ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 400
- ISBN: 978-618-08-0399-0
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XXIX
ΜΕΡΟΣ Ι
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
§ 1. Η έννοια του δικαίου
Ι. Τα εννοιολογικά γνωρίσματα του δικαίου 1
1. Σύνολο κανόνων για τη ρύθμιση ορισμένης εξωτερικής συμπεριφοράς 2
2. Ετερόνομη ρύθμιση 2
3. Επιτακτική ρύθμιση 3
ΙΙ. Η νομική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών -
Η έννομη σχέση 3
§ 2. Διάκριση του δικαίου από συγγενή μορφώματα
Ι. Η ηθική 4
ΙΙ. Η εθιμοτυπία 6
ΙΙΙ. Το «soft law» («ήπιο δίκαιο») 6
§ 3. Η διάκριση σε ιδιωτικό και δημόσιο δίκαιο
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 8
ΙΙ. Οι θεωρίες για τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου 10
1. Η θεωρία των υποκειμένων 10
2. Η θεωρία των συμφερόντων 11
3. Η θεωρία της υποταγής 12
4. Η θεωρία της εξουσίας 12
ΙΙΙ. Η σημασία της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου 13
§ 4. Το δίκαιο και συγγενείς επιστήμες
Ι. Το δίκαιο και η οικονομική επιστήμη 15
ΙΙ. Το δίκαιο και η διοικητική επιστήμη 16
ΙΙΙ. Το δίκαιο και η τεχνολογία 16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
§ 5. Τα μορφολογικά και λειτουργικά στοιχεία του κανόνα δικαίου
Ι. Η έννοια του κανόνα δικαίου 18
ΙΙ. Η δομή του κανόνα δικαίου 18
1. Το πραγματικό του κανόνα δικαίου 19
2. Η έννομη συνέπεια του κανόνα δικαίου 19
ΙΙΙ. Η εφαρμογή του κανόνα δικαίου 20
1. Ο δικανικός συλλογισμός 20
2. Η συρροή των κανόνων δικαίου 21
IV. Η χρονική ισχύς του κανόνα δικαίου 22
1. Τυπική και ουσιαστική ισχύς 23
2. Η αναδρομικότητα των νόμων 23
α. Γνήσια και μη γνήσια αναδρομή 24
β. Η νομική θεμελίωση της αναδρομικότητας των νόμων 24
γ. Περιπτώσεις μη αναδρομικότητας των νόμων 25
3. Η κατάργηση του κανόνα δικαίου 27
§ 6. Είδη κανόνων δικαίου
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 27
ΙΙ. Σημαντικές διακρίσεις κανόνων δικαίου 28
1. Κανόνες αναγκαστικού και ενδοτικού δικαίου 28
α. Κανόνες αναγκαστικού δικαίου 28
β. Κανόνες ενδοτικού δικαίου 29
2. Ερμηνευτικοί κανόνες 30
3. Νόμιμα τεκμήρια 31
4. Πλάσματα δικαίου 32
5. Γενικές ρήτρες 32
§ 7. Η ερμηνεία των κανόνων δικαίου
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 33
ΙΙ. Αυθεντική ερμηνεία 33
ΙΙΙ. Επιστημονική ερμηνεία 33
1. Γραμματική ερμηνεία 34
2. Λογική ερμηνεία 35
α. Επιχειρήματα της λογικής 35
β. Συστηματική ερμηνεία 36
γ. Τελολογική ερμηνεία 37
δ. Ιστορική ερμηνεία 38
ε. Συγκριτική ερμηνεία 38
IV. Αναλογία και νομοθετικά κενά 39
1. Αναλογία νόμου 40
2. Αναλογία δικαίου 41
3. Ανάλογη εφαρμογή 41
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
§ 8. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ι. Τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των αρχών του δικαίου 42
ΙΙ. Η κανονιστική λειτουργία των αρχών του δικαίου ειδικότερα 43
§ 9. Ορισμένες θεμελιώδεις αρχές του δικαίου
Ι. Στο ιδιωτικό δίκαιο 44
1. Η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας 44
2. Η αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών 46
3. Η αρχή της καλής πίστης 47
4. Η αρχή της ευθύνης 47
ΙΙ. Στο δημόσιο δίκαιο 48
1. Η αρχή της νομιμότητας 48
2. Η αρχή του δημοσίου συμφέροντος 49
3. Η αρχή της προστασίας του διοικουμένου 50
4. Η αρχή της αναλογικότητας 52
ΙΙΙ. Συγκριτικές παρατηρήσεις 53
1. Η σημασία των γενικών αρχών του δικαίου για το ιδιωτικό και το δημόσιο
δίκαιο αντίστοιχα 53
2. Ιδιωτική αυτονομία και αρχή της νομιμότητας 54
3. Το δημόσιο δίκαιο ως πηγή εν δυνάμει περιορισμών
στην ιδιωτική αυτονομία 55
4. Η ασφάλεια δικαίου ως κοινό σημείο αναφοράς του ιδιωτικού
και δημοσίου δικαίου 55
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ
ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
§ 10. Γενικές παρατηρήσεις
Ι. Η έννοια των πηγών του δικαίου 57
ΙΙ. Η ιεραρχία των πηγών του δικαίου 58
§ 11. Τα είδη των πηγών του δικαίου
Ι. Το Σύνταγμα 59
1. Τα χαρακτηριστικά του Συντάγματος 59
2. Το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του Συντάγματος 61
α. Η σύνταξη της Πολιτείας και η διάκριση των εξουσιών 61
β. Θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών 63
γ. Διεθνείς σχέσεις 63
3. Κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος εκτός του Συντάγματος 63
ΙΙ. Το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο 64
1. Το διεθνές δίκαιο 64
2. Το ενωσιακό δίκαιο 65
ΙΙΙ. Ο τυπικός νόμος
1. Διάκριση μεταξύ τυπικών και ουσιαστικών νόμων 67
α. Η έννοια του τυπικού νόμου 67
β. Η έννοια του ουσιαστικού νόμου 67
2. Η διαδικασία ψήφισης του τυπικού νόμου 68
3. Ο Κανονισμός της Βουλής 68
4. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου 69
IV. Το έθιμο (Gewohnheitsrecht) 70
1. Η έννοια και η σημασία του εθίμου 70
2. Η δυνατότητα κατάργησης νόμου από έθιμο 71
V. Οι κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης 72
1. Η έννοια και η νομική φύση των κανονιστικών πράξεων της Διοίκησης 72
2. Η νομοθετική εξουσιοδότηση ειδικότερα 73
VI. Η συλλογική σύμβαση εργασίας 75
VΙΙ. Η νομολογία ως εν δυνάμει πηγή του δικαίου 76
§ 12. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων
Ι. Τυπικοί νόμοι και κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης 78
ΙΙ. Τυπική και ουσιαστική αντισυνταγματικότητα 78
1. Τυπική αντισυνταγματικότητα 78
2. Ουσιαστική αντισυνταγματικότητα 79
ΙΙΙ. Προληπτικός και κατασταλτικός έλεγχος 79
1. Προληπτικός έλεγχος 79
2. Κατασταλτικός έλεγχος 80
α. Το συνταγματικό θεμέλιο του ελέγχου από τα δικαστήρια 80
β. Τα χαρακτηριστικά του ελέγχου από τα δικαστήρια 80
γ. Οι έννομες συνέπειες της αντισυνταγματικότητας 81
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΛΑΔΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥ
§ 13. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ι. Διάκριση σε εθνικό και διεθνές δίκαιο 83
ΙΙ. Διάκριση σε ιδιωτικό και δημόσιο δίκαιο 83
§ 14. Κλάδοι του δημοσίου δικαίου
Ι. Συνταγματικό δίκαιο 84
ΙΙ. Διοικητικό δίκαιο 84
ΙΙΙ. Ποινικό δίκαιο 85
IV. Δικονομικό δίκαιο 85
V. Εκκλησιαστικό δίκαιο 86
VI. Δημόσιο διεθνές δίκαιο 86
§ 15. Κλάδοι του ιδιωτικού δικαίου
Ι. Αστικό δίκαιο 87
1. Το πεδίο εφαρμογής και η σημασία του αστικού δικαίου 87
2. Ο Αστικός Κώδικας ως κύρια πηγή του αστικού δικαίου 87
α. Το ιστορικό της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα 87
β. Άλλα νομοθετήματα ως πηγές του αστικού δικαίου 88
γ. Τα επιμέρους βιβλία του Αστικού Κώδικα 88
ΙΙ. Εμπορικό δίκαιο 90
ΙΙΙ. Εργατικό δίκαιο 91
IV. Δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας 92
V. Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο 92
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΠΑΡΟΧΗ ΕΝΝΟΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
§ 16. Μορφές έννομης προστασίας
Ι. Η δικαστική έννομη προστασία και η κατοχύρωσή της 94
ΙΙ. Είδη δικαστικής προστασίας 95
1. Ασφαλιστικά μέτρα 95
2. Κρατικός εξαναγκασμός σε συμμόρφωση 96
α. Η αναγκαστική εκτέλεση 96
β. Ο διοικητικός καταναγκασμός 97
ΙΙΙ. Η εναλλακτική επίλυση διαφορών 98
1. Η διαιτησία 99
2. Η διαμεσολάβηση 100
IV. Η αυτοδύναμη προστασία 100
1. Η αυτοδικία 101
2. Η άμυνα 102
3. Η κατάσταση ανάγκης 102
4. Το δικαίωμα αντίστασης κατά της προσπάθειας κατάλυσης
του Συντάγματος 103
§ 17. Η οργάνωση και η λειτουργία των δικαστηρίων
Ι. Η διάρθρωση των δικαστηρίων 103
1. Η δικαιοδοσία των δικαστηρίων 104
α. Διεθνής δικαιοδοσία 104
β. Δικαιοδοσία πολιτική, διοικητική και ποινική 104
γ. Αμφισβητούμενη και εκούσια δικαιοδοσία 105
2. Βαθμοί δικαιοδοσίας 105
3. Η αρμοδιότητα των δικαστηρίων 106
ΙΙ. Η απονομή δικαιοσύνης από τα δικαστήρια 106
1. Ένδικα βοηθήματα 107
2. Η δίκη 108
3. Η δικαστική απόφαση 108
ΜΕΡΟΣ ΙII
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
§ 18. Η έννοια του δικαιώματος και διάκριση από συγγενείς έννοιες
Ι. Η έννοια του δικαιώματος 111
ΙΙ. Διάκριση από συγγενείς έννοιες 112
1. Η έννομη σχέση 112
2. Η έννομη κατάσταση 112
3. Ο θεσμός 113
4. Οι φυσικές ελευθερίες 113
§ 19. Δημόσια και ιδιωτικά δικαιώματα
Ι. Τα κριτήρια διάκρισης σε δημόσια και ιδιωτικά δικαιώματα 113
ΙΙ. Η σημασία της διάκρισης σε δημόσια και ιδιωτικά δικαιώματα 114
ΙΙΙ. Η άσκηση των δημόσιων και ιδιωτικών δικαιωμάτων 116
IV. Ειδικώς η καταχρηστική άσκηση των δημόσιων
και ιδιωτικών δικαιωμάτων 116
1. Η κατάχρηση των δημόσιων δικαιωμάτων 117
α. Η κατάχρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων 117
β. Η κατάχρηση των λοιπών δικαιωμάτων του ουσιαστικού δημοσίου δικαίου 118
γ. Η κατάχρηση εξουσίας 118
2. Η κατάχρηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων 119
α. Προϋποθέσεις κατάχρησης 119
β. Ειδικές μορφές κατάχρησης 121
i. Η αποδυνάμωση δικαιώματος 121
ii. Η κατάχρηση θεσμού 122
iii. Οι καταχρηστικοί ΓΟΣ 122
γ. Οι έννομες συνέπειες από την κατάχρηση δικαιώματος 123
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
§ 20. Εισαγωγή στη θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων
Ι. Το δημόσιο δικαίωμα ως έννοια γένους συγκριτικά
με τα θεμελιώδη δικαιώματα 124
ΙΙ. Έννοια και διακρίσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων 124
1. Ατομικά δικαιώματα ή ελευθερίες 125
2. Πολιτικά δικαιώματα 126
3. Κοινωνικά δικαιώματα 126
ΙΙΙ. Οι φορείς και οι αποδέκτες των θεμελιωδών δικαιωμάτων 127
1. Γενικά 127
2. Η τριτενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων 128
IV. Οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων 128
1. Η αλληλεπίδραση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως
αυτονόητος περιορισμός 129
2. Η αναστολή των ατομικών δικαιωμάτων λόγω κήρυξης της χώρας
σε κατάσταση πολιορκίας 129
3. Η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων 130
4. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το Σύνταγμα 130
5. Τα όρια των περιορισμών και ιδίως η αρχή της αναλογικότητας 131
§ 21. Περιπτωσιολογία ατομικών δικαιωμάτων
Ι. Η αρχή της ισότητας 132
ΙΙ. Ελευθερίες με αντικείμενο προσωπικές πτυχές του ατόμου 134
1. Ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια 134
2. Προσωπική ελευθερία σε στενή έννοια 135
3. Ελευθερίες δράσης και έκφρασης 136
ΙΙΙ. Ελευθερίες της ιδιωτικής σφαίρας 138
1. Το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής 138
2. Το άσυλο της κατοικίας 139
3. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων 140
4. Το απόρρητο της επικοινωνίας 141
IV. Συλλογικές ελευθερίες 141
V. Οικονομικές ελευθερίες 143
1. Η γενική οικονομική ελευθερία 143
2. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας 144
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
§ 22. Κατηγορίες ιδιωτικών δικαιωμάτων
Ι. Τα εξουσιαστικά και τα διαπλαστικά δικαιώματα 147
1. Τα εξουσιαστικά δικαιώματα 147
α. Τα απόλυτα δικαιώματα 147
β. Τα σχετικά δικαιώματα 148
2. Τα διαπλαστικά δικαιώματα 148
ΙΙ. Διάκριση των δικαιωμάτων με βάση τη συστηματική διαίρεση του ΑΚ 149
1. Τα ενοχικά δικαιώματα 150
α. Έννοια και περιεχόμενο των ενοχικών δικαιωμάτων 150
β. Η υποχρεωτικότητα της ενοχής 151
γ. Γενεσιουργοί λόγοι των ενοχικών δικαιωμάτων 151
2. Τα εμπράγματα δικαιώματα 152
α. Έννοια και περιεχόμενο των εμπράγματων δικαιωμάτων 152
β. Ιδίως το πράγμα ως αντικείμενο του εμπράγματου δικαιώματος 152
γ. Διαφορές μεταξύ εμπράγματου και ενοχικού δικαιώματος 154
δ. Η κυριότητα 154
ε. Οι δουλείες και ειδικότερα η επικαρπία 156
στ. Το ενέχυρο 157
ζ. Η υποθήκη 158
3. Τα οικογενειακά δικαιώματα 160
4. Τα κληρονομικά δικαιώματα 160
IΙΙ. Άλλες διακρίσεις των ιδιωτικών δικαιωμάτων 161
1. Περιουσιακά, προσωπικά και μικτά δικαιώματα 161
2. Προσωποπαγή και πραγματοπαγή δικαιώματα 161
3. Διαιρετά και αδιαίρετα δικαιώματα 162
4. Η αξίωση ως ειδικότερη μορφή δικαιώματος 162
§ 23. Η κτήση, η αλλοίωση και η απώλεια των δικαιωμάτων
Ι. Η κτήση δικαιώματος 163
1. Η έννοια της κτήσης δικαιώματος και η προσδοκία δικαιώματος 163
2. Τρόποι κτήσης δικαιώματος 164
α. Εθελούσια και αυτοδίκαιη κτήση 164
β. Πρωτότυπη και παράγωγη κτήση 165
γ. Ειδικώς η κτήση κυριότητας πράγματος 166
i. Η κτήση κυριότητας με σύμβαση 166
ii. Η κτήση κυριότητας με χρησικτησία 168
δ. Ειδικώς η κτήση δικαιώματος με κληρονομική (καθολική) διαδοχή 169
ΙΙ. Η αλλοίωση δικαιώματος 169
ΙΙΙ. Η απώλεια δικαιώματος 170
§ 24. Σύγκρουση και χρονικά όρια στην άσκηση των δικαιωμάτων
Ι. Η σύγκρουση των δικαιωμάτων 171
ΙΙ. Τα χρονικά όρια στην άσκηση των δικαιωμάτων 172
1. Η παραγραφή 173
α. Γενικές παρατηρήσεις 173
β. Διακοπή και αναστολή του χρόνου παραγραφής 174
2. Η αποσβεστική προθεσμία 175
ΜΕΡΟΣ IV
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
§ 25. Πρόσωπα και ικανότητα δικαίου
Ι. Ικανότητα δικαίου: Έννοια και διακρίσεις 177
1. Η έννοια της «ικανότητας δικαίου» 177
2. Η «ικανότητα για δικαιοπραξία» (δικαιοπρακτική ικανότητα) 178
α. Ανίκανοι για δικαιοπραξία 179
β. Περιορισμένως ικανοί για δικαιοπραξίες 180
γ. Ειδικώς η δικαστική συμπαράσταση 181
3. Η ικανότητα για αδικοπραξία 182
ΙΙ. Φυσικά και νομικά πρόσωπα 183
1. Τα φυσικά πρόσωπα 183
2. Τα νομικά πρόσωπα 183
§ 26. Διάκριση σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου
Ι. Τα κριτήρια διάκρισης σε ΝΠΙΔ και ΝΠΔΔ 185
ΙΙ. Η σημασία της διάκρισης σε ΝΠΙΔ και ΝΠΔΔ 186
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
§ 27. Η ύπαρξη και το τέλος του φυσικού προσώπου
Ι. Η ύπαρξη του φυσικού προσώπου – Το κυοφορούμενο 188
ΙΙ. Το τέλος του φυσικού προσώπου 189
ΙΙΙ. Η κήρυξη του φυσικού προσώπου σε αφάνεια 189
§ 28. Ιδιότητες των φυσικών προσώπων
Ι. Περιπτωσιολογία 190
1. Γενικές ιδιότητες 190
α. Το φύλο 191
β. Η ηλικία 191
γ. Η υγεία 191
δ. Η συγγένεια 191
2. Ιδιότητες που εξατομικεύουν το πρόσωπο 192
α. Όνομα και επώνυμο 192
β. Η κατοικία 193
γ. Η ιθαγένεια 194
ΙΙ. Το δικαίωμα στην προσωπικότητα 194
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
§ 29. Γενικοί κανόνες ρύθμισης των ΝΠΙΔ
Ι. Η ίδρυση των ΝΠΙΔ 196
ΙΙ. Η διοίκηση των ΝΠΙΔ 197
1. Διαχείριση, εκπροσώπηση και ευθύνη των ΝΠΙΔ 197
2. Τρόποι διοίκησης των ΝΠΙΔ 199
3. Η λήψη απόφασης από πολυμελή διοίκηση 199
ΙΙΙ. Η λύση των ΝΠΙΔ 201
§ 30. Είδη νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ)
Ι. Το σωματείο 202
1. Ο σκοπός του σωματείου 202
2. Η σύσταση του σωματείου 203
3. Τα όργανα του σωματείου 204
α. Η γενική συνέλευση 204
β. Η διοίκηση 205
4. Η διάλυση του σωματείου 206
ΙΙ. Το ίδρυμα 206
1. Η σύσταση του ιδρύματος 206
2. Το τέλος του ιδρύματος 208
ΙΙΙ. Η επιτροπή εράνων 208
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΔΗΜΟΣΙΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ – ΦΟΡΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΡΑΣΗΣ
§ 31. Το νομικό πρόσωπο του κράτους
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 209
ΙΙ. Η έννοια και τα χαρακτηριστικά του κράτους-πολιτείας 209
IΙΙ. Τα άμεσα όργανα του κράτους 210
1. Το εκλογικό σώμα 210
2. Η Βουλή 210
3. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας 212
4. Η Κυβέρνηση 212
5. Τα δικαστήρια 213
§ 32. Η οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 214
ΙΙ. Τα συστήματα διοικητικής οργάνωσης 214
1. Το συγκεντρωτικό σύστημα 214
2. Το αποκεντρωτικό σύστημα 214
3. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) 215
4. Τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) 217
5. Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές (ΑΔΑ) 218
6. Συμμετοχή του κράτους στην ιδιωτική οικονομία 219
§ 33. Το διοικητικό όργανο
Ι. Η έννοια και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του διοικητικού οργάνου 221
1. Η έννοια του διοικητικού οργάνου 221
2. Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των διοικητικών οργάνων 222
ΙΙ. Τα συλλογικά διοικητικά όργανα 223
ΙΙΙ. Το de facto διοικητικό όργανο 226
ΜΕΡΟΣ V
ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
§ 34. Η δικαιοπραξία
Ι. Η έννοια της δικαιοπραξίας και διάκριση από συγγενείς έννοιες 229
1. Η έννοια της δικαιοπραξίας 229
α. Η δικαιοπραξία ως δήλωση βούλησης 229
β. Τα στοιχεία της δικαιοπραξίας 230
2. Διάκριση από συγγενείς έννοιες 231
α. Η οιονεί δικαιοπραξία 231
β. Η υλική πράξη 232
γ. Η αδικοπραξία 232
ΙΙ. Επιμέρους διακρίσεις των δικαιοπραξιών 233
1. Μονομερείς και πολυμερείς δικαιοπραξίες 233
2. Ειδικώς η σύμβαση ως πολυμερής δικαιοπραξία 234
3. Δικαιοπραξίες περιουσιακού και προσωπικού δικαίου 235
4. Δικαιοπραξίες «εν ζωή» και «αιτία θανάτου» 236
5. Υποσχετικές και εκποιητικές δικαιοπραξίες 236
α. Οι υποσχετικές δικαιοπραξίες 236
β. Οι εκποιητικές δικαιοπραξίες 236
γ. Αντιπαραβολή με τις ενοχικές και εμπράγματες δικαιοπραξίες 238
δ. Ειδικώς η περίπτωση της πώλησης και μεταβίβασης πράγματος 239
6. Αιτιώδεις και αναιτιώδεις δικαιοπραξίες 240
§ 35. Η ισχύς των δικαιοπραξιών
Ι. Ανυπόστατες, άκυρες και ακυρώσιμες δικαιοπραξίες 241
1. Ανυπόστατες δικαιοπραξίες 242
2. Άκυρες δικαιοπραξίες 242
α. Γενικά για την ακυρότητα των δικαιοπραξιών 242
β. Η δυνατότητα θεραπείας της ακυρότητας των δικαιοπραξιών 244
3. Ακυρώσιμες δικαιοπραξίες 245
ΙΙ. Λόγοι ακυρότητας 247
1. Η δικαιοπρακτική ανικανότητα 247
2. Η έλλειψη τύπου 247
3. Η εικονικότητα 250
α. Η έννοια της «εικονικής» δικαιοπραξίας 250
β. Απόλυτη και σχετική εικονικότητα 251
γ. Ειδικότερες περιπτώσεις εικονικότητας 251
δ. Η προστασία των τρίτων 252
4. Η αντίθεση της δικαιοπραξίας στον νόμο 252
5. Η αντίθεση της δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη 253
III. Λόγοι ακύρωσης της δικαιοπραξίας 255
1. Η πλάνη 255
2. Η απάτη 258
3. Η απειλή 259
4. Η πράξη διαφθοράς 260
§ 36. Ειδικότερα ζητήματα από το δίκαιο των δικαιοπραξιών
Ι. Ζητήματα σχετικά με τις συμβάσεις 260
1. Η κατάρτιση της σύμβασης 261
2. Τυπολογία ενοχικών συμβάσεων 262
3. Η ερμηνεία των συμβάσεων 263
4. Το προσύμφωνο 264
5. Η ευθύνη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη σύμβασης 265
ΙΙ. Αιρέσεις και προθεσμίες 266
ΙΙΙ. Αντιπροσώπευση και πληρεξουσιότητα 269
1. Η αντιπροσώπευση 269
α. Άμεση αντιπροσώπευση 269
β. Έμμεση αντιπροσώπευση 271
2. Η πληρεξουσιότητα 271
3. Οι συνέπειες της έλλειψης εξουσίας αντιπροσώπευσης 273
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ
§ 37. Η διοικητική πράξη: Έννοια και διακρίσεις
Ι. Η έννοια της διοικητικής πράξης 275
ΙΙ. Κανονιστικές και ατομικές διοικητικές πράξεις 277
1. Έννοιες και κριτήριο διάκρισης 277
2. Η σημασία της διάκρισης 278
IΙΙ. Είδη διοικητικών πράξεων 279
1. Συστατικές και διαπιστωτικές πράξεις 279
2. Επαχθείς και επωφελείς πράξεις 280
3. Θετικές και αρνητικές πράξεις 280
4. Ρητές και σιωπηρές πράξεις 281
α. Γενικά 281
β. Η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας 282
5. Η σύνθετη διοικητική ενέργεια 283
§ 38. Η διοικητική πράξη: Ειδικότερα ζητήματα
Ι. Τα χαρακτηριστικά της διοικητικής πράξης 283
1. Το τεκμήριο νομιμότητας 283
2. Η εκτελεστότητα 285
3. Ο παρεμπίπτων έλεγχος των διοικητικών πράξεων 287
α. Ως προς τις κανονιστικές πράξεις 287
β. Ως προς τις ατομικές πράξεις 288
ΙΙ. Οι προϋποθέσεις για την έκδοση διοικητικών πράξεων 288
1. Η τήρηση τύπου 289
2. Η αιτιολογία 289
3. Η άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης 290
ΙΙΙ. Η ισχύς των διοικητικών πράξεων 292
1. Γενικά 292
2. Ειδικώς η ανάκληση της διοικητικής πράξης 294
IV. Η ελαττωματική διοικητική πράξη 297
1. Η ανυπόστατη πράξη 297
2. Η άκυρη πράξη 298
3. Η ακυρώσιμη πράξη 298
4. Η σημασία της διάκρισης 298
§ 39. Η δημόσια-διοικητική σύμβαση
Ι. «Δημόσια» ή «διοικητική» σύμβαση; 299
ΙΙ. Η έννοια της δημόσιας-διοικητικής σύμβασης 301
ΙΙΙ. Τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας σύμβασης ως διοικητικής 302
IV. Ζητήματα από την κατάρτιση και λειτουργία
των δημοσίων συμβάσεων 304
1. Η κατάρτιση των δημοσίων συμβάσεων 304
2. Ειδικώς η διαδικασία ανάθεσης 305
3. Η εκτέλεση και η λύση των δημοσίων συμβάσεων 307
ΜΕΡΟΣ VI
Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
§ 40. Έννοια και μορφές αστικής ευθύνης
Ι. Αστική ευθύνη και ενοχή 309
ΙΙ. Η ενοχή εις ολόκληρον 310
ΙΙΙ. Πρωτογενής και δευτερογενής ευθύνη 311
IV. Υποκειμενική και αντικειμενική ευθύνη 312
1. Υποκειμενική ευθύνη 312
2. Αντικειμενική ευθύνη 313
§ 41. Αποκλεισμός, περιορισμός, απόσβεση και μεταβίβαση
της ενοχικής ευθύνης 314
Ι. Ο αποκλεισμός και ο περιορισμός της ενοχικής ευθύνης 314
1. Απαλλακτικές ρήτρες 314
2. Συντρέχον πταίσμα 315
ΙΙ. Λόγοι απόσβεσης της ενοχικής ευθύνης 316
1. Δημόσια κατάθεση 316
2. Ανανέωση της ενοχής 317
3. Συμψηφισμός 317
4. Σύγχυση 318
5. Άφεση χρέους 318
ΙΙΙ. Η μεταβίβαση της ενοχικής ευθύνης 318
1. Η εκχώρηση απαίτησης 319
2. Η αναδοχή χρέους 320
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΟΙ ΝΟΜΙΜΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ
§ 42. Η αστική ευθύνη στο ιδιωτικό δίκαιο
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 321
1. Η ιδιωτική βούληση ως λόγος ευθύνης 321
2. Ο νόμος ως λόγος ευθύνης 322
II. Η ευθύνη από την παραβίαση δικαιοπρακτικής υποχρέωσης 322
1. Η προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη 322
α. Τρόπος εκπλήρωσης της παροχής – Καλόπιστη εκπλήρωση 323
β. Τόπος εκπλήρωσης της παροχής 324
γ. Χρόνος εκπλήρωσης της παροχής 324
2. Η αδυναμία παροχής 324
3. Η υπερημερία οφειλέτη 326
4. Η υπερημερία δανειστή 327
ΙΙΙ. Η αδικοπραξία 328
1. Έννοια και προϋποθέσεις της αδικοπραξίας 328
α. Πράξη ή παράλειψη 329
β. Παρανομία 329
γ. Υπαιτιότητα 330
δ. Ζημία 331
i. Θετική ζημία και διαφυγόν κέρδος 332
ii. Ηθική βλάβη και ψυχική οδύνη 332
ε. Αιτιώδης σύνδεσμος 333
XXVII
2. Η ευθύνη λόγω αδικοπραξίας τρίτων - Πρόστηση 334
3. Διαφορές μεταξύ αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης 335
IV. Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός 336
V. Η διοίκηση αλλοτρίων 337
§ 43. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου
Ι. Η αστική ευθύνη του κράτους και των ΝΠΔΔ 338
1. Νομική ρύθμιση 339
2. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης κατά τις ΕισΝΑΚ 105 και 106 340
α. Όργανο του κράτους ή ΝΠΔΔ 340
β. Πράξη ή παράλειψη 341
γ. Παρανομία 342
δ. Ζημία και αιτιώδης σύνδεσμος 342
ε. Άσκηση δημόσιας εξουσίας 342
ΙΙ. Η αστική ευθύνη του οργάνου 344
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 345
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 357
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ Ι
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
§ 1. Η έννοια του δικαίου
Ι. Τα εννοιολογικά γνωρίσματα του δικαίου
1Το δίκαιο συνδέεται αναπόσπαστα με την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων, καθώς απευθύνεται στον άνθρωπο ως έμψυχο έλλογο ον και αναφέρεται ειδικότερα στις σχέσεις του τελευταίου με τους άλλους ανθρώπους. Στη σύγχρονη μάλιστα εποχή η σημαντικότερη αλλά και επικρατούσα μορφή κοινωνικής συμβίωσης είναι η οργανωμένη σε κράτος κοινωνία, η οποία διέπεται από κανόνες που καθορίζουν το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο. Η εν λόγω κοινωνική συμβίωση πρέπει να είναι ειδικότερα αρμονική, ώστε να διασφαλίζεται το αγαθό της κοινωνικής ειρήνης. Η κοινωνική τάξη διαταράσσεται όμως κάθε φορά που προκύπτουν έριδες και αμφισβητήσεις μεταξύ των ανθρώπων (κοινωνών του δικαίου), καταστάσεις ωστόσο που είναι αναπόφευκτες στο πλαίσιο της διαπροσωπικής και ευρύτερης συναλλακτικής επαφής των υποκειμένων. Στο πνεύμα αυτό κρίνεται αναγκαίο προς όφελος του κοινωνικού συνόλου να βρίσκεται κάθε φορά λύση, όπως λ.χ. όταν οι γονείς επιθυμούν να χωρίσουν και να καθορίσουν περαιτέρω ποιος θα αναλάβει την επιμέλεια του τέκνου τους, το πρόσωπο που έλαβε δάνειο (δανειολήπτης) δεν το επιστρέφει έγκαιρα, οι κληρονόμοι ερίζουν για το αληθές περιεχόμενο της διαθήκης του κληρονομουμένου, ο αγοραστής παραλαμβάνει ελαττωματικό προϊόν κ.ο.κ.
2Οι ως άνω διαπιστώσεις προσλαμβάνουν μάλιστα ιδιαίτερη σημασία, όταν οι κρίσιμες σχέσεις αναπτύσσονται υπό καθεστώς εξουσίασης, όπως συμβαίνει λ.χ. στον εργασιακό χώρο μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων του ή στις σχέσεις του πολίτη με το Κράτος, ως φορέα πολιτικής εξουσίας, για τη διεκπεραίωση μίας δημόσιας υπόθεσης (π.χ. την έκδοση πράξης επιβολής φόρου). Εδώ δηλαδή το δίκαιο καλείται να υπηρετήσει τον σκοπό της κοινωνικής ειρήνευσης λαμβάνοντας υπόψη αφενός την προστασία του ασθενέστερου μέρους και αφετέρου τους λόγους (π.χ. δημόσιο συμφέρον) που υπαγορεύουν τη θέση υπεροχής ενός από τα μέρη.
3Επομένως, το δίκαιο θέτει το μέτρο, τα όρια και εκείνους τους φραγμούς που κρίνονται συνολικά απαραίτητα ώστε να αποτρέπεται η αυθαιρεσία και η εγωιστική ικανο-
Σελ. 2
ποίηση του ατομικού συμφέροντος. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο όταν το ίδιο το δίκαιο είναι σε θέση να υποδείξει αλλά και να επιβάλει στους ανθρώπους τα ενδεδειγμένα πρότυπα συμπεριφοράς, για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα και η ομαλότητα της κοινωνικής συμβίωσης.
4Εν όψει των παραπάνω συνάγεται ότι το δίκαιο είναι σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν ετερόνομα και επιτακτικά την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, τα γνωρίσματα του δικαίου είναι τα εξής:
1. Σύνολο κανόνων για τη ρύθμιση ορισμένης εξωτερικής συμπεριφοράς
5Το δίκαιο περιέχει υποδείγματα κοινωνικής δράσης (κανόνες) που ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων στον βαθμό που αυτό κρίνεται απαραίτητο για την ενότητα και τη διατήρηση της οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας. Άρα το δίκαιο δεν ενδιαφέρεται καταρχήν για τα εσωτερικά κίνητρα των ανθρώπων, π.χ. αν συμμορφώνονται στους κανόνες γιατί φοβούνται, εκτός πάλι αν η αξιολόγηση του ενδιάθετου φρονήματος αποκτά κοινωνική σημασία. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό για την κοινωνική ομαλότητα να αποτρέπεται η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, ιδίως όταν τελείται με πρόθεση, με τη θέσπιση σχετικής απαγορευτικής ρύθμισης (βλ. ΠΚ 299 § 1 για την ανθρωποκτονία από δόλο)· ή να ορίζονται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να μεταβιβαστεί η κυριότητα ενός ακινήτου (βλ. ΑΚ 1033, 1192 επ., άρθρα 10 επ. Ν 2664/1998 για το Κτηματολόγιο) κ.ο.κ.
Παράδειγμα:
Ο Α προκαλεί με πρόθεση σωματική βλάβη στον Β, ενώ ο Γ, μολονότι πέρασε από το μυαλό του να γρονθοκοπήσει τον Δ κατά τη διάρκεια της λογομαχίας τους, τελικά δεν έπραξε τίποτα. Η πράξη του Α ως εξωτερική συμπεριφορά που κατευθύνθηκε προς τον Β ρυθμίζεται από το δίκαιο. Αντιθέτως, ο Γ δεν υπέχει ευθύνη κατά το δίκαιο, καθώς η κρίσιμη συμπεριφορά του ήταν απλώς η σκέψη του να προκαλέσει σωματική βλάβη, σκέψη που «βασάνισε» μόνο τον εσωτερικό λογισμό του.
2. Ετερόνομη ρύθμιση
6Το δίκαιο ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση ετερόνομα, δηλαδή οι κανόνες του θεσπίζονται και επιβάλλονται από μία ανώτερη αρχή, την Πολιτεία, που διαθέτει κυριαρχική εξουσία. Γι’ αυτό και το δίκαιο λέγεται θετό (ή θετικό ή τεθειμένο) δίκαιο, δηλαδή δίκαιο που τίθεται (επιβάλλεται) από έναν μηχανισμό ενσυνείδητα για κάποιο σκοπό.
7Από την άλλη, η απόλυτη ιδέα της δικαιοσύνης, που είναι πέρα από τους θεσπισμένους νόμους του κράτους και υπαγορεύεται από αναλλοίωτες αξίες της φύσης του ανθρώπου, αποκαλείται φυσικό (ή υπερθετικό) δίκαιο (π.χ. η ιδέα του σεβασμού στο
Σελ. 3
αγαθό της ζωής, η ιδέα της ισότητας, η εξάλειψη της φτώχειας κ.ο.κ.). Το φυσικό δίκαιο ισχύει σε οποιοδήποτε τόπο και χρόνο, όμως δεν πηγάζει από την κρατική εξουσία και γι’ αυτό σε περίπτωση σύγκρουσης με το θετό δίκαιο υπερισχύει καταρχήν το δεύτερο λόγω της δύναμης επιβολής του.
3. Επιτακτική ρύθμιση
8Το δίκαιο ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση επιτακτικά, δηλαδή με κανόνες ως επί το πλείστον υποχρεωτικούς για τους κοινωνούς του δικαίου (καθήκον υπακοής). Αυτό σημαίνει ότι, αν το πρόσωπο δεν συμμορφωθεί με τους κανόνες του δικαίου, θα υποστεί τις κυρώσεις που προβλέπει κατά περίπτωση το δίκαιο και επιβάλλει το Κράτος μέσω των μηχανισμών κρατικού καταναγκασμού (π.χ. υποχρέωση αποζημίωσης, ακυρότητα μιας πράξης, φυλάκιση, κατάσχεση και πλειστηριασμός περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που δεν εξοφλεί το χρέος του κ.ά.).
ΙΙ. Η νομική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών - Η έννομη σχέση
9Η επιστήμη που μελετά, κυρίως από δεοντολογική πλευρά, το δίκαιο καλείται νομική επιστήμη. Ασφαλώς κρίνεται σημαντική και η εμπειρική παρατήρηση των συμπεριφορών των κοινωνών του δικαίου (σφαίρα του όντος), ιδίως όταν επαναλαμβάνονται ομοιόμορφα σε βάθος χρόνου, εντούτοις για τον εφαρμοστή του δικαίου κρίσιμο είναι το γεγονός κατά πόσο ορισμένη συμπεριφορά αποδοκιμάζεται διότι αποκλίνει από μία υποχρεωτική και δεσμευτική κανονικότητα (δέον).
10Η παραπάνω δεσμευτικότητα ενεργεί κατά βάση εντός των γεωγραφικών ορίων συγκεκριμένης χώρας (έννομη τάξη). Έτσι, οι κανόνες π.χ. για την κληρονομική διαδοχή προσώπου που αποβίωσε στην Ελλάδα (ελληνικό κληρονομικό δίκαιο) δεν είναι συνήθως ίδιοι με τους αντίστοιχους κανόνες που ρυθμίζουν την κληρονομική διαδοχή σε άλλα κράτη (π.χ. γερμανικό, γαλλικό, ιαπωνικό κληρονομικό δίκαιο). Άλλωστε, το δίκαιο κάθε έννομης τάξης είναι αυστηρώς περιχαρακωμένο από κανόνες που θέτει η εκάστοτε αρμόδια κρατική εξουσία (θετό δίκαιο).
11Από τα παραπάνω, καθώς και από την αποστολή του δικαίου που είναι η εξασφάλιση της ομαλής συμβίωσης σε μία οργανωμένη σε κράτος κοινωνία, συνάγεται ότι καταρ-
Σελ. 4
χήν δεν ενδιαφέρει το δίκαιο κάθε βιοτική σχέση που αναπτύσσεται στην κοινωνία. Έτσι, είναι νομικά αδιάφορο αν λ.χ. ο Α ξέχασε να ευχηθεί τον φίλο του, Φ, για την ονομαστική του εορτή· είναι όμως νομικά σημαντικό αν ο Α δυσφημεί τον Φ και προσβάλλει έτσι την τιμή και την υπόληψή του. Η δεύτερη περίπτωση ρυθμίζεται από το δίκαιο (βλ. π.χ. ΑΚ 57 επ. για την προστασία της προσωπικότητας ή αντίστοιχες ρυθμίσεις στον ΠΚ).
12Η βιοτική σχέση ειδικότερα που αφορά σε πρόσωπα με άλλα πρόσωπα (π.χ. σύναψη γάμου, κατάρτιση συμφωνίας μεταξύ αγοραστή και πωλητή κ.ά.) ή σε πρόσωπα με πράγματα (π.χ. η εξουσία του ιδιοκτήτη πάνω στο οικόπεδό του να το διαθέσει, να το υποθηκεύσει, να το καλλιεργήσει κ.ο.κ.) καλείται έννομη σχέση, εφόσον βεβαίως ρυθμίζεται από το δίκαιο. Το τελευταίο σημαίνει περαιτέρω ότι η έννομη σχέση συνιστά πλέγμα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, βαρών και καταστάσεων που συνδέουν τα πρόσωπα μεταξύ τους με τρόπο υποχρεωτικό.
13Εν όψει των παραπάνω, η ορθή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών μίας διαφοράς που έρχεται προς κρίση ενώπιον του εφαρμοστή του δικαίου προϋποθέτει ότι ο τελευταίος αφενός δύναται να διακρίνει τον νομικό (δεσμευτικό) χαρακτήρα της και αφετέρου ότι είναι σε θέση να εντοπίσει τους κρίσιμους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται σε αυτή.
Παράδειγμα:
Το παιδί διαμαρτύρεται στη μητέρα του διότι πείνασε και θέλει να φάει. Η σχέση αυτή καταρχάς δεν διαταράσσει την ομαλή συμβίωση στην οργανωμένη σε κράτος κοινωνία και άρα δεν είναι νομικά σημαντική. Αν όμως το παιδί διαμαρτύρεται διότι υποσιτίζεται και δεν διατρέφεται σωστά από τη μητέρα του, τότε διαταράσσεται η τάξη της οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας και επέρχονται οι έννομες συνέπειες που προβλέπουν οι οικείοι κανόνες (εδώ ενδεχομένως η αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τη μητέρα εν όψει της ΑΚ 1532 καθώς και η ποινική της ευθύνη για τη διάπραξη του αδικήματος της έκθεσης κατά ΠΚ 306).
§ 2. Διάκριση του δικαίου από συγγενή μορφώματα
Ι. Η ηθική
1Ως ηθική ορίζεται το σύνολο των αρχών και αντιλήψεων των μελών της κοινωνίας σχετικά με το αν η στάση ή η συμπεριφορά ενός ανθρώπου είναι καλή (αγαθή) ή κακή. Επομένως, όπως και το δίκαιο, έτσι και η ηθική απευθύνεται στους ανθρώπους ως έλλογα όντα και περιέχει κανόνες με επιταγές ή απαγορεύσεις. Η ηθική ειδικότερα θεωρεί τον άνθρωπο ως φορέα ηθικών αξιών, όπως π.χ. της αγαθότητας, της ειλικρίνειας, της τιμιότητας κ.ο.κ., και του υπαγορεύει π.χ. «να αγαπά τον πλησίον του», «να δίνει ελεημοσύνη στους φτωχούς», «να μην έχει πονηρούς λογισμούς», «να τιμά τον λόγο του» κ.ο.κ.
Σελ. 5
2Δεν αποκλείεται τα παραγγέλματα της ηθικής να ταυτίζονται ορισμένες φορές με συγκεκριμένους κανόνες του δικαίου, ιδίως όταν κοινό σημείο αναφοράς τους είναι σημαντικά αγαθά της υπόστασης του ανθρώπου, όπως η ζωή, η τιμή κ.ά. Για παράδειγμα, η απαγόρευση «ου φονεύσεις» είναι τόσο ηθικός όσο και νομικός κανόνας· ενώ η απαγόρευση «ου μοιχεύσεις» είναι μόνο ηθικός κανόνας. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, το ίδιο το δίκαιο ενσωματώνει στους υποχρεωτικούς του κανόνες ηθικές ρήτρες, όπως είναι η απαγόρευση της συμμετοχής στη ζωή της χώρας με τρόπο που παραβιάζονται τα χρηστά ήθη, δηλαδή οι αντιλήψεις του μέσου συνετού ανθρώπου περί ηθικής (Σ 5 § 1)· η πρόβλεψη στην ΑΚ 178 για την ακυρότητα δικαιοπραξίας, ήτοι νομικά δεσμευτικής πράξης, που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη· η καθιέρωση της αρχής της χρηστής διοίκησης ως παράγοντα που διαμορφώνει τη δράση των οργάνων του Κράτους και των επιμέρους υπηρεσιών του κ.ά. Τέλος, το ίδιο το δίκαιο χρειάζεται μία θεμελιώδη ηθική νομιμοποίηση από τους κοινωνούς του, προκειμένου να αξιώσει από τους τελευταίους τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες του.
3Εντούτοις, οι κανόνες της ηθικής εμφανίζουν και σημαντικές διαφορές από τους αντίστοιχους κανόνες του δικαίου. Συγκεκριμένα:
41ον) Οι κανόνες της ηθικής εκλαμβάνονται και γίνονται αποδεκτοί ως τέτοιοι από τον ίδιο τον άνθρωπο και δη από τη συνείδησή του· γι’ αυτό και αποκαλούνται αυτόνομοι κανόνες. Αντίθετα, οι κανόνες του δικαίου είναι ετερόνομοι, επιβάλλονται δηλαδή από την Πολιτεία.
52ον) Οι κανόνες της ηθικής στοχεύουν στην εσωτερική εξύψωση του ανθρώπου και για τον λόγο αυτό απευθύνονται κατά βάση στον εσωτερικό του κόσμο. Αντίθετα, το δίκαιο επιδιώκει την εξομάλυνση των σχέσεων των κοινωνών, αποσκοπώντας να ρυθμίσει την εξωτερική τους συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, σκοπός του δικαίου δεν είναι η ηθική τελειότητα των ανθρώπων αλλά η εξασφάλιση αποτελεσματικότητας και πρακτικότητας στις διαπροσωπικές επαφές τους.
63ον) Οι κανόνες της ηθικής δεν είναι επιτακτικοί, όπως είναι εκείνοι του δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι αφενός το άτομο συμμορφώνεται στους ηθικούς κανόνες με ελεύθερη προσωπική του απόφαση και αφετέρου η παράβασή τους επιφέρει ενδεχομένως τον κοινωνικό ψόγο και τύψεις συνειδήσεως. Αντίθετα, η μη συμμόρφωση με τους κανόνες δικαίου επισύρει κυρώσεις και ενεργοποιεί τον κρατικό καταναγκασμό, καθώς η δεσμευτικότητα των εν λόγω κανόνων στηρίζεται αποκλειστικά στην κρατική εξουσία.
Σελ. 6
ΙΙ. Η εθιμοτυπία
7Η εθιμοτυπία (ή αλλιώς κοινωνικές συνήθειες) είναι σύνολο κανόνων, οι οποίοι αφενός αποτυπώνουν πρότυπα συμπεριφοράς που εκδηλώνονται με περιοδικό και ομοιόμορφο τρόπο από τα μέλη μίας ευρείας ομάδας ανθρώπων και αφετέρου ρυθμίζουν ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών σχέσεων, όπως π.χ. τον ασπασμό ως μέσο χαιρετισμού, την προσφορά δώρων σε κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσεις κ.λπ.), την προσφώνηση προσώπων με ορισμένο τύπο, την παραχώρηση θέσης από τον νεότερο στον ηλικιωμένο κ.ο.κ.
8Οι κανόνες εθιμοτυπίας επομένως αναφέρονται στην εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων και ως προς αυτό ομοιάζουν με τους κανόνες του δικαίου. Διαφέρουν όμως από τους τελευταίους, διότι δεν είναι επιτακτικοί, πράγμα που σημαίνει ότι η παράβασή τους δεν επιφέρει κυρώσεις παρά μόνο ενδεχομένως την κοινωνική αποδοκιμασία ή απομόνωση.
9Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως το δίκαιο ανάγει την εθιμοτυπία σε υποχρεωτικό κανόνα. Αυτό συμβαίνει όταν οι κανόνες του δικαίου παραπέμπουν ευθέως στις κοινωνικές συνήθειες, όπως λ.χ. στην περίπτωση της ΑΚ 288, όπου ορίζεται μεταξύ άλλων ότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή σύμφωνα και με τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή τις συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές και υπαγορεύουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργούν οι συναλλασσόμενοι.
Παράδειγμα:
Ο πρόεδρος ενός ιδρύματος Π διοργανώνει φιλανθρωπική εκδήλωση και στον εναρκτήριο λόγο του: (α) Παραλείπει να προσφωνήσει τον Υπουργό Παιδείας που είναι παρών· και (β) ανακοινώνει στους παρευρισκόμενους ότι κατέθεσε σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό ένα μεγάλο ποσό για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όμως αυτό το έκανε όχι από ειλικρινή φιλάνθρωπα αισθήματα αλλά προκειμένου να προωθήσει την υποψηφιότητά του για την εκλογή του στο αξίωμα του Δημάρχου. Ο Π δεν ευθύνεται νομικώς για τις παραπάνω συμπεριφορές του, διότι αφενός στην πρώτη περίπτωση παραβίασε κανόνα εθιμοτυπίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραβίασε κανόνα της ηθικής.
ΙΙΙ. Το «soft law» («ήπιο δίκαιο»)
10Ως «soft law» ή αλλιώς «ήπιο δίκαιο» ορίζεται το σύνολο ρυθμίσεων (π.χ. συστάσεων ή οδηγιών) που δεν αναπτύσσουν τυπική νομική δεσμευτικότητα, όπως συμβαίνει αντίθετα με τους κανόνες δικαίου, ωστόσο παρίστανται ως μία εναλλακτική επιλογή της νομικής ρύθμισης, την οποία ενδέχεται μάλιστα να αποσαφηνίζουν ή ακόμη και να συμπληρώνουν. Το «soft law» άλλωστε μπορεί να μην υποχρεώνει τα υποκείμενα άμεσα, έμμεσα όμως αναπτύσσει δεσμευτικότητα, οσάκις οι ενδιαφερόμενοι κατανοούν ότι πρέπει να το ακολουθήσουν διότι είναι ορθολογικό και χρήσιμο. Με τον τρό-
Σελ. 7
πο αυτό μπορεί να διασφαλιστεί ευελιξία και αποτελεσματικότητα σε συγκεκριμένα πεδία συναλλακτικής δράσης. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί λ.χ. στον χώρο των διασυνοριακών συμβάσεων, π.χ. σε μία εμπορική πώληση μεταξύ Κινέζου εξαγωγέα και Γερμανού εισαγωγέα, όπου θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμη για τη ρύθμιση των σχέσεών τους η απομάκρυνση από ετερόνομους κανόνες, κρατικούς ή διεθνείς.
11Οι κανόνες του «soft law» δύνανται ειδικότερα να εμφανιστούν με τις ακόλουθες ενδεικτικές μορφές:
121η) Ως κανόνες δεοντολογίας που περιέχουν πρότυπα συμπεριφοράς για τα μέλη επαγγελματικών κλάδων, όπως των ιατρών, των δικηγόρων, των δημοσιογράφων, των τραπεζικών υπαλλήλων, των μελών εμπορικών επιμελητηρίων κ.ο.κ. Οι εν λόγω κανόνες διατυπώνονται συνήθως με εύληπτο τρόπο, αποσαφηνίζουν κατά βάση τεχνικής φύσεως ζητήματα και προσφέρουν ευελιξία στην επίλυση προβλημάτων. Οι κανόνες δεοντολογίας όμως καταρχήν δεν είναι νομικά δεσμευτικοί για τα μέλη· αυτό σημαίνει ότι η παραβίασή τους δεν επισύρει κυρώσεις ούτε άλλα μέτρα από τον κρατικό μηχανισμό. Δεν αποκλείεται όμως να συμβαίνει το τελευταίο, όταν οι κανόνες δεοντολογίας ψηφίζονται ή κυρώνονται με τυπικό νόμο ή εκδίδονται κατόπιν σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης.
132η) Ως διακηρύξεις σε διεθνή ψηφίσματα ή διεθνείς συνδιασκέψεις (π.χ. η Διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του 1992, η Συνδιάσκεψη της Χάγης του 2015 για τις «Αρχές για την Επιλογή Δικαίου στις Διεθνείς Εμπορικές Συμβάσεις» κ.ά.). Συνήθως, οι ρυθμίσεις διακηρυκτικού χαρακτήρα επιδιώκουν να δεσμεύσουν τους αποδέκτες τους πρωτίστως σε πολιτικό και όχι νομικό επίπεδο.
143η) Ως πρότυπα δεσμευτικών αρχών ή κανόνων για τις έννομες τάξεις (π.χ. πρότυπος Ευρωπαϊκός Αστικός Κώδικας). Τα εν λόγω πρότυπα είναι συνήθως προϊόν ακαδημαϊκής συγκριτικής έρευνας και εκτίθενται σε διεθνή κριτική και αξιολόγηση με απώτερο στόχο να ενσωματωθούν στο μέλλον, αυτούσια ή τροποποιημένα, στα εθνικά νομικά συστήματα.
154η) Ως κατευθυντήριες ερμηνευτικές γραμμές για τα μέσα, τους τρόπους και τις πρακτικές επίλυσης διαφορών σε συγκεκριμένα νομικά πεδία, όπως π.χ. στο δίκαιο του ανταγωνισμού ή της κεφαλαιαγοράς. Οι ως άνω κατευθύνσεις συνήθως διαμορφώνονται ύστερα από μελέτη και σταχυολόγηση των πρακτικών διάφορων θεσμικών οργά-
Σελ. 8
νων (π.χ. εποπτικών αρχών, κρατικών οργάνων κ.λπ.) ή των κρίσεων δικαιοδοτικών μηχανισμών (διαιτητικών δικαστηρίων, προτάσεων του Γενικού Εισαγγελέα του ΔικΕΕ κ.ά.).
165η) Ως πράξεις της Διοίκησης που δεν υποχρεώνουν αλλά κατευθύνουν τη συμπεριφορά των διοικουμένων, όπως συμβαίνει λ.χ. στις περιπτώσεις όπου η Διοίκηση επιλέγει να δράσει μέσω γνωμοδοτήσεων, ανακοινώσεων στα ΜΜΕ κ.ο.κ. Από τις πράξεις αυτές που απευθύνονται στους πολίτες πρέπει να διακρίνεται η πρακτική της Διοίκησης να αποσαφηνίζει κανονιστικά κείμενα με την έκδοση σχετικών εγκυκλίων που απευθύνονται στα όργανά της (π.χ. εγκύκλιος του ΕΦΚΑ για αποσαφήνιση νομοθετικής διάταξης σχετικά με την καταβολή ενός επιδόματος σε χαμηλοσυνταξιούχους). Η εγκύκλιος δεν έχει την ισχύ νόμου και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να τον καταργήσει ούτε να τον τροποποιήσει.
Παράδειγμα:
Ο εργαζόμενος Ε, λόγω του επαγγέλματός του ως χειριστής γεωτρύπανου, απέκτησε ειδική οστεοαρθριτική πάθηση στα χέρια του, η οποία όμως δεν περιέχεται στον εθνικό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών του Ταμείου Ασφάλισής του. Όμως ο Ε επικαλείται Σύσταση της Επιτροπής της ΕΕ («soft law»), η οποία όχι μόνο περιλαμβάνει την εν λόγω πάθηση στον αντίστοιχο ευρωπαϊκό κατάλογο αλλά προτείνει επιπλέον την ενσωμάτωσή της στους κατά περίπτωση εθνικούς καταλόγους. Ο Ε καταρχήν δεν αποκτά δικαιώματα από την παραπάνω Σύσταση, μπορεί όμως η τελευταία να χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να αποσαφηνιστεί ενδεχομένως το περιεχόμενο των αντίστοιχων επαγγελματικών ασθενειών που αναφέρονται στον εθνικό κατάλογο και έτσι να θεωρηθεί, μέσω της ερμηνείας των οικείων εθνικών διατάξεων, ότι εμπίπτει και η κρίσιμη ασθένεια στον κατάλογο αυτό.
§ 3. Η διάκριση σε ιδιωτικό και δημόσιο δίκαιο
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1Ξεχωριστής σημασίας για το εσωτερικό δίκαιο είναι η διάκρισή του σε δύο θεμελιώδεις άξονες ρύθμισης των βιοτικών σχέσεων, ήτοι στο ιδιωτικό και το δημόσιο δίκαιο. Σύμφωνα μάλιστα με μία πρώτη προσέγγιση γίνεται καταρχάς δεκτό ότι το ιδιωτικό δίκαιο ρυθμίζει τις σχέσεις προσώπων που είναι ή ενεργούν ως ιδιώτες (π.χ. η
Σελ. 9
πώληση ενός οικοπέδου ή η μίσθωση ενός διαμερίσματος από τον Α στον Β, η αποζημίωση λόγω αυτοκινητικού ατυχήματος μεταξύ δύο οχημάτων ιδιωτικής χρήσης κ.ά.), ενώ το δημόσιο δίκαιο ρυθμίζει τη δράση της Πολιτείας, οργανωμένης σε επιμέρους πολιτειακά όργανα, σε Υπουργεία και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις σχέσεις της με τους ιδιώτες υπό συγκεκριμένες συνθήκες εξουσιαστικής υπεροχής (π.χ. η έγκριση από την Πολεοδομία της αίτησης του πολίτη Α για έκδοση οικοδομικής άδειας, η χορήγηση από το αρμόδιο Υπουργείο άδειας οδήγησης στον πολίτη Α κ.ά.).
2Η παραπάνω διάκριση φαίνεται από συστηματική άποψη καταρχάς δικαιολογημένη εν όψει των ιδιαιτεροτήτων κάθε κλάδου. Το δημόσιο δίκαιο βασίζεται σε κανόνες που υπηρετούν δημόσιους σκοπούς (π.χ. μία Δημόσια Αρχή έχει καθήκον να υπηρετεί το κοινό καλό), ενώ το ιδιωτικό δίκαιο προάγει κυρίως τα ιδιωτικά συμφέροντα των συναλλασσομένων (π.χ. μία εμπορική ΑΕ επιδιώκει με τη δράση της να αυξήσει τα κέρδη της)· το δημόσιο δίκαιο σχετίζεται στενά με την έννοια της «υπηρεσίας ή του καθήκοντος», ενώ το ιδιωτικό δίκαιο σχετίζεται με την έννοια της «συνδιαλλαγής» μεταξύ των μερών· το δημόσιο δίκαιο αναφέρεται στην υποχρεωτική οργάνωση μίας νομικής κατάστασης, ενώ το ιδιωτικό δίκαιο βασίζεται στην ιδέα του «αυτοκαθορισμού» του ατόμου (Selbstbestimmung)· στο δημόσιο δίκαιο ενδέχεται μία υποχρέωση της διοίκησης να μην αντιστοιχεί σε δικαίωμα του ιδιώτη, ενώ στο ιδιωτικό δίκαιο οι έννομες σχέσεις που δημιουργούνται συνιστούν κατά βάση αντιστοιχίες δικαιωμάτων και υποχρεώσεων· στο δημόσιο δίκαιο η υποχρεωτικότητα των κανόνων επέρχεται «αυτεπαγγέλτως», ενώ στο ιδιωτικό δίκαιο βασίζεται στη θέληση και την πρωτοβουλία των νομικών υποκειμένων.
3Η παραπάνω διάσταση αποτυπώνεται και στον τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες των δύο κλάδων επιχειρούν να συστηματοποιήσουν και να εφαρμόσουν το δίκαιο. Ενώ δηλαδή οι εφαρμοστές του αστικού δικαίου έχουν ως κέντρο της ενασχόλησής τους τον Αστικό Κώδικα, οι δημοσιολόγοι -λόγω της απουσίας αντίστοιχου κώδικα γενικού χαρακτήρα στο δημόσιο δίκαιο- φαίνεται να έχουν ως κέντρο της ενασχόλησής τους τη νομολογία ιδίως του Ανωτάτου Ακυρωτικού, δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4Άλλες φορές όμως η παραπάνω διάκριση εμποδίζει την ενιαία και ουσιαστική ρύθμιση της βιοτικής πραγματικότητας, όταν η τελευταία προσφέρεται για κοινές λύσεις τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Στον χώρο της απασχόλησης, για παράδειγμα, ένας σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη είναι το γεγονός ότι το εργατι-
Σελ. 10
κό κόστος στον δημόσιο τομέα αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος των δημοσίων δαπανών· επίσης το Δημόσιο ως εργοδότης ακολουθεί διαφορετικές διαδικασίες για τη ρύθμιση των όρων και συνθηκών απασχόλησης. Εν όψει των παραπάνω, φαίνεται αρχικά λογικό η εργασία στον δημόσιο τομέα να ρυθμίζεται σύμφωνα μάλλον με το δημόσιο (και δη διοικητικό) δίκαιο· όμως οι σύγχρονες αντιλήψεις για τις εργατικές σχέσεις υπαγορεύουν τη συνολική ρύθμιση του φαινομένου της απασχόλησης ως τέτοιου.
5Σε κάθε περίπτωση, στη σημερινή εποχή, η διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου δεν είναι τόσο απόλυτη, καθώς ο διαχωρισμός μεταξύ τους παραμένει ασαφής με αυξανόμενη «επικάλυψη λειτουργιών». Η επέκταση ειδικότερα της δράσης του Κράτους σε όλο και περισσότερα πεδία της καθημερινής συναλλακτικής ζωής καθώς και αντίστοιχα η ανάθεση εκ μέρους της Πολιτείας τομέων ευθύνης της σε ιδιώτες μέσω π.χ. ιδιωτικοποιήσεων αναδεικνύουν τη στενή αλληλεπίδραση μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου. Τα παραπάνω ενισχύονται και από τις σύγχρονες εξελίξεις σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου ο ιδιωτικός παράγοντας σε διεθνές επίπεδο έχει αντικαταστήσει ή υποβοηθεί τις δημόσιες Αρχές στη ρύθμιση θεμάτων που έχουν να κάνουν με τις οικονομικές αγορές, το διεθνές εμπόριο κ.ά.
6Σε τελική ανάλυση, η επικοινωνία και ο αλληλοεπηρεασμός μεταξύ των διαφόρων κλάδων του δικαίου είναι αναγκαίο στοιχείο για την εξασφάλιση της ζωτικότητας και της ανανέωσής τους.
ΙΙ. Οι θεωρίες για τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου
7Για τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες.
1. Η θεωρία των υποκειμένων
8Σύμφωνα με τη θεωρία των υποκειμένων, θα πρόκειται για δημόσιο δίκαιο όταν υποκείμενο του αντίστοιχου κανόνα είναι το Κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ)· διαφορετικά, ο κρίσιμος κανόνας θα είναι του ιδιωτικού δικαίου. Σημαντική εν προκειμένω είναι η διαπίστωση κατά πόσο στην υπό κρίση σχέση μετέχει
Σελ. 11
με πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες κάποιο από τα δημόσια όργανα της έννομης τάξης.
9Η εν λόγω θεωρία στηρίζεται σε ένα οργανικό (ή αλλιώς οργανωτικό) κριτήριο και για τον λόγο αυτό είναι απλή και σαφής. Ωστόσο, δεν κρίνεται ασφαλής, διότι το Κράτος όλο και περισσότερο επιλέγει στη σημερινή εποχή να συναλλάσσεται με τους ιδιώτες κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (π.χ. ως πωλητής ή μισθωτής). Στο παραπάνω επιχείρημα δύναται να προστεθεί και η παραδοχή ότι στην έννομη τάξη υπάρχουν από την άλλη και νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού δικαίου που όμως λειτουργούν χάριν και του δημοσίου συμφέροντος, όπως λ.χ. η Τράπεζα της Ελλάδας, ο Οργανισμός Λιμένος κ.ά. (διφυή νομικά πρόσωπα). Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί η επίκληση ιδιωτικού δικαίου δικαιωμάτων από ΝΠΔΔ έναντι του Κράτους, ιδίως όταν τα ΝΠΔΔ λόγω του σκοπού τους είναι ανεξάρτητα από το τελευταίο, όπως λ.χ. η επίκληση από Ιερές Μονές των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων έναντι του Κράτους. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις γίνεται λόγος περί της τροποποιημένης υποκειμενικής θεωρίας.
2. Η θεωρία των συμφερόντων
10Σύμφωνα με τη θεωρία των συμφερόντων, ένας κανόνας δικαίου χαρακτηρίζεται ως κανόνας του δημοσίου δικαίου, εφόσον υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (λειτουργικό κριτήριο)· αντίστοιχα, ο κανόνας θεωρείται ιδιωτικού δικαίου αν υπηρετεί το ιδιωτικό συμφέρον.
11Η θεωρία αυτή εμφανίζει το μειονέκτημα ότι θεωρεί δεδομένο ότι το δημόσιο συμφέρον συνάπτεται αποκλειστικά με το δημόσιο δίκαιο. Ωστόσο, το δημόσιο συμφέρον αποτελεί βασική έννοια και του ιδιωτικού δικαίου, πράγμα που εκδηλώνεται μέσω ιδίως των κανόνων δημόσιας τάξης (βλ. και ΑΚ 3) που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον και ρυθμίζουν ζητήματα από τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (π.χ. ΑΚ 1033 εδ. β΄ για τον συμβολαιογραφικό τύπο της μεταβίβασης ακινήτου, ΑΚ 1485 επ. για τη διατροφή μεταξύ στενών συγγενών κ.ο.κ.). Επίσης, ανιδιοτελή κίνητρα που σχετίζονται με κοινωφελείς σκοπούς εντοπίζονται και στη διοίκηση νομικών προσώπων του ιδιωτικού δικαίου (π.χ. των φιλανθρωπικών σωματείων ή των κοινωφελών ιδρυμάτων). Άλλωστε, κανόνες δημοσίου δικαίου ενδέχεται να προστατεύουν και ιδιωτικά συμφέροντα (π.χ. οι διατάξεις του Συντάγματος για τα ατομικά δικαιώματα). Συνεπώς η απολυτότητα στην υπηρέτηση αποκλειστικά του δημοσίου ή του ιδιωτικού συμφέροντος κάμπτεται και διαπιστώνεται ότι και στην περίπτωση της καταρχήν υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος παράπλευρα και συμπληρωματικά είναι δυνατόν να υπηρετούνται ιδιωτικά συμφέροντα και στην περίπτωση της καταρχήν υπηρέτησης του
Σελ. 12
ιδιωτικού συμφέροντος παράπλευρα και συμπληρωματικά είναι δυνατόν να υπηρετείται το δημόσιο συμφέρον.
3. Η θεωρία της υποταγής
12Σύμφωνα με τη θεωρία της υποταγής (ή της μεγαλύτερης αξίας), το κριτήριο ένταξης μίας ρύθμισης στο πεδίο του δημοσίου δικαίου συνίσταται στο κατά πόσο η ρύθμιση αυτή αφορά σε σχέσεις όπου το ένα μέρος δύναται να επιβάλει μονομερώς τη βούλησή του στο άλλο μέρος π.χ. με νόμο ή διοικητικές πράξεις. Αντιθέτως, αν η κρίσιμη σχέση ρυθμίζεται με βάση την αρχή της ισότητας των βουλήσεων των μερών, τότε θα πρόκειται για ιδιωτικό δίκαιο.
13Η εν λόγω θεωρία διακρίνει το στοιχείο της υπεροχής της κρατικής βούλησης ως κριτήριο διαχωρισμού μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου. Εντούτοις, διαφεύγει της εν λόγω θεωρίας το γεγονός ότι και σε αμιγώς ιδιωτικές σχέσεις εμφανίζεται κάποιες φορές ανισορροπία στην ισχύ της βούλησης των μερών, όπως π.χ. στις καταναλωτικές συμβάσεις όπου ο προμηθευτής ουσιαστικά επιβάλλει τους όρους του μέσω των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ).
4. Η θεωρία της εξουσίας
14Σύμφωνα με τη θεωρία της εξουσίας, η οποία είναι μία βελτιωμένη εκδοχή της θεωρίας των υποκειμένων, το δημόσιο δίκαιο εφαρμόζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου το Κράτος ή άλλο ΝΠΔΔ δρα πράγματι ως φορέας άσκησης κυριαρχικής δημόσιας εξουσίας (imperium). Συντρέχει η παραπάνω προϋπόθεση, όταν λ.χ. η Εφορία καταλογίζει φόρο, το Στρατολογικό Γραφείο καλεί τους στρατεύσιμους να υπηρετήσουν τη θητεία τους, το Δημόσιο Νοσοκομείο παρέχει υπηρεσίες υγείας στους ασθενείς κ.ο.κ. Αντιθέτως, το στοιχείο του «imperium» αποδυναμώνεται, οσάκις η Διοίκηση επιχειρεί να επιτελέσει το έργο της με τις μεθόδους της συμφωνημένης δράσης (action concertée)· στο πλαίσιο αυτό δηλαδή το Κράτος συζητά με τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες τη συνιστώμενη πολιτική του σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο.
15Η εν λόγω θεωρία πάντως συνδυάζει τις προηγούμενες θεωρίες με την έννοια ότι προϋποθέτει για την εφαρμογή του δημοσίου δικαίου τη συνδρομή τόσο του οργανικού όσο και του λειτουργικού κριτηρίου. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί για τη δημιουργία έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου μόνη η παρουσία φορέα του Δημοσίου αλλά θα πρέπει επιπρόσθετα ο εν λόγω φορέας να ασκεί στην υπό κρίση σχέση κυριαρχική δι-
Σελ. 13
οίκηση για την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού. Μάλιστα, δεν αποκλείεται η κυριαρχική διοίκηση να εκτελείται σε ειδικές περιπτώσεις και από νομικά μορφώματα διφυούς (ιδιωτικού και δημόσιου) χαρακτήρα.
16Η εν λόγω θεωρία φαίνεται να είναι πλέον και η κρατούσα. Από συστηματική άλλωστε άποψη δεν κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιείται αποκλειστικά μία θεωρία αλλά να συνδυάζονται οι θεωρίες με τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζονται αποτελεσματικά και ορθολογικά τα κριτήρια του συμφέροντος, της δημόσιας εξουσίας και της αναφοράς στο κράτος και τις υπηρεσίες του. Σε αυτή την αξιολογική εκτίμηση καθοριστικό ρόλο έχει η αναζήτηση κάθε φορά του σκοπού του κανόνα δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί εν όψει και των εκάστοτε υπό κρίση ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών.
Παράδειγμα:
Η Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου (προηγουμένως «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα») λειτουργεί ως ΑΕ του ιδιωτικού δικαίου. Το ΔΣ της εταιρίας λαμβάνει απόφαση, με την οποία καθορίζονται τα τιμολόγια υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών στις μαρίνες. Ο ιδιοκτήτης σκάφους Ι διαμαρτύρεται για το σύστημα υπολογισμού των παραπάνω τελών. Η διαφορά που ανακύπτει μεταξύ του Ι και της εταιρίας ρυθμίζεται από το δημόσιο δίκαιο, μολονότι κανένα από τα μέρη δεν είναι τυπικά φορέας του Κράτους. Ωστόσο, η εταιρία εν προκειμένω λειτουργεί ως φορέας άσκησης δημόσιας εξουσίας (διφυές νομικό πρόσωπο), καθόσον η απόφαση του ΔΣ συνιστά πράξη διαχείρισης κοινόχρηστου πράγματος (μαρίνας), η οποία (διαχείριση) κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως όμως αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, και συγκεκριμένα στην ανάπτυξη του τουρισμού.
ΙΙΙ. Η σημασία της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου
17Η διάκριση του δικαίου σε ιδιωτικό και δημόσιο είναι σημαντική για τους ακόλουθους λόγους:
181ον) Η έννομη τάξη έχει καθιερώσει ξεχωριστά και διακριτά μεταξύ τους νομικά συστήματα για τη ρύθμιση ζητημάτων που αναφύονται κατά τη λειτουργία ιδιωτικών ή δημόσιων σχέσεων αντίστοιχα. Μάλιστα το δημόσιο δίκαιο έχει πιο τυποποιημένο χαρακτήρα από το ιδιωτικό δίκαιο. Επομένως, η ορθή αξιολόγηση της εκάστοτε υπό κρίση περίπτωσης και η συνακόλουθη υπαγωγή της στο σύστημα κανόνων του ιδιωτικού ή αντίστοιχα του δημοσίου δικαίου εξυπηρετεί πρακτικούς σκοπούς, διότι με αυτόν τον τρόπο δύναται ο εφαρμοστής να εντοπίσει και να εφαρμόσει τους κατάλληλους κανόνες ουσιαστικού δικαίου.
192ον) Οι κανόνες του δημοσίου δικαίου στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αυστηροί, με την έννοια ότι τα υποκείμενα των εν λόγω κανόνων δεν μπορούν να παρεκκλί-
Σελ. 14
νουν από το περιεχόμενο των ρυθμίσεών τους (αναγκαστικό δίκαιο). Αντιθέτως, στο ιδιωτικό δίκαιο η ιδιωτική αυτονομία των μερών πολλές φορές επιτρέπει σε αυτά να διαπραγματευθούν και να διαμορφώσουν τις σχέσεις τους με τρόπο διαφορετικό από εκείνο που προβλέπει ο κανόνας ιδιωτικού δικαίου (ενδοτικό δίκαιο).
203ον) Το Σύνταγμα διαχωρίζει τις διαφορές σε ιδιωτικές και διοικητικές (δημόσιες) και υπάγει την εκδίκασή τους σε διαφορετικά δικαστήρια, πολιτικά και διοικητικά αντίστοιχα (Σ 93 § 1, 94 §§ 1 και 2). Επομένως, η επιλογή μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου επηρεάζει άμεσα και την επιλογή εκείνου του δικαστηρίου που θα επιλύσει τελικά την υπό κρίση διαφορά.
214ον) Από το ίδιο βιοτικό γεγονός δεν αποκλείεται να γεννώνται έννομες σχέσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου. Για παράδειγμα, αν ιδιώτης ιατρός προκαλέσει τον θάνατο του ασθενούς του από αμέλεια, αφενός υπέχει ενδεχομένως διοικητική και ποινική ευθύνη κατά ΠΚ 302 (δημόσιο δίκαιο) και αφετέρου αστική ευθύνη με περιεχόμενο την υποχρέωση χρηματικής ικανοποίησης της οικογένειας του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ ΑΚ 914 και 932 εδ. γ΄ (ιδιωτικό δίκαιο).
225ον) Σε κάθε περίπτωση, ο διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαστικότητα, ευελιξία και ευρύτητα πνεύματος. Αυτό σημαίνει λ.χ. ότι η εφαρμογή του ιδιωτικού δικαίου στη Δημόσια Διοίκηση δεν μπορεί να αποκλειστεί άνευ άλλου, ιδίως όταν η δραστηριότητα των νομικών προσώπων τα οποία την απαρτίζουν είναι όμοια με τη δραστηριότητα που αναπτύσσουν οι ιδιώτες. Ακόμη όμως και σε έννομες σχέσεις του δημοσίου δικαίου (π.χ. μία δημόσια σύμβαση) είναι δυνατή η ανάλογη εφαρμογή κανόνων του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον τα κρίσιμα ζητήματα δεν ρυθμίζονται ειδικώς από το δημόσιο δίκαιο. Το τελευταίο ισχύει διότι αφενός το δημόσιο δίκαιο είναι δίκαιο ειδικότερο έναντι του ιδιωτικού και αφετέρου το τελευταίο περιέχει και κανόνες που εκφράζουν γενικές αρχές του δικαίου, όπως η καλή πίστη (βλ. ΑΚ 288), η σύμπτωση των βουλήσεων των μερών ως προϋπόθεση ισχύος μίας σύμβασης (ΑΚ 192) κ.ο.κ.
Παράδειγμα:
Ο αποβιώσας Δ άφησε με τη διαθήκη του μέρος της περιουσίας του στο Κράτος. Η κληρονομική σχέση που δημιουργείται με κληρονόμο (ή ενδεχομένως κληροδόχο) το Κράτος είναι όμοια με την κληρονομική σχέση οποιουδήποτε κληρονόμου με τον αποβιώσαντα κληρονομούμενο. Επομένως θα εφαρμοστούν εδώ καταρχάς οι κανόνες ιδιωτικού δικαίου των ΑΚ 1710 επ. για την κληρονομική διαδοχή. Αν μάλιστα επιθυμεί ο επίσης τιμώμενος στη διαθήκη Τ να προσβάλει τη διάταξη της διαθήκης που αναφέρεται στο Κράτος, θα προσφύγει στα πολιτικά και όχι στα διοικητικά δικαστήρια.
Σελ. 15
§ 4. Το δίκαιο και συγγενείς επιστήμες
Ι. Το δίκαιο και η οικονομική επιστήμη
1Το δίκαιο βρίσκεται σε στενή αλληλεπίδραση με την οικονομική επιστήμη, καθόσον μάλιστα σημαντικό μέρος των έννομων σχέσεων που ρυθμίζει το πρώτο (π.χ. στο πεδίο των συμβάσεων) έχουν οικονομικό αντίκτυπο. Το δίκαιο άλλωστε έχει τη δυνατότητα με τους μηχανισμούς του να επεμβαίνει στη ρύθμιση της αγοράς και να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τυχόν παθογένειές της (market failures) προς το γενικό συμφέρον του κοινωνικού συνόλου (π.χ. απαγόρευση μονοπωλίων). Σε αυτό το πλαίσιο, οι οικονομικές γνώσεις μπορούν να φανούν πολύ χρήσιμες.
2Μέσω ειδικότερα των εργαλείων και των μεθόδων της οικονομικής επιστήμης: (α) Αξιολογούνται οι κανόνες δικαίου για την οικονομική αποτελεσματικότητά τους, δηλαδή για το αν επιτυγχάνουν τον σκοπό τους με το λιγότερο δυνατό κόστος· (β) προτείνονται νομοθετικές λύσεις με τέτοιο περιεχόμενο ώστε να επαυξάνεται η υλική ευημερία του κοινωνικού συνόλου· (γ) ο εφαρμοστής του δικαίου (νομοθέτης, δικαστής) δύναται να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία της αγοράς· και (δ) μπορεί να εξορθολογιστεί τόσο η νομοθεσία όσο και η απονομή δικαιοσύνης, ιδίως στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης των αγορών.
3Εντούτοις, η ως άνω αλληλεπίδραση θα πρέπει να περιορίζεται σε εκείνα τα πεδία συναλλακτικής δράσης, όπου πράγματι η οικονομική ανάλυση δύναται να ενισχύσει την κρίση του νομικού επιστήμονα (π.χ. στο δίκαιο του ανταγωνισμού). Αντίθετα, σε άλλα πεδία όπου η ηθική, κοινωνική και παιδαγωγική σκοπιμότητα της εφαρμογής του νόμου προκρίνεται ως σημαντική (π.χ. σε ορισμένες οικογενειακές υποθέσεις όπως λ.χ. η υιοθεσία ανηλίκου, στην επιβολή ποινής για διάπραξη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας κ.ά.), η οικονομική επιστήμη δεν μπορεί να χρησιμεύσει ουσιωδώς· άλλωστε, δεν μπορούν όλες οι διαφορές των ανθρώπων να αποτιμηθούν σε χρήμα ή να αξιολογηθούν αποκλειστικά με κριτήριο την υλική ωφέλεια.
Παράδειγμα:
Ο γεωργός Γ1 δανείζει το γεωργικό του μηχάνημα στον γεωργό Γ2, ωστόσο στη σχετική σύμβαση χρησιδανείου συμφωνείται υψηλή ποινική ρήτρα σε περίπτωση που ο Γ2 δεν επιστρέψει το μηχάνημα στον Γ1. Η εν λόγω ποινική ρήτρα δικαιολογείται, εφόσον το ύψος της εξυπηρετεί πράγματι κάποιον οικονομικό σκοπό, π.χ. ο Γ2 είναι αφερέγγυο πρόσωπο και χρωστάει σε πολλούς δανειστές, οπότε υπάρχει το ενδεχόμενο να μεταβιβάσει περαιτέρω το μηχάνημα ή να το ενεχυριάσει με τον κίνδυνο να απολέσει ο Γ1 υπό προϋποθέσεις την κυριότητα στο μηχάνημα (ΑΚ 810, 1036, 1215) .
Σελ. 16
ΙΙ. Το δίκαιο και η διοικητική επιστήμη
4Διοικητική επιστήμη είναι η επιστήμη που αναλύει τη δομή και λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και διερευνά ορθολογικές λύσεις για την αύξηση της αποτελεσματικότητάς της. Η διοίκηση εκλαμβάνεται αφενός ως σύνολο οργανισμών και υπηρεσιών του δημόσιου τομέα (οργανική έννοια) και αφετέρου ως μορφή άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (ουσιαστική έννοια). Στο πλαίσιο αυτό, τα πορίσματα της διοικητικής επιστήμης κρίνονται απαραίτητα για το δίκαιο, και δη το διοικητικό, καθώς συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων που ανακύπτουν από τη λειτουργία και τη δράση της Διοίκησης και χρήζουν ρύθμισης.
5Η παραπάνω αλληλεπίδραση της διοικητικής επιστήμης με το δίκαιο φαίνεται ιδίως κατά την επιδίωξη της αποτελεσματικότητας του Κράτους. Διατυπώνονται ειδικότερες Αρχές που την εκφράζουν, όπως ιδίως αυτές της αποδοτικότητας και της οικονομικότητας. Για παράδειγμα, όταν ο νομοθέτης επιδιώκει να επιφέρει μεταβολές στις δομές της Δημόσιας Διοίκησης (π.χ. μέσω κατάργησης οργανικών θέσεων στο Δημόσιο), οφείλει να λάβει υπόψη του τις αρχές της διοικητικής επιστήμης, ώστε να θεσπίσει ρυθμίσεις ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές και όχι περιστασιακές και αποσπασματικές. Στο ίδιο πνεύμα, όταν ένας δικαστής καλείται να αξιολογήσει το εύλογο ή όχι του χρόνου παραγραφής των απαιτήσεων (π.χ. φορολογικών) του Δημοσίου, οφείλει να αξιοποιήσει τη διοικητική επιστήμη, για να αντιληφθεί λ.χ. ότι ένας φορολογικός έλεγχος πρέπει να είναι επίκαιρος ώστε να οδηγήσει στην είσπραξη του οφειλόμενου ποσού πριν αυτό αναλωθεί. Είναι σαφές ότι εκτιμήσεις Διοικητικής Επιστήμης εμπεριέχονται σε πολλούς θεσμούς και κανόνες του δικαίου. Υποστηρίζεται ότι η θεώρηση του Δικαίου παρότι περιέχει δεοντολογικές προτάσεις είναι κατ’ ουσίαν οντολογική, ενώ η θεώρηση της Διοικητικής Επιστήμης είναι δεοντολογική.
ΙΙΙ. Το δίκαιο και η τεχνολογία
6Στη σύγχρονη εποχή η κοινωνική συμβίωση, την οποία ρυθμίζει το δίκαιο, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι αγορές μέσω διαδικτύου, η ψηφιακή διεκπεραίωση υποθέσεων του Κράτους, η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης σε προστατευόμενα έργα του πνεύματος μέσω της ψηφιακής αναπαραγωγής (π.χ. download μίας ταινίας από σύνδεσμο ιστοσελίδας), η εφαρμογή τεχνολογικών μέσων στο περιβάλλον εργασίας (π.χ. τηλεργασία μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών), η επικοινωνία των ατόμων με μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. facebook και instagram) κ.ά. φανερώνουν τη μεγάλη σημασία που έχει η τεχνολογία για τη διαμόρφωση των οικονομικών, συναλλακτικών και κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων.
Σελ. 17
7Αντίστοιχα, επομένως, κρίνεται ομοίως σημαντική η αλληλεπίδραση του δικαίου με την τεχνολογία, ώστε η γνώση της τελευταίας να βοηθήσει το πρώτο να κατανοήσει τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, μεθόδους κ.λπ. και να ρυθμίσει αποτελεσματικά τους τομείς εκείνους που συνέχονται με αυτά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλληλεπίδρασης είναι και η μεταρρύθμιση που έλαβε χώρα στο δίκαιο της πώλησης με τον Ν 4967/2022 (ΑΚ 513 επ.), προκειμένου ο εν λόγω θεσμός να προσαρμοστεί στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, όπως λ.χ. στην πώληση αγαθών με ψηφιακά στοιχεία (π.χ. ενός έξυπνου τηλεφώνου). Στην αμφίδρομη αυτή σχέση δικαίου και τεχνολογίας υπάρχει όμως ένα βασικό χαρακτηριστικό, ότι δηλαδή συνήθως η τεχνολογία προηγείται της νομοθετικής πρωτοβουλίας, γεγονός που δύναται να επηρεάσει αρνητικά την αποτελεσματική ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης.
8Άλλες φορές πάλι η δυναμική της τεχνολογικής προόδου φαίνεται να ανακόπτεται από το δίκαιο. Αυτό συμβαίνει όταν εμφανίζονται καινοτόμες τεχνολογίες που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στον συναλλακτικό βίο, ωστόσο το δίκαιο, και η έννομη τάξη ειδικότερα, από επιλογή παραλείπει -ή πολύ περισσότερο απαγορεύει- να ρυθμίσει το ζήτημα της εμπορικής εκμετάλλευσης ή με άλλο τρόπο χρήσης τους. Ενδεικτικώς, η τεχνολογία των ψηφιακών νομισμάτων (ή αλλιώς κρυπτονομισμάτων, bitcoins κ.ο.κ.) εμφανίζεται ως μία εν δυνάμει καινοτόμα μορφή διεκπεραίωσης συναλλαγών, η οποία όμως δεν έχει τύχει ακόμη ευρείας θεσμικής αποδοχής από τις έννομες τάξεις στο σύνολό τους. Ομοίως, μία πρόκληση για το δίκαιο είναι να ρυθμίσει μελλοντικά την ενδεχόμενη παράδοση υπηρεσιών και αγαθών μέσω της τεχνολογίας (π.χ. άμεση παράδοση της παραγγελίας μέσω drones), το φαινόμενο της τεχνητής νοημοσύνης (π.χ. θεμελίωση ευθύνης οντοτήτων που λειτουργούν με αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης, όπως είναι για παράδειγμα ένα όχημα αυτοματοποιημένης οδήγησης ή ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος που διενεργεί ιατρικές επεμβατικές πράξεις) κ.ά.
Σελ. 18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
§ 5. Τα μορφολογικά και λειτουργικά στοιχεία του κανόνα δικαίου
Ι. Η έννοια του κανόνα δικαίου
1Το δίκαιο αποτελείται από κανόνες δικαίου. Ο κανόνας δικαίου ειδικότερα είναι μία αξιολογική πρόταση, η οποία εκφράζει ένα «δέον» («πρέπει») ως δεσμευτικό πρότυπο ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το περιεχόμενο άρα του κανόνα δικαίου είναι υποχρεωτικό για τους αποδέκτες του (νομικά υποκείμενα) και συνίσταται σε επιταγές (π.χ. η επιταγή του κανόνα της ΑΚ 288 ότι ο οφειλέτης πρέπει να εκπληρώσει την παροχή του όπως απαιτεί η καλή πίστη, η επιταγή του κανόνα της ΑΚ 1839 εδ. β΄ ότι η αποκλήρωση γίνεται μόνο με διάταξη διαθήκης κ.ο.κ.), απαγορεύσεις (π.χ. η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ ΑΚ 281, η απαγόρευση της διγαμίας με βάση τους κανόνες των ΑΚ 1356 εδ. α΄ και ΠΚ 356 κ.ά.) ή αναγνωρίσεις εξουσιών (π.χ. ο κανόνας της ΑΚ 1000 ορίζει ότι ο κύριος του πράγματος μπορεί να το διαθέτει κατ’ αρέσκεια και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ’ αυτό).
2Επιπλέον, ο κανόνας δικαίου είναι γενικός και αφηρημένος. Γενικός είναι ο κανόνας δικαίου διότι δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα ούτε σε συγκεκριμένες πραγματικές καταστάσεις (π.χ. ένας κανόνας δεν μπορεί να απαγορεύει ειδικώς στον πολίτη Α να διαπράττει κλοπές). Αφηρημένος από την άλλη είναι ο κανόνας δικαίου, λόγω του μη προσδιορισμένου και γνωστού εκ των προτέρων αριθμού αποδεκτών του. Τίθενται από τον νόμο προϋποθέσεις, οι οποίες εφόσον συντρέξουν σε συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρουν και την αντίστοιχη έννομη συνέπεια και δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό και δεδομένο σε ποια υποκείμενα συντρέχουν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη Σ 17 § 2 εδ. α΄, η στέρηση με πράξη της Αρχής της ιδιοκτησίας ενός προσώπου (αναγκαστική απαλλοτρίωση) προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, δημόσια ωφέλεια, προϋπόθεση που πρέπει να επαληθεύεται κάθε φορά με βάση τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά (π.χ. διαπλάτυνση εθνικής οδού, αρχαιολογικές ανασκαφές κ.ο.κ.).
ΙΙ. Η δομή του κανόνα δικαίου
3Ο κανόνας δικαίου κατά βάση διατυπώνεται με τη μορφή υπόθεσης και απόδοσης. Για παράδειγμα, ο κανόνας της ΠΚ 302 αναφέρει ότι «όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών». Εν προκειμένω η υποθετική πρό-
Σελ. 19
ταση είναι «όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον», ενώ η κύρια πρόταση-απόδοση είναι «τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών». Πολλές φορές από τη διατύπωση του κανόνα δεν διακρίνεται ευχερώς το υποθετικό μέρος του, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Ένας τέτοιος κανόνας είναι λ.χ. η διάταξη της Σ 4 § 2 που ορίζει ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής: «αν ένα πρόσωπο είναι Έλληνας ή Ελληνίδα, τότε έχει ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Επομένως, η φράση «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες» είναι το υποθετικό μέρος, ενώ η φράση «έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» είναι η απόδοση της πρότασης. Εν όψει των παραπάνω, ο κανόνας δικαίου χωρίζεται πιο συγκεκριμένα στα ακόλουθα μέρη:
1. Το πραγματικό του κανόνα δικαίου
4Πραγματικό είναι το σύνολο των προϋποθέσεων που περιγράφει ο κανόνας δικαίου· αν οι προϋποθέσεις αυτές πληρωθούν σε συγκεκριμένη περίπτωση, θα τύχει εφαρμογής ο κρίσιμος κανόνας και θα επέλθουν όσα ορίζει. Το πραγματικό επομένως αντιστοιχεί στο υποθετικό μέρος του κανόνα δικαίου.
5Τέτοιες προϋποθέσεις μπορεί να είναι εξωτερικά γεγονότα (π.χ. πρόκληση ζημίας στην αδικοπραξία κατ’ ΑΚ 914, καταβολή ως λόγος εξόφλησης χρέους κατ’ ΑΚ 416, θάνατος προσώπου ως λόγος κληρονομικής διαδοχής κατ’ ΑΚ 1710 επ. κ.ά.), ενδιάθετα φρονήματα (π.χ. δόλος ή αμέλεια στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας κατά ΠΚ 299 και 302 αντίστοιχα) ή άλλες καταστάσεις, ιδιότητες κ.λπ. (π.χ. αντίθεση νομικής πράξης-δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη κατ’ ΑΚ 178, σωματική αναπηρία ως προϋπόθεση για να υποβληθεί κάποιος σε δικαστική συμπαράσταση κατ’ ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1 κ.ά.).
2. Η έννομη συνέπεια του κανόνα δικαίου
6Έννομη συνέπεια είναι τα αποτελέσματα που ορίζει ο κανόνας δικαίου και θα επέλθουν, αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου. Η έννομη συνέπεια επομένως αντιστοιχεί στην απόδοση της πρότασης του κανόνα δικαίου.
7Τέτοια αποτελέσματα μπορεί να είναι ενδεικτικώς η σύσταση, μεταβολή ή απώλεια ενός δικαιώματος (π.χ. η θεμελίωση του δικαιώματος ακύρωσης νομικής πράξης-δικαιοπραξίας στην πλάνη εκείνου που επιχείρησε την τελευταία κατ’ ΑΚ 140, η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος κατ’ ΑΚ 281, η απόκτηση της κυριότητας πράγματος με έκτακτη χρησικτησία κατ’ ΑΚ 1045, η έκπτωση του γονέα από το λειτουργικό δικαίωμα γονικής μέριμνας κατ’ ΑΚ 1537 κ.ο.κ.), η επιβολή ή κατάργηση υποχρέωσης (π.χ. η υποχρέωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας κατ’ ΑΚ 914), η δημιουργία, μεταβολή ή κατάργηση κάποιας άλλης έννομης κατάστασης (π.χ. η απόκτηση νομικής προσωπικότητας για ενώσεις προσώπων κατ’ ΑΚ 61, η ίδρυση συγγενικού δεσμού μεταξύ προσώπων κατ’ ΑΚ 1461 επ., η ακυρότητα δικαιοπραξίας λόγω έλλειψης νόμιμου συστατικού τύπου κατ’ ΑΚ 159 § 1 κ.ά.) κ.ο.κ.
Σελ. 20
Παραδείγματα:
1) Ο κανόνας της ΑΚ 127 ορίζει ότι «όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία». Το πραγματικό του κανόνα είναι η φράση «όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος)», ενώ η έννομη συνέπεια είναι η φράση «είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία».
2) Ο κανόνας της ΑΚ 178 ορίζει ότι «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Το πραγματικό του κανόνα είναι η φράση «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη», ενώ η έννομη συνέπεια είναι η φράση «είναι άκυρη».
3) Ο κανόνας της ΑΚ 914 ορίζει ότι «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Το πραγματικό του κανόνα είναι η φράση «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια», ενώ η έννομη συνέπεια είναι η φράση «έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει».
ΙΙΙ. Η εφαρμογή του κανόνα δικαίου
8Το δίκαιο εκπληρώνει την αποστολή του να διασφαλίζει την ομαλότητα στις σχέσεις των νομικών υποκειμένων (προσώπων που έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις) μέσω της εφαρμογής των κανόνων του. Μόλις διαταραχθεί η παραπάνω ομαλότητα και προκύψει μία διαφορά μεταξύ των νομικών υποκειμένων, ακολουθεί η διαδικασία επίλυσης της εν λόγω διαφοράς. Η διαδικασία αυτή συνίσταται στην εφαρμογή ενός ή περισσότερων κανόνων δικαίου στην εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση και αποτελείται από επιμέρους νοητικές διεργασίες, οι οποίες συγκροτούν τον λεγόμενο «δικανικό συλλογισμό». Σε αυτό το έργο του εφαρμοστή του δικαίου δύναται μερικές φορές να προκύψει το ζήτημα επιλογής ενός από τους περισσότερους εν δυνάμει εφαρμοστέους κανόνες δικαίου (συρροή κανόνων δικαίων). Συγκεκριμένα:
1. Ο δικανικός συλλογισμός
9Δικανικός καλείται ο συλλογισμός που καταλήγει στην εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη πραγματική περίπτωση. Μέσω του εν λόγω συλλογισμού ο εφαρμοστής του δικαίου (π.χ. δικαστής) αρχικώς λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, στη συνέχεια τα αξιολογεί από νομικής πλευράς, έπειτα επιλέγει, ερμηνεύει και εφαρμόζει τον κατάλληλο κανόνα δικαίου, ώστε εν τέλει να επιλυθεί η διαφορά με την επέλευση συγκεκριμένων έννομων συνεπειών.
10Ο δικανικός συλλογισμός αποτελείται ειδικότερα από τα ακόλουθα μέρη (προτάσεις):
11(α) Τη μείζονα πρόταση, η οποία περιέχει τον κανόνα δικαίου (ή συνδυασμό κανόνων δικαίου) που θα εφαρμοστεί.