο. Και τούτο, διότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος ακολουθεί την ερμηνεία των δικαστηρίων του, η οποία αποκλείει τη δυνατότητα ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής τους. Ως αποτέλεσμα του αδιεξόδου αυτού, οι διεθνείς αυτές συμφωνίες είναι καταδικασμένες να μην εφαρμόζονται ούτε στις μεταξύ των κρατών σχέσεις ούτε έναντι των ιδιωτών.
- 64
Αντίθετα, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και οι προγενέστερες Συνθήκες που ίδρυσαν και διαμόρφωσαν την κοινοτική –σήμερα ενωσιακή έννομη τάξη–, ανήκουν στην κατηγορία των διεθνών συμφωνιών ενοποιήσεως. Στις διεθνείς συμφωνίες ενοποιήσεως, τα κράτη μέλη δεν διατηρούν πλήρως την αυτοτέλειά τους, αλλά ορισμένα από τα κυριαρχικά τους δικαιώματα «μεταφέρονται» στο διεθνή οργανισμό που ιδρύεται με αυτές –εν προκειμένω, στην Ένωση. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός φαινομένου «διαιρεμένης κυριαρχίας» αντίστοιχου, όχι όμως ταυτόσημου, προς τα ομοσπονδιακά κράτη, όπου άλλες αρμοδιότητες ανήκουν στο ομοσπονδιακό κράτος και άλλες στα ομόσπονδα κράτη.
- 65
Η σημαντική διαφοροποίηση από τις διεθνείς συμφωνίες του κλασικού δημοσίου διεθνούς δικαίου συνίσταται στο ότι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (όπως και οι προγενέστερες αυτής) εγκαθιδρύουν ένα Δικαστήριο με υποχρεωτική και αποκλειστική αρμοδιότητα για την επίλυση διαφορών μεταξύ κρατών ή μεταξύ των τελευταίων και της Ένωσης. Η ύπαρξη του Δικαστηρίου εξασφαλίζει την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης και αποτρέπει τα ερμηνευτικά αδιέξοδα που παρατηρούνται στις διεθνείς συμφωνίες συνεργασίας (βλ. infra Κεφ. 8 § 3).
- 66
Επιπλέον, για την αναγνώριση δικαιωμάτων υπέρ ιδιωτών δεν εξετάζεται, όπως στο κλασικό διεθνές δίκαιο η πρόθεση ή η βούληση των συμβαλλομένων μερών,
αλλά το «πνεύμα, το σύστημα και το γράμμα των διατάξεων της Συνθήκης». Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη θεμελιώδη απόφαση Van Gend en Loos (υπόθ. 26/62), από όλα αυτά τα στοιχεία συνάγεται ότι υποκείμενα της Ένωσης είναι «όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι υπήκοοί τους» και ότι «όπως το [ενωσιακό] δίκαιο δημιουργεί υποχρεώσεις στους ιδιώτες, πρέπει επίσης να γεννά και δικαιώματα υπέρ αυτών». Συνεπώς, εν προκειμένω η αναγνώριση δικαιωμάτων υπέρ ιδιωτών δεν εξαρτάται από τη βούληση των συμβαλλομένων μερών, αλλά είναι απόρροια της φύσης και των αρχών της ενωσιακής έννομης τάξης.