ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Έκδοση: 3η 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 616
- ISBN: 978-960-654-849-9
Στο έργο «Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος» εκτίθενται οι βασικές έννοιες του Ποινικού Δικαίου:
- Ο σκοπός της ποινής και του Ποινικού Δικαίου
- Τα στοιχεία του εγκλήματος γενικώς και κάθε εγκλήματος
- Η η ερμηνεία του Ποινικού Δικαίου και η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege
- Οι διακρίσεις των εγκλημάτων και η πρακτική τους σημασία
- Η έκταση ισχύος το ελληνικού ποινικού δικαίου (έδαφος και πρόσωπα)
- Οι λόγοι αποκλεισμού της ποινικής ευθύνης (αποκλεισμός του αδίκου και του καταλογισμού)
- Η έννοια του δόλου και της αμέλειας
- Η απόπειρα του εγκλήματος
- Οι μορφές συμμετοχής στο έγκλημα
- Η συρροή εγκλημάτων
- Οι προβλεπόμενες από τον Ποινικό Κώδικα ποινές
- Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της δίκαιης και προσήκουσας ποινής
- Οι λόγοι μείωσης της ποινής
- Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής
- Η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής
- Η απόλυση υπό όρο
- Οι ειδικές διατάξεις για ανηλίκους
και άλλα συναφή ζητήματα.
Τα άφθονα παραδείγματα που συνοδεύουν τις θεωρητικές έννοιες είναι προορισμένα να διεγείρουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να συμβάλουν, ώστε να μπορεί αυτός να κατανοήσει και να αφομοιώσει τις αόριστες νομικές έννοιες, εμπεδώνοντας παράλληλα και τα συναφή νομικά νοήματα, εισάγοντάς τον συγχρόνως (νοερά) στην πράξη των ποινικών δικαστηρίων.
Επιπλέον, η συμπεριλαμβανόμενη στο βιβλίο νομολογία του Αρείου Πάγου και η παράθεση των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων μετά τον Νέο Ποινικό Κώδικα του 2019 μέχρι και τον Ν 4947/23.6.2022 καθιστούν το βιβλίο μια αναγκαία συγγραφή όχι μόνο για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες αλλά και για Δικηγόρους, Εισαγγελείς και Δικαστές.
Πρόκειται για ένα πλήρες και εύχρηστο βοήθημα εργασίας για κάθε ασχολούμενο με το Ποινικό Δίκαιο.
XI
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έννοια, σκοπός και πηγές του Ποινικού Δικαίου.
Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος. Νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος (αντικειμενική υπόσταση, υποκειμενική υπόσταση, εξωτερικοί όροι
του αξιοποίνου, υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου).
Τόπος και χρόνος τέλεσης του εγκλήματος
Α. Έννοια, σκοπός και πηγές του Ποινικού Δικαίου 7
Β. Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος 12
Γ. Τόπος και χρόνος τελέσεως του εγκλήματος 27
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Βαθμίδες, κριτήρια και μέθοδοι ερμηνείας και περαιτέρω διάπλασης
του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου
Α. Εισαγωγή 32
Β. Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege scripta, stricta, praevia,
certa (n.c.n.p.s.l.) 42
Γ. Η ερμηνεία υπό στενή έννοια ή συγκεκριμενοποίηση ασαφών εννοιών 48
Δ. Η αναλογία νόμου και η αναλογία δικαίου 54
Ε. Η διορθωτική ερμηνεία του νόμου 64
ΣΤ. Έννοια όρων του Ποινικού Κώδικα 82
XII
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα εδάφη και τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει
και εφαρμόζεται το Ποινικό Δίκαιο
Α. Εισαγωγή 87
Β. Οι διατάξεις των άρθρων 5-11 ΠΚ 91
Γ. Η διεθνής ποινική δικαιοδοσία της Ελλάδας ως παράκτιου κράτους
κατά το ισχύον Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας 100
Δ. Πρακτικά ζητήματα και παραδείγματα προς επίλυση 104
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Διακρίσεις εγκλημάτων
Α. Κακουργήματα και πλημμελήματα 107
Β. Εγκλήματα ενέργειας και εγκλήματα παραλείψεως 108
Γ. Ουσιαστικά εγκλήματα ή εγκλήματα αποτελέσματος και τυπικά εγκλήματα
ή εγκλήματα συμπεριφοράς 113
Δ. Εγκλήματα βλάβης και εγκλήματα διακινδύνευσης 115
Ε. Βασικά, προνομιούχα, διακεκριμένα και ιδιώνυμα εγκλήματα 118
ΣΤ. Εγκλήματα διακρινόμενα εκ του αποτελέσματος 119
Ζ. Στιγμιαία και διαρκή εγκλήματα 132
Η. Κοινά και ιδιαίτερα εγκλήματα 133
Θ. Απλά, πολύπρακτα και σύνθετα εγκλήματα 135
Ι. Απλότροπα και πολύτροπα ή μικτά εγκλήματα 136
ΙΑ. Εγκλήματα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα και κατ’ έγκληση διωκόμενα 138
ΙΒ. Εγκλήματα πολιτικά, κοινά και σύνθετα 139
XIII
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης και οι λόγοι άρσης του αδίκου
Α. Προλεγόμενα 140
Β. Γενικοί λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης 142
Ι. Ενάσκηση δικαιώματος και εκπλήρωση καθήκοντος κατά το άρθρο 20 ΠΚ 142
ΙΙ. Η προσταγή 145
ΙΙΙ. Η άμυνα 146
IV. Κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο κατά το άρθρο 25 ΠΚ 152
Γ. Ειδικοί λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης 157
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο καταλογισμός της πράξης στον δράστη
ή ο καταλογισμός ή η ενοχή ή ο καταλογισμός
σε ενοχή και οι λόγοι αποκλεισμού του καταλογισμού
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 169
Β. Ο δόλος ή η πρόθεση 172
Ι. Έννοια και είδη του δόλου 172
ΙΙ. Η πραγματική πλάνη που αποκλείει τον δόλο 179
Γ. Η αμέλεια 181
Ι. Έννοια και είδη αμέλειας (εξωτερική και εσωτερική αμέλεια) 181
ΙΙ. Παραδείγματα εσωτερικής αμέλειας 186
ΙΙΙ. Η αμέλεια στη Νομολογία του Αρείου Πάγου 195
ΙV. Εξωτερική και εσωτερική αμέλεια κατά την ενάσκηση ιατρικών καθηκόντων 203
Δ. Εμβάθυνση στις έννοιες του ενδεχομένου δόλου και της ενσυνείδητης
αμέλειας κυρίως με παραδείγματα 250
Ι. Προς μια νέα διατύπωση του ορισμού του ενδεχομένου δόλου 250
ΙΙ. Η γνώση από τον δράστη του υψηλού ποσοστού επικινδυνότητας
της πράξης του ή της εγγύτητας του κινδύνου 256
ΙΙΙ. Δόλος βλάβης και δόλος διακινδύνευσης – εγκλήματα διακρινόμενα
εκ του αποτελέσματος 263
IV. Μερικά ακόμα παραδείγματα για τη διάκριση ενδεχόμενου δόλου
και ενσυνείδητης αμέλειας 266
Ε. Η ικανότητα προς καταλογισμό 273
XIV
ΣΤ. Το «άλλως δύνασθαι πράττειν τον δράστην» 278
Ζ. Ειδικότερα: συγγνωστή νομική πλάνη και αξιόπιστη πληροφόρηση
για αμφισβητούμενα και δυσεπίλυτα ζητήματα δικαίου 286
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 286
ΙΙ. Παραδείγματα συγγνωστής νομικής πλάνης 289
ΙΙΙ. Η φερέγγυα και αξιόπιστη πληροφόρηση για αμφισβητούμενα και δυσεπίλυτα ζητήματα δικαίου ως λόγος συγγνωστής νομικής πλάνης 290
ΙV. Συμπεράσματα και Επίμετρο 293
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο αντικειμενικός καταλογισμός του αποτελέσματος
της πράξης στον δράστη ή ο καταλογισμός
στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Α. Εισαγωγή στην προβληματική 295
Β. Περιεχόμενο της Θεωρίας για τον αντικειμενικό καταλογισμό 297
Γ. Αποκλεισμός του αξιοποίνου λόγω έλλειψης του αντικειμενικού
καταλογισμού στα από αμέλεια και στα εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα 303
Ι. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 303
ΙΙ. Η μη διαπίστωση εξωτερικής αμέλειας: θεμελιακού στοιχείου στο έγκλημα
από αμέλεια 305
ΙΙΙ. Το αναπόφευκτο του αποτελέσματος και σε περίπτωση νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς 306
IV. Η υπαγωγή του ιστορικού συμβάντος σε ξένο τομέα ευθύνης 309
V. Η ελεύθερη και υπεύθυνη αυτοδιακινδύνευση ή αυτοπροσβολή 321
VI. Η μη ένταξη της αποτροπής του κινδύνου που πραγματώθηκε στο πλαίσιο
του προστατευτικού σκοπού του παραβιασθέντος κανόνα επιμέλειας 328
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος: Η απόπειρα εγκλήματος
Α. Έννοια και προϋποθέσεις της απόπειρας με παραδείγματα 331
Β. Προπαρασκευαστικές πράξεις για την τέλεση εγκλήματος 338
Γ. Απρόσφορη απόπειρα 340
Δ. Εκούσια υπαναχώρηση 341
XV
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος: Η συμμετοχή στο έγκλημα
Α. Οι μορφές συμμετοχής στο έγκλημα και οι σχετικές διατάξεις
του Ποινικού Κώδικα 343
Β. Άμεση ή φυσική αυτουργία 346
Γ. Έμμεση αυτουργία 346
Δ. Ηθική αυτουργία 349
Ε. Συνέργεια: αναγκαία ή άμεση και απλή 355
ΣΤ. Συναυτουργία - Προπαρασκευαστικές, υποστηρικτικές και βοηθητικές
πράξεις ως μορφές συναυτουργίας 360
Ι. Εισαγωγή στην προβληματική 360
ΙΙ. Η θέση της ελληνικής Νομικής Θεωρίας στο προϊσχύσαν δίκαιο 368
ΙΙΙ. Η θέση του Αρείου Πάγου 384
IV. Η θέση της γερμανικής Νομολογίας και Νομικής Θεωρίας 400
V. Συμπεράσματα 406
VΙ. Απαντήσεις στα τεθέντα παραδείγματα 413
Ζ. Άρθρο 49 ΠΚ (ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις) 417
ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος:
Η συρροή εγκλημάτων (κατ’ ιδέαν και πραγματική,
αληθινή και φαινομενική συρροή εγκλημάτων)
Α. Κατ’ ιδέαν και πραγματική συρροή εγκλημάτων 420
Β. Αληθινή και φαινομενική συρροή εγκλημάτων 425
Γ. Οι δυσκολίες κατά τη διάγνωση της αληθινής ή φαινομενικής συρροής 440
Δ. Αρχές που διέπουν την κατ’ ιδέαν φαινοµενική συρροή 444
Ι. Αρχή της ειδικότητας 444
ΙΙ. Αρχή της απορρόφησης 447
ΙΙΙ. Αρχή της επικουρικότητας 451
Ε. Αρχές που διέπουν την πραγματική φαινοµενική συρροή 453
Ι. Αρχή της απορρόφησης 453
ΙΙ. Αρχή της επικουρικότητας 457
XVI
ΙΙΙ. Αρχή της συγχώνευσης 458
IV. Αρχή της διάζευξης 459
ΣΤ. Η απαγόρευση της διπλής αξιολόγησης των ίδιων πραγματικών
γεγονότων ως ερμηνευτικό επιχείρημα για τη διάγνωση
και τη θεμελίωση φαινοµενικής συρροής 464
Ζ. Αναβίωση του φαινοµενικά συρρέοντος ποινικού νόµου 468
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποινές (κύριες και παρεπόμενες) και μέτρα ασφαλείας. Aποζημίωση.
Λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο (παραγραφή, παραίτηση
από την έγκληση, έμπρακτη μετάνοια, αμνηστία,
ειδική παραγραφή και κρυπτοαμνηστία)
Α. Κύριες ποινές (περιοριστικές ή στερητικές της ελευθερίας ποινές,
χρηματικές ποινές και παροχή κοινωφελούς εργασίας) 472
Β. Παρεπόμενες ποινές 473
Ι. Αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων 474
ΙΙ. Απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος και αφαίρεση άδειας οδήγησης
ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου 474
ΙΙΙ. Δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης 475
IV. Η δήμευση 475
Γ. Μέτρα ασφάλειας 480
Δ. Λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο 483
Ι. Παραγραφή 483
II. Παραίτηση από την έγκληση 488
ΙΙΙ. Έμπρακτη μετάνοια 491
IV. Αμνηστία, ειδική παραγραφή και κρυπτοαμνηστία 497
XVII
ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Λόγοι μείωσης της ποινής.
Ελαφρυντικές περιστάσεις. Ποινή επί συρροής εγκλημάτων.
Έγκλημα κατ’ εξακολούθηση
Α. Επιμέτρηση της ποινής, περιστάσεις - κριτήρια για την επιμέτρηση
της ποινής και αναιρετικός έλεγχος (υπό το πρίσμα κυρίως της Νομολογίας
του γερμανικού Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου) 500
Ι. Αναφορά στο ισχύον σήμερα δίκαιο με το βλέμμα στο παρελθόν 500
ΙΙ. Ανάλυση των σημαντικών για την επιμέτρηση της ποινής
περιστάσεων-κριτηρίων 514
1. Περιστάσεις-κριτήρια που ενδεικνύουν το μέγεθος της βαρύτητας
του εγκλήματος 514
2. Περιστάσεις-κριτήρια που χρησιμεύουν για την εκτίμηση του βαθμού
ενοχής του υπαιτίου 520
3. Στοιχεία που θα μπορούσαν να λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου 527
4. Στοιχεία που θα μπορούσαν να λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου 529
5. Αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής 531
ΙΙΙ. Το διανοητικό διάβημα ή εγχείρημα της δικαστικής επιμέτρησης
της ποινής και η σχετική αιτιολόγηση 535
IV. Αναιρετικός έλεγχος της κρίσης για την επιμέτρηση της ποινής 545
Β. Λόγοι μείωσης της ποινής και ελαφρυντικές περιστάσεις 550
Γ. Ποινές επί συρροής εγκλημάτων 563
Δ. Κατ’ εξακολούθηση έγκλημα 566
ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο.
Μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Δικαστική άφεση της ποινής. Αντικατάσταση της στερητικής
της ελευθερίας ποινής. Απόλυση καταδίκου υπό όρο
Α. Αναστολή της εκτέλεσης της ποινής υπό όρο 586
Β. Μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής 589
Γ. Δικαστική άφεση της ποινής 593
Δ. Αντικατάσταση της στερητικής της ελευθερίας ποινής 594
Ε. Απόλυση του καταδίκου υπό όρο 596
XVIII
ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους 602
ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μεταβατικές διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα 608
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο αποτελεί κλάδο του Δημόσιου Δικαίου, επειδή ρυθμίζει όχι σχέσεις μεταξύ ιδιωτών αλλά σχέσεις μεταξύ κράτους και πιο συγκεκριμένα κρατικών αρχών και ανθρώπων (Ελλήνων πολιτών και αλλοδαπών). Το έγκλημα και η ποινή, τα δύο αυτά βασικά στοιχεία του ποινικού φαινομένου, δεν αποτελούν ιδιωτική υπόθεση αλλά αγγίζουν το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή το συμφέρον των μελών ορισμένης κοινωνίας να διατηρούνται τα έννομα αγαθά τους (ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, τιμή, προσωπική ελευθερία, ιδιωτική ζωή, γενετήσια ελευθερία, ιδιοκτησία, περιουσία, πολιτειακή εξουσία, δημόσια τάξη κ.λπ.) αλώβητα και απρόσβλητα από επίδοξους παραβάτες της έννομης τάξης. Η ανθρωποκτονία, η διακίνηση ναρκωτικών, η εγκληματική οργάνωση, η ληστεία, ο βιασμός κ.λπ. σε βάρος ενός ή περισσότερων προσώπων δεν είναι κάτι που ενδιαφέρει μόνο τα συγκεκριμένα θύματα και τους συγγενείς τους, επειδή, μεταξύ άλλων, οι δράστες που εκδήλωσαν μια τέτοια εγκληματική προσωπικότητα είναι πολύ πιθανό να υποτροπιάσουν και να προσβάλουν εκ νέου τα έννομα αγαθά και άλλων μελών της κοινωνίας. Για τον λόγο αυτόν το κράτος, ως ο εκπρόσωπος της κοινωνίας ανθρώπων, μεριμνά μέσω των τριών εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική ή διοικητική και δικαστική εξουσία) για τη θέσπιση νόμων που τιμωρούν εγκλήματα (πράξεις δηλαδή που προσβάλλουν με βλάβη ή διακινδύνευση έννομα αγαθά) και προβλέπουν ποινές (περιοριστικές της ελευθερίας ή χρηματικές) ανάλογες της βαρύτητάς τους, για την εξιχνίαση και σύλληψη των δραστών εγκλημάτων και για την επιβολή της προσήκουσας ποινής στους παραβάτες της έννομης τάξης. Αυτή η απειλή της ποινής από τον νόμο και η επιβολή της από τα δικαστήρια που στη συνέχεια εκτελείται από τα αρμόδια όργανα θα αποτελούν διαρκώς τους λόγους, για τους οποίους θα συγκρατείται ο κάθε επίδοξος και θα αποτρέπεται από την τέλεση εγκλημάτων, προς το συμφέρον βεβαίως των μελών της κοινωνίας.
Για να είναι λοιπόν αποτελεσματική η προστασία των μελών της κοινωνίας και των έννομων αγαθών τους απαιτείται η ύπαρξη κανόνων δικαίου. Αυτοί οι κανόνες δικαίου διακρίνονται από μια μερίδα της Επιστήμης σε πρωτεύοντες και δευτερεύοντες. Δευτερεύοντες κανόνες δικαίου ή κυρωτικοί κανόνες θεωρούνται οι ενυπάρχοντες στον Ποινικό Κώδικα και στους ειδικούς ποινικούς νόμους και προβλέποντες ορισμένο έγκλημα και κάποια ποινή (κύρωση) συνήθως υπό τη μορφή: «Όποιος σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη» (βλ. άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ) ή υπό τη μορφή: «Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη» (βλ. άρθρο 336 παρ. 1 ΠΚ). Εδώ πρόκειται για απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, οι οποίοι απαγορεύουν ορισμένη ενέργεια. Εκτός αυτών υπάρχουν και οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου, οι οποίοι επιτάσσουν ορισμένη ενέργεια και τιμωρούν την αντίστοιχη παράλειψη. Για παράδειγμα, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 307 ΠΚ: «Όποιος παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα
Σελ. 2
έτος ή χρηματική ποινή». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 358 ΠΚ ορίζονται τα εξής: «Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.». Και εδώ πάλι τιμωρείται συγκεκριμένη παράλειψη και μάλιστα η παράλειψη καταβολής της οφειλόμενης διατροφής. Οι απαγορευτικοί και οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου (απαγορεύεται να τελέσεις φόνο, ληστεία, βιασμό, κλοπή, πλαστογραφία κ.λπ. – επιβάλλεται να σώσεις άνθρωπο από κίνδυνο ζωής, να καταβάλεις την οφειλόμενη διατροφή κ.λπ.) δεν είναι πουθενά γραπτά διατυπωμένοι αλλά συνάγονται έμμεσα από τους κυρωτικούς ή δευτερεύοντες κανόνες δικαίου, προϋπάρχουν αυτών, θεμελιώνονται σε προαιώνιες κοινωνικοηθικές αρχές (αρχές του φυσικού δικαίου) και χαρακτηρίζονται από κάποιους ως πρωτεύοντες κανόνες δικαίου. Οι πρωτεύοντες κανόνες δικαίου απευθύνονται στα μέλη της κοινωνίας, στους ανθρώπους, ενώ οι κυρωτικοί ή δευτερεύοντες κανόνες δικαίου απευθύνονται στους δικαστές, ορίζοντας τα εγκλήματα και τις ποινές που θα επιβάλουν, δηλαδή τις κυρώσεις, αν τελεσθεί έγκλημα.[1]
Από την έννοια λοιπόν του εγκλήματος φθάνει κανείς στην έννοια της ποινής, η οποία ουδέποτε έπαυσε να είναι αναγκαία χάριν της κοινωνικής άμυνας κατά του εγκλήματος. Ωστόσο, η ποινή δεν θα πρέπει να είναι υπέρμετρα επαχθής σε σχέση με το τελεσθέν έγκλημα και το προξενηθέν άδικο. Η κλοπή ενός χρηματικού ποσού ή ενός πράγματος ευτελούς αξίας π.χ. δεν επιτρέπεται ποτέ να τιμωρείται με κάθειρξη (ποινή στερητική της ελευθερίας 5 έως 15 ετών). Σε μια τέτοια περίπτωση η ύπαρξη ενός ανθρώπου θα θυσιαζόταν στον βωμό της κοινωνικής άμυνας, αφού για ασήμαντο άδικο θα επιβαλλόταν δυσανάλογα αυστηρή ποινή και έτσι θα επιδιωκόταν η γενική πρόληψη των εγκλημάτων μέσω του τρόμου που θα προκαλούνταν στα λοιπά μέλη της κοινωνίας. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) και θα προσέβαλλε την επίσης συνταγματικά προστατευόμενη αξία του ανθρώπου (ανθρώπινη αξιοπρέπεια: άρθρα 2 παρ.1, 7 παρ. 2 Συντ.), αφού ο συγκεκριμένος άνθρωπος (δράστης) θα υποβαθμιζόταν σε εργαλείο, αντικείμενο και μέσο για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων.
Το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, το οποίο προβλέπει εγκλήματα ή ποινικά αδικήματα (αξιόποινες πράξεις) και τις οριζόμενες γι’ αυτά ποινές, επικουρείται και υποστηρίζεται από την Ποινική Δικονομία ή το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο ή Δίκαιο της Ποινικής Διαδικασίας. Τούτο είναι σύνολο κανόνων δικαίου που προσδιορίζουν τα όργανα και τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζοντας ειδικότερα τα σχετικά με την ανάκριση και την ποινική δίωξη των τελούμενων εγκλημάτων ή ποινικών αδικημάτων, τη διάγνωση και κήρυξη από δικαστές της ενοχής ή της αθωότητας του
Σελ. 3
κατηγορουμένου, την επιβολή της προσήκουσας ποινής (ή των προβλεπόμενων μέτρων ασφάλειας) και την εκτέλεση της εκδιδόμενης κάθε φορά δικαστικής απόφασης. Η σημασία της ποινικής διαδικασίας είναι μεγάλη και για την κοινωνία, η οποία δέχθηκε κτύπημα με το έγκλημα, και για το διωκόμενο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι αθώο και δεν θα πρέπει να καταδικαστεί άδικα. Για την αποτελεσματική άμυνα, υπεράσπιση και προστασία της κοινωνίας δεν αρκεί συνήθως να υπάρχουν νόμοι και να τιμωρούν με ποινές τα εγκλήματα. Και οι πλέον αυστηρές ποινές, που προβλέπονται από τους νόμους, δεν αποτρέπουν τους επίδοξους εγκληματίες από την προσβολή των έννομων αγαθών των μελών της κοινωνίας. Για τη γενική πρόληψη των εγκλημάτων απαιτείται η ταχεία απάντηση της κοινωνίας (σ’ αυτήν οφείλονται οι προβλεπόμενες προθεσμίες για άσκηση ένδικων μέσων και η υποχρέωση των δικαστικών λειτουργών να είναι φειδωλοί στις αναβολές) στην προσβολή ενός έννομου αγαθού με την δια της ποινικής διαδικασίας (συλλογή αποδείξεων, εκδίκαση του εγκλήματος κ.λπ.) αποκάλυψη του εγκλήματος και την επιβολή της ποινής στον εκάστοτε διαπράττοντα ποινικό αδίκημα. Ωστόσο, στο βωμό του συμφέροντος της κοινωνίας δεν επιτρέπεται να θυσιάζονται υποστάσεις αθώων πολιτών. Η ουσιαστική δικαιοσύνη επιτάσσει βεβαίως την καταδίκη των ενόχων, με την προσήκουσα ποινή, αλλά επίσης απαιτεί και την όσο το δυνατόν συντομότερα απεμπλοκή των αθώων από τα δίχτυα της ποινικής δικαιοσύνης και την απονομή στον διωκόμενο δικαιωμάτων υπεράσπισης. Είναι προτιμότερο -λένε- να αφήσουμε εκατό ενόχους ατιμώρητους παρά να καταδικάσουμε και ένα μόνον αθώο. Η ποινική διαδικασία λοιπόν, η οποία οφείλει να υπερασπίζεται την κοινωνία, οφείλει εξίσου να εγγυάται την ελευθερία των προσώπων, το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και τα δικαιώματα της υπεράσπισης, χωρίς τον σεβασμό των οποίων δεν θα μπορούσε να υπάρχει μια αληθής ποινική δικαιοσύνη.
O ισχύων νέος Ποινικός Κώδικας τέθηκε σε ισχύ ως νόμος 4619/2019 την 1.7.2019. Αλλά ήδη πριν από την εσπευσμένη ψήφισή του στη Βουλή (σε μια ημέρα, χωρίς ουσιαστική συζήτηση και δυνατότητα διατύπωσης αντιρρήσεων και σχολίων για τη μη ορθότητα ορισμένων διατάξεων και με την απουσία της διαμαρτυρόμενης αξιωματικής αντιπολίτευσης και άλλων κομμάτων) διαγνώσθηκε, αφού καταργούσε αυστηρές διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα και τον προβλέποντα και ισόβια κάθειρξη Ν 1608/1950 περί επαυξήσεως των ποινών στους καταχραστές του Δημοσίου και των λοιπών δημόσιων νομικών προσώπων, ότι διεπόταν από ένα πνεύμα υπέρμετρης
Σελ. 4
επιείκειας, κάτι που δεν δίστασε να διατρανώσει εκτός πολλών άλλων και η Ένωση Εισαγγελέων με ανακοίνωσή της στις 19.3.2019 και στις 4.6.2019. Βέβαια, η υπέρμετρη αυτή επιείκεια αντισταθμίζεται κάπως με την κατάργηση της δυνατότητας μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν από την 1.7.2019 και μετά. Για τα εγκλήματα όμως που τελέσθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του Ποινικού Κώδικα (δηλαδή μέχρι και 30.6.2019) θα ισχύουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη µετατροπή της ποινής σε χρηµατική ποινή (βλ. άρθρο 465 ΠΚ). Διορθώσεις σφαλμάτων στον νέο Ποινικό Κώδικα έλαβαν χώρα με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) της 27.6.2019 (ΦΕΚ Α΄ 106/27.6.2019) και με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) της 16.7.2019 (ΦΕΚ Α΄ 122/16.7.2019). Οι διορθώσεις αυτές αναφέρονται στο άρθρο 95 του Ν 4623/2019. Με το άρθρο 98 του ίδιου νόμου ανεστάλη η ισχύς διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν ως ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Οφείλω να επισημάνω, ότι το δημόσιο χρήμα, που χρησιμεύει για την ικανοποίηση αναγκών του Κράτους, για την εξυπηρέτηση των πτυχών της πολυδιάστατης έννοιας του δημόσιου συμφέροντος και για την οικονομική και άλλη ευημερία των ανθρώπων, αλλά και το τραπεζικό χρήμα, που μπορεί με τη σωστή διαχείριση και την προσήκουσα δανειοδότηση επιχειρήσεων να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, θα έπρεπε να προστατεύονται έναντι περιπτώσεων υπεξαίρεσης, κλοπής, απάτης, απιστίας κ.λπ. με βλάβη ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ με την απειλή της ποινής της ισόβιας κάθειρξης, η οποία προβλέπεται κυρίως για την ανθρωποκτονία με δόλο. Στην αποδοχή της άποψης αυτής θα κατέληγε κάποιος, αν σκεπτόταν ότι η πρόσφατη οικονομική κρίση και η χρεοκοπία της Ελλάδας, που οφείλονταν και σε εγκλήματα της ως άνω μορφής, σκότωσαν αμέτρητες ζωές ανθρώπων όχι μόνο με την πρόκληση αυτοκτονίας αλλά και με την οικονομική, ατομική και οικογενειακή καταστροφή τους. Το δημόσιο και το τραπεζικό χρήμα που σχηματίζεται από τις καταθέσεις προστατεύονταν επαρκώς με τον αυστηρό Ν 1608/1950. Μετά τον ισχύοντα από την 1.7.2019 νέο Ποινικό Κώδικα, ο οποίος με το άρθρο 462 κατήργησε τον Ν 1608/1950, τα σχετικά εγκλήματα που προβλέπονταν από τον νόμο αυτόν και τελέσθηκαν μέχρι και 30.6.2019 θα τιμωρούνται με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ («Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.») με την εφαρμογή των ηπιότερων διατάξεων του ισχύοντος ΠΚ. Για παράδειγμα, η διάταξη του άρθρου 374 παρ. 2 ΠΚ ορίζει τα εξής: «Αν η κλοπή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.»
Σελ. 5
Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας εξέπεμψε αρχικά ένα μήνυμα και ένα αίσθημα πολύ ήπιας ποινικής αντιμετώπισης δραστών εγκλημάτων (μάλιστα με τις επιεικέστερες ρυθμίσεις που εισήγαγε με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ κάποια κακουργήματα μετατράπηκαν σε πλημμελήματα και είτε έχουν παραγραφεί είτε θα παραγραφούν), ιδιαίτερα σε περιπτώσεις καταχραστών του Δημοσίου.[4] Κάποια «κακώς κείμενα» επενέβη, όπως αναμενόταν, για να διορθώσει η επελθούσα από τις 7.7.2019 πολιτική αλλαγή, φηφίζοντας τον N 4637 που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Νοεμβρίου 2019 και αποκαθιστώντας έτσι σε κάποια σημεία τον αυστηρό χαρακτήρα του ποινικού νόμου για το μέλλον. Κάποια εγκλήματα όμως που τελέσθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του N 4637/2019 θα απολαύσουν αναπόφευκτα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ που ορίζει: «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.». Για τον λόγο αυτόν και επειδή σε πολλές υποθέσεις για οκτώ περίπου χρόνια θα εφαρμόζεται αυτούσιος και χωρίς τις επελθούσες από 18.11.2019 νέες αλλαγές ο νέος Ποινικός Κώδικας (ως επιεικέστερος νόμος σε σχέση με τον προϊσχύσαντα ΠΚ), το παρόν έργο παρουσιάζεται βασικά σύμφωνα με τον τεθέντα σε ισχύ την 1.7.2019 Ποινικό Κώδικα. Επισημάνσεις σχετικά με τις νέες αλλαγές θα γίνονται και στις οικείες σελίδες του όλου έργου (Γενικό Μέρος και Ειδικό Μέρος). Έτσι, για αρκετά χρόνια θα πρέπει ο εφαρμοστής του ποινικού δικαίου να έχει υπόψη του τρεις φάσεις ποινικού δικαίου: α) το ποινικό δίκαιο του προϊσχύσαντος ΠΚ και των ειδικών ποινικών νόμων που είχαν αυστηρότερο χαρακτήρα, β) το ποινικό δίκαιο του ισχύσαντος από την 1.7.2019 νέου ΠΚ, που είναι επιεικέστερο σε σχέση με το προϊσχύσαν, και γ) το ποινικό δίκαιο των αλλαγών που επήλθαν στον νέο ΠΚ, ίσχυσαν από 18.11.2019 και θα τιμωρούν αυστηρότερα τα εγκλήματα που τελέσθηκαν και θα τελεσθούν από και μετά τη θέση τους σε ισχύ (18.11.2019: βλ. άρθρο 16 Ν 4637/2019).
Ωστόσο, η νομοθετική μεταρρύθμιση συνεχίστηκε ακάθεκτη. Επακολούθησε ο νέος Ν 4855/12.11.2021 και αμέσως μετά ο Ν 4871/10.12.2021. Επίσης, θεσπίστηκε και ο Ν 4947/23.6.2022.
Όλοι αυτοί οι νόμοι συμβάλλουν στο να δυσχεραίνεται το δικαιοδοτικό έργο των ποινικών δικαστηρίων, επειδή κάθε φορά θα βασανίζονται οι δικαστές, ερευνώντας ποιος είναι ο επιεικέστερος (ευμενέστερος, ηπιότερος) νόμος που θα πρέπει να εφαρμόσουν σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ.
Σελ. 7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έννοια, σκοπός και πηγές του Ποινικού Δικαίου. Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος. Νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος (αντικειμενική υπόσταση, υποκειμενική υπόσταση, εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου). Τόπος και χρόνος τέλεσης του εγκλήματος
Α. Έννοια, σκοπός και πηγές του Ποινικού Δικαίου
Ποινικό Δίκαιο είναι ο κλάδος του Δημόσιου Δικαίου, ο οποίος ανάγει ορισμένες ανθρώπινες συμπεριφορές (τις τυποποιεί) σε εγκλήματα (αξιόποινες πράξεις που αποδοκιμάζονται και απαγορεύονται από την έννομη τάξη) και προβλέπει τις ποινές που θα οφείλει να επιβάλει ο Εφαρμοστής του Δικαίου σε περίπτωση τέλεσης εγκλημάτων. Ο κλάδος αυτός του Δικαίου χαρακτηρίζεται, ορθότερα, ως Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, για να διακρίνεται από το Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο (ή Δίκαιο της Ποινικής Διαδικασίας ή Ποινική Δικονομία). Το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο διαχωρίζεται στο Γενικό Μέρος και στο Ειδικό Μέρος, όπως ακριβώς και ο Ποινικός Κώδικας. Στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Δικαίου (άρθρα 1-133 ΠΚ) παρουσιάζονται και αναλύονται τα σχετικά με τα στοιχεία του εγκλήματος, τη νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος, τις ποινές, τα έννομα αγαθά, τον δόλο, την αμέλεια, τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, τον καταλογισμό της πράξης στον δράστη, τις μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος (απόπειρα εγκλήματος, αυτουργία, συναυτουργία, ηθική αυτουργία και γενικότερα συμμετοχή στο έγκλημα, συρροή εγκλημάτων) κ.λπ. Στο Ειδικό Μέρος (άρθρα 134-405 ΠΚ) σε κάθε άρθρο συνήθως παρουσιάζεται η νομοτυπική υπόσταση ενός εγκλήματος (π.χ. ανθρωποκτονία με πρόθεση, πλαστογραφία, ψευδής κατάθεση, βιασμός, συκοφαντική δυσφήμηση, κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, ληστεία, εκβίαση κ.λπ.).
Ο σκοπός του Ποινικού Δικαίου στρέφεται κυρίως στην εξασφάλιση μιας ομαλής και ειρηνικής συμβίωσης των μελών της κοινωνίας και ταυτίζεται βασικά με τους σκοπούς της ποινής, οι οποίοι εντοπίζονται στην ειδική και στη γενική πρόληψη των εγκλημάτων. Σκοπός της ποινής που απειλείται από τον νόμο και επιβάλλεται από τον Εφαρμοστή του Δικαίου (και συνακόλουθα και του Ποινικού Δικαίου) είναι να επιτευχθεί και
Σελ. 8
να πραγματωθεί αφενός η ειδική πρόληψη εγκλημάτων με τον εκφοβισμό, τη βελτίωση, την επανακοινωνικοποίηση ή και (εφόσον ο δράστης δεν επιδέχεται βελτίωση) την αχρήστευση (μέσω του μακροχρόνιου εγκλεισμού) του δράστη, ο οποίος προσέβαλε τα έννομα αγαθά των μελών της κοινωνίας. Με την ειδική πρόληψη αποτρέπεται όποιος παρέβη τον ποινικό νόμο και τιμωρήθηκε από την τέλεση νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Σκοπός της ποινής αφετέρου και κυρίως είναι η γενική πρόληψη των εγκλημάτων (= προσβολών έννομων αγαθών), ώστε να προστατευθούν έτσι αποτελεσματικά τα έννομα αγαθά των μελών της κοινωνίας. Με τη διαρκή παρουσία των Δικαστηρίων και την απειλή των ποινών που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα και στους ειδικούς ποινικούς νόμους, με τη δημόσια από τα ΜΜΕ γνωστοποιούμενη επιβολή ποινών για τελεσθέντα εγκλήματα, με την εκτέλεση και την έκτιση της ποινής στα σωφρονιστικά καταστήματα και με την επακολουθούσα ηθική διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας (τα μέλη της διδάσκονται και μαθαίνουν να έχουν ηθικές αναστολές και να τηρούν πάντοτε νομοταγή συμπεριφορά) ή έστω με τον προκαλούμενο τρόμο πείθονται οι επίδοξοι προσβολείς των έννομων αγαθών των μελών της κοινωνίας (ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, ελευθερία, περιουσία, γενετήσια ελευθερία ή σεξουαλική αυτοδιάθεση, τιμή, φυσικό περιβάλλον κ.λπ.) να παραλείψουν στο μέλλον να τελέσουν εγκλήματα, γιατί αλλιώς θα τους περιμένει το αρμόδιο Ποινικό Δικαστήριο. Πάντως, σε κάθε περίπτωση ο σκοπός της γενικής πρόληψης εγκλημάτων δεν επιτρέπεται να αποβαίνει σε βάρος του συγκεκριμένου δράστη, για τη διασφάλιση του οποίου μάλιστα ισχύει και επιβάλλεται να εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ, που προβλέπει κριτήρια για την επιμέτρηση της ποινής με σκοπό την εύρεση της δίκαιης και ανάλογης ποινής που ταιριάζει-αντιστοιχεί στο διαπραχθέν άδικο και στο «φταίξιμο» του δράστη ή, ορθότερα, στην ενοχή του. Άλλωστε, το ποινικό δικαστήριο δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο δράστη ως αντικείμενο, μέσο και εργαλείο για την εξυπηρέτηση μιας κοινωνικής σκοπιμότητας και συγκεκριμένα για την επίτευξη της γενικής πρόληψης εγκλημάτων, θυσιάζοντάς τον στον βωμό του δημόσιου συμφέροντος, κάτι που απαγορεύει η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 (βλ. και άρθρο 7 παρ. 2) του Συντάγματος για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή αξίας του ανθρώπου.
Σελ. 9
Το Ποινικό Δίκαιο επιτελεί βασικά δύο λειτουργίες και αποστολές: Πρωταρχικά λειτουργεί για να προστατεύσει τα έννομα αγαθά των μελών της κοινωνίας από προσβολές, δηλαδή βλάβες ή διακινδυνεύσεις (προστατευτική των έννομων αγαθών λειτουργία ή αντεγκληματική αποστολή) και δευτερευόντως λειτουργεί για να εξασφαλίσει τα άτομα από αυθαίρετες ποινικές διώξεις (εξασφαλιστική ή εγγυητική της ελευθερίας των ατόμων αποστολή), αφού αυτά θα μπορούν να διωχθούν μόνο για τα ήδη προβλεπόμενα εγκλήματα και όχι και για άλλα που θα μπορούσε εκ των υστέρων (μετά από ορισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά) να επινοήσει και να κατασκευάσει η κρατική εξουσία. Τα έννομα αγαθά, που συνίστανται σε συμφέροντα ή αξίες ή δικαιώματα,
Σελ. 10
διακρίνονται σε κρατικά (δημοκρατικό πολίτευμα, κρατικό έδαφος, πολιτειακή εξουσία κ.λπ.), κοινωνικά ή συλλογικά (δημόσια τάξη, φυσικό περιβάλλον, ασφάλεια συγκοινωνιών, συμφέρον στη δίωξη ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, ορθή απονομή δικαιοσύνης, εύρυθμη λειτουργία δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ.) και ατομικά (ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, ελευθερία, περιουσία, γενετήσια ελευθερία ή σεξουαλική αυτοδιάθεση, δικαίωμα για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και για πληροφοριακή αυτοδιάθεση, τιμή κ.λπ.). Συνήθως, τα κρατικά και τα κοινωνικά ή συλλογικά έννομα αγαθά αναφέρονται με τον όρο «υπερατομικά έννομα αγαθά».
Εκτός από την προστατευτική των έννομων αγαθών λειτουργία το Ποινικό Δίκαιο επιτελεί και την εγγυητική ή εξασφαλιστική της ελευθερίας των ατόμων λειτουργία. Πώς επιτυγχάνεται τούτο; Με την κατοχύρωση στα άρθρα 1 επ. του ΠΚ και κυρίως στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος της δικαιοκρατικής αρχής της νομιμότητας (nullum crimen nulla poena sine lege scripta, stricta, praevia, certa = ουδέν έγκλημα υφίσταται, ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου γραπτού, ρητού, προγενέστερου του τελεσθέντος εγκλήματος και σαφούς). Για να μην καταδιώκεται ο πολίτης και καθίσταται
Σελ. 11
θύμα αυθαιρεσίας, ιδιαίτερα σε ταραγμένες πολιτικά εποχές, έχει την εγγύηση του γραπτού νόμου (ό, τι δεν προβλέπεται σε γραπτό νόμο δεν μπορεί να τιμωρηθεί ως έγκλημα). Συνέπειες της αρχής αυτής είναι τα εξής: α) απαγορεύεται η χρησιμοποίηση του εθίμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου, β) απαγορεύεται η χρήση της αναλογικής εφαρμογής και της διορθωτικής ερμηνείας νόμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου (αντίθετα, επιτρέπεται σε βάρος του δράστη και κατηγορουμένου η διασταλτική ερμηνεία μιας λέξης ή μιας έκφρασης: π.χ. ως οπλοφορία θεωρείται όχι μόνο το να φέρει κάποιος επάνω του όπλο αλλά και το να έχει όπλο στο παρκαρισμένο σε κοντινή απόσταση αυτοκίνητο). Η αναλογία νόμου εφαρμόζεται κυρίως στο αστικό δίκαιο σε καταστάσεις, οι οποίες δεν ρυθμίζονται από τον νόμο (κενά του νόμου) και είναι παρόμοιες με καταστάσεις που ρυθμίζονται από τον νόμο, εφόσον η μη ρύθμιση οφείλεται σε παραδρομή και όχι στη βούληση του νομοθέτη, γ) απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς και εφαρμογή νόμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου, δ) απαγορεύεται η εφαρμογή ενός ασαφούς και αόριστου νόμου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου. Όμως, όπως θα γίνει αντιληπτό παρακάτω, το έθιμο, η αναλογική εφαρμογή νόμου, η διορθωτική ερμηνεία του νόμου, η αναδρομική εφαρμογή νόμου και όλες οι μορφές και μέθοδοι ερμηνείας και περαιτέρω διάπλασης του δικαίου επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν, όταν επιχειρούνται με σκοπό τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό του αξιοποίνου, ο οποίος λειτουργεί προς όφελος του δράστη και κατηγορουμένου.
Πηγές του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου είναι: α) ο Ποινικός Κώδικας, ο οποίος περιλαμβάνει Γενικό Μέρος (άρθρα 1-133) και Ειδικό Μέρος (άρθρα 134-405) και τέθηκε σε ισχύ ως νόμος 4619/2019 την 1.7.2019. β) Ειδικοί ποινικοί νόμοι, όπως ο Ν 4624/2019 (Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα), ο Ν 3691/2008 όπως
Σελ. 12
τροποπ. από τον Ν 3932/2011, τον Ν 4557/2018 και τον Ν 4816/2021 (Νοµιµοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες), ο Ν 3984/27.6.2011 (δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων-παράνομο εμπόριο οργάνων), ο Ν 2121/1993 (προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας), ο Ν 4002/2011 (περί παιγνίων), ο Ν 3028/2002 (περί προστασίας αρχαιοτήτων), ο Ν 2168/1993 (περί όπλων) ως τροποποιήθηκε από τον Ν 3944/2011, ο Ν 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας), ο Ν 3386/2005 (περί αλλοδαπών) και ο συναφής Ν 4251/2014 (Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης), ο Ν 4139/2013 (Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών, δηλαδή για τα ναρκωτικά), ο Ν 2287/1995 (Κύρωση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα), ο Ν 2696/1999 (ως ισχύει: Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, Κ.Ο.Κ.), ο Ν 4908/2022 (Μέτρα αντιμετώπισης της οπαδικής βίας, ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των λεσχών φιλάθλων, αθλητικός εθελοντισμός, πνευματικός αθλητισμός, ηλεκτρονικός αθλητισμός (e-sports), εργασιακός αθλητισμός, άλλες διατάξεις για τον εκσυγχρονισμό της αθλητικής νομοθεσίας και λοιπές διατάξεις), ο Ν 1197/1981 (Περί προστασίας των ζώων) κ.λπ. γ) Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ ως νόμος 4620/2019 την 1.7.2019 (ταυτόχρονα με τον Ποινικό Κώδικα). δ) Το Σύνταγμα. ε) Διεθνείς Συμβάσεις, όπως π.χ. κυρίως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 ΠΚ «οι διατάξεις του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και σε αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους, αν οι νόμοι αυτοί δεν ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξή τους».
Β. Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος
Σύμφωνα με το άρθρο 14 ΠΚ (Έννοια της αξιόποινης πράξης) ισχύουν τα εξής: «1. Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από το νόμο. 2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις». «Έγκλημα» και «αξιόποινη πράξη» είναι ταυτόσημοι όροι (ενίοτε χρησιμοποιείται σε ειδικούς ποινικούς νόμους και ο όρος «ποινικό αδίκημα»). «Πράξη» και «συμπεριφορά» είναι επίσης ταυτόσημοι όροι και περιλαμβάνουν τις ενέργειες (ενεργώ π.χ. όταν πυροβολώ και σκοτώνω ή γρονθοκοπώ άλλον) και τις παραλείψεις (παραλείπω π.χ. όταν δεν σπεύδω να σώσω άλλον από κίνδυνο ζωής ή δεν καταβάλλω την οφειλόμενη στο τέκνο μου διατροφή).
Τα στοιχεία ή οι προϋποθέσεις του εγκλήματος ή της αξιόποινης πράξης είναι:
Σελ. 13
1. Πράξη, δηλαδή ανθρώπινη εκούσια συμπεριφορά, που εκδηλώνεται είτε ως ενέργεια είτε ως παράλειψη. Ανθρώπινη συμπεριφορά όμως είναι και η παράλειψη του ιδιοκτήτη και κατόχου του σκύλου, τον οποίο γνωρίζει ως άγριο και επιθετικό, να θέσει σ’ αυτόν αλυσίδα ή και φίμωτρο, ώστε να συγκρατείται και να μη δύναται να δαγκώσει και να γδάρει άνθρωπο κατά τον περίπατο, οπότε, αν ο σκύλος δαγκώσει ή φονεύσει μικρό παιδί, θα έχει τελεσθεί σωματική βλάβη ή ανθρωποκτονία από αμέλεια δια παραλείψεως, επειδή αυτός είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επέλευσης του αξιόποινου αποτελέσματος, που απέρρεε από προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια, δηλαδή από την κατοχή του επικίνδυνου ζώου (άρθρα 15, 302 παρ. 1, 314 ΠΚ: βλ. σχετικά με τις υποχρεώσεις ιδιοκτητών δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς και το άρθρο 5 παρ. 1, 2 και 3 του Ν 4039/2012). Εκούσια συμπεριφορά εξάλλου δεν υφίσταται για τον Β που υφίσταται ακαταμάχητη βία, όταν ο Α σπρώχνει με δύναμη τον Β, ο οποίος πέφτει επάνω στον Γ, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Γ. Εδώ, ο Α είναι άμεσος ή φυσικός αυτουργός. Δεν αποτελούν, εξάλλου, εκούσιες συμπεριφορές οι κινήσεις στον ύπνο, οι σπασμοί και οι κινήσεις που γίνονται σε κατάσταση νάρκωσης. Αντίθετα, στα εγκλήματα από αμέλεια ναι μεν ο δράστης δεν επιθυμεί και δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του (π.χ. τον θάνατο άλλου) αλλά εκούσια προβαίνει σε κάποια ενέργεια ή παράλειψη (π.χ. κάποιος οδηγεί με υπερβολική ταχύτητα ή παραλείπει να μεριμνήσει για να καθαρίσει το οδόστρωμα που κατέστη ολισθηρό ένεκα της απόρριψης λαδιών από την ελαττωματική μηχανή του αυτοκινήτου του) και συνεπώς υφίσταται ανθρώπινη εκούσια συμπεριφορά.
Σελ. 14
Στα εγκλήματα παράλειψης κατ’ εφαρμογή της αρχής «κανένας δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα» παράλειψη ως ανθρώπινη εκούσια συμπεριφορά δεν υφίσταται, όταν διαπιστώνεται πραγματική ή νομική αδυναμία του δράστη (αναπηρία, νοσηλεία επί μακρό χρονικό διάστημα, έλλειψη χρημάτων, νομική δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.) να προβεί αυτός στην επιτασσόμενη ενέργεια, εφόσον η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του (τέτοια υπαιτιότητα υπάρχει π.χ., όταν ο έχων την υποχρέωση σπαταλά τις αποδοχές του σε κέντρα διασκεδάσεων ή χάνει την περιουσία του στο καζίνο και έτσι δεν μπορεί να καταβάλει τα οφειλόμενα για διατροφή, για φόρους, για πληρωμές εμπορικών χρεών, με αποτέλεσμα την παύση πληρωμών στην πτώχευση κ.λπ.). Ως (εκούσια) παράλειψη νοείται η παράλειψη ενέργειας δυνατής για τον δράστη. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι υφίσταται πράξη και έγκλημα, δηλαδή εκούσια παράλειψη, π.χ. στην περίπτωση της παράλειψης προσφοράς βοήθειας (άρθρο 307 ΠΚ), όταν ο δράστης ήταν ανάπηρος, ή στην περίπτωση της παραμέλησης της εποπτείας ανηλίκου (άρθρο 360 ΠΚ), όταν ο δράστης νοσηλευόταν επί ένα έτος σε νοσοκομείο εκτός της πόλης, όπου διέμενε η οικογένεια.
Στη νομολογία το ως άνω ζήτημα αντιμετωπίζεται διαφορετικά κάθε φορά. Βλ. ΤρΠλημΠατρ 999/2017, ΠοινΔικ 2017, 1061: Κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος για τις πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι στην παράλειψη (συμπεριφορά) αυτή, με την οποία παραβίασε τους οικείους επιτακτικούς κανόνες δικαίου, προέβη όχι εκουσίως αλλά επειδή ήταν αδύνατον να πράξει άλλως από λόγο που δεν τον αφορά και ήταν όλως απρόβλεπτος και ξαφνικός γι’ αυτόν, ήτοι λόγω ανωτέρας βίας, καθότι με βάση δύο βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών διατάχθηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών του, όχι με δική του ευθύνη, αλλά επειδή είναι συγγενής πρώτου βαθμού με έτερο πρόσωπο, το οποίο κατηγορείται για εγκληματικές πράξεις. ... Ως εκ τούτου, προκύπτει με σαφήνεια ότι η παράλειψη καταβολής, ως πράξη στοιχειοθετούσα την αντικειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, δεν ήταν εκούσια, αλλά οφειλόταν σε αδυναμία να πράξει άλλως ο κατηγορούμενος, την οποία αυτός ούτε γνώριζε, όταν παντελώς νόμιμα ασκούσε τη δραστηριότητά του, όντας συνεπής στις υποχρεώσεις του, ούτε και μπορούσε να προβλέψει, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η δέσμευση των λογαριασμών του δεν οφείλεται σε κάποια δική του ελεγχόμενη παράνομη ενέργεια, αλλά σε ενέργεια τρίτου προσώπου. Περαιτέρω, δε, η δέσμευση αυτή του λογαριασμού του συνεχίζεται, με αποτέλεσμα να καθίσταται παντελώς αδύνατη η άρση της παράλειψης με την έστω και εκ των υστέρων εξόφληση των οφειλών του. Επομένως, δεν υπάρχει εννοιολογικά ούτε καν πράξη και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, εκλείπει η βουλητική όψη του δεοντολογικού στοιχείου του καταλογισμού, με αποτέλεσμα, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχει πράξη, να μην μπορεί αυτή να καταλογισθεί στον κατηγορούμενο.
Σελ. 15
Βλ. όμως και ΑΠ 1927/2016, ΠοινΔικ 2018, 191, που δέχθηκε τα εξής: Η αδυναμία καταβολής του χρέους για λόγους αντικειμενικούς δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 25 παρ. 1 Ν 1882/1990, έτσι ώστε και σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς της να εξουδετερώνει την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, αλλά αποτελεί στοιχείο αναιρετικό της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, δηλαδή του δόλου του υπαιτίου του εγκλήματος και αυτό μόνο στην περίπτωση κηρύξεως αυτού σε κατάσταση πτωχεύσεως ή θέσης της επιχείρησής του υπό εκκαθάριση, διότι στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μια ιδιότυπη σύγκρουση καθηκόντων, κυρίως εν όψει του γεγονότος ότι η καταβολή μετά την παύση των πληρωμών συνιστά υπό όρους πτωχευτικό αδίκημα. Αναιρείται για τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης η προσβαλλόμενη απόφαση, διά της οποίας ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Συγκεκριμένα, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1δ΄ Ν 1882/1990, ως ισχύει, διέλαβε πλέον των στοιχείων που απαιτούνται για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος και ένα πρόσθετο στοιχείο, ήτοι την αντικειμενική αδυναμία πληρωμής του κατηγορουμένου, στην οποία και στήριξε την αποφατική της κατηγορίας δικαιοδοτική του κρίση. Ειδικότερα, ενώ διέλαβε στο σκεπτικό του ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος δεν πρέπει να υφίσταται αντικειμενική αδυναμία πληρωμής του βεβαιωμένου χρέους του οφειλέτη, το οποίο στοιχείο αρμόζει σε ισχυρισμό αρνητικό του δόλου, εν συνεχεία διέλαβε την παραδοχή ότι δεν πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, καθώς σε καμία περίπτωση δεν προέκυψε δόλος του κατηγορουμένου. Με την επικουρική αυτή όμως παραδοχή στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, καθόσον στο πόρισμά της έχει εμφιλοχωρήσει ασάφεια και αντίφαση στην απαλλακτική κρίση του δικαστηρίου και ειδικότερα σε σχέση με το αν η κρίση του εχώρησε λόγω έλλειψης δόλου ή λόγω μη συνδρομής στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης αυτού.
Βλ. περαιτέρω και ΑΠ 125/2008, www.areiospagos.gr: Από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του προέβαλε παραδεκτώς τον αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσεως της υπερημερίας ως προς την καταβολή του τιμήματος γεωργικών προϊόντων για
Σελ. 16
το λόγο ότι η αγοράστρια εταιρία με την επωνυμία «Π. ΑΒΕΕ» που εκπροσωπούσε είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ’ αριθμ. 10/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, ορισθέντος χρόνου παύσεως των πληρωμών της, της 8-8-2000, ήτοι προγενέστερου της δήλης ημέρας προς πληρωμή (1-1-2001 και συνεπώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 537 και 679 παρ. 4 του Εμπορικού Νόμου δεν υπήρχε νομική δυνατότητα πληρωμής του τιμήματος των προϊόντων την 1-1-2001. Επί του νομίμου όμως αυτού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου δεν απάντησε καθόλου το δικάσαν Εφετείο και έτσι εχώρησε έλλειψη ακρόασης εκείνου. Επομένως είναι βάσιμος ο συναφής λόγος αναίρεσης της ένδικης αίτησης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές.
Στην απόφαση ΑΠ 506/2012, www.areiospagos.gr, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της μη εμπρόθεσμης καταβολής οφειλόμενων αποδοχών έγιναν δεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ’ αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσης των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο πιο πάνω αδίκημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. ... Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης 95460/2010 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου
Σελ. 17
Αθηνών, που δίκασε κατ’ έφεση, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το προδιαληφθέν Δικαστήριο δέχθηκε κατά την επικρατήσασα στο δικαστήριο άποψη ... ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Ο κατηγορούμενος διορίσθηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου και ανέλαβε, από 25.1.2005, καθήκοντα προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου της ανωνύμου εταιρίας «Εκδόσεις Π. Κ. ΑΕ», ιδιοκτήτριας και εκδότριας της ημερήσιας απογευματινής εφημερίδας «Απόφαση», μετά από απόφαση της γενικής συνελεύσεως. Υπό την ιδιότητά του αυτή είχε -κατά τις διατάξεις του καταστατικού της εν λόγω εταιρίας και των άρθρων 71, 63 §1 και 67 ΑΚ και 18 και 22 του ν. 2190/1920- την εξουσία εκπροσώπησης αυτής, φέροντας επομένως την ευθύνη διεξαγωγής των εργασιών της και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της, μέρος των οποίων αφορά στην καταβολή της μισθοδοσίας του απασχολούμενου προσωπικού. Την παραπάνω ιδιότητά του ως διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος και μέλος του ΔΣ της εταιρίας «Εκδόσεις Π. Κ. ΑΕ» και την ιδιότητα ως νόμιμος εκπρόσωπος ουδόλως αμφισβητεί ο κατηγορούμενος, ο οποίος αντίθετα, στους προβληθέντες ισχυρισμούς του, επικαλείται ρητά το ΦΕΚ της ανάθεσης των καθηκόντων σε αυτόν (βλ. την αναφορά σε 472/25.1.2005 ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ). ... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο που ο κατηγορούμενος ανέλαβε καθήκοντα η εταιρία «Εκδόσεις Π. Κ. ΑΕ» διήνυε περίοδο σοβαρής οικονομικής δυσπραγίας, αφού οι εισπράξεις της από πωλήσεις είχαν κατασχεθεί εις χείρας τρίτου, ενώ είχε σημαντικές οφειλές προς προμηθευτές και Ασφαλιστικά Ταμεία. Παρότι η πορεία των εργασιών της εν λόγω εταιρίας βελτιώθηκε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή μετά την ανάληψη της διοίκησης από τον κατηγορούμενο, οι άμεσες ταμειακές ανάγκες της καλύπτονταν από τον Θ. Τ., που αποτελούσε τον χρηματοδότη αυτής και διαχειριζόταν εν τοις πράγμασιν το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της που φέρεται να ανήκε στον υιό του Ρ. Τ. Έτσι, όταν στις 12.6.2005 ο Θ. Τ. αποφάσισε την παύση της χρηματοδότησης της εταιρίας, η εν λόγω εταιρία περιήλθε σε άμεσο κίνδυνο παύσης των πληρωμών της, ο δε κατηγορούμενος απείλησε με παραίτηση από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Τέτοια όμως παραίτηση έλαβε χώρα στις 20 Ιουλίου 2005, οπότε δήλωσε το πρώτον (προφορικά) την παραίτησή του κατά τη διάρκεια Διοικητικού Συμβουλίου. Ενόψει όμως της αδράνειας των μετόχων της ως άνω εταιρίας να προβούν σε αντικατάστασή του, ο κατηγορούμενος επέδωσε στις 27.7.2005 αντίστοιχου περιεχομένου εξώδικο με το οποίο επαναλάμβανε την περί παραιτήσεως δήλωσή του, την οποία γνωστοποίησε και στο σωματείο των εργαζομένων (βλ. ιδίως την .../27.7.2005 έκθεση επιδόσεως της από 26.7.2005 Εξώδικης Δήλωσης-Διαμαρτυρίας-Καταγγελίας του Δικαστικού Επιμελητή Α. Φ. και σκεπτικό της 7629/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). ... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων του ως διευθύνοντος συμβούλου, ο κατηγορούμενος τελούσε σε πλήρη γνώση των οικονομικών προβλημάτων που απασχολούσαν την εταιρεία, τις ιδιότητες των παραπάνω εργαζομένων, που ήταν στο σύνολο τους δημοσιογράφοι, την απασχόλησή τους με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και τις προαναφερόμενες οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρίας έναντι αυτών. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν καταλύθηκαν από το ότι η εταιρία βρισκόταν σε περίοδο οικονομικής δυσχέρειας, όπως εν γένει η έλλειψη ταμειακών
Σελ. 18
μέσων δεν αναιρεί την υποχρέωση οποιουδήποτε εργοδότη για την καταβολή των οφειλομένων μισθών στους εργαζόμενους της επιχείρησής του. Εντεύθεν δε δεν αναιρείται ούτε ο ενδεχόμενος δόλος του κατηγορουμένου, ο οποίος εφόσον δεν αποδεχόταν την επερχόμενη και διαφαινόμενη καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των πιο πάνω εργαζομένων, μπορούσε να είχε παραιτηθεί πριν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Αντίθετα όμως, ενώ γνώριζε την ύπαρξη των παραπάνω υποχρεώσεων και το ληξιπρόθεσμο αυτών, αποδέχθηκε το γεγονός της μη καταβολής τους, ελπίζοντας απλώς ότι - παρά την παρέλευση της προθεσμίας καταβολής τους- θα κατόρθωνε να επιτύχει την εξόφλησή τους. Μετά ταύτα θα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για το ότι στην Αθήνα και στο χρονικό διάστημα από 31.1.2005 έως 1.7.2005, υπό την ιδιότητά του ως διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας «Εκδόσεις Π. Κ. ΑΕ» με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα αδικήματα και ειδικότερα διότι από πρόθεση, αν και απασχόλησε με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ως δημοσιογράφους ... Θα πρέπει να του αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 β ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν ωθήθηκε στις πράξεις του αυτές από ταπεινά αίτια αλλά λόγω της σοβαρής ταμειακής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε η εταιρία της οποίας ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος.» Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την προδιαληφθείσα πράξη της παράβασης του ΑΝ 690/1945 άρθρο μόνο, κατά συρροή, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ, και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης εκατόν τριάντα ημερών, η οποία ανεστάλη για τρία χρόνια. Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1 ΠΚ και του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, όπως η παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, που εφαρμόστηκαν, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική και με λογικά κενά αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσης. ... Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 26-7-2011 αίτηση του Κ. Τ. του Α., κατοίκου Ν. Ιωνίας - Αττικής, για αναίρεση της ίδιας (με αριθμό 95460/2010) απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών».
Κριτική στην απόφαση: Την ως άνω απόφαση δεν απασχόλησε καθόλου η προβληματική της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που προβλέπει την αξιόποινη πράξη της μη εμπρόθεσμης καταβολής οφειλόμενων αποδοχών, από τη σκοπιά της μη ύπαρξης πράξης (= ανθρώπινης εκούσιας συμπεριφοράς και συγκεκριμένα παράλειψης) στα εγκλήματα παράλειψης, όταν δεν υφίσταται δυνατότητα για ενέργεια, οπότε δεν στοιχειοθετείται πράξη και έγκλημα υπό την έννοια
Σελ. 19
του άρθρου 14 ΠΚ. Έστω και αν ο κατηγορούμενος δεν προέβαλε σχετικό ισχυρισμό και λόγο αναίρεσης, θα όφειλε το αναιρετικό δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρα 510 παρ. 1 Ε, 511 ΚΠΔ). Ενόψει και του ότι αναγνωρίσθηκε στον κατηγορούμενο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 β ΠΚ («καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν ωθήθηκε στις πράξεις του αυτές από ταπεινά αίτια αλλά λόγω της σοβαρής ταμειακής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε η εταιρία της οποίας ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος»), είναι κατάδηλο ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε αδυναμία να καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές των εργαζόμενων δημοσιογράφων («... οι άμεσες ταμειακές ανάγκες της καλύπτονταν από τον Θ. Τ., που αποτελούσε τον χρηματοδότη αυτής και διαχειριζόταν εν τοις πράγμασι το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της που φέρεται να ανήκε στον υιό του Ρ. Τ. Έτσι, όταν στις 12.6.2005 ο Θ. Τ. αποφάσισε την παύση της χρηματοδότησης της εταιρίας, η εν λόγω εταιρία περιήλθε σε άμεσο κίνδυνο παύσης των πληρωμών της, ο δε κατηγορούμενος απείλησε με παραίτηση από το Διοικητικό της Συμβούλιο»). Όμως στα εγκλήματα παράλειψης κατ’ εφαρμογή της αρχής «κανένας δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα» παράλειψη ως εκούσια ανθρώπινη συμπεριφορά δεν υφίσταται, όταν διαπιστώνεται πραγματική ή νομική αδυναμία του δράστη (λιποθυμία, δέσιμο, αναπηρία, νοσηλεία επί μακρό χρονικό διάστημα, έλλειψη χρημάτων ή άλλων μέσων ή των απαραίτητων γνώσεων, νομική δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.) να προβεί αυτός στην επιτασσόμενη ενέργεια, εφόσον βεβαίως η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του (τέτοια υπαιτιότητα υπάρχει π.χ., όταν ο έχων την υποχρέωση σπαταλά τις αποδοχές του σε κέντρα διασκέδασης ή χάνει την περιουσία του στο καζίνο και έτσι δεν μπορεί να καταβάλει τα οφειλόμενα για διατροφή, για φόρους ή χρέη προς το Δημόσιο, δεν μπορεί να καταβάλει τα οφειλόμενα για εμπορικά χρέη με αποτέλεσμα την παύση πληρωμών στην πτώχευση, δεν μπορεί να καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές των εργαζομένων κ.λπ.). Ως παράλειψη νοείται η παράλειψη ενέργειας δυνατής για τον δράστη. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι υφίσταται πράξη και έγκλημα κατά το άρθρο 14 ΠΚ π.χ. στην περίπτωση της παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 ΠΚ), όταν ο δράστης ήταν ανάπηρος ή βρισκόταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη θάλασσα, ή στην περίπτωση της παραμέλησης της εποπτείας ανηλίκου (άρθρο 360 ΠΚ), όταν ο δράστης νοσηλευόταν επί ένα έτος σε νοσοκομείο εκτός της πόλης, όπου διέμενε η οικογένεια. Στις περιπτώσεις, στις οποίες παραλείπει κάποιος επιτασσόμενη από την έννομη τάξη συμπεριφορά, εφόσον υφίσταται πραγματική ή νομική αδυναμία προς ενέργεια, θα πρέπει να θεωρείται, ότι δεν υφίσταται εκούσια ανθρώπινη συμπεριφορά και πράξη ως στοιχείο του εγκλήματος (ειδικότερα: της αντικειμενικής υπόστασης που είναι στοιχείο της νομοτυπικής υπόστασης του εγκλήματος).
Σελ. 20
2. Πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τον νόμο, δηλαδή περιγράφεται επαρκώς στον νόμο ως αξιόποινη. Ήδη έγινε λόγος για την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege (scripta, stricta, praevia, certa), η οποία σημαίνει, ότι «ουδέν έγκλημα υπάρχει, ουδεμία ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο γραπτό, προβλέποντα επακριβώς τη δικαζόμενη πράξη, προγενέστερο της πράξης αυτής και σαφή» και σκοπεύει να εξασφαλίσει τα πρόσωπα (πολιτικά αντιφρονούντες, ιδεολόγους που αρθρώνουν ελεύθερο λόγο, μειονοτικούς κ.λπ.) από την αυθαίρετη άσκηση της κρατικής εξουσίας.