ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΕ & ΣΛΕΕ
Ερμηνεία κατ΄άρθρο
- Έκδοση: 2η 2025
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 1776
- ISBN: 978-618-08-0690-8
Η νέα δεύτερη αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση του έργου αποτελεί την πλέον σύγχρονη, ενήμερη και εμπεριστατωμένη ερμηνεία των Συνθηκών της ΕΕ, ήτοι των 55 άρθρων της ΣΕΕ και των 358 άρθρων της ΣΛΕΕ, από μια επίλεκτη ομάδα 47 έγκριτων νομικών εξειδικευμένων στο Δίκαιο της ΕΕ, οι οποίοι προσφέρουν μέσω των ερμηνευτικών σχολίων τους μια πλήρη πρακτική ερμηνεία του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.
Ο ερμηνευτικός σχολιασμός των άρθρων εμπλουτίζεται από πλήρεις νομολογιακές αναφορές, σύγχρονη ειδική βιβλιογραφία και παράγωγο δίκαιο, ενώ στο τέλος της έκδοσης παρατίθεται ευσύνοπτο θεματικό ευρετήριο, συνιστώντας την έκδοση απαραίτητο εργαλείο για κάθε δικαστή, δικηγόρο και εν γένει νομικό που έρχεται σε επαφή με το ενωσιακό δίκαιο και την ερμηνεία του.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XXXVII
Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Ενοποιημένη απόδοση για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Προοίμιο 3
ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 5
Άρθρο 2 12
Άρθρο 3 23
Άρθρο 4 28
Άρθρο 5 36
Άρθρο 6 51
Άρθρο 7 57
Άρθρο 8 67
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ
Άρθρο 9 70
Άρθρο 10 74
Άρθρο 11 81
Άρθρο 12 84
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Άρθρο 13 89
Άρθρο 14 95
Άρθρο 15 101
Άρθρο 16 105
Άρθρο 17 112
Άρθρο 18 124
Άρθρο 19 126
ΤΙΤΛΟΣ ΙV
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΩΝ
Άρθρο 20 134
ΤΙΤΛΟΣ V
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 21 144
Άρθρο 22 153
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ 1
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 23 156
Άρθρο 24 156
Άρθρο 25 162
Άρθρο 26 164
Άρθρο 27 166
Άρθρο 28 172
Άρθρο 29 175
Άρθρο 30 177
Άρθρο 31 179
Άρθρο 32 184
Άρθρο 33 186
Άρθρο 34 188
Άρθρο 35 190
Άρθρο 36 193
Άρθρο 37 195
Άρθρο 38 197
Άρθρο 39 199
Άρθρο 40 200
Άρθρο 41 201
ΤΜΗΜΑ 2
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑΣ
Άρθρο 42 204
Άρθρο 43 218
Άρθρο 44 223
Άρθρο 45 226
Άρθρο 46 229
ΤΙΤΛΟΣ VI
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 47 233
Άρθρο 48 238
Άρθρο 49 247
Άρθρο 50 254
Άρθρο 51 263
Άρθρο 52 264
Άρθρο 53 265
Άρθρο 54 267
Άρθρο 55 267
Συνθήκη για τη Λειτουργία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Προοίμιο 271
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΑΡΧΕΣ
Άρθρο 1 273
ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΜΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 2 275
Άρθρο 3 279
Άρθρο 4 282
Άρθρο 5 285
Άρθρο 6 288
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 7 293
Άρθρο 8 294
Άρθρο 9 295
Άρθρο 10 297
Άρθρο 11 298
Άρθρο 12 299
Άρθρο 13 300
Άρθρο 14 302
Άρθρο 15 306
Άρθρο 16 315
Άρθρο 17 340
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΙΘΑΓΕNΕΙΑ ΤΗΣ ΕNΩΣΗΣ
Άρθρο 18 341
Άρθρο 19 355
Άρθρο 20 360
Άρθρο 21 372
Άρθρο 22 386
Άρθρο 23 394
Άρθρο 24 399
Άρθρο 25 405
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΤΙΤΛΟΣ Ι
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
Άρθρο 26 407
Άρθρο 27 409
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
Άρθρο 28 410
Άρθρο 29 414
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΤΕΛΩNΕΙΑΚΗ ΕNΩΣΗ
Άρθρο 30 415
Άρθρο 31 418
Άρθρο 32 419
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Άρθρο 33 420
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩN ΠΟΣΟΤΙΚΩN ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩN ΜΕΤΑΞΥ
ΤΩN ΚΡΑΤΩN ΜΕΛΩN
Άρθρο 34 422
Άρθρο 35 428
Άρθρο 36 430
Άρθρο 37 437
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΙΕΙΑ
Άρθρο 38 441
Άρθρο 39 443
Άρθρο 40 445
Άρθρο 41 447
Άρθρο 42 448
Άρθρο 43 450
Άρθρο 44 453
ΤΙΤΛΟΣ IV
Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ,
ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕNΟΙ
Άρθρο 45 454
Άρθρο 46 471
Άρθρο 47 472
Άρθρο 48 473
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ
Άρθρο 49 480
Άρθρο 50 490
Άρθρο 51 494
Άρθρο 52 497
Άρθρο 53 500
Άρθρο 54 504
Άρθρο 55 512
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Άρθρο 56 514
Άρθρο 57 521
Άρθρο 58 527
Άρθρο 59 529
Άρθρο 60 529
Άρθρο 61 530
Άρθρο 62 531
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΕΣ
Άρθρο 63 532
Άρθρο 64 561
Άρθρο 65 566
Άρθρο 66 578
ΤΙΤΛΟΣ V
Ο ΧΩΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΓΕNΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 67 580
Άρθρο 68 586
Άρθρο 69 588
Άρθρο 70 589
Άρθρο 71 591
Άρθρο 72 592
Άρθρο 73 594
Άρθρο 74 595
Άρθρο 75 596
Άρθρο 76 601
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ,
ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Άρθρο 77 603
Άρθρο 78 609
Άρθρο 79 618
Άρθρο 80 625
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Άρθρο 81 628
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Άρθρο 82 642
Άρθρο 83 661
Άρθρο 84 671
Άρθρο 85 673
Άρθρο 86 679
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Άρθρο 87 690
Άρθρο 88 696
Άρθρο 89 701
ΤΙΤΛΟΣ VΙ
ΟΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
Άρθρο 90 703
Άρθρο 91 705
Άρθρο 92 708
Άρθρο 93 709
Άρθρο 94 711
Άρθρο 95 712
Άρθρο 96 714
Άρθρο 97 716
Άρθρο 98 717
Άρθρο 99 718
Άρθρο 100 719
ΤΙΤΛΟΣ VΙΙ
KΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ, ΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΤΜΗΜΑ 1
ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΙ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Άρθρο 101 721
Άρθρο 102 738
Άρθρο 103 748
Άρθρο 104 761
Άρθρο 105 763
Άρθρο 106 765
ΤΜΗΜΑ 2
ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ
Άρθρο 107 776
Άρθρο 108 792
Άρθρο 109 806
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 110 808
Άρθρο 111 816
Άρθρο 112 817
Άρθρο 113 818
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩN NΟΜΟΘΕΣΙΩN
Άρθρο 114 825
Άρθρο 115 836
Άρθρο 116 838
Άρθρο 117 841
Άρθρο 118 843
ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Άρθρο 119 849
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΙΚΟNΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Άρθρο 120 855
Άρθρο 121 859
Άρθρο 122 869
Άρθρο 123 873
Άρθρο 124 878
Άρθρο 125 882
Άρθρο 126 887
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
NΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Άρθρο 127 901
Άρθρο 128 907
Άρθρο 129 909
Άρθρο 130 912
Άρθρο 131 917
Άρθρο 132 917
Άρθρο 133 918
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 134 919
Άρθρο 135 922
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΜΕ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΟ ΕΥΡΩ
Άρθρο 136 923
Άρθρο 137 925
Άρθρο 138 930
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 139 932
Άρθρο 140 934
Άρθρο 141 937
Άρθρο 142 939
Άρθρο 143 940
Άρθρο 144 942
ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Άρθρο 145 943
Άρθρο 146 953
Άρθρο 147 955
Άρθρο 148 956
Άρθρο 149 959
Άρθρο 150 960
ΤΙΤΛΟΣ Χ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Άρθρο 151 961
Άρθρο 152 968
Άρθρο 153 969
Άρθρο 154 981
Άρθρο 155 983
Άρθρο 156 985
Άρθρο 157 986
Άρθρο 158 995
Άρθρο 159 996
Άρθρο 160 996
Άρθρο 161 997
ΤΙΤΛΟΣ ΧΙ
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙNΩNΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
Άρθρο 162 998
Άρθρο 163 1007
Άρθρο 164 1009
ΤΙΤΛΟΣ ΧΙΙ
ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,
NEΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Άρθρο 165 1011
Άρθρο 166 1016
ΤΙΤΛΟΣ ΧΙΙΙ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Άρθρο 167 1020
ΤΙΤΛΟΣ ΧΙV
ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Άρθρο 168 1024
ΤΙΤΛΟΣ ΧV
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
Άρθρο 169 1033
ΤΙΤΛΟΣ XVΙ
ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΔΙΚΤΥΑ
Άρθρο 170 1037
Άρθρο 171 1039
Άρθρο 172 1041
ΤΙΤΛΟΣ ΧVΙI
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Άρθρο 173 1042
ΤΙΤΛΟΣ XVIIΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΔΑΦΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ
Άρθρο 174 1046
Άρθρο 175 1054
Άρθρο 176 1059
Άρθρο 177 1063
Άρθρο 178 1066
ΤΙΤΛΟΣ XΙΧ
ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Άρθρο 179 1068
Άρθρο 180 1072
Άρθρο 181 1074
Άρθρο 182 1076
Άρθρο 183 1077
Άρθρο 184 1078
Άρθρο 185 1079
Άρθρο 186 1079
Άρθρο 187 1080
Άρθρο 188 1081
Άρθρο 189 1082
Άρθρο 190 1084
ΤΙΤΛΟΣ XΧ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Άρθρο 191 1085
Άρθρο 192 1092
Άρθρο 193 1096
ΤΙΤΛΟΣ ΧΧΙ
ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Άρθρο 194 1100
ΤΙΤΛΟΣ ΧΧΙΙ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Άρθρο 195 1117
ΤΙΤΛΟΣ XXIIΙ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Άρθρο 196 1119
ΤΙΤΛΟΣ ΧΧΙV
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Άρθρο 197 1123
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΔΑΦΩΝ
Άρθρο 198 1125
Άρθρο 199 1128
Άρθρο 200 1130
Άρθρο 201 1132
Άρθρο 202 1133
Άρθρο 203 1134
Άρθρο 204 1136
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 205 1137
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
Η ΚΟΙΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Άρθρο 206 1141
Άρθρο 207 1147
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Άρθρο 208 1172
Άρθρο 209 1176
Άρθρο 210 1184
Άρθρο 211 1186
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ
Άρθρο 212 1187
Άρθρο 213 1188
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
Άρθρο 214 1189
ΤΙΤΛΟΣ ΙV
ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Άρθρο 215 1191
ΤΙΤΛΟΣ V
ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Άρθρο 216 1196
Άρθρο 217 1209
Άρθρο 218 1212
Άρθρο 219 1221
ΤΙΤΛΟΣ VI
ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΜΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 220 1225
Άρθρο 221 1228
ΤΙΤΛΟΣ VIΙ
ΡΗΤΡΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Άρθρο 222 1231
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑNΑ
ΤΜΗΜΑ 1
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ
Άρθρο 223 1239
Άρθρο 224 1241
Άρθρο 225 1243
Άρθρο 226 1244
Άρθρο 227 1247
Άρθρο 228 1250
Άρθρο 229 1254
Άρθρο 230 1255
Άρθρο 231 1257
Άρθρο 232 1258
Άρθρο 233 1260
Άρθρο 234 1260
ΤΜΗΜΑ 2
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Άρθρο 235 1262
Άρθρο 236 1265
ΤΜΗΜΑ 3
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Άρθρο 237 1267
Άρθρο 238 1268
Άρθρο 239 1272
Άρθρο 240 1272
Άρθρο 241 1275
Άρθρο 242 1276
Άρθρο 243 1277
ΤΜΗΜΑ 4
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Άρθρο 244 1278
Άρθρο 245 1279
Άρθρο 246 1281
Άρθρο 247 1283
Άρθρο 248 1283
Άρθρο 249 1284
Άρθρο 250 1285
ΤΜΗΜΑ 5
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 251 1286
Άρθρο 252 1288
Άρθρο 253 1291
Άρθρο 254 1295
Άρθρο 255 1298
Άρθρο 256 1300
Άρθρο 257 1305
Άρθρο 258 1308
Άρθρο 259 1320
Άρθρο 260 1323
Άρθρο 261 1329
Άρθρο 262 1331
Άρθρο 263 1333
Άρθρο 264 1359
Άρθρο 265 1362
Άρθρο 266 1369
Άρθρο 267 1373
Άρθρο 268 1393
Άρθρο 269 1403
Άρθρο 270 1405
Άρθρο 271 1414
Άρθρο 272 1417
Άρθρο 273 1421
Άρθρο 274 1423
Άρθρο 275 1424
Άρθρο 276 1428
Άρθρο 277 1430
Άρθρο 278 1432
Άρθρο 279 1438
Άρθρο 280 1442
Άρθρο 281 1446
ΤΜΗΜΑ 6
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Άρθρο 282 1448
Άρθρο 283 1451
Άρθρο 284 1454
ΤΜΗΜΑ 7
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Άρθρο 285 1457
Άρθρο 286 1461
Άρθρο 287 1468
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΜΗΜΑ 1
ΟΙ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΡΘΡΟΥ 288 1476
Άρθρο 288 1487
Άρθρο 289 1500
Άρθρο 290 1505
Άρθρο 291 1511
Άρθρο 292 1516
ΤΜΗΜΑ 2
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 293 1519
Άρθρο 294 1523
Άρθρο 295 1529
Άρθρο 296 1531
Άρθρο 297 1536
Άρθρο 298 1541
Άρθρο 299 1544
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 300 1548
ΤΜΗΜΑ 1
Η ΟΙΚΟNΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙNΩNΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Άρθρο 301 1550
Άρθρο 302 1552
Άρθρο 303 1554
Άρθρο 304 1557
ΤΜΗΜΑ 2
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩN ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩN
Άρθρο 305 1559
Άρθρο 306 1562
Άρθρο 307 1564
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕNΔΥΣΕΩN
Άρθρο 308 1568
Άρθρο 309 1573
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 310 1577
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 311 1586
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΠΟΛΥΕΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Άρθρο 312 1592
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρο 313 1595
Άρθρο 314 1596
Άρθρο 315 1601
Άρθρο 316 1602
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗ
Άρθρο 317 1603
Άρθρο 318 1606
Άρθρο 319 1608
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 320 1611
Άρθρο 321 1611
Άρθρο 322 1612
Άρθρο 323 1614
Άρθρο 324 1615
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ
Άρθρο 325 1616
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
Άρθρο 326 1627
Άρθρο 327 1628
Άρθρο 328 1629
Άρθρο 329 1631
Άρθρο 330 1634
Άρθρο 331 1634
Άρθρο 332 1636
Άρθρο 333 1637
Άρθρο 334 1638
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
ΓΕNΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 335 1639
Άρθρο 336 1641
Άρθρο 337 1642
Άρθρο 338 1644
Άρθρο 339 1645
Άρθρο 340 1647
Άρθρο 341 1690
Άρθρο 342 1691
Άρθρο 343 1693
Άρθρο 344 1694
Άρθρο 345 1697
Άρθρο 346 1698
Άρθρο 347 1700
Άρθρο 348 1702
Άρθρο 349 1703
Άρθρο 350 1705
Άρθρο 351 1707
Άρθρο 352 1710
Άρθρο 353 1716
Άρθρο 354 1717
Άρθρο 355 1719
Άρθρο 356 1723
Άρθρο 357 1724
Άρθρο 358 1725
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 1727
Σελ. 3
Ενοποιημένη απόδοση για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Προοίμιο
Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΩΝ, Η ΑΥΤΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Η ΑΥΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΥΨΗΛΟΤΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΥΚΑΣ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ, Η ΑΥΤΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Η ΑΥΤΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να προχωρήσουν σε ένα νέο στάδιο της διαδικασίας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που άρχισε με τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
ΕΜΠΝΕΟΜΕΝΟΙ από την πολιτιστική, τη θρησκευτική και την ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης, από την οποία αναπτύχθηκαν οι παγκόσμιες αξίες των απαράβατων και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και του κράτους δικαίου.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ την ιστορική σημασία του τερματισμού της διαίρεσης της ευρωπαϊκής ηπείρου και την ανάγκη να δημιουργηθούν σταθερές βάσεις για τη μελλοντική οικοδόμηση της Ευρώπης,
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ την προσήλωσή τους στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου,
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ την προσήλωσή τους στα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, όπως ορίζονται από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989,
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους και ταυτόχρονα σεβόμενοι την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους,
Σελ. 4
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν τη δημοκρατική και αποτελεσματική λειτουργία των θεσμικών οργάνων προκειμένου να τους παράσχουν τη δυνατότητα να διεκπεραιώνουν καλύτερα τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί, μέσα σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να επιτύχουν την ενίσχυση και τη σύγκλιση των οικονομιών τους και την ίδρυση οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η οποία θα συμπεριλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα ενιαίο και σταθερό νόμισμα,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να προωθήσουν την οικονομική και κοινωνική πρόοδο των λαών τους, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης και στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και μιας ενισχυμένης συνοχής, όπως επίσης και της προστασίας του περιβάλλοντος, και να εφαρμόσουν πολιτικές που θα διασφαλίζουν την πρόοδο στον τομέα της οικονομικής ολοκλήρωσης εκ παραλλήλου με την πρόοδο στους άλλους τομείς,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να θεσπίσουν μια κοινή ιθαγένεια για τους υπηκόους των χωρών τους,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να εφαρμόσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, που συμπεριλαμβάνει την προοδευτική διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία για την προαγωγή της ειρήνης, της ασφάλειας και της προόδου στην Ευρώπη και ανά την υφήλιο,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να διευκολύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια και την προστασία των λαών τους, με την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να συνεχίσουν την πορεία τους προς μια ολοένα στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης, όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στους πολίτες, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας,
ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ σε μεταγενέστερα στάδια από τα οποία πρέπει να διέλθει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ώστε να εξελιχθεί,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ να ιδρύσουν Ευρωπαϊκή Ένωση, και, προς τον σκοπό αυτό, όρισαν πληρεξουσίους:
(ο κατάλογος των πληρεξουσίων δεν αναπαράγεται)
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ, μετά την ανταλλαγή των πληρεξουσίων εγγράφων τους, που βρέθηκαν εντάξει, συμφώνησαν στις ακόλουθες διατάξεις.
Σελ. 5
ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1 (πρώην άρθρο 1 ΣΕΕ)
Με την παρούσα Συνθήκη, τα ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ιδρύουν μεταξύ τους μία ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, εφεξής καλούμενη «Ένωση», στην οποία τα κράτη μέλη απονέμουν αρμοδιότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων.
Η παρούσα Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες.
Η Ένωση βασίζεται στην παρούσα Συνθήκη και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίες ορίζονται εφεξής ως «οι Συνθήκες»). Οι δύο αυτές Συνθήκες έχουν το ίδιο νομικό κύρος. Η Ένωση αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: – P. CRAIG, “The Treaty of Lisbon: Process, Architecture and Substance”, ELRev, 2-2008, σελ. 137-166. – M. DOUGAN, “The Treaty of Lisbon 2007: Winning minds, not hearts”, CMLR, 3-2008, σελ. 617-703. – P. GERBET, La Construction de l’Europe, Armand Colin, 2007. – J. GILLINGHAM, European Integration 1950-2003, CUP, 2003. – U. W. KITZINGER, The Politics and Economics of European Integration, Greenwood Press, 1976. – J. MONNET, Memoirs, Doubleday, 1978. – J.-C. PIRIS, The Lisbon Treaty: A Legal and Political Analysis, CUP, 2010. – R. SCHÜTZE/T. TRIDIMAS (επ.), Oxford Principles of European Union Law, Τόμος 1, Μέρος Ι (History and Nature), OUP, 2018, σελ. 3-188. – M. SEGERS/S. VAN HECKE (επ.), The Cambridge History of the European Union, CUP, 2024. – W. VAN GERVEN, The European Union, A Polity of States and Peoples, Bloomsbury, 2005.
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Oι ρίζες του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ανατρέχουν στις ολέθριες συνέπειες των δύο παγκοσμίων πολέμων. Ιδιαιτέρως η πρωτοφανής καταστροφή που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβαλε στην κοινή πεποίθηση των πολιτικών ηγετών ότι ένα κράτος δεν ήταν ικανό από μόνο του να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευημερία για τους πολίτες του. Μετά από μια σειρά πρωτοβουλιών τη δεκαετία του 1950 ιδρύθηκαν τρεις Κοινότητες.
2. Η πρώτη ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Η Συνθήκη ΕΚΑΧ υπεγράφη στο Παρίσι στις 18.4.1951 και είχε διάρκεια πενήντα ετών (Άρθρο 97 ΕΚΑΧ). Συγκεκριμένα, τέθηκε σε ισχύ στις 23.7.1952 και έληξε στις 23.4.2002. Η βασική ιδέα της σύστασης της ΕΚΑΧ ήταν ότι αν οι αποφάσεις που αφορούσαν τον άνθρακα και τον χάλυβα, δηλαδή τις πρώτες ύλες ζωτικής σημασίας για την πολεμική βιομηχανία, αφαιρούνταν από τις αρμοδιότητες των εθνικών κυβερνήσεων και ανατίθεντο σε συλλογικά όργανα, θα προέκυπταν σημαντικότατα οφέλη για την ασφάλεια και την οικονομία. Οι υπογράφοντες τη Συνθήκη ΕΚΑΧ ήταν τα έξι αρχικά κράτη μέλη: Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία.
3. Στις 25.3.1957 ακολούθησε η υπογραφή των συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) (που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» ή «ΕΚ») και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας («ΕΚΑΕ» ή «Ευρατόμ»). Αμφότερες οι Συνθήκες ΕΟΚ ΕΑΕΚ συνήφθησαν για απεριόριστο χρονικό διάστημα (βλ. Αρθ. 365 ΣΛΕΕ και 208 ΕΚΑΕ). Ο λόγος για τον οποίο συστάθηκε η EKAE, η οποία συνιστά ξεχωριστή συνθήκη που διέπει ένα πλαίσιο συνεργασίας στον τομέα της μη στρατιωτικής χρήσης της ατομικής ενέργειας, ήταν ο φόβος ότι η συνθήκη
Σελ. 6
ΕΟΚ θα μπορούσε να απορριφθεί από το γαλλικό κοινοβούλιο. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, στόχος ήταν να διασωθεί τουλάχιστον η Συνθήκη ΕΚΑΕ.
4. Η Συνθήκη ΕΟΚ ήταν πολύ πιο φιλόδοξη από αυτήν της ΕΚΑΕ. Δεν αφορούσε συγκεκριμένους τομείς, αλλά φιλοδοξούσε να παράσχει ένα πλαίσιο για ελεύθερο εμπόριο και κοινές πολιτικές σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Οι υπογράφοντες τόσο της Συνθήκης ΕΟΚ όσο και της Συνθήκης ΕΑΕΚ ήταν τα ίδια έξι κράτη μέλη.
5. Ο σκοπός των τριών Κοινοτήτων εξυπηρετείτο από ένα σύνολο θεσμικών οργάνων: το Συμβούλιο (που εκπροσωπεί τα κράτη μέλη), την Επιτροπή (υπερεθνικό εκτελεστικό όργανο, το οποίο στην περίπτωση της ΕΚΑΧ ονομαζόταν «Ανώτατη Αρχή»), τη Συνέλευση (προκάτοχος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΚ). Αρχικά, είχαν προβλεφθεί διακριτό Συμβούλιο και διακριτή Επιτροπή για κάθε μία από τις Κοινότητες αλλά από το 1967 καθιερώθηκαν για όλες ενιαίο Συμβούλιο και ενιαία Επιτροπή (βλ. τη Συνθήκη για τη σύσταση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8.4.1965).
6. Ενώ η Συνθήκη ΕΚΑΧ ήταν ιδιαίτερα συγκεκριμένη ως προς τις πολιτικές που έπρεπε να εφαρμοσθούν, η Συνθήκη ΕΟΚ επικεντρώθηκε στη δημιουργία ενός πλαισίου, αναθέτοντας τη χάραξη της κάθε συγκεκριμένης πολιτικής στα θεσμικά της όργανα. Αυτό είχε ως συνέπεια να απαιτηθεί από τα θεσμικά όργανα να διαδραματίσουν έναν πιο δημιουργικό ρόλο στο πλαίσιο της ΕΟΚ. Αυτή η διαφορά αποτέλεσε με τη σειρά της την αιτία για μια περαιτέρω διάκριση μεταξύ των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΟΚ: στο πλαίσιο της πρώτης, η Επιτροπή απολάμβανε ευρύτερες εξουσίες (και το Συμβούλιο αντιστοίχως λιγότερες) απ’ ό,τι στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΟΚ. Και τούτο διότι, τα κράτη μέλη δεν επιθυμούσαν να αναθέσουν σε ένα υπερεθνικό όργανο, όπως η Επιτροπή, ένα μεγάλο μέρος των εξουσιών τους. Συναφώς, στην ΕΟΚ η ισορροπία δυνάμεων έγειρε περισσότερο υπέρ του Συμβουλίου.
7. Από τη στιγμή της ίδρυσής τους, οι Κοινότητες (και εν συνεχεία η «Ευρωπαϊκή Ένωση») υπέστησαν αρκετές και σημαντικές τροποποιήσεις, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: πρώτον, τις μεταβολές στα μέλη τους μέσω διαδοχικών προσχωρήσεων νέων κρατών μελών καθώς και μιας αποχώρησης και, δεύτερον, τις πλείστες τροποποιήσεις στις ουσιαστικές διατάξεις τους.
Α. Μεταβολές στον αριθμό των κρατών μελών
8. Αρχικώς στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες προσχώρησαν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Δανία την 1.1.1973. Η Νορβηγία είχε επίσης υπογράψει τη Συνθήκη Προσχώρησης, η οποία τελικώς δεν τέθηκε σε ισχύ λόγω δημοψηφίσματος, στο οποίο η πλειοψηφία των Νορβηγών ψηφοφόρων τάχθηκε κατά της ένταξης. Η Ελλάδα προσχώρησε την 1.1.1986. Ακολούθησαν η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία την 1.1.1995. Για άλλη μια φορά, η Νορβηγία υπέγραψε τη Συνθήκη Προσχώρησης αλλά δεν εντάχθηκε στις Κοινότητες λόγω εκ νέου αρνητικού αποτελέσματος σε σχετικό δημοψήφισμα.
9. Η επόμενη ομάδα νέων κρατών μελών αποτελούνταν από οκτώ πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Πολωνία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβακία, Ουγγαρία και Σλοβενία) καθώς και δύο νησιά της Μεσογείου (Μάλτα και Κύπρος). Τα εν λόγω κράτη προσχώρησαν στην (πλέον ονομαζόμενη) Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) την 1.5.2004. Αυτή ήταν έως σήμερα η μεγαλύτερη διεύρυνση της Ένωσης. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία προσχώρησαν την 1.1.2007, ενώ η Κροατία έγινε κράτος μέλος την 1.7.2013.
10. Εντούτοις, στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 23.6.2016, το βρετανικό εκλογικό σώμα ψήφισε υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το «Brexit» σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στη σύγχρονη ιστορία της Ένωσης. Όντας η πρώτη αποχώρηση ενός
Σελ. 7
κράτους μέλους (το 1985 είχε ήδη αποχωρήσει μετά από δημοψήφισμα η Γροιλανδία αλλά απλώς και μόνον ως συνδεδεμένο μέρος της Δανίας), κατέρριψε την προοπτική του «μη αναστρέψιμου» που εμπεριείχε ο στόχος της δημιουργίας μιας «διαρκώς στενότερης ένωσης» (‘ever closer union’). Συναφώς, ήδη στη Συνθήκη ΕΟΚ οι συντάκτες της δήλωσαν την αποφασιστικότητά τους «να θέσουν τα θεμέλια μιας διαρκώς στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης» (βλ. προοίμιο, αιτιολογική σκέψη 1). Η εν λόγω δήλωση ναι μεν έχει περιορισμένη νομική αξία, αλλά συνιστούσε πολιτική δέσμευση για την επιδίωξη περαιτέρω ολοκλήρωσης υπογραμμίζοντας τον δυναμικό χαρακτήρα της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Παρόμοια δήλωση περιέχεται σήμερα στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο της ΣΕΕ καθώς και στην αιτιολογική σκ. 1 της ΣΛΕΕ.
11. Μετά το δημοψήφισμα επί του «Brexit», η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματεύτηκαν μια Συμφωνία Αποχώρησης που περιείχε τους όρους της εν αποχώρησης. Η Συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1.2.2020 (Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, ΕΕ 2020, L 29/7), αλλά προέβλεπε μεταβατική περίοδο η οποία έληγε στις 31.12.2020. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, το δίκαιο της Ένωσης θα εφαρμοζόταν πλήρως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στο τέλος του 2020, συνήφθη μια ακόμη συμφωνία, η Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας (ΕΕ 2021, L 149/10.), η οποία προβλέπει τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των μερών μετά το Brexit.
12. Ως αποτέλεσμα του Brexit, απέμειναν πλέον είκοσι επτά κράτη μέλη. Σχέδια για περαιτέρω διεύρυνση υπάρχουν προς το παρόν ως προς εννέα επιπλέον χώρες, οι οποίες είναι υποψήφιες για ένταξη και οι αντίστοιχες διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε διάφορα στάδια προόδου. Πρόκειται για την Αλβανία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τη Γεωργία, τη Μολδαβία, το Μαυροβούνιο, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Σερβία, την Τουρκία και την Ουκρανία. Το Κόσοβο διατηρεί το καθεστώς της εν δυνάμει υποψήφιας χώρας προς ένταξη.
Β. Ουσιαστικές τροποποιήσεις των Συνθηκών
13. Η δομή των Κοινοτήτων υπέστει σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους. Τροποποιήσεις έγιναν, μεταξύ άλλων, με την πρώτη και δεύτερη δημοσιονομική συνθήκη του 1970 και του 1975 καθώς και με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1.7.1987. Επιπλέον αλλαγές προέκυψαν ύστερα από την καθιέρωση πολιτικών συμφωνιών και πρακτικών που αναπτύχθηκαν χωρίς κάποια τυπική νομική βάση.
14. Η σημαντικότερη τροποποίηση στην ιστορία των Κοινοτήτων προέκυψε από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Η εν λόγω Συνθήκη υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7.2.1992 και τέθηκε σε ισχύ την 1.11.1993. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ μετονόμασε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ) και δημιούργησε μια νέα οντότητα, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Βάσει του άρθρου 1 ΣΕΕ, όπως ίσχυε τότε, η ΕΕ είχε τρεις πυλώνες: την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, την «κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας» (ΚΕΠΠΑ) (βλ. σημερινό Τίτλο V της ΣΕΕ) και τη «συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων» (βλ. σημερινό Τίτλο V της ΣΛΕΕ). Ο λόγος ύπαρξης της εν λόγω δομής των τριών πυλώνων ήταν ότι επέτρεπε στα κράτη μέλη να συνεργάζονται σε ένα ευρύτερο φάσμα τομέων, αλλά με διαφορετικό βαθμό έντασης. Συγκεκριμένα, η συνεργασία στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων και, ακόμη περισσότερο, στην ΚΕΠΠΑ είχε διακυβερνητικό χαρακτήρα και δεν υπόκειτο στις ομοσπονδιακές δομές που ίσχυαν στο πλαίσιο του πυλώνα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δύο οντότητες, ήτοι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνυπήρχαν «δίπλα-δίπλα», με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να περιλαμβάνεται τυπικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες που εισήγαγε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την
Σελ. 8
Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η καθιέρωση ενός κοινού νομίσματος για την Ένωση - του ευρώ (βλ. σχολιασμό Αρθ. 136-144 ΣΛΕΕ).
15. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ υπεγράφη στις 2.10.1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1.5.1999. Συναφώς, εισήχθη στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ένας νέος τίτλος σχετικά με την αποκαλούμενη τότε «στενότερη συνεργασία», η οποία αναπτύχθηκε περαιτέρω και µετονοµάστηκε σε «ενισχυµένη συνεργασία» στη Συνθήκη της Νίκαιας το 2001. Μέσω της συνεργασίας αυτής, επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να προχωρήσουν σε περαιτέρω ολοκλήρωση χωρίς την αναγκαία συμμετοχή όλων των κρατών μελών (βλ. σχολιασμό Αρθ. 20 ΣΕΕ).
16. Η επόμενη σημαντική εξέλιξη επήλθε με τη Συνθήκη της Νίκαιας, η οποία υπεγράφη στις 26.2.2001 και τέθηκε σε ισχύ την 1.2.2003 (βλ. K. BRADLEY, “Institutional Design in the Treaty of Nice”, CMLR, 5-2001, σελ. 1095-1123).
17. Τον Δεκέμβριο του 2000, η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο διακήρυξαν τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος προβλέπει έναν κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων, κωδικοποιώντας σε μεγάλο βαθμό την υπάρχουσα νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Εντούτοις, μέχρι να τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας (βλ. κατωτέρω), ο Χάρτης δεν είχε δεσμευτική ισχύ.
18. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι πολιτικοί ηγέτες των κρατών μελών συγκρότησαν ένα όργανο, γνωστό ως «Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης», με σκοπό τη σύνταξη ενός Συντάγματος για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόεδρος της Συνέλευσης ήταν ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας κ. Valéry Giscard d’Estaing. Συναφώς, προέκυψε η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη, η οποία όμως αποδείχθηκε «άτυχη» καθώς απορρίφθηκε σε δημοψηφίσματα από τους πολίτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας στις 29.5.2005 και 1.6.2005 αντιστοίχως και, συνεπώς, δεν επικυρώθηκε ποτέ.
19. Αντ’ αυτού, επιτεύχθηκε συμφωνία για τη Συνθήκη της Λισαβόνας (αποκαλούμενη επίσης «Μεταρρυθμιστική Συνθήκη»), η οποία υπεγράφη στις 13.12.2007. Η Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ την 1.12.2009. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενσωμάτωσε πολλά από τα στοιχεία της απορριφθείσας Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, αλλά οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε ήταν λιγότερο εκτεταμένες από εκείνες που εισήχθησαν με τις προηγούμενες τροποποιήσεις των Συνθηκών. Η Συνθήκη της Λισαβόνας περιλαμβάνει δύο επιμέρους συνθήκες: τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταργεί την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη συγχωνεύει με την Ένωση, οπότε πλέον υπάρχει μια ενιαία δομή, η «Ευρωπαϊκή Ένωση», αν και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας συνεχίζει να είναι σε ισχύ. Η Συνθήκη της Λισαβόνας παρέχει επίσης δεσμευτικό καθεστώς στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (βλ. άρθρο 6, παρ. 1, της ΣΕΕ).
ΙΙ. Εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω των κρίσεων
20. Από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Ευρώπη συγκλονίστηκε από διαδοχικές κρίσεις. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έπληξε από το 2010 και την Ευρώπη και απείλησε να καταστρέψει το ενιαίο νόμισμα του ευρώ. Και τούτο διότι οι επενδυτές άρχισαν να αμφιβάλλουν για τη φερεγγυότητα ορισμένων κρατών της Ευρωζώνης, κυρίως του Νότου. Η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ισπανία και η Ιταλία επλήγησαν περισσότερο (η κάθε χώρα περισσότερο για τους δικούς της ιδιαίτερους λόγους). Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα υπόλοιπα κράτη μέλη προσέτρεξαν στη διάσωσή τους δημιουργώντας μηχανισμούς - προσωρινής αρχικά (μέσω του EFSM και του EFSF), αλλά στη συνέχεια μόνιμου χαρακτήρα (μέσω του ESM και του «Δημοσιονομικού Συμφώνου») - για την παροχή οικονομικής στήριξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι εξ αυτών των μηχανισμών στήριξης δημιουργήθηκαν με τη μορφή διεθνών συμφωνιών εκτός του δικαιικού πλαισίου της Ένωσης, δημιουργώντας αβεβαιότητα ως προς τα όρια του ενωσιακού δικαίου. Η βοήθεια διάσωσης είχε ως τίμημα την «αιρεσιμότητα». Δηλαδή, οι αποδέ-
Σελ. 9
κτες της έπρεπε να προβούν σε δραστικές περικοπές των κρατικών δαπανών προκειμένου να μειωθεί η ανάγκη δανεισμού τους. Αυτό συνεπαγόταν μαζικές περικοπές στις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας και μεγάλες μειώσεις στη χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης. Αυτό με τη σειρά του προκάλεσε πολιτική διχόνοια, τόσο στο εσωτερικό των χωρών που επλήγησαν, όσο και μεταξύ των τελευταίων και των πιο ευημερούντων μελών της Ευρωζώνης στη βόρεια Ευρώπη.
21. Επιπλέον, εκτός από την οπισθοδρόμηση της ευρωζώνης, η ΕΕ είχε να αντιμετωπίσει αρκετές διαφορετικού τύπου αναταράξεις. Η έντονη μεταναστευτική κίνηση που προκλήθηκε από τον πόλεμο στη Συρία επιβάρυνε τους πόρους των κρατών μελών, ιδίως των παραμεθόριων, και το σύστημα ασύλου της ΕΕ. Οδήγησε σε έκτακτη δράση της Ένωσης με βάση την αρχή της αλληλεγγύης, αλλά και ενδυνάμωσε τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα σε πολλά κράτη μέλη.
22. Η επακόλουθη άνοδος του λαϊκισμού προκάλεσε σε ορισμένα κράτη πλήρη κρίση του κράτους δικαίου. Συγκεκριμένα, οι κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας εμφανίσθηκαν να διαλύουν μεθοδικά τους θεσμούς της δημοκρατίας, ιδίως την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και αψήφησαν ανοιχτά τις αξίες της Ένωσης, χωρίς ωστόσο να αρνούνται τα πλεονεκτήματα της ολοκλήρωσης. Εντούτοις, η ένταξη στην Ένωση βασίζεται στην πολιτική βούληση των κυρίαρχων κρατών και προϋποθέτει κοινή δέσμευση στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ένωση διαθέτει περιορισμένες εξουσίες εξαναγκασμού έναντι των κρατών μελών που αμφισβητούν τα θεμέλια του δικαίου της Ένωσης. Παρ’ όλα αυτά, τα πολιτικά όργανα της Ένωσης και το ΔΕΚ έλαβαν και συνεχίζουν να λαμβάνουν μια σειρά μέτρων για τον περιορισμό της κρίσης του κράτους δικαίου (βλ. ιδιαίτερα σχολιασμό Αρθ. 7 και 19 ΣΕΕ).
23. Η πανδημία COVID-19 δημιούργησε επιπλέον μια υγειονομική κρίση ιστορικών διαστάσεων, η οποία, εκτός από το ανθρώπινο κόστος της, είχε εκτεταμένες δυσμενείς κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Ως απάντηση, η ΕΕ έλαβε εκτεταμένα μέτρα και, για πρώτη φορά, τα κράτη μέλη της παραχώρησαν την εξουσία να δανείζεται χρήματα από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και να προβαίνει σε εκταμιεύσεις με τη μορφή δανείων και επιχορηγήσεων προς τα κράτη μέλη.
24. Το 2022, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτέλεσε μείζονα απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, προκαλώντας την επανεξέταση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας και δίνοντας νέα ώθηση στην ΚΕΠΠΑ.
25. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια των περίπου 70 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης ΕΟΚ, το σχέδιο ολοκλήρωσης εξελίχθηκε μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις. Η Ένωση υπέστη πολλές μεταλλάξεις, οι οποίες επέφεραν αλλαγές τόσο στις έννομες τάξεις των κρατών μελών όσο και στις διατάξεις των Συνθηκών. Ιδιαίτερα, οι εξουσίες της ΕΕ έχουν διευρυνθεί σημαντικά, η διαδικασία λήψης αποφάσεων έχει γίνει πιο ομοσπονδιακή, υπό την έννοια ότι ένας αυξανόμενος αριθμός αποφάσεων λαμβάνεται από την πλειοψηφία των κρατών μελών και όχι με ομοφωνία, και η επίδραση του δικαίου της ΕΕ στα κράτη μέλη σταδιακά εντείνεται. Συναφώς, υπήρξε αξιοσημείωτη μεταφορά πολιτικής εξουσίας από τα κράτη μέλη στην Ένωση, η οποία πλέον έχει την εξουσία να εκδίδει νομοθεσία σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι, για τα κράτη μέλη, το μεγαλύτερο μέρος της νομοθετικής τους παραγωγής οφείλεται στο ενωσιακό δίκαιο. Επίσης, η ΕΕ έχει πλέον εξελιχθεί σε έναν ιδιαίτερα ισχυρό παράγοντας στον τομέα του διεθνούς εμπορίου, καθώς πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο ακολουθούν τα πρότυπα της ΕΕ (βλ. A. BRADFORD, The Brussels Effect: How the European Union Rules the World, Columbia Law School, 2020).
26. Ως προς το απώτερο μέλλον, υπάρχουν ήδη σκέψεις για περαιτέρω θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια για αναθεώρηση των Συνθηκών αυτών καθαυτών (βλ. ενδεικτικά Report of the Franco German Working Group on EU institutional reform ‘Sailing on High Seas: Reforming and Enlarging the EU for the 21st century’ της 18.9.2023 και Ανακοίνωση της Επιτροπής, COM(2022) 404 final, Βρυξέλλες, 17.6.2022). Ωστόσο, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η EE δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά υπό το σημερινό σύστημα.
Σελ. 10
Ειδικότερα, θα πρέπει να ενισχυθούν οι αρμοδιότητές της για την υπεράσπιση του κράτους δικαίου - η σχετική απαίτηση της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων βάσει του Αρθ. 7 ΣΕΕ θα πρέπει να επανεξεταστεί - αλλά και τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία ως προς το σχέδιο της ολοκλήρωσης. Υπό το φως της ολοένα διεύρυνσης της Ένωσης, αξίζει να εξεταστεί η δυνατότητα διαφορετικών τύπων κρατών μελών.
ΙΙΙ. Σχολιασμός των ειδικών διατάξεων
27. Όπως προελέχθη, οι συνθήκες που διέπουν σήμερα την ενωσιακή έννομη τάξη είναι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αποτελούν τις πολιτικές πράξεις στις οποίες βασίζεται η Ένωση.
28. Το άρθρο 1, παρ. 1 της ΣΕΕ υιοθετεί μια «φονξιοναλιστική» λογική που ορίζει την Ένωση ως μια οντότητα που ιδρύεται από τα κράτη μέλη στην οποία «απονέμουν αρμοδιότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων». Η Ένωση είναι ουσιαστικά ένα δημιούργημα του διεθνούς δικαίου που προκύπτει από την κοινή πεποίθηση ενός συνόλου κυρίαρχων κρατών ότι είναι καλύτερο να συνεργάζονται για ορισμένα ζητήματα παρά να τα αντιμετωπίζουν το καθένα χωριστά.
29. Η πρώτη παράγραφος αναγνωρίζει επίσης, αν και έμμεσα, την αρχή της δοτής αρμοδιότητας (βλ. σχολιασμό Αρθ. 5 ΣΕΕ) Αναφέροντας ότι τα κράτη μέλη αναθέτουν στην Ένωση αρμοδιότητες για την επίτευξη κοινών στόχων, συνδέει τις νομικές εξουσίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με τους στόχους του άρθρου 3 της ΣΕΕ. Αναγνωρίζει επίσης ότι η Ένωση έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και ότι το τεκμήριο της αρμοδιότητας ανήκει στα κράτη μέλη, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για το άρθρο 5, παρ. 2, ΣΕΕ.
30. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1 ΣΕΕ ασχολείται με δύο διαφορετικά θέματα. Αφενός, εκδηλώνει τον δυναμικό χαρακτήρα του σχεδίου ολοκλήρωσης και, αφετέρου, αποδίδει στην εν λόγω ολοκήρωση μια προσέγγιση με επίκεντρο τον πολίτη.
31. Η αναφορά στην «διαρκώς στενότερη ένωση» απηχεί το προοίμιο της Συνθήκης ΕΟΚ, στην πρώτη κιόλας αιτιολογική σκέψη της οποίας εκδηλωνόταν η αποφασιστικότητα των κρατών που την υπέγραψαν «να θέσουν τα θεμέλια μιας διαρκώς στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης». Η δέσμευση αυτή επαναλαμβάνεται πλέον στα προοίμια τόσο της ΣΕΕ όσο και της ΣΛΕΕ. Πρόκειται για μια αφηρημένη πολιτική δέσμευση, η οποία όμως δεν στερείται νομικών συνεπειών, καθώς νομιμοποίησε την έμφαση στην τελεολογική ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ (ενδεικτικά, T. HORSLEY, “Reflections on the role of the Court of Justice as the “motor” of European integration: Legal limits to judicial lawmaking”, CMLR, 4-2013, σελ. 934-941). Ωστόσο, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως εντολή για ένα μεγάλο σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα κράτη µέλη δεσµεύονται μόνον εντός του θεσμικού και διαδικαστικού πλαισίου που προβλέπουν οι Συνθήκες, χωρίς να έχουν κοινά συγκεκριµένα σχέδια για το πώς θα εξελιχθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Εξάλλου, οι πολιτικές προτιμήσεις διαρκώς μεταβάλλονται και το αν θα επιτευχθεί κάποια περαιτέρω μια τροποποίηση των Συνθηκών, και αν ναι, ποια συγκεκριμένη μορφή θα λάβει, εξαρτάται από τις διακυμάνσεις της πολιτικής διαδικασίας. Επίσης, η δέσµευση για µια ολοένα και στενότερη Ένωση δεν έχει σταθεί εμπόδιο στην αποδοχή παρεκκλίσεις (opt-out) για ορισμένα κράτη μέλη με διάφορες μορφές. Όλως ενδεικτικώς, το πρωτόκολλο αριθ. 16 που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Δανία δεν υποχρεούται να συμμετέχει στο ευρώ. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 20 ΣΕΕ και τα άρθρα 326 έως 334 ΣΛΕΕ, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτά, ορισμένα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να επιδιώξουν ενισχυμένη συνεργασία, δηλαδή να συνεργαστούν στενότερα σε ορισμένους τομείς. Οι διατάξεις αυτές δεν είναι οι μόνες μορφές «ασυμμετρίας». Οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται από ορισμένα μόνον κράτη μέλη μπορούν να επιδιώκουν στόχους που συνδέονται στενά με την ολοκλήρωση της ΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
Σελ. 11
είναι η Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (European Stability Mechanism – ESM).
32. Το άρθρο 1, παρ. 2, παρουσιάζει την Ένωση ως έναν οργανισμό όπου «οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες». Αυτό αναδεικνύει δύο διαρθρωτικά στοιχεία του συστήματος διακυβέρνησης της Ένωσης. Πρώτον, υπογραμμίζει τη διαφάνεια ως πολιτικό στόχο. Προς τούτο, περιέχει μια γενική δέσμευση ότι η ΕΕ θα λειτουργεί ως «διαβουλευτική δημοκρατία» (‘deliberative democracy’) και επίσης διατυπώνει την άποψη ότι η διαφάνεια αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θέτει τις βάσεις για τις ειδικότερες διατάξεις για τη δημοκρατία και τη διαφάνεια που προβλέπονται στις Συνθήκες (Αρθ. 10 και 11 ΣΕΕ, 15 ΣΛΕΕ Αρθ. 298 ΣΛΕΕ) καθώς και στο παράγωγο δίκαιο της ΕΕ. Δεύτερον, η αναφορά ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πολίτη δεσμεύει την Ένωση να τηρεί την αρχή της επικουρικότητας, η οποία εξετάζεται στο Αρθ. 5, παρ. 3, της ΣΕΕ.
33. Η τρίτη παράγραφος ορίζει ότι η ΣΕΕ και η ΣΛΕΕ είναι νομικά ισοδύναμες (βλ. επίσης Αρθ. 1, παρ. 2, ΣΛΕΕ). Αν και τυπικά ορθή, η εν λόγω συνοπτική δήλωση δεν αποτυπώνει τη σχέση μεταξύ, αφενός, των Συνθηκών και, αφετέρου, των γενικών αρχών του δικαίου της ΕΕ, ούτε αποτυπώνει τη σχετική σημασία των διατάξεων της Συνθήκης.
34. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), οι γενικές αρχές του δικαίου αποτελούν σημαντική πηγή του δικαίου της ΕΕ. Οι εν λόγω αρχές προκύπτουν κυρίως από τη νομοθεσία των κρατών μελών ή από διεθνείς συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, κυρίως από την ΕΣΔΑ (βλ. T. TRIDIMAS, The General Principles of EU Law, 2006, OUP, σελ. 7-14). Η σημασία των γενικών αρχών του δικαίου επισημάνθηκε για πρώτη φορά στην εμβληματική απόφαση 11/70 Internationale Handelsgesellschaft [1970]. Σήμερα, λαμβάνουν ρητή αναγνώριση στο Αρθ 6, παρ. 3, της ΣΕΕ ως πηγές προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μολονότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει διάταξη της ΣΕΕ ή της ΣΛΕΕ με την αιτιολογία ότι αντίκειται σε γενική αρχή του δικαίου, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ερμηνεύει τις διατάξεις της Συνθήκης υπό το φως των αρχών αυτών. Πράγματι, η ερμηνευτική λειτουργία των γενικών αρχών αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο αυτό, ακριβώς επειδή είναι η μόνη λειτουργία που μπορούν να επιτελέσουν. Όταν τα δικαστήρια καλούνται να ερμηνεύσουν κανόνες τους οποίους δεν έχουν δικαιοδοσία να ακυρώσουν, η ερμηνεία καθίσταται το κύριο μέσο με το οποίο μπορούν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητά τους. Η ερμηνεία στο πλαίσιο αυτό καθίσταται ιδιαίτερα διδακτική ως έκφραση της δικαστικής πολιτικής: μας λέει τί αντιλαμβάνεται το δικαστήριο ως προς τη δική του λειτουργία, τι θεωρεί ως το θεμέλιο του νομικού συστήματος και πώς ιεραρχεί τους κανόνες του πρωτογενούς δικαίου του συστήματος αυτού. Η νομολογία υποδηλώνει ότι, υπό το πρίσμα των γενικών αρχών, το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τις διατάξεις της Συνθήκης πιο ελεύθερα από ό,τι τις νομοθετικές πράξεις των θεσμικών οργάνων. Ειδικότερα, έχει κατανοήσει ευρέως τη δικαιοδοσία του υπερβαίνοντας κατά πολύ το γράμμα των Συνθηκών προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει καθοριστικό χαρακτήρα στην έννομη τάξη της ΕΕ. Η προσέγγιση αυτή καταδεικνύεται ιδιαίτερα από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Les Verts, Chernobyl και Rosneft (ΔΕΕ, απόφαση της 23.4.1986, C-294/83, Les Verts, EU:C:1986:166, απόφαση της 22.5.1990, C-70/88, Chernobyl, EU:C:1990:217 και απόφαση της 28.3.2017, C-72/15, Rosneft, EU:C:2017:236).
35. Επιπλέον, αν και όλες οι διατάξεις της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ έχουν τυπικά την ίδια νομική αξία, ορισμένες εξ’αυτών φαίνεται να είναι πιο σημαντικές από άλλες (βλ. και T.TRIDIMAS, “Wreaking the Wrongs: Balancing Rights and the Public Interest the EU Way”, The Columbia Journal of European Law, 2-2023, σελ. 195-197). Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι καθορίζουν τη συνταγματική ταυτότητα της Ένωσης ή θεσπίζουν τις θεμελιώδεις αρχές της ενωσιακής έννομης τάξης
Σελ. 12
ή θέτουν τις αρχές σε έναν βασικό τομέα (βλ. αναλυτικά L. D. SPIEKER, EU Values Before the Court of
Justice, OUP, 2023, σελ. 87-106). Έτσι, για παράδειγμα, το ΔΕΚ έχει δηλώσει ότι οι αξίες του άρθρου 2 ΣΕΕ «καθορίζουν την ίδια την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (ΔΕΕ, απόφαση της 16.2.2022, C-156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2022:97, σκ. 127) ενώ έχει αναφερθεί στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής ως τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαστικού συστήματος της Ένωσης (ΔΕΕ, απόφαση της 6.3.2018, C-284/16, Achmea, EU:C:2018:158, σκ. 37). Το ΔΕΕ έχει επίσης προσδιορίσει ορισμένες αρχές και διατάξεις της Συνθήκης ως εκείνες που δημιουργούν ένα δομημένο πλαίσιο στο οποίο βασίζεται το παράδειγμα της ολοκλήρωσης(ΔΕΕ, γνωμοδότηση της 18.12.2014, 2/13 σχετικά με την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, EU:C:2014:2454, σκ. 165-176). Έτσι, ορισμένες διατάξεις των Συνθηκών μπορούν να θεωρηθούν πιο σημαντικές για το συνταγματικό πλαίσιο της Ένωσης ή για συγκεκριμένους σκοπούς. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν και, αν ναι, πώς η αυξημένη σημασία τους εκδηλώνεται με όρους νομικού κύρους. Για ορισμένους σκοπούς, οι ίδιες οι Συνθήκες μπορούν να παρέχουν μια διαφοροποίηση. Για παράδειγμα, δεν υπόκεινται όλες οι διατάξεις των συνθηκών στην ίδια διαδικασία αναθεώρησης. Σύμφωνα με το άρθρο 48 ΣΕΕ υπάρχουν δύο τρόποι τροποποίησης των Συνθηκών, η συνήθης διαδικασία και η απλουστευμένη διαδικασία, με τη δεύτερη να είναι λιγότερο επαχθής και στην οποία μπορούν να υπόκεινται όλες οι διατάξεις των άρθρων 26 έως 197 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, οι ίδιες οι Συνθήκες δεν περιέχουν κάποια ρητή κατάταξη μεταξύ των διατάξεών τους.
36. Εντούτοις, είναι λογικό να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις της Συνθήκης, οι οποίες υπό το πρίσμα των στόχων της ΕΕ είναι πιο θεμελιώδεις από άλλες, έχουν μεγαλύτερη νομική αξία. Η υψηλότερη αυτή αξία μπορεί να εκφραστεί με δύο τρόπους. Πρώτον, μια διάταξη που θεωρείται πιο θεμελιώδης θα είναι σημαντική για την ερμηνεία άλλων διατάξεων που δεν θεωρούνται εξίσου θεμελιώδεις. Έτσι, στην υπόθεση Kadi το Δικαστήριο υιοθέτησε μια στενή ερμηνεία του άρθρου 351 ΣΛΕΕ. Το εν λόγω άρθρο τυπικά προβλέπει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες που συνήψαν τα κράτη μέλη πριν γίνουν μέλη της ΕΕ δεν επηρεάζονται από τις Συνθήκες της ΕΕ. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου που αποτελούν μέρος των ίδιων των θεμελίων της ενωσιακής έννομης τάξης (απόφαση της 3.9.2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, EU:C:2008:461, σκ. 304). Επίσης, όσο πιο θεμελιώδης είναι μια διάταξη, τόσο σαφέστερη είναι η ένδειξη που θα απαιτήσει το Δικαστήριο προτού δεχθεί την τροποποίηση της εν λόγω διάταξης. Συνεπώς, το Δικαστήριο μπορεί να δυσκολευτεί να δεχθεί ότι ένας θεμελιώδης κανόνας καταργείται ή τροποποιείται σιωπηρά ως αποτέλεσμα της τροποποίησης ενός άλλου, λιγότερο σημαντικού, κανόνα. Αυτό μπορεί να υποστηριχθεί από Γνωμοδότηση του Δικαστηρίου 1/91 σχετικά με το σχέδιο συμφωνίας για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (EU:C:1991:490, σκ. 71-72).
2 Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.
ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: – Α. ΡΑΝΤΟΣ, Το κράτος δικαίου στην Ε.Ε.: Η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Ενενήντα έτη Εταιρείας Διοικητικών Μελετών, 2022. – Β. ΣΚΟΥΡΗΣ, Κυρώσεις για παραβιάσεις του κράτους δικαίου από τα κράτη μέλη της ΕΕ, στο Ελληνική Εταιρία Δικαίου του Περιβάλλοντος, Το βιώσιμο Κράτος, Σάκκουλας, 2022. – Lord Τ. BINGHAM, The Rule of Law, Penguin, 2010. – A. JAKAB/D. KOCHENOV (eds), The
Σελ. 13
Enforcement of EU Law and Values: Ensuring Member State Compliance, OUP, 2017. – G. KELEPOURI, “Revisiting the Rule of Law in the European Context: The CJEU’s Recent Narrative in the Limelight”, European Politeia, 2018, σελ. 71-105. – Κ. LENAERTS, “The European Union as a Union of Democracies, Justice and Rights”, International Comparative Jurisprudence, 3-2017, σελ. 132-136. – E. MUIR/P. VAN NUFFEL/G. DE BAERE, “The EU as a Guardian of the Rule of Law Within its Member States”, Columbia Journal of European Law, 2-2023, σελ. 1-23. – L. S. ROSSI, «La valeur juridique des valeurs. L’article 2 TUE», Révue Trimestrielle de droit européen, 2-2020, σελ. 639-657. – K. L. SCHAPPELE/D. KOCHENOV/B. GRABOWSKA-MOROZ, “EU Values Are Law, after All: Enforcing EU Values through Systemic Infringement Actions by the European Commission and the Member States of the European Union”, Yearbook of European Law, 2020, σελ. 3-121. – J. SCHOLTES, “Constitutionalising the end of history? Pitfalls of a non-regression principle for Article 2 TEU”, European Constitutional Law Review, 1-2023, σελ. 59-87. – L. D. SPIEKER, EU Values before the Court of Justice, OUP, 2023. – A. VON BOGDANDY, Towards a Tyranny of Values? σε A. vonBOGDANDY/P. BOGDANOWICZ/I. CANOR/C.GRABENWARTER/M. TABOROWSKI/M. SCHMIDT (επ.), Defending Checks and Balances in EU Member States, Springer, 2021, σελ. 73-103. – A. VON BOGDANDY/L. D. SPIEKER, “Countering the Judicial Silencing of Critics: Article 2 TEU Values, Reverse Solange, and the Responsibilities of National Judges”, European Constitutional Law Review, 3-2019, σελ. 391-426.
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Το περιεχόμενο του Άρθρου 2 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) σχετικά με τις γενικές αρχές του δικαίου. Χρησιμοποιεί φιλόδοξη γλώσσα και η σημασία του εκτείνεται τόσο σε πολιτικό όσο και σε νομικό επίπεδο. Επιδιώκει να συμπυκνώσει το πνεύμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και, γενικότερα, «την πολιτιστική, θρησκευτική και ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης» (προοίμιο της ΣΕΕ, αιτιολογική σκ. 2). Παρέχει ιδεολογική συνέχεια στις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και ορίζει τί πραγματικά πρεσβεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανάλογες είναι οι μεγαλοπρεπείς αναφορές του προοιμίου της ΣΕΕ στις «παγκόσμιες αξίες των απαράβατων και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και του κράτους δικαίου» και του προοιμίου του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ «στις αδιαίρετες και οικουμενικές αξίες της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης». Οι εν λόγω διατυπώσεις, επιδιώκουν να σφυρηλατήσουν μια κοινή πολιτική ταυτότητα και επιτελούν το ρόλο αξιώματος: ο σεβασμός των αξιών που κατοχυρώνονται σε στο Αρθ. 2 ΣΕΕ καθίσταται πολιτική και νομική επιταγή τόσο για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσο και για τα κράτη μέλη. Το Αρθ. 2 «δεν συνιστά απλή διατύπωση κατευθύνσεων ή προθέσεων πολιτικής φύσεως» (ΔΕΕ, απόφαση της 16.2.2022, C-157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2022:98, σκ. 264). Αντιθέτως, οι αξίες που αναφέρονται σε αυτό έχουν δεσμευτικές έννομες συνέπειες.
2. Πρώτον, το Αρθ. 2 έχει αυξημένη ερμηνευτική και σηματοδοτική λειτουργία. Βρίσκεται στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των κανόνων του δικαίου της ΕΕ. Όπως δήλωσε το ΔΕΕ στις υποθέσεις περί του γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας «[ο]ι αξίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ έχουν προσδιοριστεί από τα κράτη μέλη και γίνονται από κοινού αποδεκτές από αυτά. Καθορίζουν την ίδια την ταυτότητα της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης. Επομένως, η Ένωση πρέπει να είναι σε θέση, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές προβλέπονται στις Συνθήκες, να προασπίζεται τις εν λόγω αξίες» (αποφάσεις της 16.2.2022, C-156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2022:97, σκ. 127 και C-157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2022:98, σκ. 145).
3. Κατά συνέπεια, το Αρθ. 2 αποτελεί πρωταρχικό σημείο αναφοράς για την ερμηνεία των υπολοίπων διατάξεων των Συνθηκών. Διαδραματίζει βασικό ρόλο στον καθορισμό του συνταγματι-
Σελ. 14
κού σχεδίου της Ένωσης και, στην πραγματικότητα, ενισχύει τη συνταγματική δικαιοδοσία του ΔΕΕ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνιστά δήλωση της συνταγματικής ταυτότητας υπογραμμίζοντας τη δέσμευση στις ιδρυτικές αρχές που χαρακτηρίζουν την ΕΕ ως πολιτική κοινότητα και καλλιεργεί την ανάδυση ενός ευρωπαϊκού δήμου. Ταυτόχρονα, δίνει εντολή σε όλους τους παράγοντες της ενωσιακής διακυβέρνησης να οικοδομήσουν συναίνεση γύρω από τις αξίες που αναφέρονται σε αυτήν.
4. Δεύτερον, ο σεβασμός των αξιών του Αρθ. 2 αποτελεί προϋπόθεση για την αποδοχή της ιδιότητας του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Αρθ. 49 ΣΕΕ).
5. Τρίτον, η σοβαρή και διαρκής παραβίαση ή ο σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των αξιών από ένα κράτος μέλος μπορεί να ενεργοποιήσει τη διαδικασία του Αρθ. 7 ΣΕΕ, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αναστολή των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους όπως αυτά ορίζονται στις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου στο Συμβούλιο.
6. Τέταρτον, οι αξίες του Αρθ. 2 έχουν αναδειχθεί ως ένα από τα δομικά στοιχεία ενός ξεχωριστού μοντέλου αυτονομίας του δικαίου της ΕΕ. Το μοντέλο αυτό αντιλαμβάνεται ευρέως την αποκλειστικότητα της δικαιοδοσίας του ΔΕΕ και θέτει περιορισμούς στην αρμοδιότητα της Ένωσης αλλά και των κρατών μελών να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες (βλ., ως προς την Ένωση, ΔΕΕ, γνωμοδότηση της 18.12.2014, σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ, EU:C:2014:2454 και, ως προς τα κράτη μέλη, απόφαση της 6.3.2018, C-284/16, Achmea, EU:C:2018:158). Τούτου λεχθέντος, μολονότι στις εν λόγω αποφάσεις του το ΔΕΕ αναφέρεται ρητώς στο Αρθ. 2, είναι δύσκολο να εντοπιστεί κάποια άμεση σχέση μεταξύ του άρθρου αυτού και των αποτελεσμάτων στα οποία κατέληξε το ΔΕΕ κατά την εφαρμογή της αρχής της αυτονομίας.
7. Πέμπτον, το Αρθ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παρ. 1, της ΣΕΕ έχουν χρησιμοποιηθεί από το ΔΕΕ για να επιβάλει στα κράτη μέλη ορισμένες υποχρεώσεις όσον αφορά το σύστημα διακυβέρνησής τους, ιδίως τα δικαιοδοτικά τους συστήματα (βλ. αναλυτικά κατωτέρω)
8. Τέλος, το Αρθ. 2 έχει σχετική κανονιστική αυτονομία. Αν και δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί μια κατάσταση όπου η παραβίαση του Αρθ. 2 δεν συνεπάγεται επίσης παραβίαση άλλης διάταξης των Συνθηκών, η παραβίαση του Αρθ. 2 δεν πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως παράγωγος της παραβίασης άλλης διάταξης του δικαίου της ΕΕ.
ΙΙ. Οι αξίες του άρθρου 2 ΣΕΕ
9. Οι αξίες που αναφέρονται στο Αρθ. 2 είναι, σύμφωνα με το προοίμιο του Χάρτη, «αδιαίρετες και οικουμενικές». Ορισμένες εξ’ αυτών αντικατοπτρίζουν δικαιώματα που αναγνωρίζονται ήδη ως τέτοια στον Χάρτη και τα οποία έχουν άμεση ισχύ. Αυτό ισχύει για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ισότητα και την απαγόρευση των διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η αναφορά στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως πρώτη αξία στο Αρθ. 2 δεν είναι τυχαία. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια «αποτελεί την ίδια τη βάση των θεµελιωδών δικαιωµάτων» (βλ. Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη). Για το λόγο αυτό εξάλλου αναφέρεται ρητώς στα Συντάγματα πολλών κρατών μελών (βλ. π.χ. άρθρο 1 του γερμανικού Συντάγματος και άρθρο 2 του ελληνικού Συντάγματος), περιλαμβάνεται στο πρώτο άρθρο του Χάρτη της ΕΕ και αποτελεί την «ουσία» (‘the very essence’) της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις της 22.11.1995, CR κατά Ηνωμένου Βασιλείου, no. 20190/92,σκ. 42 και SW κατά Ηνωμένου Βασιλείου, no. 20166/92, σκ. 44). H ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει, επίσης, αναγνωριστεί από το ΔΕΕ ως θεμελιώδες δικαίωμα πριν ακόμη τη σχετική αναγνώριση από τον Χάρτη (απόφαση της 9.10.2001, C-377/98, Κάτω Χώρες κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2001:523, σκ. 70-77) και διέπει τις βασικές αποφάσεις σχετικά με την απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης (π.χ. απόφαση της 7.1.2004, C-117/01, K.B. κατά National Health Service Pensions Agency και Secretary for Health, EU:C:2004:7).
Σελ. 15
10. Το Αρθ. 2 αναφέρεται επίσης σε αρχές, των οποίων το περιεχόμενο έχει ήδη αναγνωριστεί ως δεσμευτικό από το ΔΕΕ. Συναφώς, το ΔΕΕ έχει αποδεχθεί ότι η δημοκρατία αποτελεί αρχή δικαίου που συνιστά ένα από τα θεμέλια της ΕΕ και έχει ερμηνευτική αξία [ενδεικτικά, ΔΕΕ, απόφαση της 11.6.1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Titanium Dioxide), EU:C:1991:244, σκ. 20]. Απαιτεί μεταξύ άλλων τη συμμετοχή του λαού στην άσκηση της εξουσίας μέσω μιας αντιπροσωπευτικής συνέλευσης και τη λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας στο κοινοβούλιο (ΓΔΕΕ, απόφαση της 17.6.1998, T-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, EU:T:1998:128, σκ. 88 και ΔΕΕ, απόφαση της 9.3.2010, C-518/07, Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:2010:125, σκ. 43).
11. Το Αρθ. 2 ορίζει την Ένωση ως μια κοινωνία πλουραλισμού, ανεκτικότητας, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και απαγόρευσης των διακρίσεων. Η δήλωση αυτή, η οποία θυμίζει τη νομολογία του ΕΔΔΑ (π.χ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 27.9.1999, Smith και Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου, nos. 33985/96 και 33986/96, σκ. 87), προβλέπει μια έννοια της δημοκρατίας που εκτείνεται πέρα από τον πλειοψηφικό χαρακτήρα και ενσωματώνει μια ευρεία αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πράγματι, μια βασική πτυχή του Αρθ. 2 είναι η δέσμευση της Ένωσης και των κρατών μελών σε ένα σύστημα φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο όρος «φιλελεύθερη» έχει ουσιαστικά δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, αναγνωρίζει ότι υπάρχουν περιορισμοί στην εξουσία της κυβέρνησης και ότι οι περιορισμοί αυτοί απορρέουν από την ανάγκη προστασίας της ελευθερίας του ατόμου. Δεύτερον, αγκαλιάζει την ανεκτικότητα και έναν ελεύθερο πολιτικό και κοινωνικό χώρο για όλα τα μέλη της κοινωνίας και αποδέχεται ότι υπάρχουν ορισμένες αρχές και δικαιώματα που είναι πέρα από πολιτική διαπραγμάτευση. Ερμηνευόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο, η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ο αντίποδας της απολυταρχικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της απολυταρχικής εξουσίας που μπορεί να ασκηθεί από την πλειοψηφία (βλ. W. A. GALSTON, The Idea of Political Pluralism σε Μ. S. WILLIAMS (επ.), Moral Universalism and Pluralism: Nomos Xlix, New York University Press, 2009, σελ. 95-96).
ΙΙΙ. Η αξία του κράτους δικαίου
12. Μία από τις αξίες που απαριθμούνται στο Αρθ. 2 είναι το κράτος δικαίου. Αν και η έννοια του όρου αυτού είναι πολύπλευρη, υπάρχουν γενικά δύο σχετικές διαφορετικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με μια καθαρά διαδικαστική αντίληψη, το κράτος δικαίου σημαίνει ότι η κρατική δράση πρέπει να εδράζεται στο νόμο. Συναφώς, τα κυβερνητικά όργανα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με το νόμο και όχι αυθαίρετα. Η εν λόγω αντίληψη του κράτους δικαίου δεν επιβάλλει όμως κάποιους περιορισμούς ως προς το περιεχόμενο του νόμου. Για παράδειγμα, ένα καθεστώς που επιτρέπει τα βασανιστήρια ως τιμωρία θα ήταν συμβατό με τη διαδικαστική αντίληψη του κράτους δικαίου εφόσον τα βασανιστήρια αυτά είχαν νομική βάση. Από την άλλη πλευρά, η ουσιαστική αντίληψη του κράτους δικαίου απαιτεί οι νόμοι που διέπουν την άσκηση της κρατικής εξουσίας να συμμορφώνονται με ορισμένες αρχές ουσιαστικής δικαιοσύνης, όπως η απαγόρευση των βασανιστηρίων ή η ισότητα ανεξαρτήτως φυλής ή φύλου.
13. Η ενωσιακή έννομη τάξη υποστηρίζει μια ουσιαστική και όχι απλώς μια διαδικαστική εκδοχή του κράτους δικαίου. Η προσήλωση στο κράτος δικαίου διασφαλίζει την ιδεολογική συνέχεια, ενισχύει την αίσθηση του ανήκειν μεταξύ των κρατών μελών και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμοποίησή της. Σε ένα βιβλίο με μεγάλη επιρροή, ο λόρδος Bingham προσδιόρισε τις ακόλουθες συνιστώσες του κράτους δικαίου (Lord Τ. BINGHAM, The Rule of Law, Penguin, 2010):
• Το δίκαιο πρέπει να είναι προσιτό και, στο μέτρο του δυνατού, σαφές και προβλέψιμο·
• Τα ζητήματα περί έννομου δικαιώματος και ευθύνης θα πρέπει να επιλύονται με την εφαρμογή του νόμου και όχι με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας·
• Οι νόμοι της χώρας θα πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου σε όλους, εκτός από τον βαθμό που οι αντικειμενικές διαφορές δικαιολογούν κάποια διαφοροποίηση·
Σελ. 16
• Ο νόμος πρέπει να παρέχει επαρκή προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
• Πρέπει να προβλεφθούν μέσα για την επίλυση, χωρίς απαγορευτικό κόστος ή υπερβολική καθυστέρηση, των καλόπιστων αστικών διαφορών που τα ίδια τα μέρη δεν είναι σε θέση να επιλύσουν·
• Οι δημόσιες αρχές πρέπει να ασκούν τις εξουσίες που τους έχουν ανατεθεί με καλή πίστη, για τον σκοπό για τον οποίο τους ανατέθηκαν και χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια των εξουσιών αυτών·
• Οι δικαστικές διαδικασίες που θεσπίζονται από το κράτος πρέπει να είναι δίκαιες·
• Το κράτος δικαίου απαιτεί τη συμμόρφωση του κράτους με τις υποχρεώσεις του στο διεθνές δίκαιο, το οποίο, είτε απορρέει από συνθήκη είτε από διεθνή έθιμα και πρακτικές, διέπει τη συμπεριφορά των κρατών.
14. Καταρχήν, το δίκαιο της ΕΕ υποστηρίζει τα ανωτέρω στοιχεία, τα οποία διασφαλίζονται από τον Χάρτη, τις γενικές αρχές του δικαίου και την ειδικότερη ενωσιακή νομοθεσία. Ο βαθμός στον οποίο οι προσφερόμενες εγγυήσεις είναι επαρκείς και το κατά πόσον εφαρμόζονται σωστά είναι κάτι που πρέπει να προσδιοριστεί μέσα από την ενδελεχή ανάλυση των συγκεκριμένων διατάξεων και των δικαστικών αποφάσεων.
15. Ο κανονισμός περί του γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας του κράτους δικαίου (κανονισμός 2020/2092) καθιστά σαφές ότι το ενωσιακό δίκαιο υιοθετεί μια ουσιαστική εκδοχή του κράτους δικαίου και το αντιλαμβάνεται όχι απλώς ως επιβολή μιας σειράς διαδικαστικών απαιτήσεων, αλλά και ως εγγύηση ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το Αρθ. 2 στοιχείο (α) του εν λόγω κανονισμού παρέχει έναν ολοκληρωμένο ορισμό του κράτους δικαίου, ο οποίος περιλαμβάνει: «τις αρχές της νομιμότητας, που υποδηλώνει διαφανή, υποκείμενη σε λογοδοσία, δημοκρατική και πλουραλιστική νομοθετική διαδικασία· ασφάλεια δικαίου· απαγόρευση της αυθαίρετης άσκησης εκτελεστικών εξουσιών· αποτελεσματική δικαστική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, και όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα· διάκριση των εξουσιών· απαγόρευση των διακρίσεων και ισότητα ενώπιον του νόμου».
16. Στη νομολογία του ΔΕΕ, η έννοια του κράτους δικαίου συνδέεται στενά με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το οποίο θεωρείται μέρος της ίδιας της ουσίας του κράτους δικαίου (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 23.4.1986, C-294/83, Les Verts, EU:C:1986:166, σκ. 23, απόφαση της 3.9.2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, EU:C:2008:461, σκ. 81 και 281 και απόφαση της 28.3.2017, C-72/15, Rosneft, EU:C:2017:236, σκ. 73).
IV. Η συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 2 και 19 παρ. 1 ΣΕΕ
17. Το Αρθ. 2, και ιδίως η αξία του κράτους δικαίου, αποδείχθηκε καθοριστική για την καταπολέμηση της θεωρούμενης δημοκρατικής οπισθοδρόμησης που επικράτησε κυρίως στην Πολωνία και την Ουγγαρία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Μια σειρά μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις στις χώρες αυτές περιόρισαν τη δικαστική ανεξαρτησία και περιόρισαν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το ΔΕΕ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτές τις εξελίξεις, αν και ο βαθμός στον οποίο οι αντιδράσεις τους ήταν αποτελεσματικές είναι αμφισβητήσιμος (βλ. K.L. SCHAPPELE/D. KOCHENOV). Εν προκειμένω, αξίζει να εστιάσουμε στην αντίδραση του ΔΕΕ. Σημείο καμπής αποτέλεσε η απόφαση στην υπόθεση Juízes Portugueses, όπου το Δικαστήριο προέβη σε σημαντικές συνταγματικές διακηρύξεις (ΔΕΕ, απόφαση της 27.2.2018, C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, EU:C:2018:117). Οι εν λόγω διακηρύξεις αφορούσαν το άρθρο 19, παρ. 1, δεύτερο εδ., ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωση».
18. Η Συνδικαλιστική Ένωση των Πορτογάλων Δικαστών υποστήριξε ότι η προσωρινή μείωση των μισθών του δημόσιου τομέα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των αποδοχών των με-
Σελ. 17
λών του Πορτογαλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, παραβίασε την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Αρθ. 19, παρ. 1 της ΣΕΕ και στο Αρθ. 47 του Χάρτη, το οποίο προβλέπει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Οι μειώσεις μισθών είχαν επιβληθεί στον δημόσιο τομέα για να μειωθεί το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της Πορτογαλίας. Η επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου είχε ως εξής. Κατ’ αρχάς, έκρινε ότι η δικαστική του αποστολή, όπως αναφέρεται στο Αρθ. 19, παρ. 1, πρώτο εδ., ΣΕΕ, να διασφαλίζει, κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία των Συνθηκών, την τήρηση του νόμου, ανατίθεται από κοινού στο ΔΕΕ και στα εθνικά δικαστήρια. Η αποστολή αυτή απορρέει από τη συνολική αξία του κράτους δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στο Αρθ. 2 ΣΕΕ, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελεί η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (σκ. 35-36). Συνεπώς, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τα όργανα που υπάγονται στο δικαιοδοτικό τους σύστημα στους τομείς που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της εγγύησης της δικαστικής ανεξαρτησίας (σκ. 37).
19. Μια σημαντική πτυχή της απόφασης είναι ότι το ΔΕΕ ερμήνευσε ευρέως το Αρθ. 19, παρ. 1, δεύτερο εδ., ΣΕΕ. Το εξέλαβε όχι απλώς ως μια τεχνική διάταξη σχετική με τα ένδικα μέσα, αλλά ως μια γενική ρήτρα που απαιτεί από τα εθνικά νομικά συστήματα να εγγυώνται, γενικότερα, αποτελεσματική νομική προστασία σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από το ενωσιακό δίκαιο.
20. Μια άλλη βασική διαπίστωση είναι ότι το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παρ. 1, ΣΕΕ είναι ευρύτερο από ό,τι του Χάρτη, δεδομένου ότι εφαρμόζεται στους «τομείς που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξάρτητα από το αν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του Αρθ. 51, παρ. 1 του Χάρτη (σκ. 29). Επομένως, το Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ εφαρμόστηκε στην υπόθεση όχι επειδή το πορτογαλικό μέτρο ενέπιπτε ratione materiae στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, αλλά επειδή επηρέασε ένα δικαστικό όργανο το οποίο θα μπορούσε να κληθεί να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης. Ο δικαιοδοτικός δεσμός που απαιτείται για την ενεργοποίηση της εφαρμογής του Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ βασίζεται στη «δυνητικότητα» και είναι πιο ισχνός από εκείνον που απαιτείται για την ενεργοποίηση της εφαρμογής του Χάρτη. Αυτό επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια στην υπόθεση A.K [ΔΕΕ, απόφαση της 19.11.2019, C-585/18, A.K. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), EU:C:2019:982]. Επί των πραγματικών περιστατικών στη υπόθεση Juízes Portugueses, το ΔΕΕ έκρινε ότι η μείωση των μισθών των δικαστών δεν παραβίαζε την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά η αξία της υπόθεσης έγκειται στο ότι διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής των εθνικών μέτρων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του ΔΕΕ.
21. Η υπόθεση Juízes Portugueses αφορά πρωτίστως τις θεσμικές εξουσίες και τις κυβερνητικές δομές εντός ενός κράτους μέλους και όχι την τήρηση των ουσιαστικών δικαιωμάτων, των διαδικασιών ή των ένδικων μέσων σε μια συγκεκριμένη υπόθεση. Το Δικαστήριο έκρινε ουσιαστικά ότι οι αξίες της Ένωσης συνεπάγονται ορισμένες θεσμικές εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής ανεξαρτησίας. Τα κράτη μέλη οφείλουν να οργανώνουν τα εθνικά τους συστήματα δικαιοσύνης κατά τρόπο που να προστατεύουν τις εγγυήσεις αυτές σε σχέση με όσα δικαστικά όργανα μπορούν in abstracto να εφαρμόζουν ενωσιακό δίκαιο. Δεδομένου ότι πρακτικά οποιοδήποτε εθνικό δικαστήριο μπορεί (και πρέπει) να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης, οι θεσμικές εγγυήσεις που απαιτούνται από το Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ διαπερνούν τα εθνικά συστήματα απονομής δικαιοσύνης. Από την απόφαση προκύπτει ότι το Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από το Αρθ. 47 του Χάρτη καθώς για την εφαρμογή του τελευταίου απαιτείται το αντικείμενο της διαφοράς να συνδέεται εκ των προτέρων με το ενωσιακό δίκαιο (βλ. επίσης ΔΕΕ, απόφαση της 1.3.2011, Claude Chartry κατά Βελγικού Δημοσίου, EU:C:2011:101). Εντούτοις, το ουσιαστικό του περιεχόμενο είναι ταυτόσημο με το αυτό του Αρθ. 47 του Χάρτη. Επομένως, από τη στιγμή που ένα εθνικό μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Αρθ. 19 παρ. 1, ΣΕΕ ισχύουν αυτόματα οι εγγυήσεις του Αρθ. 47 του Χάρτη.
22. Κατά συνέπεια, η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Juízes Portugueses διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του Αρθ. 19 παρ 1, ΣΕΕ. Το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου απαιτεί από τα
Σελ. 18
κράτη μέλη να παρέχουν επαρκή ένδικα μέσα. Η διατύπωση της διάταξης θα μπορούσε να υποδηλώσει ότι ένα εθνικό μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ και η συμβατότητά του με αυτό μπορεί να ελεγχθεί από το ΔΕΕ μόνο όταν δεν παρέχει επαρκή έννομη προστασία των δικαιωμάτων της ΕΕ. Μολαταύτα, συνδέοντας το Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ με το Αρθ. 2 ΣΕΕ, το ΔΕΕ διεύρυνε σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του μετατρέποντάς το από μια φαινομενικά ειδική διάταξη σχετικά τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα του κάθε εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος σε μια διάταξη που αποτελεί πυλώνα της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης και του κράτους δικαίου. Υπό αυτήν την έννοια, η απόφαση του ΔΕΕ καθορίζει τις ελάχιστες προσδοκίες που απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ένωση.
23. Προκύπτει λοιπόν ότι η έννοια του κράτους δικαίου, σύμφωνα με το Αρθ. 2, σε συνδυασμό με το Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ, επιβάλλει διαρθρωτικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης του δικαιοδοτικού τους συστήματος. Τα εν λόγω εθνικά συστήματα πρέπει να παρέχουν τις απαραίτητες εγγυήσεις που να επιτρέπουν σε μια ανεξάρτητη δικαιοσύνη να υπερασπίζεται τα δικαιώματα που παρέχονται από το ενωσιακό δίκαιο [ΔΕΕ, απόφαση της 25.7.2018, C-216/18 PPU, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), EU:C:2018:586, σκ. 66-68]. Υπό αυτήν την έννοια, τα Αρθ. 2 και 19, παρ. 1, ΣΕΕ συμπληρώνουν τον Χάρτη: ο δεύτερος παρέχει συγκεκριμένα δικαιώματα, ενώ τα πρώτα προβλέπουν ένα σύστημα διακυβέρνησης. Η εν λόγω εξέλιξη προκάλεσε μια ζωηρή νομολογίας, η οποία προέκυψε από την κρίση του κράτους δικαίου στην Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου το ΔΕΕ διατύπωσε τις απαιτήσεις της δικαστικής προστασίας και της δικαστικής ανεξαρτησίας χρησιμοποιώντας ως σημείο εκκίνησης το Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ και όχι τον Χάρτη [βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ, απόφαση της 11.7.2019, C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), EU:C:2019:531 και απόφαση της 5.11.2019, C-192/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων), EU:C:2019:924). Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι στην υπόθεση Juízes Portugueses το ΔΕΕ χρησιμοποίησε επίσης, σε σχέση με την έννοια του κράτους δικαίου, τη γλωσσική διατύπωση που επιφυλάσσεται συνήθως για τα δικαιώματα, κρίνοντας ότι η ίδια η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου που αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ αποτελεί την ουσία του κράτους δικαίου (σκ. 36).
24. Συνολικά, με βάση τη νομολογία, μπορεί να ειπωθεί ότι το Αρθ. 2 ΣΕΕ έχει σχετική κανονιστική αυτονομία. Η παραβίασή του δεν είναι απλώς παράγωγος της παραβίασης άλλου ενωσιακού κανόνα δικαίου. Μια νομική πράξη ή πρακτική μπορεί να παραβιάζει το Αρθ. 2 ΣΕΕ επιπλέον της παραβίασης άλλης διάταξης ή αρχής του δικαίου της ΕΕ ή να αποτελεί παραβίαση του Αρθ. 2 σε συνδυασμό με άλλη διάταξη ή αρχή του δικαίου της ΕΕ. Συνεπώς, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής επιβολής του Αρθ. 258 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει ότι μια εθνική νομοθεσία ή πρακτική παραβιάζει άλλη διάταξη των Συνθηκών και επιπρόσθετα το Αρθ. 2 ΣΕΕ. Ο Χάρτης έχει ήδη χρησιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο [βλ. ενδεικτικά, ΔΕΕ, απόφαση της 21.5.2019, C-235/17,Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Επικαρπίες επί γεωργικών γαιών), EU:C:2019:432, όπου το ΔΕΕ διαπίστωσε παραβίαση τόσο του άρθρου 63 ΣΛΕΕ όσο και του άρθρου 19 του Χάρτη, καθώς και απόφαση της 18.6.2020, C-78/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Διαφάνεια των οργανώσεων), EU:C:2020:476, όπου το ΔΕΕ διαπίστωσε παραβίαση τόσο του άρθρου 63 ΣΛΕΕ όσο και των άρθρων 7, 8 και 12 του Χάρτη). Παρομοίως, το Αρθ. 2 ΣΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό. Η Επιτροπή επιδιώκει την επιβεβαίωση της εν λόγω δυνατότητας στο πλαίσιο διαδικασιών επί παραβάσει κατά της Ουγγαρίας, οι οποίες επί του παρόντος εκκρεμούν ενώπιον του ΔΕΕ (βλ. υπόθεση C-769/22, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σχετικά με την εικαζόμενη παραβίαση του Αρθ. 2 ΣΕΕ από την Ουγγαρία λόγω της θέσπισης νόμων κατά της ομοφυλοφιλίας και της αλλαγής φύλου).
V. Η κρίση του κράτους δικαίου
Σελ. 19
25. Από τη δεκαετία του 2010, η Πολωνία και η Ουγγαρία βρίσκονται στο επίκεντρο μιας κρίσης κράτους δικαίου. Πρόκειται για συστηματικές ενέργειες των εκάστοτε κυβερνήσεων που αποσκοπούν στην υπονόμευση βασικών αρχών του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στην περίπτωση της Πολωνίας, η δράση αυτή επικεντρώθηκε κυρίως σε νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν σοβαρά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, περιλαμβάνει μέτρα και πρακτικές που επιδιώκουν τον έλεγχο της εκλογικής διαδικασίας, θέτουν την κυβέρνηση εκτός των μηχανισμών λογοδοσίας και αρνούνται θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία της έκφρασης.
26. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την οπισθοδρόμηση αυτή με τη λήψη διαφόρων μέτρων. Ειδικότερα, η Ένωση έχει αναπτύξει μια εργαλειοθήκη για το κράτος δικαίου που διαθέτει τόσο προληπτικούς όσο και επανορθωτικούς μηχανισμούς (βλ. ενδεικτικά EU’s Rule of Law Toolbox, 2023 και A. VON BOGDANDY/L. D. SPIEKER, 2019).
27. Στα προληπτικά μέτρα συγκαταλέγεται ο λεγόμενος μηχανισμός κράτους δικαίου. Αυτός περιλαμβάνει τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη μέσω διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και επισκέψεων της Επιτροπής. Ο εν λόγω μηχανισμός καταλήγει στη δημοσίευση, από το 2020, μιας ετήσιας έκθεσης για το κράτος δικαίου, η οποία περιέχει την αξιολόγηση της Επιτροπής σχετικά με τις εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο στους τομείς της δικαιοσύνης, της καταπολέμησης της διαφθοράς, της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης και των θεσμικών θεμάτων που σχετίζονται με τους ελέγχους και τις διαδικαστικές εγγυήσεις (‘checks and balances’). Η έκθεση της Επιτροπής περιέχει συστάσεις προς τα κράτη μέλη και ακολουθείται από διαλόγους που διεξάγονται στο Συμβούλιο και καλύπτουν τόσο οριζόντια θέματα όσο και θέματα που αφορούν συγκεκριμένα κράτη μέλη. Στόχος είναι η συγκέντρωση ακριβών πληροφοριών, η διεξαγωγή ανοικτής συζήτησης, η ανάδειξη προβληματικών τομέων και η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών. Η έκθεση για το κράτος δικαίου συμπληρώνεται από έναν πίνακα αποτελεσμάτων της δικαιοσύνης της ΕΕ, τον οποίο διαχειρίζεται η Επιτροπή και ο οποίος παρέχει ετήσια επισκόπηση της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας και της ανεξαρτησίας των συστημάτων δικαιοσύνης των κρατών μελών βάσει καθορισμένων δεικτών [βλ. ενδεικτικά, Ανακοίνωση της Επιτροπής της 11.6.2024, σχετικά με τον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης 2024, COM(2024) 950 final].
28. Εκτός από τα εν λόγω προληπτικά μέτρα, υπάρχουν επίσης κατασταλτικοί μηχανισμοί. Αυτοί είναι οι ακόλουθοι:
- Ένα νέο πλαίσιο για την ενίσχυση του κράτους δικαίου που εισήγαγε η Επιτροπή το 2014 [βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής της 11.3.2014, σχετικά με ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, COM(2014) 158 final].
- Το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, το οποίο εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά των κρατών μελών·
- Το άρθρο 7 ΣΕΕ που προβλέπει ειδική διαδικασία επιβολής σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος παραβιάζει ή κινδυνεύει να παραβιάσει τις αξίες του Αρθ. 2 ΣΕΕ·
- τον κανονισμό περί του γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας, ο οποίος εξαρτά την εκταμίευση κονδυλίων της ΕΕ προς τα κράτη μέλη από τη συμμόρφωση με τα πρότυπα του κράτους δικαίου.
29. Οι επόμενες ενότητες παρέχουν μια σύντομη επισκόπηση αυτών των μηχανισμών. Θα σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι δράσεις που έχουν αναληφθεί για την αντιμετώπιση της κρίσης του κράτους δικαίου έχουν αποδειχθεί περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Αυτό οφείλεται στην απροθυμία των υπολοίπων κρατών μελών να αντιμετωπίσουν σθεναρά τις εκάστοτε κυβερνήσεις στην Ουγγαρία και την Πολωνία καθώς και στο γεγονός ότι, εκ του σχεδιασμού της, η Ευρωπαϊκή Ένωση προορίζεται να είναι ένας οργανισμός χωρίς αποκλεισμούς. Βασίζεται στην εθελοντική συμμετοχή κυ-
Σελ. 20
ρίαρχων κρατών που υποτίθεται ότι μοιράζονται κοινές αξίες. Υπό αυτήν την έννοια, δεν έχει την εξουσία να αποπέμψει ένα κράτος μέλος και, συνεπώς, έχει οι κατασταλτικές της εξουσίες είναι περιορισμένες.
VI. Το πλαίσιο της Επιτροπής για την ενίσχυση του κράτους δικαίου
30. Το 2014, η Επιτροπή εισήγαγε ένα νέο πλαίσιο για την ενίσχυση του κράτους δικαίου (βλ. ανωτέρω παρ. 28). Αυτό βασίστηκε στην αξιολόγηση ότι οι υφιστάμενοι μηχανισμοί δεν ήταν προσαρμοσμένοι ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις συστημικές απειλές που μπορεί να προκύψουν όταν οι εθνικές διαδικασίες αποτυγχάνουν. Η Επιτροπή υποστήριξε ουσιαστικά ότι οι καταστάσεις που προκαλούν ανησυχία μπορεί να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αξιοποιηθούν οι δικαστικοί μηχανισμοί προσφυγής που βασίζονται στα θεμελιώδη δικαιώματα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να υπολείπονται του υψηλού ορίου για την ενεργοποίηση των προληπτικών μηχανισμών και των μηχανισμών επιβολής κυρώσεων του Αρθ. 7 ΣΕΕ. Εισήγαγε έτσι ένα νέο πλαίσιο για να καλύψει το εν λόγω κενό. Αυτό θα ενεργοποιείται όταν ένα κράτος μέλος προβαίνει σε ενέργειες «είναι πιθανό να επηρεάζουν αρνητικά και συστηματικά την ακεραιότητα, τη σταθερότητα ή την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών και των μηχανισμών διασφάλισης που έχουν θεσπιστεί σε εθνικό επίπεδο για την προστασία του κράτους δικαίου» (σημ. 4.1.). Συνεπώς, στόχος είναι να αντιμετωπιστούν οι απειλές κατά του κράτους δικαίου που έχουν συστημικό χαρακτήρα. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρει ότι πρέπει «να υφίσταται απειλή για την πολιτική, θεσμική και/ή έννομη τάξη ενός κράτους μέλους, τη συνταγματική δομή του, τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία ή αμεροληψία του δικαστικού σώματος, ή του συστήματος δικαστικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών δικαστηρίων, όπου υφίστανται, για παράδειγμα ως αποτέλεσμα της έγκρισης νέων μέτρων ή ευρέως διαδεδομένων πρακτικών των δημοσίων αρχών και της έλλειψης εγχώριων μέσων προσφυγής».
31. Η διαδικασία του πλαισίου βασίζεται σε τέσσερις αρχές: πρώτον, επικεντρώνεται στην εξεύρεση λύσης με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, δεύτερον, βασίζεται σε αντικειμενική και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της συγκεκριμένης κατάστασης, τρίτον, δεσμεύεται να σέβεται την ίση μεταχείριση των κρατών μελών και, τέταρτον, καταλήγει σε συγκεκριμένες δράσεις για την αντιμετώπιση του κινδύνου και την αποφυγή προσφυγής στο Αρθ. 7 ΣΕΕ. Πρακτικά, περιλαμβάνει τρία στάδια: τη διενέργεια αξιολόγησης, την έκδοση σύστασης και την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με την εν λόγω σύσταση. Η Επιτροπή πρέπει να συλλέγει και να εξετάζει πληροφορίες με σκοπό να προσδιορίσει αν υπάρχει συστημική απειλή για το κράτος δικαίου. Εάν ναι, διενεργεί διάλογο αποστέλλοντας «γνωμοδότηση για το κράτος δικαίου» στην ενδιαφερόμενη κυβέρνηση. Εάν το ζήτημα δεν επιλυθεί, η Επιτροπή μπορεί να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο εκδίδοντας σύσταση η οποία δημοσιοποιείται. Εν συνεχεία, παρακολουθεί τα σχετικά που λαμβάνει το κράτος μέλος. Εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική απάντηση, η Επιτροπή αξιολογεί τη δυνατότητα προσφυγής στο μηχανισμό του Αρθ. 7 ΣΕΕ.
32. Το πλαίσιο για το κράτος δικαίου είναι μια πρωτοβουλία ήπιου δικαίου (soft law) που βασίζεται στην παραδοχή ότι η κρατική συμπεριφορά που υπονομεύει τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης δεν μπορεί να είναι συμβατή με τις υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους ως μέλους της ΕΕ. Το 2016 και το 2017 η Επιτροπή εξέδωσε τέσσερις συστάσεις για το κράτος δικαίου προς την Πολωνία, διαπιστώνοντας συστημικές παραβάσεις σε σχέση με την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (βλ. π.χ. σύσταση της Επιτροπής της 27.7.2016 σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία, (ΕΕ) 2016/1374, ΕΕ L 217/53). Στην τελευταία σύστασή της, η οποία εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2017 [Σύσταση της Επιτροπής, της 20.12.2017, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία συμπληρωματικά προς τις συστάσεις της Επιτροπής (ΕΕ) 2016/1374, (ΕΕ) 2017/146 και (ΕΕ) 2017/1520], η Επιτροπή έθεσε ζήτημα σχετικά με τον πολωνικό νόμο για το Ανώτατο Δικαστήριο της 8.12.2017 καθώς και με έναν νόμο για το Εθνικό Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη. Η Επιτροπή συνόδευσε την εν
Σελ. 21
λόγω σύσταση με αιτιολογημένη πρόταση απόφασης του Συμβουλίου βάσει του Αρθ. 7, παρ. 1, ΣΕΕ σχετικά με τον προσδιορισμό σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου [COM(2017) 835 final]. Επίσης, κίνησε διαδικασία κατά της Πολωνίας βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ σε σχέση με ορισμένες εικαζόμενες παραβιάσεις (βλ. κατωτέρω). Οι συστάσεις της Επιτροπής για το κράτος δικαίου συντάχθηκαν προσεκτικά και επικαλούνται στήριξη για τις διαπιστώσεις τους από πρότυπα και αποφάσεις που έχουν ληφθεί από μεγάλο αριθμό υπερεθνικών και διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Επιτροπής της Βενετίας για τη Δημοκρατία βάσει του Δικαίου.
VII. Ο ρόλος του ΔΕΕ στην προστασία του κράτους δικαίου βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ
33. Σύμφωνα με το Αρθ. 258 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει ενώπιον του ΔΕΕ όταν θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των Συνθηκών. Μολονότι η μη συμμόρφωση ενός κράτους μέλους με το ενωσιακό δίκαιο μπορεί τελικά να οδηγήσει στην επιβολή χρηματικών κυρώσεων, οι διαδικασίες επιβολής υπόκεινται σε ορισμένους περιορισμούς. Κυρίως, προϋποθέτουν ότι υπάρχει παράβαση συγκεκριμένων υποχρεώσεων της ΕΕ και δεν είναι κατ’ ανάγκη κατάλληλες στην περίπτωση συστημικών παραβιάσεων του κράτους δικαίου σε εθνικό επίπεδο. Η προσφυγή στις εν λόγω διαδικασίες διευκολύνθηκε από την απόφαση του ΔΕΕ Juízes Portugueses, η οποία, όπως είδαμε, ενέταξε στο πεδίο εφαρμογής του Αρθ. 19, παρ. 1, ΣΕΕ τις συστημικές παραβάσεις που μπορούν να επηρεάσουν την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.
34. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή έχει κινήσει με επιτυχία διαδικασίες για την αντιμετώπιση βασικών παραβιάσεων του κράτους δικαίου, ιδίως πρόδηλων παραβιάσεων της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας. Μια από τις σημαντικότερες υποθέσεις είναι η υπόθεση σχετικά με τη συνταξιοδότηση των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου [απόφαση της 11.7.2019, C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), EU:C:2019:531]. Το 2017, η Δημοκρατία της Πολωνίας εξέδωσε νέο νόμο για το Ανώτατο Δικαστήριο, ο οποίος μείωσε την ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου από τα 70 στα 65 έτη. Ο νόμος ίσχυε όχι μόνο για τους μελλοντικούς διορισμούς αλλά και για τους εν ενεργεία δικαστές που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών. Προέβλεπε, ωστόσο, ότι οι εν ενεργεία δικαστές μπορούσαν να συνεχίσουν να υπηρετούν εάν τους χορηγηθεί άδεια από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
35. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο νόμος αντιβαίνει στις συνδυασμένες διατάξεις του Αρθ. 19, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του Αρθ. 47 του Χάρτη. Ζήτησε, επίσης, προσωρινά μέτρα δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, προκειμένου να υποχρεωθεί η Δημοκρατία της Πολωνίας, εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην κύρια δίκη, να αναστείλει την εφαρμογή του νόμου, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέψει στους θιγόμενους υπηρετούντες δικαστές να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να απόσχει από κάθε μέτρο αντικατάστασής τους. Με προσωρινές διαταγές, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Επιτροπής (ΔΕΕ, διατάξεις της 15.11.2018 και της 17.12.2018, C-619/18 R, EU:C:2018:910 και EU:C:2018:1021).
36. Στην απόφασή του επί της κύριας προσφυγής, το ΔΕΕ έκρινε ότι η πολωνική νομοθεσία μπορούσε να ελεγχθεί βάσει του Αρθ. 19, παρ. 1, δεύτερο εδ., ΣΕΕ (σκ. 59). Ακολουθώντας το σκεπτικό του στην υπόθεση Juízes Portugueses, έκρινε ότι, δυνάμει του Αρθ. 19, παρ. 1, δεύτερο εδ., τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν μέσα έννομης προστασίας επαρκή για την εξασφάλιση αποτελεσματικής έννομης προστασίας, κατά την έννοια του Αρθ. 47 του Χάρτη, στους τομείς που καλύπτονται από το ενωσιακό δίκαιο. Ειδικότερα, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια που ενδέχεται να κληθούν να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου πληρούν τις απαιτήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης ανεξαρτησίας (σκ. 55-57). Το ΔΕΕ δήλωσε:
Σελ. 22
37. « Η απαίτηση αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου».
38. Συναφώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι η εφαρμογή του πολωνικού νόμου στους εν ενεργεία δικαστές παραβίαζε την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, ιδίως την αρχή της μονιμότητας των δικαστών. Απέρριψε τον ισχυρισμό της πολωνικής κυβέρνησης ότι ο νόμος δικαιολογείται από τον στόχο της εναρμόνισης της ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τη γενική ηλικία συνταξιοδότησης που ισχύει για όλους τους εργαζομένους. Και τούτο διότι, το ΔΕΕ αμφισβήτησε κατά πόσον αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος του νόμου. Αφενός, ο νόμος τερμάτιζε πρόωρα τη θητεία των υφιστάμενων δικαστών. Αφετέρου, επέτρεπε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παρατείνει, κατά διακριτική ευχέρεια, τη μειωθείσα, από το νέο νόμο, θητεία. Ο συνδυασμός των διατάξεων αυτών ενίσχυσε την εντύπωση ότι ο στόχος στην πραγματικότητα ήταν ενδεχομένως ο αποκλεισμός μιας προκαθορισμένης ομάδας δικαστών (σκ. 85). Οι αμφιβολίες αυτές ενισχύθηκαν περαιτέρω από το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση επηρέασε άμεσα σχεδόν το ένα τρίτο των εν ενεργεία δικαστών (σκ. 86).
39. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Πολωνία είχε επίσης παραβιάσει το Αρθ. 19, παρ. 1 δεύτερο εδ., ΣΕΕ παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει δύο φορές, κάθε φορά για μια τριετία, τη θητεία των εν ενεργεία δικαστών πέραν της νέας ηλικίας συνταξιοδότησης που καθορίστηκε στο νέο νόμο (σκ. 98). Μάλιστα, η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να παρατείνει τη θητεία ενός συγκεκριμένου δικαστή δεν διέπεται από κανένα αντικειμενικό και επαληθεύσιμο κριτήριο και δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση αιτιολόγησης. Επιπλέον, οποιαδήποτε τέτοια απόφαση δεν μπορούσε να προσβληθεί μέσω δικαστικής διαδικασίας. Τέλος, αν και πριν λάβει μια απόφαση, ο Πρόεδρος έπρεπε να συμβουλευτεί το Εθνικό Συμβούλιο των Δικαστών, η γνώμη του οργάνου αυτού δεν χρειαζόταν να είναι αιτιολογημένη (σκ. 114). Υπό το φως αυτών των παρατηρήσεων, η διακριτική ευχέρεια που παραχωρήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δημιούργησε εύλογες αμφιβολίες ως ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των συμφερόντων που ενδέχεται να αντιπαρατεθούν ενώπιόν τους (σκ. 118).
40. Η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασίες εκτέλεσης και σε σχέση με άλλες κατάφωρες παραβιάσεις του κράτους δικαίου. Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (πειθαρχική διαδικασία), το ΔΕΕ διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της ΕΕ εξαιτίας της θέσπισης μέτρων τα οποία α) δεν εγγυώνται την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του Πειθαρχικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για τον έλεγχο των αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών, β) επέτρεπαν τον χαρακτηρισμό δικαστικών αποφάσεων ως πειθαρχικών αδικημάτων, γ) δεν εγγυήθηκαν ότι οι πειθαρχικές υποθέσεις κατά δικαστών εξετάζονται από δικαστήριο που έχει συσταθεί βάσει νόμου, δ) δεν εγγυήθηκαν τα δικαιώματα υπεράσπισης των κατηγορουμένων δικαστών και ε) περιόρισαν το δικαίωμα των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν προδικαστικές παραπομπές, επιτρέποντας τη δυνατότητα κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας κατά του αιτούντος δικαστηρίου, η Δημοκρατία της Πολωνίας [ΔΕΕ, απόφαση της 15.7.2021, C-791/19, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Régime disciplinaire des juges), EU:C:2021:596].
41. Η αντίληψη ότι η Πολωνία και η Ουγγαρία πάσχουν από ελλείψεις στο κράτος δικαίου οδήγησε επίσης σε σειρά προδικαστικών αποφάσεων όπου αμφισβητήθηκε η συμβατότητα των εθνικών νομοθεσιών στους τομείς της δικαστικής οργάνωσης, του ασύλου και του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης με τις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ [βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ, απόφαση της 25.7.2018, C-216/18 PPU, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), EU:C:2018:586, απόφαση της 19.11.2019, C-585/18, C-624/18 και C-625/18, A.K. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), EU:C:2019:982, απόφαση της 26.3.2020, C-558/18 και C-563/18, Miasto Łowicz (Régime disciplinaire concernant les magistrats), EU:C:2020:234 και απόφαση της 17.12.2020, C-354/20 PPU, Openbaar Ministerie (Indépendance de l’autorité judiciaire d’émission), EU:C:2020:1033].
Το AI.chatbook® είναι η πρώτη εφαρμογή AI στην Ελλάδα που συνδυάζει το περιεχόμενο έντυπων εκδόσεων με την τεχνητή νοημοσύνη. Το AI.chatbook®, μέσα από οποιαδήποτε συσκευή που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, επιτρέπει στον αναγνώστη να υποβάλει ερωτήσεις στο περιεχόμενο επιλεγμένων βιβλίων, για να λάβει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τεκμηριωμένες απαντήσεις με πλήρη πρόσβαση και αναφορά στην πηγή.
Η εφαρμογή βασίζεται σε μια καινοτόμα πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης, η οποία αναπτύχθηκε από τα LexLabs για την επίλυση απλών ή σύνθετων θεμάτων που απασχολούν τον νομικό. Η επίλυση αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την αλληλεπίδραση του με αξιόπιστο περιεχόμενο επιλεγμένων εκδόσεων και σταδιακά επί του συνόλου της Βιβλιογραφίας της ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ.
Με την αγορά κάθε AI.chatbook®, έχετε δικαίωμα να υποβάλετε έως και 200 ερωτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της επιλεγμένης έκδοσης και αποκτάτε πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο της με τη μορφή e-book.




